Jump to content

Το Πάρκο στην Άκρη του Ορίζοντα


Atrelegis

Recommended Posts

Δέχομαι κριτική και πάλι, δίχως έλεος:

 

Κάπου στην άκρη του ορίζοντα, προς τα εκεί που ο ήλιος δύει, λένε πως κατά καιρούς, ο κάθε ένας βρίσκει έναν τόπο που του δείχνει όσα κρύβει στην ψυχή του.

Και αυτός ο τόπος διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά είναι πάντα γεμάτος με άτομα, όλα πιασμένα στην προσωπική τους ψευδαίσθηση για αυτό τον τόπο, που είναι γεμάτος με όνειρα και ευχές, εφιάλτες και κατάρες αλλά και εικόνες και χώρους που οι ίδιοι πάντα επιθυμούν να δουν, ακόμη και αν δεν το ξέρουν.

Ποτέ όμως αυτός ο Τόπος δεν είναι ο ίδιος. Ούτως ή άλλως, ποτέ δύο άνθρωποι δε μοιάζουν μεταξύ τους.

Σε αυτό τον τόπο κατέληξε και ο ήρωάς μας, που για την ώρα θα ονομάσουμε Δημήτρη. Ο Δημήτρης έφτασε σε αυτό τον τόπο όχι επειδή το ήθελε, αλλά ήταν γεμάτος με πράγματα διαφορετικά από όσα έβρισκε έξω από αυτόν. Το σοκάκι όπου αποκαλούσε σπίτι ήταν κρύο και υγρό, που έσκαβε μέσα στη σάρκα και τρύπωνε στα κόκαλά του σαν ύπουλο ερπετό. Τρέμοντας, άφησε το χαρτόκουτο που αποκαλούσε σπίτι, διωγμένος κλοτσηδόν από τους αστυνομικούς. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ήταν τόσο βίαιοι απέναντι σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ανταποδώσουν, που δεν είχαν καν τη δύναμη να αντισταθούν, όταν σκόρπιζαν μπροστά σε άλλα άτομα, που ήταν αδύναμοι στο σώμα αλλά τα λόγια τους τούς ποδοπατούσαν.

Αλλά, εν τέλει, ο κόσμος πάντα λειτουργούσε έτσι…

Το Πάρκο βρισκόταν εκεί, στο τέλος του σκοτεινότερου δρόμου, η είσοδός του φωτισμένη από το φανάρι που τρεμόπαιζε αδύναμα, σαν το φως να προσπαθούσε να αδράξει μερικές ρανίδες ζωής, χάνοντας τη μάχη του με το σκοτάδι. Η πινακίδα ήταν μισοσβησμένη αλλά η πόρτα ανοιχτή. Αν το μέρος είχε πόρτα, δεν έβλεπε κανέναν που να τον σταματήσει. Μπήκε μέσα, κρυμμένος στο σκοτάδι και βρέθηκε μέσα σε έναν χώρο που τον φώτιζαν προβολείς, αποκαλύπτοντας μπροστά του μία σκηνή. Πλησίασε με προσοχή.

Βήματα αντήχησαν μακριά και αυτός δε γύρισε, από φόβο ότι σύντομα θα άκουγε τη φωνή του ιδιοκτήτη ή ενός υπαλλήλου που θα τον άρπαζε να τον πετάξει στο δρόμο. Αλλά δεν ακούστηκε καμία φωνή. Τα βήματα σταμάτησαν μαζί με τα δικά του. Απέδωσε τον ήχο στον αντίλαλο.

Συνέχισε, προχωρώντας στη σκηνή. Ένας προβολέας άναψε πίσω του, σχηματίζοντας μία μικρή λίμνη από φως ένα βήμα μακριά του. Οπισθοχώρησε και μία δεύτερη φάνηκε, παγιδεύοντάς τον. Σχεδόν παραπατώντας, απομακρύνθηκε από το φως, που άρχισε να έρπεται προς το μέρος του, λες και οι μικρές κηλίδες από φως ήταν ζωντανές, αναζητώντας τον. Κοίταξε επάνω, αλλά δεν έβρισκε την πηγή του φωτός, δεν έβλεπε τους προβολείς.

