Jump to content

Τέτη Θεοδώρου - Από τη σκόνη


mman
 Share

Recommended Posts

Πολλές και καλές επιτυχίες! :mf_trombone:

Και μια που ξέρω μερικά από τα διηγήματα, πραγματικά δεν βλέπω την ώρα να το πιάσω στα χέρια μου τυπωμένο, να το ξεφυλλίσω και να διαβάσω και τα υπόλοιπα. :mf_bookread:

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέροντα φαίνονται και κάποια πρέπει να βγήκαν από το φόρουμ ή το εργαστήριο.

Κρατάω το ότι εσύ, γνωστέ ψείρα, είκοσι χρόνια προσπαθείς να προσδιορίσεις το στυλ της και δε μπορείς. Αν δεν είναι αυτό η πεμπτουσία της λογοτεχνίας, δεν ξέρω τι είναι.

Φαίνεται και ωραία έκδοση. Συγχαρητήρια και θα το αρπάξουμε οσονούπω.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χεχε, θα πάρω δύο φεύγοντας, ένα για μένα κι ένα για τον Μπάμπη. Τι κρίμα που για λίγες ώρες χάνω την παρουσίαση... :(

 

Αλλά ΜΠΡΑΒΟ, Τετού! Μερικές ιστορίες τις ξέρω και θα χαρώ πάρα πολύ να διαβάσω και τις υπόλοιπες. :)

Link to comment
Share on other sites

Ναι, αυτό ήτανε ένα εξαιρετικά ευχάριστο νέο :D

 

Πιστεύω πως αυτό το βιβλίο είχε ήδη αργήσει πολύ, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ κανένα "στυλ αναγνώστη" το οποίο δε θα λάτρευε τις ιστορίες της Τέτης :friends: Πιστεύω πως με κάθε έναν που θα το διαβάζει, η deadend μας θα αποκτά νέες υποχρεώσεις (=γράψε μας κι άλλο, κυρία συγγραφέα, παρακαλούμε!)

 

 

Υ.Γ.1  "Η εκκλησάρισσα"??? Τέλειο!

Υ.Γ.2 Φανταστικός συνδυασμός η γραμματοσειρά με τον τίτλο!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 5 weeks later...

Το «Από τη σκόνη» είναι ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι συνήθως εννοούμε λέγοντας «φανταστικό». Για την ακρίβεια, δεν ξέρω καν αν ανήκει ακριβώς στο φανταστικό, αφού το στοιχείο αυτό πολύ συχνά υπάρχει μόνο με τη μορφή υπαινιγμού (σε δυο ιστορίες απουσιάζει και τελείως).

 

Στο «Από τη σκόνη» θα διαβάσετε ιστορίες για την Ελλάδα, και κυρίως την Αθήνα, άλλων εποχών, από τον 19ο αιώνα έως τη δεκαετία του 80, συν ένα διήγημα σημερινό. Θα διαβάσετε για μάγια, για εκκλησίες και για νεκροταφεία. Τον χαρακτήρα του βιβλίου τον δίνει το έντονο λαογραφικό χρώμα, που συνδυάζεται άψογα με το ύφος της γραφής, ενώ είναι φανερό ότι η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά το θέμα της κι έχει κάνει έρευνα σε βάθος.

 

Αυτά ήταν τα εύκολα. Το δύσκολο είναι τώρα να μπούμε μέσα στα κείμενα. Η αφήγηση άλλοτε πλησιάζει προς τη δημοσιογραφική έρευνα, όπως στο πρώτο και το τελευταίο διήγημα του βιβλίου (καθώς είμαι άσχετος με τους Έλληνες συγγραφείς που έχουν επηρεάσει την Τέτη, μου θύμισε Λάβκραφτ), άλλοτε μας μπάζει βαθιά μέσα στην ιστορία, άλλοτε γίνεται από κάποιον αποστασιοποιημένο παντογνώστη αφηγητή. Κοινός παρονομαστής είναι τα πολύ όμορφα Ελληνικά, με έντονο το χρώμα παλαιότερων εποχών.

