Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Επισκέπτης από παλιά


Throgos

Recommended Posts

Αυτό είναι το πρώτο "κεφάλαιο" μιας ιστορίας (δεν είναι ακριβώς κεφάλαιο, απλά το πρώτο μέρος) το οποίο έγραψα τώρα τελευταία. Αν και ίσως να μην καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, μην ανησυχείτε γιατί σύντομα θα στείλω συνέχεια.

*****

 

Έβλεπα φώτα· φώτα παντού. Γύριζαν, έπαιζαν, και στροβιλίζονταν σαν δίνες και ρεύματα νερού. Φώτα σε όλα τα χρώματα, όλων των αποχρώσεων, τόσο μπλεγμένα και ανακατεμένα που κατέληγαν στο χρώμα που τα γέννησε όλα: το απόλυτο λευκό. Άλλοτε περνούσαν από μέσα μου σαν φαντάσματα και άλλοτε αναπηδούσαν πάνω στο σώμα μου σαν να ήμουν καθρέφτης. Ένα χάος, έλεγα από μέσα μου. Η απόλυτη απροσδιοριστία, οι Θεοί δεν είναι ποτέ προβλέψιμοι.

 

Καθώς χανόμουν σε αυτή την άβυσσο των φωτεινών ρευμάτων και χρωμάτων και είχα αρχίσει να τη συνηθίζω, ένα ρεύμα φωτός ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα άλλα και ξεχώρισε· είχε ένα χρώμα που ποτέ δε θα ξεχάσω, παρ’ όλο που ποτέ δε θα μπορέσω να το ορίσω. Είχε το χρώμα μιας γιορτής· ήταν χρώμα πλούσιο, γεμάτο χαρά και κόσμο, χαρούμενες συνομιλίες και χορούς, ένα συνοθύλεμα συναισθημάτων και τρελών ιδεών, ένα ανακάτεμα πολιτισμών, ένα πανηγύρι.

 

Αυτό το χρώμα άρχισε σιγά-σιγά να επιβάλλεται στα άλλα και να τα σπρώχνει έξω απ’ το οπτικό μου πεδίο, σαν να πάσχιζε να απομακρύνει τα νερά από μια βάρκα που βουλιάζει. Σε λίγο όλα τα άλλα είχαν εξαφανιστεί και αυτό το ένα χρώμα είχε επικρατήσει ολότελα μπρος στα μάτια μου. Ύστερα, άρχισε να εισβάλλει στην ψυχή και στο μυαλό μου: κατέκλυζε τις σκέψεις μου, φίλτραρε τις αισθήσεις μου, άρχισε να με καταλαμβάνει. Δεν τόλμησα να αντισταθώ· η δύναμή του ήταν υπερβολική.

 

Για αρκετή ώρα εισχωρούσε στο είναι μου και προσπαθούσε να φτάσει σε όλες του τις γωνίες, σε όλα τα κύτταρα του κορμιού μου και σε όλα τα επίπεδα της νόησής μου. Όταν το κατάφερε, ένιωσα κάτι να αλλάζει σε αυτό: φαινομενικά ήταν σαν να αραίωνε, σαν να αποδυναμωνόταν και να χάνεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που πάθαινε ήταν ότι άλλαζε μορφή. Από φως και χρώμα που ήταν, άπιαστη ενέργεια, άρχισε να κατασταλάζει, να αποκτά μορφή. Σαν την σκόνη που κατακάθεται μετά το πέρασμα των τροχών του κάρου. Σχήματα σαν σκιές άρχισαν να εμφανίζονται, σχήματα με γωνίες, με καμπύλες, σχήματα απροσδιόριστα.

 

Τότε ένιωσα να πέφτω από τεράστιο ύψος, να περνάω από σύννεφα με τεράστια ταχύτητα· σαν να καταποντίζομαι σε μια ρουφήχτρα. Δεν ένιωθα ίλιγγο, απλά μία αδυναμία να σταματήσω την πτώση μου. Ένιωσα σαν να βρίσκομαι σε ένα από αυτά τα όνειρα, όχι απαραίτητα εφιάλτες, στα οποία νιώθεις ότι πέφτεις χωρίς σταματημό.

 

Και τότε έφτασα· σαν απαλό πούπουλο, χωρίς καθόλου φόρα προσγειώθηκα στο δάπεδο· λες και τόση ώρα ήμουν μόλις μερικά δάχτυλα πάνω από το έδαφος. Αλλά τι ήταν αυτό; Ένα απροσδιόριστο υλικό, γκρίζο, σαν κάποιος να είχε λιώσει πέτρες με πηλό σε ένα τεράστιο καμίνι και μετά το είχε απλώσει στο χώμα· ήταν τραχύ, αλλά επίπεδο, χωρίς λακκούβες και βουναλάκια.

 

Περίεργος σήκωσα το κεφάλι μου για να δω που βρισκόμουν. Έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο: μπροστά μου βρισκόντουσαν τεράστια κτίρια με απόλυτες κάθετες γραμμές, τόσο ψηλά που έκρυβαν σχεδόν τον ήλιο και άφηναν μόνο μια λωρίδα ουρανού ακάλυπτη. Κτίρια τόσο τέλεια ευθυγραμμισμένα, λες και χέρι Θεού τα είχε πλάσει· ταυτόχρονα όμως τόσο βαριά και τεράστια που δεν ταίριαζαν σε άνθρωπο. Ήταν όλα χτισμένα στη σειρά στον λείο δρόμο, χωρίς κενά μεταξύ τους, και κάθε ένα είχε από μια είσοδο και μπαλκόνια σε κάθε όροφο…ένα, δύο, τρία, τέσσερα…οχτώ μπαλκόνια που σημαίνει οχτώ ορόφους!

 

Κάτι όμως πιο παράξενο μου τράβηξε την προσοχή. Στις άκρες του δρόμου υπήρχαν κάποια μεγάλα λεία αντικείμενα στη σειρά που γυάλιζαν στο φως του ήλιου: κάθε ένα ήταν διαφορετικού χρώματος, και ήταν λείο λες και ήταν από χυτό μέταλλο. Με μια δεύτερη ματιά κατάλαβα ότι σε κάποια σημεία ήταν διαφανή (!), και μπορούσα να δω μέσα σαν να κοιτούσα μέσα από νερό. Είχα ξαναδεί ένα παρόμοιο υλικό, αλλά τίποτα δε συγκρινόταν με την τελειότητά του, που με άφηνε να δω κάθε λεπτομέρεια στο εσωτερικό των μεγάλων αυτών κατασκευασμάτων.

 

Και εκεί που είχα πειστεί απόλυτα ότι βρισκόμουν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ’ τον δικό μου, η ματιά μου έπεσε σε κάτι γνώριμο:ένα δέντρο! Ξεφύτρωνε διστακτικά από ένα κενό στο λείο δάπεδο, και φάνταζε κάπως άσχετο με την τελειότητα των υπόλοιπων σχημάτων. Ωστόσο μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από το στήθος μου, καθώς είχα βρει κάτι που υπήρχε και στην πατρίδα μου.

