Jump to content

ΣΑ #6 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)


Ιρμάντα
 Share

Recommended Posts

image.png.5524b609634a44b0405ef42a51422250.pngΞέρετε τι κάνουμε εδώ, παιδάκια, ε; Διαβάζουμε την ασκησούλα εδώ:

...και απαντάμε!

Αφήνουμε την κόλλα μας (μέχρι και 31/12, παραμονή Πρωτοχρονιάς y'know, ) και περιμένουμε feedback.

Άντε να σας καμαρώσω και μου λείψατε!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Καλώς τον πρώτο μαθητή μας!

Λοιπόν, να πούμε τα γενικά: η ιδεά του τζίνι που φτιάχνει παιχνίδια είναι εξαιρειτική και τα Jumbo θα πουλούσαν την ψυχή τους για έναν τέτοιο βοηθό. Έκανες δηλαδή μία πολύ έξυπνη χρήση της αρχικής ιδέας με το τζίνι.

Από κει και πέρα, τι θα ήθελα να μάθω:

  1. Γιατί το τζίνι δουλεύει μόνο Χριστούγεννα; Αφού ο αφέντης είναι τόσο άπληστος λογικά θα έπρεπε να τον έχει ξεπατώσει, όχι μονάχα μία ημέρα
  2. Τελικά το τζίνι προκάλεσε την πτώση του μπουκαλιού;
  3. Αν και κάποιοι σύγχρονοι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν δείκτες διαλόγου, εισαγωγικά, παύλες, πλάγια γραφή, κάτι, εδώ μπερδεύτηκα λίγο. Ίσως είναι καλύτερα να βάζεις κάποιον δείκτη

Παρακάτω επισυνάπτω το κείμενό σου με σχόλια και διορθωμένα κάποια ορθογραφικούλια που σου ξέφυγαν.

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου!

 

 

Edited by Ιρμάντα
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Καλημέρα Ιρμάντα, ευχαριστώ πολύ που διάβασες την ιστορία και μπήκες στον κόπο να μου επισημάνεις κάποια λάθη, τα διάβασα και θα προσπαθήσω να μην τα επαναλάβω σε μελλοντικές ιστορίες.

Τώρα σχετικά με τις ερωτήσεις θα τις απαντήσω στο παρακάτω spoiler.

Spoiler
10 hours ago, Ιρμάντα said:

Γιατί το τζίνι δουλεύει μόνο Χριστούγεννα; Αφού ο αφέντης είναι τόσο άπληστος λογικά θα έπρεπε να τον έχει ξεπατώσει, όχι μονάχα μία ημέρα

Το κείμενο έπρεπε να περιοριστεί μέσα σε ένα-δυο παραγράφους όπως ανέφερες έτσι δεν έμεινε χώρος για περισσότερες εξηγήσεις αφού ήδη ξεπέρασα αυτό το όριο όμως θα προσπαθήσω να το εξηγήσω όσο πιο σύντομα μπορώ εδώ.

Το τζίνι ήταν κάποτε άνθρωπος ο οποίος γερνούσε έτσι έκανε μια συμφωνία με κάποιον θεό της ερήμου ώστε να ζήσει αιώνια και ως αντάλλαγμα έδωσε την ελευθεριά του (για αυτό ζει σε μπουκάλι) όμως η συμφωνία (χωρίς να το γνωρίζει) κάλυπτε μόνο να μην γεράσει και όχι να ζήσει αιώνια οπότε η μέρες του ήταν μετρημένες. Το τζίνι δεν το γνώριζε αυτό όμως ο αφέντης του το ήξερε και για αυτό επέλεγε να τον χρησιμοποιεί μόνο τα Χριστούγεννα που υπήρχε μεγαλύτερη ζήτηση.

Και πάλι εδώ αναφέρομε μονάχα σε μια μπακαλίστικη εξήγηση αφού για να δώσω μια πλήρης εξήγηση θα χρειαζόμουν ίσως πάνω από πέντε σελίδες.

10 hours ago, Ιρμάντα said:

Τελικά το τζίνι προκάλεσε την πτώση του μπουκαλιού;

Όπως στην πραγματικότητα υπάρχουν συνήθως δυο ή περισσότερες εκδοχές με τις οποίες μπορείς να εξηγήσεις ένα γεγονός έτσι και εδώ συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Το μπουκάλι σπάει γιατί η ζωή του τζίνι έφτασε στο τέλος της ή γιατί το τζίνι πραγματοποίησε την τελευταία του ευχή.

Ομολογώ βέβαια πως περίμενα περισσότερο την ερώτηση: Τι έγινε αφού έσπασε το μπουκάλι; Το τζίνι απελευθερώθηκε ή χάθηκε για πάντα;

10 hours ago, Ιρμάντα said:

Αν και κάποιοι σύγχρονοι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν δείκτες διαλόγου, εισαγωγικά, παύλες, πλάγια γραφή, κάτι, εδώ μπερδεύτηκα λίγο. Ίσως είναι καλύτερα να βάζεις κάποιον δείκτη

Πάντα χρησιμοποιώ - πριν ξεκινήσω κάποιο διάλογο όμως εδώ δεν το έκανα λόγο βιασύνης (σύλληψη ιδέας μαζί με γραφή έγιναν σε λιγότερο από μια ώρα)

Όσο για τις ερωτήσεις σου μέσα στο Word:

Η ονομασία που δίνει ο αφέντης είναι απλά δυο τυχαία γράμματα ενωμένα, το κάνει αυτό για να διαχωρίσει ακόμη περισσότερο την ύπαρξη του τζίνι από αυτή των ανθρώπων ώστε να νιώθει κατώτερος από αυτούς.

Το γεγονός ότι του εύχεται να πλουτίσει είναι γιατί το τζίνι δεν μισή τον αφέντη του ή τουλάχιστον έτσι προσπαθεί. Το τζίνι γνωρίζει ότι το μίσος είναι το δηλητήριο της ευτυχίας και για αυτόν τον λόγο προσπαθεί να μην μισή κανέναν. (δεν τα καταφέρνει πάντα βέβαια)

Θα ήθελα να πω ακόμη περισσότερα όμως νομίζω αυτά είναι αρκετά, βέβαια αν έχεις επιπλέον απορίες θα τις απαντήσω με ευχαρίστηση. Και πάλι ευχαριστώ για τις διορθώσεις! Το εκτιμώ και θα τις λάβω υπόψιν!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Εγώ θα πω ότι με όλες τις παραπάνω εξηγήσεις θα προέκυπτε ένα πολύ ενδιαφέρον διήγημα, που θα χαιρόμασταν πολύ να σε δούμε να γράφεις και να ανεβάζεις κάποια στιγμή. Και παλι ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια! Και εγώ θα ήθελα ίσως να το συνεχίσω αλλά ήδη δουλεύω σε κάτι πολύ πιο μεγάλο οπότε δύσκολα θα έβρισκα χρόνο. :( Θα ήθελα όμως να ρωτήσω, αν έγραφα και για κάποιο άλλο πλάσμα στα πλαίσια του ΣΑ #6 θα πρέπει να μην ξεπερνά τις δυο παραγράφους;

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Φυσικά. Θα χαρώ πάρα πολύ. Επιτρέπεται, ακόμη και να κάνεις συνδυασμό δύο πλασμάτων αν θες, ή και περισσότερων!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το κατέβασα, αλλά δες την διατύπωση της άσκησης: Μπορείς και φλασάκια. Δεν υπάρχει περιορισμός απαραίτητα.