 

Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι καν σίγουρος αν όλα τα κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν διηγήματα, αλλά δεν ξέρω και πώς αλλιώς να τα ονομάσω. «Ο ζητιάνος» είναι μια απολαυστική περιήγηση στην Αθήνα της δεκαετίας του 80 (δυστυχώς λείπει το Μινιόν :p ) και στους αλλόκοτους τύπους που συναντούσε κανείς εκεί (άσχετο: αυτό που κάνει ο ζητιάνος του τέλους το έκανε και κάποια κυρία Αμαλία στον Ταύρο όταν ήμουν μικρός - η όψη της με τρομοκρατούσε). Τα «Ιερά μονοπάτια» και «Η αξιοπρέπεια ταιριάζει στον θάνατο» ασχολούνται με την ιστορία κάποιων οικογενειών. Τα «Εκεί που ζούνε οι νεκροί» και «Απ' το πέλαγος» πλησιάζουν περισσότερο σε πιο γνώριμα μονοπάτια, καθώς πρόκειται για ιστορίες τρόμου με τα όλα τους - και μαζί με τον «Ανθρακωρύχο» και την «Τρελή πορεία» ήταν τα αγαπημένα μου διηγήματα.

 

Συνολικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο και μια πρόταση εντελώς διαφορετική από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Αν έχω κάποιο παράπονο, είναι ότι, προσωπικά, θα προτιμούσα περισσότερες «κανονικές» ιστορίες, επικεντρωμένες στην πλοκή και στους χαρακτήρες, και ίσως κάποια λίγο μεγαλύτερα κείμενα. Επειδή όμως μόνο ειδικός δεν είμαι στο μονοπάτι που έχει διαλέξει η Τέτη, μπορεί και να πέφτω τελείως έξω.

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ήρθε η ώρα να γράψω κι εγώ τις εντυπώσεις μου για το βιβλίο της Τέτης.

 

Η γλώσσα είναι στρωτή και λιτή δίχως περιττές φράσεις ή λέξεις. Γλώσσα λεία και καθάρια.

Το ύφος των ιστοριών νοσταλγικό και ενιαίο. Το ύφος του παππού που διηγιέται παλιές ιστορίες αποστασιοποιημένα, αν και νοσταλγικά.

Οι ιστορίες, οι περισσότερες, είναι ιστορίες όπου το φανταστικό υπονοείται. Άλλες είναι ιστορίες όπου καταγράφονται αναμνήσεις. Ωστόσο, κι εδώ το φανταστικό ή το παράδοξο ή το αποτρόπαιο δεν απουσιάζει εντελώς.

 

Ως αρνητικό θα μπορούσε να θεωρηθεί το βαρύ ύφος, η ξηρή γλώσσα με τις σαφείς περιγραφές, η θεματική των ιστοριών που για κάποιους θα μπορούσε να είναι αδιάφορη και βαρετή. Όμως, για τους περισσότερους από εμάς, όλα αυτά ακριβώς είναι και τα προτερήματα του βιβλίου.

 

Ευχαριστώ πολύ!

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Μόλις το τελείωσα κι εγώ. Καλά, πιο καλογραμμένο δε γίνεται! Εκτός από μερικά κόμματα σε λάθος θέση και την αδέξια φράση "εμείς τα παιδιά" στην "Τρελή πορεία". Με απλές λέξεις στήνει κόσμους ατμοσφαιρικούς, νοσταλγικούς, γεμάτους χρώματα (έστω αποχρώσεις του γκρίζου), εικόνες, σχήματα, μυρωδιές, παλιά έθιμα και συνήθειες που δημιούργησε η φτώχεια και εξαφανίζει ίσως τώρα η τεχνολογία. Συμφωνώ με τον Scanner ότι τα περισσότερα δεν έχουν υπόθεση, αλλά το εξαιρετικό γράψιμο το αντισταθμίζει αυτό με το παραπάνω. Θα στεκόταν μια χαρά δίπλα σε βιβλία του Ταχτσή και του Μάτεσι. Και

O.T.
είναι τιμή μου που μια τόσο ώριμη συγγραφέας όπως η Τέτη συστήνει εμένα σε άλλους ως "συγγραφέα" :worshippy: .
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Στην Θεσσαλονικη σε ποια βιβλιοπωλεια μπορουμε να το βρουμε?

