Jump to content

Το φλεγόμενο στέμμα


Nihilio

Recommended Posts

(Εισαγωγή Κώστας "Βάρδος" Βουλατζέρης)

 

Ο άνεμος ούρλιαζε, και τα κύματα έσκαγαν στα βράχια της ακτής, σηκώνοντας μεγάλους αφρισμένους πίδακες. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα σύννεφα, τα οποία είχαν σχηματίσει ένα στρογγυλό άνοιγμα ανάμεσά τους, ίσα για να φανερώνουν την πανσέληνο, σαν πελώριο μάτι που ατένιζε τα δρώμενα της ανθρωπότητας.

 

Το πλοίο ήταν ρημαγμένο στα βόρεια της ακρογιαλιάς, λίγο πριν από την αρχή των μεγάλων δασών. Το σκαρί του είχε τσακιστεί πάνω στα βράχια· τα κατάρτια του είχαν σπάσει και τα ιστία κουρελιαστεί· τα αντικείμενα στην πλώρη του –βαρέλια, κασόνια, σχοινιά– είχαν πεταχτεί τριγύρω, στις πέτρες ή στη θάλασσα· οι άνθρωποι του πληρώματός του ήσαν όλοι νεκροί, πνιγμένοι ή τσακισμένοι… εκτός από έναν.

 

Ο άντρας σερνόταν στην ακτή, μπήγοντας τα δάχτυλά του στο χώμα. Το αριστερό του πόδι αιμορραγούσε, και το δεξί έμοιαζε σπασμένο, τελείως άχρηστο. Στο πρόσωπο του υπήρχε μια έκφραση αγωνίας και τρόμου· τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, τα δόντια του έτριζαν. Και στο μέτωπό του, ανάμεσα από τις μαύρες, πιτσιλισμένες με αίμα τρίχες των μαλλιών του, διακρινόταν ένα σύμβολο: ένας κύκλος, με κάποια απόκρυφη γραφή στην περιφέρειά του.

 

Ο ναυαγός, όμως, δεν ήταν το μόνο ζωντανό πλάσμα ετούτη τη νύχτα. Επάνω στα βράχια κάτι άλλο σκαρφάλωνε· κάτι ανθρωποειδές, που το δέρμα του γυάλιζε στο φεγγαρόφωτο, σαν να ήταν γεμάτο ψαρίσια λέπια. Το μυστηριώδες ον είχε ξεπροβάλει από τα αφρισμένα κύματα, και έμοιαζε να ήξερε ακριβώς πού κατευθυνόταν…

 

Όταν βρέθηκε στην κορυφή των βράχων, τα μάτια του στράφηκαν στο ναυαγό, και βάδισε, χωρίς καθυστέρηση, προς το μέρος του, φτάνοντάς τον με μερικές μεγάλες δρασκελιές.

 

Εκείνος το αντιλήφτηκε, και ούρλιαξε, αλλά η φωνή του χάθηκε μέσα στο σφύριγμα του ανέμου.

 

Η πανσέληνος κοίταζε αδιάφορα από τους αιθέρες, καθώς το φολιδοφόρο πλάσμα άρπαζε το κεφάλι του άντρα με το ένα χέρι, τρυπώντας τη σάρκα του με μακριά γαμψώνυχα και κάνοντας αίμα να πεταχτεί. Τώρα, τα ουρλιαχτά του ναυαγού είχαν ξεπεράσει σε ένταση αυτά του ανέμου.

 

Τα δύο πρώτα δάχτυλα του πλάσματος μπήχτηκαν στα μάτια του άντρα, ενώ ο παράμεσος και το μικρό δάχτυλο τρύπησαν βαθιά τον δεξή κρόταφο και την περιοχή του αφτιού, και ο αντίχειρας μπήχτηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ναυαγού. Το τέρας μούγκρισε, νικηφόρα, και, μ’ένα απότομο τράβηγμα, ξερίζωσε εκείνο που επιθυμούσε, αφήνοντας στο έδαφος ένα ακέφαλο κουφάρι να σπαρταρά.

 

Εξακολουθώντας να κρατά το κομμένο κεφάλι από τα μάτια, το πλάσμα επέστρεψε στην κορυφή των βράχων, και πήδησε στα αφρισμένα κύματα, απ’όπου είχε ξεπροβάλει.

 

Το Μαύρο Μαργαριτάρι του Σάλεμπ'Κάνα

 

Ο Αύγουστος Μπρόντλευ ξύπνησε σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα σκληρό κρεβάτι που έτριζε με κάθε του κίνηση και το σώμα του το σκέπαζε μια μάλλινη κουβέρτα. Το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν φωτιζόταν από τις ελάχιστες ηλιαχτίδες που περνούσαν από τις χαραγματιές ενός κλειστού παραθύρου στο διπλανό τοίχο. Στο ελάχιστο αυτό φως μπορούσε να καταλάβει ότι το δωμάτιο ήταν μικρό και σχεδόν άδειο από έπιπλα: Πέρα από το κρεβάτι, υπήρχε μόνο μια καρέκλα λίγο πιο πέρα από αυτό και κάτι που έμοιαζε με ντουλάπα στον απέναντι τοίχο. Στα αφτιά του έφτανε μόνο ο ήχος του κύματος που πάφλαζε απαλά στην ακτή και ήχοι από θαλασσοπούλια που πετούσαν. Η χαρακτηριστική μυρωδιά αρμύρας που έφτανε στη μύτη του, του επιβεβαίωνε ότι ακόμα βρισκόταν κάπου κοντά στη Πορφυρή Θάλασσα.

 

Ο πόνος τον τρέλαινε. Το αριστερό του πόδι πονούσε. Το δεξί του χέρι πονούσε. Τα μάτια του πονούσαν. Το κεφάλι του πονούσε. Ο αυχένας του… αυτός κι αν πονούσε! Θα μπορούσε ο Κάλαχραντ να είχε βελτιώσει κατά πολύ το ξόρκι του, κάνοντάς το να απαλύνει το πόνο. Σε σχέση βέβαια με το πώς θα ήταν χωρίς το εν λόγω ξόρκι τον προτιμούσε. Σε τελική ανάλυση, αφού ήταν ανόητος έτσι ώστε ένας από τους Τολνεκ, τους υπηρέτες-πολεμιστές του Σάλεμπ'Κάνα, του κυρίου της Πορφυρής Θάλασσας, του ξερίζωσε το κεφάλι του άξιζε ως μάθημα. Αλλά ήξερε τους κινδύνους που θα του προκαλούσε η κλοπή του Μαύρου Μαργαριταριού, του πιο πολύτιμου αντικειμένου του πανίσχυρου αυτού πνεύματος που έλεγχε τη Πορφυρή Θάλασσα. Θα έπρεπε να είχε αρνηθεί την πρόταση του νεόπλουτου ευγενή από το Λάχαντρος, αλλά έπρεπε κάπως να διαφυλάξει τη φήμη του ως του μεγαλύτερου κυνηγού θησαυρών στο κόσμο.

Εξάλλου δε κινδύνευε να πεθάνει: Έφερε στο μέτωπό του τη σφραγίδα του Άρχοντα του θανάτου. Για όσο διαρκούσε η συμφωνία τους ο Κάλαχραντ Δε θα έπαιρνε τη ζωή του, ότι και αν πάθαινε. Στη θέση του θα έπαιρνε τη ζωτική ενέργεια κάποιου από όσους βρίσκονταν δίπλα του, με την οποία και θα τον θεράπευε. Κάπως έτσι ξαναφύτρωσε και το ξεριζωμένο κεφάλι του, όπως είχε γίνει και πριν ένα χρόνο στο Ρέμπακαλ, όταν ο αρχιεκτελεστής του βασιλιά τον αποκεφάλισε με ένα τεράστιο τσεκούρι, μόνο και μόνο για να πέσει αυτός νεκρός μετά το χτύπημα, από την κατάρα του απαίσιου μάγου, όπως έλεγαν και λένε ακόμα στη χώρα εκείνη. Φυσικά ο Αύγουστος σκαρφάλωσε από το λάκκο που είχαν ρίξει το ακέφαλο πτώμα του μόλις το κεφάλι του ξαναφύτρωσε και το έσκασε μέσα στη νύχτα. Βέβαια, όπως και κάθε συμφωνία με ένα τόσο ισχυρό πνεύμα, έτσι και η συμφωνία με τον Κάλαχραντ, είχε κάποια μειονεκτήματα. Πιο συγκεκριμένα η αθανασία αυτή του Αύγουστου Μπρόντλεϋ θα διαρκούσε μόνο για τόσο χρόνο, όσο αυτός δε θα έκανε συμφωνία με κάποιο άλλο πνεύμα. Μπορούσε μόνο να χρησιμοποιήσει κάποια από τις έτοιμες συμφωνίες, είτε τις είχε κάνει αυτός, είτε είχαν γίνει για έναν περιορισμένο αριθμό μάγων είτε για όλους τους μάγους του κόσμου. Έτσι έχανε το μεγαλύτερο όπλο του, τη μαγεία του, και για το λόγο αυτό τα τελευταία τρία χρόνια είχε "χάσει" τη ζωή του καμιά δεκαριά φορές.

Για το λόγο αυτό είχε αποτύχει και η τωρινή του απόδρασή.

 

Όλα είχαν αρχίσει πριν ένα μήνα, όταν βρισκόταν στη πόλη του Λάχαντρος, στα δυτικά παράλια της Πορφυρής Θάλασσας. Εκεί τον είχε πλησιάσει ένας από τους ευγενείς της πόλης να του ζητήσει να ανακτήσει ένα από τα πολυτιμότερα τρόπαια του πνεύματος που ήταν κύριος της γειτονικής θάλασσας: Ένα μαύρο μαργαριτάρι αμύθητης αξίας. Ο Αύγουστος Μπρόντλεϋ δεν ήταν ποτέ τόσο ανόητος να κάνει κάτι τέτοιο, η αλήθεια ήταν όμως ότι ο ευγενής του έκανε μια πολύ καλή προσφορά για να την αρνηθεί. Όχι μόνο προσφέρθηκε να του πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για αυτό, αλλά και να αποσύρει μια απόφαση που απαιτούσε τη θανάτωσή του στο Λάχαντρος και θα προσπαθούσε να κάνει το ίδιο και για αποφάσεις συμμαχικών πόλεων. Αλλά αυτό που τον ανάγκασε να κάνει τη δουλειά ήταν τα σχόλια που γίνονταν για τις ικανότητες του, μετά την αποτυχία του να κλέψει το στέμμα του βασιλιά του Ρέμπακαλ. Η κλοπή του Μαύρου Μαργαριταριού θα έκλεινε τα στόματα των επικριτών του.

 

Με χρήση της μαγείας του, η δουλειά θα είχε γίνει πολύ εύκολα. Τα πράγματα δεν ήταν όμως απλά. Για αρχή χρησιμοποίησε μια χάρη που του χρωστούσε ένα από τα κατώτερα πνεύματα της Πορφυρής Θάλασσας. Έτσι έμαθε του πού φυλάγεται το αντικείμενο που έψαχνε. Έφτασε στο σημείο εκείνο με μια βάρκα, έδεσε βαρίδια στα πόδια του και έπεσε στη θάλασσα. Η πίεση του νερού τον σκότωσε, αλλά αυτό Δε τον ένοιαζε και πολύ. Όταν συνήλθε βρισκόταν στο βυθό. Είχε προμηθευτεί από ένα μάγο της σειράς μια από τις Σφαίρες Ανάσας, αντικείμενα από γυαλί που επέτρεπαν στον κάτοχό τους να αναπνέει κάτω από το νερό. Με λίγο ψάξιμο κατάφερε να βρει το κοχύλι μέσα στο οποίο αναπαυόταν το μαργαριτάρι και το άνοιξε χρησιμοποιώντας την μαγική λέξη με την οποία κάθε μάγος μπορούσε να ανοίξει ένα. Πήρε το μαργαριτάρι και, βγάζοντας τα βαρίδια από τα πόδια του, προσπάθησε να ανέβει στην επιφάνεια. Μετά από πολύ προσπάθεια είχε παρόμοια μοίρα με την προσπάθειά του να κατέβει στα βάθη. Τελικά το κουφάρι του το ξέβρασε το κύμα σε μια ακτή.

 

Εκεί, αφού έκρυψε το απόκτημά του σε ένα ασφαλές σημείο, πήρε ένα καράβι για το Λάχαντρος. Στο καράβι που έχασε μυστηριωδώς δύο ναύτες καθώς πήγαινε στο προορισμό του. Και ήταν προορισμένο να χάσει και τους υπόλοιπους καθώς επέστρεφε.

Ήταν ένα βράδυ με καταιγίδα, όταν ο Αύγουστος ξύπνησε από ένα περίεργο συναίσθημα ανησυχίας. Φόρεσε τα ρούχα του, άναψε ένα κερί και βγήκε από τη καμπίνα του. Ο διάδρομος ήταν σιωπηλός, όσο όμως πλησίαζε στο κατάστρωμα το συναίσθημα αυτό γινόταν όλο και εντονότερο. Όταν τελικά έφτασε στο κατάστρωμα είδε ένα αποτρόπαιο θέαμα: το πλήρωμα που είχε νυχτερινή βάρδια σφαγμένο και τέσσερις ψαρανθρώπους βαμμένους στο αίμα τους. Τόλνεκ σκέφτηκε, και έτρεξε να ξεσηκώσει το υπόλοιπο πλήρωμα, όταν το ακυβέρνητο πλοίο έσκασε με δύναμη στα βράχια της ακτής. Από τη δύναμη της θύελλας διαλύθηκε και σίγουρα όσοι ήταν στα αμπάρια βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο ίδιος πετάχτηκε στην ακτή.

 

Ένιωσε τα κόκαλά του να διαλύονται αλλά παρόλα αυτά διατήρησε τις αισθήσεις του. Οι Τόλνεκ δε φαίνονταν πουθενά. Ξέροντας πόσο εκδικητικός είναι ο Σάλεμπ'Κάνα ο Αύγουστος ένοιωσε το φόβο να τον κυριεύει. Τον πόνο που ένιωθε εκείνη τη στιγμή μπορούσε να τον αγνοήσει, γιατί ο πόνος που θα του προκαλούσε το πανίσχυρο πνεύμα της θάλασσας, του οποίου τον θησαυρό έκλεψε, θα ήταν πολύ χειρότερος.

Άκουσε βήματα πίσω του, και γύρισε να δει τι ήταν. Ένας Τόλνεκ βρισκόταν από πάνω του. Για μια στιγμή έχασε την ψυχραιμία του και ούρλιαξε. Και το ιχθυόμορφο πλάσμα του άρπαξε το κεφάλι και του το ξερίζωσε. Ο πόνος ήταν αφόρητος για το μάγο και λιποθύμησε.

 

Τώρα όμως ήταν ασφαλής, για την ώρα τουλάχιστον. Σίγουρα όμως, όταν ο Σάλεμπ'Κάνα έβλεπε το σήμα του Κάλαχραντ στο μέτωπό του, θα καταλάβαινε τι κόλπο είχε κάνει και θα επέστρεφε για να πάρει την εκδίκησή του.

 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του σχετικά εύκολα και έψαξε το δωμάτιο για τα ρούχα του. Τελικά τα βρήκε στο έπιπλο που έμοιαζε (και ήταν) ντουλάπα και ντύθηκε. Ο πόνος είχε περάσει και τα άκρα του όπως και πριν το ναυάγιο. Άνοιξε τη πόρτα και βρέθηκε σε μια μικρή κουζινίτσα. Το δωμάτιο είχε δύο πόρτες. Από τη μία, που ήταν μισάνοιχτη, είδε μια γυναίκα να κοιμάται σε ένα κρεβάτι. Φαινόταν σχετικά νέα, αλλά από το σημείο που βρισκόταν δε μπορούσε να διακρίνει περισσότερα. Η άλλη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και έβγαζε στη παραλία δίπλα στο σπίτι. Μπορούσε να δει το κύμα να χτυπά στα βράχια, τους γλάρους να πετάνε, ενώ η μυρωδιά της αρμύρας ήταν εδώ πιο έντονη. Χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκε από την έξοδο και ετοιμάστηκε να φύγει.

"Πού νομίζεις ότι πας ξένε" άκουσε να του λεει μια βαριά αντρική φωνή. Γύρισε προς το μέρος της έτοιμος για όλα. Το μόνο που είδε ήταν ένα γέρο να επιδιορθώνει δίχτυα. "Ήσουν χάλια όταν σε βρήκαμε, αλλά τώρα βλέπω έγιανες. Δόξα να έχει ο Δημιουργός που δε σαι πήραν οι δαίμονες της θάλασσας"

 

Η προφορά του υποδήλωνε ότι ήταν από τη χώρα της Ασαρτια, όπου και η εκκλησία του Δημιουργού είχε πολύ μεγάλη επιρροή και οι κάτοικοι ήταν δεισιδαίμονες. Και οι μάγοι πνίγονταν σε μια λίμνη με βραστό νερό ώστε να εξαγνιστεί η ψυχή τους. Ο Αύγουστος κατέβασε το καπέλο που φορούσε, ώστε να κρύψει το σημάδι στο μέτωπό του.

 

"Ευχαριστώ για όλα," είπε στο ψαρά και ετοιμάστηκε να φύγει.

 

"Πού νομίζεις ότι πας παλικάρι μου;" τον ρώτησε ο γέρο-ψαράς. "Θα μείνεις εδώ μέχρι να ξυπνήσει η κόρη μου. Αυτή σε φρόντισε." Σταμάτησε για λίγο και μια έκφραση λύπης εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. "Αν δεν ήσουν εσύ δε θα είχε ξεπεράσει το πόνο της. Έχασε τον άντρα της προχθές. Έπεσε και έσπασε το λαιμό του. Αν δε σε είχαμε βρει χθες στη παραλία, ο δημιουργός ξέρει τι τρέλα θα είχε κάνει."

 

Η έκφραση του Αύγουστου σκοτείνιασε. Ο Κάλαχραντ είχε τη κακή συνήθεια να τον κάνει να συναντά τους γνωστούς και τους φίλους των όσων πέθαναν στη θέση του μάγου. Προσπαθούσε άραγε να τον κάνει να ακυρώσει τη συμφωνία ή μήπως να τον βασανίσει. Δύσκολα θα το πετύχαινε. Αν ήταν να ζήσει αυτός ή κάποιος άλλος ας ήταν ο καλύτερος. Και αυτός ήταν ο καλύτερος με τις μαγικές του δυνάμεις και τις γνώσεις του.

 

Θα ήθελε να του εξηγήσει για ποιο λόγο έπρεπε να φύγει, όμως και αυτό ήταν επικίνδυνο. Σχεδόν σίγουρα ο Σάλεμπ'Κάνα είχε αντιληφθεί το ποιος ήταν και το ότι ζούσε και ερχόταν προς τα εδώ. Κάθε δευτερόλεπτο τον έφερνε όλο και πιο κοντά.

"Πρέπει να φύγω. Είναι ζήτημα ζωής και θα…" ξεκίνησε να λεει, όταν ένα τεράστιο κύμα σηκώθηκε από τη γαλήνια μέχρι εκείνη τη στιγμή, θάλασσα. Ο γέρος κοίταξε το κύμα να παίρνει τη μορφή ενός υδάτινου γίγαντα, ο οποίος γινόταν κόκκινος, κόκκινος όπως το αίμα των χιλιάδων ναυτών που είχαν χάσει τη ζωή τους στην άγρια αυτή θάλασσα.

 

"ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΠΑΣ ΚΛΕΦΤΗ!!!" ούρλιαξαν τα κύματα, καθώς ένα από αυτά άρπαξε τον μάγο από το πόδι και τον έσυρε στο νερό. "ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΠΙΣΩ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΜΟΥ"

 

Ο Αύγουστος έφτυσε το αρμυρό νερό που είχε μπει στο στόμα και τα ρουθούνια του και προσπάθησε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να κάνει. "Δε το έχω" είπε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Και πράγματι δε το είχε. Παλιά ο Νιθαλορ, ο Κύριος του Άλλού, του χώρου ανάμεσα στους χώρους, είχε επιτρέψει σε μάγους που θα του πρόσφεραν μια θυσία να μεταφέρουν ένα αντικείμενο από μια περιοχή σε μια τσέπη του Αλλού που άνοιγε από κάπου αλλού. Σε μια τέτοια τσέπη ήταν και το μαργαριτάρι, μόνο που μπορούσε να την ανοίξει μόνο από το Λάχαντρος.

 

"ΘΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟ" ούρλιαξε ο Σάλεμπ'Κάνα και βύθισε το κεφάλι του μάγου μέσα στο νερό. Ο Αύγουστος αισθάνθηκε ότι πνιγόταν. Το κεφάλι του έκαιγε, Σα να ήταν έτοιμο να εκραγεί, ενώ τα άκρα του είχαν γίνει βαριά σα μολύβι. Μέσα από το νερό είδε το γέρο στην ακτή να πέφτει στα γόνατα και να βήχει. Όταν το πνεύμα τον έβγαλε από την υδάτινη αγκαλιά του, ανάσανε με ανακούφιση. Το ίδιο και ο γέρος, με το πρόσωπό του μελανό από την έλλειψη αέρα.

 

"ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ ΟΤΙ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ" είπε ο Κύριος της Πορφυρής Θάλασσας "ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟ ΘΕΟ. ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΙ ΑΝΩΔΥΝΗ ΦΟΡΑ."

 

Ο μάγος γέλασε. "Κάνε το αυτό," είπε " και δε πρόκειται να ξαναδείς το μαργαριτάρι σου. Δε ξέρω αν οι ζημιές που έπαθα όσο διαρκούσε το ξόρκι παραμείνουν διορθωμένες ή θα επιστρέψουν όλες πάνω μου μόλις τελειώσει. Θα ήθελες να χάσεις το θησαυρό σου;" τον ρώτησε σηκώνοντας πονηρά το φρύδι του. "Άκου να σου πω τι θα κάνεις. Θα περιμένεις να πάω το αντικείμενο σε αυτόν που το ζήτησε. Τέτοιος ανόητος που είναι θα καυχηθεί για αυτό και κάποιος μάγος που ζητάει την εύνοια ενός ισχυρού Άρχοντα της Πλάσης σαν κι εσένα θα το κλέψει και θα στο φέρει."

Ο υδάτινος γίγαντας φάνηκε να το σκέφτεται λίγο. "ΕΝΤΑΞΕΙ" είπε. "ΑΛΛΑ ΘΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ" Στη συνέχεια διαλύθηκε και πάλι στο νερό που τον αποτελούσε και έγινε ένα με το βασίλειό του.

 

Ο Αύγουστος έμεινε πίσω, περήφανος για τον εαυτό του που γλίτωσε. Ήξερε ότι το μαργαριτάρι έκρυβε το πραγματικό όνομα του Σάλεμπ'Κάνα και για αυτό του ήταν τόσο πολύτιμο. Το είχε ήδη διαβάσει. Και τώρα σχημάτιζε στο μυαλό του το ξόρκι που θα έδενε το πανίσχυρο αλλά οξύθυμο και παρορμητικό πνεύμα σε κάποια φυλακή όταν θα ξανασυναντιόνταν. Κάτι του έλεγε ότι δε θα αργούσε η μέρα που ο διάδοχός του στην ηγεσία της Πορφυρής Θάλασσας θα του χρωστούσε μια χάρη για αυτό.

Με ένα πλατύ χαμόγελο κοίταξε την απέραντη θάλασσα και σήκωσε το καπέλο του από το νερό, το τίναξε και το φόρεσε. Έπρεπε να βρει τρόπο να επιστρέψει στο Λάχαντρος. Μετά θα φρόντιζε για όλα τα υπόλοιπα.

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

  • Replies 53
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Nihilio

    26

  • tec-goblin

    13

  • month

    7

  • Naroualis

    2

Μέσα από το μαγικό καθρέφτη του Νίθαλορ μπορείς να δεις πολλά πράγματα, πράγμα πολύ χρήσιμο για μία κατάσκοπο σαν κι εμένα. Στην επιφάνειά του μπορούσα να δω δύο φιγούρες να συζητούν. Και όχι μόνο, μπορούσα να ακούσω τι έλεγαν.

"Άρχοντά μου," είπε ο Άσλερ, ο πρωθυπουργός του Ρέμπακαλ, γονατισμένος μπροστά στο θρόνο, "οι άρχοντες του Λάχαντρος έστειλαν κι άλλη επιστολή διαμαρτυρίας. Ζητούν την άμεση αντιμετώπιση των πειρατών που επιτίθενται στα πλοία τους στη Πράσινη Θάλασσα."

"Ακόμα διαμαρτύρονται;" ρώτησε ο άλλος άντρας, ο βασιλιάς Ρέντριχ "Ίσως η απάντησή μας τώρα να πρέπει να είναι πιο άμεση και λιγότερο διπλωματική."

