Jump to content

Write οff #20 (Balidor)


Βάρδος
 Share

Recommended Posts

Άργησα, γιατί το είχα ξεχάσει.

 

Μια σημείωση: υπάρχουν έντονες βρισιές και βία στο ακόλουθο κομμάτι. Επίσης, είναι λίγο μεγάλο, αλλά, του κερατά, δεν μπορούσαν να το "κόψω". Δε μου έκανε καρδιά. :o

 

 

Πρόλογος

 

«Φέρτε τον απάνω, το γαμιόλη,» πρόσταξε ο Καπετάν Ράνκιμ ο Βρομόστομος, όπως τον αποκαλούσαν πολλοί από το πλήρωμα… αν και όχι εκεί όπου μπορούσε να τους ακούσει, γιατί, εκτός από βρόμικο στόμα, είχε και βαρύ χέρι, καθώς διαβεβαίωναν όσοι είχαν χάσει δόντια από αυτόν.

 

Ο Θάνβεμ ο Μακρυκάνης άνοιξε την καταπακτή του καταστρώματος, και κατέβηκε τα σκαλιά μαζί με τον Ρούνκε τον Ήλο. Ο πρώτος ήταν ψηλός και λιγνός με τα μακρύτερα πόδια που μπορούσες να πετύχεις σ’όλες τις Νήσους του Καρχαρία, όπως υπονοούσε και το παρωνύμιό του. Ο δεύτερος ήταν μετρίου αναστήματος και μυώδεις, μοιάζοντας με βαρέλι που περπατά. Παλιά, τον λέγανε «ο Καρφής» γιατί κάρφωνε τα αφτιά των θυμάτων του σε μια συλλογή από ξύλινες πλάκες· μετά, κάποιος γραμματιζούμενος τού είπε ότι το καρφί το λένε και ήλο. Ο Ρούνκε πάντα γούσταρε να το παίζει περίεργος· έτσι, από τότε και στο εξής, απαιτούσε όλοι να τον λένε «ο Ήλος» και όχι «ο Καρφής». «Εξάλλου,» έλεγε, «Καρφής σημαίνει κι άλλα πράματα, άσχημα πράματα. Οπότες, Ήλο θα με λέτε, μ’ακούτε; Κι όποιος με ξαναπεί Καρφή, θα του φάω τ’αρχίδια!»

 

Ο Καπετάν Ράνκιμ περίμενε επάνω στο κατάστρωμα. Ήταν ψηλός και σωματώδεις, ντυμένος με μια γαλανή πουκαμίσα, η οποία φούσκωνε απ’τον θαλασσινό αγέρα και ήταν ανοιχτή ως την κοιλιά, φανερώνοντας το δασύτριχο σώμα του. Το παντελόνι του ήταν επίσης φαρδύ και δεμένο σφιχτά στους αστραγάλους, για να μην μπλέκεται στα πόδια του, τα οποία ήταν γυμνά. «Δε συ’φέρει να βαδίζετε στο κατάστρωμα με παπούτσα, ρε κοπρίτες, γαμώ τις μάνες σας,» έλεγε στο πλήρωμά του, όταν έβλεπε κανέναν παπουτσωμένο. «Όποιος ρουφιάνος απ’εσάς γλιστρήσει σε κάνα ντου, θα του κόψω τα ποδάρια, τ’αλήτη.» Γιαυτό σε κάθε μάχη το πλήρωμα του Καπετάν Ράνκιμ πολεμούσε ξυπόλυτο, κι έτσι στις Νήσους του Καρχαρία τούς είχαν μάθει ως «οι Ξυπόλυτοι».

 

Τα μαλλιά του Καπετάν Ράνκιμ ήταν μακριά και σγουρά κι ανέμιζαν πάνω απ’τους ώμους του, καθώς στεκόταν, με τα χέρια στη μέση. Τα μούσια του ήταν πλούσια και μακριά. Η αριστερή μεριά του προσώπου του ήταν καμένη, από μια έκρηξη κοντά στην οποία είχε βρεθεί όταν ήταν νέος. Στ’αφτιά του γυάλιζαν δύο μεγάλοι χαλκάδες: ένας χρυσός στο δεξί αφτί, κι ένας μπρούτζινος στ’αριστερό. Το γιαταγάνι του ήταν περασμένο στη φαρδιά, μαύρη του ζώνη.

