Jump to content

Write off #41 (Cassandra Gotha vs Naroualis)


cesar_cy
 Share

Write Off 41, Cassandra Gotha Vs Naroualis   

9 members have voted

  1. 1. Cassandra Gotha Vs Naroualis

    • Cassandra Gotha
      3
    • Naroualis
      6

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Μια γυναικεία κραυγή έσπασε την μονότονη σιωπή της νύχτας. Η γυναίκα έτρεχε μέσα στο δάσος. Προσπαθούσε να αποφύγει τους κυνηγούς της. Δεν θα τα κατάφερνε, οι λύκοι ήταν πολύ πιο γρήγορη από αυτήν και αργά ή γρήγορα θα την κατασπάραζαν. Η αγωνία την κυρίευε. Προσπαθούσε να σκεφτεί κάποιο τρόπο να σωθεί αλλά το μυαλό της είχε παγώσει. Τι ήθελα να έρθω στο δάσος τέτοια ώρα αναρωτιόταν και τα έβαζε με τον εαυτό της. Οι ελπίδες της σιγά-σιγά άρχισαν να εξανεμίζονται. Οι λύκοι κόντευαν απειλητικά.

 

Δεν πίστευε ποτέ πως θα γινόταν δείπνο για τους λύκους αλλά έτσι είναι η ζωή. Μέσα στο δάσος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μόνο σκιές. Ήταν πολύ αργά, σίγουρα θα είχαν περάσει τα μεσάνυχτα.

 

Ξαφνικά μέσα στις σκιές τους δάσους διέκρινε ένα χλωμό φως ακριβώς μπροστά της. Χωρίς να σκεφτεί άρχισε να τρέχει προς την πλευρά του φωτός. Όσο προχωρούσε τόσο πιο δυνατό και λαμπερό γινόταν το φως. Οι ελπίδες πως θα τα καταφέρει ξανά γεννιούνταν. Έτσι όπως ακολουθούσε το φως, βγήκε έξω από το δάσος.

 

Το φως γινόταν πιο δυνατό και τελικά είδε πως προερχόταν από μια σπηλιά που την έβλεπε πρώτη φορά. Μπήκε μέσα στην σπηλιά αλλά οι λύκοι δεν την ακολούθησαν, απλός κάθισαν γύρω από την είσοδο της σπηλιάς και την περίμεναν να βγει.

 

 

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

211 λέξεις . Όριο λέξεων 2000 ? 3000 Ξεκινάμε στης 10 Αυγούστου η ώρα 10 :30 και τελειώνουμε στης 17 Αυγούστου 10:30

Edited by cesar_cy
Link to comment
Share on other sites

Το Πέρασμα

 

 

Μια γυναικεία κραυγήέσπασε την μονότονη σιωπή της νύχτας. Η γυναίκα έτρεχε μέσα στο δάσος.Προσπαθούσε να αποφύγει τους κυνηγούς της. Δεν θα τα κατάφερνε, οι λύκοι ήτανπολύ πιο γρήγοροι από αυτήν και αργά ήγρήγορα θα την κατασπάραζαν. Η αγωνία την κυρίευε. Προσπαθούσε να σκεφτείκάποιο τρόπο να σωθεί αλλά το μυαλό της είχε παγώσει. Τι ήθελα να έρθω στο δάσος τέτοια ώρα αναρωτιόταν και τα έβαζε με τον εαυτό της. Οι ελπίδες της σιγά-σιγά άρχισαν να εξανεμίζονται. Οι λύκοι κόντευαν απειλητικά.

 

Δεν πίστευε ποτέ πως θα γινόταν δείπνο γιατους λύκους αλλά έτσι είναι η ζωή. Μέσα στο δάσος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα, μόνο σκιές. Ήταν πολύ αργά, σίγουρα θα είχαν περάσει τα μεσάνυχτα.

 

Ξαφνικά μέσα στις σκιές τους δάσους διέκρινε ένα χλωμό φως ακριβώς μπροστά της. Χωρίς να σκεφτεί άρχισε να τρέχει προς τηνπλευρά του φωτός. Όσο προχωρούσε τόσο πιο δυνατό και λαμπερό γινόταν το φως. Οι ελπίδες πως θα τα καταφέρει ξανά γεννιούνταν. Έτσι όπως ακολουθούσε το φως, βγήκε έξω από το δάσος.

 

Το φως γινόταν πιο δυνατό και τελικά είδε πωςπροερχόταν από μια σπηλιά που την έβλεπε πρώτη φορά. Μπήκε μέσα στην σπηλιά αλλά οι λύκοι δεν την ακολούθησαν, απλώς κάθισαν γύρω από την είσοδο της σπηλιάς και την περίμεναν να βγει.