"Δε θα το συμβούλευα αυτό άρχοντά μου. Θα πρότεινα να φροντίσετε ώστε να αυξήσουμε τα κέρδη του βασιλείου."

Ο βασιλιάς έξυσε το μούσι του. "Μα αυτό κάνω τόσο καιρό. Επιτρέπω στους πειρατές να ληστεύουν πλοία με αντάλλαγμα μέρος από τα λάφυρα." απάντησε.

"Ναι άρχοντά μου," είπε δουλικά ο πρωθυπουργός "Αλλά η συμφωνία αυτή δημιουργεί εντάσεις με τους πελάτες μας. Αν οι άρχοντες του Λάχαντρος δυσαρεστηθούν μπορεί να εγκαταλείψουν το εμπόριο μεταξιού και το έθνος μας να χάσει τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων του."

"Και τι προτείνεις δηλαδή;" τον ρώτησε ο βασιλιάς

"Καλέστε κάποιον πρέσβη από το Λάχαντρος για να κανονίσετε το τι μπορεί να γίνει για την υπόθεση αυτή."

"Και τι προτείνεις;" είπε ο βασιλιάς με φανερό το ενδιαφέρον. Το ίδιο ενδιαφέρον είχα και εγώ.

"Μα να προτείνετε τη σύσταση νηοπομπών που φυλάσσονται από πολεμικά μας πλοία… με τα κατάλληλα ανταλλάγματα φυσικά. Ένας φόρος για παράδειγμα για την κάλυψη των εξόδων ασφαλείας των πλοίων τους." Το χαμόγελο του πρωθυπουργού έφτανε ως τα αυτιά του.

"Χμ," έκανε ο βασιλιάς, "καθόλου άσχημη πρόταση. Θα τη σκεφτώ σοβαρά."

"Και κάτι άλλο αφέντη," έκανε δειλά ο άνδρας "αυτή τη πόρνη που σου έφερε ως δώρο ο πρέσβης. Δε την εμπιστεύομαι καθόλου. Έχει κάτι ύποπτο πάνω της."

Ο λαιμός μου σφίχτηκε όταν άκουσα αυτή την αναφορά σε εμένα.

"Ηρέμησε Άσλερ," του είπε ο βασιλιάς "η Ελίχαμπετ είναι απλά ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα καθήκοντά μου και τίποτα παραπάνω. Δε με επηρεάζει καθόλου στις αποφάσεις μου. Ούτε καν μιλάμε για κρατικά θέματα. Δεν αποτελεί απειλή."

Ένα αμυδρό χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία χαράχτηκε στα χείλη μου.

"Ας ελπίσουμε ότι είναι έτσι" είπε ο πρωθυπουργός. "Τώρα σχετικά με το Λάχαντρος τι άλλο προτείνετε να κάνουμε;"

"Πιστεύω ότι το σχέδιό σου θα πετύχει. Μόνο ανησυχώ μήπως αρχίσουν να χρησιμοποιούν τη Μελανή και τη Λευκή θάλασσα για τις μετακινήσεις τους."

"Δε πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο," τον διαβεβαίωσε ο Άσλερ. "Πέρα από τη μεγάλη απόσταση και τις κακές τους σχέσεις με το Σέλαμορ, που διακινδυνεύει την ασφάλεια των πλοίων τους, έχουν να ανησυχούν και για το Κρέμπον."

"Πράγματι," κάγχασε ο βασιλιάς "Ξέχασα το μπαμπούλα της Μελανής Θάλασσας."

"Μη το κοροϊδεύεις άρχοντά μου. Πλάσματα σαν το Κρέμπον είναι δαίμονες που αντιτίθενται στο Δημιουργό…" διαμαρτυρήθηκε ο Άσλερ.

"Μη γίνεσαι ίδιος με τους αιρετικούς του βορρά που πιστεύουν σε δαίμονες!" τον μάλωσε ο Ρέντριχ. Αν ήξερε μόνο το ποιος κινεί τα νήματα του κόσμου…

"Μάλιστα άρχοντά μου" είπε ο Άσλερ καταντροπιασμένος "Δε θα επαναληφθεί κάτι τέτοιο."

"Πέρα από αυτό τι άλλο προτείνεις να γίνει, Άσλερ;"

"Χμ," έκανε ο πρωθυπουργός "δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Όμως ο μάγος της αυλής έχει να προτείνει μια καταπληκτική ιδέα…"

"Για να την ακούσω" είπε ο βασιλιάς με το ενδιαφέρον του έκδηλο.

Το ίδιο ή ακόμα και περισσότερο έντονο ήταν και το δικό μου ενδιαφέρον, όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Βιαστικά έσπασα το ξόρκι του καθρέφτη και έκανα την αδιάφορη.

Κύριε Λόντικ, αυτές ήταν όσες πληροφορίες κατάφερα να συλλέξω σήμερα. Το μήνυμα αυτό ελπίζω να διασχίσει ασφαλές το Αλλού και να βοηθήσει την πατρίδα μας όσο γίνεται περισσότερο.

 

Πρώτη κατάσκοπος,

Ιλένια Τρένιτ

Το Θέατρο των Σκιών

 

Ο Αύγουστος θα ήθελε πολύ να ήξερε σε τι οφειλόταν η γρουσουζιά του. Όχι μόνο κόντεψε να γίνει θύμα αιώνιων βασανιστηρίων από έναν οργισμένο θεό, όχι μόνο κόντεψε να καταλήξει σκλάβος κάπου στις αποικίες της Μαλάζια, αλλά τώρα βρισκόταν με ένα γράμμα των μυστικών υπηρεσιών του Λάχαντρος στο χέρι, ενώ ήταν περικυκλωμένος από τέσσερις άντρες, που μάλλον ήταν μυστικοί αστυνομικοί.

Έπρεπε να είχε καταλάβει ότι κάτι πήγαινε στραβά από τη πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πόλη, που ήταν πασίγνωστη για την εμπορική της δύναμη. Το να πάρει το μαργαριτάρι από τη κρυψώνα του ήταν πανεύκολο. Στη συνέχεια έπρεπε να συναντήσει τον εργοδότη του. Χρησιμοποιώντας κάποιους καλοθελητές κανόνισε τη συνάντησή τους. Θα λάμβανε χώρα σε ένα από τα ιδιαίτερα δωμάτια της ταβέρνας: "Το πράσινο κύμα".

 

Η ώρα της συνάντησης είχε φτάσει και ο Αύγουστος στεκόταν έξω από την ταβέρνα. Όλοι την ήξεραν σαν ένα ήσυχο στέκι όπου κάποιος μπορούσε να φαει και να πιει άφοβα, δεδομένου ότι σπάνια συνέβαιναν φασαρίες. Όσοι όμως γνώριζαν καλά τη πιάτσα, είχαν ακούσει για τα "ιδιαίτερα" δωμάτια, χώρους στους οποίους καθημερινά σχεδόν γίνονταν σκιώδεις συναλλαγές. Η μέθοδος ήταν απλή. Στεκόσουν απέξω, μέχρι που κάποιος σε πλησίαζε και σε οδηγούσε από κρυφή είσοδο σε ένα από τα δωμάτια αυτά.

 

Έτσι και έγινε: Ένας νεαρός πλησίασε τον Αύγουστο και του είπε τη συνθηματική λέξη. Ο Αύγουστος, τακτικός πελάτης των ιδιαιτέρων δωματίων, απάντησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε με το παρασύνθημα. Ο νεαρός τον οδήγησε σε ένα από τα σοκάκια και πίεσε ένα τούβλο σε έναν από τους τοίχους της ταβέρνας και άνοιξε μια από τις μυστικές

πόρτες. Στη συνέχεια παραμέρισε, αφήνοντας τον Αύγουστο να περάσει πρώτος.

 

Ο νεαρός, αν και ντυμένος με καθημερινά ρούχα, ήταν αρκετά ευγενικός τόσο στη φυσιογνωμία όσο και στους τρόπους. Τα μάτια του σπινθήριζαν από εξυπνάδα, δίνοντας του ελπίδες να επιβιώσει στο σκληρό υπόκοσμο του Λάχαντρος. Γιατί οι περισσότεροι που είχαν τη θέση του πριν από αυτόν δεν άντεξαν πάνω από χρόνο. Και αυτό μόνο οι ικανότεροι.

 

Αφού μπήκαν στο διάδρομο, η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω τους, βυθίζοντας τους στο ημίφως: Οι τοίχοι φαίνονταν να ήταν φτιαγμένοι από ένα υλικό που έβγαζε ένα αμυδρό φως. Ο νεαρός πέρασε μπροστά από τον Αύγουστο και τον οδήγησε σε μια πόρτα. Την άνοιξε και του έγνεψε να περάσει μέσα.

 

Μπαίνοντας, ο Αύγουστος είδε μόνο τον πελάτη να κάθεται σε μια πολυθρόνα με την πλάτη γυρισμένη. Μπήκε μέσα, ενώ ο νεαρός έκλεισε την πόρτα πίσω του. Πλησίασε προς την πολυθρόνα, ενώ κάτι του έλεγε ότι κάτι πήγαινε στραβά.

 

Δεν είχε όμως το χρόνο για να επιβεβαιώσει αυτή του την υποψία: Από γύρω του πετάχτηκαν πέντε άντρες, οι τέσσερις κραδαίνοντας πιστόλια. Αυτός ενστικτωδώς όρμησε μπροστά, χτυπώντας την πολυθρόνα. Με τρόμο είδε το κοντόχοντρο κορμί του πελάτη του να πέφτει άψυχο στο πάτωμα. Πριν προλάβει να αντιδράσει, βρέθηκε παγιδευμένος στα χέρια των αντρών.

 

Και κάπως έτσι κατάληξε εδώ που κατάληξε…

***

 

"Πραγματικά κύριε Μπρόντλεϋ," είπε ο άντρας χωρίς το περίστροφο, αυτός που φαινόταν αρχηγός της ομάδας "είστε απίστευτος. Όχι μόνο φέρνεται στη πόλη μας κάτι που θα προκαλέσει τη μήνη ενός από τους ισχυρότερους θεούς, αλλά δολοφονείτε ύπουλα αυτόν που σας ανέθεσε την αποστολή αυτή. Αν δεν ήξερα τα γεγονότα του αποκεφαλισμού σας στο Ρέμπακαλ θα σας έλεγα ότι σας αξίζει η κρεμάλα."

Ο άντρας ήταν ντυμένος στα μαύρα. Ήταν ψηλός και αδύνατος, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε και αρκετά μυώδης. Τα χαρακτηριστικά του ήταν κοινότυπα. Για την ακρίβεια τόσο κοινότυπα που ο Αύγουστος δε μπορούσε καν να τα συγκρατήσει. Σκαιομαντεία σκέφτηκε με τρόμο.

 

Ήταν ολοφάνερο ότι μπροστά του βρισκόταν ένας αρκετά ισχυρός μάγος, ένας από τους δόλιους χειριστές της Σκαιομαντείας, ορκισμένος υπηρέτης του Άρχοντα της Σκιάς, Ενός από τους Τρεις που τα Ονόματά τους τρέμουν ακόμα και οι άφοβοι και οι τρελοί. Και, συνειδητοποιώντας το για πρώτη φορά, τον Μαύρο Άντρα

 

Ο διαβόητος Μαύρος Άντρας ήταν αναμφίβολα ο πιο τρομαχτικός από τους κατοίκους του Λάχαντρος. Στην πόλη αυτή, που δε μπορούσες στιγμή να νιώσεις ασφαλής, οι φήμες τον ήθελαν να κινεί τα περισσότερα νήματα. Αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών, είχε υπό τον έλεγχό του μερικούς από τους καλύτερους κατασκόπους και εκτελεστές, καθώς και ένα δίκτυο από πληροφοριοδότες που θα το ζήλευαν όλοι οι πλουτοκράτορες της πόλης.

 

"Βλέπω κατάλαβες σε ποιον μιλάς," είπε ο Μαύρος Άντρας με μια παγερή φωνή. "Όπως καταλαβαίνεις οι ιδιαιτερότητές σου δε μπορούν να σε εμποδίσουν από το να τιμωρηθείς."

 

"Φυσικά," απάντησε δήθεν αδιάφορα ο Αύγουστος. Κάτι μέσα του όμως, και πιο συγκεκριμένα τα σπλάχνα του, γύριζαν από την αγωνία του. Ήξερε ότι πραγματικά κινδύνευε. "Τι σκοπεύεις να μου κάνεις;"

 

"Θα προσπαθήσω να κερδίσω τη χάρη κάποιου που σε ψάχνει." Το μειδίαμα στα χείλη του Μαύρου Άντρα έκανε τον Αύγουστο να καταλαβαίνει τι τον περίμενε. "Εκτός κι αν μπορέσω να κάνω κάτι για να σε σώσω από την τραγική σου μοίρα."

 

"Άσε με να φανταστώ," είπε ο Αύγουστος, "θα επιστρέψεις το μαργαριτάρι, με αντάλλαγμα άσυλο στους άντρες σου. Και η μόνη σωτηρία μου θα ήταν να μπω ισόβια στην υπηρεσία σου." Είχε πια καταλάβει ότι είχε πέσει στην παγίδα του σα να ήταν άμαθο παιδάκι και αυτό τον εκνεύριζε αφάνταστα. Όλο βλακείες κάνω! Μάλωσε τον εαυτό του.

 

"Δε περίμενα τίποτα λιγότερο από ένα άτομο με τη φήμη σου" σχολίασε ο Μαύρος Άντρας, "αν και περίμενα να είχες κάποια αντιπρόταση."

 

"Μπα," απάντησε ο Αύγουστος, "με νίκησες. Μια απορία μόνο: το γράμμα που κολλάει;"

 

"Μα είναι η πρώτη σου αποστολή" είπε ο άντρας "να κάνεις αυτό που δεν πέτυχες πέρσι: να κλέψεις το στέμμα του Ρέμπακαλ."

***

 

Η άμαξα τρανταζόταν κάθε φορά που οι τροχοί της χτυπούσαν κάποια από τις πέτρες των ανώμαλων δρόμων του Λάχαντρος. Ο Αύγουστος το ένιωθε πολύ περισσότερο από τους υπόλοιπους επιβάτες, καθώς του είχαν δέσει γερά τα μάτια με ένα μαύρο πανί.

 

"Το σχέδιο έχει ως εξής:" του είπε ο άντρας απέναντί του "θα πας στο Ρέμπακαλ μεταμφιεσμένος σε Λευκό Φύλακα ενός διπλωμάτη, με αφορμή την υπογραφή μιας νέας εμπορικής συμφωνίας. Οι διαπραγματεύσεις συμπίπτουν με την ετήσια γιορτή του Πρώτου Προφήτη, στην οποία και πρέπει να παραστεί ο βασιλιάς." Ο Μαύρος Άντρας σταμάτησε για λίγο. Ο Αύγουστος μπορούσε να φανταστεί ότι τα χείλη του είχαν πάρει ένα σαρδόνιο χαμόγελο. "Διάβασες στο γράμμα τι παιχνίδι σχεδιάζουν να μας παίξουν. Αν λοιπόν ο βασιλιάς δεν έχει στέμμα να εμφανιστεί στη γιορτή θα σκεφτεί καλύτερα το πώς θα μας φερθεί."

 

"Ριψοκίνδυνο σχέδιο" παρατήρησε ο Αύγουστος. "Μπορεί να γυρίσει εναντίον του Λάχαντρος. Ο Ρέντριχ ο Πέμπτος δεν τις παίρνει καλά αυτές τις προσβολές. Είμαι ζωντανή απόδειξη"

 

"Ενώ δε θα έπρεπε να ήσουν…" παρατήρησε σαρκαστικά ο Μαύρος Άντρας. Καθάρισε για λίγο το λαιμό του και συνέχισε, με σοβαρό τόνο αυτή τη φορά "Δε ξέρω πώς στους

Τρεις απέτυχες την προηγούμενη φορά, αλλά αυτή τη φορά πρέπει να καταφέρεις πολύ περισσότερα για να πετύχεις: Ο Ρέντριχ έχει προσλάβει έναν από τους Κόκκινους Μάγους των Τανάδιων Νήσων. Λέγεται Σάλαγκρον και, με βάση τα όσα μας έχει πει η κατάσκοπός μας, είναι πολύ ισχυρός."

 

"Πάντως δε θα έπρεπε να με πάτε με κλειστά μάτια στο Μεγάλο Θέατρο," είπε αδιάφορα ο Αύγουστος. "Δε λεω, έχετε κάνει όλο τον κόσμο να πιστεύει ότι το αρχηγείο σας είναι κάπου στις ζούγκλες της Μαλάζια, αλλά δεν είμαι και τόσο χαζός."

 

"Μα…" ψέλλισε ο Μαύρος Άντρας ταραγμένος από τα λόγια του Αύγουστου.

 

"Πάντα ήξερα ότι η τέταρτη Σύναξη του Λάχαντρος ήταν στο Μεγάλο Θέατρο, απλά τώρα κατάλαβα σε ποιους ανήκει…" διευκρίνισε ο Αύγουστος.

 

"Ναι… η τέταρτη" είπε πάλι ο Μαύρος Άντρας.

 

"Από τον τόνο της φωνής σου," είπε ο Αύγουστος, "φαντάζομαι ότι ήξερες μόνο το υπόγειο στην εμπορική στοά όπου μαζεύονται οι Μάγιστροι και τη βίλα στα περίχωρα που έχει γίνει αρχηγείο του τοπικού τάγματος του Χρυσού Ματιού. Περίμενα κάτι περισσότερο από τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών."

 

Για πρώτη φορά αυτό το βράδυ ο Αύγουστος μπόρεσε να χαμογελάσει. Μπορεί να είχε χάσει το παιχνίδι για σήμερα, αλλά τουλάχιστον είχε την ευκαιρία να δείξει ότι η νίκη του αντιπάλου του δεν ήταν ολοκληρωτική.

***

 

Η άμαξα έφτασε έξω από το Μεγάλο Θέατρο του Λάχαντρος. Ήταν ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο για τη διασκέδαση της πλουτοκρατίας της διεφθαρμένης αυτής πόλης. Το κτήριο ήταν τόσο ψηλό, όσο δύο διώροφα κτίσματα, στην οροφή του καλυπτόταν από γκροτέσκες φιγούρες ιπτάμενων δαιμονικών πλασμάτων. Για τους γνώστες του απόκρυφου ήταν μια φανερή αναφορά στα Τρότκελ, τους φτερωτούς υπηρέτες του Άρχοντα του Πόνου, του ενός από τους Τρεις. Σκοπός τους ήταν να ξεγελάσουν τα πραγματικά Τρότκελ ώστε να νομίζουν ότι το κτήριο ανήκει στην επικράτεια κάποιων άλλων του είδους τους και να μην εισβάλουν σε αυτό. Αν οι κάτοικοι ήξεραν μόνο τι πραγματικά υπήρχε μέσα στο κτήριο…

 

Η κύρια πύλη άνοιξε, και ο Αύγουστος, συνοδευόμενος από το Μαύρο Άντρα μπήκε στους ατέλειωτους διαδρόμους του κτίσματος. Ο δρόμος προς τη σκηνή ήταν σχετικά εύκολος. Τα λαβυρινθώδη όμως περάσματα προς τα παρασκήνια και τις αποθήκες ήταν μια άλλη υπόθεση. Και μέσα από αυτά περνούσαν τώρα οι δύο μάγοι.

 

Ο Αύγουστος παρατηρούσε τους τοίχους, καθώς περνούσαν τους δαιδαλώδει`

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Το Θέατρο των Σκιών διάβασα, γιατί τα άλλα δύο τα έχω διαβάσει παλιότερα.

 

Ήταν καλό' καλύτερο από τα προηγούμενα. Αρχίζει να βγαίνει ξεκάθαρα η φωνή σου, και η γραφή επίσης καλυτερεύει. :thmbup: Και διαφαίνεται ένα βάθος στον φανταστικό κόσμο που είναι πολλά υποσχόμενο. Θα ήθελα μόνο να σου επιστήσω την προσοχή στο να μη βιάζεσαι τόσο. Όχι πως είναι βιαστικά γραμμένο, αλλά το πρώτο κομμάτι θα μπορούσε να κυλά λίγο πιο ομάλα --εκτός αν το ήθελες επίτηδες σε μορφή αφήγησης και όχι δράματος (δηλαδή, κάτι σαν πρόλογο-εισαγωγή), οπότε είσαι σωστός.

 

Αναμένω τη συνέχεια των περιπετειών του Αύγουστου. :mf_swordfight:

 

 

Πρόσεξε μόνο τη λέξη "σκαιομάντης/σκαιομαντεία". Δεν είναι σωστή. "Σκαιός" = βάναυσος, απότομος, αγροίκος. Σκιά + μαντεία = σκιομαντεία, και σκιομάντης. Αν και θα πρότεινα να αποφύγεις και το "μάντης". Ποτέ δε μου άρεσε το ότι η λέξη "mancer" (μάντης) κατάντησε να σημαίνει "μάγος" στα αγγλικά, και έτσι έχουμε necromancer, pyromnacer, κτλ, που ουσιαστικά δεν είναι μάντεις αλλά μάγοι, και θα έπρεπε να είναι necromage, pyromage, ή κάτι παρόμοιο. Γιατί να μεταφέρουμε αυτό το λάθος και στα ελληνικά, όπου το έδαφος στη Φαντασία είναι ακόμα παρθένο; Μπορείς να πεις σκιομάγος, ή σκιουργός. Δεν είναι αυτή μια πολύ ωραία λέξη -- σκιουργός; :)

Link to comment
Share on other sites

Ήταν καλό' καλύτερο από τα προηγούμενα. Αρχίζει να βγαίνει ξεκάθαρα η φωνή σου, και  η γραφή επίσης καλυτερεύει.  :thmbup:  Και διαφαίνεται ένα βάθος στον φανταστικό κόσμο που είναι πολλά υποσχόμενο.

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια σου.

 

Θα ήθελα μόνο να σου επιστήσω την προσοχή στο να μη βιάζεσαι τόσο. Όχι πως είναι βιαστικά γραμμένο, αλλά το πρώτο κομμάτι θα μπορούσε να κυλά λίγο πιο ομάλα --εκτός αν το ήθελες επίτηδες σε μορφή αφήγησης και όχι δράματος (δηλαδή, κάτι σαν πρόλογο-εισαγωγή), οπότε είσαι σωστός.

Δεδομένου ότι το κεφάλαιο ξεκινά με το γράμμα (ναι, το κεφάλαιο ξεκινά πάντα πριν τον τίτλο) έπρεπε χρονολογικά να αρχίζει από τη στιγμή που το διάβασε ο Αύγουστος. Άρα είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω το πως έφτασε ως εκεί

 

Πρόσεξε μόνο τη λέξη "σκαιομάντης/σκαιομαντεία". Δεν είναι σωστή. "Σκαιός" = βάναυσος, απότομος, αγροίκος. Σκιά + μαντεία = σκιομαντεία, και σκιομάντης. Αν και θα πρότεινα να αποφύγεις και το "μάντης". Ποτέ δε μου άρεσε το ότι η λέξη "mancer" (μάντης) κατάντησε να σημαίνει "μάγος" στα αγγλικά, και έτσι έχουμε necromancer, pyromnacer, κτλ, που ουσιαστικά δεν είναι μάντεις αλλά μάγοι, και θα έπρεπε να είναι necromage, pyromage, ή κάτι παρόμοιο. Γιατί να μεταφέρουμε αυτό το λάθος και στα ελληνικά, όπου το έδαφος στη Φαντασία είναι ακόμα παρθένο; Μπορείς να πεις σκιομάγος, ή σκιουργός. Δεν είναι αυτή μια πολύ ωραία λέξη -- σκιουργός; :)

 

Αυτό ναι, είναι μια καλή παρατήρηση. Θα το σκεφτώ και θα κάνω τις κατάλληλες διορθώσεις.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό συνολικά...Το γραψιμό σου,καλό, δεν με ενθουσιάζει κιόλας,αλλά λατρεύω τον κόσμο σου!!!

΄ΣΥΝΕΧΙΣΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Επιτέλους κατάφερα και βρήκα τίτλο (μετά από 2 μήνες). Τώρα που κολλάει το φλεγόμενο στέμμα με ένα μαύρο μαργαριτάρι και έναν αρχικατάσκοπο - υπηρέτη ενός αρχιδαίμονα; Ε, έχει ψωμί ακόμα η ιστορία...

Link to comment
Share on other sites

Σε ορισμένα σημεία μου θύμισε σκηνές από Highlander!

Καλογραμμένο ωραίος κόσμος με πολλές πτυχές για περαιτέρω ανάπτυξη!!

