Jump to content

Write off #42 (Nihilio vs Waylander)


DinoHajiyorgi
 Share

Ψηφίστε  

10 members have voted

  1. 1. Ποια ιστορία σας άρεσε περισσότερο

    • Του Waylander
      6
    • Του Nihilio
      4

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Εισαγωγή:

 

Το κεφάλι μέσα στη γυάλα στριφογύρισε μέσα στο πράσινο υγρό. Τα μάτια του ήταν ολόλευκα και τα χείλη του ανοιγόκλειναν άηχα. Ο Βάλαν γονάτισε και το σήκωσε στα χέρια του. Το ξόρκι δούλευε αλλά εξαντλούνταν γρήγορα. Είχε χρόνο μόνο για μια ερώτηση. Έπρεπε να σκεφτεί αμέσως τη σωστή για να προλάβει να ακούσει την μία απάντηση. Αν έχανε αυτή την μοναδική ευκαιρία, το τομάρι του θα ήταν άξιο βοράς στη μαύρη κατάρα. Άκουσε το παιδί πίσω του να σφυρίζει σαν φίδι, ανυπόμονο...

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Είδος: weird fiction, τρόμος

Βία: Ναι, και πολύ σκληρή

Μέγεθος: 2003 λέξεις

---

Το κεφάλι μέσα στη γυάλα στριφογύρισε μέσα στο πράσινο υγρό. Τα μάτια του ήταν ολόλευκα και τα χείλη του ανοιγόκλειναν άηχα. Ο Βάλαν γονάτισε και το σήκωσε στα χέρια του. Το ξόρκι δούλευε αλλά εξαντλούνταν γρήγορα. Είχε χρόνο μόνο για μια ερώτηση. Έπρεπε να σκεφτεί αμέσως τη σωστή για να προλάβει να ακούσει την μία απάντηση. Αν έχανε αυτή την μοναδική ευκαιρία, το τομάρι του θα ήταν άξιο βοράς στη μαύρη κατάρα. Άκουσε το παιδί πίσω του να σφυρίζει σαν φίδι, ανυπόμονο.

“Ποιος έχει τα λεφτά;” ρώτησε τελικά. Αν δεν το μάθαινε ο Έρκον δε θα του έδινε άλλη ευκαιρία, είχε κάνει ήδη πολλά λάθη. Όπως για παράδειγμα να χάσει τα ίχνη του λογιστή την πρώτη φορά και να καθυστερήσει πολύ να τα ξαναβρει.

Και όταν τελικά τα βρήκε, είχε μόνο την απάντηση σε αυτό που το αφεντικό του αναρωτιόταν όταν ανακάλυψε την κλοπή: πού το είχε το κεφάλι του ο λογιστής όταν τον έκλεβε. Η απάντηση τώρα ήταν: στο πάτωμα. Δεν ήταν όμως η βασική απάντηση που έψαχνε και χάσει ήδη πολύτιμο χρόνο που τώρα πλήρωνε ακριβά.

“Τον λ-λένε Μάνφρας Ζ-ζαντράι” ψέλλισε το κεφάλι, μέσα από το μεγάφωνο της γυάλας, καθώς το ισχυρό νεκρομαντικό ξόρκι ανάγκαζε το παγιδευμένο πνεύμα να πάρει τον έλεγχο των άκαμπτων, νεκρών χειλιών, λίγο πριν αυτά παγώσουν για πάντα, και να πει την αλήθεια.

“Ψάξτε, βρέστε τον,” είπε στους δύο ακολούθους του, “μην αφήσετε πέτρα όρθια.” Και γυρνώντας προς τον Αλκργχβιν τον ρώτησε “έπιασες καμία εικόνα από το μυαλό του;”

“Η αποσύνθεση έχει προχωρήσει πάρα πολύ,” είπε ο νεαρός Σ'ρταν ψιονιστής, “δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα.”

Σκατά! σκέφτηκε ο Βάλαν

 

Πριν τρεις ώρες

Ο Μάρνατ ξύπνησε δεμένος σε μια καρέκλα. Ένιωθε την κολλητική ταινία να δένει σφιχτά στην καρέκλα τα χέρια και τα πόδια του. Μπορούσε να καταλάβει ότι μία σακούλα κάλυπτε το πρόσωπό του και έκοβε το φως από το δωμάτιο, αλλά όχι και την οξεία μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς που γέμιζε τα ρουθούνια του. Πίσω από το ύφασμα μπορούσε να ξεχωρίσει αμυδρά τον ήχο βημάτων σαν κάποιος να πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο.

