Jump to content

ΣΑ #3 - (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)


Ιρμάντα
 Share

Recommended Posts

732448faa5570181d96009e5841ec590.jpgΑγαπητά μου παιδιά!

Γνωρίζετε τις διαδικασίες. Η ασκησούλα σας βρίσκεται εδώ: http://community.sff.gr/topic/16986-%CF%83%CE%B1-3-%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1/

....οι απαντήσεις ανεβαίνουν εδώ.

Σας περιμένουμε!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

εδιτ

---

Ας κάνω την αρχή λοιπόν. Κάτι βιαστικο και πρόχειρο μια και το γράφω ενώ έχω διάλλειμμα μιας ώρας. Ξέρω, δεν είναι ό,τι είχε στο μυαλό της η κυρία Δασκάλα και, υποθέτω, θα με βάλει να κάνω στον πελαργό σε καμιά γωνία, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο να το γράψω, οπότε κάτι κέρδισα κι εγώ ^_^

----

Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται. Κάπως έτσι ξεκινούσε το 'Της Σιωπής' του Σωκράτη Μάλαμα. Χρόνια πολλά είχανε περάσει από την πρώτη στιγμη που το άκουσα σ'εκείνη την μικροσκοπική ταβέρνα που είχαμε πάει με τον Γιώργο. Τότε, εκείνες τις μέρες, που ήμουν μία ακόμη ερωτοπαρμένη φοιτήτρια του παιδαγωγικού, ήταν ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Ήμουν η μοναδική που τον παρακαλούσε στις συναυλίες του να το παίξει. Και μόλις ενέδινε στα παρακάλια μου, άναβα ένα τσιγάρο, έκλεινα τα μάτια μου και σιγοτραγουδούσα, σαν να μην υπήρχε άλλη έγνοια στον κόσμο.

Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και οι εποχές άλλαξαν. Τώρα πια, οι ακουστικές κιθάρες ακουγότανε κακοκουρδισμένες. Η κάθε νότα στ' αυτιά μου ακουγόταν ασύνδετη με την επόμενη, λες και το είχε συνθέσει κάποιος άλλος. Και η φωνή το Σωκράτη μου ακουγότανε πιο βαριά και άχρωμη από ποτέ, λες και ο ίδιος δεν ήθελε να τραγουδίσει, αλλά κάποιος τον ανάγκαζε ν' ανοιγοκλείνει το στόμα του και να ψιλομουρμουρίζει λέξεις.

Μονάχα οι στίχοι ακουγότανε ίδιοι και αυτοί ήτανε που έμπηγαν το μαχαίρι στα στήθη. Τα παράθυρα μου είχανε σπάσει από την καταιγίδα, αλλά στο φως μιας αστραπής δεν υπήρχε τίποτα πια για αντικρύσω. Στην έρημο κανένας καρπός δεν έβγαινε κι, αν ποτέ φύτρωνε από λάθος, ήτανε μαραμένος και σαπισμένος. Και στην γλώσσα της σιωπής δεν πήρχε τρόπος για να κλιθεί το σ'αγαπώ.

Ο Άλκης Αλκαίου είχε την δύναμη να γράψει εκατοντάδες στίχους. Εγώ πια δεν είχα το σθένος να ακούσω ούτε ένα τραγούδι του χωρίς να κλάψω...

----

https://www.youtube.com/watch?v=9rRODCQBxik

Edited by jjohn
  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Έπαιξε στα χέρια του το κλειδί. Ποιος το είχε βγάλει από το συρτάρι και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι;  Οι σκάλες ήταν πολλές. Απέφευγε να πάει στον πάνω όροφο της μεζονέτας. Κάθε βήμα ζύγιζε στους ώμους του όλο και περισσότερο. Κοίταξε το σκοτεινό κλιμακοστάσιο. Η ζωή του είχε περιοριστεί στο κουζινάκι του ισογείου. Ο πάνω όροφος δεν υπήρχε. Έπαιξε στα χέρια του το κλειδί. Ανέβηκε τις σκάλες.

Στο βάθος ο διάδρομος σκοτείνιαζε. Το φως του ήλιου είχε εξοριστεί από εκεί  εδώ και μήνες.  Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και  το γύρισε. Η κλειδαριά έκλαψε λίγο παραπονεμένα και μετά με ένα μεταλλικό ήχο απελευθέρωσε την πόρτα από το κούφωμα. Στο άνοιγμα οι μεντεσέδες έτριξαν.

Ο αέρας ήταν βαρύς, στάσιμος. Άνοιξε το παράθυρο και ένα ελαφρύ αεράκι έσπρωξε την κουρτίνα που χάιδεψε  το χέρι του. Άγγιξε το σημείο και κοίταξε κάτω από το παράθυρο στην αυλή. Η κούνια στο δέντρο πήγαινε ελαφρώς πίσω και μετά πάλι μπροστά. Έτσι του φάνηκε. Το σκυλί δίπλα στον φράχτη εντόπισε την φιγούρα του στο παράθυρο και αλύχτησε με θλίψη. Δεν θέλησε να το σταματήσει.  Έκλεισε την κουρτίνα και έπιασε ένα μικρό μονόφθαλμο γούνινο αρκουδάκι πάνω από το κομοδίνο. Το έσφιξε δυνατά, χαλάρωσε την λαβή του και με στοργή το εναπόθεσε πάνω στο μαξιλάρι στο κρεβάτι.  Έκλεισε το παράθυρο και τελικά βγήκε χωρίς να κλείσει την πόρτα. Χωρίς να πάρει το κλειδί. Ο διάδρομος ήταν λιγότερο σκοτεινός. Η ζωγραφιά κολλημένη με σελοτέιπ στην πόρτα φαινόταν καθαρά. Ο σκύλος τους ήταν βαμμένος με πράσινο χρώμα. Μειδίασε στιγμιαία και κατέβηκε τις σκάλες λίγο ευκολότερα από την προηγούμενη φορά.

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

εδιτ

---

Ας κάνω την αρχή λοιπόν. Κάτι βιαστικο και πρόχειρο μια και το γράφω ενώ έχω διάλλειμμα μιας ώρας. Ξέρω, δεν είναι ό,τι είχε στο μυαλό της η κυρία Δασκάλα και, υποθέτω, θα με βάλει να κάνω στον πελαργό σε καμιά γωνία, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο να το γράψω, οπότε κάτι κέρδισα κι εγώ ^_^

----

Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται. Κάπως έτσι ξεκινούσε το 'Της Σιωπής' του Σωκράτη Μάλαμα. Χρόνια πολλά είχανε περάσει από την πρώτη στιγμη που το άκουσα σ'εκείνη την μικροσκοπική ταβέρνα που είχαμε πάει με τον Γιώργο. Τότε, εκείνες τις μέρες, που ήμουν μία ακόμη ερωτοπαρμένη φοιτήτρια του παιδαγωγικού, ήταν ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Ήμουν η μοναδική που τον παρακαλούσε στις συναυλίες του να το παίξει. Και μόλις ενέδινε στα παρακάλια μου, άναβα ένα τσιγάρο, έκλεινα τα μάτια μου και σιγοτραγουδούσα, σαν να μην υπήρχε άλλη έγνοια στον κόσμο.

Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και οι εποχές άλλαξαν. Τώρα πια, οι ακουστικές κιθάρες ακουγότανε κακοκουρδισμένες. Η κάθε νότα στ' αυτιά μου ακουγόταν ασύνδετη με την επόμενη, λες και το είχε συνθέσει κάποιος άλλος. Και η φωνή το Σωκράτη μου ακουγότανε πιο βαριά και άχρωμη από ποτέ, λες και ο ίδιος δεν ήθελε να τραγουδίσει, αλλά κάποιος τον ανάγκαζε ν' ανοιγοκλείνει το στόμα του και να ψιλομουρμουρίζει λέξεις.