 

Στην αρχή μου είχε φανεί ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία, αλλά σιγά-σιγά άρχισα να αντιλαμβάνομαι διάφορους ήχους που ερχόντουσαν από τα μπαλκόνια και από τις γωνίες του δρόμου: πουλιά που κελαηδούσαν αόρατα στα μάτια μου, κραυγές και γέλια, κλάματα μωρών και ήχοι βημάτων. Το μέρος αυτό ήταν γεμάτο ανθρώπους! Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;

 

Ξάφνου είδα μια φιγούρα να πλησιάζει από την άκρη του δρόμου περπατώντας βιαστικά. Στην αρχή δε με πρόσεξε, αλλά μετά από λίγο μου έριξε μια ματιά. Καθώς ερχόταν προς το μέρος μου, μου έριχνε όλο και πιο περίεργες και ξαφνιασμένες ματιές, σαν να έβλεπε κάτι πρωτόγνωρο. Εγώ τον κοιτούσα συνεχώς· ήταν νέος γύρω στα είκοσι, αρκετά ψηλός και φορούσε παράξενα, φανταχτερά ρούχα που εφάρμοζαν στο σώμα του.

 

Σε κάποια στιγμή χώθηκε ανάμεσα στο κενό ανάμεσα στα μεγάλα γυαλιστερά αντικείμενα και βγήκε στο δρόμο. Ήρθε κοντά μου και μου έπιασε το χέρι. «Έλα μαζί μου. Δεν είσαι ασφαλής εδώ» μου είπε με σπαστά και παράξενα ελληνικά. Εγώ, χωρίς να ξέρω πώς να αντιδράσω, αφέθηκα και τον ακολούθησα. Εκείνος με οδήγησε στην άκρη του δρόμου, που ήταν ελαφρώς υπερυψωμένη, και από κει στην είσοδο ενός από τα γιγαντιαία κτίρια. Έβγαλε από την τσέπη του έναν κρίκο με διάφορα κλειδιά και άλλα μεταλλικά αντικείμενα, και έβαλε ένα από τα κλειδιά στην κλειδαριά.

 

Ξαφνιάστηκα από το πόσο μικρό και λεπτοδουλεμένο ήταν το κλειδί και η κλειδαριά.

Αφού άνοιξε την πόρτα, μπήκαμε μέσα· κάτω, στο πάτωμα υπήρχε λείο μάρμαρο, λες και έμπαινες σε ναό, και στους ολόισιους τοίχους είχε γυαλισμένους καθρέπτες. Κατευθυνθήκαμε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στους πάνω ορόφους. Στον πρώτο όροφο ο παράξενος οδηγός μου κατευθύνθηκε προς μια ξύλινη πόρτα και την ξεκλείδωσε με ένα άλλο κλειδί.

 

Βρεθήκαμε σε ένα μικρό σαλονάκι, το οποίο είχε μέσα αντικείμενα που θα μπορούσαν να στόλιζαν άνετα ένα παλάτι στον τόπο μου: Αντικείμενα με άγνωστες χρήσεις, αλλά τόσο λεπτοδουλεμένα και τέλεια φτιαγμένα που φοβόμουν να τα αγγίξω. Υπήρχε ένας μακρόστενος πάγκος καλυμμένος με ύφασμα, στον οποίο καθήσαμε (αν και εγώ αντιστάθηκα σθεναρά, από φόβο μην φθείρω το υπέροχα κεντημένο ύφασμα). Ο νέος που με είχε φέρει εδώ άρχισε να μιλάει:

«Καλώς ήρθες λοιπόν. Σίγουρα θα αναρωτιέσαι αυτή τη στιγμή πώς ήξερα ότι θα έρθεις, και πώς ήξερα πού και πότε θα εμφανιστείς. Αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Υπάρχει κάτι άλλο πιο σημαντικό: ο λόγος για τον οποίο ήρθες.»

Link to comment
Share on other sites

Το γεγονός ότι δημιουργείς μυστήριο με έκανε να θέλω να διαβάσω περισσότερο. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς;

 

Άντε, γράφε το επόμενο.

 

Υποθέτω πως πρόκειται για κάποιον χρονοταξιδιώτη, από την Αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη. Ή από την Αρχαία Ελλάδα σε κάποια σύγχρονη χώρα. --Μη μου πεις, όμως' θέλω να το ανακαλύψω.

 

Πρόσεξε σε ένα σημείο ότι έχεις δύο φορές πολύ κοντά το "ανάμεσα", με τρόπο που χτυπάει άσχημα. Εκεί που λες για το κενό ανάμεσα στα χτίρια.

Link to comment
Share on other sites

Καλό, πολύ καλό... και φυσικά θέλω να διαβάσω και το παρακάτω!

 

 

Μόνο που νομίζω πως -γενική παρατήρηση- αν το παρακάνεις με τις παρομοιώσεις δεν θα αρέσει τόσο στον αναγνώστη. Τώρα δεν το παράκανες, αλλά απλά στο λέω να προσέχεις.

Link to comment
Share on other sites

Το διάβασα, αλλά δε θα κρίνω πριν διαβάσω περισσότερα. Πάντως μου φάνηκε καλό.

Link to comment
Share on other sites

Το τελείωσα βλέποντας Θέμο :p . Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν θα είναι sci fi ή φάντασυ. Πάντως είναι ωραίος κόσμος για φάντασυ, Θα δούμε.

****

 

«Πριν από πολλά, πάρα πολλά χρόνια, υπήρχε μια χώρα στο βόρειο μέρος του κόσμου, που τότε δεν ήταν παγωμένο και αφιλόξενο όπως σήμερα, η οποία ήταν όμορφη σαν παράδεισος. Ποτάμια την διέτρεχαν, εύφορες πεδιάδες έτρεφαν τους κατοίκους της, και περήφανα ζώα περιδιάβαιναν μέσ’ από τα δάση και τις κοιλάδες της. Αυτή τη χώρα οι κάτοικοί της τη φώναζαν «Εντ-σις», αν και έχει διάφορα ονόματα στις γλώσσες των άλλων αρχαίων λαών.

 

Οι κάτοικοί της, οι «Εντ-σίσθε» όπως αυτοαποκαλούνταν, ήταν ένας λαός πολύ πιο προηγμένος από τους σύγχρονούς του· πιο προηγμένος από κάθε άλλο λαό που έχει εμφανιστεί ποτέ στην γη μας. Λέγοντας προηγμένος όμως δεν εννοώ τεχνολογικά, όπως συνηθίζεται να λέγεται στην εποχή μας· εννοώ ότι είχαν φτάσει σε ένα ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Δεν αναζητούσαν εξουσία και χρήμα, όπως εμείς, αλλά αναζητούσαν γαλήνη και αρμονία. Ποτέ δεν έβλαπταν τους συνανθρώπους τους, γιατί ήξεραν ότι αν κάνουν κάτι τέτοιο, θα τους πήγαινε ένα βήμα πίσω απ’ την σκάλα προς την τελειότητα. Ως συνέπεια, μια διαρκής ειρήνη και ισότητα επικρατούσε μεταξύ τους.

