Jump to content

Eλληνικά ποιήματα


Kafka
 Share

Recommended Posts

Καθώς υπάρχουν ορισμένοι σημαντικοί έλληνες ποιητές, ίσως να είναι και αυτό ένα χρήσιμο thread.

 

Κυρίως έχω διαβάσει Καβάφη, και έπειτα Καρυωτάκη, όμως πάντα μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ακόλουθο ποίημα του Παλαμά:

 

Ο Διγενής κι ο Χάροντας (Παλαμάς Κωστής)

 

Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη,

κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται τ' ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια,

της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε του Χάρου το ποδάρι

ο Ακρίτας μόνο ατάραχα κοιτάει τον καβαλάρη

«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα δεν περνώ με τα χρόνια.

Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,

στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,

στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω!».

 

Ένα μελαγχολικό ποίημα του Τέλλου Άγρα:

 

Περίπατοι

 

Ο άνεμος χούφτες, αγκαλιές,

ρίχνει τα φύλλα απ’ τις φτελιές.

Συρτούς, ανάριους, δεν ακούς

παρά τους κούφιους των αχούς

ανάμεσα απ’ τις μυτερές

φραγές και τις δεντροσειρές.

 

Στον κάμπο, στην πολλή αντηλιά,

τρέμουν τ’ αφώλιαστα πουλιά…

Μια γριούλα σέρνει βιαστική

μια άσπρη κατσίκα απ’ τη βοσκή.

Παιδιά που παίζουν, στη σειρά

πετάνε πέτρες στα νερά.

 

Ψυχή στα τρίστρατα, ερημιά.

Λαλιά στο δρόμο μας καμιά.

Μοιάζουν τα δέντρα τα στητά

σαν πέτρινα, πελεκητά.

Και κάνει κρύο κι είναι σβηστά.

Κράτα το χέρι μου σφιχτά!

 

Αντίο, αυγούλες, εκδρομές,

κυματιστές βουνογραμμές.

Μηδέ μπορείς μεσοστρατίς

να κάτσεις να ξεκουραστείς.

Οι πέτρες μες στη εξοχή

έχουν μουσκέψει απ’ τη βροχή.

 

Φυσάει στις λεύκες, στις φτελιές,

γυμνώνει ο αγέρας τις φωλιές.

 

Μπορείτε να γράψετε το δικό σας αγαπημένο ελληνικό ποίημα, ή και να το σχολιάσετε. :)

Edited by Kafka
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

''Στα μαρμαρένια αλώνια''

Αυτός ο τοπικός προσδιορισμός είναι πραγματικά απίστευτος. Τον θυμάμαι από τότε που το διαβάζαμε στο σχολείο. Βέβαια ανήκει στη λαική παράδοση και όχι στον Παλαμά, από το ''ο θάνατος του Διγενή''.

Πραγματικά δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που σχηματίζω την εικόνα της μάχης αυτής στο μυαλό μου, νιώθω δέος.

Δε νομίζω να συναντήσουμε πιο ταιριαστό battlefield για μια τέτοια μονομαχία. Τα μαραμαρένια αλώνια... ένα ποίημα από μόνο του.

Παραθέτω το πρωτότυπο δημοτικό τραγούδι λοιπόν.

 

Ο θάνατος του Διγενή

......................................

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.

Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,

κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,

κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει,

πως θα σκεπάσει τον αιτό, τση γης τον αντρειωμένο.

σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,

τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,

χαρά κι’ αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.

στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,

στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια.

ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,

κι ελάβωσε του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.

πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.

νάρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, νάρθει κι γιος του Δράκου,

νάρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.

κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.

βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.

"σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;"

"φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,

συχάσατε, καθίσατε, κι εγω σας αφηγιέμαι.

της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,

που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,

παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν,

κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,

με τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργιές κοντάρι.

βουνά καί κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,

νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.

και τόσα χρόνια πούζησα δω στον απάνω κόσμο,

κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.

τώρα είδα έναν ξυπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,

πούχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,

με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,

κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".

Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,

κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,

κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.

Edited by abuno
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Η τράφος είναι λέξη διαλέκτου, και παραφθορά της τάφρου. Η εικόνα με το αίμα που σχηματίζει τάφρο είναι σίγουρα πολύ άγρια. Σκεφτόμουν πως στη λαική παράδοση ο Χάροντας είναι πολύ πιο άγριος απο εκείνο τον παραμελημένο βαρκάρη στον ποταμό Αχέροντα. Αντίθετα εδώ είναι ισχυρός σαν Τιτάνας, και είναι σε θέση να καταστρέψει ακόμα και έναν ήρωα.