 

 

 

Μόλις πήρε μερικέςανάσες πιάνοντας τα γόνατά της λαχανιασμένη, και τα μάτια της καθάρισαν από τημαυρίλα της κούρασης, σήκωσε το κεφάλι και σάστισε απ’ αυτό που αντίκρισε. Απ’όσο μπορούσε να διακρίνει, βρισκόταν σε μια τεράστια σπηλιά, πολύ πιο μεγάλη απόοποιοδήποτε σπίτι ή ναό που είχε δει ποτέ της. Ακόμα και το σπίτι ενός πλούσιουέμπορου, με δυο πατώματα και εφτά δωμάτια, που δούλευε κάποτε μαζί με άλλουςπέντε υπηρέτες, δεν έφτανε σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια αυτή τη σπηλιά. Ήταν μεγάλη σαν παλάτι, αν φανταζόταν σωστά ταπαλάτια, αφού δεν είχε δει ποτέ της, και τόσο λαμπερή, που η κυνηγημένη κοπέλα ένιωθενα σβήνει, να χάνεται κι η ίδια μέσα σ’ ένα ολόλευκο φωτεινό πέπλο.

 

Μαρμάρωσε στη θέση της, δεν ήθελε να κουνηθεί, ένας αλλόκοτος φόβος την κυρίευσε. Έξω από τη σπηλιά ήξερε τι την περίμενε, ήταν οι λύκοι κι οι σκιές, ήταν ο σίγουρος θάνατος μέσα στη νύχτα. Σ’ αυτή την τρομερή σπηλιά όμως, τι θα μπορούσε να της συμβεί; Το άγνωστο ίσως να την τρόμαζε περισσότερο κι από τον πόνο και το σκοτωμό.

 

Με μία κίνηση που της φάνηκε πως θα κρατούσε για πάντα, έφερε το χέρι της μπροστά στα μάτια σκιάζοντάς τα, αλλά δεν μπόρεσε να δει καλύτερα, το φως δεν ερχόταν από κάπου συγκεκριμένα, ήταν σα να το γεννούσε το ίδιο το μέρος, η πέτρα, ή ό,τι άλλο απότο οποίο ήταν λαξεμένη η σπηλιά.

Αποφάσισε πως έπρεπε να κουνηθεί, να κάνει κάτι, και προχώρησε ένα βήμα με αδύναμα πόδια. Τότε κατάλαβε και κάτι άλλο, την απουσία ήχων. Δεν άκουγε τα βήματά της, πόσο μάλλον άλλους ήχους, που δεν προέρχονταν από την ίδια. Άκουγε όμως την ανάσα της και την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Ξανάκανε ένα βήμα, πάλι τίποτα. Αυτό το γεγονός, ότι δεν μπορούσε να ορίσει τον εαυτό της μέσα στο χώρο, τη φόβισε ακόμα πιο πολύ και κουλουριάστηκε στο έδαφος απελπισμένη, μόνη, τυλίγοντας τα γόνατά της με τα χέρια, αφήνοντας το σιωπηλό λευκό φως να την τυλίξει και να την καταπιεί. Άκουγετην καρδιά της να χτυπάει, τη ρυθμική ανάσα της που όλο και αδυνάτιζε, και μετά υπήρχε μόνο το τίποτα. Σιωπή και φως, ανελέητο φως, το ένιωθε κι ας είχε τα μάτια της κλειστά, ήταν εκεί και την πάγωνε, της έκανε την καρδιά κρύα και καθαρή σαν κρύσταλλο.

 

 

 

Πέρασαν χρόνια που καθότανε στο πάτωμα, ή έτσι της φάνηκε, ώσπου κάποτε ένα απαλό άγγιγμα, πιο πολύ χάδι, της ζέστανε τον ώμο κι έτσι σήκωσε το κεφάλι της να δει. Ευχόταν να έχει χαθεί πια το φως. Αλλά ήταν ακόμα εκεί. Με δυσκολία διέκρινε μια μεγάλη, ψηλή σιλουέτα να σκύβει από πάνω της και να της δίνει το χέρι.

 

«Σήκω», ακούστηκε η φωνή, ξερή, σα χτύπημα πάνω σε πάγο.

 

Δεν κουνήθηκε.

 

«Σήκω», ακούστηκε ξανά ο πάγος.

 

Τότε η κυνηγημένη κοπέλα πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα και ξετύλιξε τα χέρια της από τα γόνατα. Το άγγιγμα που της ζέστανε τον ώμο πριν από λίγο, τώρα την έπιανε απ’ τα χέρια και τη στήριζε, να σηκωθεί, να σταθεί ακίνητη στα μουδιασμένα της πόδια, που είχε χρησιμοποιήσει μόνο για να τρέχει. Δε φοβότανε πια, περισσότερο απ’ το φόβο την πάγωνε ο χρόνος που είχε περάσει τυλιγμένη στο φως. Ήθελε να κλάψει γιατί πονούσε, αλλά τα μάτια της ήταν στεγνά και δεν έσταζαν δάκρυ.