Not my genuine style αλλά το διάβασα ευχάριστα!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Λευκοί φύλακες: Επίλεκτο σώμα στρατού του Λάχαντρος. Άνδρες ντυμένοι με κατάλευκα άμφια, κουκούλα και μάσκες στα πρόσωπα. Είναι οπλισμένοι με ρομφαίες και εκτελούν χρέη σωματοφύλακα για σημαντικά πρόσωπα. Δεμένοι από όρκους δε παντρεύονται, δεν αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους σε ξένους και πεθαίνουν πρόθυμα για να σώσουν τη ζωή αυτού που προστατεύουν.

Είναι πραγματικά ένα από τα παράδοξα του Λάχαντρος, πώς σε μια πόλη που στηρίζεται στην ατιμία, δίνεται τόση σημασία στην τιμή.

Σαρίχ Αλ-Ριχάντ, Ταξιδεύοντας στη Λαμόρκ

 

Λευκός Φύλακας

 

Οι γλάροι πετούσαν πάνω από το πλοίο, περιμένοντας το απειροελάχιστο ίχνος τροφής που θα έπεφτε στο κατάστρωμα ή στη θάλασσα για να ορμήσουν να το καταβροχθίσουν. Συνήθως στα μυθιστορήματα που είχε διαβάσει μικρός στο μοναστήρι ο ήρωας θα έκανε έναν παραλληλισμό με την αρπαχτική φύση του ανθρώπου. Αυτός όμως είχε περάσει πάρα πολλά για να πράξει έτσι. Ή μήπως όχι; Αν το σκεφτόταν λίγο καλύτερα αυτή ακριβώς τη στιγμή καθόταν και σκεφτόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Ο Αύγουστος έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε, ενώ άκουγε τα κύματα που χτυπούσαν στα πλευρά του πλοίου. Η μάσκα τον δυσκόλευε πολύ να διαβάσει. Και αυτό το μακρινάρι από ατσάλι που κρεμόταν στη πλάτη του τον πέθαινε. Έπρεπε να συνηθίσει τη στολή. Αν ήθελε να κρατήσει το κεφάλι του στους ώμους του έπρεπε να διαφυλάξει τη μεταμφίεσή του πάση θυσία. Πάντως τα όσα διάβασε στο βιβλίο τον έκαναν να γελάσει: Ο ιστορικός από το Ρέμπακαλ ξόδευε τέσσερις σελίδες επαινώντας τους Λευκούς Φύλακες. Κι όμως αυτός, ένας απλός κατάσκοπος φορούσε την "τιμημένη" στολή τους. Η ειρωνεία ήταν προφανέστατη. Και η μεταμφίεση πανέξυπνη.

Το πώς βρέθηκε βέβαια να ταξιδεύει τη Μελανή Θάλασσα πάνω σε ένα πλοίο προς το Ρέμπακαλ με τη στολή αυτή ήταν μια άλλη υπόθεση. Επισήμως ήταν ο σωματοφύλακας του Γουλιέλμου Ντεκάρ, πρώτου διπλωμάτη του Λάχαντρος που πήγαινε να διαπραγματευτεί μια νέα εμπορική συμφωνία με το Ρέμπακαλ. Ανεπισήμως είχε αποστολή του να κλέψει το στέμμα του βασιλιά του κράτους που θα τους φιλοξενούσε.

Το σχέδιο ήταν απλό: θα πήγαινε στο παλάτι, θα ερχόταν σε επαφή με την εκεί κατάσκοπο και στην πρώτη ευκαιρία θα έκλεβε το στέμμα. Στη συνέχεια θα φυγαδευόταν και ο Ντεκάρ θα παζάρευε μια καλύτερη συμφωνία για το Λάχαντρος με αντάλλαγμα το στέμμα. Το σχέδιο στα αυτιά του Αυγούστου ήταν εντελώς ηλίθιο, αλλά δε μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Αυτός απλά εκτελούσε εντολές.

Έπρεπε όμως να ομολογήσει ότι η στολή ήταν τέλεια για τη δουλειά που την ήθελε. Πέρα από το ότι έκρυβε τελείως τα χαρακτηριστικά του, η μάσκα αλλοίωνε τη φωνή του και στο δεξί του μανίκι κρυβόταν ένα μικρό περίστροφο με τρεις σφαίρες. Δυστυχώς το τελευταίο μπορούσε να γεμίσει μόνο στο κεντρικό αρχηγείο αλλά, αν χρειαζόταν πάνω από τρεις βολές στην αποστολή του μάλλον δε θα επιζούσε και πολύ, όσες και αν είχε. Ή τουλάχιστον αυτό του είχε πει ο γεράκος, ο υπεύθυνος ειδικού εξοπλισμού, που του την έδωσε.

Ο "προστατευόμενός" του ήταν ένας κοντός άντρας, με ένα κοντό μουσάκι στο πηγούνι και παμπόνηρα μάτια. Ήταν πάντα καλοντυμένος και ευγενικός, παρόλα αυτά του μιλούσε ελάχιστα. Στο πρόσωπό του ήταν ολοφάνερο ότι αισθανόταν αμηχανία απέναντι στον ένα και μοναδικό Αύγουστο Μπρόντλεϋ, μάγο, τυχοδιώκτη, κλέφτη πολύτιμων αντικειμένων και απατεώνα ικανό να κοροϊδέψει ακόμα και τον ίδιο το θάνατο. Ήταν εμφανές ότι κάθε λογικός άνθρωπος που δεν είχε πουλήσει την ψυχή του σε τουλάχιστον έναν από τους Τρεις δε θα αισθανόταν άνετα κοντά του.

Σε μία από τις ελάχιστες συνομιλίες τους, ο Ντεκάρ τον είχε ρωτήσει αν πράγματι ο Θάνατος είναι όπως τον παρουσιάζουν οι θρύλοι, ένας μαύρος ιππότης με μια ρομφαία που την περιβάλει μια μαύρη φωτιά και καβάλα σε έναν μαύρο δράκο. Ο Αύγουστος αρκέστηκε σε ένα υπαινικτικό σχόλιο που σταμάτησε για μια στιγμή το αίμα του συνομιλητή του, και μαζί με αυτό τη συζήτησή τους. Καλύτερα έτσι, γιατί δεν είχε το κουράγιο να του περιγράψει τα όσα είχαν γίνει όταν είχε κάνει το τελετουργικό.

Είχε καρφώσει το μαχαίρι στα σωθικά του και είχε διπλωθεί στα δύο, με την οδύνη να του τρωει τα λογικά και τον κόσμο γύρω του να σβήνει. Όσο έσβηνε ο πόνος τόσο έσβηναν και οι αισθήσεις του, μέχρι που βρέθηκε να περιβάλλεται από το Τίποτα. Και τότε ένα λευκό φως εμφανίστηκε μπροστά του, και ένα μικρό παιδί ντυμένο στα λευκά του άπλωσε το χέρι του. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο στο αθώο πρόσωπό του που έκανε τον Αύγουστο να μη μπορεί παρά να θέλει να το ακολουθήσει. Έπιασε με τα δύο χέρια του το χέρι του παιδιού και, με τη βοήθειά του, σηκώθηκε όρθιος. Το παιδί, συνεχίζοντας να του χαμογελά, τον οδήγησε μέσα από τη φωτεινή πύλη στο βασίλειο του Κάλαχραντ.

Το βασίλειο αυτό ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που έλεγαν οι θρύλοι. Βρισκόταν σε μια αίθουσα ακροάσεων, με το θρόνο του θεού του θανάτου και δύο πόρτες, μία στην κάθε πλευρά του. Στο θρόνο στεκόταν ο ίδιος ο Κάλαχραντ, ένα γκρίζο ον του οποίου τα χαρακτηριστικά ήταν απροσδιόριστα. Το μόνο που θυμόταν ο Αύγουστος ήταν ότι κρατούσε μια ζυγαριά.

"Χαίρεται, Αύγουστε Μπρόντλεϋ," του είχε πει "η ώρα της Κρίσης σου έφτασε."

"Μεγαλειότατε," υποκλίθηκε ο Αύγουστος μπροστά του, "ήρθα εδώ έχοντας τελέσει όλα τα τελετουργικά του Καθαρού Θανάτου, πριν πάρω με ίδια τα χέρια μου τη ζωή μου. Η κρίση Σας θα είναι δίκαιη, όποια κι αν είναι. Πριν όμως από αυτή θα ήθελα να σας μιλήσω."

"Σε ακούω" του είπε ο Θεός.

"Θα ήθελα να επικαλεστώ τη συμφωνία του Ρικαμόρ, όπως αυτή περιγράφεται στο Μεγάλο Βιβλίο των Συμφωνιών," του είπε ο Αύγουστος, όπως ακριβώς ζητούσε το ξόρκι.

"Και γιατί να το κάνω αυτό;" τον ρώτησε ο Κάλαχραντ, πιστός στο σενάριο.

"Για όσο καιρό θα ισχύει η συμφωνία μας, θα παραμείνω πιστός σε εσάς και σε κανένα άλλο από τους θεούς της Πλάσης."

Ο Κάλαχραντ τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και έγνεψε καταφατικά. "Για όσο τηρείς τη συμφωνία μας, θα έχεις την εύνοιά μου."

Το επόμενο πράγμα που είδε ο Αύγουστος ήταν το αιματοβαμμένο πάτωμα του δωματίου στο οποίο είχε τελέσει το τελετουργικό. Οι πληγές του είχαν κλείσει και το σημάδι είχε καεί στο μέτωπό του. Και μετά σήκωσε το βλέμμα και είδε το βοηθό του ξεκοιλιασμένο. Και με τρόμο κατάλαβε το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για τη συμφωνία του.

 

Ο ναύτης που έπεσε πάνω του τον έβγαλε από το ονειροπόλημά του. Ο Αύγουστος βρέθηκε ξαφνικά μέσα σε ένα χαοτικό συνοθύλευμα από ναύτες που έτρεχαν πάνω κάτω στο κατάστρωμα φωνάζοντας. Ετοιμάστηκε να ρωτήσει τι συνέβαινε, όταν είδε το πλοίο να πλησιάζει. Το πλοίο έφερνε τη πολεμική σημαία της Σέλαμορ. Και αυτό σήμαινε ένα μόνο πράγμα: προβλήματα

Ο Αύγουστος άρχισε να κατευθύνεται προς τον καπετάνιο του πλοίου, ενώ το αριστερό κανόνι του πλοίου φορτωνόταν με μια σφαίρα που την περιέβαλαν αλυσίδες. Χωρίς να χάσει χρόνο ο καπετάνιος διέταξε να ρίξουν με το κανόνι και να το ξαναγεμίσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν, όπως και έγινε.

Με ένα δυνατό κρότο το κανόνι εκτόξευσε το φορτίο του εναντίον του πειρατικού που πλησίαζε, κάνοντας το πλοίο να τρέμει και τον Αύγουστο να παραπατάει. Η μπάλα χτύπησε στο κατάστρωμα του Σελαμοριανού σκάφους, χωρίς όμως να το κάνει να αλλάξει την πορεία του. Ήδη οι ναύτες είχαν αρχίσει να οπλίζονται για την μάχη σώμα με σώμα που θα ακολουθούσε σίγουρα: το σκαρί τους δεν ήταν αρκετά γρήγορο για να αποφύγει τους διώκτες του.

Μέχρι το "Κόκκινος Δράκος" να φτάσει σε τέτοια απόσταση ώστε να μπορεί το πλήρωμά του να ρίξει γάντζους στην "Λευκή Γοργόνα" είχαν ριχτεί εναντίον του άλλες τέσσερις βολές, από τις οποίες μόνο μία τον είχε πετύχει, και αυτή το μόνο που έκανε ήταν μια τρύπα σε ένα από τα πανιά του. Μια τρύπα που δε κατάφερε να το καθυστερήσει και πολύ. Όταν οι γάντζοι ρίχτηκαν το πλήρωμα έβαλε τα δυνατά του να τους κόψει, ανοίγοντας παράλληλα πυρ με τα πυροβόλα όπλα που είχαν οι ναύτες. Οι αντίπαλοι, έμπειροι στο να πολεμάνε με αντιπάλους που χρησιμοποιούσαν πιστόλια, καλύφτηκαν πίσω από τις ασπίδες τους. Αν και οι ασπίδες ήταν από ξύλο και δέρμα, εντούτοις έκαναν πολύ καλή δουλειά στο να προστατέψουν τους Σελαμοριανούς.

Ο Αύγουστος καθόταν στην πρώτη γραμμή, όχι τόσο επειδή είχε τη διάθεση να πολεμήσει, όσο επειδή δεν ήθελε να προδοθεί, όταν είδε με έκπληξη τους αντιπάλους να σηκώνουν σημαία διαπραγματεύσεων. Από ανάμεσά τους βγήκε ένας πανύψηλος μυώδης άντρας, μάλλον ο αρχηγός τους. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και η μαύρη γενειάδα του ήταν δεμένη σε ένα είδος κοτσίδας.

"Ακούστε τι έχει να σας πει ο Μπόρεκ ο Ανίκανος," είπε με βροντερή φωνή. "Μπορούμε είτε να σας σφάξουμε σα σκυλιά, είτε να μονομαχήσω με τον καλύτερο μαχητή σας. Αν χάσω θα σας αφήσω να φύγετε ζωντανοί, χωρίς όμως τα πολύτιμα εμπορεύματά σας και..."

"Σύμφωνοι!" φώναξε ο καπετάνιος της "Λευκής Γοργόνας" πριν ο αντίπαλος του προλάβει να τελειώσει το λόγο του. "Θα σε πολεμήσει αυτός!" είπε, δείχνοντας τον έκπληκτο Αύγουστο.

Ο Αύγουστος, πλησίασε τον καπετάνιο και του ψιθύρισε στο αυτί "Νομίζετε ότι είναι φρόνιμο αυτό;"

"Κοιτάξτε," απάντησε ψιθυριστά ο καπετάνιος "Έχει ως προσφώνηση αξίας το 'Ανίκανος'. Πόσο πιο καλός από ένα λευκό φύλακα μπορεί να είναι;"

"Αν έχει αλλάξει τον τίτλο του ως δήλωση βεντέτας και, αν υποθέσουμε ότι η βεντέτα είναι ενάντια στον Κάλομ τον Ικανό, δε τον έχει σκοτώσει ούτε ο αντίπαλός του ούτε το πλήρωμά του…"

"Όταν λες Κάλομ τον ικανό," τον ρώτησε ταραγμένος ο καπετάνιος, "εννοείς ΤΟΝ Κάλομ;"

Ο Αύγουστος μοναχά έγνεψε καταφατικά, και ξεθηκάρωσε το σπαθί του.

 

Το γεροδεμένο, σαν αρκούδας, σώμα του αντιπάλου του, έκανε τον Αύγουστο να ξεροκαταπιεί. Ο τρόπος με τον οποίο κρατούσε τα δύο τσεκούρια στα πανίσχυρα χέρια του, υποδήλωνε την μαχητική του ικανότητα. Δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται όμως: στα μαύρα μάτια του έκαιγε η φωτιά της μάχης και τα μαύρα γένια του διακόπτονταν σε πολλά σημεία από παλιές ουλές.

Αντίθετα ο Αύγουστος, ντυμένος με την άβολη στολή των Λευκών Φυλάκων προσπαθούσε να σηκώσει τη βαριά ρομφαία που όλοι οι Λευκοί Φύλακες χρησιμοποιούσαν. Αν είχε εκπαιδευτεί κιόλας στη χρήση της θα ήταν πολύ καλύτερα. Μάταια προσπαθούσε να σκεφτεί κάποιο ξόρκι κατάλληλο για την περίσταση. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν επίκληση στο Τζούροναρ, το πνεύμα του πολέμου, αλλά κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια συμφωνία. Τη στιγμή αυτή προτιμούσε να είναι αθάνατος, παρά καλύτερος πολεμιστής.

Οι δύο αντίπαλοι στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, ενώ γύρω τους τα πληρώματα των δύο πλοίων τους εμψύχωναν. Οι σανίδες του καταστρώματος έτριζαν κάτω από τα πόδια τους, ενώ κάθε βήμα τους έφερνε όλο και πιο κοντά στη στιγμή της σύγκρουσης. Μέχρι στιγμής ο ένας ζύγιζε τις δυνάμεις του άλλου, ψάχνοντας για κάποια αδυναμία: ο Αύγουστος επειδή δεν έβρισκε, ο Μπόρεκ μάλλον επειδή είχε προβληματιστεί από το πόσο άσχημα κρατούσε το σπαθί του ο αντίπαλος του.

Τελικά τη μάχη ξεκίνησε ο Μπόρεκ. Με ένα άλμα προς τα μπρος σήκωσε ψηλά και κατέβασε τα δύο του πελέκια πάνω στον Αύγουστο. Μόλις την τελευταία στιγμή μπόρεσε εκείνος να πηδήξει στο πλάι, αποφεύγοντας το χτύπημα. Αν μπορούσε να ισορροπήσει τη ρομφαία, θα δοκίμαζε να τον χτυπήσει τη στιγμή που ήταν ακάλυπτος, εξαιτίας της προσγείωσής του.

Ο Αύγουστος άρχισε να πισωπατάει αμυντικά, ενώ ο αντίπαλός του τον πλησίαζε για δεύτερη επίθεση. Τα τσεκούρια του γυάλιζαν απειλητικά, όταν οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους. Ο Αύγουστος μπορούσε κιόλας να νιώσει το αίμα του να βάφει το κατάστρωμα και το κουφάρι του να γίνεται τροφή για τα ψάρια της Μελανής Θάλασσας. Και όχι τίποτε άλλο, αλλά δε θα είχε πεθάνει κιόλας…

Ο Μπόρεκ ξανασήκωσε τα τσεκούρια του, τίναξε το κεφάλι του προς τον ουρανό έβγαλε μια πολεμική κραυγή και όρμησε πάνω στον Αύγουστο. Ο μάγος σήκωσε ενστικτωδώς τη ρομφαία του και σταμάτησε το κατακόρυφο χτύπημα. Η δύναμη του αντιπάλου του ήταν τόση που ένιωσε τα χέρια του να μουδιάζουν. Μόλις που κατάφερε να αποφύγει το οριζόντιο σαρωτικό χτύπημα του πειρατή πηδώντας προς τα πίσω. Το τσεκούρι έσκισε λίγο το ρούχο του, αλλά δεν άγγιξε το δέρμα του. Ας είναι καλά ο αλυσιδωτός θώρακας που ήταν από κάτω του.

Το άλλο τσεκούρι του Μπόρεκ όμως, κατέβαινε για ακόμη μία φορά προς το κεφάλι του Αύγουστου. Απελπισμένα προσπάθησε να το σταματήσει, το μόνο που πέτυχε όμως ήταν να συγκρουστούν οι καρποί του με τη γροθιά του πειρατή. Τα χέρια του μούδιασαν από το πόνο και η ρομφαία γλίστρησε από τα χέρια του.

Οι ενθαρρυντικές φωνές των ναυτών πάγωσαν στα χείλη τους, ενώ οι πειρατές άρχισαν να ζητωκραυγάζουν όλο και πιο έντονα. Ο Αύγουστος το ήξερε ότι ο θάνατος του ξαναπλησίαζε όλο και πιο κοντά. Προσπαθούσε να απομακρυνθεί από τον αντίπαλό του, αλλά ο κλοιός από τους ναυτικούς δε τον άφηνε.

Προσπάθησε απεγνωσμένα να αποφύγει το επόμενο χτύπημα του Μπόρεκ, μια οριζόντια σαρωτική επίθεση με το δεξί του χέρι, όμως έχασε την ισορροπία του και έπεσε. Προσπάθησε να συρθεί μακριά, βαριανασαίνοντας, ενώ ο αντίπαλός του πλησίαζε απειλητικά.

Η απελπισμένη του αυτή προσπάθεια έφτασε σε αδιέξοδο, όταν η πλάτη του χτύπησε σε μια από τις πλευρές του πλοίου. Ανασηκώθηκε και προσπάθησε να δει από πού θα μπορούσε να ξεφύγει, ενώ ο μεγαλόσωμος Σελαμοριανός στεκόταν θριαμβευτικά από πάνω του. Οι κοφτερές λεπίδες των όπλων του έλαμπαν στο φως, σα να χαίρονταν που θα έπιναν το αίμα του.

Μάταια το μυαλό του μάγου έψαχνε να βρει μια λύση. Κάθε ξόρκι που μπορούσε να σκεφτεί είτε θα αποκάλυπτε στους ναύτες την πραγματική του ταυτότητα είτε δε μπορούσε να γίνει. Έπρεπε να στραφεί στη τελευταία λύση που του απέμενε.

Με τα χέρια πίσω από τη πλάτη προσπάθησε να ανασηκωθεί. Μια δυνατή κλωτσιά όμως του Μπόρεκ τον έστειλε να κυλιστεί στο κατάστρωμα.

"Χτύπα τώρα που μπορείς," του είπε ο Αύγουστος χαμογελώντας, ενώ ένα ρυάκι από αίμα έτρεχε από τα κομμένα χείλη του, "γιατί εσύ είσαι αυτός που θα πεθάνει!"

Ο μεγαλόσωμος Σελαμοριανός έριξε πίσω το κεφάλι του και άρχισε να γελά βροντερά. Το ίδιο έκαναν και όλοι οι άντρες του, ενώ το πλήρωμα της "Αντζέλικα" απορούσε με αυτά που έλεγε ο σωματοφύλακας του διπλωμάτη που μετέφεραν. Μόνο ο Σεβαστιανός φαινόταν ήρεμος. Ήξερε ότι ο μάγος θα είχε κάποιον άσσο κρυμμένο στο μανίκι του.

"Και τι σε κάνει να το νομίζεις αυτό;" ρώτησε τελικά ο Μπόρεκ, προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσει τα γέλια του.

"Αυτό!" απάντησε ο Αύγουστος, αν και ο πυροβολισμός κάλυψε κάθε άλλο ήχο. Το αίμα του Μπόρεκ έβαψε το κατάστρωμα, καθώς το τεράστιο σώμα του έπεφτε: η σφαίρα τον είχε βρει ανάμεσα στα μάτια. Το πιστόλι που ο Αύγουστος είχε κρυμμένο στο μανίκι του είχε κάνει τη δουλειά του.

Όλοι οι πειρατές ετοιμάστηκαν να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Αύγουστος ορθώθηκε απέναντί τους και τους είπε "Οι κανόνες έλεγαν με ότι όπλα έχουμε πάνω μας. Δεν έλεγαν πουθενά ότι απαγορεύονται πυροβόλα. Άρα κέρδισα και πρέπει να φύγετε από το πλοίο μας!"

Οι πειρατές έμειναν αμίλητοι. Ήταν φανερό ότι δε θα πείθονταν εύκολα. Οι μισοί από αυτούς ήταν έτοιμοι να ξαναβγάλουν όπλα και η σφαγή να συνεχιστεί. Οι υπόλοιποι ήταν αμίλητοι, σα να το σκέφτονταν. Ναι, είναι πολύ περήφανοι για να δεχτούν ότι έχασαν με ένα τέτοιο κόλπο, σκέφτηκε ο Αύγουστος. Τελικά η αποστολή έδειχνε να έχει αποτύχει πριν καν αρχίσει.

Οι πρώτες κραυγές πανικού τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε το πλοίο των πειρατών να εκτοξεύεται με δύναμη στον αέρα, κομμένο στα δύο από ένα τεράστιο πλοκάμι. Όχι μόνο είχε κάνει εχθρό του έναν πανίσχυρο θεό, είχε γίνει πιόνι του αρχηγού των μυστικών υπηρεσιών του Λάχαντρος, ήταν υποχρεωμένος να πάει μεταμφιεσμένος στην αυλή του βασιλιά που θα τον έκοβε σε φέτες μέχρι να πάψει να ζει (δηλαδή ίσως και αιώνια…) αλλά τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει και την οργή του Κρέμπον. Τουλάχιστον αυτή ήταν τυφλή και όχι στραμμένη εναντίον του. Ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά…

Link to comment
Share on other sites

Σαν τη Λαμόρκ την έσκιζε

Του Αίματος το Κανάλι

Τη θάλασσα τη Πορφυρή και Μελανή ενώναν

Και μάχη τότε τρομερή

Τη θάλασσα εσείε

Σα πολεμούσαν των διονών θαλάσσων οι αφεντάδες

Και μαζευτήκαν οι σοφοί

Σε κύκλο δύναμης τρανής

Ξόρκι εκάναν τρομερό, τη γη την ίδια σείουν

Και το Κανάλι του Αίματος

Με βράχο το εκλείνουν

Της Πορφυρής ο άρχοντας τη θάλασσα τραντάζει

Μα ο Άρχοντας της Μελανής το λογικό του χάνει

Τώρα λέγεται Κρεμπόν, το τέρας της θαλάσσης

Και όλα τα πλοία που περνούν τη θάλασσά του σπάει

Λαϊκό τραγούδι, απαγορευμένο με διάταγμα του Πεφωτισμένου Αφυπνιστή Μάλκορ.