Ένας ακόμη φάνηκε πίσω του και όρμησε στο χορό. Άλλος ακολούθησε και πια ο άνδρας κυλούσε, έτρεχε, προσπαθώντας να ξεφύγει. Η πλάτη του χτύπησε σε μια ξύλινη επιφάνεια, η άκρη της σκηνής. Τα φώτα τον πλησίασαν και αυτός ύψωσε τα χέρια, θέλοντας να προστατευτεί.

Το φως τον τύλιξε, και το αμφιθέατρο γέμισε με τον βρυχηθμό του χειροκροτήματος και τον ενθουσιασμό χιλιάδων θεατών, που ζητωκραύγαζαν. Βρισκόταν μπροστά από τη σκηνή και οι συγκεντρωμένοι τον επευφημούσαν. Χαμογέλασε και υποκλίθηκε, όταν το έδαφος από κάτω του βυθίστηκε, ρίχνοντάς τον μέσα σε έναν στενό σωλήνα, όλο και βαθύτερα, ξερνώντας τον σε μία νέα αίθουσα, θολωτή σα μαυσωλείο, όπου τον περίμενε ένα μακρύ τραπέζι, στην άκρη του ένας άνδρας με μαύρο πρόσωπο και λευκά χέρια. Ήταν ντυμένος με ένα σακάκι με μαύρες ρίγες και λευκές κουκίδες, που καθώς τις κοιτούσε, ένιωθε ότι ξεχώριζε ανθρώπινα πρόσωπα πάνω στο ρούχο του.

«Παρακαλώ, κοπιάστε…» και με ένα του νεύμα, μία καρέκλα στην άλλη άκρη του τραπεζιού έκανε στην άκρη για τον καλεσμένο να καθίσει. Ο Δημήτρης έκατσε, μπερδεμένος και κουρασμένος από αυτό τον περίεργο τόπο. Η καρέκλα ήταν στενή, αλλά η πλάτη και τα μπράτσα της ήταν στολισμένα με κόκκινα βελούδινα μαξιλάρια, που τον έκαναν να χαλαρώνει επικίνδυνα, σε σημείο που πια ανοιγόκλεινε διαρκώς τα μάτια του, για να διώξει αυτή την ηρεμία. Ο άνδρας με το ριγέ σακάκι έδειξε το τραπέζι.

«Κάτι που μπορώ να σας προσφέρω; Ένα ποτό ίσως;»

Ο Δημήτρης ένευσε καταφατικά και ο άνδρας με το σακάκι άρχισε να μιλά δίχως ανάσα:

«Τοτεμήπωςθαθελατεέναηδύποτο; Έχουμεμιαεξαιρετικήσυλλογήαπόλικέρ,απεριτίφ, αλλάκαιαναψυκτικάφυσικούςχυμούς, ίσως; Ανθέλετεαλκοολούχαθαπροτιμούσατείσωςμίαμπυρα;Μίαβότκα;Τζινκαιτόνικ;ΈναΜοχίτο;Μία

αραγερίτα;ΤεκίλαΣάνραΐζ,ΠίναΚολλάντα;Βότκαίσως;Στολίτσναγια,Σμιρνοφφ, έχουμεκαιμιαεξαιρετικήποικιλίακρασιών,κόκκιναλευκάξηρά!

Πήρε μια βαθιά ανάσα «Τι προτιμάτε;»

«Ι-ίσως…ένα νερό» είπε αδύναμα και ο άνδρας με το μαύρο πρόσωπο και τα λευκά χέρια έκανε νόημα, δείχνοντάς του το κρυστάλλινο ποτήρι μπροστά του. Ο άστεγος ήπιε με προσοχή και ένιωσε το κρύο υγρό να κυλά στο λαιμό του, δροσίζοντάς τον ευχάριστα.