Μονάχα οι στίχοι ακουγότανε ίδιοι και αυτοί ήτανε που έμπηγαν το μαχαίρι στα στήθη. Τα παράθυρα μου είχανε σπάσει από την καταιγίδα, αλλά στο φως μιας αστραπής δεν υπήρχε τίποτα πια για αντικρύσω. Στην έρημο κανένας καρπός δεν έβγαινε κι, αν ποτέ φύτρωνε από λάθος, ήτανε μαραμένος και σαπισμένος. Και στην γλώσσα της σιωπής δεν πήρχε τρόπος για να κλιθεί το σ'αγαπώ.

Ο Άλκης Αλκαίου είχε την δύναμη να γράψει εκατοντάδες στίχους. Εγώ πια δεν είχα το σθένος να ακούσω ούτε ένα τραγούδι του χωρίς να κλάψω...

----

https://www.youtube.com/watch?v=9rRODCQBxik

Χμ...χμ.

Τον πελαργό να τον κάνεις γιατί θα έχει πλάκα.

Δεν νομίζω ότι είναι κακή η άσκησή σου. Βγαζει θλίψη, βγάζει απώλεια, δεν υποψιαζόμαστε βέβαια το γιατί της απώλειας αλλά δεν ήταν απαραίτητο να φανεί επακριβώς. Η αποτυχία φωνάζει από κάθε σου γραμμή. Εννοώ, η αποτυχημένη ζωή της ηρωίδας (όχι η αποτυχία της άσκησης).

Επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά το ακουγότανε ως τρίτο πληθυντικό. Το ρήμα είναι τρίτος ενικός, και αν μου επιτρέπεις και λίγο άκομψος τύπος (ακουγόταν είναι πολύ καλύτερο). Ακούγονταν είναι το ρήμα που ψάχνεις.

Αυτά. Καλά τα πήγες.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω πως μου βγήκε αυτό που έγραψα, δεν ξέρω αν χάνει κάπου το νόημα, δεν ξέρω αν το πέτυχα...δεν ξέρω.

Παρ'όλα αυτά επειδή δεν σας λυπάμαι καθόλου, θα το μοιραστώ μαζί σας :p

 

 

 

Ντριν ντριν

Η πόρτα ανοίγει κι ο γνωστός κοιλαράς κρεοπώλης μπαίνει στο μαγαζί. Η μπλούζα του γεμάτη κόκκινες κηλίδες, το μούσι του μία παρωδία από γκρίζο και μαύρο, τα μαλλιά του ανακατεμένα. Φωνάζει στον μαγαζάτορα ένα από τα συνηθισμένα και κάθεται στο τραπέζι που καθόταν πάντα. Δίπλα στον πάγκο με τα ποτήρια για να ζαχαρώνει την σερβιτόρα.

Ντριν ντριν

Η πόρτα ανοίγει ξανά, η κυρά Δέσποινα από το ψιλικατζίδικο στην γωνία. Με τα ματομπούκαλα που έχει για γυαλιά και την πολυφορεμένη ποδιά της. Έναν καφέ ελληνικό, όχι πολύ βαρύ, με λίγο μαύρη ζάχαρη. Που την έμαθε την μαύρη ζάχαρη κι η γιαγιά ήθελα να ξερα. Με βήμα βαρύ και κουρασμένο, αποθέτει τον εαυτό της στο τραπεζάκι κοντά σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του Βαμβακάρη. Αρχίζει το πλέξιμο.

Ντριν ντριν

Μειδίαμα. Η καρδιά χάνει δύο χτύπους. Το χέρι μου σφίγγει το ξύλινο τραπέζι. Το στομάχι μου ανακατεύεται. Το κουδουνάκι χτυπάει, η πόρτα ανοίγει αλλά αυτός που μπαίνει, ανήκει πλέον στο παρελθόν κι όχι στο τώρα. Κανείς δεν του δίνει σημασία, λες και μόνο τα δικά μου μάτια τον αιχμαλωτίζουν. Το παλτό που φοράει πλέον είναι χιλιομπαλωμένο και γεμάτο τρίχες σκυλου. Ο χαρτοφύλακας είναι σκισμένος με βαθουλώματα πάνω του. Το καπέλο δεν καλύπτει πλέον την γυαλιστερή καράφλα στο κεφάλι. Τα δάκτυλα στο χέρι του δεν μπλέκονται με άλλα μικρότερα.

Είμαι εγώ, αλλά δεν είμαι. Δεν έρχομαι στο μαγαζι αυτό πλέον για να χαζέψω τους θαμώνες και να κρυφογελάσω με τις ιδιαιτερότητες τους. Δεν πιάνω κουβέντα με τον κυρ Γιώργο τον μαγαζάτορα που στρίβει το μουστάκι του λες και θέλει να το ξεχειλώσει. Μόνο κάθομαι στο ίδιο μακρινό τραπέζι από το πρωί ως το βράδυ. Με έναν κρύο καφέ μπροστά μου κι ένα ποτήρι ανέγγιχτο χυμό δίπλα. Και κοιτάω την είσοδο. Κι όλο το καμπανάκι χτυπάει, κι όλο η πόρτα ανοίγει και κόσμος μπαίνει και βγαίνει. Κι εγώ κοιτάω και περιμένω να ξαναδω αυτήν την σκηνή από το παρελθόν. Μόνο για μία στιγμή να την ξαναδώ.

 

Ντριν Ντριν

Edited by Ιρμάντα
Τρίβει έγινε: στρίβει
  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Έπαιξε στα χέρια του το κλειδί. Ποιος το είχε βγάλει από το συρτάρι και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι;  Οι σκάλες ήταν πολλές. Απέφευγε να πάει στον πάνω όροφο της μεζονέτας. Κάθε βήμα ζύγιζε στους ώμους του όλο και περισσότερο. Κοίταξε το σκοτεινό κλιμακοστάσιο. Η ζωή του είχε περιοριστεί στο κουζινάκι του ισογείου. Ο πάνω όροφος δεν υπήρχε. Έπαιξε στα χέρια του το κλειδί. Ανέβηκε τις σκάλες.

Στο βάθος ο διάδρομος σκοτείνιαζε. Το φως του ήλιου είχε εξοριστεί από εκεί  εδώ και μήνες.  Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και  το γύρισε. Η κλειδαριά έκλαψε λίγο παραπονεμένα και μετά με ένα μεταλλικό ήχο απελευθέρωσε την πόρτα από το κούφωμα. Στο άνοιγμα οι μεντεσέδες έτριξαν.

Ο αέρας ήταν βαρύς, στάσιμος. Άνοιξε το παράθυρο και ένα ελαφρύ αεράκι έσπρωξε την κουρτίνα που χάιδεψε  το χέρι του. Άγγιξε το σημείο και κοίταξε κάτω από το παράθυρο στην αυλή. Η κούνια στο δέντρο πήγαινε ελαφρώς πίσω και μετά πάλι μπροστά. Έτσι του φάνηκε. Το σκυλί δίπλα στον φράχτη εντόπισε την φιγούρα του στο παράθυρο και αλύχτησε με θλίψη. Δεν θέλησε να το σταματήσει.  Έκλεισε την κουρτίνα και έπιασε ένα μικρό μονόφθαλμο γούνινο αρκουδάκι πάνω από το κομοδίνο. Το έσφιξε δυνατά, χαλάρωσε την λαβή του και με στοργή το εναπόθεσε πάνω στο μαξιλάρι στο κρεβάτι.  Έκλεισε το παράθυρο και τελικά βγήκε χωρίς να κλείσει την πόρτα. Χωρίς να πάρει το κλειδί. Ο διάδρομος ήταν λιγότερο σκοτεινός. Η ζωγραφιά κολλημένη με σελοτέιπ στην πόρτα φαινόταν καθαρά. Ο σκύλος τους ήταν βαμμένος με πράσινο χρώμα. Μειδίασε στιγμιαία και κατέβηκε τις σκάλες λίγο ευκολότερα από την προηγούμενη φορά.

