Jump to content

Φαντασία και παιδιά


Sonya
 Share

Recommended Posts

Παίρνω το μπαλάκι απ' τα "Χρονικά της Αντάκρης" και το πετάω εδώ:

 

Οι ηλικίες του φόρουμ κυμαίνονται από 15 μέχρι 45-50 πάνω κάτω, το οποίο σημαίνει ότι πιάνει μια ευρύτατη γκάμα ανθρώπων, αρκετοί απ'τους οποίους είναι γονείς. Οκ, σαφώς και το target group είναι περιορισμένο σε φαντασάδες/σαϊφάδες, αλλά σίγουρα, οι γονείς τουλάχιστον, έρχονται σ'επαφή και με άλλους γονείς άλλων παιδιών και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι μας, λίγο ως πολύ, έχουμε παρατηρήσει κάποιες αντιδράσεις και συμπεριφορές. Επιπλέον, όλοι έχουμε υπάρξει παιδιά κάποιων γονιών, οι οποίοι αντέδρασαν θετικά ή αρνητικά στην ενασχόλησή μας με την φαντασία.

 

Η κουβέντα είναι ελεύθερη και ανοιχτή σε προσωπικά βιώματα απ'την παιδική/εφηβική ηλικία του καθενός, απ'την εμπειρία του ως γονέας (όσοι είναι), απ'τις προσδοκίες του ως γονέας (όσοι δεν είναι, αλλά το σκέφτονται :Ρ) κι απ' την επαφή του με άλλους γονείς/παιδιά.

 

Υποτίθεται ότι η φαντασία είναι η τροφή του παιδικού μυαλού. Μέσα απ'τον κόσμο του φανταστικού (παραμύθια), το παιδί έρχεται για πρώτη φορά σ'επαφή με τον κόσμο, το καλό και το κακό, την επιβράβευση του καλού και την τιμωρία του κακού κλπ. Η ανάγνωση ενός παραμυθιού το βράδυ, οι απορίες (σχετικές και άσχετες) που αυτό γεννάει, είναι μερικές απ'τις σημαντικότερες στιγμές στην εδραίωση της σχέσης γονιού/παιδιού και στο λάξεμα της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Θυμάμαι να βασανίζω ώρες ατελείωτες την φουκαριάρα τη μάνα μου να μου λέει και να μου ξαναλέει το παραμύθι του μικρού κοκοβιού που ο καλός ψαράς άκουσε τις ικεσίες του και τον λυπήθηκε (έριχνα πολύ κλάμα όταν ο κοκοβιός έλεγε "λυπήσου με, καλέ μου ψαρά, εγώ ένα τόσο δα ψαράκι είμαι, τι θα χορτάσεις από μένα;") κι ο κοκοβιός τον αντάμειψε μ'έναν θησαυρό από ένα παλιό ναυάγιο. Δεδομένου ότι η ιστορία αυτή ήταν και γέννημα της φαντασίας της μανούλας μου, κρατάει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στις αναμνήσεις μου (βρίσκεται και στα προσεχώς για καταγραφή, δώρο για τα γενέθλιά της).

 

Όμως, κάποια στιγμή, αυτή η σχέση, υπό αδιευκρίνιστες πάντα συνθήκες, αλλάζει. Θυμάμαι την ίδια μαμά που με μεγάλωσε με τον κοκοβιό, να αντιδρά όταν παρατήρησε ότι έκανα συλλογή από δράκους, ότι μαγευόμουν απ'την λογοτεχνία του φανταστικού όταν είχα γίνει δώδεκα, δεκαπέντε, είκοσι (τριανταένα πλέον, αλλά το 'χει πάρει απόφαση πια :Ρ) με τον ισχυρισμό "ε, μεγάλωσες πια, ακόμα με παραμύθια ασχολείσαι;"

 

Απόψεις πάνω στο τρίγωνο φαντασία-παιδί-γονιός;

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 80
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • heiron

    6

  • Sonya

    6

  • demiraval

    8

  • KELAINO

    6

Top Posters In This Topic

Posted Images

Προσωπική εμπειρία:

 

ο πατέρας μου, σκιφάς και χοροράς από τους λίγους (όχι και τόσο εύκολο πράγμα στα ελληνικά 60ς και 70ς) ήταν αυτός που με μύησε στην όλη φάση. Σήμερα τον ανταμείβω εξασφαλίζοντάς του κόπια από κάθε βιβλίο που μεταφράζω. Η μάνα μου, από την άλλη, ήταν πάντα της άποψης ότι "αν δεν το έχει δείξει το Νάσιοναλ Τζιογκράφικ είναι ανύπαρκτο, και αν είναι ανύπαρκτο δεν ασχολούμαι μαζί του. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όχι απλώς δεν ασχολείται, αλλά απορρίπτει και ολόκληρες π.χ. "εντελώς νορμάλ" κατά τα άλλα ταινίες, επειδή, λόγου χάρη, έχουν ένα μελλοντολογικό σέτινγκ και σε κάποια φάση σκάει μύτη ένα ρομπότ. Απλώς όλα αυτά τα χρόνια μας έχει αφήσει στην ησυχία μας και την αφήνουμε στη δική της.

 

Τα δικά μου παιδιά φρόντισα να τα μυήσω από νωρίς στον κόσμο του φανταστικού. Καθώς σιγά-σιγά μεγαλώνουν "αγριεύουμε" το πράγμα. Το τελευταίο βιβλίο, π.χ., που τους διάβασα (διαβάζουν, αλλά διαβάζουμε και όλοι μαζί -- τι καλύτερο!) ήταν ο "Κλέφτης του Πάντοτε" του Μπάρκερ.

Link to comment
Share on other sites

Οι δικοί μου ήταν πιο πολύ απασχολημένοι με το να ανησυχούν για το τί ακούω (χέβι μέταλ) παρά γι' αυτά που διαβάζω. Οι πολλές αντιρρήσεις ήταν για το πότε διάβαζα (όλη νύχτα). Στα 18 πήγα σε δικό μου σπίτι, οπότε πάλι είχαμε άλλα να μας απασχολούν.

Γενικά δεν ήταν πρόβλημα το ότι διάβαζα παραμυθάκια. Θυμάμαι κάθε πρωί, μετά την ολονυχτία με τον Τόλκιν να καθόμαστε με τον καφέ στο τραπέζι της κουζίνας. "Τί έχεις το πουλόπον;" "άσε ρε μάνα, σκοτώθηκε ο Γκάνταλφ...","Τί έγινε και χαίρεσαι καλέ;" "κερδίσαμε τη μάχη στο Χελμς Ντιπ!"

Ούτε και τώρα, που η μαμά μου μένει μαζί μου, είναι πρόβλημα οι δράκοι και τα σπαθιά στους τοίχους. Ένα "που θα τα βάλουμε τόσα βιβλία!..." που στενάζει καμιά φορά, είναι μάλλον πρακτικής φύσεως (και το συμμερίζομαι)

Γενικά οι δικοί μου είχαν τόσο πολύ αγάπη για τη μοναχοκόρη τους, πού ό,τι και να έκανα, προσπαθούσαν αν μη τι άλλο να το καταλάβουν.

 

Τώρα, ήρθε η σειρά μου. Η δική μου μοναχοκόρη έχει ψώρα με τα άλογα. Μιλάμε για μέγα κόλημα.

Διαβάζουμε πάρα πολύ μαζί, αλλά δεν έχει καμιά ιδιαίτερη κλίση στο φάνταζυ... προτιμάει τα βιβλία με άλογα, που εδώ στη Σουηδία είναι ολόκληρο υποείδος της παιδικής λογοτεχνίας και περιλαμβάνουν χιλιάδες τίτλους. Η ιππασία είναι δημοφιλέστατο σπορ εδώ.

Παρ' όλα αυτά, να δείτε πως φουρφουρίζει η Καρδιά της Μάνας (:Ρ), όταν έρχεται και με δείχνει το Μονόκερω που ζωγράφισε...

 

 

 

 

 

___________

Έντιτ: ζωΦράφισε, αντί για ζωγράφησε, ε; ε;

Edited by KELAINO
Link to comment
Share on other sites

Μιας και οι απόψεις μου υπάρχουν στο thread για τα Χρονικά, απλώς θα τις συνοψίσω εδώ σε λίγες προτάσεις. Το παιδί είναι αυτόνομο πνευματικά απ' τα 7-8 του και πέρα (για να μην πω απ' τα 6). Δείχνει κλίσεις, ταλέντα, γούστα και προτιμήσεις ποικίλων ειδών. Όσον αφορά το βιβλίο καθαυτό, νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος που έχει ο γονιός για να εξιχνιάσει τις προτιμήσεις του παιδιού του πάνω στη λογοτεχνία είναι να το αφήσει ΜΟΝΟ του να διαλέξει και να διαβάσει Ο,ΤΙ θέλει. Θα είναι μήπως οι ιστορίες με την Πολυάννα; Πιθανον. Με τα χαρούμενα καλά ζωάκια του φωτεινού και μεγάλου δάσους; Ίσως. Θα είναι οι ιστορίες με δράκους και ανθρωποφάγους γίγαντες; Με πειρατές; Με λογής λογής τέρατα και όντα; Με θλιμμένες νεράιδες και περιπέτειες; Κάστρα; Νεκροταφεία; Σπαθιά; Μάχες; Χμμμ... Είμαι 99,999% σίγουρος αφού και γω υπήρξα παιδί, οτι πολλά παιδιά θα επέλεγαν κάτι τέτοιο. Τα παιδιά αγαπούν τη νοσηρότητα και τα θριλερς κάθε είδους, θέλουν να τρομάζουν γιατί απλούστατα δεν έχουν συνδέσει τον υπερφυσικό τρόμο και τη φαντασία, με τις επίγειες και πεζές καθημερινές ανησυχίες των γονιών. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό που είναι Μάγισσα για το παιδί, για τον γονιό μπορεί να είναι μια εξωσυζυγική σχέση γεμάτη ενοχές και ανισσοροπίες. Ένας Δράκος για ένα παιδί, που αποκτά μεγαλειώδη αυθυπαρξία στο παραμύθι, για τον γονιό μπορεί να είναι η εφορία. Πόσοι απο μας μεγαλώνοντας και μπαίνοντας βαθιά στην καθημερινότητα δεν αφήσαμε την παιδικότητα μας παρακαταθήκη για το υποσυνείδητο; Η οποία μάλιστα που και που ξεμυτίζει, με τη μορφή κάποιου ονείρου ή ακόμα καλύτερα όταν μας πιάνει χαλαρούς να παίζουμε πάλι σαν παιδιά και να χοροπηδάμε, ή όταν παίζουμε κρυφτό 10 τριαντάρηδες; Τότε δε φοβόμαστε τίποτα, ούτε εφορίες, ούτε γκόμενες-γκόμενους, ούτε καριέρες, ούτε τίποτα... γιατι; Γινόμαστε πάλι παιδιά!