“Π-ποιος είσαι;” τραύλισε αδύναμα.

“Έλα που δεν ξέρεις,” άκουσε να του λέει μια οικεία φωνή.

“Τ-τι θέλεις;” ξαναρώτησε ο Μάρνατ. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πού ακριβώς είχε ακούσει τη φωνή αυτή, αλλά δεν ήταν προτεραιότητα του το να μάθει την ταυτότητα του συνομιλητή του, αλλά το πώς θα λυθεί από την καρέκλα.

“Θα μπορούσα να ήμουν ο Βάλαν,” είπε η φωνή και ένα ρίγος τρόμου διαπέρασε τον λογιστή. Ο νεκρομάντης ήταν πρωτοπαλίκαρο του Έρκον, του μεγαλομαφιόζου στον οποίο δούλευε ο Μάρνατ και από τον οποίο πίστευαν, άδικα, ότι είχε βουτήξει μια μικρή περιουσία. “Βέβαια τότε θα ήσουν ήδη νεκρός και θα είχα κάνει μια επίκληση και θα ανέκρινα το πνεύμα σου. Νεκρομάντης είναι, γιατί να μπει σε κόπο με την πάρτη σου;”

“Τι θέλεις;” ξαναρώτησε ο λογιστής, καταφέρνοντας να σταθεροποιήσει για λίγο τη φωνή του.

“Ίσως να ήμουν ο Κραντ,” συνέχισε η φωνή. Κι άλλο ένα από τα παλικάρια του Έρκον. “Από ότι έχω ακούσει μαθαίνει πάντα αυτό που θέλει με παραδοσιακούς τρόπους.” Η φωνή είχε αρχίσει να φέρνει μια πιο καθαρή ανάμνηση στον λογιστή.

“Τι θες;” ξαναρώτησε.

“Υποτίθεται εγώ διαβάζω σκέψεις,” είπε η φωνή, ενώ ένα χέρι τράβηξε την κουκούλα. Ο Μάρνατ είδε τον κατάλευκο άντρα με τα μαύρα ρούχα και τα μακριά ανοιχτά ξανθά μαλλιά να στέκεται από πάνω του σαν όρνιο. Στο πρόσωπό του αναγνώρισε τον Σάβις, έναν από τους μπράβους του Έρκον που ήταν εξαιρετικά ικανός στο να διαβάζει τα μυαλά των άλλων για να βρίσκει τα ψέματα που έλεγαν.

“Δεν τα έχω εγώ τα χρήματα,” είπε πανικόβλητος.

“Το ξέρω,” είπε ο Σάβις με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. “Δεν ξέρω όμως ποιος τα έχει και αυτό θα μου το πεις.”

“Γιατί να το κάνω αυτό;” ρώτησε ο λογιστής.

“Είναι απλό,” είπε ο Σάβις καθώς του γύρισε την πλάτη και άρχισε να ψάχνει σε ένα κουτί που είχε πίσω του. “Θα μπορούσα πάντα να ψάξω το μυαλό σου, αλλά ξέρω ότι οι ψυχοχειρούργοι που σε διαμόρφωσαν σε έχουν κάνει ανθεκτικό σε παρόμοιες διεισδύσεις.” Μέσα από το κουτί ακούγονταν μεταλλικές κλαγγές, καθώς ο λευκός άντρας έψαχνε για κάτι. “Το αφεντικό,” συμπλήρωσε, “δεν ήθελε να χειρίζεται τα φράγκα του κάποιος από τον οποίο οι μπάτσοι θα τραβούσαν εύκολα πληροφορίες.”

“Αν πάλι ήμουν το μυξιάρικο τερατάκι που κουβαλάει μαζί του ο Βάλαν θα είχα μπει απλά στο μυαλό σου, θα είχα πάρει την πληροφορία κάνοντάς τον εγκέφαλό σου κιμά και θα τη σέρβιρα στον Έρκον. Εσύ θα έμενες απλά φυτό. Και ξέρεις πώς χρησιμοποιούν αγοράκια χωρίς μυαλό στα υπόγεια επίπεδα της Γκρίντας...”