Καλό για πρώτη προσπάθεια. Στη γωνία με τον jjohn και συ. Αστειεύομαι.

Λοιπόν. Η γραφή σου είναι καλή, από παλιά κείμενά σου τη θυμάμαι σε καλό επίπεδο. Τι με κέρδισε: η σκηνή με την κούνια. Υφέρπει horror εδώ. Το φαντασματάκι κάνει κούνια στην αυλή του μπαμπά του. Από κει και πέρα το αρκουδάκι ΟΚ, δεν συγκεκριμενοποιεί το παιδί αν και το δείχνει πολύ σαφώς. Η ζωγραφιά επίσης.

Πώς και γιατί αυτός κατέβηκε τις σκάλες λίγο ευκολότερα δεν το κατάλαβα ωστόσο.

 

Καλά μου παιδιά, βλέπω ότι μπαίνετε σιγά -σιγά στο κλίμα.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Δεν ξέρω πως μου βγήκε αυτό που έγραψα, δεν ξέρω αν χάνει κάπου το νόημα, δεν ξέρω αν το πέτυχα...δεν ξέρω.

Παρ'όλα αυτά επειδή δεν σας λυπάμαι καθόλου, θα το μοιραστώ μαζί σας :p

 

 

 

Ντριν ντριν

Η πόρτα ανοίγει κι ο γνωστός κοιλαράς κρεοπώλης μπαίνει στο μαγαζί. Η μπλούζα του γεμάτη κόκκινες κηλίδες, το μούσι του μία παρωδία από γκρίζο και μαύρο, τα μαλλιά του ανακατεμένα. Φωνάζει στον μαγαζάτορα ένα από τα συνηθισμένα και κάθεται στο τραπέζι που καθόταν πάντα. Δίπλα στον πάγκο με τα ποτήρια για να ζαχαρώνει την σερβιτόρα.

Ντριν ντριν

Η πόρτα ανοίγει ξανά, η κυρά Δέσποινα από το ψιλικατζίδικο στην γωνία. Με τα ματομπούκαλα που έχει για γυαλιά και την πολυφορεμένη ποδιά της. Έναν καφέ ελληνικό, όχι πολύ βαρύ, με λίγο μαύρη ζάχαρη. Που την έμαθε την μαύρη ζάχαρη κι η γιαγιά ήθελα να ξερα. Με βήμα βαρύ και κουρασμένο, αποθέτει τον εαυτό της στο τραπεζάκι κοντά σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία του Βαμβακάρη. Αρχίζει το πλέξιμο.

Ντριν ντριν

Μειδίαμα. Η καρδιά χάνει δύο χτύπους. Το χέρι μου σφίγγει το ξύλινο τραπέζι. Το στομάχι μου ανακατεύεται. Το κουδουνάκι χτυπάει, η πόρτα ανοίγει αλλά αυτός που μπαίνει, ανήκει πλέον στο παρελθόν κι όχι στο τώρα. Κανείς δεν του δίνει σημασία, λες και μόνο τα δικά μου μάτια τον αιχμαλωτίζουν. Το παλτό που φοράει πλέον είναι χιλιομπαλωμένο και γεμάτο τρίχες σκυλου. Ο χαρτοφύλακας είναι σκισμένος με βαθουλώματα πάνω του. Το καπέλο δεν καλύπτει πλέον την γυαλιστερή καράφλα στο κεφάλι. Τα δάκτυλα στο χέρι του δεν μπλέκονται με άλλα μικρότερα.

Είμαι εγώ, αλλά δεν είμαι. Δεν έρχομαι στο μαγαζι αυτό πλέον για να χαζέψω τους θαμώνες και να κρυφογελάσω με τις ιδιαιτερότητες τους. Δεν πιάνω κουβέντα με τον κυρ Γιώργο τον μαγαζάτορα που τρίβει το μουστάκι του λες και θέλει να το ξεχειλώσει. Μόνο κάθομαι στο ίδιο μακρινό τραπέζι από το πρωί ως το βράδυ. Με έναν κρύο καφέ μπροστά μου κι ένα ποτήρι ανέγγιχτο χυμό δίπλα. Και κοιτάω την είσοδο. Κι όλο το καμπανάκι χτυπάει, κι όλο η πόρτα ανοίγει και κόσμος μπαίνει και βγαίνει. Κι εγώ κοιτάω και περιμένω να ξαναδω αυτήν την σκηνή από το παρελθόν. Μόνο για μία στιγμή να την ξαναδώ.

 

Ντριν Ντριν

Κοίταξε να δεις, χειρίζεσαι καλά την απώλεια. Σαν ιδέα και σαν στήσιμο εννοώ.

Η εναλλαγή προσώπων (πού είναι αυτός; ποιος μιλάει;) με μπέρδεψε ωστόσο. Τρίτο πρόσωπο και μετά πρώτο. Το χέρι μου σφίγγει το ξύλινο τραπέζι, αναφέρεις. Άρα αυτός είναι ήδη μέσα και έχει καθήσει. Παρακολουθεί κάποιον που μπαίνει, και μάλιστα τον παρακολουθεί με αγωνία. Μετά λες Είμαι εγώ, αλλά δεν είμαι. 

Ποιός είναι; Αυτός που μπήκε τώρα; Αυτός που ήδη κάθεται; Μοιάζει σαν να μιλάς για δύο διαφορετικά πρόσωπα, κι έχω την ιδέα ότι εννοείς το ίδιο πρόσωπο. Ίσως θέλει ξεκαθάρισμα αυτό.

 

Επίσης: Στρίβει το μουστάκι του, όχι τρίβει. Το φτιάχνω, μάλλον παράβλεψη ήταν (αν όχι, λέμε στρίβει το μουστάκι.)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Και η δικιά μου συμμετοχή. Feel free to eat me alive.

 

Βρέχει από το πρωί, βρέχει απαρηγόρητα. Σιγανή, ποτιστική βροχή, από κείνες που δεν σταματούν. Ο ουρανός έχει χρώμα μολυβί, και κάνει την ψυχή της να πιάνεται. Το τζάμι στο παράθυρο της Άννας της αποκαλύπτει έναν πνιγμένο κόσμο, και κάνει τη σκέψη πως τη ζώνει ένα γιγάντιο ενυδρείο, με πρωτόγνωρη, υδρόβια βλάστηση. Τα δέντρα του κήπου ξεπλένονται από τη σκόνη. Τα πλακάκια στο μικρό μονοπάτι που βγάζει στην πόρτα γυαλίζουν γλιστερά, στρωμένα γκρίζα λάσπη. Πρέπει να βγάλει τον εαυτό της από τη μιζέρια και να ξεκινήσει για τη δουλειά της, που είναι βαρετή και είναι ανούσια αλλά επίσης είναι και το μόνο που έχει. Μέσα στο νου της κάνει τη λίστα των πραγμάτων που πρέπει να αποφεύγει, τους δρόμους που περνούν έξω από το σχολείο και εκείνους που οδηγούν στη μεγάλη πλατεία με την παιδική χαρά. Αν και με τέτοιον καιρό θα είναι έρημες και οι σχολικές αυλές και οι πλατείες. Έχει επιλέξει μπότες με τακούνι, επειδή ο χτύπος τους στο πεζοδρόμιο της φτιάχνει πάντα τη διάθεση. Ρυθμικός, κομψός ήχος, και αναγγέλλει τον ερχομό της (ανόητη, φιλάρεσκη γυναίκα). Τάκα τουκ. Η ομπρέλα της, ένα λυτό καρό, Ντιόρ, αγορασμένη στο Παρίσι πριν χρόνια (εκδρομή στη Γιουροντίσνεϋ) ανοίγει με έναν μεταλλικό στεναγμό. Και το άρωμά της επίσης, Μις Ντιόρ. (Είμαι ακόμη ωραία). Η βροχή λούζει τους δρόμους, απαγορευμένους και μη. Και ο ήλιος που θα φανεί μετά θα είναι καλός. Θα της θυμίσει πως οι μπόρες τελειώνουν πάντοτε. Είναι σοφά φτιαγμένος ο κόσμος, σκέφτεται η Άννα. Έχει ό,τι χρειαζόμαστε. Απέναντί της το κτίριο όπου στεγάζεται η Εταιρεία, ντυμένο απέξω με σκούρα τζάμια- καθρέφτες. Οι καθρέφτες αυτοί κολακεύουν αφάνταστα το τραβηγμένο πρόσωπό της, θυμίζοντάς της ημέρες που ήταν ομορφότερη, και πιο ευτυχισμένη. Θαμποί καθρέφτες, γεμάτοι μαύρα στίγματα. Κι αυτοί σοφοί. Δείχνουν τα πάντα καλύτερα από ότι είναι. Έτσι έπρεπε να είναι όλοι οι καθρέφτες, και μετά θα έπρεπε να υπάρχουν καθρέφτες για την ψυχή και για τη μνήμη μας, και να κάνουν παρόμοια παραμορφωτική δουλειά. Να αφαιρούν πράγματα. Ρυτίδες, σκιές, κλαμένα μάτια. Να αφαιρούν τα άσχημα πράγματα.