Link to comment
Share on other sites

23 hours ago, Ethgar said:

Καλησπέρα, είναι η πρώτη ιστορία "μικρού μήκους" που γράφω αν και νομίζω πως βγήκα κάπως από τα όρια (ελπίζω να μην πειράζει πολύ)

 

 

Ένα τζίνι μέσα στο μπουκάλι του.docx

Καλησπέρα, φίλε μου. Μπράβο για την προσπάθεια σου και την πολύ ωραία ιδέα που σκέφθηκες. Ομολογώ ότι κι εγώ θα ήθελα έναν διαχωρισμό στους διαλόγους, για να γίνονται ξεκάθαροι όπως και κάποιες παραπάνω σκέψεις από το τζίνι μιας κι ήταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Μπορείς να το επεκτείνεις κι άλλο και να φτιάξεις ένα μικρό διηγηματάκι, το πολύ 2000 λέξεων μένοντας στο γιορτινό κλίμα. Γενικά, καλή δουλειά :)

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

4 minutes ago, Ballerond said:

Καλησπέρα, φίλε μου. Μπράβο για την προσπάθεια σου και την πολύ ωραία ιδέα που σκέφθηκες. Ομολογώ ότι κι εγώ θα ήθελα έναν διαχωρισμό στους διαλόγους, για να γίνονται ξεκάθαροι όπως και κάποιες παραπάνω σκέψεις από το τζίνι μιας κι ήταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Μπορείς να το επεκτείνεις κι άλλο και να φτιάξεις ένα μικρό διηγηματάκι, το πολύ 2000 λέξεων μένοντας στο γιορτινό κλίμα. Γενικά, καλή δουλειά :)

Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου Ballerond, νομίζω πως έχεις δίκιο ίσως έπρεπε να βάλω περισσότερες σκέψεις από το τζίνι. Αν βρω χρόνο ίσως το αναπτύξω κάποια στιγμή.

Link to comment
Share on other sites

Έγραψα κι εγώ, σε μία έμπνευση της στιγμής, μία ιστορία για έναν Λυκάνθρωπο. Μου βγήκε περίπου 1100 λέξεις, δύσκολα θα έγραφα κάτι μικρότερο.
Ελπίζω να σας αρέσει :)
 

Spoiler

 

Ανάσες στο τζάμι

Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον βράχο κι εστίασε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο, του σπιτιού απέναντι. Τα φώτα ήταν κλειστά. Οι κουρτίνες σάλευαν ελαφρά από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα. Ο Χρήστος ξεφύσηξε δυνατά και το ζεστό χνώτο σάλεψε για λίγο μπροστά του, πριν εξαφανιστεί τελείως. Έβγαλε με τα μακριά του νύχια το ρολόι από το παντελόνι του και κοίταξε την ώρα.

Ήταν δέκα ακριβώς.

Ποτέ δεν είχε αργήσει κι όμως, ακόμα, τα φώτα παρέμεναν κλειστά. Ο Χρήστος αναγκάστηκε να κρυφτεί ξανά πίσω από τον βράχο καθώς αντιλήφθηκε δύο περαστικούς να πλησιάζουν το σημείο που κρυβόταν, να το προσπερνάν με ταχύτητα και να απομακρύνονται. Κοίταξε πάλι το ρολόι του. Δέκα και είκοσι. Απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει ώσπου τότε με την άκρη του ματιού του είδε το φως της κουζίνας να ανοίγει. Από την χαρά του παραλίγο να πηδήξει μπροστά και να τρέξει κατά 'κει, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε.

Η Αλεξάνδρα εμφανίστηκε στο ανοιχτό παράθυρο, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε ακουμπώντας πάνω στο περβάζι. Της άρεσε το κρύο, πάντα απολάμβανε το παγερό αεράκι που έπιανε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Ο Χρήστος το θυμόταν πολύ καλά γι αυτό και στηνόταν κάθε βράδυ, εδώ κι αρκετές μέρες, στο συγκεκριμένο σημείο. Για να δει το πολυπόθητο πρόσωπό της. Η καρδιά του σφίχτηκε και κοίταξε για μία στιγμή στο πάνω πάτωμα. Εκεί, ευτυχώς, το φως ήταν κλειστό. Ο μικρός Βασίλης κοιμόταν.

Ο Χρήστος απόλαυσε κάθε δευτερόλεπτο από τα πέντε λεπτά που κράτησε το τσιγάρο της Αλεξάνδρας. Κάθε ρουφηξιά, κάθε κίνηση των μαλλιών της, των χεριών της, κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Κι όταν τελείωσε το τσιγάρο, το πέταξε έξω και κατέβασε το παράθυρο. Ο Χρήστος έσκυψε μπροστά, έσφιξε τις γροθιές του και γύρισε να φύγει.

 

Η συγκεκριμένη διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες ακόμη. Κάποιες φορές το κρύο ήταν ανυπόφορο, ακόμα και για το σκληρό, και γεμάτο τρίχωμα, δέρμα του Χρήστου. Κάποιες φορές η Αλεξάνδρα δεν εμφανιζόταν στο παράθυρο γιατί ο μικρός Βασίλης ξυπνούσε με εφιάλτες, ζητώντας τον μπαμπά του. Κάποιες άλλες φορές, ένας άγνωστος άνδρας κρατούσε παρέα στην Αλεξάνδρα και τα φώτα ήταν μόνιμα σβηστά ή... χαμηλωμένα. Το τελευταίο σκότωνε περισσότερο απ' όλα τον Χρήστο ο οποίος έμπηγε τα νύχια στο δέρμα του για να μην χάσει τον έλεγχο.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι ο Χρήστος αναγκαζόταν να παρακολουθεί το σπίτι που κάποτε έμενε από μεγαλύτερη απόσταση. Οι περαστικοί είχαν αυξηθεί, ο κόσμος έβγαινε για να ψωνίσει για τις γιορτές αγνοώντας το τσουχτερό κρύο. Η φωλιά που κρυβόταν ο Χρήστος είχε αποκαλυφθεί από κάποια παιδιά που είχαν μπει στο δάσος κι έκαναν εξερεύνηση. Αυτό τον ανάγκασε να μείνει πιο μακριά, κοντά στους πρόποδες του βουνού. Μεγαλύτερη η απόσταση, λιγότερο το φαγητό, περισσότερη η ανησυχία κι η λαχτάρα να βλέπει την – κάποτε – οικογένειά του. Τρεις ημέρες πριν την 25η Δεκεμβρίου, ο Χρήστος αρρώστησε βαριά. Είχε γίνει απρόσεχτος στο κυνήγι δύο λαγών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά πάνω σε έναν μυτερό βράχο. Η πληγή δεν έκλεισε ποτέ, μολύνθηκε, ανεβάζοντας υψηλό πυρετό. Δεν πήγε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, όσο κι αν το πάλεψε. Στα δέκα βήματα σωριάστηκε στο έδαφος, που είχε ήδη καλυφθεί από χιόνι και οριακά σύρθηκε ως τη φωλιά του.

Μετά από δύο μέρες κατάφερε να αναρρώσει και να καταφέρει ο οργανισμός του να ξεπεράσει το τραύμα. Η πληγή είχε κακοφορμίσει, τον πονούσε αλλά πλέον ένιωθε καλύτερα. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων. Έπρεπε να πάει. Έπρεπε.

Το χιόνι είχε καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους, Η νύχτα όμως ήταν ασυννέφιαστη και καθαρή. Τα ίχνη του Χρήστου έμοιαζαν εξωπραγματικά πάνω στο χιόνι, του θύμιζαν τους θρύλους του μεγάλου Γέτι που διάβαζε μικρός. Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα κατέληγε να γίνει κι αυτός ένα από αυτά τα «τέρατα».