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Για κοίτα στη Καντάθ κι αν δεν το έχει, γιατί είχε τελιώσει, πες να σου φέρουν από την νέα παρτίδα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σήμερα κληρώθηκαν 3 βιβλία από τον 9,84 στην εκπομπή του Δημήτρη Φύσσα στις 12-13.

(συγνώμη που δεν μιλάω πολύ, αλλά είμαι ακόμα σε κατάσταση μετατράκ (κάτι σαν πατατράκ, αλλά μετά)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ε λοιπόν, δεν είχα ιδέα. Ίσως μου συμβαίνει συχνά, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω άλλο παράδειγμα στο νου, ενώ είχα διαβάσει διάφορα διηγήματα της συγγραφέως πριν, και κάποια τα ξανασυνάντησα εδώ, δεν είχα ιδέα για τον ιδιαίτερο αυτόν κόσμο που έκρυβε στον κόρφο της η καταπληκτική αυτή πένα. Και για να είμαι σαφής, οι ιστορίες της είναι πικρές, τρομακτικές, σκοτεινές, στάζουν απελπισία αλλά ταυτόχρονα φαντάζουν αληθινές, δείχνουν στεριωμένες στην πραγματικότητα, και είναι σαν να βγήκαν από τη ζωή. Και ακούγεται λάθος εκείνο το «σαν». Και αυτό είναι χειρότερο, για ετούτον τον αναγνώστη, όσο είναι εύσημο για το γράψιμο της Τέτης.

 

Και όσον αφορά εμένα τον αναγνώστη: Αναγνωρίζω την ψευδαίσθηση με την οποία ο κόσμος, στον οποίο ανήκω, θα αγοράσει ένα βιβλίο ή θα πάει να δει μια ταινία, με την ελπίδα ή την απαίτηση, για ένα happy end. Όταν ήμουν μικρός είχα διαβάσει το κλασσικό «Χωρίς Οικογένεια» και είχα νιώσει προδομένος. Στο βιβλίο είχε σκυλάκια που πέθαιναν κάποια στιγμή. Θεωρούσα ότι ο συγγραφέας δεν έχει δικαίωμα, ως προς τον αναγνώστη, να βάζει τέτοια πράγματα στα βιβλία του. Και από τότε απέφευγα τους «κακούς» Γάλλους συγγραφείς με τις σκληρές τους αλήθειες και προτιμούσα τους πιο καλούς «ντισνεϊκούς» Αμερικάνους. Ως μεγαλύτερος ξέρω ότι ένας άνθρωπος μπορεί να βιώσει τρεις με τέσσερεις πραγματικά ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή του. Αν διαλέξεις να σταματήσεις την ιστορία σου σε μία από αυτές τις στιγμές, να το happy end σου. Αλλά η ζωή δεν σταματάει εκεί. Συνεχίζεται. Στο τέρμα είναι ο θάνατος και η απώλεια και σπάνια είναι ιδανικά και δεν αποφεύγονται. Είναι λοιπόν αδύνατο να διηγηθείς την ολοκληρωμένη ιστορία ενός ατόμου ή μιας γενιάς χωρίς να ενσωματώσεις τον πόνο, το πένθος, την ματαιότητα της ζωής.