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Χμ...χμ.

 

Τον πελαργό να τον κάνεις γιατί θα έχει πλάκα.

 

να δω τι άλλο θα κάνω γι' αυτό το φόρουμ....

 

 

post-2671-0-60231900-1478638556_thumb.jpg

DAB

 

 

 

Απόστολε:

Και μένα μου άρεσε. Νομίζω έκανες πιο έξυπνη αντιμετώπιση  του θέματος  απ'ό,τι εγώ  κυρίως γιατί αφήνεις υπόνοιες για το τι έχει συμβεί(κάτι που δεν έκανα εγώ).  Πολύ καλή και η στιγμή με την κούνια που έιπε και η κυρία δασκάλα.

 

Γιάννη:

Ωραίο το πειραματάκι σου. Έξυπνη ιδέα η αλλαγή οπτικής. Απλά νομίζω πως το στυλ  στο πρώτο κομμάτι είναι λίγο πιο πιπεράτο/ζωντανό  απ'ό,τι  ίσως να έπρεπε και η εναλλαγή  στα δύο στυλ μου φάνηκε  λίγο  'κάπως' (Αλλά το κλείνεις καλά!)

 Επίσης, στις πρώτες προτάσεις, νόμιζα  ότι θα διάβαζα τρολλιά με τον πατέρα να χαίρεται που πέθανε το παιδάκι του. Και αυτό θα είναι ενδιαφέρον άσκηση για όποιον το τολμήσει... :)

Edited by jjohn
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Και η δικιά μου συμμετοχή. Feel free to eat me alive.

 

Βρέχει από το πρωί, βρέχει απαρηγόρητα. Σιγανή, ποτιστική βροχή, από κείνες που δεν σταματούν. Ο ουρανός έχει χρώμα μολυβί, και κάνει την ψυχή της να πιάνεται. Το τζάμι στο παράθυρο της Άννας της αποκαλύπτει έναν πνιγμένο κόσμο, και κάνει τη σκέψη πως τη ζώνει ένα γιγάντιο ενυδρείο, με πρωτόγνωρη, υδρόβια βλάστηση. Τα δέντρα του κήπου ξεπλένονται από τη σκόνη. Τα πλακάκια στο μικρό μονοπάτι που βγάζει στην πόρτα γυαλίζουν γλιστερά, στρωμένα γκρίζα λάσπη. Πρέπει να βγάλει τον εαυτό της από τη μιζέρια και να ξεκινήσει για τη δουλειά της, που είναι βαρετή και είναι ανούσια αλλά επίσης είναι και το μόνο που έχει. Μέσα στο νου της κάνει τη λίστα των πραγμάτων που πρέπει να αποφεύγει, τους δρόμους που περνούν έξω από το σχολείο και εκείνους που οδηγούν στη μεγάλη πλατεία με την παιδική χαρά. Αν και με τέτοιον καιρό θα είναι έρημες και οι σχολικές αυλές και οι πλατείες. Έχει επιλέξει μπότες με τακούνι, επειδή ο χτύπος τους στο πεζοδρόμιο της φτιάχνει πάντα τη διάθεση. Ρυθμικός, κομψός ήχος, και αναγγέλλει τον ερχομό της (ανόητη, φιλάρεσκη γυναίκα). Τάκα τουκ. Η ομπρέλα της, ένα λυτό καρό, Ντιόρ, αγορασμένη στο Παρίσι πριν χρόνια (εκδρομή στη Γιουροντίσνεϋ) ανοίγει με έναν μεταλλικό στεναγμό. Και το άρωμά της επίσης, Μις Ντιόρ. (Είμαι ακόμη ωραία). Η βροχή λούζει τους δρόμους, απαγορευμένους και μη. Και ο ήλιος που θα φανεί μετά θα είναι καλός. Θα της θυμίσει πως οι μπόρες τελειώνουν πάντοτε. Είναι σοφά φτιαγμένος ο κόσμος, σκέφτεται η Άννα. Έχει ό,τι χρειαζόμαστε. Απέναντί της το κτίριο όπου στεγάζεται η Εταιρεία, ντυμένο απέξω με σκούρα τζάμια- καθρέφτες. Οι καθρέφτες αυτοί κολακεύουν αφάνταστα το τραβηγμένο πρόσωπό της, θυμίζοντάς της ημέρες που ήταν ομορφότερη, και πιο ευτυχισμένη. Θαμποί καθρέφτες, γεμάτοι μαύρα στίγματα. Κι αυτοί σοφοί. Δείχνουν τα πάντα καλύτερα από ότι είναι. Έτσι έπρεπε να είναι όλοι οι καθρέφτες, και μετά θα έπρεπε να υπάρχουν καθρέφτες για την ψυχή και για τη μνήμη μας, και να κάνουν παρόμοια παραμορφωτική δουλειά. Να αφαιρούν πράγματα. Ρυτίδες, σκιές, κλαμένα μάτια. Να αφαιρούν τα άσχημα πράγματα.

 

Πολύ ωραίο κείμενο, πολύ ζωντανό, ζηλεύω ανάθεμα τις περιγραφές σου ώρες ώρες...

Αλλά δεν μου έβγαλε την θλίψη ή την απώλεια όπως ήθελες στην άσκηση. Σαν να περνάει μία μουντή βαρετή μέρα σε μία πόλη που βρέχει συνέχεια. Κάποιες σκόρπιες αναφορές δεν με βοηθάνε ιδιαίτερα. Ίσως πιο αφαιρετικό από όσο θα ήθελες.

Πάντως η αρχή μου αρέσει πάρα πολύ γενικά για αρχή ιστορίας, με τράβηξε αμέσως κυρά δασκάλα ^^

Link to comment
Share on other sites

Ορίστε κάτι κι από μένα. Ίσως είναι too much γι' αυτήν την άσκηση ή ίσως λιγάκι εκτός θέματος.