Ο κόσμος στους δρόμους, ευτυχώς γι' αυτόν, ήταν λιγοστός. Όλοι ήταν στα σπίτια τους κι απολάμβαναν το γιορτινό τραπέζι. Όλοι, εκτός από την οικογένεια του Χρήστου. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, το αυτοκίνητο της Αλεξάνδρας έλειπε. Ο κήπος φαινόταν αφρόντιστος και το χιόνι είχε καλύψει την είσοδο τους. Η καρδιά του Χρήστου σφίχτηκε κι ένα γρύλισμα του ξέφυγε. Μήπως είχαν φύγει για γιορτές; Τους είχε χάσει; Δε θα τους έβλεπε καθόλου την ημέρα της γιορτής του; Τρία χρόνια τώρα, τηρούσε αυτήν την συνήθεια. Κάθε χρόνο, τον συγκεκριμένο μήνα, ρίσκαρε να αποκαλυφθεί μόνο και μόνο για να τους αντικρίσει. Να στέκονται γύρω από το τραπέζι, να τρώνε, να γελάνε, να απολαμβάνουν την ζωή τους. Τη ζωή που ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει αλλά ήταν αδύνατον. Αυτός ο άνδρας έφταιγε. Αυτός τους παρέσυρε να φύγουν, να πάνε μακριά, να περάσουν τις γιορτές μαζί του. Χτύπησε με δύναμη τον βράχο μπροστά του κι ένα κομμάτι αποκολλήθηκε. Το χέρι του μάτωσε αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να χτυπάει και πάνω στον θυμό του, του ξέφυγε ένα ουρλιαχτό. Κινδύνευε να αποκαλυφθεί αλλά τα έβλεπε πλέον όλα θολωμένα. Όρμησε μπροστά στη μέση του δρόμου κι έτρεξε με μεγάλες δρασκελιές στο σπίτι. Με φόρα έσπασε την μπροστινή πόρτα και βρέθηκε στο σκοτεινό χολ. Ανάσαινε βαριά, η ράχη του ανεβοκατέβαινε και τα μπροστινά του χέρια άφηναν στάμπες αίματος στο χαλί. Έτρεξε προς τον πάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο του γιου του. Άνοιξε την ντουλάπα κι είδε άδεις κρεμάστρες. Το ίδιο έκανε και στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του αντικρίζοντας το ίδιο πράγμα.

Ο Χρήστος ξέσκισε το πάπλωμα και τα σεντόνια με τα νύχια του και τα έμπηξε με δύναμη στο πάτωμα. Ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή, σωριάστηκε κάτω και για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια, έκλαψε δυνατά.

 

Το επόμενο πρωί, η Αλεξάνδρα βρήκε έντρομη την πόρτα του σπιτιού της παραβιασμένη και στάμπες από αίματα πάνω στο χαλί. Είπε στον Βασίλη να μείνει στο αυτοκίνητο και κάλεσε την αστυνομία. Μπήκε με δειλά βήματα μέχρι το χολ και φώναξε να δει αν ήταν κανείς εκεί. Ο Χρήστος, τα έβλεπε όλα αυτά από απέναντι. Ο Βασίλης τού ήταν στο αυτοκίνητο. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι όλοι κοιμόντουσαν. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πλέον, η οικογένειά του είχε προχωρήσει, η Αλεξάνδρα είχε προχωρήσει κι έπρεπε να το πάρει απόφαση.

Ήθελε μόνο να δει τον γιο του μία τελευταία φορά. Ρισκάροντας τα πάντα, έτρεξε από το πλάι και πλησίασε το αυτοκίνητο. Ο γιος του, με ακουστικά στ' αυτιά του, διάβαζε το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο ο Χρήστος πριν χρόνια. Είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και τα μάτια του είχαν το χρώμα της μάνας του.

Ο Χρήστος φύσηξε δυνατά και το χνώτο του κόλλησε πάνω στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Εκεί, με την άκρη των νυχιών του, σχημάτισε ένα μικρό ανθρωπάκι να κρατάει από το χέρι ένα λύκο που στεκόταν στα δύο του πόδια. Ο Χρήστος ήθελε να μείνει κι άλλο, ήθελε να αρπάξει τον μικρό του γιο, να τον πάρει αγκαλιά και να φύγουν μακριά.

Ο Χρήστος όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο.

Μούγκρισε από μέσα του, γύρισε την πλάτη στο αυτοκίνητο κι έτρεξε προς το δάσος.

Την ώρα που χανόταν ανάμεσα από τα δένδρα, η Αλεξάνδρα επέστρεφε στο αυτοκίνητο αρπάζοντας τον μικρό Βασίλη κι απορημένη κοίταξε το σχέδιο πάνω στο τζάμι που χανόταν σιγά σιγά.

Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, κοίταξε έντρομη προς το δάσος.

Αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα ατελείωτο, ολόλευκο τοπίο.

 

 

 

Edited by Ballerond
  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

On 12/2/2017 at 12:20 PM, Ethgar said:

Ένα ακόμη, μικρότερο, αυτήν την φορά νομίζω καλύπτει τον περιορισμό τον ένα-δυο παραγράφων. :p

 

Τα Χριστούγεννα ενός βρικόλακα.doc

Το διάβασα. Κλασικός βρικόλακας. Έφαγαν τη γαλοπούλα και τους έφαγε. Με ξένισε λίγο το "εκνευριστικό" γέλιο. Δεν ξέρω γιατί, λίγο με έβγαλε εκτός η λέξη. Μία ημέρα ακόμη στη ζωή ενός βρικόλακα. Θα μου άρεσε να είχε ελληνικό όνομα (προσωπικό γούστο, προσωπική άποψη).

Σε σχέση με το τζίνι: νομίζω τα κατάφερες πιο καλά εκεί, γιατί η ιδέα ότι κάποιος εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα τζίνι για να πουλάει τα προϊόντα των δυνάμεών του μου άρεσε πολύ. Και εδώ που τα λέμε, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε το όνειρο κάθε έμπορου.

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου! (Θα ξαναπαίξεις;)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

16 hours ago, Ballerond said:

Έγραψα κι εγώ, σε μία έμπνευση της στιγμής, μία ιστορία για έναν Λυκάνθρωπο. Μου βγήκε περίπου 1100 λέξεις, δύσκολα θα έγραφα κάτι μικρότερο.
Ελπίζω να σας αρέσει :)
 

  Hide contents

 

Ανάσες στο τζάμι

Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον βράχο κι εστίασε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο, του σπιτιού απέναντι. Τα φώτα ήταν κλειστά. Οι κουρτίνες σάλευαν ελαφρά από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα. Ο Χρήστος ξεφύσηξε δυνατά και το ζεστό χνώτο σάλεψε για λίγο μπροστά του, πριν εξαφανιστεί τελείως. Έβγαλε με τα μακριά του νύχια το ρολόι από το παντελόνι του και κοίταξε την ώρα.

Ήταν δέκα ακριβώς.

Ποτέ δεν είχε αργήσει κι όμως, ακόμα, τα φώτα παρέμεναν κλειστά. Ο Χρήστος αναγκάστηκε να κρυφτεί ξανά πίσω από τον βράχο καθώς αντιλήφθηκε δύο περαστικούς να πλησιάζουν το σημείο που κρυβόταν, να το προσπερνάν με ταχύτητα και να απομακρύνονται. Κοίταξε πάλι το ρολόι του. Δέκα και είκοσι. Απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει ώσπου τότε με την άκρη του ματιού του είδε το φως της κουζίνας να ανοίγει. Από την χαρά του παραλίγο να πηδήξει μπροστά και να τρέξει κατά 'κει, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε.

Η Αλεξάνδρα εμφανίστηκε στο ανοιχτό παράθυρο, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε ακουμπώντας πάνω στο περβάζι. Της άρεσε το κρύο, πάντα απολάμβανε το παγερό αεράκι που έπιανε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Ο Χρήστος το θυμόταν πολύ καλά γι αυτό και στηνόταν κάθε βράδυ, εδώ κι αρκετές μέρες, στο συγκεκριμένο σημείο. Για να δει το πολυπόθητο πρόσωπό της. Η καρδιά του σφίχτηκε και κοίταξε για μία στιγμή στο πάνω πάτωμα. Εκεί, ευτυχώς, το φως ήταν κλειστό. Ο μικρός Βασίλης κοιμόταν.