Αυτό είναι μια πραγματική και υπαρκτή μεταμόρφωση, μια μορφή συμπαθητικής μαγείας, που αν το παιδί δε μπορεί να διδαχθεί όταν πρέπει μέσω της φαντασίας, θα έρθει και θα το δαγκώσει στον ενήλικο κουρασμένο πωπό του πολύ αργότερα.

Πιστεύω ότι η φαντασία κάθε είδους ακόμη και η σκοτεινή, η τρομακτικη, η τολμηρή, δρα απελευθερωτικά για το άτομο. Του μαθαίνει να διασκεδαζει όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, ΔΕΝ το βοηθά να αποδρά όπως πολλοί πιστεύουν, αντιθετα το βοηθά να πολεμά τη δύσκολη πλευρά της ζωής. Οι νέοι γονείς και οι παλιές καραβάνες που ίσως έχουν παιδιά ήδη μεγάλα σε ηλικία ή στη σωστή ηλικία, καλό είναι να θυμούνται αυτά τα πραγματάκια που και που.

Για να παραθέσω, τέλος, και μαι προσωπική εμπειρία μου, ήμουν τυχερός επειδή η μητέρα μου κένταγε πάρα πολύ, με έστελνε ως πιτσιρικά να παίρνω τους μουλινέδες που λέμε, τις κλωστές. Μου έδινε 3.000 δραχμές και γω πάντα γυρνούσα με κλωστές αξίας 1.800, γιατί τα 1.200 τα έκανα ένα βιβλιαράκι, απο το μαγαζί ακριβώς δίπλα. Η μητέρα μου, που δεν είναι δα και καμια υπερμορφωμένη και πανέξυπνη γυναίκα, αλλά είναι σοφή, έτσι μες την κοινή της λογική δε μου έλεγε τίποτα παρόλο που καταλάβαινε ότι την «ψιλο» έκλεβα. Έτσι διάβασα στα 7 μου, τα παραμύθια και άλλα της Δέλτα, τους Θησαυρούς του Σολομόντα του Χάγκαρντ, τον Μικρό Βρυκόλακα, τους Τρεις Ντετέκτιβ του Αρθουρ, και τόσα ακόμα... Αν κάποια στιγμή η μητέρα μου αποφάσιζε να αγοράσει μόνη της τις κλωστές και ο πατέρα μου μόνος του τα τσιγάρα του, σίγουρα θα την είχα βάψει.

Γιατί όμως δεν το έκαναν; :)

Link to comment
Share on other sites

Πόσα παραμύθια έχω διαβάσει; Άπειρα! Όυτε που θυμάμαι...

Όταν ήμουν μικρή θυμάμαι τη μητέρα μου να κάθεται στο κρεβάτι και να μας διαβάζει όλες αυτές τις φανταστικές ιστορίες που μας γέμιζαν όλο απορίες, εμένα και τον αδερφό μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου -όχι να διαβάζει- αλλά να μας λέει δικές του φανταστικές ιστορίες με νεράιδες, μάγισσες και ξωτικά! Και εμάς να κρεμόμαστε από το στόμα του να μάθουμε τη συνέχεια. Ήταν λες και βλέπαμε ταινία και περιμέναμε με αγωνία τι θα γίνει στο τέλος.

Καθώς μεγάλωνα όμως με άφηναν να διαλέγω μόνη μου τα αναγνλωσματα που εγώ ήθελα. Ποτέ δεν έμεινα σε ένα είδος όμως. Από τότε εώς σήμερα έχω διαβάσει τα πάντα. Όλα τα είδη που υπάρχουν στη λογοτεχνία. Ανάλογα με τη διάθεση.

Το φανταστικό όμως θα έχει πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία αφού ξέρεις πως αυτό που διαβάζεις δεν μπορεί να είναι αλήθεια αλλά έχει τέτοια δύναμη που φαντάζει αληθινό. Κι αγάπη μου γι'αυτό πηγάζει από τους γονείς μου. Τους ευχαριστώ που μου έμαθαν να φαντάζομαι κ να ονειρεύομαι.

Και λυπάμαι που υπάρχουν γονείς που δεν διαβάζουν στα παιδιά τους...

 

Καλημέρα σας!

Link to comment
Share on other sites

Όταν ήμουν μικρή κυριολεκτικά βασάνιζα τους δικούς μου με τα παραμύθια, καθώς τα λάτρευα και μη ξέροντας ακόμα να διαβάζω τους έβαζα να μου διαβάζουν κάμποσα τη μέρα. Μάλιστα, αν τυχόν και ήταν κουρασμένοι και προσπερνούσαν καμιά γραμμή, τσίριζα και φώναζα πως λέγανε λάθος το παραμύθι, πραγματικά πώς δε με πέταξαν από κανένα παράθυρο δεν ξέρω, γαϊδουρινή υπομονή... Από την άλλη, η αδερφή μου δεν ήθελε ούτε να ακούσει για παραμύθια. Τα βαριόταν τελείως. προτιμούσε να παίζει φτιάχνοντας πράγματα-με τουβλάκια, λέγκο κτλ- παρά να ακούει ιστορίες. Θυμάμαι χαρακτριστικά (καθότι έξι χρόνια μεγαλύτερη) τη μαμά μου να ανοίγει ένα παραμύθι για να διαβάσει στη μικρή, να λέει τις πρώτες προτάσεις κι έπειτα από λίγο την αδερφή μου να κλείνει το βιβλίο και να ανακοινώνει στη μαμά μου πως το παραμύθι τελείωσε.

Τώρα πάντως που μεγάλωσα-λιγάκι χεχε- ευγνομωνώ τους δικούς μου για όλα τα παραμύθια που μου διάβασαν γιατί νιώθω πως έθρεψαν την φαντασία μου σε εκείνη την πολύ εύπλαστη ηλικία. Ωστόσο, μετέπειτα η μαμά μου αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί σπαταλούσα και σπαταλάω χρήματα σε βιβλία και όχι σε κάτι άλλο, πιο "ενήλικο". Την καταλαβαίνω, επειδή δεν της αρέσει να διαβάζει -ούτε καν τα δικά μου, σνιφ σνιφ.

Επίσης, επειδή η δουλειά μου είναι με παιδιά, πάντα τα ρωτάω αν τους αρέσει και τί τους αρέσει να διαβάζουν, αλλά τα στατιστικά δεν είναι και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Από τα περίπου πενήντα παιδιά που είχα ως μαθητές στα λίγα χρόνια που δουλεύω (είτε σε φροντιστήρια είτε σε ιδιαίτερα) πέτυχα το πολύ δέκα που να τους αρέσει το διάβασμα. Και τα μισά περίπου από αυτά διάβαζαν επειδή οι γονείς τους τους είχανε μυησει στο σπορ. Πάντως, λέω φέτος, όταν τελειώσει η χρονιά να πάρω ένα βιβλίο δώρο σε ορισμένα. Θυμάμαι πως κάποτε το είχε κάνει και μια δική μου καθηγήτρια αγγλικών και είχε πολύ καλή επιροή πάνω μου.

Link to comment
Share on other sites

Ωραίο τόπικ!thmbup.gif

 

Δεν θυμάμαι να μου έχουν διαβάσει ποτέ οι γονείς μου παραμύθια. Εργαζόντουσαν και οι δύο, οπότε ο χρόνος ήταν λιγοστός. Παρόλα αυτά θυμάμαι χαρακτηριστικά τον πατέρα μου να φέρνει στο σπίτι 2 τσουβάλια βιβλία (κυριολεκτικά) όταν ήμουν πιτσιρικάς. Η αλήθεια είναι πως είχα στραβώσει όταν τα είδα. "Πήγες και έδωσες τόσα λεφτά για βιβλία και δεν μου παίρνεις ποδήλατο, που έχουν όλοι οι φίλοι μου και αναγκάζομαι να τρέχω απο πίσω τους με τα πόδια". Άρχισε να τα τακτοποιεί στην βιβλιοθήκη χαμογελώντας και μου απάντησε " Ποδήλατο θα πάρεις το καλοκαίρι αλλά με την αξία σου" και μου έδειξε τα βιβλία, "μόλις διαβάσεις 10 βιβλία απο αυτά που έφερα".

Εκεί στράβωσα ακόμη περισσότερο!

Τα βιβλία ήταν ένα κι ένα για παιδί της ηλικίας μου τότε (πρέπει να ήμουν 7-8 χρονών). Ελληνική μυθολογία(Ιλιάδα, Οδύσσεια, Οι άθλοι του Ηρακλη κλπ), Ιούλιος Βερν (άπαντα), Ελληνες κλασσικοι (Λουντέμης , Παπαδιαμάντης), και πολλά ακόμη.