 

Το παράξενο της υπόθεσης είναι ότι η φύση, λες και τους αντάμειβε για την καλοσύνη τους, ποτέ δεν τους προκαλούσε κανένα κακό. Ούτε τυφώνες, ούτε πλημμύρες, ούτε σεισμούς δεν είχαν στη χώρα τους· οι θάνατοι από ατυχήματα ή αρρώστιες ήταν ένας στο εκατομμύριο. Όλοι ζούσαν εξωφρενικά πολύ, και διατηρούσαν την ευεξία και την λογική τους για πολύ μεγάλο διάστημα. Κάποια στιγμή πέθαιναν, αλλά όχι όπως εμείς: πέθαιναν πηγαίνοντας σε έναν ναό, και εκεί, αφού αποχαιρετούσαν τους φίλους και συγγενείς, εξαϋλώνονταν με άγνωστο τρόπο με μια έκρηξη φωτός και θερμότητας.

 

Στην Εντ-σις λοιπόν, που αν κάποιος την επισκεπτόταν σήμερα θα έλεγε πως ζει σε έναν επίγειο παράδεισο, δεν κυβερνούσε κανείς· ή μάλλον κανείς άνθρωπος. Λέγεται λοιπόν πως στο κέντρο της χώρας βρισκόταν ένας οβελίσκος που στην καρδιά του βρισκόταν ένας λίθος· κανείς δεν ήξερε πού είχε βρεθεί, αλλά έδινε στους Έντ-σίσθε όλες αυτές τις ευλογίες, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονταν εκείνοι. Αυτός ο λίθος είχε το όνομα «Λίθος της Ισορροπίας» ή στη γλώσσα των Εντ-σίσθε «Στάνγκρε Έμβες». Όλοι οι Εντ-σίσθε φύλαγαν με σθένος την πέτρα και τη δύναμή της, και κάθε χρόνο έκαναν μια γιορτή προς τιμήν της, η μόνη ένδειξη θρησκευτικής τελετής που ξέρουμε. Θεούς δεν είχαν, αλλά οι ναοί τους ήταν αφιερωμένοι στους «Άξαβαλ», που μπορεί να μεταφραστεί ως «αξίες» ή «αρχές».

 

Ζούσαν λοιπόν οι Εντ-σίσθε χωρίς εξουσία αλλά σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους και με τη φύση. Καθώς λοιπόν αυτοί πλήθαιναν και άκμαζαν, διάφοροι άλλοι λαοί στο νότο άρχισαν να αναπτύσσονται και να δείχνουν σημάδια πολιτισμού: οι Χαντάν, οι Άιφσετ, οι Αρράν στη Μεσόγειο, οι Ελσέτ και οι Ντοέρ στις παρυφές της χώρας τους, οι Αγκίν στην Ασία, οι Μάμπρι στον Ειρηνικό, οι Γιάμκα στην Αμερική, οι Ασλάντ στον Ατλαντικό, και οι Σιχέλ στην Αφρική.

 

Σιγά-σιγά αυτοί οι λαοί ανέπτυξαν επικοινωνία και φιλία μεταξύ τους· δεν πολεμούσαν γιατί σέβονταν και φοβόντουσαν ο ένας τον άλλο λόγω των διαφορετικών τους ιδιοτήτων. Κάποια στιγμή μερικοί από τους Ελσέτ και τους Ντοέρ που βρίσκονταν πιο κοντά στους Εντ-σίσθε διάβηκαν τα σύνορα της χώρας τους και είδαν την αρμονία και την γαλήνη που επικρατούσε εκεί. Όταν γύρισαν πίσω είπαν στους συντρόφους τους, για αθάνατους ανθρώπους, γη χωρίς ψεγάδια και ζωή χωρίς αντίξοες συνθήκες. Αμέσως το νέο διαδόθηκε από φυλή σε φυλή, από λαό σε λαό, και όλοι ήθελαν να δουν πώς είναι αυτή η καινούρια χώρα. Πάρα πολλοί επισκέφτηκαν την Εντ-σις, αλλά οι Εντ-σίσθε δεν άφηναν κανέναν να μείνει μόνιμα, γιατί φοβόντουσαν ότι κάτι κακό μπορούσε να γίνει.

 

Έτσι λοιπόν οι λαοί άρχισαν να θέλουν και αυτοί να έχουν τέτοια χώρα και τέτοιες δυνάμεις· δεν τολμούσαν όμως να επιτεθούν στους Εντ-σίσθε. Έτσι έψαχναν τη γη για να βρουν εδάφη που να θυμίζουν έστω και λίγο αυτή τη χώρα· οι Χαντάν, οι Άιφσετ και οι Αρράν συγκεντρώθηκαν στη Μεσόγειο, οι Αγκίν στις εύκρατες περιοχές της Ασίας, οι Μάμπρι στην Αυστραλία και τον νότιο Ειρηνικό, οι Γιάμκα στον κόλπο του Μεξικού και νότια της ζούγκλας του Αμαζονίου, οι Ασλάντ στον Βόρειο Ατλαντικό και οι Σιχέλ στη νότια Αφρική. Οι Ελσέτ και οι Ντοέρ όμως, που βρίσκονταν πιο κοντά στην Εντ-σίσθε, δεν μετακινήθηκαν, καθώς η δύναμη του Λίθου της Ισορροπίας έφτανε μέχρι αυτούς, και δημιουργούσε ιδανικό περιβάλλον εκεί που κανονικά θα έπρεπε να επικρατεί πολικό ψύχος.

 

Και παρ’ όλο που δεν είχαν κανένα αντικείμενο δύναμης να τους προστατεύει, οι υπόλοιποι λαοί κατάφεραν να κάνουν τις χώρες τους σχεδόν αντάξιες της Εντ-σις, και να μάθουν να είναι σε αρμονία με τη φύση και τους συνανθρώπους τους. Και οι Εντ-σίσθε χάρηκαν ιδιαίτερα που και οι άλλοι λαοί μπόρεσαν να φτάσουν στο επίπεδό τους· τους ανησυχούσε όμως το γεγονός ότι μπόρεσαν να το κάνουν αυτό χωρίς καμία εξωτερική δύναμη, μόνο με τη δύναμη της θέλησής τους. Έτσι έστειλαν παρατηρητές και απεσταλμένους στους άλλους λαούς για να δουν πώς το είχαν καταφέρει αυτό· μέχρι τότε όμως κανείς από τους Εντ-σίσθε δεν είχε βγει από τη χώρα του.

 

Οι απεσταλμένοι πήγαν στα άλλα βασίλεια και θαμπώθηκαν από τη δύναμη και τη θέλησή τους. Συνειδητοποίησαν τότε ότι αν ο Λίθος τους χανόταν, τότε και αυτοί θα έχαναν τις ευλογίες τους ενώ οι άλλοι λαοί θα παρέμεναν σε αυτό το ανώτερο επίπεδο. Και ένιωσαν αδύναμοι, καθώς στήριζαν τη δύναμή τους όχι στην ψυχή τους, αλλά σε κάτι εξωτερικό, σε κάτι υλικό.