Ο Χρήστος απόλαυσε κάθε δευτερόλεπτο από τα πέντε λεπτά που κράτησε το τσιγάρο της Αλεξάνδρας. Κάθε ρουφηξιά, κάθε κίνηση των μαλλιών της, των χεριών της, κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Κι όταν τελείωσε το τσιγάρο, το πέταξε έξω και κατέβασε το παράθυρο. Ο Χρήστος έσκυψε μπροστά, έσφιξε τις γροθιές του και γύρισε να φύγει.

 

Η συγκεκριμένη διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες ακόμη. Κάποιες φορές το κρύο ήταν ανυπόφορο, ακόμα και για το σκληρό, και γεμάτο τρίχωμα, δέρμα του Χρήστου. Κάποιες φορές η Αλεξάνδρα δεν εμφανιζόταν στο παράθυρο γιατί ο μικρός Βασίλης ξυπνούσε με εφιάλτες, ζητώντας τον μπαμπά του. Κάποιες άλλες φορές, ένας άγνωστος άνδρας κρατούσε παρέα στην Αλεξάνδρα και τα φώτα ήταν μόνιμα σβηστά ή... χαμηλωμένα. Το τελευταίο σκότωνε περισσότερο απ' όλα τον Χρήστο ο οποίος έμπηγε τα νύχια στο δέρμα του για να μην χάσει τον έλεγχο.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι ο Χρήστος αναγκαζόταν να παρακολουθεί το σπίτι που κάποτε έμενε από μεγαλύτερη απόσταση. Οι περαστικοί είχαν αυξηθεί, ο κόσμος έβγαινε για να ψωνίσει για τις γιορτές αγνοώντας το τσουχτερό κρύο. Η φωλιά που κρυβόταν ο Χρήστος είχε αποκαλυφθεί από κάποια παιδιά που είχαν μπει στο δάσος κι έκαναν εξερεύνηση. Αυτό τον ανάγκασε να μείνει πιο μακριά, κοντά στους πρόποδες του βουνού. Μεγαλύτερη η απόσταση, λιγότερο το φαγητό, περισσότερη η ανησυχία κι η λαχτάρα να βλέπει την – κάποτε – οικογένειά του. Τρεις ημέρες πριν την 25η Δεκεμβρίου, ο Χρήστος αρρώστησε βαριά. Είχε γίνει απρόσεχτος στο κυνήγι δύο λαγών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά πάνω σε έναν μυτερό βράχο. Η πληγή δεν έκλεισε ποτέ, μολύνθηκε, ανεβάζοντας υψηλό πυρετό. Δεν πήγε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, όσο κι αν το πάλεψε. Στα δέκα βήματα σωριάστηκε στο έδαφος, που είχε ήδη καλυφθεί από χιόνι και οριακά σύρθηκε ως τη φωλιά του.

Μετά από δύο μέρες κατάφερε να αναρρώσει και να καταφέρει ο οργανισμός του να ξεπεράσει το τραύμα. Η πληγή είχε κακοφορμίσει, τον πονούσε αλλά πλέον ένιωθε καλύτερα. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων. Έπρεπε να πάει. Έπρεπε.

Το χιόνι είχε καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους, Η νύχτα όμως ήταν ασυννέφιαστη και καθαρή. Τα ίχνη του Χρήστου έμοιαζαν εξωπραγματικά πάνω στο χιόνι, του θύμιζαν τους θρύλους του μεγάλου Γέτι που διάβαζε μικρός. Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα κατέληγε να γίνει κι αυτός ένα από αυτά τα «τέρατα».

Ο κόσμος στους δρόμους, ευτυχώς γι' αυτόν, ήταν λιγοστός. Όλοι ήταν στα σπίτια τους κι απολάμβαναν το γιορτινό τραπέζι. Όλοι, εκτός από την οικογένεια του Χρήστου. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, το αυτοκίνητο της Αλεξάνδρας έλειπε. Ο κήπος φαινόταν αφρόντιστος και το χιόνι είχε καλύψει την είσοδο τους. Η καρδιά του Χρήστου σφίχτηκε κι ένα γρύλισμα του ξέφυγε. Μήπως είχαν φύγει για γιορτές; Τους είχε χάσει; Δε θα τους έβλεπε καθόλου την ημέρα της γιορτής του; Τρία χρόνια τώρα, τηρούσε αυτήν την συνήθεια. Κάθε χρόνο, τον συγκεκριμένο μήνα, ρίσκαρε να αποκαλυφθεί μόνο και μόνο για να τους αντικρίσει. Να στέκονται γύρω από το τραπέζι, να τρώνε, να γελάνε, να απολαμβάνουν την ζωή τους. Τη ζωή που ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει αλλά ήταν αδύνατον. Αυτός ο άνδρας έφταιγε. Αυτός τους παρέσυρε να φύγουν, να πάνε μακριά, να περάσουν τις γιορτές μαζί του. Χτύπησε με δύναμη τον βράχο μπροστά του κι ένα κομμάτι αποκολλήθηκε. Το χέρι του μάτωσε αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να χτυπάει και πάνω στον θυμό του, του ξέφυγε ένα ουρλιαχτό. Κινδύνευε να αποκαλυφθεί αλλά τα έβλεπε πλέον όλα θολωμένα. Όρμησε μπροστά στη μέση του δρόμου κι έτρεξε με μεγάλες δρασκελιές στο σπίτι. Με φόρα έσπασε την μπροστινή πόρτα και βρέθηκε στο σκοτεινό χολ. Ανάσαινε βαριά, η ράχη του ανεβοκατέβαινε και τα μπροστινά του χέρια άφηναν στάμπες αίματος στο χαλί. Έτρεξε προς τον πάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο του γιου του. Άνοιξε την ντουλάπα κι είδε άδεις κρεμάστρες. Το ίδιο έκανε και στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του αντικρίζοντας το ίδιο πράγμα.

Ο Χρήστος ξέσκισε το πάπλωμα και τα σεντόνια με τα νύχια του και τα έμπηξε με δύναμη στο πάτωμα. Ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή, σωριάστηκε κάτω και για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια, έκλαψε δυνατά.

 

Το επόμενο πρωί, η Αλεξάνδρα βρήκε έντρομη την πόρτα του σπιτιού της παραβιασμένη και στάμπες από αίματα πάνω στο χαλί. Είπε στον Βασίλη να μείνει στο αυτοκίνητο και κάλεσε την αστυνομία. Μπήκε με δειλά βήματα μέχρι το χολ και φώναξε να δει αν ήταν κανείς εκεί. Ο Χρήστος, τα έβλεπε όλα αυτά από απέναντι. Ο Βασίλης τού ήταν στο αυτοκίνητο. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι όλοι κοιμόντουσαν. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πλέον, η οικογένειά του είχε προχωρήσει, η Αλεξάνδρα είχε προχωρήσει κι έπρεπε να το πάρει απόφαση.

Ήθελε μόνο να δει τον γιο του μία τελευταία φορά. Ρισκάροντας τα πάντα, έτρεξε από το πλάι και πλησίασε το αυτοκίνητο. Ο γιος του, με ακουστικά στ' αυτιά του, διάβαζε το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο ο Χρήστος πριν χρόνια. Είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και τα μάτια του είχαν το χρώμα της μάνας του.

Ο Χρήστος φύσηξε δυνατά και το χνώτο του κόλλησε πάνω στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Εκεί, με την άκρη των νυχιών του, σχημάτισε ένα μικρό ανθρωπάκι να κρατάει από το χέρι ένα λύκο που στεκόταν στα δύο του πόδια. Ο Χρήστος ήθελε να μείνει κι άλλο, ήθελε να αρπάξει τον μικρό του γιο, να τον πάρει αγκαλιά και να φύγουν μακριά.