Ξεκίνησα με Ελληνική μυθολογία (Ηρακλή συγκεκριμένα) και όταν το τελείωσα του είπα "Έμειναν ακόμη 9". "Όχι πριν σε εξετάσω μου απάντησε". Πήρε το βιβλίο και μου έκανε κάποιες εύκολες ερωτήσεις τις οποίες και απάντησα. "Εντάξει, έμειναν άλλα 9" είπε χαμογελώντας.

Αυτό ήταν. Μέχρι το καλοκαίρι είχαν διαβάσει όχι μόνο τα δέκα βιβλία που "'επρεπε" αλλά σχεδόν τα μισά που είχε φέρει. Ευτυχώς τα περισσότερα είχαν το φανταστικό στοιχείο μέσα και κόλλησα στο είδος.

Σήμερα, οτιδήποτε γράφω, εκτυπώνεται και διαβάζεται απο τον πατέρα μου πρώτα. Είναι πολύ αυστηρός στην κριτική του, αλλά δίκαιος θα έλεγα. Δεν τον ενοχλεί καθόλου η θεματολογία που έχω επιλέξει (σε αντίθεση με την μάνα μου που αν τύχει και είναι παρούσα δείχνει την ανησυχία της με ποικίλους τρόπους laugh.gif...αλλά το περίμενα μια και το 1992 ήθελε να πετάξει το fear of the dark των Maiden στα σκουπίδια λόγο του εξωφύλλου του δίσκου).

Απο εκεί και πέρα έκανα μόνος μου τις επιλογές των βιβλίων που ήθελα να διαβάσω. Αυτήν την στιγμή στο πατρικό μου υπάρχει μια τεράστια παιδική-εφηβική βιβλιοθήκη για να εκμεταλλευτούν τα δικά μου παιδιά κάποια στιγμή στο μέλλον. book.gif

Edited by Drake Ramore
Link to comment
Share on other sites

Από τον καιρό που ανακοίνωσα στους δικούς μου ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, αντιμετώπισα μια αρνητική στάση. Όσο πλησίαζε η αποφοίτηση μου από το λύκειο, τόσο μεγάλωνε και η ψυχολογική πίεση, και σε εύρος: Μπήκαν δηλαδή στον χορό και λοιποί συγγενείς. Το μέτωπο είχε διπλό πόλο πίεσης. Από την μία άκουγα ότι χωρίς μπάρμπα και μέσον δεν θα μπω ποτέ στην εγχώρια σόου-μπιζ. Από την άλλη, και αυτό ήταν το βαρύ πυροβολικό, η οικογένεια μου είχε Βιοτεχνία Χρωμάτων στην Χαλκίδα, «έτοιμη, στρωμένη δουλειά», και πως μπορούσα να γυρίσω την πλάτη μου στον πατέρα μου και να τρέχω για καραγκιοζιλίκια. Τα μάτια μου όμως ήταν γεμάτα από αστέρια και Τζορτζ Λούκας. Το βλέμμα μου στραμμένο στο μαγικό Αμέρικα.

 

Η πίεση που δέχτηκα ήταν τρομερή. Ο πατέρας μου ένιωθε ντροπιασμένος και το θέατρο παιζόταν ζωντανά, μπροστά στα μάτια μου. Σε διακοπές κατά την σχολική χρονιά και τα καλοκαίρια, δούλευα στη βιοτεχνία. Φίλοι του πατέρα μου και πελάτες του έλεγαν «Άντε κύριε Βασίλη, τώρα θα σε ξεκουράσει και ο γιος σου» και εκείνος κουνούσε το κεφάλι του. Αργότερα, όταν έλειπα στην Αμερική, όταν τον ρωτούσαν, ντρεπόταν να πει τι σπούδαζα. Όχι πως θα είχαν δείξει κάποια αντίρρηση αν διάλεγα να γίνω δικηγόρος ή γιατρός, το βαρύ πεπόνι όμως ήταν η στρωμένη, κερδοφόρα επιχείρηση που «κλοτσούσα» αλόγιστα. Σε μια φάση ο πατέρας μου είπε «Σου αγοράζω ό,τι αυτοκίνητο θέλεις, σου δίνω διακοπές ένα χρόνο, οδήγα, ταξίδεψε, κάνε ό,τι θέλεις. Μετά έρχεσαι και πιάνεις δουλειά στα χρώματα.» Είπα όχι.

 

Δεν μου αρνήθηκαν καμία οικονομική συμβολή. Ως εκεί όμως. Το πώς θα πήγαινα Αμερική, που θα πήγαινα, πως θα το οργάνωνα, όλα αυτά τα άφησαν στα χέρια μου. Μόνος μου έτρεξα Χαλκίδα – Αθήνα, σε ένα Αμερικάνικο γραφείο στη Βασιλίσσης Σοφίας για να βρω σχολές για αγγλική γλώσσα στην Αμερική. Ήθελα να κάνω μια ανίχνευση πρώτα ακολουθώντας ένα τρίμηνο πρόγραμμα αγγλικών στην Αμερική. Έστειλα τέσσερις επιστολές στην Καλιφόρνια, που τη διάλεξα μόνο λόγω κλίματος. Δύο πήγαν στο Σαν Φρανσίσκο και δύο στο Λος Άντζελες. Η πρώτη απάντηση ήρθε από το ΛΑ και εκεί κατέληξα. Στο αεροδρόμιο, η σιωπηλή γραμμή που είχε αφήσει στο μάγουλο του πατέρα μου ένα δάκρυ μου έσκισε τα σωθικά. Επέστρεψα στην Ελλάδα τον Αύγουστο από το πρόγραμμα και τον Σεπτέμβριο έπρεπε να φύγω πάλι εσπευσμένα για να προλάβω την έναρξη του κολεγίου. Ο πατέρας μου γκρίνιαξε που θα με έχανε ως εργατικό χέρι αλλά δεν γινόταν αλλιώς. (Ήμουν ο Λουκ Σκάιγουόκερ με τον θείο του!) Αυτή τη φορά, με την δικαιολογία της εργάσιμης μέρας – όλη η οικογένεια πήγαινε στη βιοτεχνία, κανείς δεν ήρθε στο αεροδρόμιο. Με αποχαιρέτησαν στα σκαλιά του σπιτιού στη Χαλκίδα.

 

Αυτό το καλλιτεχνικό ζουζούνι το οποίο με συνεπήρε από μικρό, μου το έδωσαν οι ίδιοι μου οι γονείς. Η μητέρα μου, μου διάβαζε παραμύθια και κόμικ, τα βράδια όμως, όταν ακόμα κοιμόμουν στο κρεβατάκι με τα κάγκελα, καθόταν δίπλα μου ο μπαμπάς, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Είχα την απαίτηση να μένει καθισμένος εκεί μέχρι να ξημερώσει. Μόλις με έπιανε ο ύπνος, έκαμνε να φύγει ο φουκαράς, έτριζε το πάτωμα, ξυπνούσα, καθόταν πάλι πίσω. Του ζητούσα πάντα να μου λέει παραμύθια. Δεν ήξερε κανένα και αυτοσχεδίαζε όπως μπορούσε. Το επόμενο βράδυ του ζητούσα να επαναλάβει το ίδιο παραμύθι, που δεν το θυμόταν καθόλου, και τον διόρθωνα συνέχεια. Το μόνο κομμάτι που θυμάμαι σήμερα είναι για τον λαγό που μαγείρευε γιουβαρλάκια. Μια περαστική αρκούδα τα μύρισε, έβαλε την μουσούδα της στο παράθυρο της κουζίνας και δοκιμάζοντας τα βιαστική, έκαψε τη γλώσσα της.

 

Εκείνα τα χρόνια λέγαμε ιστορίες και στο τραπέζι, στη διάρκεια του δείπνου. Ο πατέρας μου έλεγε ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, όταν δούλευε τσιράκι σε μπακάλικο, από το στρατιωτικό του στα βάθη της Μικράς Ασίας, όπου σαν οδηγός φορτηγού παγιδευόταν συχνά στα χιόνια και άκουγε τη νύχτα τους λύκους. Ήξερε αποφθέγματα που είχε ακούσει στη ζωή του, αλλά πολλές φορές εκεί στο τραπέζι μαμά και μπαμπάς έφτιαχναν ρεαλιστικά παραμύθια στα οποία ήμουν και ο πρωταγωνιστής. Όπως εκείνη η ιστορία που με στείλανε διακοπές στην Αφρική και όταν επέστρεψα και πήγαν να με παραλάβουν στο αεροδρόμιο δεν με αναγνώριζαν γιατί είχα μαυρίσει. Ξεκαρδιζόμουν όπως «έπαιζαν» τη σαστιμάρα τους, «καλέ, αυτό το αραπάκι δεν είναι ο Ντίνος», κι εγώ έλεγα «εγώ είμαι!» Τους έβαζα να επαναλαμβάνουν συχνά αυτό το θεατρικό την ώρα που τρώγαμε.

 

Από τον καιρό που δεν μπορούσαν να με αφήνουν μόνο μου, αν πήγαιναν σινεμά, και πήγαιναν συχνά, με έπαιρναν μαζί τους. Συνήθως αποκοιμιόμουν στην αγκαλιά τους αλλά λάτρευα να βλέπω αυτές τις τεράστιες κινούμενες εικόνες. Μπορεί σιγά-σιγά να άρχισα να λατρεύω συγκεκριμένες ταινίες, κυρίως γουέστερν, ήθελα όμως να τα βλέπω όλα. Υπήρξαν φορές, τεσσάρων ή πέντε χρονών, οι γονείς μου να με τραβολογάν να με βγάλουν έξω από τον κινηματογράφο, μετά τη λήξη της παράστασης, κι εγώ να ουρλιάζω, να τσιρίζω και να ζητώ να συνεχίσει το έργο. Αυτό συνέβαινε συνήθως στα σπαγγέτι γουέστερν, με την ωραία μουσική, όπου ερωτευόμουν τον ήρωα και δεν μου άρεζε ότι έφυγε στο τέλος προς τον ορίζοντα, καβάλα στο άλογο του. Ήθελα να πάω μαζί του.