“Αν ήσουν,” είπε ο λογιστής σε μια προσπάθεια να μη δείξει πόσο τρομαγμένος ήταν, παρόλο που έτρεμε στη σκέψη της υπηρεσίας σε κάποιο από τα πιο άγρια πορνεία της πόλης, όπου άνοες ζωντανές κούκλες εξυπηρετούν όλα τα γούστα.

“Μπορώ και τώρα να το κάνω,” συμπλήρωσε ο Σάβις, “αλλά θα μας πάρει πολύ χρόνο μέχρι να αναστρέψω τα ψυχικά μπλοκ που σου έχουν βάλει μέσα στο κεφάλι σου. Χρόνο που, δυστυχώς, δε διαθέτω,” συμπλήρωσε, “βλέπεις ο Βάλαν αυτή τη στιγμή σε ψάχνει. Μας ψάχνει.”

“Και τι περιμένεις να σου πω;” τον ρώτησε ο λογιστής.

“Τα πάντα. Αλλιώς θα αναγκαστώ να σε πείσω.”

“Και πως θα το κάνεις;”

“Με τον παραδοσιακό τρόπο,” απάντησε ο Σάβις, τραβώντας μία πένσα από το κουτί με τα εργαλεία.

Η έκφραση στο πρόσωπο του Μάρνατ πάγωσε.

“Ποιος έχει τα χρήματα;” ρώτησε ο Σάβις.

“Δεν ξέρω!”

Ο Σάβις έβγαλε το παπούτσι του λογιστή. “Ποιος έχει τα χρήματα;” ξαναρώτησε. Η φωνή του ήταν ήρεμη, επίπεδη.

“Δεν ξέρω!”

Η πένσα έσφιξε γύρω από το νύχι του μεγάλου δακτύλου του Μάρνατ. “Ποιος έχει τα χρήματα;”

“Δε θα το κάνεις!” είπε ο Μάρνατ. Δεν ήταν σίγουρος.

Η πένσα τραβήχτηκε απότομα, ξεριζώνοντας το νύχι του λογιστή. Αυτός ούρλιαξε από τον πόνο.

“Έχει πλάκα η λυσοφανδύνη,” είπε ο Σάβις. “Θα πονέσεις πολύ αλλά δεν πρόκειται να λιποθυμήσεις από πόνο. Απλά η επόμενη απάντηση που δε θα μου αρέσει θα πονέσει περισσότερο.”

“Δεν ξέρω ποιος έχει τα λεφτά!” ούρλιαξε ο λογιστής.

Ο Σάβις τον κοίταξε με προσοχή, απορροφώντας με το βλέμμα του κάθε λεπτομέρεια της έκφρασης οδύνης του θύματός του.

“Δεν είναι καλό αυτό,” είπε τελικά, “μάλλον πρέπει να συνεχίσουμε.” Μπορούσε να καταλάβει ότι ο Μάρνατ έλεγε αλήθεια. Ή τουλάχιστον πίστευε ότι έλεγε αλήθεια, αφού κάποιος είχε αναπρογραμματίσει τον εγκέφαλό του για να ξεχάσει. Έπρεπε να σπάσει τα φράγματα με την τηλεπάθειά του, και αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: περισσότερη οδύνη. Δυνάμωσε την εμπαθητική του ακοή μέχρι που οι σκέψεις του Μάρνατ αντηχούσαν στη διαπασών μέσα στο κεφάλι του.

“Ποιος έχει τα λεφτά;” ξαναρώτησε, ενώ αυτή τη φορά η δαγκάνα ενός κόπτη ακουμπούσε τον δείκτη του αριστερού χεριού του αιχμαλώτου.

“Δεν ξέρω!” κλαψούρισε ο λογιστής. Ένα κύμα φόβου και απελπισίας πλημμύρισε τις αισθήσεις του. Φόβος που μετατράπηκε σε καθαρό διάπυρο πόνο καθώς τα μεταλλικά σαγόνια της δαγκάνας έσφιγγαν, σπάζοντας το δέρμα, κόβοντας τη σάρκα και θρυμματίζοντας το οστό. Το κομμένο άκρο έπεσε στο πάτωμα, ενώ ένας πίδακας αίματος έβαψε σκούρο κόκκινο το μαύρο πουκάμισο του Σάβις.