Ο Χρήστος όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο.

Μούγκρισε από μέσα του, γύρισε την πλάτη στο αυτοκίνητο κι έτρεξε προς το δάσος.

Την ώρα που χανόταν ανάμεσα από τα δένδρα, η Αλεξάνδρα επέστρεφε στο αυτοκίνητο αρπάζοντας τον μικρό Βασίλη κι απορημένη κοίταξε το σχέδιο πάνω στο τζάμι που χανόταν σιγά σιγά.

Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, κοίταξε έντρομη προς το δάσος.

Αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα ατελείωτο, ολόλευκο τοπίο.

 

 

 

Πολύ μου άρεσε!

Οι ρυθμοί ήταν σωστοί και με συγκίνησε ο δόλιος λυκάνθρωπος πατέρας.

Ενστάσεις: ο μικρός δεν τον είδε να σχεδιάζει στο αυτοκίνητο; Μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν ο μικρός;

Αφήνεις να εννοηθεί ότι μόνο Χριστούγεννα τους έβλεπε; Αφού ξεροσταλιάζει πολλές βραδιές, όπως κατάλαβα.

Αφού έγραψες που έγραψες όσο έγραψες, δεν μας περιγράφεις πώς λυκανθρώπιασε ο δυστυχής; Κάποιος άντρας φταίει; Θα είχα ενδιαφέρον να μάθω...

Μπράβο σου και ευχαριστούμε για τη συμμετοχή!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Θενξ, κυρά Δασκάλα!
Ο μικρός δεν τον είδε γιατί χάζευε το βιβλίο του κι είχε ακουστικά στ' αυτιά. Οπότε ούτε το σχέδιο στο τζάμι άκουσε.
Τους παρατηρούσε όλο τον Δεκέμβριο αλλά Χριστούγεννα παραπάνω λόγω της γιορτής του και - βάση background που δεν ανέλυσα - επειδή την περίοδο αυτή... λυκανθρώπιασε :p Ήθελα να το βάλω κι αυτό αλλά θα έβγαινε μεγάλο, φαντάστηκα.
Ίσως το μεγαλώσω λίγο και το ανεβάσω άλλη μέρα ;)

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Just now, Ballerond said:

Θενξ, κυρά Δασκάλα!
Ο μικρός δεν τον είδε γιατί χάζευε το βιβλίο του κι είχε ακουστικά στ' αυτιά. Οπότε ούτε το σχέδιο στο τζάμι άκουσε.
Τους παρατηρούσε όλο τον Δεκέμβριο αλλά Χριστούγεννα παραπάνω λόγω της γιορτής του και - βάση background που δεν ανέλυσα - επειδή την περίοδο αυτή... λυκανθρώπιασε :p Ήθελα να το βάλω κι αυτό αλλά θα έβγαινε μεγάλο, φαντάστηκα.
Ίσως το μεγαλώσω λίγο και το ανεβάσω άλλη μέρα ;)

Να το κάνεις, είναι όμορφη η ιδέα που είχες. Ρε τον καημενούλη...

Link to comment
Share on other sites

18 hours ago, Ballerond said:

Έγραψα κι εγώ, σε μία έμπνευση της στιγμής, μία ιστορία για έναν Λυκάνθρωπο. Μου βγήκε περίπου 1100 λέξεις, δύσκολα θα έγραφα κάτι μικρότερο.
Ελπίζω να σας αρέσει :)
 

  Reveal hidden contents

 

Ανάσες στο τζάμι

Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον βράχο κι εστίασε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο, του σπιτιού απέναντι. Τα φώτα ήταν κλειστά. Οι κουρτίνες σάλευαν ελαφρά από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα. Ο Χρήστος ξεφύσηξε δυνατά και το ζεστό χνώτο σάλεψε για λίγο μπροστά του, πριν εξαφανιστεί τελείως. Έβγαλε με τα μακριά του νύχια το ρολόι από το παντελόνι του και κοίταξε την ώρα.

Ήταν δέκα ακριβώς.

Ποτέ δεν είχε αργήσει κι όμως, ακόμα, τα φώτα παρέμεναν κλειστά. Ο Χρήστος αναγκάστηκε να κρυφτεί ξανά πίσω από τον βράχο καθώς αντιλήφθηκε δύο περαστικούς να πλησιάζουν το σημείο που κρυβόταν, να το προσπερνάν με ταχύτητα και να απομακρύνονται. Κοίταξε πάλι το ρολόι του. Δέκα και είκοσι. Απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει ώσπου τότε με την άκρη του ματιού του είδε το φως της κουζίνας να ανοίγει. Από την χαρά του παραλίγο να πηδήξει μπροστά και να τρέξει κατά 'κει, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε.

Η Αλεξάνδρα εμφανίστηκε στο ανοιχτό παράθυρο, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε ακουμπώντας πάνω στο περβάζι. Της άρεσε το κρύο, πάντα απολάμβανε το παγερό αεράκι που έπιανε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Ο Χρήστος το θυμόταν πολύ καλά γι αυτό και στηνόταν κάθε βράδυ, εδώ κι αρκετές μέρες, στο συγκεκριμένο σημείο. Για να δει το πολυπόθητο πρόσωπό της. Η καρδιά του σφίχτηκε και κοίταξε για μία στιγμή στο πάνω πάτωμα. Εκεί, ευτυχώς, το φως ήταν κλειστό. Ο μικρός Βασίλης κοιμόταν.

Ο Χρήστος απόλαυσε κάθε δευτερόλεπτο από τα πέντε λεπτά που κράτησε το τσιγάρο της Αλεξάνδρας. Κάθε ρουφηξιά, κάθε κίνηση των μαλλιών της, των χεριών της, κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Κι όταν τελείωσε το τσιγάρο, το πέταξε έξω και κατέβασε το παράθυρο. Ο Χρήστος έσκυψε μπροστά, έσφιξε τις γροθιές του και γύρισε να φύγει.

 

Η συγκεκριμένη διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες ακόμη. Κάποιες φορές το κρύο ήταν ανυπόφορο, ακόμα και για το σκληρό, και γεμάτο τρίχωμα, δέρμα του Χρήστου. Κάποιες φορές η Αλεξάνδρα δεν εμφανιζόταν στο παράθυρο γιατί ο μικρός Βασίλης ξυπνούσε με εφιάλτες, ζητώντας τον μπαμπά του. Κάποιες άλλες φορές, ένας άγνωστος άνδρας κρατούσε παρέα στην Αλεξάνδρα και τα φώτα ήταν μόνιμα σβηστά ή... χαμηλωμένα. Το τελευταίο σκότωνε περισσότερο απ' όλα τον Χρήστο ο οποίος έμπηγε τα νύχια στο δέρμα του για να μην χάσει τον έλεγχο.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι ο Χρήστος αναγκαζόταν να παρακολουθεί το σπίτι που κάποτε έμενε από μεγαλύτερη απόσταση. Οι περαστικοί είχαν αυξηθεί, ο κόσμος έβγαινε για να ψωνίσει για τις γιορτές αγνοώντας το τσουχτερό κρύο. Η φωλιά που κρυβόταν ο Χρήστος είχε αποκαλυφθεί από κάποια παιδιά που είχαν μπει στο δάσος κι έκαναν εξερεύνηση. Αυτό τον ανάγκασε να μείνει πιο μακριά, κοντά στους πρόποδες του βουνού. Μεγαλύτερη η απόσταση, λιγότερο το φαγητό, περισσότερη η ανησυχία κι η λαχτάρα να βλέπει την – κάποτε – οικογένειά του. Τρεις ημέρες πριν την 25η Δεκεμβρίου, ο Χρήστος αρρώστησε βαριά. Είχε γίνει απρόσεχτος στο κυνήγι δύο λαγών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά πάνω σε έναν μυτερό βράχο. Η πληγή δεν έκλεισε ποτέ, μολύνθηκε, ανεβάζοντας υψηλό πυρετό. Δεν πήγε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, όσο κι αν το πάλεψε. Στα δέκα βήματα σωριάστηκε στο έδαφος, που είχε ήδη καλυφθεί από χιόνι και οριακά σύρθηκε ως τη φωλιά του.