Κρεμπόν

 

"Γαμώτο!" είπε μέσα από τα δόντια του ο Αύγουστος, καθώς το πλοκάμι βυθιζόταν στο νερό, ανάμεσα στα συντρίμμια του Σελαμοριανού πλοίου. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα κάτι. Η οργή ενός ακόμα θεού δε του χρειαζόταν: είχε εξασφαλίσει ήδη την οργή αρκετών.

Οι αντιδράσεις των δύο πληρωμάτων δεν ήταν πολύ διαφορετικές: Το πλήρωμα της Λευκής Γοργόνας είχε παραλύσει από το φόβο του. Κάποιοι έλεγαν προσευχές για να διώξουν το καλό, άλλοι παρακαλούσαν απλά το Δημιουργό να τους σώσει.

Οι πειρατές από την άλλη αντέδρασαν πιο ψύχραιμα. Δίχως να χάσουν καιρό άρπαξαν το πτώμα του καπετάνιου τους και το πέταξαν στη θάλασσα, κραυγάζοντας κάτι στη γλώσσα τους. Ένα πλοκάμι άρπαξε το πτώμα και το τράβηξε στο βυθό, ενώ άλλα δύο διέλυαν σε όλο και μικρότερα κομμάτια τα συντρίμμια του πειρατικού.

Το πλάσμα συνέχισε να ψάχνει, μάταια, το ναυάγιο για πτώματα: ελάχιστοι άντρες βρίσκονταν πάνω στο πλοίο και είχαν όλοι τους πιαστεί από τα σκοινιά και είχαν ανέβει στη Λευκή Γοργόνα. Στο τέλος τα πλοκάμια ξαναβυθίστηκαν στο νερό και η θάλασσα ηρέμησε. Ένας συλλογικός αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε πάνω στο κατάστρωμα και από τις δύο πλευρές. Η προσφορά του πτώματος είχε σώσει το πλήρωμα.

Τα προβλήματα όμως δεν είχαν τελειώσει: πάνω στο κατάστρωμα βρίσκονταν δύο αντίπαλα πληρώματα, και κάθε ένα ήθελε το πλοίο για τον εαυτό του. Οι ναύτες είχαν αρχίσει να σφίγγουν τα όπλα τους και ετοιμάζονταν για την αναπόφευκτη σύγκρουση. Τα βλέμματα τους κάρφωναν σαν Ζιριανές λεπίδες τους αντιπάλους τους. Η σύγκρουση δε θα αργούσε πολύ ακόμα.

Όταν ήρθε κανείς δε την περίμενε. Δε την ξεκίνησε ούτε κάποιος από τους δυτικούς, πατώντας τη σκανδάλη του όπλου του, ούτε κάποιος από τους πειρατές, ορμώντας στον κοντινότερο αντίπαλο με το κοφτερό του τσεκούρι. Την ξεκίνησε ένα τεράστιο πλοκάμι που πετάχτηκε άξαφνα από τη θάλασσα και χτύπησε με δύναμη σε μια αόρατη ασπίδα που περιέβαλε το πλοίο.

Και τα δύο πληρώματα ξέχασαν αμέσως την αντιπαλότητά τους και, ενωμένοι από το φόβο, κοίταξαν πρώτα το πλοκάμι που είχε σταματήσει μόλις μερικά μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους. Και μετά τα μάτια όλων στράφηκαν στο μυστηριώδη πολεμιστή με τα λευκά που στεκόταν με ανοιχτά χέρια στη μέση του καταστρώματος, εκλύοντας μια αύρα δύναμης που πρώτη φορά ένιωθαν.

 

Ο Αύγουστος είχε αρχίσει να ιδρώνει κάτω από τη μάσκα του. Οι αλμυρές σταγόνες έπεφταν στα μάτια του, κάνοντάς τα να τσούζουν, έτρεχαν στο πρόσωπό του, γαργαλώντας τον, έπεφταν στα ξερά του χείλη, δροσίζοντας τα ελάχιστα. Δεν έφταιγε η ζεστή στολή του για τον ιδρώτα, αλλά η προσπάθεια που κατέβαλε να συγκρατήσει το ξόρκι φραγής που εμπόδισε την επίθεση του πλάσματος.

Από τη προσπάθεια να συγκρατήσει το ξόρκι και να σκεφτεί μια ικανοποιητική αντεπίθεση. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι πληροφορίες που γνώριζε για το πλάσμα. Από την αρχή του χρόνου λένε, αν και ο Αύγουστος το αμφισβητούσε αυτό, πιστεύοντας ότι απλά είχε συμβεί πριν δύο-τρεις χιλιετηρίδες, πολεμούσε με τον Σάλεμπ'Κάνα. Το μέτωπο ήταν το κανάλι που έσκιζε την ήπειρο της Λαμόρκ σε δύο μεγάλα νησιά, το Ρέμπακαλ στο Νότο και την Διλάνια στο βορρά. Το Κανάλι του Αίματος όπως το έλεγαν. Όλα όμως είχαν αλλάξει πριν εφτακόσια και κάτι χρόνια, δύο αιώνες μετά το θάνατο του Πρώτου Προφήτη.

Τότε, μετά από παράκληση του Άστρακ, του πρώτου και τελευταίου μάγου-βασιλιά του Ρέμπακαλ, τέσσερα από τα ισχυρότερα τάγματα των δύο νήσων, συγκεντρώθηκαν στο πολυθρύλητο συμβούλιο των σοφών και, με μια επίκληση που σχεδίαζαν επί τρία χρόνια, κατάφεραν με ένα σεισμό να ενώσουν της δύο νήσους με την επονομαζόμενη, ακόμα και σήμερα, Χερσόνησο του Σοφού, σχηματίζοντας την ήπειρο της Λαμόρκ. Η ιστορία σιγά σιγά πέρασε στην περιοχή του θρύλου και, με την άνοδο της Δεύτερης Εκκλησίας του Δημιουργού, χαρακτηρίστηκε αιρετική και ξεχάστηκε από τους λαούς, όχι όμως από όσους ήξεραν τα όσα οι Αφυπνιστές προσπαθούσαν να κρύψουν από τους πιστούς τους.

Άλλο ένα χτύπημα τράνταξε το πλοίο. Ο Αύγουστος έσφιξε τα δόντια, μέχρι που να πονέσουν, αλλά στο τέλος άντεξε το χτύπημα. Το πλοκάμι τραβήχτηκε για άλλη μια φορά, ετοιμάζοντας ένα ακόμα χτύπημα και άλλο ένα, και άλλο ένα, μέχρι που η άμυνα του μάγου να έσπαζε κάτω από τη δύναμη του πλάσματος. Και δεν άργησε πολύ να έρθει: ένα πλοκάμι χτύπησε με απίστευτη δύναμη λίγο πιο πάνω από τη πλώρη και συνέχισε να πιέζει, προσπαθώντας να σπάσει το αόρατο φράγμα. Ο Αύγουστος, χρησιμοποιώντας όση δύναμη του απέμενε. Σχεδόν ταυτόχρονα ένα δεύτερο πλοκάμι χτύπησε την αριστερή πλευρά του πλοίου. Ο Αύγουστος έβγαλε μια κραυγή πόνου, καθώς η δύναμή του έφτανε στα όρια της.

 

Όλα τα μάτια του πληρώματος είχαν στραφεί πάνω του. Τα πρόσωπά τους είχαν ασπρίσει από την αγωνία, γνωρίζοντας ότι αν αποτύγχανε είχε έρθει το τέλος τους. Τόσο πολύ είχαν απορροφηθεί από τη μαγική σύγκρουση που κανείς δε πρόσεξε τα σκελετωμένα χέρια που ξεπετάγονταν από το νερό. Ένα-ένα, θύματα τόσων αιώνων, άρχισαν να βγαίνουν από το νερό, με μια ανόσια σπίθα ζωής που τους είχε δοθεί από το θεό που τους είχε πάρει τη ζωή.

Οι πρώτοι απέθαντοι υπηρέτες είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν στις πλευρές του πλοίου, όταν ο Αύγουστος αντιλήφθηκε ότι κάτι πήγαινε στραβά. Μέσα από το φράγμα ένιωθε μέρος της ενέργειας του αντιπάλου του. "Προσέχετε!" φώναξε στους έντρομους ναύτες.

Δε πρόλαβε να φωνάξει και τα πρώτα κινούμενα πτώματα ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη οι ναύτες άρχισαν να πυροβολούν, περισσότερο από φόβο παρά από ετοιμότητα. Τα πτώματα άρχισαν να τραντάζονται από τις βολές, τρύπες άνοιξαν σε αυτά, αλλά ο καταιγισμός από σφαίρες δε φάνηκε να κάνει πιο πεθαμένους τα ήδη νεκρούς ναυαγούς. Αντίθετα άρχισαν να προχωρούν με αργά βήματα προς τον Αύγουστο με τα άδεια μάτια τους να γυαλίζουν από δίψα για αίμα.

Οι σφαίρες είχαν πια τελειώσει και οι ναύτες και των δύο πληρωμάτων άδραξαν ότι όπλο για μάχη σώμα με σώμα είχαν πρόχειρο και είχαν σχηματίσει ένα σφιχτό κύκλο γύρω από τον Αύγουστο. Από την ασφάλειά του εξαρτιόταν η δική τους. Έτσι λοιπόν με τσεκούρια, σπάθες, κόπανους τουφεκιών, κουπιά και ότι άλλο έβρισκαν πρόχειρο προσπαθήσουν να συγκρατήσουν το παλιρροϊκό κύμα των απέθαντων. Έκοβαν χέρια, πόδια, κεφάλια, έσπαζαν κόκαλα, και όμως οι νεκροί δε σταματούσαν με τίποτα. Αντίθετα όλο και πιο συχνά κάποιος από τους υπερασπιστές του Αύγουστου έπεφτε θύμα τους. Κάποιο από τα πολλά αρπαχτικά χέρια θα έπιανε έναν από τους άτυχους ναυτικούς και, πριν οι σύντροφοί του προλάβουν να το κόψουν, θα τον τραβούσε μέσα στο κύμα των ζωντανών-νεκρών, για να ξεσκιστεί ζωντανός από τους υπηρέτες του θαλάσσιου θεού.

Ο Αύγουστος προσπαθούσε ακόμα να συγκρατήσει τις διαδοχικές επιθέσεις του Κρεμπόν, ώστε να μη καταταχθούν στις λεγεώνες των απέθαντων του Άρχοντα της Μελανής θάλασσας όσοι βρίσκονταν γύρω του. Γιατί τώρα καταλάβαινε το λόγο των επιθέσεων: το Κρεμπόν μάζευε ένα στρατό για να πολεμήσει τον προαιώνιο αντίπαλό του. Τον προαιώνιο αντίπαλο που ήταν και αντίπαλος του Αύγουστου. Και του οποίου τη "μυρωδιά" είχε πάνω του, όταν κράτησε το μαύρο μαργαριτάρι του, όταν διάβασε το πραγματικό του όνομα. Όσο κι αν το ξόρκι του Μαύρου Άντρα έκανε τη μαγική αύρα του Αύγουστου δυσδιάκριτη, όσο και αμυδρή να ήταν η μυρωδιά του Σάλεμπ'Κάνα πάνω του, δε θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητη στη Μελανή Θάλασσα. Αυτός ήταν και ο λόγος που δέχονταν επίθεση. Και για άλλη μια φορά ο Αύγουστος έπρεπε να ξεγελάσει κάποιο από τα Μεγάλα Πνεύματα που κυβερνούσαν τον Κόσμο.

Το μάτι του έπεσε σε ένα πεσμένο τσεκούρι. Χωρίς να σπάσει τη συγκέντρωσή του, έσκυψε και το πήρε. Έβγαλε το δεξί γάντι του και με την κόψη του τσεκουριού έκοψε λίγο το δείκτη του. Αίμα έτρεξε. Βυθιζόμενος σε ακόμα πιο βαθιά συγκέντρωση, κάλεσε στο μυαλό του το όνομα που είχε διαβάσει στο μαργαριτάρι.

Γραμμένο με αίμα και μαγεία στο κρύο ατσάλι, το μυστικιστικό όνομα άρχισε να ακτινοβολεί με την ενέργεια του Άρχοντα της Πορφυρής Θάλασσας. Το Κρεμπόν φρένιασε. Μανιασμένο επιτέθηκε στο πλοίο, με τέτοια ταχύτητα και δύναμη που ο Αύγουστος ήταν σίγουρος ότι δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Αλλά ούτε και θα χρειαζόταν να αντέξει. Μαζεύοντας τα τελευταία αποθέματα δύναμής του, πέταξε μακριά το τσεκούρι. Αυτό, κάνοντας μια μεγάλη καμπύλη στον αέρα, έπεσε τελικά μέσα στη θάλασσα.

Και τότε η επίθεση των ζωντανών νεκρών σταμάτησε και ένας ένας άρχισαν να επιστρέφουν στην υγρή κατοικία τους. Το ίδιο και το Κρεμπόν, που βυθίστηκε στο νερό, ακολουθώντας το μαγεμένο αντικείμενο.

"Νομίζω σωθήκαμε," είπε με ανακούφιση ο Αύγουστος και λιποθύμησε.

 

"Καλημέρα," άκουσε ο Αύγουστος μόλις ξύπνησε. Ήταν ακόμα ζαλισμένος και δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τη φωνή του Γουλιέλμου Ντεκάρ.

"Πόσες μέρες κοιμάμαι;" των ρώτησε με σπαστή φωνή.

"Τέσσερις" του απάντησε εκείνος. Αύριο το πρωί θα είμαστε στο λιμάνι του Αχράντ και μέχρι το μεσημέρι θα έχουμε φτάσει στο παλάτι του Ρέμπακαλ.

"Οι ναύτες;"

"Όλοι καλά. Όσοι επέζησαν δηλαδή από τα τέρατα. Καμιά δεκαριά από τη 'Λευκή Γοργόνα' και άλλοι δώδεκα από τους Σελαμοριανούς. Αυτοί αποβιβάστηκαν στο πρώτο λιμάνι που βρήκαμε. Ήταν λέει περήφανοι που πολέμησαν με έναν τόσο μεγάλο πολεμιστή σαν εσένα."

"Κάτι άλλο: πώς θα εξασφαλίσουμε ότι όλα όσα έκανα…" ρώτησε μετά από μια μικρή διακοπή ο Αύγουστος.

"Α, το φρόντισα κι αυτό" τον διέκοψε ο Ντεκάρ. "Τους είπα ότι οι Λευκοί Φύλακες γνωρίζουν προσευχές που προστατεύουν από τους δαίμονες. Και ότι αυτό είναι μυστικό και πρέπει να το κρατήσουν μέχρι τον τάφο τους, αλλιώς η οργή του Φύλακα Αγίου θα πέσει στα κεφάλια τους."

"Ας το ελπίσουμε αυτό," είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο ο Αύγουστος "γιατί δε χρειαζόμαστε περισσότερες επιπλοκές στο σχέδιό μας". Ήταν όμως σίγουρος ότι αυτό δε θα ήταν το τελευταίο απρόσμενο εμπόδιο που θα συναντούσαν…

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Ωωω! Η ιστορία συνεχίζεται! :thmbup: Η απομόνωση σε βοήθησε, μου φαίνεται. :D Συνεχίζεις δυναμικά.

 

Δεν τα έχω διαβάσει. Θα τα εκτυπώσω, να τα διαβάσω με την ησυχία μου, και, όταν συναντηθούμε, θα σου έχω κάνει σημειώσεις στο κείμενο. Πιο καλό το χαρτί και η μπίρα από την παγερή οθόνη. :)

 

Μέχρι τότε, επανάλαβε μαζί μου: I Swear by the Power of All Dark Gods that I Will Write Every Fucking Word Balls-Out for Glory. :D

Link to comment
Share on other sites

[rant mode]Λίγα για την οθόνη. Και σταματήστε να καταστρέφετε χαρτί επειδή δεν έχετε εξασκηθεί στο να διαβάζετε στην οθόνη. Που να σας πάρει η Greenpeace και να σας σηκώσει... [/rant mode]

 

Διάβασα το πρώτο κομμάτι και έσωσα τη σελίδα για να διαβάσω το υπόλοιπο offline σε κάνα τρένο. Πολύ καλή η υπόθεση. Το γράψιμό σου έχει τα συνηθισμένα προβλήματα που έχει και το δικό μου (βλέπε Γαλάζια Πύλη): υπερβολικά γρήγορο, συχνά χάνεις τη μπάλα με εξηγήσεις που αναφέρονται σε πράγματα που δεν ξέρει ο αναγνώστης καλά.

Αλλά γενικά, δεν φαίνεσαι διατεθειμένος να το αλλάξεις :)

Link to comment
Share on other sites

"Και κάτι άλλο αφέντη," έκανε δειλά ο άνδρας "αυτή τη πόρνη που σου έφερε ως δώρο ο πρέσβης. Δε την εμπιστεύομαι καθόλου. Έχει κάτι ύποπτο πάνω της."

Μήπως τη λένε Juliette και συνεγάζεται με τη γυναίκα του άρχοντα; Και θα του φάει το μάτι ενώ η γυναίκα του θα του σκοτώσει τα παιδία; Ε; Ε;

 

(Το πολύ 7thSea με έχει πειράξει στον εγκέφαλο)

 

 

QUOTE(Nihilio @ Mar 5 2005, 07:24 PM)

Οι διαπραγματεύσεις συμπίπτουν με την ετήσια γιορτή του Πρώτου Προφήτη

 

 

Βλέπω ότι όντως δεν πέρασαν απαρατήρητες οι εμπειρίες σου με το 7thSea...

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα και το δεύτερο κεφάλαιο. Βελτιώνεται και ο τρόπος γραφής και η υπόθεση παίρνει φωτιά...

(Χι, πόρνες κατασκόπους δώσε μου και πάρε μου την ψυχή)

 

:thmbup:

 

Α, και τα κανόνια παίρνουν μπάλες ή βλήμματα και ούχι σφαίρες (ναι, δεν υπάρχει σοβαρή διαφορά, αλλά μπερδεύει)

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Γκομπλινάκι, ναι, έχω επηρεαστεί κυρίως από: 7th Sea, Exalted και Sorcerer's crusade από rpg, Hellblazer από comics και από τα γραπτά του Robert Howard (όχι τόσο Conan όσο Solomon Kane) και του M. Moorcock.

Οι προφήτες βέβαια είναι μόνο δύο εδώ και η όλη ιστορία είναι αρκετά διαφορετική από το παιχνίδι, όπως διαφορετική είναι η κοσμολογία (no feys) και ο τρόπος που λειτουργεί η μαγεία. Απλά δεν έχουν βγει όλα αυτά στο κείμενο ακόμα.

 

Όσο για τα κανόνια το ξέρω ότι δε παίρνουν σφαίρες, αλλά βαριά μεταλλικά σφαιρικά αντικείμενα που λέγονται κανονόμπαλες. Απλά μου ξέφυγε στη διόρθωση.

Link to comment
Share on other sites

Άντε άντε, ανέβασε και το επόμενο (έχω ήδη διαβάσει το μισό).

Link to comment
Share on other sites

  • 5 weeks later...

Και προς μεγάλη χαρά όλων των οπαδών μου (ναι Νικόλα εσένα λέω) το πέμπτο κεφάλαιο είναι κοντά σας!

Σημείωση: κάποια ονόματα έχουν αλλάξει αλλά δεν έχω περάσει ακόμα διορθώσεις στα προηγούμενα.

Καλή σας διασκέδαση:

 

-----------------

 

Ο Σάλαγκρον στεκόταν στην άκρη του κύκλου από κιμωλία. Στο κέντρο του ήταν μια λιμνούλα από αίμα. Ένας φρενήρης, παράφωνος ρυθμός αντηχούσε στο κεφάλι του, ο ήχος του αίματός του που κυλούσε σαν τρελό στις φλέβες του. Αίμα: μια δύναμη που ακόμα δεν την κατείχε όπως τη πατρογονική δύναμη της φλόγας. Κι όμως, όσο απεχθής κι αν ήταν, μερικές φορές, όπως τώρα, του ήταν αρκετά χρήσιμη.

Δύο σκιές, στο βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος, αιωρούνταν πάνω από τον κύκλο, παίρνοντας σταδιακά ανθρωποειδείς μορφές. Ήταν οι σύνδεσμοί του με την επικράτεια του Άρχοντα του Αίματος. Οι δύο μορφές κατέβηκαν χαμηλότερα, μέχρι που αιωρούνταν εκατοστά πάνω από το αίμα. Οι μορφές τους άρχισαν να στερεοποιούνται, καθώς ρουφούσαν λαίμαργα το κόκκινο υγρό.

Ο Σάλαγκρον θυμήθηκε για άλλη μια φορά γιατί μισούσε την επικοινωνία του με τα πλάσματα αυτά: Οι γκροτέσκες μορφές τους του έφερναν αναγούλα. Το γκρίζο δέρμα τους κάλυπτε τα καμπουριασμένα, γεμάτα περίεργες αρθρώσεις, σώματά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν μακρόστενα, με πλακουτσωτές μύτες και στόματα γεμάτα με σειρές από κοφτερούς σα μαχαίρια κυνόδοντες. Το ένα από τα δύο πλάσματα είχε κάποιες σωματικές αναλογίες που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν θηλυκό, τα σώματά τους όμως δεν είχαν εμφανή γεννητικά όργανα.

Ο πυρολάτρης στάθηκε σιωπηλός. Τα πλάσματα έμειναν κι αυτά να τον κοιτούν, παγιδευμένα μέσα στον κύκλο. "Έρχεται" του είπαν τελικά, σπάζοντας τη σιωπή. Ο Σάλαγκρον είχε κερδίσει τον παραδοσιακό αγώνα θέλησης για το ποιος θα μιλήσει πρώτος σε μια επίκληση.

"Αυτό μου το έχουν δείξει ήδη οι φλόγες μου!" τους απάντησε οργισμένος.

"Ναι, αλλά τώρα έχει σχεδόν φτάσει," του απάντησε το 'αρσενικό', "και σέρνει πίσω του πτώματα. Πολλά πτώματα. Πολύ αίμα."

"Αλλά τον προστατεύει κάποιος πολύ ισχυρός," συμπλήρωσε το 'θηλυκό'.

"Θέλω το όνομά του!" πρόσταξε ο μάγος. Τα πλάσματα πραγματικά έπαιζαν με τα νεύρα του.

"Ξέρεις την τιμή για αυτό," του είπε 'αυτή', με μια κίνηση που αγνοούσε ολοκληρωτικά την ανθρώπινη ανατομία και που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαγηνευτική μέσα στην απάνθρωπη χάρη της, αν και έκανε τον Σάλαγκρον να θέλει να αδειάσει το στομάχι του από το, όπως επέβαλε το τάγμα του, φτωχικό γεύμα του.

"Ένα παιδί," είπε το 'αρσενικό' με λαιμαργία.

"Φοβισμένο," πρόσθεσε το 'θηλυκό', "το αίμα τους είναι πάντα πιο γλυκό όταν φοβούνται."

 

Στο Ρέμπακαλ

 

Η Αλούνια, η πρωτεύουσα του Ρέμπακαλ και γνωστή ως "η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο", ήταν ένα αρχιτεκτονικό παράδοξο: το τεράστιο, μεγαλοπρεπές παλάτι και τα μέγαρα των ευγενών γύρω από αυτό τα περιέβαλε μια λαβυρινθώδης παραγκούπολη για τους, υπερβολικά πολλούς, όχι και τόσο τυχερούς να γεννηθούν με, ή όχι και τόσο ικανούς να κερδίσουν μια θέση στα ανάκτορα.

Φτάνοντας στο παλάτι, όσο λαμπρό όσο και την τελευταία φορά που το είχε επισκεφτεί ο Αύγουστος (και είχε φύγει με ένα κεφάλι λιγότερο) δε μπορούσαν παρά να το θαυμάσουν, σαν ένα πολύτιμο διαμάντι στο σωρό από σκουπίδια που ήταν η υπόλοιπη πόλη. Η συνήθως υψηλή εγκληματικότητά της βέβαια δεν απείλησε καθόλου τους υψηλούς επισκέπτες κατά τη διαδρομή τους προς την καρδιά της. Κάτι απόλυτα λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι τους συνόδευαν γύρω στους είκοσι άντρες της βασιλικής φρουράς του Ρέμπακαλ.

Χωρίς να χάσουν καιρό, οι υπηρέτες που τους υποδέχτηκαν οδήγησαν τον πρέσβη και τον "σωματοφύλακά" του σε έναν από τους πολυτελείς ξενώνες που προορίζονταν για ξένους διπλωμάτες, όσο θα περίμεναν για την ακρόαση που είχαν ζητήσει.