Η αίσθηση του πόνου κατέκλυσε το μυαλό του βασανιστή, στέλνοντας ρίγη κατά μήκος του κορμιού του. Λίγα συναισθήματα μπορούσαν να δημιουργήσουν πλέον εντύπωση στον Σάβις, όμως ο πόνος του θύματός του ήταν ένα από αυτά. Του προσέφερε μια σχεδόν οργασμική εμπειρία. Παρόλα αυτά παρέμεινε ψύχραιμος και ακούμπησε τον ηλεκτρικό αναπτήρα που κρατούσε με το άλλο του χέρι πάνω στην πληγή, καυτηριάζοντάς την. Ο αιχμάλωτος ούρλιαξε: Δε θα λιποθυμούσε από τον πόνο, μπορούσε όμως πάντα να πεθάνει από αιμορραγία.

Η μυρωδιά της καμμένης σάρκας γέμιζε το δωμάτιο. Ο Σάβις έσκυψε και σήκωσε το κομμένο δάκτυλο. Το έφερε μπροστά στα έντρομα μάτια του και τον ρώτησε: “Ποιος έχει τα λεφτά;”

“Δεν ξέρω,” έφτυσε μέσα από τα δόντια του ο λογιστής. Τώρα έκλαιγε και η έκφρασή του είχε μετατραπεί σε μια μάσκα τρόμου.

Ο Σάβις έκοψε και τον μέσο του αριστερού χεριού, αλλά ο λογιστής παρόλο που σφάδαζε από την οδύνη, συνέχιζε να αντιστέκεται στην διείσδυσή του. Ο Σάβις κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να τελειώνει το γρηγορότερο δυνατό. Ήλπιζε να αποφύγει το τελευταίο αυτό βήμα, αλλά δεν είχε και πολλές επιλογές.

“Άκουσα ότι ήσουν πιστός ακόλουθος της εκκλησίας της Τυμάρα,” σχολίασε. “Κάτι μου έλεγαν για τεράστιες εισφορές και συμμετοχή σε τελετές.”

Ο λογιστής ένευσε καταφατικά. Παρά το φάρμακο που κυλούσε στις φλέβες του ο αφόρητος φυσικός πόνος τον είχε εξαντλήσει.

“Ίσως να σκέφτεσαι ότι, όταν θα επέλθει το μοιραίο, η θεά σου θα σε πάρει στην αγκαλιά της και θα μεταφέρει την αθάνατη ψυχή σου στο βασίλειό της.”

Ο λογιστής ένευσε. Ένα δάκρυ κύλισε από το μάτι του. Ο Σάβις έσκυψε πάνω από τα εργαλεία του.

“Ξέρεις,” του είπε, “η γιαγιά μου μου έλεγε πάντα μια ιστορία. Την ιστορία του ακέφαλου σφαγέα. Την ξέρεις φαντάζομαι.”

Ένιωσε τα κύματα τρόμου να αναβλύζουν από τον αιχμάλωτό του. Ήξερε την ιστορία.

Η τηλεπάθειά του ήταν μια αράχνη που είχε αρχίσει να περιδιαβαίνει πέρα από τα τείχη που είχαν υψωθεί στο κεφάλι του αιχμαλώτου και στον εξωτερικό ιστό των σκέψεών του. Ο τρόμος του αιχμαλώτου ήταν ολοκληρωτικός πλέον. Πλησίαζε κοντά, αν και έπρεπε να συνεχίσει αν ήθελε να φτάσει στον στόχο του.

“Λένε ότι, αν αποκεφαλίσεις κάποιον, η ψυχή του μένει παγιδευμένη μέσα στο κρανίο του.”

Άλλο ένα τείχος άμυνας άρχισε να ραγίζει με θόρυβο. Και όταν ο Σάβις έβγαλε από το κουτί την μεγάλη δαγκάνα, εκείνο κατέρρευσε με έναν ορυμαγδό εικόνων και σκέψεων.

“Ποιος έχει τα λεφτά;” ρώτησε ξανά, καθώς πέρναγε τη δαγκάνα γύρω από το λαιμό του θύματός του.

“Δεν ξέρω,” κλαψούρισε ο Μάρνατ. Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του, καθώς οι σκέψεις του ξεχύνονταν πλέον σαν χείμαρρος από το κεφάλι του. Ο Σάβις έψαξε για την πληροφορία που ήθελε μέχρι που την ανακάλυψε χτισμένη γύρω από ένα κουκούλι στο κέντρο της συνείδησής του λογιστή. Όποιος το έστησε όλο αυτό έκανε πολύ καλή δουλειά.