 

 

                Βρήκα το κουράγιο να επισκεφτώ το σπίτι δυο μέρες μετά το βομβαρδισμό. Ο θόρυβος των μαχητικών ακόμα κουδούνιζε στ’ αφτιά μου και μ’ έκανε να πετάγομαι και να σηκώνω τα μάτια στον ουρανό. Θυμάμαι να τρέχω με την παράλογη ελπίδα πως μπορούσα να τα προφτάσω. Κι ύστερα ο δρόμος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Εκρήξεις, η μία μετά την άλλη, άσπλαχνες κι αδυσώπητες, τράνταζαν το έδαφος, αλλά σε πετύχαιναν απευθείας στην καρδιά. Ήρθαν και με μάζεψαν κάτι στρατιώτες απ’ το δρόμο. Τους έδειχνα πού ήθελα να πάω, μα σκοπός τους ήταν να με απομακρύνουν απ’ τον κίνδυνο. Λες και μ’ ένοιαζε ο κίνδυνος.

                Βρήκα το κουράγιο να επισκεφτώ το σπίτι δυο μέρες μετά το βομβαρδισμό. Έπρεπε να σκαρφαλώσω πάνω από συντρίμμια και να διασχίσω ρημαγμένους δρόμους, να ‘χω μάτια κι αφτιά ανοιχτά για να μην πέσω στην αντίληψη των ξένων, ήθελα όμως να πω το αντίο μου.

                Δεν είχε μείνει κάτι που να θυμίζει σπίτι. Όλα είχαν γίνει θρύψαλα, σκόνη και στάχτη. Μια άμορφη μάζα από ελπίδες, όνειρα και όμορφες αναμνήσεις. Ανάμεσα στα γκρεμίσματα σφηνωμένα αντικείμενα, λείψανα ενός χαμένου σπιτικού. Μια κουβέρτα, σπασμένα πιάτα, μια σκασμένη μπάλα, βιβλία, μια ραγισμένη κορνίζα. Έσκυψα και μάζεψα ένα γαλάζιο αυτοκινητάκι, ίσως το μόνο τυχερό που κατάφερε να ξεφύγει ανέπαφο. Το ‘χωσα στην τσέπη μου, να το ‘χω φυλαχτό, να με γεμίζει με μίσος και οργή τις στιγμές που ίσως ξεχνιέμαι και νιώθω αδύναμος ή λιποψυχώ. Τα γόνατά μου χτύπησαν πάνω σε θρυμματισμένα τούβλα, οι παλάμες μου ακολούθησαν. Γύρω μου, μακριά, οι ριπές πολυβόλων, οι φωνές, το κροτάλισμα το ερπυστριών, σιγά-σιγά έσβηναν. Είχα απομείνει μόνος, ν’ αφουγκράζομαι τη σιωπή. Τα μάτια μου κλείνουν. Οι χτύποι της καρδιάς λιγοστεύουν. Κι ύστερα τ’ ακούω ολοζώντανα. Τις ανάσες. Τα γέλια. Τα κλάματα. Σχεδόν τα πιστεύω, αλλά είναι μοναχά ήχοι φερμένοι απ’ το παρελθόν. Αντίο, λοιπόν.

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

 

Πώς και γιατί αυτός κατέβηκε τις σκάλες λίγο ευκολότερα δεν το κατάλαβα ωστόσο.

 

 

 

 

Σχεδόν πάντα, σε όλες τις πτυχές και εκφάνσεις της ζωής, όταν αντιμετωπίζεις κάτι δυσάρεστο που αποφεύγεις για καιρό, νιώθεις έπειτα πιο ήρεμος. Έστω και λίγο. Όποια έκβαση και αν έχει.

Αντίθετα όσο το αποφεύγεις, το χτίζεις και θεριεύει. Πιστεύω ότι κατέβηκε τις σκάλες λίγο ευκολότερα επειδή ακριβώς έκανε το πρώτο βήμα στην αποδοχή της απώλειας και το βάρος στους ωμους του αρχισε (μεταφορικά) να ελαφραίνει. Δύσκολο να αποδοθεί σε μια παράγραφο που δείχνει ουσιαστικά μια στιγμή, αλλά νομίζω ψιλοφαίνεται ακόμη και έτσι.

 

Υ.Γ Ευχαριστώ για τα σχόλια

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Κοίταξε το κτίριο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποιοι μπορεί να εξυμνούσαν την αρχιτεκτονική του, κάποιοι μπορεί να έβλεπαν ένα χώρο εργασίας, κάποιοι το σπίτι τους.

 

Δεν έβλεπε τίποτα απ’ αυτά. Δεν ένιωθε τίποτα απ’ αυτά. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο κτίριο, οπουδήποτε αλλού. Όλα ίδια, όλα χωρίς νόημα.

 

Τούβλα, τσιμέντα, σοβάδες, όλα άψυχα, άμμος στο πέρασμα του χρόνου. Κανένα χρώμα δεν έβλεπε στ’ αλήθεια, όλα ασπρόμαυρα, καμία ζεστασιά δεν ένιωθε πουθενά, όλα απλώς χρηστικά.

 

Τέσσερις τοίχοι, ένα πάτωμα, μια στέγη, μερικές τρύπες, ίσα να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του κορμιού. Τίποτα άλλο, καμία συναισθηματική αντίδραση.

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

jjohn: Εμένα μου άρεσε πολύ το κομμάτι σου αδερφέ. Γενικά και σαν περιγραφή και σαν ατμόσφαιρα. Ίσως κάνει παραπάνω εμφανές το γεγονός της απώλειας απ' όσο ήθελε η άσκηση (αλήθεια πόσο έπρεπε να είναι γιατί μάλλον μας μπέρδεψε όλους), αλλά το ότι περιέγραψες ένα αγαπημένο τραγούδι μου άρεσε πολύ ;) Δεν σε έχω συνηθίσει σε τέτοια κείμενα, μπράβο!

 

Drake Ramore: Δεν έχω διαβάσει άλλο κείμενο σου φίλτατε, αλλά αυτό αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα και χαίρομαι που έγραψες ;) Απλό, στιβαρό, σταράτο και ευθύς στο θέμα. Η σκηνή με την κούνια ήταν η αγαπημένη μου. Κι εσύ βέβαια μιλάς εμφανώς για κάποια απώλεια παιδιού, λόγω του παιδικού δωματίου, αλλά μου έβγαλες μία ωραία μελαγχολία που με κέρδισε.

 

Mesmer: Η δικιά σου πάει κατευθείαν στο θέμα και μας βάζει σε ένα πολύ καταθλιπτικό και μελαγχολικό περιβάλλον. Προφανώς κι ο πόλεμος βγάζει εικόνα θλίψης και θεωρώ ότι στους περισσότερους θα έβγαζε το ίδιο πράγμα, είτε είχαν απώλεια προσώπου είτε όχι. Ενώ είναι ωραία κι έντονη σκηνή, ουσιαστικά είναι "εύκολη" λύση λόγω του περιβάλλοντος που την έστησες.

 

Starlord: Ωραία ιδέα, «κενή» περιγραφή που ταιριάζει στην απώλεια. Ίσως περισσότερο απλοική απ'όσο θα ήθελα και με άτσαλα κομμένες προτάσεις. Αλλά αρκετά καλή προσπάθεια ;)

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Κοίταξε το κτίριο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κάποιοι μπορεί να εξυμνούσαν την αρχιτεκτονική του, κάποιοι μπορεί να έβλεπαν ένα χώρο εργασίας, κάποιοι το σπίτι τους.

 

Δεν έβλεπε τίποτα απ’ αυτά. Δεν ένιωθε τίποτα απ’ αυτά. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο κτίριο, οπουδήποτε αλλού. Όλα ίδια, όλα χωρίς νόημα.

 

Τούβλα, τσιμέντα, σοβάδες, όλα άψυχα, άμμος στο πέρασμα του χρόνου. Κανένα χρώμα δεν έβλεπε στ’ αλήθεια, όλα ασπρόμαυρα, καμία ζεστασιά δεν ένιωθε πουθενά, όλα απλώς χρηστικά.