 

 

 

Η μορφή που τηνξύπνησε τώρα φαινόταν ξεκάθαρα και η κυνηγημένη έβλεπε πως ήταν μια σκληρή και ανέκφραστη γυναίκα, μάλλον πολύ μεγάλη, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο. Φορούσε λευκά κουρέλια ως τα γυμνά της πέλματα, και είχε τα άσπρα της μαλλιά δεμένα γύρω-γύρω από το μέτωπο, σα χιόνι επάνω σε βουνοκορφή. Το πρόσωπό της εξέπεμπε μια απόκοσμη ηρεμία, σα να βρισκόταν εκεί αλλά και αλλού ταυτόχρονα, σα να βρισκότανε παντού. Στη δεξιά της χούφτα έσφιγγε γερά ένα μαχαίρι με άσπρη λάμα, σαν πάγος έμοιαζε κι αυτό.

 

«Έλα κόρη, ακολούθησέ με».

 

«Πού;» ρώτησε μουδιασμένα, σαν υπνωτισμένη, η κυνηγημένη κοπέλα.

 

«Στο τέλος, παιδί μου, στο τέλος του φόβου».

 

 

 

Η γηραιά γυναίκα με τη φωνή του πάγου την οδήγησε στο βάθος της σπηλιάς. Το περιβάλλον δεν άλλαξε καθόλου. Από πάνω τους η οροφή τόσο ψηλά που δεν διακρινόταν, και γύρω όλα λευκά από το φως. Δεν είχε να κρατηθεί από πουθενά, έπρεπε να στηριχτεί στα πόδια της, να τα δυναμώσει, γιατί εκτός από αυτά δεν είχε τίποτα άλλο.

 

Η γηραιά γυναίκα σταμάτησε και ρώτησε την κοπέλα τι θα ήθελε να ξεχάσει ή τι θα ήθελε να θυμηθεί.

 

«Δεν καταλαβαίνω» απάντησε εκείνη σαστισμένη.

 

«Τι θέλεις να διώξεις από μέσα σου, παιδί μου, να το σκορπίσεις να χαθεί; Και τι θέλεις να ξεκαθαρίσεις, γιατί τώρα ομίχλη το σκεπάζει και σου κρύβεται, κάνοντάς σου κακό μέσα απ’ τις σκιές;».

 

Τότε η κοπέλα της απάντησε πως δεν ήθελε να θυμηθεί τίποτα, και τίποτα δεν είχε να ξεχάσει.

 

Η ασπροντυμένη γυναίκα με μια αστραπιαία κίνηση της χάραξε το δεξί μπράτσο και αίμα ανάβλυσεαμέσως. Η ματωμένη κοπέλα έβγαλε μια έκπληκτη φωνή κι έπιασε την πληγή. Πήγε να διαμαρτυρηθεί, να πει πως δεν είχε λόγο ούτε δικαίωμα να την πληγώνει. Τότε όμως, καθώς το ζεστό αίμα της γαργαλούσε τα δάχτυλα, θυμήθηκε κάτι, χρόνια και χρόνια πριν, όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι. Θυμήθηκε πώς έπιανε το μπράτσο της μητέρας της, ψηλά, κοντά στον ώμο, προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα. Η μάνα της ξαπλωμένη κάτω στη γη, σφαδάζοντας από τον πόνο, κι η μικρούλα να κλαίει και να φωνάζει ‘το χέρι σου, το χέρι σου!’ γιατί της τό ‘χανε κόψει από τη ρίζα, όπως κάνανε σε κάθε κλέφτη που έπιαναν.

 

 

 

Η κοπέλα έκανε έναβήμα προς τα πίσω και φώναξε στην ασπροντυμένη «Γιατί μου το θύμησες αυτό;»

 

Ήταν θυμωμένη και απορημένη.

 

Κοίταξε το έδαφος, φωτεινό, άσπρο, που βρώμιζε λίγο-λίγο μετο αίμα που έτρεχε από την πληγή στον ώμο της, και μια παράξενη αίσθηση τηνκυρίευσε. Για κάποιο λόγο αυτό το θέαμα τής έδινε ικανοποίηση, ένιωθε πως δικαιωματικά λέρωνε το καθαρό πάτωμα της φυλακής της με το αίμα της.