Με τα δάκτυλά του άρχισε να γυρνάει τον τροχό που έκλεινε σταδιακά τη δαγκάνα. Το δέρμα στον λαιμό του Μάρνατ άρχισε να σκίζεται, όπως ξεκίνησε να σκίζεται και το εσωτερικό κουκούλι, καθώς η συνοχή της νόησης του άντρα χανόταν από τον τρόμο και τον πόνο που ένιωθε.

Αίμα συγκεντρώθηκε γύρω από την πληγή, ενώ, στη νόηση του Σάβις σχηματίζονταν τα πρώτα γράμματα του ονόματος. Και, όταν πια ο λαιμός του Μάρνατ έσπασε και το κεφάλι του έμεινε να κρέμεται από μια λεπτή κλωστή σάρκας, τότε πια ο Σάβις γνώριζε το όνομά. Έμενε μόνο να βρει τον κάτοχό του.

Είχε προλάβει τον Βάλαν και αυτή τη φορά το αφεντικό θα αναγνώριζε την αξία του και ίσως του έδινε επιτέλους τη θέση του ανταγωνιστή του. Σίγουρα θα το έκανε, αν ο Σάβις του επέστρεφε τα λεφτά. Με αργές, μεθοδικές κινήσεις ξεκίνησε να μαζεύει τα εργαλεία του και εγκατέλειψε το δωμάτιο.

Πριν φύγει όμως φρόντισε να κλείσει τα μάτια του κομμένου κεφαλιού. Ούτε που πρόσεξε την μανιακή λάμψη που έλαμπε στο νεκρό του βλέμμα.

 

 

Δύο μέρες πριν

Ο Μάρνατ δεν εμπιστευόταν τον Αλκργχβιν. Όλοι οι Σ'ρταν ήταν για αυτόν απαίσια τέρατα, πόσο μάλλον το αγόρι που είχε μπροστά του, που το είχε μεγαλώσει από μωρό ένας από τους σκληρότερους μαφιόζους της πόλης. Όμως ήταν χρήσιμος συνεργάτης, αυτό του το αναγνώριζε.

“Τα έφερα,” του είπε, αφήνοντας στο τραπέζι την μαύρη βαλίτσα με τα χαρτονομίσματα. Η φιδίσια γλώσσα του αγοριού πεταγόταν από το στόμα του όσο μετρούσε το ποσό. “Είναι εντάξει,” του είπε στο τέλος, ενώ οι κεραίες στην κορυφή του κεφαλιού του είχαν στραφεί προς το μέρος του.

Το σχέδιο έμοιαζε αλάνθαστο, αυτό σκέφτηκε ο Μάρνατ. Θα έδινε στο αγόρι τα χρήματα και εκείνο θα τα έκρυβε, ενώ αυτός θα εκμεταλλευόταν τον χρόνο και την αναστάτωση που θα προέκυπτε από τη δολοφονία του Μένις, του κυριότερου ανταγωνιστή του αφεντικού του (μα καλά, ο μικρός πώς το ήξερε αυτό; ) για να φύγει μακριά από την πόλη. Ήταν ένα τέλειο σχέδιο και αναρωτιόταν πώς και δεν το είχε σκεφτεί πιο νωρίς.

Είχε βέβαια κάποια μικροελαττώματα όπως για παράδειγμα το πως θα έπαιρνε το μερίδιό του, αλλά η μεγαλοφυΐα της όλης σύλληψης (γιατί αυτός είχε κατεβάσει την ιδέα) τον είχε αφήσει άφωνο.

“Και θυμήσου,” του είπε ο Αλκργχβιν, “με λένε Μάνφρας Ζαντράι.” Πράγματι, έτσι τον έλεγαν, ο Μάρνατ ήταν σίγουρος για αυτό.

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

@Νιχίλιο: Πολύπλοκα στυμμένο, με αρκετό αλλά αναπόφευκτο infodump. Χωρίς συναίθησμα παρεκτός από εκείνον τον πολύ ωραίο καλπασμό του λογιστή πος την τρέλα. Κάποια στιγμή έχασα το ποιος ήταν το παιδί, αλλά μετά κατάλαβα ότι ήταν ο Α-τέτοιος (δεν υπάρχει περίπτωση να το γράψω αυτό, ακόμη και το copy-paste θα το κάνω λάθος! laugh.gif )

 

@Waylander: Ξεκινάς καλά, με την υποβλητική περιγραφή του χώρου, κατι που ήθελα να δω από την ώρα που διάβασα την εισαγωγή. Προχωράς με σεμνά βήματα και φτάνεις ως το τέλος. Εκείνο που βλέπω σαν αδυναμία είναι μια κάποια φλυαρία μετά την αλλαγή των ψυχών μεταξύ του παιδιού και του κεφαλιού.