 

Τέσσερις τοίχοι, ένα πάτωμα, μια στέγη, μερικές τρύπες, ίσα να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του κορμιού. Τίποτα άλλο, καμία συναισθηματική αντίδραση.

Θα συμφωνήσω με τον Γιάννη: κάπως στεγνή και κάπως άδεια η περιγραφή. Η άποψη που υποστηρίζει την επιλογή σου είναι σαφώς ότι μετά από ένα τέτοιο συμβάν μόνο κενό μπορεί κάποιος να νιώθει. Την απώλεια την υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει και σε αυτό έχεις πετύχει. Τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνική τριβή, που ξεκάθαρα χρειάζεσαι (όπως και όλοι μας).

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ορίστε κάτι κι από μένα. Ίσως είναι too much γι' αυτήν την άσκηση ή ίσως λιγάκι εκτός θέματος.

 

 

                Βρήκα το κουράγιο να επισκεφτώ το σπίτι δυο μέρες μετά το βομβαρδισμό. Ο θόρυβος των μαχητικών ακόμα κουδούνιζε στ’ αφτιά μου και μ’ έκανε να πετάγομαι και να σηκώνω τα μάτια στον ουρανό. Θυμάμαι να τρέχω με την παράλογη ελπίδα πως μπορούσα να τα προφτάσω. Κι ύστερα ο δρόμος να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Εκρήξεις, η μία μετά την άλλη, άσπλαχνες κι αδυσώπητες, τράνταζαν το έδαφος, αλλά σε πετύχαιναν απευθείας στην καρδιά. Ήρθαν και με μάζεψαν κάτι στρατιώτες απ’ το δρόμο. Τους έδειχνα πού ήθελα να πάω, μα σκοπός τους ήταν να με απομακρύνουν απ’ τον κίνδυνο. Λες και μ’ ένοιαζε ο κίνδυνος.

                Βρήκα το κουράγιο να επισκεφτώ το σπίτι δυο μέρες μετά το βομβαρδισμό. Έπρεπε να σκαρφαλώσω πάνω από συντρίμμια και να διασχίσω ρημαγμένους δρόμους, να ‘χω μάτια κι αφτιά ανοιχτά για να μην πέσω στην αντίληψη των ξένων, ήθελα όμως να πω το αντίο μου.

                Δεν είχε μείνει κάτι που να θυμίζει σπίτι. Όλα είχαν γίνει θρύψαλα, σκόνη και στάχτη. Μια άμορφη μάζα από ελπίδες, όνειρα και όμορφες αναμνήσεις. Ανάμεσα στα γκρεμίσματα σφηνωμένα αντικείμενα, λείψανα ενός χαμένου σπιτικού. Μια κουβέρτα, σπασμένα πιάτα, μια σκασμένη μπάλα, βιβλία, μια ραγισμένη κορνίζα. Έσκυψα και μάζεψα ένα γαλάζιο αυτοκινητάκι, ίσως το μόνο τυχερό που κατάφερε να ξεφύγει ανέπαφο. Το ‘χωσα στην τσέπη μου, να το ‘χω φυλαχτό, να με γεμίζει με μίσος και οργή τις στιγμές που ίσως ξεχνιέμαι και νιώθω αδύναμος ή λιποψυχώ. Τα γόνατά μου χτύπησαν πάνω σε θρυμματισμένα τούβλα, οι παλάμες μου ακολούθησαν. Γύρω μου, μακριά, οι ριπές πολυβόλων, οι φωνές, το κροτάλισμα το ερπυστριών, σιγά-σιγά έσβηναν. Είχα απομείνει μόνος, ν’ αφουγκράζομαι τη σιωπή. Τα μάτια μου κλείνουν. Οι χτύποι της καρδιάς λιγοστεύουν. Κι ύστερα τ’ ακούω ολοζώντανα. Τις ανάσες. Τα γέλια. Τα κλάματα. Σχεδόν τα πιστεύω, αλλά είναι μοναχά ήχοι φερμένοι απ’ το παρελθόν. Αντίο, λοιπόν.

Η περιγραφή ωραία, και βέβαια δεν αφήνει καμία αμφιβολία στον αναγνώστη ως προς το τι ακριβώς πενθεί ο αφηγητής. Πάει τόσο κοντά στο θέμα των παιδιών, περνάει ξυστά μάλιστα: η φράση να τα προφτάσω αναφέρεται στα μαχητικά να υποθέσω; Αν αναφέρεται σε παιδιά τότε χάσαμε το νόημα της άσκησης γιατί το ζητούμενο ήταν να μην αναφερθούν πουθενά τα παιδιά. Πέρα από αυτό το κείμενό σου λογοτεχνικά είναι αρτιότατο. Εύκολη λύση, είπε ο Ballerond. Ναι, είναι, αλλά ωραία δουλεμένη. Πράγματι, η εικόνα σειρήνες/ βομβαρδισμοί/ άνθρωποι που τρέχουν σημαίνει αυτόματα παιδιά και γονείς που χάνονται. Η σύνδεση γίνεται ασυνείδητα σχεδόν.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Πιάνεσαι απ'το κλαδί στα δεξιά σου και προσπαθείς να στηριχθείς στην ετοιμόρροπη σκάλα. Ψαχουλεύεις με το χέρι τον σπάγκο πίσω από τη μικρή ξύλινη φωλιά,  ο κόμπος είναι παλιός και ξεφτισμένος αλλά δεν λέει να λυθεί με τίποτα. Τον είχες δέσει  γερά τότε, δεν ήθελες να πέσει και να σπάσει, δεν ήθελες να φύγουν τα πουλιά. Πάει καιρός, χρόνια απ' όταν τα πουλιά γέμιζαν τη φωλιά ζωή, γεννούσαν αυγά, κελαηδούσαν και ύστερα έφευγαν. Τώρα όσες άνοιξες και αν έρθουνε η φωλιά στέκει εκεί, άδεια. Το κολοβό της μάτι σε κοιτάζει βουβό όταν τρως στα όρθια μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας. Μέχρι που δεν άντεξες, σηκώθηκες, πήρες τη σκάλα και είπες θα την κατεβάσεις. Όπως δεν άντεξες να τρως και στην άδεια τραπεζαρία στο σαλόνι, να βλέπεις τις ειδήσεις στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ και να περνάς έξω από δωμάτια, άδεια κι' αυτά. Κατεβαίνεις αργά τη σκάλα και ακουμπάς τα γυμνά σου πόδια στο φρεσκοστρωμένο χιόνι. Σφίγγεις τη φωλιά στα χέρια σου μέχρι που μια αγκίδα χώνεται στον αντίχειρά σου και σε πονάει σαν κρυφή πληγή. "Ως εδώ ήτανε," λες. Θα φύγεις, θα πουλήσεις τα πάντα και θα χαθείς από εδώ. Το μόνο που θα πάρεις από αυτό το σπίτι θα είναι αυτή η παλιά ξύλινη φωλιά, και ίσως κάποτε τα πουλιά να ξανάρθουνε εκεί που θα 'σαι.

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

jjohn: Πολύ καλή η παράγραφος. Αφήνει αυτό το συναίσθημα της απώλειας και της μελαγχολίας, και σ’ το φέρνει μαλακά και σιγά-σιγά γίνεται όλο και πιο έντονο. Ίσως να μην φαίνεται πολύ ξεκάθαρα ότι η απώλεια έχει να κάνει με παιδί. Αυτό που και σε μένα δεν έκατσε καλά ήταν εκείνα τα «ακουγότανε», αλλά είναι πολύ μικρή λεπτομέρεια που διορθώνεται εύκολα.