 

Εν τω μεταξύ, οι νεοφερμένοι λαοί, παρ’ όλο που είχαν εξελιχθεί σημαντικά, κάτι από την πρωτόγονη ζωώδη φύση τους είχε απομείνει στις καρδιές τους: και έτσι άρχισαν να επιθυμούν τον Λίθο, γιατί νόμιζαν ότι αυτός θα τους χάριζε ακόμα περισσότερη αρμονία και δύναμη· και έστελναν όλο και περισσότερους απεσταλμένους και παρατηρητές να ερευνούν την Εντ-σις, για να μάθουν όλα τα τυχόν μυστικά που μπορεί να είχαν οι Εντ-σίσθε. Οι Εντ-σίσθε όμως τους δέχονταν με καλή διάθεση και ποτέ δεν τους ζήλευαν για την ελευθερία αυτή που είχαν.

 

Μόνο δύο λαοί δεν επιθυμούσαν τον Λίθο της Ισορροπίας: οι πιο κοντινοί σε αυτόν, οι Ντοέρ και οι Ελσέτ. Είχαν αναπτύξει πολύ ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τους Εντ-σίσθε, και η σχέσεις τους με αυτούς τους είχαν εξισώσει σχεδόν με αυτούς, και κάθε πρωτόγονο στοιχείο είχε εγκαταλείψει τις ψυχές τους. Αλλά η ελευθερία τους από τον Λίθο θαρρώ πως τους έδωσε και περισσότερη προνοητικότητα· έτσι έφτιαξαν καταφύγια και κρυψώνες για περιπτώσεις πολέμου, και άρχισαν να κατασκευάζουν όπλα, κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής.

 

Οι διάφοροι απεσταλμένοι και παρατηρητές (που κατά τ’ άλλα είχαν σταλεί για ειρηνικούς σκοπούς) των άλλων λαών, και ιδιαιτέρως των γειτονικών λαών, των Χαντάν, Άιφσετ, Αρράν, Αγκίν και Ασλάντ που όλοι ζούσαν στα βόρεια, είδαν ότι οι Ντοέρ και οι Ελσέτ κατασκεύαζαν όπλα και καταφύγια και τότε οι λαοί αυτοί για πρώτη φορά ενώθηκαν σαν λαοί ο κάθε ένας, αλλά και όλοι μαζί σαν σύνολο λαών, και αφού καθιέρωσαν θεσμούς λήψης αποφάσεων για τον κάθε ένα, αποφάσισαν να κάνουν συμμαχία: έτσι ιδρύθηκε η Συμμαχία της Ίβρις. Οι υπόλοιποι λαοί που βρίσκονταν στο νότο αποφάσισαν να μην ασχοληθούν με την συμμαχία, και να παραμείνουν ουδέτεροι και ειρηνικοί. Οι Ντοέρ όμως με τους Ελσέτ και τους Εντ-σίσθε συνασπίστηκαν και έκαναν αμυντική συμμαχία.

 

Έτσι άρχισε ο Πρώτος Πόλεμος.

Link to comment
Share on other sites

Το τελείωσα βλέποντας Θέμο :p .

 

Αυτό είναι ανησυχητικό. :D

 

 

Λοιπόν... για να είμαι ειλικρινής, με ψιλοαπογοήτευσε, σε σχέση με το προηγούμενο, γιατί δε μου φάνηκε ότι έχει κάποια σύνδεση. Γιατί δε συνεχίζεις την υπέροχη ιστορία που άρχισες; Η αρχή είχε πραγματικά τεράστιο ενδιαφέρον' αυτό το κομμάτι ήταν ένα τεράστιο info-dumping, το οποίο ήταν, μεν, καλογραμμένο, αλλά τι σχέση είχε με τα προηγούμενα;

Link to comment
Share on other sites

Αυτό το σκέφτηκα κι εγώ πολύ. Εφ' όσον ο νέος λέει "ο λόγος για τον οποίο ήρθες" τότε πρέπει να πει τον λόγο. Έλα όμως που για να καταλάβεις τον λόγο πρέπει να μάθεις κάποιες πρόσθετες πληροφορίες. Σκέφτηκα να δίνω τις πληροφορίες μέσα από διάλογο, για να μην είναι τόσο άσχετο με το προηγούμενο. Ίσως το κάνω αυτό. Θα δούμε.

Link to comment
Share on other sites

Ναι, ρε συ, διάλογος θα ήταν πολύ καλύτερα. Βάλε το χαρακτήρα σου να κάνει ερωτήσεις και τον άλλο να απαντάει. Κι αυτά μπορούν να γίνουν ενώ η ιστορία σου εξακολουθεί να κινείται.

 

Νομίζω ότι έχεις μια πολύ καλή ιστορία να πεις .

Link to comment
Share on other sites

όπου να ναι θα το τελειώσω... προσπάθησα να κάνω τον αρχαίο να παίρνει περισσότερο μέρος στη συζήτηση, αλλά είναι λίγο δύσκολο. Έτσι τις περισσότερες φορές αρκείται στο να σχολιάζει με μια πρόταση μόνο. Αλλά καλύτερα έτσι. Έρχεται σύντομα.

Link to comment
Share on other sites

Να λοιπόν:

 

 

Ο παράξενος νέος άπλωσε το χέρι του προς το τραπέζι και έβγαλε ένα μικρό αντικείμενο από ένα χάρτινο κουτί· το έτριψε και μια μικρή φλόγα βγήκε, με την οποία άναψε ένα τσιγάρο που κρατούσε με το άλλο χέρι. Ρούφηξε αργά το τσιγάρο, και μετά από λίγο ξεφύσηξε δυο-τρία σύννεφα καπνού που σκορπίστηκαν στο δωμάτιο. Έπειτα άρχισε να μιλάει.

 

«Πριν σου πω τον λόγο για τον οποίο ήρθες πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα που μάλλον σου είναι άγνωστα. Θα σου πω λοιπόν μια ιστορία: πριν από πολλά, πάρα πολλά χρόνια, υπήρχε μια χώρα στο βόρειο μέρος του κόσμου, που τότε δεν ήταν παγωμένο και αφιλόξενο όπως σήμερα, η οποία ήταν όμορφη σαν παράδεισος. Ποτάμια την διέτρεχαν, εύφορες πεδιάδες έτρεφαν τους κατοίκους της, και περήφανα ζώα περιδιάβαιναν μέσ’ από τα δάση και τις κοιλάδες της. Αυτή τη χώρα οι κάτοικοί της τη φώναζαν «Εντ-σις», αν και έχει διάφορα ονόματα στις γλώσσες των άλλων αρχαίων λαών.