 

Με την τούρκικη νομοθεσία, δεν υπήρχαν έργα ακατάλληλα για ανηλίκους. Έτσι από μικρός, αστυνομικά, γουέστερν, τρόμου, τα έβλεπα όλα. Ο πατέρας μου έκαμνε επαγγελματικά ταξίδια στην Ελλάδα και έφερνε υπέροχες, πολύχρωμες εκδόσεις με παραμύθια αλλά και Κλασσικά Εικονογραφημένα και Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα. Στα καλοκαιρινά ταξίδια στην Ελλάδα αγόραζα μπόλικα Μίκυ Μάους και τα κόμικ που αγόραζα κάθε εβδομάδα στην Τουρκία ήταν τα Μπλεκ, Τομ Μιξ, Ζαγκόρ, Κάπτεν Μαρκ, Φάντομ, Κορκού (η τούρκικη έκδοση του Creepy) και Τάρκαν (ένα τούρκικο κόμικ με ήρωα έναν ούνο πολεμιστή, με τον πιστό του λύκο, που antimet;vpize ρωμαίους, βίκινγκ και μυθικά τέρατα).

 

Μια φορά, σε μια επίσκεψη σε θείο μου στο Φανάρι, ένας ξάδελφος με πήρε σε ένα δωμάτιο για να με απασχολήσει. Ήμουν ανυπόμονο παιδί και σε αυτό το σπίτι δεν υπήρχαν πολλά παιχνίδια. Ο εξάδελφος μου έβγαλε τον πάτο από ένα κουτί για λουκούμια, καρφίτσωσε και σκέπασε το κενό με ένα λεπτό χαρτί αντιγραφής, και με ένα φωτάκι νυκτός και λίγα στρατιωτάκια, μου έπαιξε ένα θέατρο σκιών, μια περιπέτεια του Ντόναλντ Ντακ με τα τρία ανιψάκια του. Ξετρελάθηκα. Την άλλη μέρα στο σπίτι, ψαχούλεψα και έφτιαξα το δικό μου θέατρο σκιών (εγώ το αποκάλεσα «σινεμά»), είχα και ένα σωρό στρατιωτάκια, και οι παραστάσεις δεν είχαν τέλος. [Ο εν λόγω ξάδελφος, πέραν εκείνης της μέρας, δεν έδωσε κανένα άλλο δείγμα καλλιτεχνικής φύσεως.]

 

Και το πιο θαυμαστό απόκτημα, δεν ξέρω πώς να το αποκαλέσω γιατί έχω χάση κάθε ίχνος του προϊόντος, ήταν μια μηχανή προβολής που μου έφερε ο πατέρας μου, επίσης από την Ελλάδα. Δεν ήταν μηχανή προβολής κινούμενων εικόνων. Έπαιρνε μέσα ένα ρολό φιλμ των 35mm, όπου πρόβαλες μία εικόνα τη φορά πριν γυρίσεις ένα κουμπάκι για την επόμενη εικόνα. Ήταν ζωγραφισμένα παραμύθια αλλά και κλασσικά έργα με ελληνικό κείμενο από κάτω από την εικόνα. Με τα χρόνια η συλλογή των «έργων» μεγάλωνε, επέζησε η μηχανή και της μετακόμισης στην Ελλάδα, κάποια στιγμή όμως, άγνωστο πότε, εξαφανίστηκε σε κάποια μετακόμιση από σπίτι σε σπίτι στη Χαλκίδα.

 

Τους Κλαρκ και Ασίμοβ οι γονείς μου δεν τους γνώριζαν. Δεν θα είχαν κανέναν λόγο να φέρουν αντίρρηση στο να τους διαβάζω. Από την εφηβεία μου, κυρίως στα γενέθλια μου, έπαιρνα πάντα δώρο τους κλασσικούς, Δουμά, Ντίκενς, Βερν. Ειδικά για τον Ιούλιο Βερν μάζευα χαρτζιλίκι για να μαζεύω τα έργα του. Το fantasy δεν το ήξερα καν σαν είδος. Όταν πήγα στην Αμερική, νόμιζα ότι οι ταινίες Sword and Sorcery είχαν προέλθει από τα παιχνίδια Dungeons and Dragons. Τόσο καλά.

 

Από την εποχή που ήρθαμε στην Ελλάδα, όταν ήμουν δέκα χρονών, συστηματικά, όποτε με έβλεπε ο πατέρας μου με Μίκυ Μάους ή άλλο μη σχολικό φυλλάδιο, με ρωτούσε βλοσυρά «Τα μαθήματα σου τα έκανες;» Καλός μαθητής δεν ήμουν, και πολλά μαθήματα που δεν τα καταλάβαινα ή τα βαριόμουν, σίγουρα τα αμελούσα. Έτσι απέκτησα ένα κόμπλεξ. Δεν μπορούσα να ανοίξω κόμικ ή άλλο βιβλίο μπροστά στον πατέρα μου ούτε όταν είχε πλέον τελειώσει το λύκειο.

 

Το 1988 άρχισα να δουλεύω το σενάριο Terra Incognita με τον σκηνοθέτη Γιάννη Τυπάλδο. Εκεί νόμισα ότι αυτό ήταν. Η καριέρα μου είχε αρχίσει να κυλάει. Ο Τυπάλδος όμως δεν ασχολούνταν συνέχεια με το σενάριο. Με πλήρωνε με ένα χαρτζιλίκι, δέκα με είκοσι χιλιάδες δραχμές το μήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έβλεπα λεφτά και τον επόμενο μήνα. Όταν τελμάτωνε η κατάσταση, επέστρεφα στη Χαλκίδα, και στα χρώματα ως εργάτης. Ο πατέρας μου πέθανε το 1990. Το Terra Incognita άρχισε επιτέλους να γυρίζεται στη Ρωσία το 1993. Τότε είπα, ξανά, εδώ ξεκινάει η καριέρα μου. Τώρα που ήρθε η πρώτη ταινία θα ακολουθήσουν οι επόμενες. Δεν έγινε πάλι έτσι. Ο Γιάννης Τυπάλδος δεν ξαναέκανε ταινία. Δεν έχουμε κινηματογραφική βιομηχανία. Οι σκηνοθέτες γράφουν οι ίδιοι τα σενάρια τους, ή έχουν τους δικούς τους μόνιμους. Γύρισα πάλι στα χρώματα. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκα με την Αrtoon του Νίκου Βεργίτση, το μόνο μεγάλο στούντιο κινουμένων σχεδίων που υπήρχε στην Ελλάδα. Ξεχώρισα και εντάχθηκα στο freelance προσωπικό του ως σεναριογράφος. Είπα, εδώ ξεκινάει η καριέρα. Τα μυαλά της Artoon όμως δεν την προκόψανε. Και όσα χρόνια έγραφα για εκείνους, με κάποια καλά λεφτά για ελληνικά δεδομένα, είχα και συγκρούσεις με τον αδελφό μου, που είχε αναλάβει την Βιοτεχνία, επειδή δεν έλεγα να μάθω κι εγώ τη δουλειά (το πώς φτιάχνονται δηλαδή τα χρώματα.) Κάπου στα 1996 με 1997 η επιχείρηση μας φαλίρισε και πήγαμε στα σπίτια μας με ένα σωρό χρέη.

 

Τον καιρό που άρχισα να συνεργάζομαι με το γερμανικό στούντιο κινουμένων σχεδίων, βγάζοντας απίστευτα λεφτά, ήταν μια σύντομη χρυσή εποχή όπου μπόρεσα να βοηθήσω το σπίτι, καινούργιο ψυγείο, καινούργιος ηλιακός θερμοσίφωνας, εργασίες στο σπίτι και κάλυψη όλων των λογαριασμών ηλεκτρικού, νερού, τηλεφώνου. Για μήνες μετά της τελευταίας δουλειάς που έκανα για τους γερμανούς, κάπου στο 2004, είχα αρκετά για να καλύπτω έξοδα. Βέβαια, στις οικονομικά δύσκολες μέρες που ακολούθησαν η μητέρα μου έλεγε συνέχεια «που τα ξόδεψες τόσα λεφτά, δεν ξέρεις να κάνεις οικονομία.»

 

Αυτά όσον αφορά τους δικούς μου. Η απόσταση που είχα με την πλούσια λογοτεχνία του φανταστικού, την οποία γνωρίζεται, έχει να κάνει με προσωπική επιλογή και άγνοια.

 

Αγαπώ τους γονείς μου για όλα όσα μου έδωσαν, και το πώς με έπλασαν, και όλα εκείνα που με πλήγωσαν τα θεωρώ σημαντικά δείγματα του δικού μου πάθους γι αυτό που αγαπώ.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Οι γονείς μου δεν είχαν ούτε πρότειναν φαντασία πέρα από ταινίες Walt Disney. Με τα χίλια ζόρια επιτρέπανε να δω Πρίγκηπα Βάλιαντ σε καρτούν γιατί λέει είχε πολύ παγανισμό. Αλλά εγώ με γερό κόλλημα για την επική φαντασία, σχεδίαζα και έγραφα απλά σενάρια με ιππότες και μάγους. Πολλά από αυτά μου τα έσκισε μπροστά στα μάτια μου ο πατέρας μου και με έβγαλε και σατανιστή. Εγώ φυσικά στον κόσμο μου αλλά ποτέ μου δεν τον συγχώρεσα. Μετά μου παίρνανε βιντεοπαίχνιδα και βιντεοκασέτες με φαντασία να βλέπω και να παίζω αλλά τόσο άσχετοι που ήταν, μόνο από το εξώφυλλο κρίνανε. Μιλάμε για βλακώδεις καταστάσεις όπου δεν μου αγοράζανε το Super Mario World γιατί τους φαινόταν σατανικός ο King Koopa στο εξώφυλλο ενώ το Terranigma το βρήκαν μια χαρά από το εξώφυλλο κι ας είχε κάτι μακάβρια σκηνικά μέσα, άστα να πάνε.