"Χαλάρωσε" είπε στον Αύγουστο ο Ντεκάρ, "θα περιμένουμε για ώρες, μπορεί και μέρες εδώ μέσα. Ποτέ οι πρέσβεις δε γίνονται αμέσως αποδεκτοί. Εκτός κι αν κάνεις κάποιο από τα μαγ…"

Τη στιγμή εκείνη κάποιος χτύπησε την πόρτα τους. Ο Ντεκάρ χλώμιασε όταν κατάλαβε ότι έκανε γκάφα, προσπάθησε όμως να ελέγξει την εσωτερική του αναστάτωση και να ρωτήσει, με φωνή που ακουγόταν σταθερή και σίγουρη, ποιος τον ζητούσε. "Ο πρωθυπουργός θα σας δεχτεί στην επόμενη καμπάνα," απάντησε μια παιδική φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας. "Θα έρθω εγώ να σας οδηγήσω στο γραφείο του. Φροντίστε να είστε έτοιμοι ως τότε κύριοι."

Οι δύο άντρες πρόλαβαν μόνο να ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπό τους και ο Γουλιέλμος να φορέσει καθαρά ρούχα, όταν χτύπησε η καμπάνα. Ένα μελαψό αγόρι, όχι πάνω από δώδεκα χρονών τους περίμενε απ' έξω. Φορούσε την παραδοσιακή μακριά πουκαμίσα του Ρέμπακαλ, που έφτανε μέχρι τα πόδια του, ενώ τα καστανά μάτια του άστραφταν από εξυπνάδα. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, εκτός από μια τούφα που είχε κολλήσει από τον ιδρώτα στο σκούρο δέρμα του μετώπου του.

Μέσα από διάδρομους στολισμένους με πολύχρωμες ταπετσαρίες, που απεικόνιζαν σκηνές από την ιστορία και τους θρύλους της χώρας, το αγόρι τους οδήγησε σε μία δίφυλλη πόρτα. "Εδώ είναι κύριοι," τους είπε ευγενικά, υποκλίθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει.

"Μισό λεπτό μικρέ!" του είπε ο Ντεκάρ, "είμαι ξένος εδώ και χρειάζομαι έναν ικανό ξεναγό. Αν σε χρειαστώ πως θα σε βρω;" τον ρώτησε, ενώ στο χέρι του γυάλιζε ένα ασημένιο νόμισμα.

"Ζητήστε τον Ίσταν," σφύριξε το αγόρι, καθώς άρπαξε το νόμισμα και έφυγε τρέχοντας στο διάδρομο.

Ανοίγοντας την πόρτα οι δύο άντρες βρέθηκαν σε ένα ευρύχωρο γραφείο. Το δωμάτιο, αν και μεγάλο σε μέγεθος, ήταν λιτά επιπλωμένο. Αν εξαιρέσει κανείς το γραφείο στο κέντρο του, την καρέκλα πίσω από αυτό και τις άλλες τρεις πολυθρόνες μπροστά του, το μόνο που περιείχε ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη που κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο. Ακριβώς πίσω από το γραφείο βρισκόταν ένα μεγάλο παράθυρο, καλυμμένο με αραχνοΰφαντες λευκές κουρτίνες, που κρατούσαν έξω τη ζέστη του ήλιου, που το μεσημέρι ήταν αφόρητη, χωρίς όμως να εμποδίζουν το φως του να μπαίνει.

Καθισμένος στο γραφείο, ο Άσλερ, ο πρωθυπουργός του Ρέμπακαλ τους χαιρέτησε και τους ένεψε να καθίσουν. Ήταν πάνω από πενήντα χρονών, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να χάνουν το γκρίζο τους, όμως το πρόσωπό του έδειχνε ότι ακόμα δεν ήταν πολύ γέρος για να μη μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του. Τα μάτια του πρόδιδαν οξυδέρκεια, ενώ η μύτη του ήταν γαμψή σαν αετού. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του πρόδιδαν έναν άντρα δυναμικό και ικανό να σηκώνει πάνω του το έργο της διακυβέρνησης του Ρέμπακαλ. Παρά τις ανέσεις από τις οποίες περιβαλλόταν το σώμα του παρέμενε σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση, δείγμα της πειθαρχίας του. Από τα όσα είχε διαβάσει στην επιστολή, ο Αύγουστος τον φανταζόταν σαν ένα δουλικό ανθρωπάκι. Τώρα όμως έβλεπε ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο δυναμικό και αρκετά έξυπνο ώστε να χρησιμοποιεί πλάγια μέσα για να πείσει τον στενοκέφαλο βασιλιά του για τις αναγκαίες ενέργειες που έπρεπε να πάρει: Ο Ρέντριχ μπορεί να μην είχε σχεδόν καθόλου διοικητικές ικανότητες, έκανε όμως μια πολύ καλή επιλογή πρωθυπουργού, όταν ο προκάτοχός του αποκεφαλίστηκε στο κούτσουρο δίπλα σε αυτό στο οποίο θα αποκεφαλιζόταν ο Αύγουστος ένα χρόνο πριν.

"Λοιπόν κύριε Ντεκάρ," είπε ο πρωθυπουργός όταν ο διπλωμάτης κάθισε (Ο Αύγουστος, στο ρόλο του σωματοφύλακα, ήταν υποχρεωμένος να παραμείνει όρθιος) "τι καλοί άνεμοι σας φέρνουν στα μέρη μας;"

"Πότε είναι καλοί οι άνεμοι όταν γίνονται διαπραγματεύσεις;" αστειεύτηκε ο Ντεκάρ. "Συνήθως είναι κακοί και προσπαθούμε να τους κάνουμε καλύτερους, αλλά φαίνεται πως τώρα τελευταία δε τα καταφέρνουμε τόσο καλά…"

"Πράγματι," παραδέχτηκε ο Άσλερ, "τον τελευταίο χρόνο έχουμε μιλήσει πάνω από οχτώ φορές. Πολύ περισσότερο από ότι με τους προκατόχους μου οφείλω να ομολογήσω."

"Αλήθεια, σε τι οφείλουμε την τιμή;" ρώτησε ο Ντεκάρ.

"Τίποτα," απάντησε χαμογελαστός ο πρωθυπουργός, "η τυπική ενημέρωση για το σκοπό της επίσκεψής σας."

"Μα αυτό είναι αρμοδιότητα του υπουργού εξωτερικών," παρατήρησε ο διπλωμάτης.

"Προσωρινά τον αντικαθιστώ," του διευκρίνισε ο Άσλερ, "είχε ένα ατύχημα. Δυστυχώς κάτι τέτοια συμβαίνουν συχνά σε όσους προσπαθούν να πάρουν ξένα στέμματα…" Ο τρόπος με τον οποίο το χαμόγελο του πήρε έναν τόσο σατανικό τόνο έκανε το λαιμό του Αύγουστου να δεθεί κόμπος. Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν να ανακαλύψει ότι ο Ρέντριχ ο Πέμπτος είχε γίνει ένας σωστός ηγεμόνας που ενδιαφερόταν για το κράτος του.

Ο Ντεκάρ πάντως δεν έδειξε να εκπλήσσεται με την τύχη του υπουργού: η κατασκοπία έκανε αναμφίβολα καλή δουλειά. "Περαστικά του," απάντησε με έναν αδιάφορο τόνο, "τώρα για τη δουλειά μου εδώ: ήρθα να διαμαρτυρηθώ για το πώς το κράτος σας δε κάνει τίποτα για τις επιθέσεις πειρατών στα νερά σας με θύματα πλοία από το Λάχαντρος."

"Έχω ενημερωθεί για το θέμα αυτό," απάντησε ο πρωθυπουργός, "δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν οι απαιτούμενοι πόροι για το έργο αυτό. Θα το συζητήσουμε καλύτερα αυτό το θέμα σε μελλοντική συνάντηση. Ζητάω ταπεινά συγνώμη, αλλά είμαι πολύ απασχολημένος αυτή τη στιγμή για να συζητήσουμε περαιτέρω το θέμα."

Οι δύο άντρες άλλαξαν αρκετές φιλοφρονήσεις μεταξύ τους και τελικά ο Ντεκάρ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και ετοιμάστηκε να φύγει. "Α και κύριε Ντεκάρ, είστε καλεσμένοι σήμερα στο επίσημο δείπνο που κάνει ο βασιλιάς μας. Ελάτε κατάλληλα ενδεδυμένος κι εσείς και ο υπηρέτης σας," είπε, κοιτάζοντας τη γκρίζα, από το ταξίδι, στολή του Αύγουστου.

Οι δύο άντρες βγήκαν από το γραφείο και πήραν το δρόμο της επιστροφής για το δωμάτιό τους. Φτάνοντας εκεί ο Ντεκάρ ρώτησε τον Αύγουστο πως του φάνηκε ο Άσλερ.

"Πονηρός σαν αλεπού και ύπουλος σαν φίδι," απάντησε ο Αύγουστος.

"Θα δυσκολέψει το έργο μας;" τον ρώτησε ο διπλωμάτης.

"Το ερώτημα δεν είναι το 'αν' αλλά το 'πόσο'," ήταν η απάντηση που έλαβε από το μάγο.

***

Το βράδυ δεν άργησε να έρθει. Στο ενδιάμεσο ο Αύγουστος είχε την ευκαιρία να κάνει ένα μπάνιο και να πλύνει τη στολή του. Ευτυχώς για αυτόν, το ύφασμά της είχε ελάχιστη απορροφητικότητα, έτσι ώστε δε δυσκολεύτηκε πολύ να το στεγνώσει. Οι άνθρωποι του Λάχαντρος είναι πολύ πρακτικοί: όταν έχεις ένα μόνο ρούχο και ματώνει συχνά κόσμος γύρω σου (και μερικές φορές και ο ίδιος), πρέπει να φροντίζεις να μην εμφανίζεσαι με λεκέδες από αίμα σε δεξιώσεις. Η δικιά του βέβαια είχε κάποιους μικρολεκέδες από τη μάχη με τον Μπόρεκ, αλλά δε φαίνονταν και πολύ.

Σε αντίθεση με την τελετουργική στολή του Αύγουστου, ο Γουλιέλμος Ντεκάρ ήταν ντυμένος κάτι παραπάνω από κομψά. Τα ρούχα του ήταν από τα καλύτερα υφάσματα του Λάχαντρος, υφάσματα από ίνες εξωτικών φυτών που φύτρωναν μόνο στις ζούγκλες της Μαλάζια. Το λευκό παντελόνι του φαινόταν σχεδόν ατσάκιστο, σχεδιασμένο έτσι ώστε να τον αδυνατίζει και να τον κάνει να δείχνει ψηλότερος. Από πάνω φορούσε ένα σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, πουκάμισο. Το συνηθισμένο σακάκι που φορούσαν οι άντρες στο βορρά ήταν περιττό στο ζεστό κλίμα του Ρέμπακαλ και έτσι το είχε παραλείψει εντελώς.

Όταν έφτασαν στην αίθουσα του συμποσίου, το μέγεθος της αίθουσας άφησε τον Αύγουστο άφωνο: Το δωμάτιο ήταν μεγαλύτερο από την κεντρική σκηνή του Μεγάλου Θεάτρου του Λάχαντρος, υπολογίζοντας πάντα και τον χώρο για τις θέσεις των θεατών. Στα τραπέζια που είχαν στρωθεί θα πρέπει να κάθονταν τουλάχιστον δύο χιλιάδες καλεσμένοι, ενώ άλλοι τόσοι υπηρέτες, μουσικοί, γελωτοποιοί και χορευτές πρέπει να περιφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια. Την προηγούμενη φορά ο Αύγουστος είχε μπει στο παλάτι ως υπηρέτης, έτσι δεν είχε καταφέρει να παρευρεθεί σε ένα από τα φημισμένα γλέντια του Ρέντριχ.

Παρά το μέγεθος της γιορτής, ένας από τους υπηρέτες οδήγησε με περισσή άνεση τους δύο άντρες στο τραπέζι των ξένων διπλωματών. Παρά το γεγονός ότι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του Ρέμπακαλ πλησίαζε, οι διπλωμάτες ήταν που παρευρίσκονταν στο δείπνο ήταν μόνο πέντε. Ένας ένας σηκώθηκαν για να χαιρετήσουν τον Γουλιέλμο Ντεκάρ.

Πρώτος σηκώθηκε ένας μελαψός κοντόχοντρος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και ένα μακρύ μουστάκι. "Καλησπέρα κ. Ντεκάρ!" φώναξε με ευθυμία. Ο Ντεκάρ του απάντησε τυπικά. Αυτοί οι Μορτιανοί δεν έχουν μάθει ακόμα να φέρονται, σκέφτηκε ο Αύγουστος.

Δεύτερος ήταν ο Ζιμοριανός πρέσβης, ψηλός, αδύνατος σβέλτος και νευρικός. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα από τα ονομαστά σπαθιά της Ζιμόρ, μακρύ, αδύνατο ευέλικτο και κοφτερό όπως ο κάτοχός του. Αντάλλαξε λίγα λόγια με τον Ντεκάρ και έκατσε. Ο Αύγουστος δε τον αδικούσε. Λαμβάνοντας κανείς τις άσχημες σχέσεις του Ρέμπακαλ με το γειτονικό κράτος το έργο του πρεσβευτή δε θα ήταν με τίποτα εύκολο.

Τρίτος ήταν ο Σουμάριος, ο Λέρτικ όπως τον αποκάλεσε ο Ντεκάρ. Η παρουσία του και μόνο ήταν ένα ανέκδοτο, έτσι όπως ήταν ντυμένος, φανταχτερά και κακόγουστα. Κάτι που έπρεπε να το περιμένεις από μια μερίδα Σελαμοριανών που αποφάσισε να ασπαστεί τον πολιτισμό. Σε μια επίδειξη άγνοιας καλών τρόπων χτύπησε τον Ντεκάρ φιλικά στην πλάτη, κάνοντας τον, συνήθως διακριτικό, πρεσβευτή να του ρίξει ένα φαρμακερό βλέμμα.

Άλλος ένας από τους πρεσβευτές των αποικιών του Ρέμπακαλ στη Μαλάζια, αυτός της Σουόρ, ήταν ο επόμενος που υποδέχτηκε το νεοαφιχθέντα. Σε αντίθεση με τους Μορτιανούς, οι κάτοικοι της Σουόρ είχαν το βαθύ σκούρο γαλάζιο δέρμα των φυλών της ζούγκλας της Μαλάζια. Το δέρμα και την πονηριά τους. Με προσεκτικές κινήσεις και λόγια όλο αβρότητα ευχήθηκε στον Γουλιέλμο ευχάριστη παραμονή. Ο Αύγουστος ήταν σχεδόν βέβαιος ότι την υποδοχή αυτή θα την ακολουθούσε κάποιος μυστικός γύρος διαβουλεύσεων ανάμεσα στους δύο άντρες.

Τελευταίος σηκώθηκε ένας ψηλός μουσάτος άντρας, όχι μεγαλύτερος από σαράντα, τον οποίο ο Ντεκάρ δε γνώριζε. Συστήθηκε ως ο διπλωματικός εκπρόσωπος του Κουράγκ και, όπως ήταν φυσικό, οι δύο άντρες αντάλλαξαν μόνο τους απολύτως τυπικούς χαιρετισμούς. Οι τεταμένες σχέσεις του Λάχαντρος με τους γείτονες και συναγωνιστές του στο εμπόριο ήταν ο λόγος.

Ο Ντεκάρ κάθισε στη θέση του, ενώ ο Αύγουστος πήγε και κάθισε όρθιος από πάνω του, όπως όριζε το πρωτόκολλο. Οι σωματοφύλακες των υπόλοιπων κάθονταν στο διπλανό τραπέζι, δεν ανήκαν όμως σε επίλεκτο τάγμα πολεμιστών όπως υποτίθεται ότι ανήκε ο μάγος.

Το τραπέζι ήταν πλούσιο. Τα φαγητά μύριζαν υπέροχα και το ποτό έρεε άφθονο. Ο Αύγουστος προσπάθησε να μη το προσέχει, βρίζοντας την τύχη του που βρισκόταν σε ένα από τα ονομαστά συμπόσια του Ρέντριχ του τρίτου και δε μπορούσε να το απολαύσει. Φρόντιζε όμως ταυτόχρονα να προσέχει τους συνδαιτυμόνες του "προστατευόμενού" του.

Ο Αμπάλ, ο Μορτιανός, ήταν απλά ένας βάρβαρος που ήξερε ξένες γλώσσες. Οι τρόποι του στο τραπέζι ήταν άθλιοι, ενώ κατέβαζε τεράστιες ποσότητες οινοπνεύματος. Το σκούρο δέρμα του είχε αρχίσει να παίρνει μια κόκκινη απόχρωση, ενώ το γέλιο του έδειχνε ότι ήταν εντελώς μεθυσμένος. Ο Λέρτικ δεν ήταν καλύτερος, απλά άντεχε περισσότερο στο ποτό. Ακόμα είχε αρκετό έλεγχο των πράξεών του. Ο Ριχάρδος Μέλερ, ο Ζιμοριανός, κοίταζε επικριτικά τους δύο συναδέλφους του και, αν δεν ήταν σε αποστολή, πιθανότατα θα τους είχε καλέσει σε μονομαχία, μια από τις κυριότερες αιτίες θανάτου των ευγενών της χώρας του.

Οι άλλοι δύο όμως απαιτούσαν την προσοχή του. Τόσο ο "άγριος" Μαραχάντι από την Σουόρ, όσο και ο Αλέξανδρος Ταρέν, ο Κουραγκίτης, έπαιζαν με το Γουλιέλμο Ντεκάρ το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.

"Η επιλογή του νέου πρωθυπουργού," έλεγε ο Ταρέν, "θα ωφελήσει πολύ το κράτος. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Τρόναχος και μπορεί να θέσει τις βάσεις για ένα σύγχρονο κράτος στο Ρέμπακαλ."

"Πιθανότατα," απάντησε ο Ντεκάρ, "αλλά τα βόρεια πρότυπα δεν είναι απαραίτητα και τα πιο σωστά για ένα μεγάλο κράτος όπως το Ρέμπακαλ."

"Και ούτε απαραίτητα σωστά για τις υπόλοιπες ηπείρους," συμπλήρωσε ο Μαραχάντι.

"Δε το ήξερα ότι διαφωνείτε με τις μεθόδους εκπολιτισμού της ηπείρου σας;" τον αποστόμωσε ο Ταρέν. "Νομίζω ότι ο οικοδεσπότης μας δε θα χαιρόταν αν το μάθαινε."

"Μα αυτός είναι ο σκοπός μου εδώ," του απάντησε ο Σουορινός με ένα πλατύ χαμόγελο, "για να μας κάνω και τους δύο ευτυχισμένους."

"Αυτό δεν κάνουμε όλοι εδώ;" μπήκε στη μέση ο Ντεκάρ, "να κάνουμε τον κόσμο ευτυχισμένο."

Και οι τρεις άντρες γέλασαν με το αστείο, ο Ταρέν όμως χωρίς καρδιά. Έβλεπε ότι μεταξύ των δύο πρεσβευτών είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια συμφωνία και αυτό τον ανησυχούσε.

"Αλήθεια, γιατί δε τρώει ο σωματοφύλακάς σου Ντεκάρ;" τους διέκοψε η φωνή του Αμπάλ. Είχε σηκωθεί και, παραπατώντας, πλησίαζε τον Αύγουστο. Στο χέρι του κρατούσε ένα μπούτι από κοτόπουλο.

Ο Ντεκάρ σηκώθηκε και αυτός, προβλέποντας το τι θα γινόταν στη συνέχεια. Δεν πρόλαβε όμως την καταστροφή: Ο μεθυσμένος Μορτιανός προσπαθούσε να κάνει τον Αύγουστο να φάει, χτυπώντας τη μάσκα του με το μπούτι, στο ύψος που θα βρισκόταν το στόμα του "Λευκού Φύλακα" και του φώναζε "Φάε! Φάε!"

Βλέποντας ότι η μάσκα στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά του, ο Αμπάλ είχε, μέσα στο μεθύσι του την φαεινή ιδέα να προσπαθήσει να βγάλει τη μάσκα του σωματοφύλακα.

Ευτυχώς για όλους ο Αύγουστος αντέδρασε γρήγορα. Με μια γρήγορη κίνηση έπιασε τον καρπό του μεθυσμένου πρέσβη και τον πίεσε απαλά. Έκπληκτοι όλοι είδαν το χέρι του Αμπάλ να παραλύει.

"Δεν είναι τίποτα," είπε ο Αύγουστος, "σε λίγο θα περάσει."

Όλα τα βλέμματα είχαν στραφεί πάνω του. Ο σωματοφύλακας του Αμπάλ, ένας σκούρος όγκος από μυς στολισμένους με τα τατουάζ των Μαλαζιανών πολεμιστών, είχε σηκωθεί όρθιος με απειλητικές διαθέσεις.

"Συγγνώμη," είπε ο Ντεκάρ, προσπαθώντας να βγει από τη δύσκολη θέση "αλλά είμαι κουρασμένος και θα αποχωρήσω νωρίς."

Όλοι οι συνάδελφοί του τον καληνύχτισαν, ακόμα και ο Αμπάλ, που δεν άργησε να ξαναμπορέσει να κινήσει το χέρι του και να ξαναβρεί την σύνεση να ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του. Τελευταίος τον καληνύχτισε ο Ταρέν.

"Δε γνώριζα ότι οι φύλακές σας μαθαίνουν τις τεχνικές των άγριων της Δύσης" του είπε με μια νότα θαυμασμού στη φωνή του.

"Όπως έλεγε και ο φιλόσοφός σας," του απάντησε ο Ντεκάρ, "όσο ζει κάποιος μαθαίνει."

Και οι δύο άντρες γέλασαν από ευγένεια και ο Ντεκάρ με το "σωματοφύλακά" του πήραν το δρόμο του γυρισμού στο δωμάτιό τους.

***

 

Φτάνοντας στο δωμάτιο τους, βρήκαν με έκπληξη μια γυναίκα να τους περιμένει. Ήταν κοντή, λιγνή και ντυμένη με τη στολή της παλλακίδας. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο από ένα σκούρο δίχτυ.

"Καλησπέρα σου Ντεκάρ," είπε η γυναίκα στη γλώσσα του Σαμόρκ με καθαρή την προφορά του Ρέμπακαλ.

"Καλησπέρα Ιλένια," της απάντησε εκείνος, "να σου συστήσω τον-"

Ο Αύγουστος έβγαλε τη μάσκα. Η γυναίκα παραμέρισε το δίχτυ.

"Κασσάνδρα!" είπε εκείνος.

"Αύγουστε!" είπε εκείνη.

"Τι στους Τρεις κάνεις εδώ;" είπαν και οι δύο ταυτόχρονα.

"Γνωρίζεστε βλέπω," είπε αδιάφορος ο Ντεκάρ.

Link to comment
Share on other sites

* Παρά τις ανέσεις από τις οποίες περιβαλλόταν[, θέλει κόμμα εδώ] το σώμα του

*Λαμβάνοντας κανείς τις άσχημες σχέσεις του Ρέμπακαλ με το γειτονικό κράτος το έργο του πρεσβευτή δε θα ήταν με τίποτα εύκολο. -> φαντάζομαι θες να πεις λαμβάνοντας υπόψη (υπόψιν)

 

Πόπο, χαμός. Τρομερά πολλά ονόματα. Θέλω χάρτη. Αν είχες ένα χάρτη μαζί θα έβγαζα πολύ πιο εύκολα άκρη... Ωραίος κόσμος.

Link to comment
Share on other sites

Ο "χάρτης" που έχω είναι για τα κλάματα (Ίσισδα, πρόσεξε τα εισαγωγικά). Ίσως τον σκανάρω αύριο.

 

Edit: Πάρτε ένα scan των πρόχειρων σημειώσεων που έχω όσον αφορά τη γεωγραφία του κόσμου. (οποιοδήποτε παράπονο για το πόσο δυσανάγνωστο είναι θα τιμωρείται - δε φτιάχτηκε για τον αναγνώστη, απλά μου το ζητήσατε)

 

flegstemxar.jpg

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Ο Προφήτης στεκόταν ακίνητος. Πίσω του ο Πρώτος Ακόλουθος τον παρατηρούσε όλο αγωνία. Περίμενε την αποκάλυψη του σοφού γέροντα. Όλος ο κόσμος κινδύνευε και μόνο αυτοί θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση της Προφητείας τη Φωτιάς.

"Το πιόνι της σκιάς είναι κοντά," είπε ο Προφήτης, βγαίνοντας από την εκστατική σιωπή του. "Πρέπει να το εμποδίσουμε με κάθε τρόπο."

"Να στείλω μήνυμα στον άνθρωπό μας;" ρώτησε ο Πρώτος Ακόλουθος.