Επίσης μοιάζει ο ίδιος να είναι εκείνος που καθορίζει ποιός θα πεθάνει, και όχι να υπηρετεί κάποιον άλλο.

Όπως και να έχει οι στίχοι είναι όντως πολύ έντονοι.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Tα ακριτικά είναι αρχικαραεπικότατα. Δεν το συζητάω καν. Εκτός από το Διγενή που ψυχομαχά, φοβερό είναι κι εκείνο του Μικρού Βλαχόπουλου.

Κάνει ο τυπάς μια ντου στο μπούγιο των οχτρών, σφάζει το σύμπαν, κι όπως γυρνάει στα καρντάσια του τους λέει το γαμηστερό

 

"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;

αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε,

τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,

και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,

κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."

 

Πωω κάγκελο η τρίχα.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Σκεφτόμουν πως στη λαική παράδοση ο Χάροντας είναι πολύ πιο άγριος απο εκείνο τον παραμελημένο βαρκάρη στον ποταμό Αχέροντα. Αντίθετα εδώ είναι ισχυρός σαν Τιτάνας, και είναι σε θέση να καταστρέψει ακόμα και έναν ήρωα.

 

 

Και ο βαρκάρης Χάροντας, στην λαική παράδοση έχει τις ρίζες του. Εδώ μάλλον προσωποποιείται ο Θάνατος, απλά στην συγκεκριμένη περίπτωση τα δυο ονόματα/έννοιες ταυτίζονται.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ας αλλάξω το κλίμα. Ένα αγαπημένο μου ποίημα, που το θεωρώ από τα καλύτερα που έχουν ποτέ γραφτεί στην Ελληνική. Και ας μην γράφτηκε από κατ' εξοχήν ποιητή.

Είναι ένα απόσπασμα από το αριστούργημα του Μενέλαου Λουντέμη ''ΕΚΣΤΑΣΗ''. Ένας ύμνος στον έρωτα. Βιβλίο που σε στοιχειώνει. Όσοι το έχουν διαβάσει, καταλαβαίνουν.

Απολαύστε αυτό το διαμάντι της Ελληνικής ποίησης.

 

''Αχ, για λίγο σταφυλένιο κρασί,

που θά χε παγώσει στη βαθειά σκισμένη γη,

που θα χε τη γεύση των λουλουδιών και της πράσινης εξοχής.

Τις αναμνήσεις των χορών, των χωριάτικων τραγουδιών

και της ηλιοκαμένης ευθυμίας

Αχ, για ένα ποτήρι γεμάτο απ το ζεστό Νότο,

γεμάτο απ την αληθινή, την ευτυχισμένη Ιπποκρήνη,

με χάντρινους αφρούς στα χείλη.

Κι ένα ολοπόρφυρο στόμα για να πινα

και να φευγα αόρατη απ τον κόσμο αυτό,

ή μαζί σου να χαθώ στο σκοτεινό δάσος.

Να φύγω μακριά, να διαλυθώ και για πάντα να ξεχάσω

αυτό που ανάμεσα στα φύλλα εσύ δεν έμαθες ποτέ:

Την κούραση, την αγωνία, τον πυρετό του κόσμου τούτου

όπου οι άνθρωποι κάθονται κι ακούνε ο ένας τον άλλο να βογκά.

Εδώ που η αρρώστια μαδά τις τελευταίες άσπρες τρίχες.

Εδώ που τα νιάτα χλομαίνουν και σαν αδύνατοι πεθαίνουν σκελετοί.

Εδώ που το να σκέφτεσαι είναι το ίδιο σα να λυπάσαι.

Εδώ που η ομορφιά δε μπορεί να φυλάξει την αστραπή των ματιών της.

Ούτε ο σημερινός έρωτας

πιο πολύ απ το αύριο να κρατήσει.

Σ ακούω στη σκοτεινιά

και για πολλή ώρα είμαι ερωτευμένος με το θάνατο

και τον φωνάζω με γλυκά ονόματα, να δρέψει την αναπνοή μου

τώρα που πιο πολύ κοντά από ποτέ

μου φαίνεται τόσο τέλειο να πεθάνω.''

Edited by abuno
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης. Αυτό το ποίημα είναι η λατρεία κι η καψούρα μου κι ο μεγάλος μου έρως.

 

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Αριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Αγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

 

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

 

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

 

(Εδώ ανάβω τσιγάρο.)

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..