 

 

 

Η γηραιά δεσμοφύλακας δεν άλλαξε όψη. Δεν γέλασε ούτε σκυθρώπιασε, δεν ανοιγόκλεισαν τα βλέφαρά της, ούτε έσμιξαν τα φρύδια της. Με το ίδιο παγερό βλέμμα ρώτησε την κοπέλα αν ήθελε κάτι να συγχωρέσει ή να εκδικηθεί. Εκείνη δεν απάντησε γιατί φοβότανε τις αναμνήσεις. Τότε η ασπρομαλλούσα την διέταξε αυταρχικά να ξαπλώσει κάτω, κι όταν εκείνη δεν το έκανε, την έσπρωξε δυνατά και κάθισε πάνω της με τα γόνατακαι δεν την άφηνε να κουνηθεί. Η ματωμένη κοπέλα ήθελε να φωνάξει αλλά δενμπορούσε, σαν κάτι να της έκλεβε τη φωνή. Μόνο τρόμο ένιωθε πάλι, εκείνο τον τρόμο που νόμιζε πως είχε φύγει από καιρό, και πόνο τεράστιο, αλλά δεν ήξερε από πού ερχόταν, κι όταν κοίταξε το πρόσωπο του βιαστή της, είδε τη γυναίκα χωρίς έκφραση να την κρατάει κάτω και να της κόβει χαμηλά την κοιλιά λίγο-λίγομε την άσπρη λάμα της. Το αίμα πεταγόταν καυτό, μαύρο, και λέρωνε τα ολόλευκα κουρέλια της σκληρής γυναίκας. Όταν λερώθηκαν μέχρι και τα μαλλιά της, σηκώθηκεκαι άφησε τη βιασμένη κοπέλα στο πάτωμα, μέσα στο ίδιο της το αίμα. Εκείνη ανασήκωσε αδύναμα το κεφάλι και μόνο τότε πρόσεξε πως ήτανε γυμνή. Άραγε, να ήταν απόπάντα; Δεν ήξερε, δε θυμόταν, μόνο κρύωνε και νόμιζε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κοίταξε την κατακόκκινη απ’ το αίμα λευκοφορεμένη δεσμοφύλακά της και ευχαριστήθηκε. Ευχαριστήθηκε που την είδε έτσι. Της άξιζε να είναι λερωμένη. Ηίδια χαιρόταν με τη γύμνια της, όσο κι αν τη χτυπούσαν και την έκοβαν τίποτα δεν την ασχήμαινε. Θυμήθηκε κάποιον άντρα που την έκανε κάποτε να φοβηθεί καινα πονέσει, και τώρα τον ένιωθε πολύ μακριά. Τον έβλεπε να μικραίνει, να γίνεται ένα βρώμικο μικρό ανθρωπάκι χωρίς καμιά σημασία και κανέναν προορισμό.

 

 

Με κοφτές ανάσες έβαλε τα δυνατά της και σηκώθηκε, αυτή τη φορά μόνη της. Ήταν θυμωμένη.

 

Η γηραιά γυναίκα την κοίταζε ακίνητη.

 

 

 

«Είσαι έτοιμη τώρα, έτοιμη να μάθεις, έτοιμη να ρωτήσεις».

 

Η θυμωμένη κοπέλα την κοίταξε με φλογισμένα μάτια και τρίζοντας τα δόντια απάντησε.

 

«Άσε με να δω τη φυλακή που μ’ έκλεισες, άσε με να δω το μέρος που απέκτησα τις ουλές που θα ‘χω πάντα».

 

 

Τότε το φως υποχώρησε, δεν ήταν πια τόσο επιθετικό όπως πρώτα, γλύκανε και εμφανίστηκαν γύρω όλα τα χρώματα και τα σχήματα που υπήρχαν αλλά δεν μπορούσε πριν να τα δει. Ο χώρος άρχισε να γεμίζει και η κάθε γωνιά του φαινόταν καθαρά. Η κοπέλα άφησε το θυμό να φύγει, γιατί έβλεπε πως η σπηλιά ήτανε όμορφη αλλά και άσχημη ταυτόχρονα, και σίγουρα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο νόμιζε. Δεν ήθελε λοιπόν πια να θυμώνει. Κατάλαβε ότι ήτανε χάσιμο χρόνου ο θυμός. Ήθελε να τη δει, να γεμίσει τα μάτια της με εικόνες, αυτά τα τυφλά μάτια που πριν έβλεπαν μόνο τη νύχτα στο μεγάλο και τρομαχτικό δάσος και το λαμπρό φως της κλεισούρας. Είδε πολλά πετρώματα χρωματιστά, και σταλακτίτες που ξεκινούσαν από την οροφή της σπηλιάς και έφταναν ως το ύψος του κεφαλιού της. Πόσο όμορφοι ήταν! Στάλες νερού ακούγονταν που έπεφταν σε μια λακούβα εκεί κοντά.