 

Ο Θάνβεμ ο Μακρυκάνης κι ο Ρούνκε ο Ήλος βγήκαν από την καταπακτή, τραβώντας μαζί τους τον Σουτμάκο τον Μάντη, που ήταν αλυσοδεμένος χειροπόδαρα και ντυμένος μονάχα με μια πάνινη περισκελίδα. Ήταν κοκαλιάρης και το κεφάλι του ξυρισμένο· στο πρόσωπό του, ωστόσο, υπήρχαν τα γένια τριών ημερών. Των τριών ημερών που τον είχαν κλεισμένο στο αμπάρι. Επάνω στο στενό του στέρνο κρεμόταν ένα περιδέραιο από κόκαλα.

 

«Ρε μαλακοπαίδια, τι ’ν’ αυτά, ρε;» μούγκρισε ο Καπετάν Ράνκιμ. «Δε σας είπα, ρε, να του το βγάλετε, το γαμημένο;» Άρπαξε το περιδέραιο απ’το λαιμό του Σουτμάκο και, τραβώντας το απότομα, το έσπασε, σκορπίζοντας αρκετά από τα κόκαλα στα σανίδια του καταστρώματος· τα υπόλοιπα έμειναν επάνω στον σπάγκο, γιατί είχε κόμπους.

 

Τρομαγμένες φωνές ακούστηκαν από το πλήρωμα του Διψασμένου Καρχαρία, που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από τον Καπετάνιο, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο.

 

«Τι χεστήκατε όλοι, ρε;» γρύλισε ο Ράνκιμ. «Να, ρε!» Ύψωσε το περιδέραιο. «Ένα άχρηστο μαραφέτι είναι, σαν αυτά που φοράνε οι πουτάνες!» Το πέταξε στη θάλασσα. Ύστερα, εστίασε το βλέμμα του στον Ρούνκε. «Εσένα δε σούχα πει να του το πάρεις, ρε καθυστερημένε;»

 

«Εμ… ναι, Καπετάνιο. Να πούμε… το ξέχασα, να πούμε.» Ο Ήλος ανασήκωσε, αμήχανα, τους στρογγυλούς του ώμους.

 

«Πώς δεν ξεχνάς και να φας, ρε; Τόσο φαΐ κατεβάζεις εδώ μέσα, πού να μη σ’έκαν’ η μάνα σου!»

 

«Συγνώμη, ρε Καπετάνιο, να πούμε.» Ο Ρούνκε έτριψε το κεφάλι του. «Συγνώμη. Έλεγ’ ο κερατάς ότι θα πέσει κατάρα πάνω μου, ρε Καπετάνιο.»

 

«Τρίχες,» μούγκρισε ο Ράνκιμ. «Σκατά κατάρα θα πέσει.»

 

«Είμαστε και μακριά από λιμάνι, Καπ’τάνιε,» είπε ο Σίλις ο Κουτσοπόδαρος, «κι ο Μάντης είπε πως δε θα φτάσουμε σε λιμάνι, άμα με πιάνεις. Τον άκουσα προσωπιδικώς· ήμουνα κοντά στον Ήλο όταν τόλεγε.»

 

Ο Ράνκιμ ρουθούνισε και έφτυσε πάνω στα σανίδια του καταστρώματος. «Σκατά, λέω! Σκατά! Σκατά κατάρες ρίχνει.»

 

«Καπετάνιε,» άρθρωσε, ξαφνικά, ο Σουτμάκο, με τη χαμηλή, σφυριχτή του φωνή, που έμοιαζε με τη φωνή του Ακατονόμαστου, έλεγαν μερικοί. «Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία να με παρατήσεις ήσυχο. Δεν έχω ιδέα πού είναι κρυμμένο το μπαούλο. Τάπαμε, δεν τάπαμε;»

 

«Σκατά που δεν έχεις ιδέα!» αντιγύρισε ο Ράνκιμ. «Έχεις και παράχεις, γαμώ τη μάνα σου.» Και τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, κάνοντάς τον να λυγίσει στο πλάι και να παραπατήσει. Ο Ρούνκε τον τράβηξε απ’τις αλυσίδες, για να μη σωριαστεί, κι ο Μάντης έφτυσε αίμα κι ένα σπασμένο δόντι.

 

«Λύστε τον, τον γαμημένο,» πρόσταξε ο Ράνκιμ, «και φέρτε τον στο κατάρτι.» Γύρισε την πλάτη στον Σουτμάκο και βάδισε κατά μήκος του καταστρώματος, περνώντας ανάμεσα από το πλήρωμά του –που του έκανε χώρο– και φτάνοντας στο εμπρόσθιο ιστίο.