 

Εγώ πάντως πείστηκα ότι όλες αυτές οι ιστορίες στο βιβλίο είναι αληθινές. Ότι συνέβησαν. Ότι η Τέτη μας λέει περιστατικά βγαλμένα από το οικογενειακό της περιβάλλον, γεγονότα δικά τους ή ακουστά από παραδίπλα. Δεν χρειάζομαι διευκρινίσεις αν όντως είναι έτσι ή όχι. Μαγκιά της που το κατάφερε, έτσι ή αλλιώς. Και οι ιστορίες της είναι υπερφυσικές, τρομακτικές, γκόθικ, φανταστικές, και τόσο ριζωμένες στην πραγματικότητα. Λίγα είναι τα δικά μου προσωπικά βιώματα, καθισμένος σε ένα πάτωμα, να ακούω τη μαμά μου και τις φίλες της να διαβάζουν τα φλιτζάνια τους από καφέ, να μιλούν για όνειρα που βγήκαν αληθινά ή για οιωνούς και φαντάσματα; Σχεδόν τα είχα ξεχάσει. Το έξοχο αυτό βιβλίο έχει και ένα ταιριαστό, έξοχο εξώφυλλο. Μα δεν είναι τίποτα σπουδαίο ή τρανταχτό. Σεντόνια είναι που καλύπτουν … κάτι, πράγματα; Αντικείμενα ή κουλουριασμένους ανθρώπους; Είναι τα σεντόνια εκεί για να προστατέψουν το καλυπτόμενο από τη σκόνη, ή να προστατέψουν εμάς από αυτό που κρύβουν. Από εκεί νιώθεις νωρίς το πρώτο μυρμήγκιασμα, το πλήθος τις υποψίες που με χίλια μικρά ποδαράκια σκαρφαλώνουν στον σβέρκο σου όπως ανοίγεις το βιβλίο. Και μετά από μια ή δυό ιστορίες, η συγγραφέας «σ’έχει»! Ξεκινάει να σου περιγράφει τους ήρωες της, ακόμα ίσως και το πόσο όμορφοι είναι, και αυτόματα ανησυχείς γι αυτούς. Οι άνθρωποι της είναι πλάσματα γεμάτα κουσούρια, εμμονές, δεισιδαιμονίες, πλάνες, ικανά για καλό και κακό, προς τον εαυτό τους ή προς άλλους. Δεν μπορείς παρά να νιώσεις τα μαύρα σύννεφα που αναμένουν παρακάτω. Η Τέτη δεν χαρίζει κάστανα. Αν είναι να πάει για καλό δεν θα σου το κρύψει. Αλλά αν πάει για κατακρεούργηση, οι σελίδες του βιβλίου δεν διαθέτουν σεντόνια. Μοιράζετε μαζί μας τη ματιά του Θεού, εκείνη που έχει το προνόμιο να βλέπει όλη την πορεία ενός χαρακτήρα στη ζωή του, τις χαμένες ευκαιρίες, τις λάθος επιλογές, τις καταστροφικές εμμονές, την άδικη σπατάλη των πολύτιμων στιγμών … σε πόσα από αυτά υποψιαζόμαστε τον εαυτό μας; Κάποτε, σε κάποιον διαγωνισμό διηγήματος, τρόμου νομίζω ήταν, είχα σκεφτεί «μα είναι τόσο δύσκολο για την συγγραφέα να βάλει στην διήγηση της έναν αληθινό βρικόλακα;» Η συγγραφέας λοιπόν μας παρουσιάζει ακόμα πιο τρομακτικά τέρατα, πρόσωπα αγαπημένα, φιλικά ή συγγενικά, που έτοιμα είναι παρ’όλα αυτά, να δαγκώσουν, να μας ξεσκίσουν τις σάρκες με τα κανονικά δόντια τους.

 