 

Οι κάτοικοί της, οι «Εντ-σίσθε» όπως αυτοαποκαλούνταν, ήταν ένας λαός πολύ πιο προηγμένος από τους σύγχρονούς του· πιο προηγμένος από κάθε άλλο λαό που έχει εμφανιστεί ποτέ στην γη μας. Λέγοντας προηγμένος όμως δεν εννοώ τεχνολογικά, όπως συνηθίζεται να λέγεται στην εποχή μας· εννοώ ότι είχαν φτάσει σε ένα ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Δεν αναζητούσαν εξουσία και χρήμα, όπως εμείς, αλλά αναζητούσαν γαλήνη και αρμονία. Ποτέ δεν έβλαπταν τους συνανθρώπους τους, γιατί ήξεραν ότι αν κάνουν κάτι τέτοιο, θα τους πήγαινε ένα βήμα πίσω απ’ την σκάλα προς την τελειότητα. Ως συνέπεια, μια διαρκής ειρήνη και ισότητα επικρατούσε μεταξύ τους.»

«Αυτή η χώρα θα πρέπει να έμοιαζε με παράδεισος. Η τέλεια κοινωνία.»

 

«Πράγματι, ήταν ένα πρότυπο κοινωνίας, ή μάλλον ένα πρότυπο συμβίωσης ανθρώπων. Το παράξενο όμως της υπόθεσης είναι ότι η φύση, λες και τους αντάμειβε για την καλοσύνη τους, ποτέ δεν τους προκαλούσε κανένα κακό. Ούτε τυφώνες, ούτε πλημμύρες, ούτε σεισμούς δεν είχαν στη χώρα τους· οι θάνατοι από ατυχήματα ή αρρώστιες ήταν ένας στο εκατομμύριο. Όλοι ζούσαν εξωφρενικά πολύ, και διατηρούσαν την ευεξία και την λογική τους για πολύ μεγάλο διάστημα. Κάποια στιγμή πέθαιναν, αλλά όχι όπως εμείς: πέθαιναν πηγαίνοντας σε έναν ναό, και εκεί, αφού αποχαιρετούσαν τους φίλους και συγγενείς, εξαϋλώνονταν με άγνωστο τρόπο με μια έκρηξη φωτός και θερμότητας.

 

Στην Εντ-σις, λοιπόν, δεν κυβερνούσε κανείς· ή μάλλον κανείς άνθρωπος. Λέγεται λοιπόν πως στο κέντρο της χώρας βρισκόταν ένας οβελίσκος που στην καρδιά του βρισκόταν ένας λίθος· κανείς δεν ήξερε πού είχε βρεθεί, αλλά έδινε στους Έντ-σίσθε όλες αυτές τις ευλογίες, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονταν εκείνοι. Αυτός ο λίθος είχε το όνομα «Λίθος της Ισορροπίας» ή στη γλώσσα των Εντ-σίσθε «Στάνγκρε Έμβες». Όλοι οι Εντ-σίσθε φύλαγαν με σθένος την πέτρα και τη δύναμή της, και κάθε χρόνο έκαναν μια γιορτή προς τιμήν της, η μόνη ένδειξη θρησκευτικής τελετής που ξέρουμε. Θεούς δεν είχαν, αλλά οι ναοί τους ήταν αφιερωμένοι στους «Άξαβαλ», που μπορεί να μεταφραστεί ως «αξίες» ή «αρχές».

«Δηλαδή δεν πίστευαν σε κανένα θεό; Πώς γίνεται να πίστευαν σε αξίες; Δεν είχαν μύθους και θρύλους;»

 

«Μύθους και θρύλους είχαν, αλλά όχι θεούς. Οι ναοί υπήρχαν μόνο για να τους θυμίζουν την αγάπη, την ειρήνη, την αρμονία, την ισορροπία και τη λογική. Αυτοί ήταν οι θεοί τους· ή μάλλον οι θεοποιημένες αξίες τους.

 

Ζούσαν λοιπόν οι Εντ-σίσθε χωρίς εξουσία αλλά σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους και με τη φύση. Καθώς λοιπόν αυτοί πλήθαιναν και ήκμαζαν, διάφοροι άλλοι λαοί στο νότο άρχισαν να αναπτύσσονται και να δείχνουν σημάδια πολιτισμού: οι Χαντάν, οι Άιφσετ, οι Αρράν στη Μεσόγειο, οι Ελσέτ και οι Ντοέρ στις παρυφές της χώρας τους, οι Αγκίν στην Ασία, οι Μάμπρι στον Ειρηνικό, οι Γιάμκα στην Αμερική, οι Ασλάντ στον Ατλαντικό, και οι Σιχέλ στην Αφρική.»

«Στη Μεσόγειο; Μα αυτή είναι η πατρίδα μου!»

 

«Πράγματι, στη Μεσόγειο. Στο αίμα σου και το δικό μου σίγουρα υπάρχει λίγο αίμα από τους Χαντάν και τους Αρράν, ακόμα και τους Άιφσετ. Άσε με όμως να σου διηγηθώ όλη την ιστορία.

 

Σιγά-σιγά αυτοί οι δέκα λαοί ανέπτυξαν επικοινωνία και φιλία μεταξύ τους· δεν πολεμούσαν γιατί σέβονταν και φοβόντουσαν ο ένας τον άλλο λόγω των διαφορετικών τους ιδιοτήτων. Κάποια στιγμή λοιπόν μερικοί από τους Ελσέτ και τους Ντοέρ που βρίσκονταν πιο κοντά στους Εντ-σίσθε διάβηκαν τα σύνορα της χώρας τους και είδαν την αρμονία και την γαλήνη που επικρατούσε εκεί. Όταν γύρισαν πίσω είπαν στους συντρόφους τους, για αθάνατους ανθρώπους, γη χωρίς ψεγάδια και ζωή χωρίς αντίξοες συνθήκες. Αμέσως το νέο διαδόθηκε από φυλή σε φυλή, από λαό σε λαό, και όλοι ήθελαν να δουν πώς είναι αυτή η καινούρια χώρα. Πάρα πολλοί επισκέφτηκαν την Εντ-σις, αλλά οι Εντ-σίσθε δεν άφηναν κανέναν να μείνει μόνιμα, γιατί φοβόντουσαν ότι κάτι κακό μπορούσε να γίνει.

 

Έτσι λοιπόν οι λαοί άρχισαν να θέλουν και αυτοί να έχουν τέτοια χώρα και τέτοιες δυνάμεις· δεν τολμούσαν όμως να επιτεθούν στους Εντ-σίσθε. Έτσι έψαχναν τη γη για να βρουν εδάφη που να θυμίζουν έστω και λίγο αυτή τη χώρα· οι Χαντάν, οι Άιφσετ και οι Αρράν συγκεντρώθηκαν στη Μεσόγειο, οι Αγκίν στις εύκρατες περιοχές της Ασίας, οι Μάμπρι στην Αυστραλία και τον νότιο Ειρηνικό, οι Γιάμκα στον κόλπο του Μεξικού και νότια της ζούγκλας του Αμαζονίου, οι Ασλάντ στον Βόρειο Ατλαντικό και οι Σιχέλ στη νότια Αφρική. Οι Ελσέτ και οι Ντοέρ όμως, που βρίσκονταν πιο κοντά στην Εντ-σίσθε, δεν μετακινήθηκαν, καθώς η δύναμη του Λίθου της Ισορροπίας έφτανε μέχρι αυτούς, και δημιουργούσε ιδανικό περιβάλλον εκεί που κανονικά θα έπρεπε να επικρατεί πολικό ψύχος.