 

Drake Ramore: Ελπίζω πως αυτό το μικρό σφηνάκι θα γίνει αφορμή να ξεκινήσεις και πάλι το γράψιμο. Μ’ άρεσε αυτός ο συνδυασμός απώλειας και σκοτεινής ατμόσφαιρας, και στα πλαίσια της άσκησης τον βρήκα αρκετά ενδιαφέρων. Το κειμενάκι το φαντάζομαι και σαν φλασάκι τρόμου, που σίγουρα θα έκανε καλά τη δουλειά του.

 

Ballerond: Πολύ πετυχημένος ο τρόπος σου. Ξεκινάει απλά και καθημερινά, ίσως και με μια μικρή δόση χιούμορ, κι αμέσως μετά μετατρέπει τη ρουτίνα της καθημερινότητας σ’ ένα αβάσταχτο αίσθημα απώλειας. Δουλεύει και αρκετά καλά το εφέ του άντρα που βλέπει τον εαυτό του από το παρελθόν. Τουλάχιστον σ’ εμένα ήρθε πολύ εύκολα η όλη εικόνα.

 

Ιρμάντα: Πολύ όμορφη παράγραφος. Ωραίες εικόνες και κατανοητά συναισθήματα. Όσο το διάβαζα μου έρχονταν στο μυαλό γκρίζες εικόνες, φαντάζομαι παρόμοιες μ’ αυτές που έβλεπε η Άννα, ταιριαστές στα αισθήματά της. Νομίζω ότι είναι στο όριο τού να αρχίζει να φιλοσοφεί, αλλά το σταματάς εκεί που πρέπει.

 

Starlord:  Μ’ αρέσει αυτό που προσπάθησες να κάνεις, να δείξεις το πόσο αναίσθητος μπορεί να γίνει κάποιος μετά από ένα ισχυρό συναισθηματικό σοκ. Εκεί που χάνει το κείμενό σου είναι ότι δείχνει κάπως ασύνδετο, ενώ θα δούλευε πολύ καλύτερα μέσα σε ένα διήγημα. Βέβαια, στα πλαίσια της άσκησης αυτό δεν είναι καθόλου λάθος. Επίσης, δεν φαίνεται κάπου ότι μιλάμε για απώλεια παιδιού.

 

Eugenia Rose: Πολύ καλογραμμένο και πολύ καλή η χρήση του β΄ ενικού. Μου άρεσε αυτή η αντιστοιχία της αδειανής φωλιάς και του αδειανού σπιτιού. Πραγματικά διπλασιάζει το αίσθημα της μοναξιάς και της απώλειας. Κι είναι ωραίο που στο τέλος αφήνει ελπίδες για μια νέα, καλύτερη αρχή, αν και το κάνει με πολύ μελαγχολικό τρόπο.

 

 

Είναι αρκετά ενδιαφέρον που όλοι (μέχρι τώρα) κινηθήκαμε σε πιο μέινστριμ καταστάσεις, με μικρή εξαίρεση του Απόστολου, που τρομίζει κάπως. Όσον αφορά το δικό μου κομμάτι, αρχικά ήθελα να του δώσω ένα sci-fi φόντο, αλλά μου φάνηκε ότι θα ήταν άχρηστες πληροφορίες, που θα στερούσαν απ’ το συναίσθημα που σκόπευε η άσκηση. @Ιρμάντα, όντως το «να τα προφτάσω» πήγαινε στα μαχητικά. 

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

jjohn: Πολύ έξυπνη η επιλογή του τραγουδιού για να δείξεις την απώλεια. Περισσότερο μου έκανε σαν κάποιος/κάποια που έχει χάσει σύντροφο παρά παιδί δεν ξέρω γιατί (ίσως γιατί όταν χωρίζουμε αρχίζουμε τα πονεμένα τραγούδια :p) αλλά σίγουρα μου έβγαλε λύπη και απώλεια.

 

Drake Ramore: Βρε Ντοκ που χάθηκες; Θα ξαναρχίσεις το γράψιμο; Μου κάνει εντύπωση που οι περισσότεροι βάλαμε και άδειο ή κατεστραμμένο σπίτι μαζί με το αντικείμενο που περιγράφουμε. Φαίνεται είναι χαρακτηριστικό να σου φαίνεται άδειο το σπίτι όταν χάνεις ένα παιδί γι αυτό πήγε εκεί το μυαλό. Ωραία παράγραφος σίγουρα προς το νταρκ και μη σου πω και τρόμου. Θα έλεγα βγάζει μια μιζέρια μια νταουνίλα με εξαίρεση το τέλος τέλος που είναι πιο αισιόδοξο.

 

Ballerond: Με έπιασες εκεί με τον τύπο που μπαίνει μέσα με τις τρίχες του σκύλου πάνω του, κάτι μου κάνουνε αυτές οι φιγούρες. Αλλά και πάλι μπερδεύτηκα για το τι γίνεται, Βέβαια διάβασα του Μέσμερ την εκδοχή και έβγαζε άκρη μπορώ να πω. Πάντως σίγουρα βγάζει μπόλικη μοναξιά το κείμενο.

 

Ιρμάντα: Πολύ καλογραμμένη παράγραφος. Λοιπόν αν σου πω τώρα ότι μου έβγαλε ότι το παιδί που πέθανε είναι αυτό μέσα της και όχι κανονικό παιδί τι θα πεις; Η τουλάχιστον το νεανικό εαυτό της, αυτόν που προσπαθεί να ξαναβρεί με τόση απελπισία, και φυσικά απώλεια.

 

Mesmer: Καλά εσύ το τερμάτισες. Πάω να αυτοκτονήσω τώρα όπως είμαι. Δεν ξέρω αν είναι εύκολη λύση σίγουρα πιάνει όμως και νομίζω θα πιάνει πάντα. Το έστησες ωραία in medias res σχεδόν σαν να συνέχιζε μια αφήγηση που είχε αφήσει στη μέση και μάλλον την είχε όντως αφήσει. Βγάζει σίγουρα απώλεια και θλίψη.

 

Starlord: Αυτή ήταν μια άλλη εκδοχή της απώλειας. Αυτής που σε αφήνει χωρίς συναισθήματα, τουλάχιστον στην αρχή ή μέχρι να συνειδητοποιήσει το άτομο τι συμβαίνει. Νομίζω είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα απ' ότι φανταζόμαστε.

 

 

 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Πιάνεσαι απ'το κλαδί στα δεξιά σου και προσπαθείς να στηριχθείς στην ετοιμόρροπη σκάλα. Ψαχουλεύεις με το χέρι τον σπάγκο πίσω από τη μικρή ξύλινη φωλιά,  ο κόμπος είναι παλιός και ξεφτισμένος αλλά δεν λέει να λυθεί με τίποτα. Τον είχες δέσει  γερά τότε, δεν ήθελες να πέσει και να σπάσει, δεν ήθελες να φύγουν τα πουλιά. Πάει καιρός, χρόνια απ' όταν τα πουλιά γέμιζαν τη φωλιά ζωή, γεννούσαν αυγά, κελαηδούσαν και ύστερα έφευγαν. Τώρα όσες άνοιξες και αν έρθουνε η φωλιά στέκει εκεί, άδεια. Το κολοβό της μάτι σε κοιτάζει βουβό όταν τρως στα όρθια μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας. Μέχρι που δεν άντεξες, σηκώθηκες, πήρες τη σκάλα και είπες θα την κατεβάσεις. Όπως δεν άντεξες να τρως και στην άδεια τραπεζαρία στο σαλόνι, να βλέπεις τις ειδήσεις στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ και να περνάς έξω από δωμάτια, άδεια κι' αυτά. Κατεβαίνεις αργά τη σκάλα και ακουμπάς τα γυμνά σου πόδια στο φρεσκοστρωμένο χιόνι. Σφίγγεις τη φωλιά στα χέρια σου μέχρι που μια αγκίδα χώνεται στον αντίχειρά σου και σε πονάει σαν κρυφή πληγή. "Ως εδώ ήτανε," λες. Θα φύγεις, θα πουλήσεις τα πάντα και θα χαθείς από εδώ. Το μόνο που θα πάρεις από αυτό το σπίτι θα είναι αυτή η παλιά ξύλινη φωλιά, και ίσως κάποτε τα πουλιά να ξανάρθουνε εκεί που θα 'σαι.