Τα «Ιερά μονοπάτια» είναι η πιο κατάλληλη εισαγωγή στον κόσμο του βιβλίου. Δεν περιγράφει μόνο μια άλλη εποχή, αυτή που ζουν οι πρωταγωνιστές του, αλλά ξεγελάει τον αναγνώστη θυμίζοντας του τις ιστορίες που διάβαζε στο Αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου. Μέσα όμως από την νοσταλγική αχλή ξεγλιστρούν τσιμπήματα, επικρίσεις, οικεία βέλη και μια αγία που τρέφεται θαρρείς με τις ίδιες της τις σάρκες. Η θεία Ευγενία που «ενσάρκωνε την απόλυτη αγωνία και μια βαριά, άδικη τιμωρία». Πόσο πόλεμος είναι η ζωή, όταν δεν είσαι ασφαλής ούτε από τους δικούς σου ανθρώπους. Είναι θαύμα που καταφέρνουμε να μην τρελαθούμε κιόλας. «Η αξιοπρέπεια ταιριάζει στο θάνατο» και πλέον το ξέρεις από την αρχή ότι δεν πάμε για καλό. Άδικο δηλητήριο και μια σπαταλημένη ζωή. Ξέρω, όταν τη ζεις εσύ, δεν το βλέπεις. Για μένα το δεύτερο πιο επώδυνο διήγημα του βιβλίου. «Εκεί που ζούνε οι νεκροί» και το όνομα του βαμπίρ: Κασσαντρίνα. Κι ας είχε τα δίκια της. Κατάφερε να βγει αντιπαθής, σε μια οπερατική αφήγηση, δηλαδή με μια μανία για εκδίκηση που η συγγραφέας εικονογραφεί με έντονες, ασυμβίβαστες πινελιές. «Στο Πέλαγος» δεύτερη ανάγνωση για μένα και το εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Η πιο «πέρα απόμακρη» ιστορία του βιβλίου, η πιο γκόθικ, με καταπληκτική ατμόσφαιρα και υπερφυσική αίσθηση. Η μαεστρία του γραψίματος εμφανέστατη. «Ο ανθρακωρύχος». Ο αναγνώστης συμπληρώνει τα κενά με την φαντασία του και βλέπει το βαμπίρ σε αυτή την αφήγηση τρόμου, αν έτσι το θέλει. Πλην του ατυχούς ονόματος του κεντρικού creature, που δεν πρέπει να κάνει τόσο μπαμ, η περιγραφή του χαρακτήρα κερδίζει όλες τις εντυπώσεις. «Τρελή Πορεία», επίσης δεύτερη ανάγνωση για μένα. Το πρώτο πιο επώδυνο διήγημα του βιβλίου. Ανελέητο, χωρίς ένα ψήγμα οίκτου, δεν θέλω να ξέρω άλλο. «Τζην φούστα» και γνωστή η κατάρα: Από τη μία η ζωή που απαιτούν οι άλλοι για σένα «για το καλό σου», και από την άλλη η «τύφλα» που σε εμποδίζει να προσέξεις τις λάθος επιλογές σου. Και όσο για το φινάλε…ποιος το τέλειωσε για την Τέτη; Ε; «Οι ζητιάνοι» μοιάζει με αταίριαστο κείμενο σε σύγκριση με το υπόλοιπο βιβλίο, κάτι σαν ανάπαυλα, από την άλλη είναι σαν μια ματιά στον κόσμο της συγγραφέως, σα να φτιάχνει ένα νέο μενού χαρακτήρων για μελλοντικούς χαρακτήρες. Να λοιπόν πως γεννιούνται οι συγγραφείς. Κοιτούν και καταγράφουν. Εγώ θα έκανα αυτή τη διαδρομή με το κεφάλι κατεβασμένο, δεν θα κοίταγα κανέναν γιατί «δεν κάνει» όπως θα μου ψιθύριζε η μαμά μπροστά σε κάποιον ζητιάνο. «Η εκκλησάρισσα». Αυτό το διήγημα δένει με το πρώτο του βιβλίου, με τους χαρακτήρες να περιστρέφονται γύρω από μια συνοικιακή εκκλησία και με τις δεισιδαιμονίες τους να θέτουν σε «αδιόρατο» κίνδυνο τους γείτονες τους. Ζούμε από τύχη χωρίς να μας λιντσάρουν οι διπλανοί μας φίλοι ένα πράμα. Είναι ανησυχητικό πως σκέφτονται κάποιοι, και φυσικά η Τέτη τους γνωρίζει τόσο καλά. Εδώ θα έπρεπε να τελειώνει και το βιβλίο, ή «το Δέντρο» θα έπρεπε να φυτρώνει πιο ενδότερα. Δεύτερη ανάγνωση και γι αυτό το διήγημα, το δεύτερο αταίριαστο της ανθολογίας. Άλλο κλίμα, διαφορετικός αέρας, μια πιο προσωπική αφήγηση με εγκυκλοπαιδική πληροφόρηση που αφήνει απορίες ως προς τον σκοπό της. Μικρά τα ψεγάδια μπροστά σε ένα ολοκληρωμένο, αξιοπρεπέστατο σύνολο.