 

Γενικά, στο debate (που είναι και της μόδας τέτοιες μέρες); ο ένας βασίζεται στην πλοκη κι ο άλλος στην ατμόσφαιρα. Ο ένας στον σωματικό κι ο άλλος στον πνευματικό τρόμο. Ο ένας στην ενοχή κι ο άλλος στην αθωότητα. Εγώ μπορείτε να μου πείτε πώς να διαλέξω ποια να ψηφίσω;

 

Πάρτε τώρα τα σχόλια, για να μάθετε, και θα ψηφίσω αύριο το πρώί. I want to seep on it.

Link to comment
Share on other sites

Του Nihilio δεν μου άρεσε, αν και προσεγμένη, γιατί είναι από τις ιστορίες που με κάνουν να χάνω το ενδιαφέρον μου από την αρχή. Το ύφος, το θέμα, όλο το κλίμα ήταν από αυτά που δεν μπορώ να βλέπω σε ταινίες, ούτε να διαβάζω. Κι αφού το write-off θέτει την ερώτηση "Ποια ιστορία σας άρεσε πιο πολύ", θα μου επιτρέψετε να σταματήσω εδώ και να μην εξετάσω ποια από τις δύο είναι καλύτερα γραμμένη. :holiday:

 

Ψηφίζω μάγους, που είναι η αδυναμία μου, γιατί η ιστορία του Waylander δεν με απογοήτευσε. Μου υποσχέθηκε μάγους και μου τους έδωσε με το παραπάνω. Κι αυτή είναι καλά γραμμένη, δεν έχει προβλήματα, εκτός από λίγες απροσεξίες εδώ κι εκεί. Η μάχη των δύο μάγων με διασκέδασε, είχα καιρό να διαβάσω κάτι τέτοιο.

Και το τέλος είναι αβάσταχτο...

 

Μπράβο Waylander!

Link to comment
Share on other sites

Εγώ ψηφίζω Nihilio, αν και μου φαίνεται ότι ψιλοξέχασε τη μαύρη κατάρα, αλλά είναι πάρα πολύ πρωτότυπο, πολύπλοκο, σωστά στημένο και παγερά φρικιαστικό, όπως του ταιριάζει.

 

Του Waylander είναι κάπως πιο προβλέψιμο, με σωστή όμως ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι θέλει άλλο ένα πέρασμα για να διορθωθούν κάποιοα εκφραστικά λάθη. Κάπως μου το χάλασαν οι αναφορές σε φλεγόμενες σφαίρες κτλ. Χαλάει την υποβλητική ατμόσφαιρα, μου έφερε στο νου Χάρι Πότερ.

 

ΥΓ: Να το ξαναπούμε: Πάραυτα σημαίνει αμέσως. Παρόλ' αυτά είναι η λέξη που θέλεις.

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ... Σίγουρα του Nihilio είναι καλοστημένο και από άποψη πλοκής, αλλά και γραφής, αλλά κι ο Waylander εδώ είναι σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, σαφέστατα με τα προβλήματα στη γραφή που υπάρχουν πάντα στα κείμενά του αλλά με καλή ιστορία με μόνο μία τρυπούλα για μένα. Αντίθετα με το Scanner εγώ δεν το βρήκα προβλέψιμο, ειδικά το όμορφο -φρικιαστικό- τέλος του διηγήματος. Αλλά από την άλλη πάντα μου αρέσουν οι ανατροπές του Μιχάλη κι αυτή εδώ δεν αποτελεί εξαίρεση. Διαβάζοντας την πολύ καλή και, ταυτόχρονα, πολύ ανοιχτή εισαγωγή του Ντίνου είχα στο μυαλό μου κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που διάβασα κι αυτό με δυσκολεύει κι άλλο. Δε θα ψηφίσω σήμερα. Θα κοιμηθώ κι εγώ μαζί τους και αύριο βλέπουμε.