Μετά από δύο μέρες κατάφερε να αναρρώσει και να καταφέρει ο οργανισμός του να ξεπεράσει το τραύμα. Η πληγή είχε κακοφορμίσει, τον πονούσε αλλά πλέον ένιωθε καλύτερα. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων. Έπρεπε να πάει. Έπρεπε.

Το χιόνι είχε καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους, Η νύχτα όμως ήταν ασυννέφιαστη και καθαρή. Τα ίχνη του Χρήστου έμοιαζαν εξωπραγματικά πάνω στο χιόνι, του θύμιζαν τους θρύλους του μεγάλου Γέτι που διάβαζε μικρός. Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα κατέληγε να γίνει κι αυτός ένα από αυτά τα «τέρατα».

Ο κόσμος στους δρόμους, ευτυχώς γι' αυτόν, ήταν λιγοστός. Όλοι ήταν στα σπίτια τους κι απολάμβαναν το γιορτινό τραπέζι. Όλοι, εκτός από την οικογένεια του Χρήστου. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, το αυτοκίνητο της Αλεξάνδρας έλειπε. Ο κήπος φαινόταν αφρόντιστος και το χιόνι είχε καλύψει την είσοδο τους. Η καρδιά του Χρήστου σφίχτηκε κι ένα γρύλισμα του ξέφυγε. Μήπως είχαν φύγει για γιορτές; Τους είχε χάσει; Δε θα τους έβλεπε καθόλου την ημέρα της γιορτής του; Τρία χρόνια τώρα, τηρούσε αυτήν την συνήθεια. Κάθε χρόνο, τον συγκεκριμένο μήνα, ρίσκαρε να αποκαλυφθεί μόνο και μόνο για να τους αντικρίσει. Να στέκονται γύρω από το τραπέζι, να τρώνε, να γελάνε, να απολαμβάνουν την ζωή τους. Τη ζωή που ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει αλλά ήταν αδύνατον. Αυτός ο άνδρας έφταιγε. Αυτός τους παρέσυρε να φύγουν, να πάνε μακριά, να περάσουν τις γιορτές μαζί του. Χτύπησε με δύναμη τον βράχο μπροστά του κι ένα κομμάτι αποκολλήθηκε. Το χέρι του μάτωσε αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να χτυπάει και πάνω στον θυμό του, του ξέφυγε ένα ουρλιαχτό. Κινδύνευε να αποκαλυφθεί αλλά τα έβλεπε πλέον όλα θολωμένα. Όρμησε μπροστά στη μέση του δρόμου κι έτρεξε με μεγάλες δρασκελιές στο σπίτι. Με φόρα έσπασε την μπροστινή πόρτα και βρέθηκε στο σκοτεινό χολ. Ανάσαινε βαριά, η ράχη του ανεβοκατέβαινε και τα μπροστινά του χέρια άφηναν στάμπες αίματος στο χαλί. Έτρεξε προς τον πάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο του γιου του. Άνοιξε την ντουλάπα κι είδε άδεις κρεμάστρες. Το ίδιο έκανε και στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του αντικρίζοντας το ίδιο πράγμα.

Ο Χρήστος ξέσκισε το πάπλωμα και τα σεντόνια με τα νύχια του και τα έμπηξε με δύναμη στο πάτωμα. Ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή, σωριάστηκε κάτω και για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια, έκλαψε δυνατά.

 

Το επόμενο πρωί, η Αλεξάνδρα βρήκε έντρομη την πόρτα του σπιτιού της παραβιασμένη και στάμπες από αίματα πάνω στο χαλί. Είπε στον Βασίλη να μείνει στο αυτοκίνητο και κάλεσε την αστυνομία. Μπήκε με δειλά βήματα μέχρι το χολ και φώναξε να δει αν ήταν κανείς εκεί. Ο Χρήστος, τα έβλεπε όλα αυτά από απέναντι. Ο Βασίλης τού ήταν στο αυτοκίνητο. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι όλοι κοιμόντουσαν. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πλέον, η οικογένειά του είχε προχωρήσει, η Αλεξάνδρα είχε προχωρήσει κι έπρεπε να το πάρει απόφαση.

Ήθελε μόνο να δει τον γιο του μία τελευταία φορά. Ρισκάροντας τα πάντα, έτρεξε από το πλάι και πλησίασε το αυτοκίνητο. Ο γιος του, με ακουστικά στ' αυτιά του, διάβαζε το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο ο Χρήστος πριν χρόνια. Είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και τα μάτια του είχαν το χρώμα της μάνας του.

Ο Χρήστος φύσηξε δυνατά και το χνώτο του κόλλησε πάνω στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Εκεί, με την άκρη των νυχιών του, σχημάτισε ένα μικρό ανθρωπάκι να κρατάει από το χέρι ένα λύκο που στεκόταν στα δύο του πόδια. Ο Χρήστος ήθελε να μείνει κι άλλο, ήθελε να αρπάξει τον μικρό του γιο, να τον πάρει αγκαλιά και να φύγουν μακριά.

Ο Χρήστος όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο.

Μούγκρισε από μέσα του, γύρισε την πλάτη στο αυτοκίνητο κι έτρεξε προς το δάσος.

Την ώρα που χανόταν ανάμεσα από τα δένδρα, η Αλεξάνδρα επέστρεφε στο αυτοκίνητο αρπάζοντας τον μικρό Βασίλη κι απορημένη κοίταξε το σχέδιο πάνω στο τζάμι που χανόταν σιγά σιγά.

Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, κοίταξε έντρομη προς το δάσος.

Αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα ατελείωτο, ολόλευκο τοπίο.

 

 

 

Σήμερα βρήκα τον χρόνο να το διαβάσω και εγώ.

Ήταν αρκετά συγκινητικό και είχε μπόλικο συναίσθημα και πιστεύω πως άνετα θα μπορούσες να γράψεις ακόμα περισσότερα.

Στο τέλος μου άφησε μια στεναχώρια αφού λογικά ο Χρήστος δεν θα ξανά έβλεπε την οικογένεια του και θα αναγκαζόταν να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μόνος.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

2 hours ago, Ιρμάντα said:

Το διάβασα. Κλασικός βρικόλακας. Έφαγαν τη γαλοπούλα και τους έφαγε. Με ξένισε λίγο το "εκνευριστικό" γέλιο. Δεν ξέρω γιατί, λίγο με έβγαλε εκτός η λέξη. Μία ημέρα ακόμη στη ζωή ενός βρικόλακα. Θα μου άρεσε να είχε ελληνικό όνομα (προσωπικό γούστο, προσωπική άποψη).

Σε σχέση με το τζίνι: νομίζω τα κατάφερες πιο καλά εκεί, γιατί η ιδέα ότι κάποιος εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα τζίνι για να πουλάει τα προϊόντα των δυνάμεών του μου άρεσε πολύ. Και εδώ που τα λέμε, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε το όνειρο κάθε έμπορου.