 

Είχε και άσχημες και αραχνιασμένες γωνιές, που δεν ήθελε να τις πλησιάσει γιατί ήξερε πως θα παραμόνευαν εκεί ζωύφια που τσιμπάνε. Ξαφνικά το ενδιαφέρον για τα άλλα πράγματα, όλα αυτά που την περιέβαλαν, ξύπνησε, και σταμάτησε να την απασχολεί το τι θα κάνει για να γλιτώσει από το θάνατο ή το φόβο. Όλα ήταν γύρω της, ο πόνος δεν κρατούσε για πάντα, αρκεί να έβλεπε πέρα από το σώμα και την καρδιά της. Τώρα μπορούσε να ορίσει τον εαυτό της μέσα στο χώρο, κι αυτό της έδινε δυνάμεις να περπατήσει μέσα σ’ αυτόν. Ήξερε ποια ήταν, ή τουλάχιστον, ποια ήθελενα γίνει.

 

 

 

Η γηραιά γυναίκα απάντησε με τη φωνή της από πάγο

 

«Οι ουλές είναι καλές, σημαίνουν πως οι πληγές γιατρεύτηκανκαι δεν θα πονάνε πια».

 

«Πάμε Δασκάλα, είμαστε έτοιμες κι οι δύο τώρα», χαμογέλασε σκληρά η ελευθερωμένη κοπέλα.

 

 

 

Και περπατήσανε ως την έξοδο της σπηλιάς, που τις περίμεναν ακόμα οι λύκοι. Στάθηκαν και κοίταξαν γύρω. Ήταν ακόμα νύχτα, όμως πέρα στην ανατολή μια μέρα ανέβαινε.

 

Γυναίκα και κοπέλα, γριά και νέα, μάνα και κόρη, ανάμνηση και λησμονιά, εκδίκηση και συγχώρεση, οδύνη και ανακούφιση, επιμονή και παραίτηση, επιβράβευση και τιμωρία, όλες ήταν εκεί. Όλες οι μικρότητες και οι καλοσύνες ήταν μπροστά στη σπηλιά και περίμεναν, οι Λύκαινες, οι Δασκάλες που οδηγούσαν τις χαμένες ψυχές ξανά στο φως ή τις έστελναν για πάντα στο σκοτάδι, τρώγοντας τις καρδιές τους.

 

Η Γηραιά Λύκαινα ούρλιαξε για μια στιγμή και πέφτοντας στα τέσσερα έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε μπροστά στην αγέλη. Οι άλλες την οσμίστηκαν, το αίμα της ελεύθερης κοπέλας τις έκανε να τρεκλίζουν από ηδονή, ήταν καιρός για καινούργιο κυνήγι. Αφού πέρασαν όλες μία-μία από μπροστά της, έφυγαν παίρνοντας το δρόμο προς τη δύση. Στάθηκανλίγα μέτρα μακριά και τη χαιρέτησαν με μια φωνή, ένα ουρλιαχτό άγριο και μακρόσυρτο. Μετά συνέχισαν την πορεία τους και σε λίγο η δυνατή κοπέλα δεν τις έβλεπε άλλο.

 

 

 

Εκείνη έστριψε το κορμί της και κοίταξε προς την ανατολή. Άρχισε να περπατάει προς τα ‘κει, να συναντήσει την καινούργια μέρα πηγαίνοντας η ίδια προς το μέρος της, αποφασισμένη να τη βρει. Τυλίχτηκε καλά στον καινούργιο ζεστό μανδύα της και με τις ψηλές της μπότες περπατούσε άνετα και δεν φοβόταν ούτε βροχή ούτε κρύο.

 

 

Τίποτα δεν θα φοβόταν πια.

Το Πέρασμα.doc

Link to comment
Share on other sites

Σε γενικές γραμμές μου άρεσαν και οι δύο ιστορίες. Όμως έπρεπε να επιλέξω μία από τις δύο και αυτή ήταν «Το πέρασμα» παρόλο που ο τίτλος είναι αισχρά κλεμμένος (πλάκα κάνω έτσι;)) από παλαιότερο διήγημά μου:bleh:. Νομίζω πως αυτή η ιστορία έδεσε καλύτερα με τον πρόλογο και μου άρεσε ο τρόπος που η ηρωίδα αφήνει πίσω τον παλιό της εαυτό (η διαδικασία της «κάθαρσης»).

 

Το «Ως τα πανθ' ορά» είναι ένα επίσης όμορφο διήγημα και δεν νομίζω ότι είναι χειρότερο από το πέρασμα, εκτός ίσως από μια μικρή επιμέλεια που χρειάζεται. Καταλαβαίνω ότι όταν υπάρχει πίεση χρόνου και στο background τρέχει ένα τεράστιο έργο τότε δεν μπορείς να χτενίσεις πολλές φορές ένα κείμενο. Μου άρεσε όμως η γραφή αν και το(σπήλιο) με έκανε να τα χάσω προσωρινά. Εκείνο που μου ήρθε πολύ απότομα ήταν ο Φοίβος. Δεν τον περίμενα με τίποτα!:D

Edited by kitsos
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν καταρχής να πω πς δεν περίμενα να συνεχιστεί με τέτειο τρόπο ο πρόλογος μου.