 

Ο Μακρυκάνης και ο Ήλος έβγαλαν τις αλυσίδες του Μάντη και τον πήγαν κοντά στον καπετάνιο.

 

«Καρφιδομάχαιρο,» ζήτησε εκείνος, απλώνοντας το χέρι του. Ο Τάβης ο Μονόφθαλμος, που ήταν το Δεξί Χέρι του Καπετάνιου, τράβηξε ένα καρφιδομάχαιρο από τη ζώνη του (η ζώνη του ήταν πάντοτε γεμάτη με τουλάχιστον έξι μαχαίρια διαφόρων ειδών) και το έδωσε στον Ράνκιμ.

 

«Το χέρι σου απάνω στο κατάρτι, αρχικαριόλη!» πρόσταξε ο Καπετάνιος τον Σουτμάκο. «Με την παλάμη ανοιχτή. Τώρα!»

 

Ο Μάντης έτρεμε, αλλά κατάφερε να πει: «Σε προειδοποιώ, Καπετάνιε–»

 

«Όλο μαλαγανιές μού είσαι σήμερα!» Ο Ράνκιμ τού άρπαξε το δεξί χέρι, το κόλλησε στο κατάρτι, και το κάρφωσε εκεί, με το καρφιδομάχαιρο.

 

Ο Σουτμάκο ούρλιαξε ξέφρενα. Σαν παρθένα μετά απ’το ξεπαρθένιασμα, ο πούστης! σκέφτηκε ο Ράνκιμ, και γέλασε.

 

«Το ξανασκέφτεσαι, τώρα, μωρή κοκόνα;» ρώτησε τον Μάντη, χαστουκίζοντάς τον ανάλαφρα στο αριστερό μάγουλο.

 

Ο Σουτμάκο είχε πάψει να ουρλιάζει, και αγκομαχούσε.

 

«Πού ’ναι το σεντούκι, ρε παλιοκερατά; Πού στον κώλο σου τόχωσες;»

 

«…Δεν… δεν τόκρυψα, Ράνκιμ! Δεν το έκρυψα!»

 

«Αρχίδια!» Ο Καπετάνιος τον γρονθοκόπησε στην κοιλιά, κάνοντας τον να προσπαθεί να διπλωθεί αλλά, εξαιτίας του καρφωμένου του χεριού, να μη μπορεί. «Θα σ’αφήσω λιγάκι εκεί να σε μασήσουνε τα θαλασσοπούλια, μέχρι να το ξανασκεφτείς,» είπε, πιο ήρεμα, ο Ράνκιμ. Και προς τον Θάνβεμ τον Μακρυκάνη: «Δέστε του τ’άλλο χέρι πίσω απ’την πλάτη. Κι όσο κι άμα γκαρίζει όταν τονε μασάνε τα πουλάκια, κανείς δε θα πλησιάσει, μ’ακούτε; Κι ούτε φαγητό ή νερό δε θα του δώκετε.» Οι άντρες τού πληρώματος κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά. «Όχι που θα μου κουνιέται εμένα έτσι ο κάθε καριόλης! Πείτε μου, ρε παλιόψαρα: υπάρχει κανείς εδώ απάνω που να νομίζει ότι μας λέει αλήθεια;»

 

«Όχι, Καπ’τάνιε,» είπαν κάμποσοι. «Όχι, Καπετάνιο,» είπαν άλλοι. Κι ορισμένοι κούνησαν, πάλι, τα κεφάλια τους.

 

«Όμορφα.» Ο Ράνκιμ έβαλε τα χέρια του στη μέση και στράφηκε στον Σουτμάκο. «Βλέπεις, μωρή; Όλα τα παλικάρια το μαρτυράνε: είσαι ψεύτης!»

 

Ο Μάντης δεν αποκρίθηκε. Ο Μακρυκάνης τού έδεσε το αριστερό χέρι πίσω απ’την πλάτη και, ύστερα, τον άφησαν στο έλεος των πτηνών της θάλασσας.