 

Και παρ’ όλο που δεν είχαν κανένα αντικείμενο δύναμης να τους προστατεύει, οι υπόλοιποι λαοί κατάφεραν να κάνουν τις χώρες τους σχεδόν αντάξιες της Εντ-σις, και να μάθουν να είναι σε αρμονία με τη φύση και τους συνανθρώπους τους. Και οι Εντ-σίσθε χάρηκαν ιδιαίτερα που και οι άλλοι λαοί μπόρεσαν να φτάσουν στο επίπεδό τους· τους ανησυχούσε όμως το γεγονός ότι μπόρεσαν να το κάνουν αυτό χωρίς καμία εξωτερική δύναμη, μόνο με τη δύναμη της θέλησής τους. Έτσι έστειλαν παρατηρητές και απεσταλμένους στους άλλους λαούς για να δουν πώς το είχαν καταφέρει αυτό· μέχρι τότε όμως κανείς από τους Εντ-σίσθε δεν είχε βγει από τη χώρα του.

 

Οι απεσταλμένοι πήγαν στα άλλα βασίλεια και θαμπώθηκαν από τη δύναμη και τη θέλησή τους. Συνειδητοποίησαν τότε ότι αν ο Λίθος τους χανόταν, τότε και αυτοί θα έχαναν τις ευλογίες τους ενώ οι άλλοι λαοί θα παρέμεναν σε αυτό το ανώτερο επίπεδο. Και ένιωσαν αδύναμοι, καθώς στήριζαν τη δύναμή τους όχι στην ψυχή τους, αλλά σε κάτι εξωτερικό, σε κάτι υλικό.

 

Εν τω μεταξύ, οι νεοφερμένοι λαοί, παρ’ όλο που είχαν εξελιχθεί σημαντικά, κάτι από την πρωτόγονη ζωώδη φύση τους είχε απομείνει στις καρδιές τους: και έτσι άρχισαν να επιθυμούν τον Λίθο, γιατί νόμιζαν ότι αυτός θα τους χάριζε ακόμα περισσότερη αρμονία και δύναμη· και έστελναν όλο και περισσότερους απεσταλμένους και παρατηρητές να ερευνούν την Εντ-σις, για να μάθουν όλα τα τυχόν μυστικά που μπορεί να είχαν οι Εντ-σίσθε. Οι Εντ-σίσθε όμως τους δέχονταν με καλή διάθεση και ποτέ δεν τους ζήλευαν για την ελευθερία αυτή που είχαν.

 

Μόνο δύο λαοί δεν επιθυμούσαν τον Λίθο της Ισορροπίας: οι πιο κοντινοί σε αυτόν, οι Ντοέρ και οι Ελσέτ. Είχαν αναπτύξει πολύ ισχυρούς δεσμούς φιλίας με τους Εντ-σίσθε, και η σχέσεις τους τούς είχαν εξισώσει σχεδόν με αυτούς, και κάθε πρωτόγονο στοιχείο είχε εγκαταλείψει τις ψυχές τους. Αλλά η ελευθερία τους από τον Λίθο θαρρώ πως τους έδωσε και περισσότερη προνοητικότητα· έτσι έφτιαξαν καταφύγια και κρυψώνες για περιπτώσεις πολέμου, και άρχισαν να κατασκευάζουν όπλα, κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής.

 

Οι διάφοροι απεσταλμένοι και παρατηρητές (που κατά τ’ άλλα είχαν σταλεί για ειρηνικούς σκοπούς) των άλλων λαών, και ιδιαιτέρως των γειτονικών λαών, των Χαντάν, Άιφσετ, Αρράν, Αγκίν και Ασλάντ που όλοι ζούσαν στα βόρεια, είδαν ότι οι Ντοέρ και οι Ελσέτ κατασκεύαζαν όπλα και καταφύγια και τότε οι λαοί αυτοί για πρώτη φορά ενώθηκαν σαν λαοί ο κάθε ένας, αλλά και όλοι μαζί σαν σύνολο λαών, και αφού καθιέρωσαν θεσμούς λήψης αποφάσεων, αποφάσισαν να κάνουν συμμαχία: έτσι ιδρύθηκε η Συμμαχία της Ίβρις. Οι υπόλοιποι λαοί που βρίσκονταν στο νότο αποφάσισαν να μην ασχοληθούν με την συμμαχία, και να παραμείνουν ουδέτεροι και ειρηνικοί. Οι Ντοέρ όμως με τους Ελσέτ και τους Εντ-σίσθε συνασπίστηκαν και έκαναν επίσης αμυντική συμμαχία. Έτσι άρχισε ο Πρώτος Πόλεμος.

 

Για να μη στα πολυλογώ, ο πόλεμος ήταν σφοδρός και ο θάνατος καραδοκούσε παντού· αλλά το χειρότερο ήταν ότι κανείς πλέον δεν ήταν στο υψηλό πνευματικό επίπεδο που βρισκόταν πριν, καθώς αναγκάζονταν να σκοτώσουν, να χαλάσουν την αρμονία και την ειρήνη που επικρατούσε ως τότε.

 

Κάποια στιγμή η συμμαχία της Ίβρις νίκησε και κατέλαβε την Εντ-σις. Έδιωξαν ευτυχώς και δεν σκότωσαν τους Εντ-σίσθε, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο, και υπέταξαν τους Ντοέρ και τους Ελσέτ. Θα περίμενε κανείς ότι θα ξαναέφτιαχναν τη χώρα, αλλά είχαν πέσει τόσο χαμηλά για να την κατακτήσουν που ο Λίθος της Ισορροπίας είχε κλονιστεί και δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πήραν τον Λίθο και θεωρώντας τον υπαίτιο για την συμπεριφορά τους, τον διαμέλισαν και σκόρπισαν τα κομμάτια του σε όλη τη γη. Αμέσως οι Εντ-σίσθε έχασαν τις δυνάμεις τους και τα σώματά τους, και αναγκάστηκαν να περιφέρονται σαν σκιές και να κατοικούν σε ξένα σώματα.

 

Οι αιώνες πέρασαν λοιπόν, και τα τραύματα του πολέμου δεν μπόρεσαν να επουλωθούν. Και οι δέκα φυλές έσβησαν, και μόνο ελάχιστοι εναπομείναντες είχαν μείνει να κατοικούν τη γη. Η άλλοτε εύφορη και παραδεισένια Εντ-σις καλύφθηκε από πάγους και νερό, και όσοι επέζησαν από τις φυλές της συμμαχίας της Ίβρις γύρισαν στο νότο, στα παλιά τους μέρη.»

«Πολύ όμορφη ιστορία, αλλά δεν εξηγεί πώς και γιατί βρέθηκα εδώ.»