 

Εγώ με την σειρά μου ψήφισα υπέρ της κ.Naroualis και έτσι με την ψήφο μου φέρνω το ματς σε ισοπαλία.

 

Το Πέρασμα : Όταν το διάβαζα μου γεννιόντουσαν διάφορα ερωτήματα που δεν μου είχαν απαντηθεί στο τέλος. Τί γύρευε αυτή η κυρία στην σπηλιά ; Γιατί την βήθησε να αφήσει τους φόβους της ;Τι γύρευε η γυναικα μέσα στο δάσος ; Δε ξέρω αλλά αυτή η ιστορία μου φάνηκε πολύ πρόχειρη.

 

Ως τα πανθ' ορά : Δεν ήταν κάτ ιδιαίτερο αλλά μου άρεσε περισσότερο από το "πέρασμα". Αντιθέτως σε με τη άλλη ιστορία αυτή η ιστορία μας απαντά σε όλα τα ερωτήματα μας. Επίσης αυτό που μου άρεσε πολύ είναι το χιούμορ της.

 

Υ.Γ:΅Αυτά τα λίγα σχόλεια απο έμενα.

Link to comment
Share on other sites

Το Πέρασμα ήταν στρωτό και κατά τη γνώμη μου, κατάφερε να περάσει το μήνυμα του συγγραφέα. Έβγαζε νόημα, αλλά η απουσία πλοκής ήταν αισθητή. Δεν ξέρω βέβαια αν ήταν κι απαραίτητη, αλλά σίγουρα, η έλλειψη μιας ανατροπής ή μιας πιο «διακοσμημένης» ροής σκέψης έφερνε την σκέψη μου ένα βήμα μπροστά από την αφήγηση. Μου άρεσε πολύ η σύλληψη της σπηλιάς και του λευκού φωτός και η απουσία ήχων, αλλά δεν κατάλαβα την κλιμάκωση. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι η συγγραφέας ήθελε να μεταδώσει στον αναγνώστη την διάσταση του πάγου, κι αυτό να πέρασε συνειδητά ή ασυνείδητα στην γραφή της. Όπως και να ‘χει, ήταν μια καλή προσπάθεια και αξιοποίησε πολύ όμορφα την εισαγωγή!

 

 

Λοιπόν, όσον αφορά το Ως τα πανθ ορά, εδώ μπορώ να πω πως μου άρεσε πάρα πολύ η αφήγηση και η γλώσσα. Δε μου φάνηκε ιδιαίτερα πρόχειρο, όπως ειπώθηκε, αλλά είχε κάποια λάθη απροσεξίας. Η ηρωίδα με κέρδισε γιατί ξεδιπλώθηκε αρκετά μέσα σε λίγες γραμμές, ενώ όντως υπήρχε μια «τσιμπιά» χιούμορ που λειτουργούσε σε δεύτερο επίπεδο, δίνοντας περισσότερες διαστάσεις στο διήγημα.

 

Η αλήθεια είναι πως και οι δυο ιστορίες, λίγο-πολύ, διαπραγματεύονται το ίδιο θέμα, μιλούν για μια χαμένη ψυχή που μπαίνει σε μια σπηλιά για να βρει παρηγοριά, πράγμα πολύ ενδιαφέρον. Και οι δύο μου άρεσαν, αλλά θα ψηφίσω της Naroualis γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να σχηματίσω πιο καθαρά τον κόσμο όπου εκτυλίσσονταν η ιστορία καθώς και το ιστορικό και τον χαρακτήρα της ηρωίδας.

Συγχαρητήρια και στις δυο σας! :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Το σκέφτηκα αρκετά πριν ψηφίσω, όχι μόνο επειδή οι ιστορίες ήταν όντως ισάξιες, αλλά κι επειδή, όπως παρατήρησε και η Manstredin, είχαν και μια ομοιότητα στο βάθος τους.

Στα συν και των δυο η γοητευτική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν, έστω και με εντελώς διαφορετικό τρόπο, μια που η Cassandra Gotha χρησιμοποιεί σιωπή, σκληρότητα και πάγο, ενώ η Naroualis ζεστασιά, φαγοπότι και τη φλυαρία της κοπελιάς.

Ο λόγος που διάλεξα τη μια ιστορία έναντι της άλλης είναι ότι μου άρεσε η ιδέα του Περάσματος, (rite of passage, έτσι;) και μου άρεσε ότι έκλεισε με τους λύκους, όπως και είχε ξεκινήσει. Είχε ένα αέρα δύναμης στο τέλος της.

 

Υ.Γ. Βρε κορίτσια, τέτοιες μέρες που κάνατε το write off, τις αδικήσατε τις ιστορίες σας και ήταν και οι δυο καλές!