 

Όταν ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω απ’τη Νήσο του Κοκάλου και οι σκιές να μακραίνουν, σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και, μέσα σε καμια ώρα, καταιγίδα έπιασε…

 

Συμμετέχει μία ιστορία:

ΤΑ ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ - Balidor

Edited by Ghost
Προστέθηκε η μία ιστορία.
Link to comment
Share on other sites

ΤΑ ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Λεξεις: 1281

ΣΕΞ:Οχι

ΒΙΑ:Οχι ιδιαιτερα

 

***

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

***

 

«Τα πανιά αμέσως» πρόσταξε καπετάνιος του Διψασμένου Καρχαρία. «Κουνηθείτε ρε μαλακισμένα, άμα ήταν για καμία πουτάνα θα τρέχατε σαν πούστηδες.» Ένα αρκετά μεγάλο κύμα τους χτύπησε από τα πλάγια. «Βρε μαλάκα Ντόρμ σου είπα να κάνεις δυτικά, στο διάολο, ρε άχρηστε.»

 

Ο Ντόρμ άκουσε την προσταγή και έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί το πλοίο ήταν ήδη δυτικά, απλά ο άνεμος είχε σχεδόν κυκλική κίνηση λες και ήταν μέσα σε τυφώνα. Ο Ντόρμ ήταν ένας από τους καλύτερους ναυτικούς στις Νήσους του Καρχαρία. Ήταν απίθανο να χάσει τον προσανατολισμό του, ακόμα και σε μία φουρτούνα σαν κι αυτή. Μπορούσε να υπολογίσει τις αποστάσεις μεταξύ των νησιών λες και ήταν η απόσταση ανάμεσα σε δύο κουλουράκια στο πρωινό του. Κάποιοι λέγαν ότι είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από τον καπετάνιο γι αυτό και είναι καλύτερος πλοηγός, αλλά είχε μία αδυναμία. Οι ικανότητές του στις μάχες είναι μηδαμινές, το θάρρος να παίρνει αποφάσεις και να πατάει πόδι σε καταστάσεις. Γι’ αυτό ποτέ του δεν έγινε καπετάνιος. Φήμες κυκλοφόρησαν τελευταία ότι ήθελε να πάρει την θέση του καπετάνιου, και αυτό θα το κατάφερνε αν έπαιρνε ο ίδιος τον θησαυρό που έψαχναν εδώ και χρόνια.

 

Μέσα σε δέκα λεπτά είχε πιάσει ομίχλη και μία τρομερή θύελλα ανάγκασε το πλήρωμα του Διψασμένου Καρχαρία να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε και να προσεύχεται στους θεούς για να σωθούν, όπως κατάφερναν ως τώρα.

 

Το μάτι του Ήλο έπιασε Σουτμάκο να παραμιλάει, σκέφτηκε ότι θα ήταν από την ταλαιπωρία. Κάποια στιγμή ο Σουτμάκο άνοιξε το στόμα του περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε ένας φυσιολογικός άνθρωπος και ένα τεράστιο κύμα τους χτύπησε και παραλίγο να τους αναποδογυρίσει. Η βροχή δεν κόπαζε με τίποτα, και μες τη τρέλα της επιβίωσης γλιστρώντας από δω και από κει, ο Ήλος ξεκίνησε για να μιλήσει στον καπετάνιο. Κάπου στα είκοσι πόδια μακριά από τον καπετάνιο ο Ήλο γλίστρησε, έπεσε και τσούλησε με τα νερά ως που έφτασε στα πόδια του καπετάνιου. «Τι κάνεις εκεί βρε άχρηστο πλάσμα της θάλασσας, παίζεις με τα νερά μην σε πετάξω στους καρχαρίες;»

 

«Καπετάνιο, ο Μάντης, αυτός ο καταραμένος φταίει για την καταιγίδα. Τον είδα να φωνάζει κάτι τρομερά λόγια με μία περίεργη φωνή, να βγάζει φωτιές από τα μάτια του και μετά να μας χτυπάει ένα κύμα.»

«Φύγε από δω βρε ηλίθιε, κάνεις σαν μωρό παιδί. Πάω να σου δείξω ότι δεν είναι παρά ένα μυξομαμόθρεφτο πουστράκι, αυτό είναι όλο.»

Μόλις έφτασε τον Μάντη ο καπετάν Βρομόστομος το είδε με τα μάτια του. Δεν έβγαζε φλόγες ούτε άκουγε την φωνή του, που ήταν υπερβολές πάνω στον φόβο του ναυτικού του, αλλά για να αποδείξει τις ικανότητες του σαν καπετάνιος αλλά και ότι είναι όλα παρά βλακείες, πηγαίνει στον Σουτμάκο τον Μάντη.