 

Και για να μη σας το κουράζω, μόνο εγώ έχω πόρωση με φαντασία και επιστημονική στην οικογένεια. Οι γονείς βλέπουν μόνο ελληνικές ταινίες του 60 και ο αδελφός επιθεωρήσεις. Το ότι παρακολουθώ και ανιμέ με κάνει αυτόματα μπέμπη, γιατί φυσικά είναι όλα αυτά για μικρά παιδιά...

 

Παιδιά δεν έχω κι αν από κάποιο θαύμα κάποτε αποκτήσω, το πρώτο που θα κάνω είναι να μην τους επιτρέπω να βλέπουνε πολύ τις σαχλαμάρες της τηλεόρασης. Μα πολύ άσχημα μυνήματα περνάνε όλες αυτές οι σύγχρονες σειρές. Θα τα πασάρω τα κλασικά ου έβλεπα εγώ κι αν το αντέχω θα τα βλέπουμε παρέα.

Link to comment
Share on other sites

Τὸ ζήτημα μὲ τὸ πῶς κόλλησα μὲ τὴν λογοτεχνία τοῦ Φανταστικοῦ - καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὴν λογοτεχνία φρίκης - ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ διάβασμα καθεαυτό. Γιατὶ κανεὶς στὴν οἰκογένειά μου δὲν διάβαζε, δὲν ἔχω ἀνάμνηση ἀπὸ κανέναν στὸ σπίτι μ' ἕνα βιβλίο στὸ χέρι κι οὔτε κανεὶς ἐνδιαφέρθηκε νὰ μοῦ ἀνοίξει τοὺς ὁρίζοντές μου μέσῳ τῆς ἀνάγνωσης. Φυσικά, ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα μου μοῦ λέγανε παραμύθια. Ἀλλὰ θυμᾶμαι κυρίως μιὰ ἄλλη γιαγιὰ στὴν γειτονιὰ ποὺ τὶς νύχτες τοῦ καλοκαιριοῦ στὴν πόλη μᾶς ἔλεγε ἱστορίες γιὰ πριγκίπισσες, ἱππότες, δράκους καὶ μάγισσες καὶ μαζευόμασταν πολλὰ παιδιὰ γύρω της καθισμένα κατάχαμα.

Ἡ ἀρχὴ ἔγινε στὸ δημοτικό, ὅταν ἕνας δάσκαλος εἶπε στὴν τάξη νὰ διαβάζουμε λογοτεχνικὰ βιβλία, γιὰ νὰ γίνουμε καλοὶ στὴν ἔκθεση. Κι ἐγώ, σὰν ὑπάκουος μαθητής, ἀνακοίνωσα στὸν πατέρα μου ὅτι θέλω νὰ διαβάσω ἕνα βιβλίο. Ὁ πατέρας μου δὲν εἶχε ἀντίρρηση καὶ μὲ πῆγε σ' ἕναν παπποὺ στὴν πλατεῖα Κουμουνδούρου, ποὺ ἔστρωνε μιὰ κουβέρτα καὶ πάνω της εἶχε ἀραδιασμένα διάφορα βιβλία. "Νά, διάλεξε!", εἶπε ὁ πατέρας μου κι ἐγὼ διάλεξα. Ἦταν μιὰ παιδικὴ διασκευὴ τοῦ "Δὸν Κιχότη". Τὴν ἑπόμενη φορὰ ἔγινε τὸ ἴδιο. Ὁ πατέρας μου σὲ μιὰν ἄκρη συνωμιλοῦσε μὲ τὸν παπποὺ κι ἐγὼ μόνος μου κοιτοῦσα τὰ βιβλία. Ἔτσι ἦλθαν στὴν ζωή μου ὁ "Μεγάλος Ψαρᾶς", "Ὁ Πόλεμος τῶν κόσμων", οἱ "Λαϊκὲς ἱστορίες σὰν παραμύθια", ὁ "Δαβὶδ Κόπερφιλντ" κι ἕνα σωρὸ ἄλλοι ἥρωες καὶ κόσμοι. Τώρα, ἂν ρωτήσει κανείς, "ἐσὺ διάλεγες τὰ βιβλία ἢ ἐκεῖνα ἐσένα;" δὲν ξέρω νὰ ἀπαντήσω.

 

Γιὰ νὰ μὴν πολυλογῶ, ἄρχισα νὰ διαβάζω ὁλοένα καὶ πιὸ ἄπληστα καί, μεγαλώνοντας, πήγαινα μόνος μου σὲ βιβλιοπωλεῖα μὲ τὸ χαρτζηλίκι μου. Δὲν θυμᾶμαι πῶς κόλλησα μὲ τὴν λογοτεχνία φρίκης. Ἴσως σὲ συνάρτηση μὲ τὶς ἀντίστοιχες ταινίες, βρῆκα καὶ διάβασα - πρώτη γυμνασίου πήγαινα, νομίζω - τὸν "Δράκουλα" τοῦ Στόουκερ. Τὸ ἕνα βιβλίο ἔφερνε τὸ ἄλλο καί, πρὶν καλὰ-καλὰ τὸ καταλάβω, μπλέχτηκα στὸν ἀχανὴ κι ὑπέροχο λαβύρινθο τῆς βιβλιοθήκης. Ἔκτοτε εἶμαι ἐθισμένος στὴν ἀνάγνωση καὶ μοῦ εἶναι ἀδιανόητο νὰ περάσει μιὰ μέρα ποὺ δὲν θὰ ἔχω διαβάσει ἔστω μιὰ σελίδα.

 

Γιὰ νὰ συνοψίσω: τελικὰ ἡ ἀδιαφορία τῶν γονιῶν μου γιὰ τὰ βιβλία μοῦ ἐπέτρεψε νὰ διαβάσω ὅ,τι ἤθελα χωρὶς λογοκρισία. Κανεὶς δὲν ἤλεγχε τί βιβλίο ἀγόραζα, κανεὶς δὲν μοῦ εἶπε ὅτι σπαταλῶ τὸ χαρτζηλίκι μου σὲ ἀνοησίες, κανεὶς δὲν περηφανεύτηκε ποὺ ἀνέπτυξα τὸ λεξιλόγιό μου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τοὺς εἶμαι εὐγνώμων, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν, μὲ ἄφησαν πλήρως ἐλεύθερο νὰ σκεφτῶ ἢ φανταστῶ ὅ,τι ἤθελα καί, ἐν τέλει, μὲ ἔκαναν νὰ εἶμαι ἐπιεικὴς μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Link to comment
Share on other sites

Από την πλευρά του γονιού:

 

[Disclaimer: Τα παρακάτω ασφαλώς και δεν αποτελούν κάποιον «οδηγό» του τύπου «πώς να μεγαλώσετε τα παιδιά σας». Είναι απλώς ο τρόπος που εφαρμόζουμε εμείς με την Άρτεμη και είμαστε ικανοποιημένοι με αυτόν.]

 

Το παιδί ακούει και βλέπει παραμύθια. Μοιραία, κάποια στιγμή ρωτάει:

Πού είναι οι δράκοι;

Υπάρχουν νεράιδες;

Θα έρθει ο λύκος να μας φάει;

Οι δεινόσαυροι είναι αληθινοί;

 

Βασικός Κανόνας Ν.3:

Ποτέ, μα ποτέ δεν λέμε ψέματα στο παιδί. Και σίγουρα όχι «για να το προστατεύσουμε».

 

Όχι, δεν υπάρχουν δράκοι ή νεράιδες. Είναι στη φαντασία των συγγραφέων. Αυτό δεν κάνει αυτά τα «όντα» λιγότερο συναρπαστικά, αλλά περισσότερο, γιατί, κοίτα τι φοβερά και υπέροχα πράγματα μπορεί να φτιάξει κανείς όταν αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη!

Όχι, γιατί οι ελάχιστοι πια λύκοι δεν ζουν στην πόλη. Εξάλλου οι λύκοι (που μοιάζουν πολύ με τα λυκόσκυλα) δεν τρώνε ανθρώπους (εκτός από κάποιες τραβηγμένες εξαιρέσεις κλπ.). Επίσης οι λύκοι δεν τρώνε άλλα ζώα επειδή είναι κακοί, αλλά επειδή απλά πεινάνε, όπως ακριβώς εμείς το μεσημέρι φάγαμε ένα κοτόπουλο.

Οι δεινόσαυροι υπήρξαν. Να τα απολιθώματά τους. Έτσι συμπεραίνουμε ότι ήταν, αυτά έτρωγαν, έτσι πέθαναν. Δεν είναι καταπληκτικό όταν η φύση ξεπερνά ακόμα και την ανθρώπινη φαντασία;

 

[Στα ίδια πλαίσια, δεν υπάρχει η Μπάμπα-Κλοάντσα ή ο Μοσνιάκου που περνάνε και παίρνουν τα παιδιά που δεν τρώνε το φαγητό τους (όπως είχε πει στην Άρτεμη η γυναίκα που την πρόσεχε) και η Αστυνομία ουδόλως ενδιαφέρεται για το πόσο άδειο η γεμάτο έμεινε το πιάτο σου. Όμως, υπάρχουν άνθρωποι που κλέβουν παιδιά!]