«Καλή ερώτηση. Πώς βρέθηκες εδώ; Απ’ ότι ξέρω, πριν έρθεις εδώ βρισκόσουν κάπου στις πεδιάδες της Μακεδονίας, σε ένα σπήλαιο.»

«Τι; Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Σε αυτό το σπήλαιο είχες μπει μέσω κάποιων υπόγειων ερειπίων ενός αρχαίου παλατιού»

«Σωστά»

 

«Και λίγο πριν βρεθείς εδώ περιεργαζόσουν ένα παράξενο αντικείμενο· ήταν ένα κομμάτι ακατέργαστης πέτρας με ακαθόριστο χρώμα. Και για να μη μιλάω με αινίγματα, αυτή η πέτρα σε πήγε μπροστά στο χρόνο κατά δυο χιλιάδες χρόνια. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε πέτρα· ήταν μια από τις πέτρες που οι Εντ-σίσθε χρησιμοποιούσαν για να αποθηκεύουν τις δυνάμεις τους όταν αυτές περίσσευαν. Λίγο πριν πέσει η Εντ-σις στη συμμαχία της Ίβρις, οι Εντ-σίσθε τοποθέτησαν πολλές απ’ τις δυνάμεις και τη γνώση τους σε τέτοιες πέτρες, για να μη χαθεί η σοφία τους όταν θα χάνονταν αυτοί. Ήξεραν ότι θα καταστραφούν, αλλά ήθελαν να μπορέσει ο κόσμος να ξαναβρεί αυτή την αρμονία και την ειρήνη που είχε εκείνη την εποχή.

 

Αυτές οι πέτρες κρύφτηκαν σε τάφους και αρχαία κτίσματα για να μην μπορούν να τα βρουν οι λαοί της συμμαχίας της Ίβρις· ήλπιζαν ότι ίσως σε κάποια από τις εποχές που θα έρχονταν, οι άνθρωποι θα τις εύρισκαν και θα κέρδιζαν ξανά τη σοφία που είχε χαθεί. Για πολλά χρόνια έμεναν κρυμμένες βαθιά στη γη, και κάτω από την επίδραση των ρευμάτων ενέργειας που την διαπερνούν απέκτησαν παράξενες δυνάμεις και ιδιότητες. Η σοφία των Εντ-σίσθε σχεδόν θάφτηκε, και οι πέτρες γέμισαν με παράδοξες δυνάμεις της γης. Μέχρι που εσύ, ωθούμενος από την περιέργεια και την επιθυμία για γνώση έσκαψες σε αυτό τον αρχαίο τάφο και βρήκες μία από αυτές· για άγνωστους λόγους αυτή σε μετέφερε δύο χιλιάδες χρόνια μετά, και έτσι βρέθηκες εδώ.»

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρον, και αισθητή βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη "εκδοχή". Θα έχει και συνέχεια, υποθέτω, έτσι;

 

Κάτι παράξενο που παρατήρησα: Αφού ο αφηγητής σου δεν ξέρει τα σπίρτα, πώς ξέρει τι είναι το τσιγάρο;

Link to comment
Share on other sites

Το τσιγάρο προϋπήρχε των σπίρτων υποθέτω

Όχι με την έννοια του τσιγάρου όπως την ξέρουμε σήμερα, εννοώ αυτοσχέδιο τσιγαριλίκι ή όπως αλλιώς το λένε :p (Να μου πεις πώς κατάλαβε πως αυτό το άσπρο μακρόστενο πράγμα μπορεί να είναι τσιγάρο, εφ' όσον λογικά να είχε καπνίσει ποτέ θα το είχε κάνει με χόρτο τυλιγμένο σε ξερά φύλλα... ή μήπως πάπυρο; Θα το ερευνήσω το θέμα)

Link to comment
Share on other sites

Πάντα το λέω πως, γράφοντας, μαθαίνεις κάτι απίστευτα πράγματα από την παράπλευρη έρευνα που κάνεις.

 

Κοίτα τι σου βρήκα.

 

# 470-630 CE: Between 470 and 630 A.D. the Mayas began to scatter, some moving as far as the Mississippi Valley. The Toltecs, who created the mighty Aztec Empire, borrowed the smoking custom from the Mayas who remained behind. Two castes of smokers emerged among them. Those in the Court of Montezuma, who mingled tobacco with the resin of other leaves and smoked pipes with great ceremony after their evening meal; and the lesser Indians, who rolled tobacco leaves together to form a crude cigar. The Mayas who settled in the Mississippi Valley spread their custom to the neighboring tribes. The latter adapted tobacco smoking to their own religion, believing that their god, the almighty Manitou, revealed himself in the rising smoke. And, as in Central America, a complex system of religious and political rites was developed around tobacco.

 

Επίσης, δες αυτά:

 

Tobacco.org: History

 

Tobacco Timeline 17th Century

 

Tobacco Timeline

 

Πάντως, δε νομίζω ότι οι Έλληνες έκαναν αυτή την ιστορία με το τυλιχτό χόρτο.

Link to comment
Share on other sites

O μπαμπάς μου το έκανε όμως στο χωριό του! Και μιλάμε για κατάσταση χειρότερη και από μεσαίωνα :p. Πάντως πρέπει να λειτουργεί καλά!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είχα στείλει τη συνέχεια τόσο καιρό. Βασικά δεν ήξερα αν πρέπει να σταματήσω εδώ ή αν πρέπει να συνεχίσω και να σταματήσω αλλού. Τεσπα, να και η συνέχεια:

***********************

 

«Μα πώς το ήξερες;»

 

«Δεν είναι εύκολο να στο εξηγήσω. Ήμουν καταδικασμένος να το κάνω. Πρόκειται περί του παραδόξου της χρονομηχανής» είπε ο νέος, και με τον τόνο της φωνής του μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν μπορούσε να μου πει τίποτα άλλο.

 

Έστρεψε αργά το βλέμμα του προς το παράθυρο, κι εγώ έστρεψα το δικό μου βλέμμα προς το πρόσωπό του. Τώρα είχα περισσότερες απορίες από πριν. Και τι εννοούσε όταν έλεγε ότι ήταν καταδικασμένος να με βρει; Ποιος του το επέβαλε; Γιατί δεν μπορούσε να πει πιο πολλά; Μέσα στις απορίες μου εμφανίστηκαν και άλλες, που δεν είχα σκεφτεί πιο πριν: καταρχήν ποιο ήταν το όνομά του.

 

«Πώς λέγεσαι;»

 

«Το όνομα που χρησιμοποιώ είναι ασήμαντο. Το πραγματικό μου όνομα είναι Λάπις. Απλώς Λάπις.»

 

Λέγοντας αυτά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς ένα άλλο δωμάτιο το οποίο εξέπεμπε κάποιο απόκοσμο άσπρο φως. Ύστερα από λίγο γύρισε και μου μίλησε.