Βγάζει μία μεγάλη κραυγή και ύστερα με μία απίστευτα δυνατή και βραχνή φωνή φωνάζει

«ΚΑΡΓΙΟΛΗ ΦΛΩΡΟΜΑΝΤΗ … ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΠΟΥΣΤΙΔΕΣ, ΑΥΤΟ ΕΙΣΤΕ!!!»

Ανοίγει με βία το στόμα του Μάντη, βγάζει την γλώσσα και της κάνει μία μεγάλη κάθετη χαρακιά ώστε να μην μπορεί να μιλήσει για λίγο καιρό. «Εεεεεε; Δεν λες τίποτα τώρα μωρή πουτάνα; Τον βούλωσες; Έτσι και σε ξαναδώ έτσι θα σε κάνω τροφή για τα χρυσόψαρα γιατί ακόμα και οι καρχαρίες θα έφτυναν ένα αρχιδόπουστα σαν κι εσένα.»

 

Ο Μάντης κοιτάει τον καπετάνιο με ένα αλλόκοτο βλέμμα… πρώτη φορά ο Βρομόστομος έβλεπε κάτι τέτοιο… πραγματικά του φάνηκε σαν να έβγαζαν φλόγες τα μάτια του…. Ανοίγει το στόμα του φτύνει το αίμα του και προσπαθεί να μιλήσει…

«Σε … λιο καιό, *γκούχ* δε α υαxεις» και ύστερα από την εξάντληση του λιποθύμησε.

Μετά από δέκα λεπτά η καταιγίδα κόπασε, ο απολογισμός ήταν μείων ένα άτομο. Ένα παλικαράκι δεκαοχτώ ετών χάθηκε στην προσπάθεια του να σώσει ένα κοφίνι με μήλα στην αρχή της καταιγίδας. Γι’ αυτό φοβήθηκε όλο το πλήρωμα εκείνο το απόγευμα. Άλλα τώρα όλα είναι ένταξη, ο φόβος πέρασε.

 

***

 

«Ξύπνα … Ξύπνα μαλάκα» ο Μάντης ένιωσε την γροθιά του πλέον ατρόμητου Θάνβεμ του Μακρυκάνη. Ήταν από πάνω του και προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Ένιωσε να είναι ξαπλωμένος στην χρυσή αμμουδιά, τα δέντρα στα είκοσι μέτρα μπροστά του ήταν η αρχή ενός δάσους.

«Πόσο καιρό κοιμάμαι;» αποκρίθηκε, και κατάλαβε ότι η γλώσσα του αν και πονούσε υπερβολικά προσπαθούσε να γίνει καλά.

«Τέσσερις μέρες περίπου» απάντησε ο Θάνβεμ, τον άρπαξε από τον γιακά και τον σήκωσε ψηλά για να σταθεί ο Μάντης στα πόδια του, ο οποίος κοιτάει γύρω του και έκανε μια σημαντική παρατήρηση.

«Πώς βρήκατε αυτό το μέρος;» Ήταν φανερό πως εδώ ήταν το νησί με τον θησαυρό και ο καπετάνιος με κάποιο τρόπο το έμαθε.

 

Ο Ήλο πετάχτηκε «Με αυτό εδώ.» δείχνοντας του ένα μπουκαλάκι με ένα διάφανο υγρό. «Στο δώσαμε» συνέχισε «όταν κοιμόσουν, σε έκανε να παραμιλάς και σου κάναμε ερωτήσεις. Έτσι το μάθαμε… Κάλο έτσι; Και δεν είμαστε μαλάκες μάντηδες εμείς.» Η χαρά του που την φέρανε στον Μάντη ήταν απερίγραπτη, καταφέρανε και την φέρανε σε έναν τόσο έξυπνο άνθρωπο. «Και πάλι δεν μπορείτε να ανοίξετε την πόρτα στο βουνό.» πήρε μια βαθιά ανάσα «Κανένας σας δεν μπορεί.» , «Θα το δούμε αυτό.» είπε αυθόρμητα ο Θάνβεμ τον έσπρωξε προς το δάσος και συνέχισε «Εσύ απλά πήγαινέ μας στην πόρτα.» ο Μάντης λύγισε το κεφάλι του προς τα κάτω, μέσα από τα μαύρα μαλλιά του μπορούσες δύο τρομερά πράγματα. Πρώτον ένα αλλιώτικο χαμόγελο και δεύτερον ένα βλέμμα με την αίσθηση της νίκης προς ένα από τα άτομα του πληρώματος.