«Υπάρχει κάτι που θα θέλατε για φαγητό;» ρώτησε με γλυκιά φωνή και ο Δημήτρης πετάχτηκε, τρομαγμένος από τον προηγούμενο λεκτικό χείμαρρο.

«Έφαγα ένα μεγάλο δείπνο, φοβάμαι…»

Ο άνδρας με το ριγέ σακάκι σταύρωσε τα χέρια του, σαν απογοητευμένος που είχε χάσει την ευκαιρία να παρουσιάσει την επόμενη λίστα του.

«Ας περάσουμε λοιπόν στο κυρίως θέμα. Γνωρίζετε ότι είστε εδώ εκουσίως, σωστά;»

«Πριν από αυτό, μπορώ να μάθω πού βρίσκομαι;» ρώτησε και το μαύρο πρόσωπο του συνομιλητή του φάνηκε να αλλάζει, σχηματίζοντας ένα παρανοϊκό χαμόγελο στην επιφάνειά του, προτού χαθεί απότομα, όπως και κάθε άλλο χαρακτηριστικό, κάτω από τη σκιά που το πλατύγυρο καπέλο του έριχνε.

«Α, πάντα ξεχνάω ότι κάνετε αυτή την ερώτηση. Αλλά αν δε σας πειράζει, θα είμαι σύντομος. Βλέπετε, μία κυρία στην άλλη άκρη του τραπεζιού κάνει την ίδια ερώτηση και μου είναι δύσκολο να δώσω μία σύνθετη απάντηση σε δύο διαφορετικές αντιλήψεις, ελπίζω να καταλαβαίνετε»

Ο άστεγος ήταν μπερδεμένος και τρομαγμένος, αλλά απλά έκανε νόημα στον συνομιλητή του να συνεχίσει. Για κάποιο λόγο, ένιωθε τυχερός που δεν θα άκουγε μια ολοκληρωμένη απάντηση. Κάτι μέσα του έλεγε ότι κάτι τέτοιο ίσως να του κόστιζε τα λογικά του. Το πρόσωπο του άνδρα άλλαξε σε αυτό μία γυναίκας με υγρά και θλιμμένα μάτια, γεμάτο με μώλωπες από κακοποίηση, αλλά με ένα χαμόγελο να στολίζει τα ματωμένα της χείλη. Η φωνή του ήταν σπασμένη από λυγμούς τώρα και κάπου στο βάθος του λόγου του, άκουγε τον λυγμό μίας γυναίκας.

«Το μέρος αυτό είναι μία αποκάλυψη, μία υλοποίηση, αν το θέλετε, των επιθυμιών σας. Δείτε το σαν έναν φόρο τιμής στην θεωρία του Γιούνγκ. Αυτός ο τόπος είναι για εσάς-και εννοώ όλους εσάς που βρίσκεστε σε αυτό το τραπέζι-η υλοποίηση των μύχιων θέλω σας, των πραγμάτων που βρίσκονται κρυμμένα κάπου στον πάτο της ψυχής σας και που από καιρό έχετε θάψει, σε αυτοάμυνα ή απλά από αμέλειά σας»

«Και…εσύ είσαι μέρος των επιθυμιών μου;»

«Εγώ;» το πρόσωπό του άλλαξε στο έκπληκτο πρόσωπο ενός παιδιού με παρανοϊκά μάτια. «Όχι, αγαπητέ μου, εγώ είμαι ο Επιστάτης και απλά προσέχω αυτό το μέρος. Σκοπός μου είναι να παρατηρώ και να εξετάζω, να υποδέχομαι τους καινούριους και να σας ξεναγώ στο θαυμαστό τμήμα του Πάρκου που είναι ο Εαυτός σας»

«Και για ποιο λόγο είμαι εδώ τότε; Δεν ήθελα ποτέ να ερευνήσω τον ψυχισμό μου ή κάτι τέτοιο…εγώ ήθελα μόνο ένα μέρος να κοιμηθώ!»