 

Όχι, δεν θα μπορούσα ποτέ να πω «η κυρία Θεοδώρου», για να το ξεκαθαρίσω. Σαφώς και είναι κυρία, αλλά είναι η… Τέτη. Την ξέρετε όσοι την ξέρετε, και την ξέρω όσο λίγο την ξέρω. Και το λέω ξανά, ναι θα υποψιαζόμουν την όμορφη αυτή κυρία ως ποιήτρια, αν όμως δεν διάβαζα αυτό το βιβλίο… δεν θα είχα ιδέα. Στο οπισθόφυλλο του πονήματος της γίνεται λόγος για «ρωγμές», από τις οποίες ξεπετάχτηκαν αυτές οι ιστορίες. Είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος της είναι γεμάτος από τέτοιες ρωγμές και αδημονώ για το τι άλλο μας κρύβει. Θα κάνω υπομονή.

  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Δεν το είχα στα "προσεχώς" αλλά μετά από τέτοιο Review με R κεφαλαίο...μόλις μπήκε! 

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Το τελείωσα, πότε, την Τετάρτη; Ακόμη δε μπορώ να το κάνω να κατακαθήσει μέσα μου. Έχει σηκώσει σκόνη. Pun intented.

 

Δεν είναι μόνο ο καθορισμός του είδους δύσκολος. Είναι και η απόφαση που εσύ και μόνο εσύ, ως αναγνώστης πρέπει να πάρεις: είναι τελικά υπερφυσικό αυτό που βλέπεις ή όχι; Είναι κάτι που πατάει στις διάσημες συμπτώσεις της ζωής; Κι  αυτές τις ξέμπαρκες φράσεις που πετάει η συγγραφέας εδώ κι εκεί, κυρίως στο τέλος όμως των ιστοριών της, τι ρόλο παίζουν; Γιατί μοιάζουν ξέμπαρκες; Μπορεί και να μην είναι;

 

Η Τέττη φαίνεται να κατέχει την τέχνη της ακροβασίας, την πιο τίμια στάση που μπορεί να κρατήσει ένας συγγραφέας. Σου παρουσιάζει αυτά που έγιναν ίσως κι αυτά που ένιωσε ο κάθε ήρωας, αλλά όχι τη δική της άποψη. Δε σου βάζει ποτέ τελεία εξηγώντας σου, όπως ακριβώς δε θα σου εξηγήσει ποτέ η ζωή γιατί έγινε ό,τι έγινε. Κατά κάποιον τρόπο διατηρεί τη μαγεία που έχει το παρελθόν: επειδή έχει πάψει να υπάρχει, το μυαλό το αντιλαμβάνεται σχεδόν αποσπασματικά, μέσα από εικόνες και συναισθήματα. Δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο αυτά που βλέπεις ή ακούς, όσο υποκειμενικές είναι οι αισθήσεις σου, τόσο υποκειμενικά θα είναι και τα συμπεράσματά σου. Η Τέττη διαλέγει να πάρει το ρόλο των ερεθισμάτων κι όχι των ίδιων των αισθήσεων. Σου στέλνει μηνύματα, αλλά τη μετάφραση πρέπει να την κάνεις εσύ.

 

Αναλυτικά:

 

- Ιερά μονοπάτια: Τα θαύματα και τη ίδια ιστορία περιγράφονται με τρόπο πλάγιο, μπερδεμένο,  όπως ακριβώς θα τα άκουγε κανείς από έναν παππού ή μια γιαγιά, όπως θα τα θυμόταν κι ο ίδιος μεταφέροντάς τα σε κάποιο εγγόνι.