 

Γενικά η γραμμή μας είναι «μάθε να ξεχωρίζεις την πραγματικότητα από το παραμύθι και τη φαντασία, αλλά, σε προτρέπουμε να απολαμβάνεις και τα δύο με τον τρόπο που τους αρμόζει και στα πλαίσια που αυτά (πραγματικότητα και φαντασία) επηρεάζουν τη ζωή σου».

 

Φυσικά, επειδή και οι δύο γράφουμε, η εξοικείωση της Κυρίας με τον διαχωρισμό πραγματικότητας – φαντασίας είναι μάλλον πολύ καλή, και επίσης φαίνεται (π.χ. συμμετοχή της στον διαγωνισμό διηγήματος στο Φεστιβάλ της Σύρου στα οχτώ της) ότι μεγαλώνοντας μαζί μας, όσο καλά κι αν πατάει στον πραγματικό κόσμο, ενθαρρύνεται να στραφεί και προς τον φανταστικό μέσα της.

 

[Αν και off-topic, για λόγους πληρότητας, οι ίσως σημαντικότεροι τέσσερεις κανόνες μας:

1.Ποτέ, μα ποτέ, δεν ασκούμε βία.

2.Είμαστε συνεπείς στους κανόνες και στα όρια που έχουμε θέσει και συμφωνήσει με το παιδί.

3.Ποτέ, μα ποτέ δεν λέμε ψέματα στο παιδί. Και σίγουρα όχι «για να το προστατεύσουμε».

4.Απαντάμε σ’ αυτά που ρωτάει το παιδί και μόνο σ’ αυτά. Για ό,τι δεν ρωτάει, δεν είναι έτοιμο για τις απαντήσεις.]

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Πολύ ωραία όλα τα παραπάνω αλλά είναι πολύ δύσκολο για έναν γονιό που τον έχει φάει η πεζή πραγματικότητα να φέρει βόλτα το παιδάκι με την φαντασία που οργιάζει.

Οι φανταστικοί φίλοι που κάνει για παράδειγμα ένα παιδί. Πως να το φέρει βόλτα αυτό ο γονιός;

Ακόμα χειρότερα, πως να υπάρχει κατανόηση μεταξύ πατέρα και παιδιού όταν ο πρώτος ακούει φίδι και κατευθείαν το μεταφράζει σε διάβολο ενώ το δεύτερο το έχει συνόνυμο με την ιατρική και τον Ασκληπιό. Ναι, έχω φάει πολλά τέτοια κολλήματα από το χωριό που μεγάλωσα. Όπως το ότι επειδή έγραφα με το αριστερό ήμουν κομουνιστής, ότι επειδή δεν νήστευα 40 μέρες ήμουν άθεος και ότι επειδή διάβαζα κόμιξ αντί αθλητικές εφημερίδες ήμουν εξωγήινος.

Δε μπορείς να κάνεις τίποτα αν δεν υπάρχει αμοιβαία κατανόηση μεταξύ μεγάλων και μικρών. Και στο περιβάλλον που μεγάλωσα, και οι μεν και οι δεν ήταν όλοι στον κόσμο τους, πεζό ή φανταστικό.

Link to comment
Share on other sites

Ακόμα καλύτερα Ρόρι! Σε ώθησαν να βουλιάξεις στο φανταστικό. Δεν είναι θαύμα τι μπορεί να κάνει το ακατάλληλο περιβάλλον για ένα παιδί; B)

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Ου, τι να σου πω, το τι μένος και ειρωνία βγάζω στις ιστορίες μου εξαιτίας αυτού δε λέγεται.

...Τώρα θα μου πεις γιατί είναι κακό αυτό... Δεν είναι, είμαι αυτός που έγινα από το περιβάλλον που ζω. Και ναι, παρέμεινα φαντασιόπληκτος παρόλες τις πιέσεις να γίνω ποδοσφαιριστής ή τραγουδιστής ή επιστήμονας (απωθημένες επιθυμίες των γονιών αυτά επειδή δεν τα καταφέρανε ποτέ οι ίδιοι και θέλανε να τα κάνω εγώ για χάρη τους).

Link to comment
Share on other sites

Εντάξει, αλλά για να γίνεις τραγουδιστής ή ποδοσφαιριστής θέλει και ταλέντο. Δεν αρκεί μόνο η πίεση των γονέων.

Εκτός και αν το έχεις και δεν έγινες απο πείσμα...devil2.gif

 

 

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Μπα, είχα καλλιτεχνική φλέβα οπότε δεν έκανα για τραγουδιστής (lol)

Και ποτέ μου δεν γούσταρα να κάνω πράγματα όπως θέλανε οι άλλοι κι έτσι δεν ήμουν ποτέ ομαδικό άτομο, οπότε πάει κι ο ποδοσφαιριστής.

Link to comment
Share on other sites

Επιστρέφοντας στο θέμα(κι αφού για την ιστορία πω ότι οι δικοι μου απεχθάνονται τη φανταστική λογοτεχνία κτλ κτλ αλλά τουλάχιστον χαιρονταν οταν με έβλεπαν να διαβάζω)...

Πάντως το παράδειγμα του Ανιμεοβερλορδου αποδεικνυει ότι συνήθως η πίεση σε ενα παιδί να μην κανει ασχοληθεί με κάτι έχει τα αντιθετα αποτελεσματα.Το αυτό ισχύει και γενικά με τους ανθρώπους σε κάποιο βαθμό(μεγαλύτερο στους Έλληνες θα έλεγα).Ετσι,όως σχεδιαζω με έναν κολλητο,στα δικά μου παιδια θα απαγορευτεί η φανταστική λογοτεχνία και θα παρουσιαστει σαν κατι που δεν πρεπει να ασχολουνται.Στην τελικη,το χειρότερο που μπορεί να γίνει είναι απλά να μην ασχοληθούν(οπότε δεν θα μαλώσει κανεις στη διαθηκη μου για τη βιβλιοθηκη μου)...

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Αυτό με την αντίστροφη ψυχολογία είναι πολύ επικίνδυνη και απρόβλεπτη μέθοδος. Πάντα πίστευα ότι η αδιαφορία σε σημείο αηδίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να κόψει το παιδί κάτι. Αλλά λέγοντας αδιαφορία, εννοώ ούτε καν χαρτζηλίκι για να αγοράσει κάτι σχετικό με ότι θέλει το παιδί αλλά δεν γουστάρει ο γονέας.

 

Όσο για εμψύχωση, ένα μπράβο ακολουθούμενο από πιθανώς τι θα πήγαινε καλύτερα σαν εντύπωση κι όχι σαν κριτική είναι η καλύτερη μέθοδος. Και να το κάνεις πάντα με μορφή ερώτησης. Δηλαδή όχι "αυτό να το αλλάξεις έτσι για να είναι καλύτερο" αλλά "μήπως αν αυτό το άλλαζες έτσι θα ήταν καλύτερο;"

Link to comment
Share on other sites

E,ναι...πολύ επικίνδυνο.Μπορεί τελικά να μην διαβάσει ποτε φανταστική λογοτεχνία!Θα καταστραφεί η ζωή του!The horror!The horror!:tease:

Δεν θα το μαλώνω κιολας.Απλά δεν θα το αφήνω να διαβάσει,θα το αποθαρρύνω βρε παιδι μου."Αυτο δεν είναι για σενα","εισαι μικρός ακόμη"."διαβασε Μαθηματικα παιδι μου κι ασε αυτά τα βιβλια" κτλ.

Τακτικό χαρτζηλικι ούτε εγώ έπαιρνα,σιγά τα ωά.Ολο και κάποιος παππους,θειος,γουτεβα θα βρεθεί να δώσει το κατιτις.

"Παρε παιδι μου 200 ευρώ να να πιεις μια πορτοκαλαδα και με τα ρεστα να πάρεις τα 4 βιβλία του Μαρτιν":book:

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Στο χωριό μου μόνο μια δανειστική βιβλιοθήκη είχαμε κι αυτήν μόνο με έλληνες πεζογράφους κυρίως. Κάτι που το έβρισκα πάντα πεζό (λολ, πεζή πεζογραφία) και ποτέ μου δεν ασχολήθηκα. Δε με τραβούσαν ποτέ οι έλληνες συγγραφείς, τους έβρισκα παππούδικους έτσι καθαρευουσιάνικα που γράφανε. Για να μη πω ότι ποτέ μου δεν έβρισκα ενδιαφέρον όλες τις λαογραφικές ιστορίες τους. Άντε, σαν εξαίρεση μου αρέσανε οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι γιατί έπεφτε ξύλο και οι Άθλιοι του Βάρναλη γιατί γούσταρα το πως ειρωνευόταν την απραξία. Άντε και τους Βάρβαρους, πολύ γέλιο το τέλος. Μου έκανε εντύπωση και τα Μυστικά του Βάλτου, μιας που αναφερόταν σε γεγονότα που γίνανε κοντά στο χωριό μου αλλά γρήγορα το βρήκα κάπως προπαγανδιστικό και με ξένισε.

Από κάποιο θαύμα βάλανε εκεί μια χρονιά Βαβέλ και τριλογία Άρχοντα και ανακάλυψα ότι υπάρχει κι άλλο σύμπαν εκεί έξω. Από λοιπά, ποτέ μου δεν αγόραζα βιβλία γενικώς. Η βιβλιοθήκη μου ηταν ανέκαθεν φίσκα σε Ποπάυ και Αλμανάκο όταν ήμουν μικρός και μάνγκα σαν άλλαξα γούστα. Μου δίνανε και Αστερίξ, Λούκυ Λουκ και τα Κλασικά του Μπαργκς και του Ρόσσα κάτι ξαδέρφια ενώ κρυφοδιάβαζα Κόναν και Κάπτεν Μπλέηκ από τα σταντ στα περίπτερα. Το πρώτο ψαγμένο βιβλίο που διάβασα ήταν φυσικά Ο Κόσμος της Σοφίας και αμέσως μετά Ο Αλχημιστής. Ναι, πολύ πεζό από μέρους μου...