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σου! (Θα ξαναπαίξεις;)

Δεν νομίζω να ξαναπαίξω λόγο έλλειψης χρόνου όμως θα διαβάσω τις υπόλοιπες ιστορίες που θα γραφτούν.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

2 hours ago, Ballerond said:

Θενξ, κυρά Δασκάλα!
Ο μικρός δεν τον είδε γιατί χάζευε το βιβλίο του κι είχε ακουστικά στ' αυτιά. Οπότε ούτε το σχέδιο στο τζάμι άκουσε.
Τους παρατηρούσε όλο τον Δεκέμβριο αλλά Χριστούγεννα παραπάνω λόγω της γιορτής του και - βάση background που δεν ανέλυσα - επειδή την περίοδο αυτή... λυκανθρώπιασε :p Ήθελα να το βάλω κι αυτό αλλά θα έβγαινε μεγάλο, φαντάστηκα.
Ίσως το μεγαλώσω λίγο και το ανεβάσω άλλη μέρα ;)

Επίσης η γυναίκα του προφανώς έχει κάποια ιδέα για το κατάντημά του. Η τελευταία σκηνή αυτό μας λέει. Στο δια ταύτα, θα ήθελα να το αναλύσεις σε ένα πιο εκτενές διήγημα όλο αυτό.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

On 1/12/2017 at 4:27 PM, Ethgar said:

Μου άρεσε η ιδέα με το τζίνι και το πώς το χρησιμοποιούσε ο αφέντης του. Πολύ πετυχημένη. Νομίζω ότι δεν χρειαζόταν να το σκεφτείς τόσο περίπλοκα (αυτό που εξηγείς στην Ιρμάντα για το γιατί δουλεύει μόνο τα Χριστούγεννα). Ακόμη και κάτι πιο απλό θα ήταν αρκετό, του τύπου: τώρα που είναι Χριστούγεννα πρέπει να δουλεύω ασταμάτητα 12ωρα. Όπως συμβαίνει σε κάθε παιχνιδάδικο αυτές τις μέρες. Γενικά, δίνεις ωραία την ψυχική κατάσταση του τζίνι και το γιατί νιώθει έτσι. Νομίζω ότι προσπαθείς λίγο παραπάνω να δώσεις ένα κλείσιμο στην ιστορία σου, για να μην φανεί ατελής, αλλά δεν είναι το ζητούμενο σ' αυτήν την άσκηση. Για πρώτη ιστορία είναι αρκετά καλή.

 

On 2/12/2017 at 12:20 PM, Ethgar said:

Πολύ καλό κι αυτό το κομμάτι. Σύντομο και περιεκτικό, και πιο σωστό στα πλαίσια της άσκησης. Γενικότερα, είναι πολύ κλασική περίπτωση ιστορίας με βρικόλακα, και η ιδέα με το τζίνι την κερδίζει σε έμπνευση, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με αυτό που ζητάει η άσκηση. Φυσικά, το σωστό είναι καλώς ήρθατε.

  • Like 1
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

On 2/12/2017 at 9:02 PM, Ballerond said:

Ανάσες στο τζάμι

Όμορφο και καλογραμμένο. Ωραίες οι περιγραφές τόσο της κατάστασης που ζούσε ο λυκοπατέρας, όσο και των σκέψεων/συναισθημάτων του. Ίσως θα μου άρεσε να του έβγαιναν κάπως αλλιώς τα άγρια ένστικτά του, αλλά ας μη γίνομαι κακός γιορτιάρες μέρες :devil2:.

  • Like 1
  • Haha 1
Link to comment
Share on other sites

On 01/12/2017 at 4:27 PM, Ethgar said:

Καλησπέρα, είναι η πρώτη ιστορία "μικρού μήκους" που γράφω αν και νομίζω πως βγήκα κάπως από τα όρια (ελπίζω να μην πειράζει πολύ)

 

 

Ένα τζίνι μέσα στο μπουκάλι του.docx

Το τζίνι σου πρέπει να κάνει παρέα με τον βρυκόλακά μου :p

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

On 02/12/2017 at 9:02 PM, Ballerond said:

Έγραψα κι εγώ, σε μία έμπνευση της στιγμής, μία ιστορία για έναν Λυκάνθρωπο. Μου βγήκε περίπου 1100 λέξεις, δύσκολα θα έγραφα κάτι μικρότερο.
Ελπίζω να σας αρέσει :)
 

  Hide contents

 

Ανάσες στο τζάμι

Ο Χρήστος έσκυψε πάνω από τον βράχο κι εστίασε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο, του σπιτιού απέναντι. Τα φώτα ήταν κλειστά. Οι κουρτίνες σάλευαν ελαφρά από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα. Ο Χρήστος ξεφύσηξε δυνατά και το ζεστό χνώτο σάλεψε για λίγο μπροστά του, πριν εξαφανιστεί τελείως. Έβγαλε με τα μακριά του νύχια το ρολόι από το παντελόνι του και κοίταξε την ώρα.

Ήταν δέκα ακριβώς.

Ποτέ δεν είχε αργήσει κι όμως, ακόμα, τα φώτα παρέμεναν κλειστά. Ο Χρήστος αναγκάστηκε να κρυφτεί ξανά πίσω από τον βράχο καθώς αντιλήφθηκε δύο περαστικούς να πλησιάζουν το σημείο που κρυβόταν, να το προσπερνάν με ταχύτητα και να απομακρύνονται. Κοίταξε πάλι το ρολόι του. Δέκα και είκοσι. Απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει ώσπου τότε με την άκρη του ματιού του είδε το φως της κουζίνας να ανοίγει. Από την χαρά του παραλίγο να πηδήξει μπροστά και να τρέξει κατά 'κει, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε.

Η Αλεξάνδρα εμφανίστηκε στο ανοιχτό παράθυρο, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε ακουμπώντας πάνω στο περβάζι. Της άρεσε το κρύο, πάντα απολάμβανε το παγερό αεράκι που έπιανε τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη. Ο Χρήστος το θυμόταν πολύ καλά γι αυτό και στηνόταν κάθε βράδυ, εδώ κι αρκετές μέρες, στο συγκεκριμένο σημείο. Για να δει το πολυπόθητο πρόσωπό της. Η καρδιά του σφίχτηκε και κοίταξε για μία στιγμή στο πάνω πάτωμα. Εκεί, ευτυχώς, το φως ήταν κλειστό. Ο μικρός Βασίλης κοιμόταν.

Ο Χρήστος απόλαυσε κάθε δευτερόλεπτο από τα πέντε λεπτά που κράτησε το τσιγάρο της Αλεξάνδρας. Κάθε ρουφηξιά, κάθε κίνηση των μαλλιών της, των χεριών της, κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Κι όταν τελείωσε το τσιγάρο, το πέταξε έξω και κατέβασε το παράθυρο. Ο Χρήστος έσκυψε μπροστά, έσφιξε τις γροθιές του και γύρισε να φύγει.