Link to comment
Share on other sites

Υ.Γ. Βρε κορίτσια, τέτοιες μέρες που κάνατε το write off, τις αδικήσατε τις ιστορίες σας και ήταν και οι δυο καλές!

Νά 'σαι καλά, είπα κι εγώ, μα τόσο χάλια τα πήγαμε και κανείς δεν διαβάζει; Αν και μετά τον Κίτσο τις πήρατε πρέφα κι άλλοι. :D

Link to comment
Share on other sites

Η αλήθεια είναι πως και οι δυο ιστορίες, λίγο-πολύ, διαπραγματεύονται το ίδιο θέμα, μιλούν για μια χαμένη ψυχή που μπαίνει σε μια σπηλιά για να βρει παρηγοριά, πράγμα πολύ ενδιαφέρον.

 

Εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε μια όμορφη και μεγάλη συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο αντιδρούμε με τον ίδιο τρόπο απέναντι στο αρχετυπικό θέμα της σπηλιάς (βλ. παραλληλισμός με τη μήτρα, οπότε λογικό είναι μέσα της να βρεις την παρηγοριά) επειδή είμαστε κι οι δύο γυναίκες ή επειδή είμαστε κι οι δύο άνθρωποι. Θα είχε πλάκα να βλεπαμε την αντιμετώπιση του θέματος αυτού από έναν άντρα.

 

Πάντως ευχαριστούμε για τα σχόλια! :)

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Πράγματι, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπαμε κι έναν άντρα να συνεχίζει την εισαγωγή!

Link to comment
Share on other sites

Πράγματι, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπαμε κι έναν άντρα να συνεχίζει την εισαγωγή!

 

 

Cesar_cy? Μια που απογοητεύτηκες από τις δικές μας αντιδράσεις στο θέμα σου, θα μας έδινες τη δική σου εκδοχή;

Link to comment
Share on other sites

Παρόλο που καμία από τις δύο κυρίες δεν ήταν σε μια από τις καλύτερες στιγμές της (έχετε παραχαλαρώσει μάλλον ε?:p) μου άρεσαν και οι δύο ιστορίες. Το αρχέγονο στοιχείο έντονο και στις δυο, η χρήση των λύκων και του κηνυγιού μια χαρά και ο λόγος σας -όπως πάντα εξάλλου- όμορφος και μεστός.

 

Ναρού Μπουνταρού από μένα, γιατί αυτό το ελληνικό του χωριού πάντα με κερδίζει ρε παιδί μου.

Link to comment
Share on other sites

Και τα δυο θέματα ήταν πιασάρικα με τα δικά μου μέτρα (Μύηση καιλαογραφικό), και οι δυο υλοποιήσεις είχαν προβληματάκια (δείτε τααρχεία).

 

Στην ιστορία της Naroualis βρήκα νομίζω ένα λογικόκενό (

Πώςκαι γιατί λειτουργούσε η σπηλιά όσον αφορά τουςάλλους επισκέπτες αν στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας ήταν όλαπροσχεδιασμένα από ειδικόενδιαφέρον του θεού;

), αλλά αυτό μεπείραξε λιγότερο από τιςδυο σκηνές του παρελθόντος της πρωταγωνίστριαςστο Πέρασμα, που τιςβρήκα ελαφρώς "προκάτ" (εύκολες και άνευ ισχυρούσυναισθήματος ή έστω ισχυρής εικόνας)

Ος τα πανθ' ορά.doc

Το Πέρασμα.doc

Link to comment
Share on other sites

Ψηφίζω Naroualis. Γενικά και οι δύο κυρίες δεν ήταν σε πολύ φόρμα στην ιστορία αυτή, αλλά, αν και προτιμούσα το ύφος γραφής της CassandraGotha (στην άλλη ιστορία υπήρχε υπερβολικά πολύ χρώμα για το γούστο μου) η έλλειψη πλοκής μου χτύπησε κάπως άσχημα.

 

 

Πράγματι, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπαμε κι έναν άντρα να συνεχίζει την εισαγωγή!

Ο υποφαινόμενος σας κάνει για το πείραμα αυτό, κυρίες μου;

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ήταν ένα χαλαρό καλοκαίρι αλλά...okay, καιρός κάποιος κονφερασιέ να λήξει το παρόν write-off. Ανθοδέσμες στη νικήτρια κλπ. (Συγχαρητήρια στη Naroualis.)

 

Τη Δευτέρα ξεκινάει άλλη μονομαχία.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Ουφ, επιτέλους, τώρα μπορώ να πω κι εγώ τη γνώμη μου για την ιστορία της Naroualis, ε; :air_kiss:

 

 

Λοιπόν, κυρία μου, σας πληροφορώ ότι μου άρεσε πάρα πολύ και δεν σας κρύβω πως αυτή τη φορά έπιασα τα κύμματά σας, παρόλο που συνήθως δεν τα συμφωνάμε 'μείς οι δυο. :tease: Ευχαριστώ για το κονταροχτύπημα, ήταν απολαυστικό.