Κοινώς, μέχρι τα 25 μου δεν είχα διαβάσει σχεδόν καθόλου λογοτεχνία. Ακόμα και μέχρι σήμερα να έχω διαβάσει μόλις 100 βιβλία, τα μισά από τα οποία δε μου κάνανε αίσθηση και τα ξέχασα. Οπότε ότι φαντασία προσκόμησα ήταν από την τηλεόραση και τα κόμιξ κυρίως.

 

Το μόνο λογοτεχνικό βοήθημα που μου έδωσε το σχολείο ήταν η παπαγαλία. Αλλά στις εκθέσεις με θέματα ελεύθερης κρίσης πάντα έσκιζα λόγω... φαντασίας. Και ήταν αρκετά περίεργο γιατί όλοι οι άλλοι χάνανε τον μπούσουλα σαν έπρεπε να σκεφτούνε από μόνοι τους. Για τις διαφωνίες και τις απορίες που είχα στα Κείμενα (το μάθημα) δε λέγεται. Όλο άλλα καταλάβαινα από αυτά που μου εξηγούσαν οι καθηγητές. Κλασικά, οι συμμαθητές με βγάζανε γλύφτη επειδή ρωτούσα συνέχεια πράγματα από μόνος μου.

 

Στην τελική άρχισα να γράφω γιατί μου την είχε βιδώσει το πόσο πεζό έβρισκα τον κόσμο γύρω μου. Η τηλεόραση αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια και πράγματα που τα προέβλεπα σαν ψέματα οι άλλοι τα χάφτανε αμέσως. Έγραφα για να πω τον πόνο μου, να βγάλω το άχτι μου και να γράψω την εκδοχή ιστοριών που μου αρέσανε με δικό μου τρόπο.

 

Δεν έγραφα ιστορίες μέχρι πριν 3 χρόνια. Μόνο κόμιξ σχεδιάζα. Και ήταν όλα τους απομιμήσεις άλλων ιστοριών που ήθελα να τις πλάσω με δικό μου τρόπο. Και ακόμα και τώρα αυτό κάνω αλλά πλέον δεν φαίνεται τόσο χτυπητά η πήγη.

 

Τώρα θα με ρωτήσετε που είναι οι γονείς σε όλα αυτά. Ε, χμ, δεν είναι και πουθενά χτυπητά. Ο πατέρας μου που μου έσκισε τα κόμιξ που σχεδίαζα ΧΡΟΝΙΑ ΟΛΑΚΕΡΑ είναι η συμβολή του στο συγγραφικό μου έργο και η μάνα μου που όλο έλεγε να φτιάχνω @@ ιστορίες με λαγουδάκια και παπάκια για προσχολικές ηλικίες. Και ο αδελφός μου που χασμουριόταν μετά από μισή σελίδα ανάγνωσης φυσικά. Αυτήν η απόκριση ήταν που είχα πάνω-κάτω από όλους κι αν δεν έβρισκα αυτό το φόρουμ θα νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος στην Ελλάδα που ακόμα διαβάζει βιβλία.

Edited by Anime_Overlord
Link to comment
Share on other sites

Ok, αν και δεν έχω παιδιά, έχοντας υπάρξει η ίδια παιδί (και αρνούμενη πεισματικά να μεγαλώσω σε κάποιους τομείς), έχω να παρατηρήσω τα εξής:

 

α) τα παιδιά έχουν από φυσικού τους, μια κλίση προς την φαντασία. Είναι ο τρόπος που έχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος να εξηγήσει τον κόσμο που ακόμα δεν καταλαβαίνει. Ολόκληρη η ανθρωπότητα, στα "παιδικά" της βήματα, δημιούργησε μύθους για να εξηγήσει ό,τι δεν μπορούσε να κατανοήσει. Το ίδιο κάνει κι ένα παιδί. Η φαντασία αντικαθιστά την γνώση που ακόμα δεν υπάρχει, προτρέπει τον εγκέφαλο να λειτουργήσει, να δημιουργήσει, να αναπτυχθεί.

β) κάποια στιγμή, η γνώση έρχεται. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο, γιατί η γνώση δεν μπαίνει με κανονιές, αλλά σταδιακά. Σταδιακά, λοιπόν, το παιδί καταλαβαίνει ότι δεν φέρνει κανένας χοντρός κύριος τα δώρα των Χριστουγέννων, ότι η κούκλα του δεν είναι ζωντανή κι ότι δεν υπάρχει κανένας μπαμπούλας κάτω απ' το κρεβάτι. Ο ρόλος του γονιού, σ' αυτά τα ευαίσθητα και κρίσιμα χρόνια πώς ορίζεται; Η μέθοδος Μιχάλης-Τέτη έχει τα παλαμάκια μου. Ναι, δεν υπάρχει δράκος εκεί έξω, αλλά δεν είναι κακό να υπάρχει εδώ μέσα (σ.σ στην φαντασία). Αρκεί η λεπτή διαχωριστική γραμμή να μην ξεπεραστεί κι ο δράκος να παραμείνει εδώ μέσα.

γ) πολλοί γονείς δεν έχουν ούτε την υπομονή, ούτε την διάθεση, ούτε, αν θέλετε (κι έχω δει να συμβαίνει γύρω μου) το πνευματικό/γνωσιολογικό υπόβαθρο να κάνουν κάτι τέτοιο. Οπότε, ένα ξερό "δεν υπάρχει δράκος" και τέλος, αντικαθιστά σχεδόν βίαια την φαντασία με την πραγματικότητα. Το παιδί στερεύει και δεν στερεύει μόνο απ'τον γονιό, αλλά κι απ' το σχολείο, τις παρέες, την γεμάτη διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα, τηλεόραση, νάνι καθημερινότητα.

δ) κοντινά παραδείγματα που έχω, είναι μια συνάδελφος, ετών 29, η οποία διανύει τώρα τον δεύτερο μήνα εγκυμοσύνης της. Βλέπω τον άνθρωπο (ας την πούμε Καίτη), που μεγάλωσε σε επαρχιακή πόλη (ας πούμε την Ναύπακτο), με σωστές αρχές (δεν κλέβουμε, δεν κάνουμε κακό στους άλλους κλπ), αλλά με ορίζοντες οι οποίοι περιορίστηκαν στην ροή πάω σχολείο-σπουδάζω κάτι (προεραιτικά)-βρίσκω καλή δουλειά-παντρεύομαι-κάνω παιδιά/εγγόνια-βγαίνω στην σύνταξη-τέλος. Η ζωή της όλη είναι να ξυπνήσει, να κάνει λάτζα-φασίνα-μαγείρεμα, να έρθει στην δουλειά, να γυρίσει σπίτι, να χαζέψει λίγη τηλεόραση, να πάει σε κανά ταβερνάκι ή ελληνάδικο το Σάββατο και φτου κι απ'την αρχή. Στο σπίτι της, τα μόνα λίγα βιβλία που υπάρχουν, είναι αυτά που σχεδόν με το ζόρι της έκανα δώρο και τα οποία παραμένουν αδιάβαστα. Ο σύζυγός της (εξαιρετικός χαρακτήρας κι αξιαγάπητος άνθρωπος) είναι μια απ'τα ίδια. Και ερωτώ: αυτοί οι δύο πολύ καλοί άνθρωποι, πώς θα μεγαλώσουν το παιδί που θα φέρουν στον κόσμο; Τι παραδείγματα ζωής θα έχει μἐσα σ' ένα σπίτι που στερείται εξ ολοκλήρου φαντασίας; Σίγουρα θα έχει αρχές, αλλά η πνευματική του ανάπτυξη ποια θα είναι, χωρίς την ζωτικής σημασίας φαντασία να ενθαρρύνεται και να καλλιεργείται;

ε) όταν έρθει η ώρα να κάνω παιδιά, σκοπός μου είναι να τα μπολιάσω από μικρή ηλικία με όσα περισσότερα ερεθίσματα μπορώ και μετά να τ' σφήσω (εννοείται με υποστήριξη και καθοδήγηση και την γνώμη μου, αλλά χωρίς επιβολή) να διαλέξουν τι τους αρέσει και ποια είναι η φυσική τους κλίση. Θα έχουν μια μεγάλη βιβλιοθήκη ν' απολαύσουν κατά βούληση (θα την απολαμβάνουν απ' την κούνια), θα έχουν μουσική, αν θελήσουν να μάθουν να παίζουν, θα έχουν ποδήλατα και παιχνίδια στον δρόμο, για να φάνε τα γόνατά τους, θα έχουν τα βουνά γύρω απ' το σπίτι των γονιών μου και το χωριό του άντρα μου για να ζήσουν την φύση και θα έχουν έναν κέρβερο (εγώ θα είμαι αυτός) που θα κάθεται μαζί τους να διαβάσει τα πρώτα χρόνια, για να συζητήσει, ν' αμφισβητήσει και ν' αποκτήσουν κριτική ικανότητα.

Link to comment
Share on other sites

Σόνια μου, μακάρι να καταφέρεις να προσφέρεις στα παιδιά σου όλα όσα σχεδιαζεις, αλλά έχε υπόψιν πως καμιά φορά η καθημερινότητα σε παίρνει μπάλα, και πριν το καταλάβεις δεν έχεις καιρό (και χρήμα) ούτε για τα βασικά.

Link to comment
Share on other sites

Μια που είναι πολλά τα θέματα, τα χωρίζω σε δυο κατηγορίες:

 

α) Οι εμπειρίες μου ως παιδί και η γνώμη μου με τις παιδικές μου εμπειρίες.