 

Έχω να πω τα εξής δύο πραγματάκια επιπρόσθετα:

 

Waylander, ένας μάγος που είναι τόσο διεστραμένος ώστε να φάει για πρωινό το δάσκαλό του δε θα ενδιαφερόταν για τη ζωή ενός πιτσιρίκου από το χωριό. Ή θα ενδιαφερόταν, αλλά θα πρέπει να με πείσεις για το γιατί. Πάντως, σίγουρα, δε θα τον άφηνε να παρακολουθήσει μια τέτοια διαδικασία, εκτός κι αν είχε απλά ξεχάσει την ύπαρξή του -πράγμα που είχα καταλάβει διαβάζοντας.

 

Μιχάλη:

σπάζοντας το δέρμα, κόβοντας τη σάρκα και θρυμματίζοντας το οστό. Το κομμένο άκρο έπεσε στο πάτωμα, ενώ ένας πίδακας αίματος έβαψε σκούρο κόκκινο το μαύρο πουκάμισο του Σάβις.

Για το όνομα της Μύστρα :p

Link to comment
Share on other sites

Nihiliο: ασυνήθιστα πολλά λάθη (δες το αρχείο), δείχνει βιαστική δουλειά. Ειδικά το φινάλε είναι σχεδόν ακατάληπτο από το στρίμωγμα τόσων γεγονότων και παραδοχών σε λίγες λέξεις (ενώ υπήρχε ακόμη περιθώριο). Δε με δυσκόλεψε στην κατανόηση, αλλά είχαμε τηλεγραφικές εξελίξεις (

μα καλά, ο μικρός πώς το ήξερε αυτό;

) και ένα ατυχώς δοσμένο κλείσιμο (

"είμαι ο Μάνφρας Ζαντράι;" - δηλαδή, ταυτισέ τη μάπα μου με το όνομα όταν το χρειαστείς; Όχι "τη βαλίτσα την πήρε ο Μάνφρας Ζαντράι" ή κατι τέτοιο;

) Και ο προοιωνισμός μάλλον δούλεψε αντίστροφα, δεν έγινε σαφές ότι ήταν κακή εκτίμηση (

Αν πάλι ήμουν το μυξιάρικο τερατάκι που κουβαλάει μαζί του ο Βάλαν θα είχα μπει απλά στο μυαλό σου, θα είχα πάρει την πληροφορία κάνοντάς τον εγκέφαλό σου κιμά και θα τη σέρβιρα στον Έρκον. Εσύ θα έμενες απλά φυτό.

). Γενικά, μια ιστορία που είχε τα φόντα να λειτουργήσει πολύ καλά, αλλά έχασε στη συναρμολόγηση

 

Waylander: αν και έχεις κι εσύ άφθονα λάθη, δεν είναι περισσότερα από το συνηθισμένο σου και φαίνεται πως στρώθηκες και δούλεψες για να ικανοποιήσεις τον αναγνώστη. Ξέχασες, βέβαια, να απαντήσεις ορισμένα σημαντικά ερωτήματα (

Πότε βγήκε το κεφάλι από τη γυάλα; Το αναφέρεις συνέχεια σαν να είναι έξω, αλλά δε λες ποτέ ότι το έβγαλε ο μάγος. Γιατί χρησιμοποίησε μαχαίρι αντί για ξόρκι; Από περιφρόνηση; Για να ανταποδώσει επακριβώς το κακό που του είχε κάνει ο εχθρός του; Η κατάρα δεν μπορεί να είναι η ίδια παό την οποία είχε παλιότερα γλιτώσει ο δάσκαλος, όπως λες. Ο οοποίος δεν είναι σαφές πως δεν περίμενε να τον ξεθάψει ποτέ ο Βάλαν και να γίνει ότι έγινε τελικά

), αλλά διορθώνονται εύκολα, πιστεύω. Για περισσότερα, δες κι εσύ το αρχείο. Για τη φλυαρία μετά την ανταλλαγή, συμφωνώ ότι είναι αισθητή. Για το παιδί, θεώρησα ότι είναι μαθητής.

Waylander - Το ασώματο κεφάλι.doc

Link to comment
Share on other sites

Παρόλ' αυτά είναι η λέξη που θέλεις.

 

Το "παρα ταύτα" μάλλον είχε στο νου, που πολλοί το μπερδεύουν με το "πάραυτα" και είναι συνώνυμο του "παρόλ 'αυτά".