 

- Η αξιοπρέπεια ταιριάζει στον θάνατο: Ούτε διήγηση ούτε αφήγηση, απλά παράθεση γεγονότων. Το θαυμαστό και το μακάβριο  αντιμετωπίζονται αδιάφορα, όλο το θέμα είναι οι τρεις γυναίκες, τα ρούχα τους, τα συνήθειά τους.

 

- Εκεί που ζούνε οι νεκροί: Ακόμα αναρωτιέμαι αν το βαριδάκι έπεσε από δική του βούληση στο πάτωμα της Κασσαντρίνας.

 

- Στο πέλαγος: Ακόμη και μετά το τέλος του (ένα από εκείνα τα ξέμπαρκα τέλη που ανέφερα προηγουμένως) νιώθεις ένα πλάκωμα που δε λέει να σηκωθεί.

 

- Ο ανθρακωρύχος: Κι αναρωτιέσαι: είναι ένα φυλαχτό που δίνει ακατάβλητη δύναμη ή ένα απλό θυμητάρι, ένα κοινό αντικείμενο που καθοσιώθηκε από την νοσταλγία της πατρίδας;

 

- Τρελή πορεία: Οι περιγραφές της τρέλας. Εκείνες οι περιγραφές της τρέλας;

 

- Τζιν φούστα: Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω ότι είναι η αγαπημένη μου. Το τέλος της (και δεν αναφέρομαι στο λαχείο, αλλά στην συνάντηση μάνας και κόρης) είναι τόσο εμπρηστικά τερατώδες, τόσο εξοργιστικά ανθρώπινο, που δε μπορείς παρά να το λατρέψεις.

 

- Ζητιάνοι: Ασαφές, σε γυρίζει σε μέρη που πρέπει να τα δεις ξανά, να τα ξαναπερπατήσεις, ώστε να θυμηθείς κι εσύ τη δική σου Αθήνα. Κι ύστερα επιστρέφεις πίσω στον κινηματογράφο και συνειδητοποιείς ότι δεν ήταν η Αθήνα που έπρεπε να δεις. ήταν οι άνθρωποί της και μόνο αυτοί. Και ντρέπεσαι λιγάκι.

 

- Η εκκλησάρισσα: Εδώ, αντίθετα με το "Πέλαγος" κυριαρχεί ο ήλιος, παρά το σκοτεινό του θέμα. Ακόμη κι όταν βρέχει κι όταν γίνεται σεισμός, νιώθεις να τσουρουφλίζεσαι. Από τι, είναι άλλο ζήτημα.

 

- Το δέντρο:  Υπάρχει ένα αίνιγμα, που μπορεί να το λύσει το κρασί τελικά.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 5 weeks later...

Έχοντας κλείσει το βιβλίο κάμποσες μέρες τώρα, και μιας και κατακάθισε μέσα μου η σκόνη του, να πω κι εγώ δυο λόγια:

 

το βιβλίο είναι σαφές που ανήκει: το είπε από το πρώτο "κριτικό" ποστ ο Scanner, αλλά προφανώς δεν το κατάλαβε απόλυτα ή δεν ήθελε να το δηλώσει ξεκάθαρα. Ανήκει στην κλασσική εκείνη παράδοση του ελληνικού λαογραφικού-ηθογραφικού διηγήματος, που συναντάμε σίγουρα από τις αρχές του 20ου αιώνα - ίσως και νωρίτερα- και την οποία έχουν υπηρετήσει σχεδόν όλοι οι μεγάλοι, αλλά και κάποιοι πιο αφανείς. Για μένα, σαφώς δεν μιλάμε για τρόμο - ψήγματα υπάρχουν, αλλά ως εκεί. Ως χαρακτηριστικό τμήμα αυτού του είδους λογοτεχνίας χρησιμοποιεί εξαιρετική γλώσσα, ενώ στην επιμέλεια έχει γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά.