Διάλεξες από τις πιο ασυνήθιστες ΟΓ, εννοώ την αφήγηση εδώ σε δεύτερο ενικό. Αλλά μου άρεσε, νομίζω είναι από τις πιο πετυχημένες ασκήσεις. Απώλεια; Ναι. Συμβολισμός; Ναι (άδεια φωλιά). Ο αναγνώστης καταλαβαίνει χωρίς να του πεις. Μπράβο σου!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Να και ένα κομμάτι από εμένα:

 

Το πάρκο ήταν μεγάλο, μεγέθους γηπέδου ποδοσφαίρου και πολλοί είχαν εκμεταλλευτεί την χειμωνιάτικη λιακάδα για μια βόλτα. Εκείνη στάθηκε όμως, δεν είχε όρεξη για βόλτα. Κοίταζε το δρόμο και καθόλου προς το μέγαρο, δεν μπορούσε να το αντικρίσει, αναρωτιόταν πως θα ένιωθε δοκιμάζοντας να μπει μέσα. Δεν είχε ποτέ περάσει τη μεγαλοπρεπή είσοδο μετά από εκείνη την καταραμένη νύχτα που είχε βγει θρηνώντας, την πρώτη νύχτα που ήταν η αρχή της τωρινής της ζωής. Της φυλακισμένης μακριά από κάθε χαρά ή ευτυχία. Κανένα κονσέρτο, καμία εκδήλωση δεν την είχαν πείσει να επιστρέψει και αν περνούσε κατ’ ανάγκην τον δρόμο αυτό έστρεφε πάντα το βλέμμα από την άλλη. Σαν να ήταν ένα παράθυρο για το παρελθόν και δεν ήθελε να το αντικρίσει, θυμόταν πολύ καλά τι είχε χάσει, δεν της χρειαζόταν άλλη υπενθύμιση. Το δάκρυ ήρθε απρόσκλητο να κυλίσει.

 

Δεν ξέρω αν δουλεύει. Αν φαίνεται κάπως μη αυτοτελές είναι γιατί αποτελεί μέρος του αστυνομικού μου (όπου έχουμε μια μητέρα που έχει χάσει την κόρη της όπως ξέρετε οι σύντροφοι νανοριμιώτες).

  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα την παράγραφο του Ballerond και του jjohn. (Θα διαβάσω και τις άλλες).

 

 

 jjohn:

Είναι ένα κείμενο από την αρχή λυπητερό, με βάζει κατευθείαν στο κλίμα της απώλειας. Μιλάμε, όμως, για έναν χωρισμό, ή κάτι άλλο; Δεν γίνεται σαφές ότι μιλάει για το χαμένο του παιδί (δεν ξέρω το τραγούδι) ή για θάνατο, γενικά.

 

Ballerond: Εδώ ο αφηγητής έχει μία τάση για κυνισμό, που δεν βοηθάει, αρχικά, να μπούμε στο κλίμα. Είναι αυτό το συναίσθημα, "ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν τις ζωές του, κι ας έχασα... " όποιον έχει χάσει ο αφηγητής. Κι εδώ, δεν γίνεται σαφές ποιον έχει χάσει, ή τι, θα μπορούσε να είναι η δύναμή του για ζωή, όχι πένθος για κάποιον αγαπημένο. Η ιδέα ότι βλέπει τον εαυτό του σαν από έξω, σαν να έχει βγει από το σώμα του, μου άρεσε, αλλά κάτι δεν πήγε καλά στην εκτέλεση.

 

Και τα δύο κείμενα με κράτησαν αποστασιοποιημένη, πράγμα μάλλον αντίθετο του επιθυμητού.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Ο σκοπός πάντως Άννα είναι να δείξουμε πως βλέπει τα πράγματα ένας άνθρωπος που έχει χάσει κάποιον χωρίς να αναφέρεται κάπου ποιον έχασε ή ποιον πενθεί.

Link to comment
Share on other sites

Ναι, το είδα αυτό,  γράφω τα συμπεράσματα που έβγαλα, την αίσθηση που μου άφησε το κάθε κείμενο.

Link to comment
Share on other sites

Ιρμάντα:

Καταπληκτικό. Αυτό το κειμενάκι όχι μόνο με πήγε εκεί που έπρεπε να με πάει, αλλά μου γνώρισε τον χαρακτήρα, δηλαδή, τι άνθρωπος είναι γενικά, και πριν και μετά από την απώλεια. Γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Οι φράσεις μέσα στις παρενθέσεις, πολύ δυνατές. Έγινε, επίσης, σαφές το ποιος έχει χαθεί από τη ζωή της.

 

Mesmer:

Εδώ έχουμε κάτι με πολλές πτυχές, πολλά συναισθήματα. Αυτό είναι καλό, αλλά δύσκολο. Το "λες και μ' ένοιαζε ο κίνδυνος" μας φέρνει κοντά στον ψυχισμό του αφηγητή. Μετά, τα συντρίμμια, η μπάλα και το αυτοκινητάκι. Είναι σωστά τοποθετημένα, αλλά το κείμενο δεν είναι όσο δυνατό θα έπρεπε, είναι πολύ συγκρατημένο. Θα έλεγα, στο τέλος, να μην υπήρχε η λέξη "λοιπόν". Σκέτο "αντίο", θα ήταν πιο δυνατό.

 

(Σκέψη γι' αυτά τα δύο, της Ειρήνης και του Άγγελου: μιλάνε όχι μόνο για τη θλίψη, για το πένθος, αλλά και για την ορμή για συνέχιση της ζωής. Η μία προσπαθεί να περισώσει τον εαυτό της, ο άλλος προσπαθεί να μην ξεχάσει ότι πρέπει να συνεχίσει να παλεύει κάτι μεγαλύτερο. )

 

Starlord:

Μου άρεσε αυτό, αν και, (αν έχω καταλάβει καλά τον στόχο της άσκησης) δεν μου μεταφέρει άμεσα τα συναισθήματα του χαρακτήρα. Αλλά με κάνει να σκεφτώ, να αναρωτηθώ τι ήταν αυτό που τον έφερε σε αυτή την κατάσταση, να είναι ένα ζόμπι. Αν και μου άρεσε λογοτεχνικά, πιστεύω ότι σαν άσκηση απέτυχε, επειδή δεν καταλαβαίνω την απώλειά του, θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος με κατάθλιψη, κάποιος απογοητευμένος από τη ζωή.

 

Eugenia Rose:

Πολύ καλό. Τα λέει όλα, απλά, περιγραφικά, όπως το ζητάει η άσκηση. Η φωλιά των πουλιών προδιαθέτει για παιδί, θυμίζει έντονα δεντρόσπιτο, αλλά είναι ακόμα καλύτερη, όπως και το τέλος.

 

WILLIAM:

Δουλεύει, μια χαρά δουλεύει. Μας το λες σχεδόν, βέβαια, γιατί αναφέρεις ότι είχε βγει θρηνώντας, αλλά είναι καλό, αποδίδει. Ίσως η τελευταία φράση να είναι κάπως άστοχη, απρόσκλητα έρχονται τα δάκρυα, δεν θέλουμε να κλάψουμε.

 

Θα προσπαθήσω να γράψω κι εγώ.

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to ΣΑ #3 - (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)
Guest
This topic is now closed to further replies.
 Share

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..