«Κάποτε όμως το θέλατε αυτό, πριν την πτώση σας από την αρετή, από αυτό που κάποτε ήσασταν, σωστά; Ακόμη και να δεν εκφράσατε συνειδητά την επιθυμία σας, το υποσυνείδητό σας αποζητούσε αυτή την πρόκληση, μία κάθαρση, αν θέλετε, της ψυχής σας»

«Πώς μπορώ να φύγω από εδώ; Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να παραμείνω ούτε λεπτό εδώ πέρα»

«Κρίμα, γιατί ο φόβος σας τρέπει σε φυγή, αλλά δεν υπάρχει διέξοδος. Ήρθατε εδώ επειδή το θέλατε και θα φύγετε όταν νιώθετε έτοιμος για αυτό»

Ο άνδρας σηκώθηκε, κοιτώντας οργισμένα τον Επιστάτη, που πια το πρόσωπό του είχε επιστρέψει στην αρχική μαύρη και απρόσωπη μορφή του. Έτρεξε σχεδόν έξω από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

 

Βρέθηκε σε έναν δρόμο, σκοτεινό και υγρό από την βροχή που πριν από λίγο είχε έρθει. Κάπου στο βάθος, οι σταγόνες έπεφταν από μία στέγη στην αλουμινένια σκεπή ενός καμπριολέ.

Τακ, τακ, τακ

Μερικά μέτρα από επάνω του, ένα ρολόι σήμαινε με αποφασιστικότητα τα δευτερόλεπτα με την ίδια αίσθηση του καθήκοντος ενός στρατιώτη που έβαινε στον χαμό του, παρασυρμένος από την τυφλή του υποταγή στην πατρίδα.

Τακ, τακ, τακ

Άκουγε τους ήχους να γίνονται ένα, φωνές ενωμένες σε έναν μονότονο ρυθμό. Η μουσική της σταθερότητας τον υπνώτιζε, ρίχνοντάς τον όλο και βαθύτερα μέσα στον ασυνείδητο. Πια ο ίδιος επαναλάμβανε το τραγούδι του Χρόνου

Τακ, τακ, τακ

Φωνές έσπασαν τον ρυθμό του, ρίχνοντάς τον από την ρέμβη του. Κάποιοι έτρεχαν στο βάθος, σπάζοντας τον Ρυθμό. Φωνές κάλυψαν τον ήχο της σταγόνας και των δεικτών. Παιδιά έτρεχαν στην άκρη του δρόμου, κυνηγώντας μία γυναίκα, μερικά χρόνια μεγαλύτερή τους, που φώναζε γελώντας, ξεσπώντας σε γέλια καθώς απότομα σταματούσαν να τρέχουν, οι αναπνοές τους βαριές από το λαχάνιασμα. Θέλησε να πάει και να πιαστεί στα χέρια μαζί τους, που τον είχαν διακόψει, αλλά τότε τους είδε να πλησιάζουν την κοπέλα, αγγίζοντάς την. Σήκωσε το ένα του φρύδι απορημένος. Την είδε αρχικά να ανταποκρίνεται, δεχόμενη τα χάδια των άλλων, ώσπου άρχισε να αντιδρά, σπρώχνοντας τους πίσω. Αλλά τα αγόρια επέμεναν, την τράβηξαν από τα χέρια και όσο αυτή επέμεναν, τόσο πιο βίαιοι γίνονταν. Η γυναίκα χαστούκισε έναν από αυτούς και ο σύντροφός του τράβηξε τα μαλλιά της, ενώ οι άλλοι την έπαιρναν σηκωτή, τραβώντας την σε ένα στενό. Έτρεξε πίσω τους, ακούγοντάς την να ουρλιάζει. Κάποιος την χαστούκισε ξανά και ξανά, μέχρι που σώπασε, η φωνή της πνιγμένη πίσω από λυγμούς.