"Ναι. Η δουλειά πρέπει να γίνει σήμερα κιόλας."

"Μάλιστα" είπε ο Ακόλουθος, υποκλίθηκε και βγήκε από το σπήλαιο. Τα βήματά του ήταν γοργά. Αγχώδη. Η αρχαία προφητεία πλησίαζε την ώρα της εκπλήρωσής της. Έπρεπε να την εμποδίσουν να πραγματοποιηθεί με κάθε κόστος, αλλιώς όλος ο κόσμος κινδύνευε από τις δυνάμεις του κακού.

Βιαστικός μπήκε στο δωμάτιό του. Με τρεμάμενα χέρια άναψε το κερί. Το φτερό του κορακιού βρισκόταν στο χέρι του. "Απόψε. Πρέπει να πεθάνει," ψιθύρισε, ακουμπώντας το φτερό στη φλόγα.

Ο άνεμος ούρλιαξε, σβήνοντας το κερί και παρασύροντας το μήνυμα στα ψυχρά ρεύματά του. Σύντομα ο παραλήπτης θα έπαιρνε το μήνυμα.

 

Κασσάνδρα/Ιλένια/Αλεχάντρα

 

"Ώστε ο μεγάλος Αύγουστος Μπρόντλεϋ βρήκε το δάσκαλό του;" κάγχασε η κατάσκοπος. "Δε ξέρεις πόσο καιρό περίμενα να δω κάποιον να σου τη φέρνει, Αύγουστε."

Ο μάγος είχε συνέλθει από την έκπληξή του εδώ και ώρα, παρέμενε όμως σιωπηλός στα ειρωνικά σχόλια της Κασσάνδρας.

"Έλα, απάντησε," συνέχισε εκείνη με μια ναζιάρικη έκφραση στο πρόσωπό της, "δεν αντέχω να μιλώ μόνη μου και για τους δύο."

"Τι θες να πω μετά από τόσο καιρό;" της απάντησε ο Αύγουστος

"Για το πώς σου την έφερε ο Μαύρος Άντρας για αρχή. Θα έχει… εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον…"

"Αυτό είναι μεγάλη ιστορία…" απάντησε ο Αύγουστος με έναν αναστεναγμό.

"Μεγάλη και διασκεδαστική," προσέθεσε εκείνη.

Ο Ντεκάρ παρατηρούσε τη σκηνή με ειλικρινές ενδιαφέρον. Το γεγονός ότι οι δύο συνεργάτες του έδειχναν να μη τα πηγαίνουν και τόσο καλά δεν ήταν ότι ο καλύτερος οιωνός για τα σχέδιά του. Τουλάχιστον δεν είχαν βγάλει ακόμα μαχαίρια και δεν είχαν αρχίσει να ρίχνουν κατάρες ο ένας στον άλλο. Ποτέ δε ξέρεις τι θα κάνουν δύο μάγοι που δε τα πάνε καλά.

"Μπορείτε σας παρακαλώ να λύσετε τις διαφορές σας αργότερα;" τους είπε. Οι δύο μάγοι γύρισαν και τον κοίταξαν. "Έχουμε και κάποια δουλειά να κάνουμε," συμπλήρωσε.

Ο Αύγουστος και η Κασσάνδρα/Ιλένια/Αλεχάντρα τον κοίταξαν σιωπηλοί. Έπειτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και, με έναν κοινό αναστεναγμό, έκατσαν ο ένας σε μία καρέκλα και η άλλη στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το πάτωμα.

"Για αρχή," είπε πάλι ο διπλωμάτης, "τι γνωρίζουμε για τον πρωθυπουργό και τον μάγο της αυλής;"

Η Κασσάνδρα σηκώθηκε και πήγε μπροστά στον καθρέπτη που κρεμόταν από έναν τοίχο του δωματίου. Ψιθύρισε κάτι στο γυαλί και, εκεί που η ανάσα της άφησε ένα στρώμα υδρατμού χάραξε κάτι. Μια περίεργη γυαλάδα, σαν το γυαλί να ήταν ρευστό, απλώθηκε στον καθρέπτη. Ο Αύγουστος την πλησίασε και κοίταξε με ενδιαφέρον το είδωλό του.

"Βλέπω χρησιμοποιείς ακόμα τα κόλπα που σου έμαθα," της είπε με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη.

"Ναι," απάντησε εκείνη ξερά, "και όχι μόνο εγώ."

"Το ήξερα ότι έπρεπε να κλείσω τη συμφωνία μόνο στο όνομά μου…" μονολόγησε ο Αύγουστος. Στη συνέχεια συγκέντρωσε την προσοχή του πίσω στην εικόνα που προβαλλόταν στη λεία επιφάνεια: Ο Ρέντριχ στο θρόνο του, δίπλα του ο πρωθυπουργός του και οι υπόλοιποι που κάθονταν στο βασιλικό τραπέζι. Κάπου στη γωνία φαινόταν και ο Σάλαγκρον, ο Πυρολάτρης που εκτελούσε τα χρέη του υπερφυσικού συμβούλου.

Ο Ρέντριχ ήταν πλήρως απορροφημένος από το φαγητό και το ποτό που βρισκόταν μπροστά του. Το παράδειγμά του ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι ομοτράπεζοί του, ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους όλοι τους. Μοναδικές εξαιρέσεις οι δύο άντρες που είχαν τραβήξει την προσοχή τους: Ο πρωθυπουργός τρώγοντας και πίνοντας με μέτρο, ο δε πυρολάτρης τρώγοντας από ένα ξεχωριστό πιάτο ένα λιτό γεύμα, κάτι που έμοιαζε με ρύζι και λαχανικά και χωρίς να πίνει από το άφθονο κρασί που γέμιζε τα ποτήρια των συνδαιτυμόνων του.

"Βλέπεις νομίζω ότι είναι και οι δύο εξαιρετικές περιπτώσεις αυτοελέγχου," σχολίασε η Κασσάνδρα. "Σε αντίθεση με τον περίγυρό τους τουλάχιστον."

"Πράγματι," απάντησε ο Αύγουστος, "και ο Πυρολάτρης… η αύρα του είναι πολύ ισχυρή."

"Τι προτείνεις να κάνουμε;"

"Θα το σκεφτώ και θα σου πω αύριο," της απάντησε ο Αύγουστος. "Η δουλειά πάντως θα γίνει μεθαύριο το βράδυ."

Ο Αύγουστος κοίταξε για λίγο ακόμα το όραμα που εμφανιζόταν στον μαγεμένο καθρέπτη. Το βλέμμα του στράφηκε για μια στιγμή προς τον Σάλαγκρον, που μιλούσε σε ένα από τα αγόρια που γέμιζαν τα ποτήρια. Κάτι του έλεγε και μετά σηκώθηκε από το τραπέζι και το πήρε από το χέρι.

"Κάτι μου λέει ότι βρήκαμε κάτι," παρατήρησε ο Αύγουστος, "ο μάγος μας έχει μια αδυναμία στα παιδιά."

***

Τόση ώρα ο Ντεκάρ παρακολουθούσε τους δύο μάγους να κοιτάζουν με περισσό ενδιαφέρον έναν απλό καθρέπτη. Ίσως για αυτό να ήταν και ο πρώτος που πρόσεξε το γράμμα που κάποιος πέρασε κάτω από την πόρτα τους. Με ιδιαίτερες προφυλάξεις πήγε κοντά του και το σήκωσε.

"Θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως," διάβασε μεγαλόφωνα. Το γράμμα υπέγραφε ο Μαραχάντι, ο Σουορινός πρέσβης.

"Αναρωτιέμαι τι να θέλει;" αναρωτήθηκε ο Αύγουστος, τραβώντας το βλέμμα του από τον καθρέφτη.

"Νομίζετε ότι είναι παγίδα;" ρώτησε τον πρέσβη η Κασσάνδρα.

"Όχι," απάντησαν σχεδόν μαζί ο Γουλιέλμος Ντεκάρ και ο Αύγουστος. "Είναι εμφανές ότι κάτι θέλει από εμάς," συνέχισε μόνο ο διπλωμάτης.

"Αυτό σημαίνει μάλλον ότι πρέπει να φύγω, έτσι δεν είναι;" παρατήρησε η κατάσκοπος.

"Ναι, και πάρε και τον κύριο Μπρόντλεϋ μαζί σου, Ιλένια," της είπε ο Ντεκάρ, "Μόνο πως ο Αύγουστος θα πρέπει να αλλάξει ρούχα…"

***

 

"Πώς έπεσες τόσο χαμηλά;" ρώτησε τον Αύγουστο η Κασσάνδρα. Περπατούσαν μόνοι σε έναν από τους διαδρόμους του παλατιού, αυτή με τη στολή της παλλακίδας, αυτός με τη στολή του ευνούχου.

"Τι εννοείς;" την ρώτησε εκείνος.

"Πώς σε ξεγέλασε ο Μαύρος Άντρας," του είπε ξερά η κατάσκοπος.

"Η αλήθεια είναι ότι από τότε που…"

"…έφυγα…" τον διέκοψε εκείνη.

"Ναι, από τότε που έφυγες έχουν αλλάξει κάποια πράγματα." Συνέχισε εκείνος.

"Τι δηλαδή;"

Ο Αύγουστος ανασήκωσε λίγο την κουκούλα που φορούσε και τις έδειξε το σημάδι στο μέτωπό του. "Το αναγνωρίζεις;" τη ρώτησε.

"Μοιάζει με σφραγίδα," παρατήρησε εκείνη.

"Του Κάλαχραντ."

"Μα γιατί να το κάνεις αυτό;" είπε με φωνή γεμάτη απορία, "τόσο δειλός είσαι που θα θυσίαζες τη δύναμή σου για να ζήσεις περισσότερο; Ή μήπως είσαι τόσο απρόσεχτος;"

"Είναι μεγάλη ιστορία για να τη διηγηθώ τώρα," είπε ο μάγος, "αλλά είχα τους λόγους μου να το κάνω."

"Σε πιστεύω, αλλά και πάλι έχεις μπλέξει πολύ άσχημα."

"Γιατί, εσύ δεν έχεις μπλέξει;" τη ρώτησε "Νομίζω κι εσύ είσαι πιόνι του πια."

"Καλύτερα δικό του παρά δικό σου." Η φωνή της είχε έναν αιχμηρότατο τόνο.

"Υπερβάλλεις!" διαμαρτυρήθηκε ο Αύγουστος "εγώ θα σε δίδασκα την Τέχνη, εσύ σηκώθηκες και έφυγες στα ξαφνικά."

"Δεν είχες κάτι άλλο να με διδάξεις! Ή μάλλον δεν είχες τα κότσια να με διδάξεις κάτι περισσότερο από μικροκόλπα!" Τα λόγια της ήταν κοφτερά σαν Ζιμοριανό ατσάλι.

"Δηλαδή νόμιζες ότι ήσουν έτοιμη για κάτι περισσότερο;" της απάντησε εκνευρισμένος.

"Όχι, νόμιζα ότι με είχες μόνο για το κρεβάτι σου," του έφτυσε θυμωμένη.

"Και για αυτό προτίμησες να ανοίξεις τα πόδια σου σε ένα βασιλιά," την ειρωνεύτηκε ο Αύγουστος "μήπως και σου μάθει καμία από τις Μεγάλες Επικλήσεις, Αλεχάντρα;"

Η Κασσάνδρα κοκκίνισε, πρασίνισε, κιτρίνισε και του γύρισε επιδεικτικά την πλάτη. "Αν δεν έπρεπε να συνεργαστώ μαζί σου," του είπε σχεδόν γρυλίζοντας, "δε θα έφευγες ζωντανός από εδώ!"

"Ξεχνάς κάποιες βασ…." Ξεκίνησε να λέει ο Αύγουστος, όταν ξαφνικά τα λόγια του αντικαταστάθηκαν από ένα ακατανόητο ρόγχο.

"Κατάπιες τα λόγια σου;" ειρωνεύτηκε η Κασσάνδρα και γύρισε ελαφρά το κεφάλι της, κοιτώντας τον υποτιμητικά. Και είδε τον Αύγουστο να παλεύει με έναν μαυροντυμένο άντρα που προσπαθούσε να τον στραγγαλίσει με ένα κορδόνι.

***

 

"Καλωσορίσατε κύριε Μαραχάντι," είπε ο Γουλιέλμος Ντεκάρ στον σκουρόχρωμο άντρα. Η συνάντηση είχε κανονιστεί να γίνει με μυστικότητα, χωρίς τρίτα άτομα να βρίσκονται παρόντα.

"Καλώς σας βρήκα," ανταπέδωσε ο Σουορινός, "χαίρομαι που βρήκατε το χρόνο να μου μιλήσετε."

"Η χαρά είναι και δική μου," είπε με το μελιστάλαχτο ύφος του ο Ντεκάρ "που μιλώ με έναν συνάδελφο από ένα τόσο σημαντικό κράτος."

"Δε θα χαρακτήριζα το κράτος μου τόσο σημαντικό," είπε με νόημα ο Μαραχάντι.

"Ακόμη" συμπλήρωσε ο Γουλιέλμος με μια διαβολική έκφραση στο πρόσωπό του.

"Ποτέ δε ξέρει κανείς τι επιφυλάσσει το μέλλον," ήταν η υπεκφυγή του Μαραχάντι.

"Πράγματι," παρατήρησε ο Ντεκάρ, "αλλά εμείς ανήκουμε στους προνομιούχους που μπορούμε να το επηρεάζουμε με τις αποφάσεις μας."

"Βλέπω βιάζεστε να μπούμε στο ψητό."

"Χωρίς να θέλω να σας προσβάλλω," είπε ο Ντεκάρ, "σε μια μυστική συνάντηση ο χρόνος για φιλοφρονήσεις είναι περιορισμένος."

"Έχετε δίκιο," είπε ο Μαραχάντι και χαμογέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο, δείχνοντας τα κατάλευκα δόντια του, "Ας περάσουμε στο κυρίως θέμα τώρα."

"Όπως γνωρίζετε," συνέχισε ο Μαραχάντι, "το κράτος μας έχει σχεδόν αποκλειστικά εμπορικές συναλλαγές με το Ρέμπακαλ. Δυστυχώς όμως αυτή η αποκλειστικότητα δημιουργεί κάποια προβλήματα, λόγω της νοοτροπίας των προμηθευτών μας. Έτσι αναγκαζόμαστε να στραφούμε σε τρίτους για τις ανάγκες μας."

Ο Γουλιέλμος Ντεκάρ είχε καταλάβει που πήγαινε η κουβέντα, αλλά δε διέκοψε τον συνομιλητή του.

"Έχει φτάσει νομίζω η στιγμή να ανανεώσουμε το κράτος μας και το στρατό μας. Δυστυχώς όμως οι αλλαγές που θέλουμε να κάνουμε δε συμφωνούν με τα όσα έχουν να μας προσφέρουν οι μέχρι πρότινος αποκλειστικοί συνεργάτες μας."

"Με άλλα λόγια θέλετε πυροβόλα όπλα," τον διέκοψε ο Ντεκάρ.

"Ναι," απάντησε ο Σουορινός, "θέλουμε πυροβόλα όπλα. Είναι γνωστή η δυσπιστία του Ρέμπακαλ για τη χρησιμότητά τους."

Και για το αν πρέπει να τα κατέχουν αποικίες τους, σκέφτηκε ο Ντεκάρ, αλλά αρκέστηκε στο να πει ότι θα φρόντιζε προσωπικά να τους φέρει σε επαφή με τους κατάλληλους εμπόρους, επειδή δε θα μπορούσε το Λάχαντρος, ως κράτος, να σπάσει μια εμπορική συμφωνία δύο άλλων κρατών.

"Αλήθεια που βρίσκεται ο σωματοφύλακάς σας;" ρώτησε ο Σουορινός.

"Κάπου εδώ γύρω," του απάντησε ο Ντεκαρ. "είναι συνέχεια γύρω μου και Δε χαλαρώνει. Τον έστειλα μια βόλτα για να μη τον πνίγουν οι ευθύνες," αστειεύτηκε.

***

 

Ο Αύγουστος πνιγόταν. Το κορδόνι έσφιγγε το λαιμό του και δεν άφηνε χώρο στον αέρα για να περάσει προς τα πνευμόνια του, που έκαιγαν ζητώντας το πολύτιμο οξυγόνο. Τα χέρια του σφίγγονταν γύρω από τη θηλιά που ο εκτελεστής είχε τυλίξει γύρω από το λαιμό του. Του είχε επιτεθεί από πίσω, τη στιγμή που μιλούσε με την Κασσάνδρα.

Ένιωθε τη ζωή να φεύγει από μέσα του και όχι μόνο αυτός. Η Κασσάνδρα πνιγόταν κι αυτή, θύμα της συμφωνίας που ο Αύγουστος είχε κάνει με την Κύριο του Θανάτου. Έπρεπε να αντιδράσει γρήγορα, ο αντίπαλός του όμως ήταν έμπειρος στις εκτελέσεις: είχε ένα αρκετά μακρύ κορδόνι, το οποίο του επέτρεπε να κρατάει ασφαλή απόσταση από το θύμα του. Έτσι ήταν αδύνατο για τον Αύγουστο να εφαρμόσει τις κινήσεις για μάχη με γυμνά χέρια που του είχε μάθει ο σοφός γέροντας στη δύση. Όπως και αδύνατο ήταν να χρησιμοποιήσει το μικρό πιστόλι που ήταν κρυμμένο στο μανίκι της άλλης του μεταμφίεσης. Αν το είχε θα μπορούσε να είχε τινάξει τα μυαλά του αντιπάλου του στον αέρα.

Έπρεπε λοιπόν να αυτοσχεδιάσει. Μάταια το μυαλό του έψαχνε για κάποιο ξόρκι που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση. Και ο βρόγχος γινόταν όλο και πιο σφιχτός. Και τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω στον πυρσό. Βρισκόταν λίγο πιο κάτω στο διάδρομο, σε μια από τις υποδοχές του τοίχου, όχι αρκετά κοντά για να τον πιάσει με το χέρι του.

Αλλά ήταν ο Αύγουστος Μπρόντλεϋ, όχι κάποιος τυχαίος μάγος. Τα λόγια ήρθαν αμέσως στα χείλη του, καθώς άπλωνε το δεξί του χέρι προς το μέρος του πυρσού. Η Κασσάνδρα ανατρίχιασε, καθώς ένιωσε την ψυχική ενέργεια του συντρόφου της να επεκτείνεται στο διάδρομο, να καλεί την επέμβαση κάποιου από τους θεούς.

Ο Νίθαλορ, πιστός στη συμφωνία που είχε κάνει πριν από χρόνια με τον Αύγουστο, άκουσε την επίκληση του μάγου. Το προτεταμένο χέρι του Αύγουστου χάθηκε για λίγο από τον υλικό κόσμο και πέρασε στο Αλλού, τον χώρο ανάμεσα στους χώρους, μόνο και μόνο για να βγει στην υποδοχή για τον πυρσό. Ο Αύγουστος άδραξε με δύναμη τη λαβή του και την τράβηξε πίσω εκεί που βρισκόταν και το φυσικό σώμα του.

Κάποιος με λιγότερη ψυχραιμία θα είχε δοκιμάσει να κάψει το σκοινί που τον έπνιγε, καίγοντας στην προσπάθεια τον εαυτό του. Ο Αύγουστος όμως είχε δει τόσα πολλά που είχε πια μάθει να παραμένει ψύχραιμος. Χωρίς να χάσει στιγμή τίναξε τον πυρσό προς τα πίσω, στοχεύοντας το πρόσωπο του αντιπάλου του.

Η απόσταση ήταν φυσικά αρκετά μεγάλη για να την καλύψει το ξύλο, αλλά κανένας σχεδόν άνθρωπος δεν θα έκλεινε ενστικτωδώς τα μάτια του αν μια φλόγα τιναζόταν προς το μέρος τους. Στο δευτερόλεπτο που είχε τα μάτια του κλειστά ο Αύγουστος βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει με το ελεύθερο χέρι του το χέρι του αντιπάλου του, στο σημείο που αυτός κρατούσε το σκοινί, και να τον τραβήξει προς το μέρος του. Παράλληλα με το δεξί του χέρι έριξε μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά του αντιπάλου του και, χωρίς να χάσει χρόνο, έχωσε τον δαυλό στο πρόσωπό του.

Μυρωδιά καμένης σάρκας και ουρλιαχτά γέμισαν τον διάδρομο. Ο Αύγουστος φρόντισε να τραβήξει γρήγορα το φλεγόμενο ξύλο από το πρόσωπο του αντιπάλου του, όμως η ζωή του επίδοξου εκτελεστή έσβηνε, όπως έσβηναν και οι φλόγες που είχαν αρπάξει τα μαλλιά του.

"Ποιος σε έστειλε;" του γρύλισε ο Αύγουστος.

Ο δολοφόνος απάντησε λαχανιασμένος σε μια άγνωστη γλώσσα. Η απάντησή του έμοιαζε να ξάφνιασε τον Αύγουστο. "Πάμε να φύγουμε!" πρόσταξε την Κασσάνδρα, η οποία προσπαθούσε να βρει την ανάσα της.

"Τι σου είπε;" των ρώτησε εκείνη λαχανιασμένη, καθώς την τραβούσε με δύναμη από το χέρι

"Όταν το στέμμα το αιώνιο

λιώσει στου μάγου τη φωτιά

τότε θα είναι κι αρχή

του Τέλους του μεγάλου"

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Παράλληλα με το δε?

Επιτόπου το γράφεις;

 

Συναρπαστικό... Πολύ ωραίες εναλλαγές εικόνας... Η αρχή της επίθεσης στραγγαλισμού εξαιρετική...

Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Ανάμεσα στα αιρετικά βιβλία της εποχής μετά το θάνατο του Πρώτου Προφήτη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το "Άσμα της Φλόγας". Το βιβλίο αυτό, που γράφτηκε από τον προφήτη Ζέσμπιλκ σε μια σχεδόν ακατανόητη διάλεκτο της Κάτω Σαμόρκ, αναφέρεται σε τρεις προφητείες της φωτιάς που προαναγγέλλουν το τέλος του κόσμου σε μια πύρινη κόλαση.

Οι τρεις αυτές προφητείες είναι η προφητεία του Φλεγόμενου Στέμματος, της Πηγής της Προαιώνιας Φλόγας και του Πύρινου Ζυγού.

Κατά καιρούς έχουν βγει διάφορες ερμηνείες και πολλές αιρέσεις έχουν σχηματιστεί γύρω από αυτές. Χρέος του κάθε ιεροεξεταστή είναι οδηγήσει στον σωστό δρόμο τα μέλη αυτών των αιρέσεων, για τα εγκλήματα που διαπράττουν στο όνομα του Δημιουργού

Από τη Βίβλο του Ιεροεξεταστή

Η προφητεία του Φλεγόμενου Στέμματος

 

"Εννοείς ότι αυτό που πάμε να κάνουμε θα οδηγήσει τον κόσμο στο τέλος του;" ρώτησε με μια έκφραση γεμάτα αγωνία η Κασσάνδρα.

"Έτσι τουλάχιστον λέει η προφητεία," της απάντησε ο Αύγουστος. "Βλέπεις κάμποσες έχουν την τάση να μην εκπληρώνονται."

"Και πάλι," είπε η Κασσάνδρα, "δε μπορώ να πιστέψω ότι εργαζόμαστε για να φέρουμε το τέλος του κόσμου."

"Δηλαδή," της είπε ειρωνικά ο Αύγουστος "εσύ νόμιζες ότι συνεργαζόσουν με γνήσιους πατριώτες που συνεργάζονται με τις σκοτεινές δυνάμεις για το καλό της χώρας τους;"

"Άσε το τι νόμιζα για την ώρα," τον έκοψε η Κασσάνδρα, "και πες μου τι θα κάνουμε!"

"Μέχρι στιγμής αυτό που ζητάει το σχέδιο," της απάντησε ο Αύγουστος, "και θα δω μήπως σκεφτώ κάτι για να τα βγάλουμε πέρα."

"Το έχουμε δει πώς τα βγάζεις πέρα," του απάντησε η Κασσάνδρα με τη φωνή της να στάζει φαρμάκι.

"Έχεις μήπως να προτείνεις τίποτα καλύτερο;" την ρώτησε ο Αύγουστος. Η Κασσάνδρα φάνηκε να το σκέφτεται.

"Όχι," απάντησε τελικά.

"Άρα ακολουθούμε το σχέδιό μου," είπε ο Αύγουστος. "Θα τα πούμε αύριο."

Ο διάδρομος στον οποίο γινόταν η συζήτηση ήταν σκοτεινός και έρημος. Το πρωί πλησίαζε και σχεδόν κανείς δεν ήταν ακόμα ξύπνιος. Ήταν μόνο οι δυο τους και συζητούσαν, ταραγμένοι από τα όσα είχαν μάθει από τον επίδοξο δολοφόνο τους, προσπαθώντας να προσαρμόσουν το σχέδιό τους στα νέα δεδομένα.