 

«Τι λέει εδώ;» ο καπετάνιος διέταξε τον Μάντη να διαβάσει την σκαλιστή αναπαράσταση πάνω από την πέτρινη πέτρα. Μετα βίας μπορούσε να διακρίνει τα σύμβολα γιατί ακόμα κι αν το καθαρίσανε πρασινάδες έμεναν πάνω στη πόρτα. «Όπως το περίμενα … … … Μόνο ο άνθρωπος με τα δύο ξεχωριστά φεγγάρια, θα μπορέσει να πάρει τον θησαυρό.» Χαμογέλασε με φανερή διάθεση.

 

«Μαλακίες, ΣΚΑΤΑ … Ας την σπρώξουμε» Φώναξε ο καπετάνιος. Έγινε μια συλλογική προσπάθεια να την σπρώξουν αλλά μάταια.

 

«Κι όμως κάτι μπορεί να γίνει αλλά κάποιος εδώ μέσα έχει μία μικρή υποψία.» Είπε λίγο δυνατά ο Μάντης για να τον προσέξουν όλοι.

 

«Καπ’τάνιε» φώναξε ένα μέλος του πληρώματος. Από το μικρό πλήθος έκανε ένα βήμα μπροστά ο Τάβης ο Μονόφθαλμος. «Άκουσα για τα δύο φεγγάρια…» είπε και σηκώνει το μικρό κομμάτι δέρματος που κάλυπτε το ένα του μάτι. «ίσως είναι αυτό το κλειδί» και φανέρωσε το άλλο του μάτι. Ήταν εκεί, μόνο που είχε μια διαφορά. Το αριστερό καλυμμένο μάτι ήταν πράσινο ενώ το δεξί του ήταν μαύρο … «Από μικρό με κοροϊδεύανε και με φώναζαν μπάσταρδο επειδή δεν είχα πατέρα, και γι αυτό το κρύβω τόσο καιρό.» κοίταξε την πόρτα και είδε μία σκαλιστή αναπαράσταση μίας νύχτας με τα δύο φεγγάρια. Μόλις ο Μάντης διάβασε από κάτω τα λόγια που ήταν σε μία άλλη γλώσσα ακούστηκε ένα πέτρινο ‘κρακ’ και ένας βράχος κύλησε προς τα μέσα. Μέσα στην τρύπα μπορούσαν να διακρίνουν κάτι σαν φλόγες από χρυσό να σπάει το μαύρο της σπηλιάς.

 

Πριν καλά καλά καταλάβουν τι έγινε ο Μάντης είχε προχωρήσει πίσω από τον Καπετάνιο τον Βρομόστομο και είχε βγάλει μαχαίρι. Δύο δευτερόλεπτα πριν κόψει το λαιμό του καπετάνιου, ένα από τα έξι διαφορετικά μαχαίρια του Τάβη προσγειώθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Μάντη αφήνοντας τον νεκρό. Ο Καπετάνιος ένιωσε τους σφυγμούς της καρδιάς του να γίνονται όλο και πιο γρήγοροι μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε.

 

***

Το ίδιο βράδυ κιόλας, φέρανε κρασιά από τον Διψασμένο Καρχαρία και πιάσανε γουρούνια ψάρια και άλλα ζώα από το δάσος για να το γλεντήσουνε. Ο Ράνκιμ ο Βρομόστομος, ο καπετάνιος, του χάρισε όλο το θησαυρό στον Τάβη για δύο λόγους, πρώτον γιατί αυτός άνοιξε την πόρτα και δεύτερον γιατί του έσωσε την ζωή.

 

«Τι θα κάνει Τάβη θα μας εγκαταλείψεις σύντομα ;» ρώτησε ο Καπετάνιος Ράνκιμ…

 

Ο Τάβης έκλεισε το μάτι το πράσινο στον καπετάνιο «Καπ’τάνιε, ο θησαυρός ανήκει στον Διψασμένο Καρχαρία, κι εγώ θα συνεχίσω είμαι πειρατής.»

Edited by Balidor
Link to comment
Share on other sites

  • 7 months later...

Μπορούμε να έχουμε άλλο πρόλογο; Επιμένω πως λέγαμε για sci-fi ιστορία, αφού τέτοια ζήταγε ο Balidor... Dain;

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write οff #20 (Balidor)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..