 

Η συγκεκριμένη διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες ακόμη. Κάποιες φορές το κρύο ήταν ανυπόφορο, ακόμα και για το σκληρό, και γεμάτο τρίχωμα, δέρμα του Χρήστου. Κάποιες φορές η Αλεξάνδρα δεν εμφανιζόταν στο παράθυρο γιατί ο μικρός Βασίλης ξυπνούσε με εφιάλτες, ζητώντας τον μπαμπά του. Κάποιες άλλες φορές, ένας άγνωστος άνδρας κρατούσε παρέα στην Αλεξάνδρα και τα φώτα ήταν μόνιμα σβηστά ή... χαμηλωμένα. Το τελευταίο σκότωνε περισσότερο απ' όλα τον Χρήστο ο οποίος έμπηγε τα νύχια στο δέρμα του για να μην χάσει τον έλεγχο.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι ο Χρήστος αναγκαζόταν να παρακολουθεί το σπίτι που κάποτε έμενε από μεγαλύτερη απόσταση. Οι περαστικοί είχαν αυξηθεί, ο κόσμος έβγαινε για να ψωνίσει για τις γιορτές αγνοώντας το τσουχτερό κρύο. Η φωλιά που κρυβόταν ο Χρήστος είχε αποκαλυφθεί από κάποια παιδιά που είχαν μπει στο δάσος κι έκαναν εξερεύνηση. Αυτό τον ανάγκασε να μείνει πιο μακριά, κοντά στους πρόποδες του βουνού. Μεγαλύτερη η απόσταση, λιγότερο το φαγητό, περισσότερη η ανησυχία κι η λαχτάρα να βλέπει την – κάποτε – οικογένειά του. Τρεις ημέρες πριν την 25η Δεκεμβρίου, ο Χρήστος αρρώστησε βαριά. Είχε γίνει απρόσεχτος στο κυνήγι δύο λαγών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί βαριά πάνω σε έναν μυτερό βράχο. Η πληγή δεν έκλεισε ποτέ, μολύνθηκε, ανεβάζοντας υψηλό πυρετό. Δεν πήγε εκείνο το βράδυ στο σπίτι του, όσο κι αν το πάλεψε. Στα δέκα βήματα σωριάστηκε στο έδαφος, που είχε ήδη καλυφθεί από χιόνι και οριακά σύρθηκε ως τη φωλιά του.

Μετά από δύο μέρες κατάφερε να αναρρώσει και να καταφέρει ο οργανισμός του να ξεπεράσει το τραύμα. Η πληγή είχε κακοφορμίσει, τον πονούσε αλλά πλέον ένιωθε καλύτερα. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων. Έπρεπε να πάει. Έπρεπε.

Το χιόνι είχε καλύψει το μεγαλύτερο κομμάτι του δάσους, Η νύχτα όμως ήταν ασυννέφιαστη και καθαρή. Τα ίχνη του Χρήστου έμοιαζαν εξωπραγματικά πάνω στο χιόνι, του θύμιζαν τους θρύλους του μεγάλου Γέτι που διάβαζε μικρός. Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα κατέληγε να γίνει κι αυτός ένα από αυτά τα «τέρατα».

Ο κόσμος στους δρόμους, ευτυχώς γι' αυτόν, ήταν λιγοστός. Όλοι ήταν στα σπίτια τους κι απολάμβαναν το γιορτινό τραπέζι. Όλοι, εκτός από την οικογένεια του Χρήστου. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, το αυτοκίνητο της Αλεξάνδρας έλειπε. Ο κήπος φαινόταν αφρόντιστος και το χιόνι είχε καλύψει την είσοδο τους. Η καρδιά του Χρήστου σφίχτηκε κι ένα γρύλισμα του ξέφυγε. Μήπως είχαν φύγει για γιορτές; Τους είχε χάσει; Δε θα τους έβλεπε καθόλου την ημέρα της γιορτής του; Τρία χρόνια τώρα, τηρούσε αυτήν την συνήθεια. Κάθε χρόνο, τον συγκεκριμένο μήνα, ρίσκαρε να αποκαλυφθεί μόνο και μόνο για να τους αντικρίσει. Να στέκονται γύρω από το τραπέζι, να τρώνε, να γελάνε, να απολαμβάνουν την ζωή τους. Τη ζωή που ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.

Προσπάθησε να ηρεμήσει αλλά ήταν αδύνατον. Αυτός ο άνδρας έφταιγε. Αυτός τους παρέσυρε να φύγουν, να πάνε μακριά, να περάσουν τις γιορτές μαζί του. Χτύπησε με δύναμη τον βράχο μπροστά του κι ένα κομμάτι αποκολλήθηκε. Το χέρι του μάτωσε αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να χτυπάει και πάνω στον θυμό του, του ξέφυγε ένα ουρλιαχτό. Κινδύνευε να αποκαλυφθεί αλλά τα έβλεπε πλέον όλα θολωμένα. Όρμησε μπροστά στη μέση του δρόμου κι έτρεξε με μεγάλες δρασκελιές στο σπίτι. Με φόρα έσπασε την μπροστινή πόρτα και βρέθηκε στο σκοτεινό χολ. Ανάσαινε βαριά, η ράχη του ανεβοκατέβαινε και τα μπροστινά του χέρια άφηναν στάμπες αίματος στο χαλί. Έτρεξε προς τον πάνω όροφο και μπήκε στο δωμάτιο του γιου του. Άνοιξε την ντουλάπα κι είδε άδεις κρεμάστρες. Το ίδιο έκανε και στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του αντικρίζοντας το ίδιο πράγμα.

Ο Χρήστος ξέσκισε το πάπλωμα και τα σεντόνια με τα νύχια του και τα έμπηξε με δύναμη στο πάτωμα. Ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή, σωριάστηκε κάτω και για πρώτη φορά, μετά από τρία χρόνια, έκλαψε δυνατά.

 

Το επόμενο πρωί, η Αλεξάνδρα βρήκε έντρομη την πόρτα του σπιτιού της παραβιασμένη και στάμπες από αίματα πάνω στο χαλί. Είπε στον Βασίλη να μείνει στο αυτοκίνητο και κάλεσε την αστυνομία. Μπήκε με δειλά βήματα μέχρι το χολ και φώναξε να δει αν ήταν κανείς εκεί. Ο Χρήστος, τα έβλεπε όλα αυτά από απέναντι. Ο Βασίλης τού ήταν στο αυτοκίνητο. Διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι όλοι κοιμόντουσαν. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πλέον, η οικογένειά του είχε προχωρήσει, η Αλεξάνδρα είχε προχωρήσει κι έπρεπε να το πάρει απόφαση.

Ήθελε μόνο να δει τον γιο του μία τελευταία φορά. Ρισκάροντας τα πάντα, έτρεξε από το πλάι και πλησίασε το αυτοκίνητο. Ο γιος του, με ακουστικά στ' αυτιά του, διάβαζε το βιβλίο που του είχε πάρει δώρο ο Χρήστος πριν χρόνια. Είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και τα μάτια του είχαν το χρώμα της μάνας του.

Ο Χρήστος φύσηξε δυνατά και το χνώτο του κόλλησε πάνω στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Εκεί, με την άκρη των νυχιών του, σχημάτισε ένα μικρό ανθρωπάκι να κρατάει από το χέρι ένα λύκο που στεκόταν στα δύο του πόδια. Ο Χρήστος ήθελε να μείνει κι άλλο, ήθελε να αρπάξει τον μικρό του γιο, να τον πάρει αγκαλιά και να φύγουν μακριά.

Ο Χρήστος όμως δεν έκανε τίποτα τέτοιο.

Μούγκρισε από μέσα του, γύρισε την πλάτη στο αυτοκίνητο κι έτρεξε προς το δάσος.

Την ώρα που χανόταν ανάμεσα από τα δένδρα, η Αλεξάνδρα επέστρεφε στο αυτοκίνητο αρπάζοντας τον μικρό Βασίλη κι απορημένη κοίταξε το σχέδιο πάνω στο τζάμι που χανόταν σιγά σιγά.

Όταν συνειδητοποίησε τι έβλεπε, κοίταξε έντρομη προς το δάσος.

Αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα ατελείωτο, ολόλευκο τοπίο.

 

 

 

Μου αρεσε ο τροπος που μπαινεις στη ψυχολογια του λυκανθρωπομπαμπα. Ο τροπος που εκφραζεις τη ψυχοσυνθεση του ειναι πολυ πιστευτος, και δεν γινεσαι κουραστικος καθολου. Ειναι πολυ αμεσο το κειμενο σου.

Edited by alucardos
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Μπήκε κανείς στο κόπο να διαβάσει το άθλιο κείμενο μου; Η το έγραψα χωρίς να φάω καθόλου κράξιμο ώστε να βελτιωθώ;

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to ΣΑ #6 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)
  • Ιρμάντα locked this topic
Guest
This topic is now closed to further replies.
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..