Το πτώμα το είχαν ήδη ξεφορτωθεί, πετώντας το στους υπονόμους του παλατιού, το συνηθισμένο για τέτοιες δουλειές μέρος. Δεν είχαν και πολλά άλλα να κρύψουν ακόμα. Τουλάχιστον ένας άνθρωπος την ημέρα ήταν θύμα δολοφονίας, συνήθως θύμα κάποιας από τις πολλές μηχανορραφίες που στήνονταν συνεχώς και για οποιονδήποτε πιθανό λόγο. Χθες ένας μάγειρας, σήμερα ένας φανατικός δολοφόνος, αύριο ίσως ένας υπουργός, το ποιος θα πέθαινε ήταν ένα αρκετά μακάβριο τυχερό παιχνίδι που θα μπορούσε να παίξει κανείς. Κανείς λοιπόν δε θα έδινε σημασία τις κραυγές πόνου που άκουσε μέσα στη νύχτα. Αν ήταν κάποιος σημαντικός, αυτό θα μαθευόταν την επόμενη μέρα.

"Τουλάχιστον λίγα ακόμα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά," αστειεύτηκε ο Αύγουστος, καθώς καληνύχτιζε την Κασσάνδρα, που δεν έδειχνε να διασκεδάζει τόσο με τις εξελίξεις.

***

"Πώς πήγε η συνάντηση;" ρώτησε τον Γουλιέλμο Ντεκάρ ο Αύγουστος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και έτοιμος να κοιμηθεί. Έξω οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έσπαγαν το σκοτάδι της νύχτας.

"Καλά υποθέτω," του απάντησε, τι άλλο, διπλωματικά ο διπλωμάτης.

"Σκοπεύετε να βοηθήσετε την επανάστασή τους;" ρώτησε αθώα ο Αύγουστος, αφήνοντας άφωνο τον διπλωμάτη. "Όχι, δεν έκανα κάποιο ξόρκι να κρυφακούσω το τι λέγατε," τον διαβεβαίωσε ο Αύγουστος και γύρισε στο πλευρό του.

"Τότε πώς το γνωρίζετε;" τον ρώτησε ο Ντεκάρ.

"Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι κάτι τέτοιο ετοιμάζεται. Αν σκεφτεί κανείς τις τεταμένες σχέσεις Ρέμπακαλ-Λάχαντρος, είναι λογικό να στραφεί σε εσάς ως συμμάχους."

"Εσάς, κύριε Μπρόντλεϋ;" ρώτησε απορημένος ο διπλωμάτης. "Μα κι εσείς για την πατρίδα σας δουλεύετε."

"Δεν εργάζομαι για την Αστάρτια, κύριε Ντεκάρ," ήταν η απάντηση του μάγου. "Τώρα αν γίνεται αφήστε με να κοιμηθώ, επειδή αύριο…" σταμάτησε λίγο και κοίταξε το απαλό ροδαλό χρώμα της αυγής, "δηλαδή αργότερα σήμερα, θα έχουμε πολλές δουλειές."

***

Κάθε δεύτερη μέρα, την επομένη του μεγάλου συμποσίου που διοργάνωνε ο Ρέντριχ, σχεδόν κανένας δε κυκλοφορούσε τα πρωινά στην αυλή. Οι αυλικοί και οι προσκεκλημένοι ξύπναγαν συνήθως το μεσημέρι, έμεναν στα δωμάτιά τους, αποθαρρυμένοι από την ζέστη του μεσημεριού και έβγαιναν έξω μόλις ο ήλιος έπεφτε αρκετά χαμηλά στον ορίζοντα.

Το μεσημέρι αυτό δεν ήταν εξαίρεση στον κανόνα: Ο Αύγουστος και ο Γουλιέλμος κάθονταν στο δωμάτιό τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα, ενώ τα τζιτζίκια τραγουδούσαν σε χορωδία το ανέμελο τραγούδι τους.

"Έχετε καταλήξει σε κάποιο σχέδιο κύριε Μπρόντλεϋ;" ρώτησε ο διπλωμάτης.

"Περίπου. Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες στην μέση."

"Όπως;"

"Μια επανάσταση, άλλος ένας μάγος και κάποιοι άλλοι παράγοντες εξίσου ή και περισσότερο σημαντικοί."

"Άλλοι παράγοντες;" ο διπλωμάτης προσποιήθηκε άγνοια, αν και ο Αύγουστος πίστευε ότι ήδη γνώριζε τουλάχιστον τους μισούς από αυτούς.

"Θα τους δείτε στην πορεία," του απάντησε.

***

Μόνο όταν ο ήλιος ξεκίνησε την καθοδική πορεία του η αυλή απέκτησε ξανά ζωή. Υπηρέτες ξεκίνησαν τις δουλειές τους, αυλικοί συγκεντρώνονταν σε πηγαδάκια στις αυλές του παλατιού για να συζητήσουν θέματα σημαντικά ή ασήμαντα, διαμορφώνοντας τις ασταθείς ισορροπίες που επηρέαζαν ολόκληρη τη διοίκηση του κράτους.

Και φυσικά από μια τέτοια διαδικασία δε θα μπορούσε να λείπει ο Γουλιέλμος Ντεκάρ. Ντυμένος στα κατάλευκα και συνοδευόμενος από το σωματοφύλακά του περπατούσε στην Αυλή των Υδάτων, συζητώντας με τους ευγενείς που είχαν μαζευτεί γύρω από το κεντρικό σιντριβάνι της, το μοναδικό σε όλο το παλάτι της άνυδρης αυτής χώρας. Χαιρετούσε από εδώ, έριχνε μια φιλοφρόνηση από εκεί, τα βήματά του όμως έμοιαζαν σα να ακολουθούσαν μια προϋπολογισμένη πορεία που τον οδηγούσε σε κάποιο στόχο.

Ο στόχος αυτός δεν άργησε να γίνει αντιληπτός από τον Αύγουστο: δύο γυναίκες που κάθονταν σε ένα από τα παγκάκια και συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Ήταν ντυμένες με μεταξωτά τζαχίρ, όπως λέγονταν οι μακριοί χιτώνες που φορούσαν οι παντρεμένες γυναίκες του Ρέμπακαλ, το πράσινο χρώμα των οποίων έδειχνε το ότι ήταν χήρες, κάτι καθόλου σπάνιο για γυναίκες ευγενικής καταγωγής. Η μία από αυτές ήταν γύρω στα σαράντα, αλλά παρέμενε γοητευτικότατη, ενώ δίπλα της ήταν σαφέστατα μικρότερη σε ηλικία, αλλά διόλου εντυπωσιακή.

"Σιμπάν Τζαμάρα, Σιμπάν Αζίρ," χαιρέτισε τις δύο γυναίκες ο Ντεκάρ, "χαιρετώ σας."

"Σάμπαν Ντεκάρ," του απάντησε η μεγαλύτερη γυναίκα με ιδιαίτερα θερμό τρόπο, "τι κάνετε;"

"Ήρθα στην χώρα σας για τους εορτασμούς," απάντησε ο Ντεκάρ, "και για να θαυμάσω για άλλη μια φορά τις ομορφιές της," συμπλήρωσε με νόημα.

"Με κάνετε να κοκκινίζω," ήταν η απάντησή της, πέρα για πέρα αναληθής.

"Άθελά μου," αστειεύτηκε ο διπλωμάτης, "να κατηγορείτε τον Δημιουργό για τα λόγια μου."

Η γυναίκα φάνηκε κολακευμένη. Την τελευταία φορά που ο Αύγουστος ήταν στο Ρέμπακαλ, ο σύζυγος της Τζαμάρα ήταν ακόμα ζωντανός και είχε τη θέση του υπουργού εσωτερικών και οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι το όφειλε στις μηχανορραφίες της συζύγου του. Οι ικανότητες της συζύγου του όμως τελικά δε φάνηκε να καταφέρνουν (ή να θέλουν) να τον σώσουν, με αποτέλεσμα να χάσει το κεφάλι του. Ήταν εμφανές όμως ότι ο Ντεκάρ ήθελε ακριβώς αυτές τις ικανότητες στη διάθεσή του, για αυτό και το παιχνίδι αποπλάνησης που παρακολουθούσε.

Αλλά και η Τζαμάλα φαινόταν πρόθυμη να συνεργαστούν, παίζοντας κι αυτή το παιχνίδι με προσεκτικά υπολογισμένες κινήσεις. Δεν παρέλειπε καμία από τις απλές κινήσεις που χρησιμοποιεί μια γυναίκα για να αιχμαλωτίσει στα δίκτυα της την καρδιά ενός άντρα, ούτε όμως υπερέβαινε το όριο. Τα χέρια της χάιδευαν τα μαύρα μεταξένια μαλλιά της, τα μάτια της φώτιζαν ή σκοτείνιαζαν πάντα κατά τον πιο γοητευτικό τρόπο, οι κινήσεις της τόνιζαν την υπέροχη σιλουέτα της, με άλλα λόγια έπαιζε τέλεια το παιχνίδι που είχε μάθει.

Την προσοχή του Αύγουστου όμως τράβηξε κάποιος άλλος: ο Αλέξανδρος Ταρέν. Ο Κουραγκίτης διπλωμάτης μόλις είχε μπει στην αυλή, συνοδευόμενος από μια ώριμη αλλά ανύπαντρη, όπως υποδήλωναν τα ρούχα της, γυναίκα. Αυτή θα μπορούσε να ήταν μόνο μία, η Νισμίν, η μεγαλύτερη αδερφή του Ρέντριχ. Οι φήμες την ήθελαν άκαρδη και δυσπρόσιτη, να όμως που περπατούσε χέρι-χέρι με τον κυριότερο πολιτικό αντίπαλο του Ντεκάρ. Το παράδοξο αυτό δεν άργησε να τραβήξει όλα τα βλέμματα πάνω τους. Η έκφραση του Ντεκάρ σκοτείνιασε, σε αντίθεση με αυτή του Αύγουστου που, κάτω από τη μάσκα του, πήρε ένα πονηρό χαμόγελο.

Το ζευγάρι δεν έχασε χρόνο και τους πλησίασε. Ο Ταρέν είχε πάρει την αυτάρεσκη έκφραση, χαρούμενος που επιδείκνυε την υπεροχή του στον αντίπαλό του. Η Νισμίν δίπλα του τον ακολουθούσε χωρίς να λέει λέξη.

Ο Ντεκάρ τους χαιρέτισε μουδιασμένος, κάνοντας το χαμόγελο του Ταρέν ακόμα πιο φαρδύ.

"Χαίρομαι που σας βλέπω κύριε Ντεκάρ," του είπε ο Κουραγκίτης, "θα ήθελα να συζητήσουμε κάποια στιγμή."

"Μα και βέβαια κύριε Ταρέν," απάντησε ο Γουλιέλμος, έχοντας ξαναβρεί την ψυχραιμία του.

"Απόψε το βράδυ είναι καλά;" τον ρώτησε.

"Μα και βέβαια," ήταν η απάντηση του Λαχαντρινού.

Ο Ταρέν πρόσεξε το βλέμμα του Αύγουστου που είχε καρφωθεί στα χέρια του. "Ο σωματοφύλακάς σας απορεί βλέπω για τα γάντια μου," σχολίασε ο Ταρέν, δείχνοντας το αριστερό μαύρο και το δεξί λευκό γάντι που φορούσε στα χέρια του. "Δε γνωρίζει ότι αντιπροσωπεύει το κράτος μας και το όφελος ή τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει στους φίλους και τους εχθρούς του αντίστοιχα."

"Είναι το πρώτο του ταξίδι, για αυτό," σχολίασε ο Γουλιέλμος, έχοντας καταλάβει τι προσπαθούσε να πει ο Κουραγκίτης. "αλλά νομίζω ότι κατάλαβε τι εννοείτε," συμπλήρωσε.

"Τα λέμε το βράδυ τότε. Θα στείλω άτομο να σας παραλάβει."

Η αλαζονική αυτή φράση εκνεύρισε αφόρητα τον Ντεκάρ, δεν είπε όμως κουβέντα καθώς ο αντίπαλός του έφευγε καμαρωτός-καμαρωτός σαν παγόνι.

"Μου χάλασε τα σχέδια για απόψε," σχολίασε η Τζαμάρα με νόημα.

"Κι εμένα," αποκρίθηκε ο Ντεκάρ.

"Ίσως αύριο, μετά το Μεγάλο Γεύμα."

"Ίσως," απάντησε ο Ντεκάρ, αν και ήξερε ότι θα ήταν πολύ απασχολημένος τότε.

***

"Το κάθαρμα!" έβριζε ο Γουλιέλμος, καθώς περπατούσε πάνω κάτω στο δωμάτιο έξω φρενών. "Το φανταζόσασταν αυτό;" ρώτησε τον ήρεμο Αύγουστο.

"Όχι, αλλά δεν εκπλήσσομαι," απάντησε εκείνος ατάραχος.

"Ήταν μέσα στους άλλους παράγοντες;"

"Βεβαιότατα," του είπε ο μάγος, "κολλάει θαυμάσια στην όλη εικόνα."

"Ειλικρινά θαυμάζω τις Τέχνες σας κύριε Μπρόντλεϋ," σχολίασε ο Ντεκάρ.

"Δεν είναι οι τέχνες μου που μου τα αποκαλύπτουν αυτά, απλά οι γνώσεις μου και η ικανότητα να παρατηρώ. Υπάρχουν πολλοί συσχετισμοί στο παλάτι και πολλά σχέδια που περιμένουν να ολοκληρωθούν αύριο το βράδυ."

"Δηλαδή οι τέχνες σας δε σας βοηθάνε;"

"Όχι," απάντησε ο μάγος, "ή μάλλον βοηθάνε, γιατί για να τις εξασκήσει κανείς πρέπει να μάθει να παρατηρεί."

"Εγώ νόμιζα ότι αρκούσε να πουλήσει την ψυχή του σε κάποιο δαίμονα," σχολίασε ο Ντεκάρ, χωρίς να υπολογίζει πόσο προσβλητικός ακούστηκε.

"Γνωρίζετε τη Βίβλο του Προφήτη;"

"Φυσικά."

"Εντάξει, δε τη γνωρίζετε," παρατήρησε ο Αύγουστος, "αλλιώς θα με ρωτάγατε ποια από τις δύο."

"Τις δύο;"

"Ναι κύριε Ντεκάρ," είπε ο Αύγουστος καθώς σηκωνόταν όρθιος, "επειδή για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού είσαστε περίεργος για τη φύση της μαγείας θα σας λύσω τις απορίες που έχετε."

"Ο πρώτος Προφήτης λοιπόν συνέταξε την Βίβλο του Δημιουργού. Σύμφωνα με αυτή ο Δημιουργός έφτιαξε την Πλάση και ανέθεσε τη φύλαξή της στους διάφορους θεούς, ενώ αυτός κοιμόταν εξαντλημένος από την προσπάθεια. Για να κατάφερνε να ξυπνήσει όμως χρειαζόταν δύναμη, την οποία αντλούσε από τους ανθρώπους. Ανέθεσε λοιπόν στους θεούς να αντλούν δύναμη από εμάς, μέσω της προσευχής, δύναμη που πήγαινε σε Αυτόν."

"Ανάμεσα στους ανθρώπους όμως, υπήρξαν άτομα με εξαιρετική ψυχική δύναμη και σύντομα οι θεοί ανακάλυψαν ότι θα μπορούσαν να αντλούν δύναμη από αυτούς, μέσα από ειδικές συμφωνίες. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μάγοι και οι συμφωνίες τα ξόρκια."

"Όλα αυτά δούλευαν αρμονικά, μέχρι που θεοί και μάγοι ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να κρατάν τη δύναμη μόνο για αυτούς, χωρίς να δίνουν το μερίδιο που αρμόζει στο Δημιουργό. Έτσι φτιάχτηκαν λοιπόν οι πρώτες θρησκείες και περάσαμε σε αυτό που αποκαλούμε: 'Εποχή των Δαιμόνων'."

"Ο Πρώτος Προφήτης ήταν ένας απλός άνθρωπος που έλαβε μήνυμα από τον Δημιουργό να τερματίσει αυτή την σκοτεινή εποχή. Ήταν ίσως ο δυνατότερος μάγος που είχε ζήσει ποτέ…"

"Μα εσείς…" τον διέκοψε ο Ντεκάρ.

"Εγώ; Εγώ είμαι ένας μετριότατος μάγος, ένας τσαρλατάνος ας πούμε καλύτερα, σε μια εποχή που η μαγεία πεθαίνει," του απάντησε ο Αύγουστος γελώντας. Ο διπλωμάτης έκανε απλά μια σύγκριση ανάμεσα στον μετριότατο μάγο που είχε μπροστά του και τον εαυτό του και χλόμιασε τόσο που φαινόταν σαν ζωντανός-νεκρός.

"Ο Πρώτος Προφήτης λοιπόν," συνέχισε ο Αύγουστος, "ανάγκασε πολλούς από τους θεούς, τους Αγγέλους όπως ονομάζονται σήμερα, να υποταχθούν στην Εκκλησία του Δημιουργού, δαιμονοποιόντας τους υπόλοιπους."

"Και οι υπόλοιποι έγιναν οι κάτοικοι των Λάκκων;" τον ξαναδιέκοψε ο Ντεκάρ.

"Όχι, οι Τρεις φτιάχτηκαν από το Δημιουργό για να τιμωρούν τους αμαρτωλούς. Θεωρητικά είναι από τους πρώτους Αγγέλους, απλά κανείς δε τους λέει έτσι. Ένας από τους Αποστάτες για παράδειγμα είναι το πράγμα που μας επιτέθηκε στο πλοίο."

"Εντάξει, κατάλαβα," του απάντησε ο διπλωμάτης, κοιτάζοντας τον με το βλέμμα ενός παιδιού που μαθαίνει κάτι το καταπληκτικό. "Και η δεύτερη Βίβλος;" τον ρώτησε.

"Αυτή γράφτηκε από τον Δεύτερο Προφήτη. Αυτή δαιμονοποιούσε όλους τους θεούς και τη μαγεία, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά μόνο το Δημιουργό ως ον που αξίζει να λατρεύεται."

"Γιατί;"

"Δύναμη αγαπητέ μου," του απάντησε ο Αύγουστος με ένα στραβό χαμόγελο, δείγμα του θυμού του, "δύναμη που αρμόζει να ανήκει μόνο στους ιερείς και την εκκλησία. Οι μάγοι διωκόμαστε γιατί μπορούμε να αμφισβητήσουμε τη δύναμη αυτή."

"Δεν περίμενα ότι θα μάθαινα κάτι τέτοιο," σχολίασε ο Ντεκάρ. "Τόσα ψέματα και μισές αλήθειες…"

"Και οι Λευκοί Φύλακες είναι άριστα εκπαιδευμένοι πολεμιστές δεμένοι με όρκους," σχολίασε σαρκαστικά ο Αύγουστος. Οι δύο άντρες γέλασαν.

***

"Η Κασσάνδρα θα έρθει γύρω στα μεσάνυχτα," πληροφόρησε τον διπλωμάτη ο Αύγουστος, καθώς εκείνος ετοιμαζόταν για το δείπνο με τον αντίπαλό του, "φροντίστε να έχετε γυρίσει εκείνη την ώρα."

"Μήπως θα έπρεπε να έρθετε," τον ρώτησε ο διπλωμάτης.

"Όχι. Το να πάτε ανυπεράσπιστος είναι σημάδι δύναμης, δείχνει ότι δε φοβάστε. Εξάλλου ο Ταρέν δε μπορεί να σας κάνει οτιδήποτε. Και έχω και κάποιες δουλειές απόψε."

"Τι δουλειές αν επιτρέπεται;"

"Μυστικά του επαγγέλματος," αστειεύτηκε ο Αύγουστος. "Κάτι μου λέει ότι θα χρειαστώ να κάνω κάτι απόψε."

"Θέλετε να σας φέρω κάτι;"

"Αν γινόταν θα ήθελα ένα ξηρό γεύμα, ψωμί και λίγο τυρί κατά προτίμηση, καθώς και ένα μπουκάλι κρασί."

"Θα τα ζητήσω να σας τα φέρουν."

"Θα σας ήμουν ευγνώμονας."

Η πόρτα του δωματίου τους χτύπησε. Ο υπηρέτης που είχε έρθει να πάρει τον Ντεκάρ ήταν ένας νεαρός με σκούρο δέρμα που δεσμεύτηκε να φέρει στον σωματοφύλακα του προσκεκλημένου του το φαγητό και το ποτό που ζήτησε. Πράγματι, δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι λεπτά από τη στιγμή που ο Ντεκάρ έφυγε. Ο Αύγουστος πήρε το δίσκο από τον υπηρέτη, υποκλίθηκε ως δείγμα ευχαριστίας, έκατσε στο τραπέζι, ανασήκωσε την μάσκα του ως το μέτωπο, έφαγε λίγο από το φαγητό του.

Ύστερα γέμισε τρία ποτήρια με κρασί, περιμένοντας τους απρόσκλητους επισκέπτες του, που από στιγμή σε στιγμή θα έφταναν.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Το αίμα έσταζε από το μαχαίρι μέσα στον κύκλο, συμπληρώνοντας τη λίμνη που σχηματιζόταν γύρω από το άψυχο κορμί του αγοριού. Ο κύκλος είχε γεμίσει με αίμα και περίμενε τους επισκέπτες του.

Ο Σάλαγκορν στεκόταν από πάνω, με κρύο ιδρώτα να τον λούζει. ΤΟ αγόρι όλη την ημέρα ούρλιαζε στο σκοτεινό κλουβί του, μέχρι να θυσιαστεί στους δύο κατοίκους του Λάκκου του Αίματος. Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για το καλό του εργοδότη του. Και τώρα οι αόριστες μορφές τους έπιναν το αίμα του, αποκτώντας σάρκα.

Όταν η δίψα τους κορέστηκε, οι δύο δαίμονες γύρισαν και κοίταξαν τον μάγο. "Τι ζητάς από εμάς;" τον ρώτησαν με μία φωνή.

"Ως το πρωί να έχει πεθάνει ο ξένος," αποκρίθηκε ο πυρολάτρης.

"Μάλιστα αφέντη," είπαν με απάνθρωπη κακία τα δύο πλάσματα. Οι μορφές τους έλιωσαν σε δύο λίμνες από αίμα που άρχισαν να σέρνονται με απίστευτη ταχύτητα προς τον στόχο τους

 

Δείπνο με τον εχθρό

 

 

"Μια πρόποση," είπε ο Αλέξανδρος Ταρέν, σηκώνοντας το ποτήρι του, "στην ευημερία του Ρέμπακαλ."

"Στην ευημερία του Ρέμπακαλ," επανέλαβαν οι συνδαιτυμόνες του, κατεβάζοντας το γλυκό κόκκινο κρασί από το Κουράγκ και έστρεψαν την προσοχή τους στο λαχταριστό κρέας που βρισκόταν στα πιάτα τους.

"Χαίρομαι που βρισκόμαστε εδώ," είπε ο Ριχάρδος Μέλερ "χωρίς όλους αυτούς τους μαύρους βάρβαρους."

"Εξάλλου οι επαφές σας με αυτούς γίνονται μέσω του κράτους μας," μπήκε στην κουβέντα η πριγκίπισσα Νισμίν, η μόνη γυναίκα στο τραπέζι των τριών πρεσβευτών από τη Λαμόρκ.

"Μη νομίζετε, πολλά αλλάζουν," είπε ο Ζιμοριανός, κάνοντας τον Γουλιέλμο να δαγκωθεί. Πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι, αναρωτήθηκε.

"Εξαρτάται από το ποιος προκαλεί την αλλαγή," προσπάθησε να μπαλώσει την κατάσταση ο πρεσβευτής από το Λάχαντρος, χωρίς να γνωρίζει αν ο Ζιμοριανός γνώριζε για τα όσα είχε συζητήσει το προηγούμενο βράδυ αυτός και ο πρεσβευτής από τη Σουάρ.

"Πράγματι," είπε ο Ταρέν καθώς καθόταν αναπαυτικά στο μαξιλάρι του, κοιτάζοντας την πριγκίπισσα που καθόταν κοντά του, "αν ικανά χέρια ελέγχουν την κατάσταση η αλλαγή μόνο προς το καλό μπορεί να είναι."

Ο Ντεκάρ τον εξέταζε με προσοχή. Κάτι πάνω του δεν του άρεσε. Φαινόταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και σίγουρα έκρυβε πολλά. Του θύμιζε τον μάγο που τον συνόδευε έτσι που τους κοιτούσε, όπως το λιοντάρι κοιτάζει την λεία του.