Link to comment
Share on other sites

Αχά! Θενκ γιου, αγαπητή συνάδελφος κι επίσης θενκ γιου, αγαπητοί συφφορουμίτες που ασχοληθήκατε και με τις δύο ιστορίες ντάλα καλοκαίρι.

 

Έχω μια ερώτηση, μια απάντηση και μια κριτική να κάνω και θα τις κάνω με αυτή τη σειρά.

 

Η ερώτηση: πού το είδατε το χιούμορ βρε παιδιά; blink.gif Μετά και τη δεύτερη αναφορά στο χιούμορ της ιστορίας, πήγα και την ξαναδιάβασα, μπας κι είχα κάνει λάθος κι είχα ανεβάσει άλλη από εκείνη που ήθελα. Αν υπάρχει χιούμορ εκεί, τότε είναι εντελώς χωρίς να το θέλω. Φαίνεται ότι ακόμη κι όταν γράφω δράματα, ακόμη και τότε, ο χαρακτήρας μου μπαίνει στη μέση... tongue.gif

 

Η απάντηση: Ελέκτρο, ήθελα να δώσω την αίσθηση ότι στο σπήλαιο υπήρχε ένα ξεχασμένο άγαλμα Κούρου. Κι ότι όποιος έμπαινε εκεί έβλεπε διαφορα πράγματα από το φόβο του, εξ ου και ο Φοίβος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να μπορέσει να βοηθήσει την κοπέλα. Δυστυχώς η τεκμηρίωση αυτού χάθηκε στη λαίλαπα της ταχύτητας.

 

Κι η κριτική: Κασσάνδρα, πιστέυω ότι έχεις πολλά περισσότερα να δώσεις σε αυτό το διήγημα. Δεν κατάφερα να ταυτιστώ με την ηρωίδα σου. Περίμενα να νιώσω τις ενοχές της και τον πόνο της για όσα είχε ζήσει και της θύμιζε σιγά-σιγά η άλλη γυναίκα, όμως δεν τα κατάφερα. Για μένα ήταν το ίδιο απόμακρες κι οι δύο. Αυτό που ευχαριστήθηκα ήταν ο τρόπος γραφής. Ενώ δεν ήταν κοφτός κι απότομος, μου άφηνε αυτήν την αίσθηση στο στόμα, λες και η σκληρότητα της γριάς περνούσε στη γραφή σου. Thumps up, με την προϋπόθεση ότι θα του ρίξεις μια ματιά ακόμη (και με την υπόσχεση να ρίξω εγώ δέκα ή δεκαπέντε στο δικό μου... tongue.gif )

Link to comment
Share on other sites

Εννοείται! Αναμένουμε...:thmbup:

 

 

Αμέ.yessir.gif Πόσον καιρό θες για να τη γράψεις, Νιχ;

 

 

Ναι, μας κάνει και περιμένουμε την ιστορία του. :)

Επειδή σήμερα είδα το ΟΚ σας, μια από τις επόμενες εβδομάδες στη βιβλιοθήκη τρόμου.

Link to comment
Share on other sites

λίγο ως πολύ αργά, ήθελα να τις διαβάσω στην εβδομάδα του διαγωνισμού αλλά... η 'ζωή' μπήκε στη μέση....

 

1ον και οι δύο ιστορίες μου άρεσαν, θα συμφωνήσω οτί... μου έλειπε το συναίσθημα από την κοπέλα στην 1η και το που ακριβώς βρέθηκε η γριά. το τέλος με τους λύκους ήταν πολύ ωραίο....

 

2ον η Ελληνική ύπαιθρος με τις ιστορίες και τις σπηλιές της ήταν κάπως πιο κοντά μου.... και ο Φοίβος στην αποκαληψή του ήταν παρα πολύ... συναισθηματικό, δραματικό ίσως, με κέρδισε αλλά.... θέλει ένα χτένισμα ακόμα...

 

τα συγχαρητήρια μου και στις δύο σας. :first:

Link to comment
Share on other sites

White Unicorn, ευχαριστώ για το σχολιασμό. Να απαντήσω στην ερώτησή σου, μια και είναι δεύτερη φορά που τη διαβάζω και απορώ γιατί δεν το καταλάβατε. Χρειαζόταν, άραγε, να δώσω εξήγηση; Να πω ότι η γριά λύκαινα περίμενε την κοπέλα εκεί; (Αφού ήδη εξηγώ ότι η αγέλη την οδήγησε στη σπηλιά).

 

Δεν θα ήθελα να πω άλλα, γιατί αν δεν καταλάβατε τα κύρια σημεία της ιστορίας μου, έχω αποτύχει στην αφήγηση.

:yessir:

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #41 (Cassandra Gotha vs Naroualis)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..