Edited by Sileon
Link to comment
Share on other sites

Το "παρα ταύτα" μάλλον είχε στο νου, που πολλοί το μπερδεύουν με το "πάραυτα" και είναι συνώνυμο του "παρόλ 'αυτά".

 

Παρ' όλ' αυτά = παρά όλα αυτά

 

(το <παρόλ'> τι είναι, ρε παιδιά; Σύντημηση του <παρόλα>; Εγώ ξέρω το <η παρόλα>, <της παρόλας> κτλ. Όχι <τα παρόλα>)

Link to comment
Share on other sites

Τα παρόλα εννοείται κ υπάρχουν. Είναι κάτι μικρά πλασματάκια που ζουνε στα δάση. Μάτι κοινού ανθρώπου δεν τα πιάνει, παρά μόνο των ελαφροΐσκιωτων.

 

υ.γ. εννοείται το σωστό είναι "παρ'όλα"..

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν... είναι η πρώτη φορά που θα ψηφίσω στην εδώ παρουσία μου και πραγματικά είναι δύσκολη η επιλογή. :mellow:

 

Θέλω να δώσω τη ψήφο μου στην ιστορία που μου άρεσε περισσότερο χωρίς να μπω στον πειρασμό να σχολιάσω, γιατί και οι δυο συγγραφείς είναι καλύτεροι από τις υποβληθείσες ιστορίες τους. Τώρα, αν με ρωτήσετε αν εγώ θα τα κατάφερνα καλύτερα... πραγματικά δεν ξέρω. για αυτό δεν λέω τίποτα περισσότερο.

 

Νιχιλιο παίρνεις τον οβολό μου, για λόγους που δεν είναι άξιοι αναφοράς.

Link to comment
Share on other sites

Παρ' όλ' αυτά = παρά όλα αυτά

 

(το <παρόλ'> τι είναι, ρε παιδιά; Σύντημηση του <παρόλα>; Εγώ ξέρω το <η παρόλα>, <της παρόλας> κτλ. Όχι <τα παρόλα>)

 

Ναι, παρ' όλ' αυτά, παρ' όλα αυτά κτλ. Θάλασσα τα έκανα.

 

Υπάρχει και τραγούδι, παρόλε παρόλε. Ο παρόλος είναι.

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσες και οι δύο ιστορίες. :thmbup:

Του Nihilio την βρήκα ακρετά πρωτότυπη και έξυπνη, αλλά σπαζοκεφαλιά, έπρεπε να είμαι πολύ συγκεντρωμένη για να μη χάσω τη μπάλα, κι αυτό μου έκοψε αρκετά τη φόρα όταν τη διάβαζα. Θα την προτιμούσα ίσως λίγο πιο απλωμένη. Επίσης, είχα το αίσθημα (φυσικά μπορεί και λανθασμένα) ότι γράφτηκε με μια ανάσα, λες κι έτρεχε κατοστάρι.

Του Waylander ναι, ήταν πιο αναμενόμενη, αλλά μου άρεσε ο ρυθμός της περισσότερο, όπως και η ατμόσφαιρα, ενώ γενικά την απόλαυσα περισσότερο όταν τη διάβαζα. Μπορεί να μην είχε την ίδια "ποιότητα" πλοκής, αλλά το τέλος μετέδιδε εξαιρετικά ένα αίσθημα τραγικότητας. Δε με ξένισε κάποιο κενό στην πλοκή, ούτε και το παρατήρησα αν υπήρχε, ήταν μια ωραία ιστορία για δυο μάγους, μια κατάρα, κι ένα φοβισμένο χωριατόπαιδο.

Link to comment
Share on other sites

Πότε κλείνει η ψηφοφορία; Πότε ανακοινώνεται ο νικητής; Σήμερα δεν έπρεπε; Ή όχι; Ας δώσει κάποιος μια κατεύθυνση.

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω ότι μετά από ψηφοφορία μιας εβδομάδας μπορούμε να ανακυρήξουμε νικητή τον Waylander με 6 ψήφους απέναντι στις 4 του υποφαινόμενου.

Συγχαρητήρια στον Waylander.

Link to comment
Share on other sites

Tnks για τα συνχαριτηρια και επισης συνχαριτηρια στον διοργανωτη και στον συμπαιχτη,,,

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Write off #42 (Nihilio vs Waylander)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..