"Πράγματι," του απάντησε η πριγκίπισσα, με ένα βλέμμα λατρείας. Αν κάποιος είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ την πριγκίπισσα ίσως και να έπρεπε να είναι σίγουρος για τον εαυτό του.

***

"Καθίστε," είπε φιλικά ο Αύγουστος, μιλώντας στο άδειο δωμάτιο.

Το δωμάτιο δεν αποκρίθηκε.

"Σε εσάς μιλάω, ελάτε και καθίστε στο τραπέζι μου," επανέλαβε.

Η πρώτη γραμμή από αίμα άρχισε να στερεοποιείται, παίρνοντας μια ανθρωποειδή μορφή. "Σε εμάς μιλάς;" ρώτησε έκπληκτος τον μάγο.

"Ναι, σε εσένα και την φίλη σου," αποκρίθηκε ο Αύγουστος, "δεν ξέρω τι θέλετε, αλλά μπορούμε να το συζητήσουμε με ένα ποτήρι κρασί σαν πολιτισμένος άνθρωπος και πολιτισμένοι δαίμονες."

Οι δύο δαίμονες, έκπληκτοι από την αντίδραση του θύματός τους, πλησίασαν με προσοχή το τραπέζι. Κανένα φράγμα δεν υπήρχε στον χώρο.

"Πιείτε," τους είπε ο μάγος δείχνοντας τους τα ποτήρια που βρίσκονταν μπροστά τους. "Μπορεί να μην είναι ποτό της αρέσκειάς σας, αλλά μην προσβάλλετε τον οικοδεσπότη σας."

Τα δύο πλάσματα από το Λάκκο του Αίματος εξέτασαν προσεκτικά τα ποτήρια και διστακτικά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος στην συνέχεια κατέβασαν το περιεχόμενο των ποτηριών τους.

"Ποιος σας έστειλε;" ρώτησε τους δαίμονες ο Αύγουστος, αφού είχαν τελειώσει το ποτό τους.

"Τις ερωτήσεις τις κάνουμε εδώ, άνθρωπε," είπε οργισμένος ο αρσενικός δαίμονας, "όχι εσύ."

"Δεν είμαι σαν τον μάγο της αυλής," απάντησε ψύχραιμα ο Αύγουστος, "Δε θα ήμουν τόσο ηλίθιος ώστε να σας δώσω σάρκα."

Οι δαίμονες κοιτάχτηκαν με απορία.

"Ξέρω για το αγόρι," συνέχισε ο μάγος, καθώς σηκώθηκε όρθιος. Το ίδιο πήγε να κάνει και ο θηλυκός δαίμονας.

"Δε θα στο πρότεινα," της είπε ο Αύγουστος, ρίχνοντάς της ένα πονηρό χαμόγελο. "Είναι κρίμα να χάσεις το σώμα που με μια τόσο καλή απάτη απέκτησες."

"Θα με νικήσεις σε μάχη;" τον ρώτησε η θηλυκιά.

"Έχω κερδίσει ήδη. Το ποτό είχε δηλητήριο και αν θέλετε το αντίδοτο θα τα ξεράσετε όλα. Τι ξέρετε και γιατί ήρθατε ως εδώ."

"Έχουμε μια συμφωνία να εκτελέσουμε," κλαψούρισε ο αρσενικός δαίμονας.

"Μπορούμε πάντα να σε σκοτώσουμε και να πάρουμε το αντίδοτο μόνοι μας," τον απείλησε η θηλυκιά.

"Δε το νομίζω," της απάντησε ο Αύγουστος, βγάζοντας τη μάσκα του και αποκαλύπτοντας την σφραγίδα που είχε στο μέτωπό του.

"Είναι…" ψέλλισε ο αρσενικός.

"..αυτός…" συνέχισε η θηλυκιά.

"Αυτός που νίκησε τον Πρώτο," ολοκλήρωσε την πρότασή τους ο Αύγουστος, "και που δεν πεθαίνει."

Οι δύο δαίμονες έμειναν να τον κοιτάζουν αμίλητοι, μην πιστεύοντας την ατυχία τους.

"Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να το διευθετήσουμε το θέμα," είπε τελικά ο Αύγουστος, καθώς καθόταν αναπαυτικά στο κάθισμά του "τι ακριβώς περιλαμβάνει η συμφωνία;"

"Να έχεις πεθάνει ως το πρωί," απάντησε μετά από σιωπή ο αρσενικός.

"Δε λέει τίποτα να μείνω νεκρός όμως. Έχω πεθάνει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια."

"Πράγματι," είπαν και οι δύο δαίμονες μαζί.

"Άρα μπορείτε να του πείτε ότι έχω πεθάνει," τους είπε ο Αύγουστος. "Απλά όχι ότι ξαναζωντάνεψα… Τώρα τι ξέρει για εμένα;"

"Σχεδόν τίποτα. Εδώ εμείς δεν ξέραμε το ποιος ήσασταν," αποκρίθηκε ο αρσενικός.

"Και ούτε πρέπει να μάθει. Τσακιστείτε τώρα!"

"Και το αντίδοτο;" κλαψούρισε ο αρσενικός.

"Δεν υπάρχει αντίδοτο," απάντησε ο Αύγουστος. "Ούτε και δηλητήριο," συμπλήρωσε.

 

***

 

Ο Γουλιέλμος Ντεκάρ αισθανόταν πολύ άβολα. Δεν έφταιγε μόνο το ότι καθόταν στο πάτωμα και όχι σε καρέκλα, αλλά και ο οικοδεσπότης του. Ο Αλέξανδρος Ταρέν τους διηγιόταν με θέρμη περιστατικά από τα φοιτητικά χρόνια του παρέα με τον τωρινό πρωθυπουργό του Ρέμπακαλ, όταν αυτός ήταν φοιτητής στο Κουράγκ. Δίπλα του η Νισμίν κρεμόταν από τα χείλη του.

Η σημερινή συνάντηση είναι μια επίδειξη δύναμης, ήταν το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει. Κάτι σχεδιάζει και θέλει να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν θα μπορέσουμε να του αντισταθούμε. Άραγε αυτό να ξέρει ο Μπρόντλεϋ και να λέει ότι πολλά θα συμβούν;

"Και τότε απάντησα: 'αναμφίβολα κύριε!'," ολοκλήρωσε το αστείο που έλεγε ο Ταρέν, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν: τη Νισμίν με ένα γάργαρο ειλικρινές γέλιο, τον Μέλερ με ένα χαχανητό και τον Ντεκάρ με ένα γέλιο ευγένειας.

"Λίγο ακόμα κρασί;" ρώτησε ο υπηρέτης τους συνδαιτυμόνες.

"Ευχαρίστως," απάντησε ο Ντεκάρ με ένα προσποιητό χαμόγελο. Από μέσα του αναρωτιόταν τι να ετοίμαζε για αύριο ο συνεργάτης του.

***

 

"Καλησπέρα κύριε Μπρόντλεϋ," χαιρέτησε τον Αύγουστο η Κασσάνδρα, μπαίνοντας στο δωμάτιο. "Μόνος απόψε;"

"Ναι, ο κύριος Ντεκάρ έχει ένα τραπέζι να παρευρεθεί."

"Είχες επισκέπτες βλέπω," παρατήρησε εκείνη. Το μάτι της, εξασκημένο στο να πιάνει λεπτομέρειες, αντιλήφθηκε τα τρία ποτήρια στο τραπέζι.

"Ναι," απάντησε ανέκφραστος εκείνος, "αν και τους ξεφορτώθηκα εύκολα."

"Δεν χάνεις το ταλέντο σου όσο κι αν έχεις μαλακώσει," απάντησε η κατάσκοπος καθώς παρατηρούσε για πρώτη φορά ότι πριν λίγο στο δωμάτιο βρίσκονταν δύο δαίμονες.

"Δεν έχω μαλακώσει," της απάντησε ο Αύγουστος, χωρίς να δείχνει θιγμένος.

"Και αυτό τι είναι;" τον ρώτησε εκείνη, δείχνοντας του την σφραγίδα στο μέτωπό του. "Ο Αύγουστος που ήξερα δε θα φοβόταν τόσο."

"Ο Αύγουστος που ήξερες ξύπνησε μια μέρα και η μαθήτριά του έλειπε," της απάντησε αυτός με τα πρώτα ίχνη ενόχλησης να χρωματίζουν τη φωνή του.

"Τόσο πολύ σε πλήγωσα," του είπε σαρκαστικά η Κασσάνδρα.

"Όχι, απλά ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί έφυγες."

"Κοίτα Αύγουστε," του απάντησε εκείνη, "δεν έβαζα ποτέ τη διασκέδαση πάνω από τη δουλειά. Και όσα κι αν είχα να σου προσφέρω εσύ δεν είχες πια να μου προσφέρεις τίποτα."

"Είχα ακόμα πολλά να σου μάθω, αν αυτό εννοείς."

"Αλλά δε μου τα μάθαινες!"

"Δεν ήσουν έτοιμη!"

"Και πότε θα ήμουν; Όταν θα έβρισκες κάποια άλλη μαθήτρια και δε θα με χρειαζόσουν πια;"

"Μην κάνεις το λάθος να νομίζεις ότι επειδή γεννήθηκες με δύναμη μπορείς να ελέγχεις τον κόσμο. Δεν ήσουν έτοιμη για τις Μεγάλες Επικλήσεις."

"Μιλάει ένα άτομο χωρίς ίχνος αλαζονείας," τον ειρωνεύτηκε εκείνη.

"Το να ασχολείσαι με τις Τέχνες είναι αλαζονεία από μόνο του," της απάντησε ο Αύγουστος, προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμος. "Από τη στιγμή που οι Ιεροεξεταστές με επέλεξαν να εκπαιδευτώ στις Τέχνες είμαι καταδικασμένος να είμαι αλαζόνας."

"Ιεροεξεταστές; Εγώ ήξερα…"

"Για τον Ιωνάθαν Μπρόντλεϋ τον δάσκαλό μου. Δε το διαφημίζω ξέρεις, αλλά πιο παλιά ήμουν μέλος του Τάγματος της Λόγχης. Οι μοναχοί συνηθίζουν να κάνουν τη δοκιμασία της πέτρας σε όσα ορφανά είναι υπό την προστασία τους. Όσοι έχουν δύναμη μπορούν να δουν την αύρα γύρω τους και επιλέγονται. Οι υπόλοιποι τα παρατάνε."

"Εγώ όμως δεν τα παράτησα," συνέχισε εκείνος, "αντίθετα κάθισα και κοιτούσα την πέτρα για μιάμιση μέρα, μέχρι που κατάφερα να δω την αύρα γύρω της. Αν και η δύναμη που διέθετα ξεπερνούσε για λίγο αυτή ενός κανονικού ανθρώπου δούλεψα σκληρά τεχνικές να την συγκεντρώνω."

"Και πώς κατάφερες να φύγεις;" τον ρώτησε αυτή με φανερό ενδιαφέρον.

"Στην πρώτη μου αποστολή όλη η υπόλοιπη ομάδα μου σφαγιάστηκε από ένα πνεύμα. Εγώ κατάφερα να επιζήσω και ο Ιωνάθαν με περιμάζεψε."

"Από μικρός αλαζόνας," σχολίασε εκείνη, αλλά ο θυμός είχε αρχίσει να χάνεται από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

"Έχω κάνει πολλές απερισκεψίες αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησα να διδάσκομαι τις Τέχνες, πολλές από τις οποίες παραλίγο να μου στοιχίσουν την ζωή, αλλά δε θα ήθελα να ριψοκινδυνέψω χωρίς λόγο την ζωή της μαθήτριάς μου."

"Τη βλακεία έκανες πάλι και κατέληξες με τη σφραγίδα του Κάλαχραντ;" τον ρώτησε.

"Ήταν πριν τέσσερα χρόνια στο Λάχαντρος," της είπε εκείνος, "με έβαλαν να ερευνήσω μια τελετουργική δολοφονία μιας κοπέλας. Ανακάλυψα ότι ήταν κάποια επίκληση πλάσματος από τον Λάκκο του Αίματος. Σου είχα διηγηθεί για το πώς τα είχα καταφέρει να νικήσω έναν από δαύτους στην Άμορακ και ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με άλλον έναν."

"Λάθος μου. Αποδείχτηκε ο Πρώτος από τους Έξι! Ναι! Ένας Αρχιδαίμονας εναντίον μου! Ευτυχώς τον πρόλαβα πριν σταθεροποιήσει την δύναμή του και τον νίκησα. Φαντάζεσαι νομίζω την συνέχεια: ο κάθε τρελός μαχαιροβγάλτης που Τους λάτρευε ήθελε να με σφάξει για να κερδίσει την εύνοια του Πρώτου."

"Κι έτσι ξεγέλασες το θάνατο," ολοκλήρωσε την πρότασή του η Κασσάνδρα, "μέχρι να τα βγάλεις πέρα μαζί τους."

"Κάτι τέτοιο."

Και οι δυο τους έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

"Πρέπει να ξεφύγεις από τον Μαύρο Άντρα," της είπε τελικά ο Αύγουστος, "κινδυνεύεις."

"Κι εσύ το ίδιο."

"Θα τα βγάλω πέρα," την καθησύχασε, "κάπως…"

"Πάντα κάπως τα βγάζεις πέρα και μπλέκεις χειρότερα," του είπε με τρυφερότητα.

"Συμβαίνουν κι αυτά στο επάγγελμά μας," της απάντησε προσπαθώντας να φανεί άνετος, παρόλο που τα βλέμματά τους είχαν κολλήσει.

"Συγνώμη που άργησα Ιλένια," άκουσαν τη φωνή του Ντεκάρ, καθώς εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο, "ελπίζω να μην έγινε τίποτα σημαντικό όσο έλειπα."

"Μπα, όχι," απάντησαν και οι δύο μάγοι ταυτόχρονα.

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Από την πρώτη στιγμή που διέσωσα τον νεαρό μοναχό, ήμουν σίγουρος ότι είχα μπροστά μου έναν άξιο συνεχιστή. Το όνομά του ήταν Αύγουστος και ήταν ο μοναδικός επιζώντας ενός αποτυχημένου εξορκισμού. Τον πήρα υπό την προστασία μου, του έδωσα το επώνυμό μου και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια του δίδαξα ότι ήξερα.

Και όταν ήρθε η ώρα να φύγει από κοντά μου ήξερα ότι είτε θα κατέληγε σύντομα νεκρός ή ένας μάγος που θα άφηνε το όνομά του βαθιά χαραγμένο στην ιστορία μας.

Από τα απομνημονεύματα του Ιερεμία Μπρόντλεϋ

Το τελικό σχέδιο

"Τι σκέφτεστε να κάνετε;" ρώτησε ο Ντεκάρ. "Πώς σκοπεύετε να πάρετε το στέμμα;"

"Το σχέδιο είναι σχετικά απλό," απάντησε ο Αύγουστος, "θα μπούμε από μια κρυφή είσοδο που υπάρχει στους αεραγωγούς που οδηγούν στο θησαυροφυλάκιο."

"Κρυφή είσοδο;" απόρησε ο Ντεκάρ.

"Ναι. Ο Άστρακ, ο Μεγάλος Βασιλιάς του Ρέμπακαλ, είχε φτιάξει μια σειρά από κρυφές εισόδους και προκαλούσε τους κλέφτες να κλέψουν το στέμμα του. Φυσικά ποτέ κανείς δε το κατάφερε, τόσο πολύπλοκοι που ήταν οι μηχανισμοί εισόδου στο θησαυροφυλάκιο."

"Δε γίνετε να μπείτε με μαγεία;" ρώτησε με απορία ο διπλωμάτης.

"Όχι," του απάντησε η Κασσάνδρα, "τίποτα ζωντανό δε μπορεί να αλλάξει θέση με ξόρκια."

"Γιατί έτσι;" απόρησε ο μικρόσωμος άντρας;

"Τα πλάσματα που κατοικούν στον χώρο που χρησιμοποιείται για μεταφορά ανάμεσα σε χώρους δεν συμπαθούν οτιδήποτε ζωντανό," απάντησε ο Αύγουστος, ενώ στο μυαλό του ξαναήρθε η πρώτη του συνάντηση με ένα τέτοιο πλάσμα, που οδήγησε στη σφαγή τεσσάρων συντρόφων του.

"Δε θα μπορούσατε όμως να τραβήξετε το στέμμα έξω με ένα ξόρκι;" ξαναρώτησε ο Ντεκάρ.

"Θα μπορούσες Αυγουστε," είπε η Κασσάνδρα, "όπως έκανες με τον πυρσό στον διάδρομο."

"Θα το χρησιμοποιήσω για να μπω στο θησαυροφυλάκιο," της απάντησε ο Αύγουστος, "απλά το στέμμα φτιάχτηκε από τον Άστρακ, έχει πάνω του σφραγίδες που δεν του επιτρέπουν να περάσει στο Αλλού."

"Δε μπορείς να τις σπάσεις," τον ρώτησε η κατάσκοπος.

"Λογικά μπορώ," της απάντησε ο Αύγουστος, "αλλά θα χρειαστώ ένα μήνα και μια καλή βιβλιοθήκη για να το πετύχω."

"Για τι σφραγίδες μιλάτε," τους διέκοψε ο Ντεκάρ.

"Νομίζω γνωρίζεις για το σοφό Άστρακ, τον βασιλιά του Ρέμπακαλ," του είπε ο Αύγουστος. "Αυτό που δε γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ήταν ο μεγαλύτερος μάγος στην ιστορία μας."

"Μα εσείς δε μου είπατε ότι ο μεγαλύτερος μάγος ήταν ο Πρώτος Προφήτης;" απόρησε ο Ντεκάρ.

"Βασικά είναι θέμα μακράς διαφωνίας για το ποιος ήταν ο μεγαλύτερος," εξήγησε η Κασσάνδρα, "στους καταλόγους που συντάσσονται κατά καιρούς με τις κατατάξεις των σημαντικότερων μάγων οι δυο τους έχουν τις δύο πρώτες θέσεις."

"Και ποιοι τους ακολουθούν;"

"Ανάλογα με τον συντάκτη. Συνήθως ακολουθεί ο θεμελιωτής της σχολής του συντάκτη και ακολουθούν οι θεμελιωτές μερικών από τις μεγαλύτερες σχολές. Είναι θέμα προσωπικών απόψεων και δημοσίων σχέσεων."

Ο διπλωμάτης, καταλαβαίνοντας πώς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει το πώς λειτουργεί ο κόσμος των μάγων, έγνεφε μόνο καταφατικά.

"Λοιπόν, αφού μπω και βγω από το θησαυροφυλάκιο αναλαμβάνω να κρύψω το στέμμα σε ασφαλές σημείο," τους διέκοψε ο Αύγουστος, "και εγώ και η Κασ… Ιλένια, απομακρυνόμαστε. Κύριε Ντεκάρ, αναλαμβάνετε εσείς. Θα λάβετε σε μήνυμα την τοποθεσία του στέμματος όταν δοθεί το σύνθημα ότι φτάσατε σε συμφωνία με τον Ρέντριχ: τέσσερα δυνατά χτυπήματα της μεγάλης καμπάνας των ανακτόρων."

"Εγώ τι ακριβώς έχω να κάνω;" ρώτησε η Κασσάνδρα.

"Εσύ θα με βοηθήσεις να περάσω μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Ο αεραγωγός έχει έναν πολύπλοκο μηχανισμό. Αποτελείται από ένα έμβολο και δύο καταπακτές. Τοποθετώντας το έμβολο σε μία υποδοχή η πρώτη καταπακτή ανοίγει. Αφαιρώντας το κλείνει. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη καταπακτή."

"Άρα παραμένω πάνω από την πρώτη και τοποθετώ το έμβολο για να βγεις;"

"Ακριβώς."

"Η όλη σκηνή μου θυμίζει την συνάντηση των συνωμοτών από το βιβλίο 'Οι δύο βασίλισσες'," αστειεύτηκε ο Ντεκάρ.

"Δε νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με μια μάγισσα που καταλαμβάνει το κορμί της βασίλισσας και κάνει ότι θέλει τον βασιλιά, αλλά με ένα στέμμα," παρατήρησε ο Αύγουστος, "στο οποίο εναποτίθεται η ισορροπία δυνάμεων σε μια ολόκληρη ήπειρο και όχι μόνο." Τέντωσε το κορμί του και είπε "Αύριο δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα ξεκινάμε. Καλή μας επιτυχία." Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο.

"Ξέρεις Ιλένια," είπε ο Ντεκάρ, "όσο βλέπω τον κύριο Μπρόντλεϋ, τόσο σκέφτομαι το πώς θα ήταν οι δέκα πιο ισχυροί μάγοι στον κόσμο."

Η κατάσκοπος του χαμογέλασε. "Κάνει πάλι τα συνηθισμένα κόλπα του," του είπε, "μην τον αφήνεις να σε ξεγελά. Κάποιες από τις πιο πρόσφατες λίστες τον βάζουν στις πρώτες είκοσι θέσεις. Αν αύριο πετύχει ίσως καταλήξει στην πρώτη δεκάδα. Και είναι μόλις τριάντα χρόνων. Αν ζήσει άλλο τόσο είναι ικανός να ανέβει μέχρι και την τρίτη θέση."

"Μα ο ίδιος…" πήγε να διαμαρτυρηθεί ο διπλωμάτης, αλλά η κατάσκοπος τον διέκοψε για άλλη μία φορά.

"Χρησιμοποιεί την φήμη του όπως τον βολεύει. Το όνομά του έχει αρχίσει να γίνεται ένας θρύλος που κάποιοι τον πιστεύουν και κάποιοι όχι. Αυτός παίζει με αυτό όπως τον βολεύει. Μπορεί στο θέμα της δύναμης να υστερεί, αλλά είναι παμπόνηρος σαν αλεπού."

"Δηλαδή ισχυρίζεσαι ότι είναι ένας μεγάλος μάγος;" την ρώτησε με ένα ελαφρό τρέμουλο στην φωνή.

"Ίσως ο μεγαλύτερος αυτή τη στιγμή στη ζωή," του απάντησε.

Στο μυαλό του Ντεκάρ όμως οι μάγοι του παρελθόντος δεν απομυθοποιήθηκαν. Αντίθετα η φιγούρα του Αυγούστου Μπρόντλεϋ άρχισε να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.

***

Όλη η επόμενη μέρα, παραμονή της γιορτής του Στέμματος, κάθε άλλο παρά ήσυχη ήταν για τον Γουλιέλμο Ντεκάρ. Δεν υπήρχε κάποιος εξωτερικός παράγοντας να ταράξει την ηρεμία του, αλλά η αγωνία του για τα όσα θα γίνονταν το βράδυ μετά το συμπόσιο. Ούτε το πλούσιο πρωινό που πήρε, ούτε η συντροφιά της σαγηνευτικής Τζαμάλα κατά τον πρωινό του περίπατο του έφτιαξαν το κέφι. Σύντομα θα ήταν παρελθόν για την αυλή του Ρέμπακαλ, είτε πετύχαιναν είτε αποτύγχαναν απόψε. Απλά στη δεύτερη περίπτωση ανοιγόταν μπροστά του ένα όχι και τόσο λαμπρό μέλλον στα μπουντρούμια του παλατιού.

Και η παρουσία του μάγου δίπλα του έκανε την ανησυχία του όλο και μεγαλύτερη. Όση κι αν ήταν η δύναμή του, η αινιγματική συμπεριφορά του τον έκανε να νιώθει ανασφάλεια. Σε αυτό συνέβαλε το ότι το σχέδιο τους του φαινόταν όλο και πιο ανόητο όσο περνούσαν οι μέρες. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι οι ανώτεροί του περίμεναν ότι ένας εκβιασμός σαν αυτόν που σχεδίαζαν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια διπλωματική λύση, μάλλον θα ξεκινούσε έναν αιματηρό πόλεμο.

"Πιστεύετε ότι τα όσα θα κάνουν θα επιτύχουν τον σκοπό μας;" ρώτησε τελικά τον Αύγουστο όταν βρέθηκαν μόνοι τους, μην αντέχοντας άλλο να κρατά μέσα του την ανησυχία του.

"Όχι," απάντησε ξερά ο μάγος, "αλλά έχω την υποψία ότι έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους και είμαστε απλά ένας αντιπερισπασμός."

Η δήλωση αυτή δε φάνηκε να καθησυχάζει τον διπλωμάτη.

"Έτσι είναι σε οποιαδήποτε οργανωμένη επιχείρηση," συνέχισε ο Αύγουστος, "κάποιοι πρέπει να θυσιαστούν για το κοινό καλό."

Ο διπλωμάτης ένιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνά. Ο σύντροφός του δεν ακουγόταν σαν άτομο που θα θυσιαζόταν για κανένα, γεγονός που αύξανε την πιθανότητα της δικής του θυσίας.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..