β) Οι εμπειρίες μου ως γονιός

 

α) Θυμάμαι ότι όταν άκουγα κάποιο παραμύθι ήμουνα εντελώς σίγουρη ότι είναι παραμύθι. Η πρώτη συνειδητή μου ανάμνηση από παραμύθι ήταν η γιαγιά μου να τηγανίζει στην κουζίνα, εγώ ανεβασμένη στο τραπέζι, και να μου λέει μια εκδοχή ενός παραμυθιού με έναν γάιδαρο, ένα σκύλο, μια γάτα κι ένα κόκορα. Ξέρω ότι ήμουνα λιγότερο από 3,5 χρονών επειδή ξέρω πότε φύγαμε από εκείνο το σπίτι. Θυμάμαι ότι καταλαβαίνω πως δεν είναι αλήθεια, αλλά είναι τόσο εκπληκτική η γοητεία αυτού που ακούω που τη βάζω να μου το ξαναπεί άλλες τρεις φορές (προς απόγνωσή της μάλλον...)

Θυμάμαι εκείνη περίπου την εποχή τον παππού μου ένα βράδυ να κοιτάζει το δρεπανάκι του φεγγαριού και να λέει "Τι ωραία φέτα πεπόνι. Μακάρι να μπορούσαμε να την κατεβάσουμε από τον ουρανό" κι εγώ να σκέφτομαι "Τον καημένο τον παππού. Δεν ξέρει ότι ξέρω πως το φεγγάρι δεν είναι πεπόνι και πάει να με καλοπιάσει. Ας κάνω ότι τον πιστεύω για να παίξουμε μαζί".

Τώρα πώς συμβιβάζεται ότι ένας άνθρωπος που έχει από τόσο μικρός τόσο σαφή εικόνα του κόσμου φτάνει να ασχολείται τόσο ενταντικά με τη φαντασία και τα είδη της είναι ένα ενδιαφέρον θέμα.

Από την άλλη, πίστευα ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο μάς το φέρνει ο Άη-Βασίλης, μέχρι που μου είπαν οι γονείς μου, όταν ήμουνα πιια στην Τρίτη Δημοτικού, ότι εκείνοι το στόλιζαν τη νύχτα.

Αν κρίνω από τις προσωπικές μου εμπειρίες, νομίζω ότι τα περισσότερα παιδιά πιστεύουν τους γονείς τους όταν νομίζουν ότι τους λένε την αλήθεια αλλά αισθάνονται τη διαφορά του παραμυθιού από την πραγματικότητα, όταν καταλαβαίνουν ότι τώρα θα ακούσουν παραμύθι.

 

Ως προς τη μετέπειτα σχέση των γονιών μου με τη φαντασία, τα πράγματα μπλέκονται.

Και οι δυο γονείς μου είχαν μια αρκετά καλή σχέση με την ε.φ. Ήταν από τους πρώτους φαν του StarTrek στην Ελλάδα (η μάνα μου το έβλεπε ανελλιπώς όταν πρωτοπροβαλλόταν), μου έπαιρναν όλα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, ξεκινώντας μάλιστα με το Από τη γη στη Σελήνη, παρακουθούσαν σειρές με υποβρύχια και UFO και μάλιστα ο πατέρας μου με φώναζε και στην τηλεόραση αν έβλεπε ότι παιζόταν κάτι "διαστημικό".

Τυχερή; Σε πρώτη φάση, ναι. Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά άλλαξαν σιγά-σιγά όταν είδαν πόσο σοβαρά το είχα πάρει. Όταν έγραψα στην Τρίτη Γυμνασίου το πρώτο μου μυθιστόρημα, άρχισαν κάτι κουβέντες του τύπου "μην τα λες αυτά παραέξω γιατί μας κάνεις ρεζίλι" ή "γράψει κάτι άλλο" ή "διάβασε κάτι άλλο, θα μείνεις αμόρφωτη". Η εχθρότητα προς το είδος γινόταν ολοένα και εντονότερη όσο εγώ βυθιζόμουνα περισσότερο και αφιέρωνα χρόνο στο αντικείμενο. Ευτυχώς, επειδή κατά βάση είναι καλοί άνθρωποι, και δεν ήθελαν να με στενοχωρήσουν, δεν με καταπίεσαν ιδιαίτερα. Μάλιστα, ίσως χρωστάω και τη θετική μου παιδεία και τις κατευθύνσεις μου στη ζωή στα πρώιμα θεάματα ε.φ.

Με τη φάντασυ, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο πατέρας μου την αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας. Προφανώς θεωρεί ότι η ε.φ. είναι κάτι που μπορεί να συμβεί και άρα δεν κάνει πολύ κακό, ενώ η φάντασυ είναι εντελώς εκτός και δεν πρέπει να απασχολεί μεγάλους ανθρώπους. Θεωρώ ότι έκανε πραγματική υπέρβαση εαυτού που διάβασε τα βιβλία μου.

 

β) Οι εμπειρίες μου ως γονιός.

Έννοείται ότι σπρώχνω στην κόρη μου ό,τι φανταστικό υπάρχει και μου αρέσει.

Μπορώ να πω μάλιστα ότι πολύ με στενοχωρεί που δεν διαβάζει ε.φ. αλλά με αποζημιώνει το διάβασμά της σε φάντασυ και σε ό,τι κυκλοφορεί από εφηβικό τρόμο.

Δεν είχε τύχει να συζητήσουμε ποτέ πολύ σοβαρά τι είναι αλήθεια και τη δεν είναι, ίσως επειδή πίστευα ότι ξέρει τη διαφορά και γνωρίζει το όριο.

Θα διηγηθώ ωστόσο μια ιδιαίτερη σκηνή που διαδραματίστηκε ότι ήταν πέντε χρονών.

Βρισκόμαστε μόνες μας διακοπές στην Πάρο και μέσα στο συνωστισμό, επειδή είχαμε τη φαεινή ιδέα να πάμε σ' ένα πανηγύρι, έχασε το λούτρινο γατάκι της, ένα γκρι, κατσιασμένο και σχεδόν διαλυμένο ζωάκι, που είχε ραφτεί δέκα φορές και του έλειπε και το ένα μάτι. Ο θρήνος και το κλάμα της ήταν τόσο σπαρακτικά, που πραγματικά έκανα προσπάθεια να μην κλάψω κι εγώ μαζί της. Ποτέ μου δεν την είχα δει τόσο δυστυχισμένη.

Η μόνη λύση: ένα παραμύθι. Όχι, δεν είχε χάσει το γατάκι. Σ' έναν άλλο κόσμο, που βρίσκεται μακριά μας, υπήρχε ένα πολύ άρρωστο κοριτσάκι, που ήθελε ένα γατάκι αληθινό. Από τα παρακάλια του άνοιξε ένα πέρασμα και η λούτρινη γατούλα ζωντάνεψε και πήγε κοντά του. Ένα γκρι γατάκι, λίγο μαδημένο με με ένα μόνο μάτι. Και μπλα... μπλα... μπλα.

Το πραμύθι πάει καλά στην αρχή. Το κλάμα σταματάει και αρχίζουν οι ερωτήσεις. Για μια ώρα τουλάχιστον η ιστορία λειτουργεί ωραία, προσθέτοντας λεπτομέρειες. Ο σκοπός έχει επιτευχθεί και ξεπερνάμε την πρώτη φάση της απώλειας. Και μετά, αρχίζει να εισβάλει η πραγματικότητα. Και οι ερωτήσεις παύουν να είναι πλοκής και γίνονται αληθοφάνειας. Πώς αυτό και πώς έκείνο και γιατί το άλλο και αυτά δε γίνονται και γιατί έτσι και όχι αλλιώς. Και φτάνει η κρίσιμη στιγμή της ισορροπίας. Καταλαβαίνω ότι τώρα με ρωτάει αν της λέω αλήθεια ή ψέματα. Δε θέλω να αισθάνεται ότι της λέω ψέματα κι έτσι απαντάω κοφτά και σοβαρά:

"Χριστίνα, προτιμάς να πιστεύεις ότι έχασες το γατάκι ή προτιμάς να πιστεύεις ότι ζωντάνεψε και πήγε να γιατρέψει ένα άρρωστο παιδί;"

Με κοιτάζει λίγα δευτερόλεπτα και μου απαντάει: "Προτιμώ να πιστεύω ότι ζωντάνεψε και γιάτρεψε το παιδί".

Και της απαντάω: "Ε, τότε, κράτα την ιστορία και πάψε να κάνεις ερωτήσεις".

Κι εκεί τελειώνει και το κλάμα και το παραμύθι.

 

Τα συμπεράσματα προς εκτίμηση όλων.

Link to comment
Share on other sites

Guest Anime_Overlord

Αν αποκτήσω ποτέ εγώ παιδιά να τι θα κάνω.

Τι θες ρε; Λεφτά για κασκόλ του ΠΑΟΚ; Τον Αλχημιστή τον διάβασες; Όχι; Δεν έχει κασκόλ.

Τώρα τι θες; Α, τον διάβασες. Τι κατάλαβες; Τίποτα; Δεν έχει κασκόλ.

Τι είναι πάλι; Α, τον ξαναδιάβασες. Κατάλαβες; Ναι ε; Αρά τι το θες το κασκόλ πλέον;

Link to comment
Share on other sites

Αν αποκτήσω ποτέ εγώ παιδιά να τι θα κάνω.

Τι θες ρε; Λεφτά για κασκόλ του ΠΑΟΚ; Τον Αλχημιστή τον διάβασες; Όχι; Δεν έχει κασκόλ.

Τώρα τι θες; Α, τον διάβασες. Τι κατάλαβες; Τίποτα; Δεν έχει κασκόλ.

Τι είναι πάλι; Α, τον ξαναδιάβασες. Κατάλαβες; Ναι ε; Αρά τι το θες το κασκόλ πλέον;

 

laugh.giflaugh.giflaugh.gif

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..