 

«Για λίγο καιρό θα μένεις εδώ, στο σπίτι μου. Αν δε σε πειράζει θα κοιμάσαι στον καναπέ, δεν ξέρω για πόσο θα μείνεις. Μην βγεις καθόλου στο δρόμο ή γενικά έξω από το σπίτι. Αν γίνεται μην πειράζεις κανένα αντικείμενο εδώ μέσα, γιατί μερικά μπορεί να είναι επικίνδυνα αν δεν ξέρεις πώς να τα χρησιμοποιείς. Και, καταρχήν, άλλαξε ρούχα· δε θέλουμε να τραβάς βλέμματα. Θα σου φέρω μερικά δικά μου.»

 

Περιττό να πω ότι ένιωσα μια παράξενη αίσθηση φορώντας αυτά τα περίεργα στενά ρούχα, τα οποία ήταν σκληρά απ’ έξω και από μέσα σχεδόν βελούδινα. Ήταν σαν να φοράω ένα δεύτερο δέρμα από πάνω. Ο Λάπις μετά από λίγο με ρώτησε αν πεινάω ή αν θέλω κάτι ιδιαίτερο· εγώ δεν ήθελα τίποτα, η όρεξή μου είχε κορεστεί από όλα αυτά τα καινούρια και παράξενα πράγματα και καταστάσεις. Ύστερα με οδήγησε σε διάφορα δωμάτια εξηγώντας μου διάφορες χρήσεις αντικειμένων και εξαρτημάτων, απ’ τα οποία λίγα συγκράτησα (εκτός από την χρήση του αποχωρητηρίου, την οποία βρήκα πολύ απλή, και τους λεγόμενους διακόπτες του φωτός). Μου είπε ότι θα πρέπει να φύγει για να εργαστεί, και με άφησε σε ένα σπίτι γεμάτο με μαγικά σχεδόν αντικείμενα· αν και μου εξήγησε ότι όλα εκεί μέσα βασίζονταν στους νόμους της τεχνολογίας, εγώ συνέχιζα να τα θεωρώ μαγικά.

 

Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, μια ανατριχίλα με διαπέρασε. Άρχισα απ’ το σαλόνι: μέσα υπήρχε ένα τετράγωνο αντικείμενο με μια λεία όψη, μεγάλο σαν κιβώτιο, το οποίο μου είχε τραβήξει την προσοχή από την αρχή. Πλησίασα με διστακτικά βήματα, σαν να πλησίαζα ένα άγριο ζώο. Άρχισα να το ψηλαφίζω· δεν κουνήθηκε. Καθώς τα χέρια μου έτρεχαν πάνω στην επιφάνειά του, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν κάποια μικρά κομμάτια τα οποία έμπαιναν προς τα μέσα κάνοντας ένα ελαφρό «κλικ». Τα πάτησα όλα με τη σειρά· στο τελευταίο εκτός από ένα «κλικ» ακούστηκε και ένας απόκοσμος ήχος, σαν να ερχόταν από τα σωθικά του κουτιού.

 

Απομακρύνθηκα για να δω τι θα γίνει. Για λίγα δευτερόλεπτα επικρατούσε απόλυτη σιγή· ξαφνικά όμως, χρώματα ξεχύθηκαν από το μπροστινή όψη και την κατέλαβαν ολόκληρη, και ένα έντονο μπλε φως πλημμύρισε το δωμάτιο. Έπειτα κατάλαβα ότι δεν ήταν ακατάσχετα χρώματα· με κόπο κοίταξα την φωτισμένη πλευρά του κιβωτίου και είδα μορφές που κινούνταν, σχήματα και ταυτόχρονα άκουσα ήχους να πηγάζουν από το εσωτερικό του κιβωτίου.

 

Έδειχνε ένα δάσος· ένα ελάφι μασούσε αμέριμνο τα κλαδιά ενός θάμνου, και ακουγόταν το θρόισμα των φύλλων από τον άνεμο και διάφοροι ήχοι του δάσους. Ήταν σαν να άνοιγε ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, σαν να υπήρχε ένα δάσος πίσω από το παράξενο κιβώτιο. Κοίταξα έκπληκτος πίσω του, αλλά τίποτα δεν υπήρχε, μόνο κάτι περίεργα σχοινιά και αρκετή σκόνη. Τότε θυμήθηκα ένα φαινόμενο που μου είχε μάθει ο τιμημένος μου δάσκαλος: το πώς μια εικόνα μπορεί να μεταφερθεί με καθρέφτες και κάτοπτρα και να την δούμε αποτυπωμένη κάπου όπου πριν δεν υπήρχε. Ίσως να υπήρχαν τέτοιου είδους καθρέπτες και φακοί μέσα σε αυτό το κιβώτιο, και να έφερναν την εικόνα από ποιος ξέρει πού. Αλλά ο ήχος; Πώς μπορούσε να μεταφερθεί; Ίσως με κάποιο παρόμοιο τρόπο· σίγουρα θα ρωτούσα τον Λάπις μόλις γύριζε.

 

Αφού κάθισα και κοιτούσα σαν υπνωτισμένος διάφορες εικόνες που προβαλλόντουσαν, θυμήθηκα το δωμάτιο που αυτός είχε αναφερθεί ως «μπάνιο» ή «τουαλέτα». Μπήκα μέσα και κοίταξα τον καθρέπτη που βρισκόταν μπροστά στο άσπρο πιάτο με την τρύπα στο κάτω μέρος του. Είχα δει καθρέπτες πολλών ειδών στην πατρίδα μου, αλλά κανείς δε συγκρινόταν με την τελειότητα αυτού· ήταν απόλυτα λείος και επίπεδος, και δεν είχε ούτε ένα σημάδι πάνω του. Μπορούσα να δω τον εαυτό μου σαν να κοιταζόμουν σε ακίνητο νερό, με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια. Αφού περιεργάστηκα τον εαυτό μου, άνοιξα τη βρύση που βρισκόταν στο χείλος του πιάτου που ακουμπούσε στον τοίχο, και έπλυνα το πρόσωπό μου. Έπειτα κατευθύνθηκα προς εκείνο το αντικείμενο που ο Λάπις το είχε πει «λεκάνη».

 

Μετά από λίγη ώρα μπήκα στο μεγάλο λουτρό, και πλύθηκα διεξοδικά. Ήμουν γεμάτος χώματα και σκόνη από τα ερείπια εκείνου του τάφου στη Μακεδονία, και είχα πάνω μου ιδρώτα ημερών, καθώς στην πορεία προς εκείνο τον τάφο δεν είχε κάποια πηγή ή ποτάμι. Είχα καιρό να νιώσω τέτοια ανακούφιση· παρ’ όλα αυτά νοστάλγησα τις ωραίες στιγμές χαλάρωσης και γέλιου που περνούσαμε στα δημόσια λουτρά με τους πολυαγαπημένους μου φίλους. Πώς μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να πλένονται με τόση μοναξιά και απομόνωση; Πώς μπορούσαν να μένουν σε αυτές τις μικροσκοπικές τρώγλες με τα μαγικά αντικείμενα χωρίς να τρελαίνονται;

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..