Σε ό,τι αφορά τα ίδια τα διηγήματα, τα περισσότερα με αφήσανε κάπως αδιάφορο. Το πρώτο μου έδινε διαρκώς την εντύπωση ότι, αφού γράφτηκε, υπέστη περικοπές για να μικρύνει, οι οποίες ωστόσο έγιναν στα κουτουρού με αποτέλεσμα να διαβάζουμε και να λείπουν πράγματα. Σε δύο άλλα διηγήματα, τον ζητιάνο και την εκκλησάρισσα έπεσα πάνω σε δύο πράγματα που με ξένισαν ιδιαίτερα, αλλά τέλος πάντων τα αντιπαρήλθα (1. κορίτσι πράγμα, γυρίζει όλη την Αθήνα με το πόδι, αλλά παίρνει τρένο για να πάει από Μοναστηράκι στην Ομόνοια; 2. Η διοίκηση του νεκροταφείου το έκλεισε λόγω της βροχής και του συνωστισμού; Αυτό θα πει αυτοματισμός και οργάνωση!) Το δε δέντρο θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει.

Τίποτα απ' όλα τα παραπάνω δεν ισχύει για την Τρελή Πορεία. Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ. Και ναι, είναι τρόμου, ενώ παράλληλα είναι και λαογραφία και ηθογραφία και απ' όλα, και καλογραμμένο όπως τα υπόλοιπα. Το δε ανακάτεμα πραγματικού-φαντασιακού κόσμου μου φέρνει στο νου κάποια από τα καλύτερα δείγματα νεο-γκόθικ αμερικανικού διηγήματος τρόμου (η Massie είναι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο νου).

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

[...] Τρελή Πορεία. Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ. Και ναι, είναι τρόμου, ενώ παράλληλα είναι και λαογραφία και ηθογραφία και απ' όλα, και καλογραμμένο όπως τα υπόλοιπα. Το δε ανακάτεμα πραγματικού-φαντασιακού κόσμου μου φέρνει στο νου κάποια από τα καλύτερα δείγματα νεο-γκόθικ αμερικανικού διηγήματος τρόμου (η Massie είναι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο νου).

 

Ακριβώς. Για μένα ξεχωρίζουν τα "Στο πέλαγος", "Εκεί που ζούνε οι νεκροί" και "Ο ανθρακωρύχος", αλλά το "Τρελή Πορεία", με το νοσηρό ζευγάρι του νάνου και του δαίμονα, είναι οπωσδήποτε μια κλάση παραπάνω. Θα μπορούσα να το φανταστώ σε μια ανθολογία δίπλα σε άλλα εξαιρετικά διηγήματα του είδους. Και όλη αυτή η άρρωστη οικογενειακή ατμόσφαιρα είναι από αυτές που σου μένουν ως αναγνώστη χρόνια μετά. (Η σκηνή στην αποθήκη. Μπρρρ!)

Link to comment
Share on other sites

 

[...] Τρελή Πορεία. Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ. Και ναι, είναι τρόμου, ενώ παράλληλα είναι και λαογραφία και ηθογραφία και απ' όλα, και καλογραμμένο όπως τα υπόλοιπα. Το δε ανακάτεμα πραγματικού-φαντασιακού κόσμου μου φέρνει στο νου κάποια από τα καλύτερα δείγματα νεο-γκόθικ αμερικανικού διηγήματος τρόμου (η Massie είναι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο νου).

 

Θα μπορούσα να το φανταστώ σε μια ανθολογία δίπλα σε άλλα εξαιρετικά διηγήματα του είδους. 

 

Για κάποιον μυστήριο, μεταφυσικό λόγο, δεν το έγραψα αυτό, ενώ το είχα στο νου μου.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Τους έβγαλα από τη σκόνη και φώναξα δυνατά το όνομα τους για μην ξεχαστούν.

 

Συνέντευξη της συγγραφέως στο vakxikon.gr

 

http://www.vakxikon.gr/content/view/1973/11213/lang,el/

 

O.T.
Και, άσχετο, αλλά πώς βάζουμε εξωφορουμικό λινκ με κείμενο, όπως στο αποπάνω ποστ; Κάποια μαγικά κομπιουτεράδων που δεν τα κατέχω...
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..