Την έριξαν κάτω και ένας από αυτούς κρατούσε τα χέρια της ενώ ένας κρατούσε κάθε πόδι. Φίμωναν την κοπέλα. Θέλησε να ορμήσει, αλλά διαπίστωσε πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Ένιωσε ότι δεν ενδιαφερόταν για την κοπέλα, έβρισκε το θέαμα ενδιαφέρον, αν και ήταν αντίθετο στα όσα ως τώρα νόμιζε ότι πίστευε. Τους κοίταζε να τη βιάζουν και απλά παρατηρούσε, ενώ οι συμμετέχοντες δεν το είχαν καν προσέξει. Η κοπέλα τον κοίταξε με μάτια δακρυσμένα και προσπάθησε να ουρλιάξει. Ένα αγόρι άρχισε να την χτυπάει ώσπου το πρόσωπό της ήταν μωλωπισμένο, τα χείλη της σκισμένα.

Σαν τελείωσαν, την άφησαν στο έδαφος, ανίκανη να μιλήσει, παγωμένη από φρίκη. Υπήρχε ένα χαμόγελο στα χείλη της, που το είχε χαράξει ένας από τους βιαστές της με το σουγιά του, παραμορφώνοντας το κάποτε ωραίο πρόσωπό της. Άρχισε να ουρλιάζει και οι υπόλοιποι άρχισαν να μιλούν πανικόβλητοι, φοβούμενοι τους τυχόν περαστικούς, λες και δεν ήταν εκεί. Ένας από αυτούς πήρε έναν πεσμένο σωλήνα και τον πέρασε ανάμεσά τους. Κανείς δεν δεχόταν να τον αγγίξει.

Το αγόρι τον πλησίασε, δίνοντάς του το σκουριασμένο αντικείμενο. Ο άνδρας σάστισε, καθώς κοίταζε τον νεαρό του εαυτό.

«Να, κύριος, κάντο εσύ»

Προς έκπληξή του, το πήρε, νιώθοντας σιγουριά που έπνιγε τις τύψεις του. Πήρε το όπλο του και πλησίασε την κοπέλα, που πια είχε σωπάσει, ικετεύοντας για έλεος.

«Ναι, γιατί όχι;» ψέλλισε και άρχισε να την χτυπά, παραμορφώνοντας το πρόσωπό της, κόβοντας το δέρμα που γέμιζε με λίμνες από αίμα, σπάζοντας τα δόντια της, ώσπου το μόνο που απέμενε από την αρχική της ταυτότητα ήταν τα μακριά κόκκινα μαλλιά της, που στόλιζαν το πρόσωπό της, διαλυμένο από τα χτυπήματά του.

 

Πέταξε κάτω τον σωλήνα, κοιτάζοντας το ματωμένο χέρι του. Ένιωθε την αναπνοή του να βγαίνει με δυσκολία, τον αέρα να περνά αδύναμα στα πνευμόνια του.

Ένα χέρι τον κράτησε, ηρεμώντας τον. Κοίταξε το άτομο στο οποίο ανήκε, έναν σχετικά γηραιότερο άνδρα, ντυμένο με λευκή στολή.

«Γιατρέ, είστε καλά;»

Κοίταξε γύρω του, συνειδητοποιώντας πού βρισκόταν. Το μέρος μύριζε αντισηπτικό και αποστείρωση, λευκό και άχρωμο, σαν τη ζωή που είχε ζήσει για να φτάσει εκεί. Κοίταξε τη γυναίκα που ήταν στο κρεβάτι, το σώμα της ανοιγμένο, γιατρούς και νοσοκόμες στοιβαγμένους γύρω της. Το καρδιογράφημα ηχούσε, πένθιμη καμπάνα που τους θύμιζε ότι ο καιρός της στον κόσμο συντόμευε.

«Καλύτερα να πάρετε λίγο αέρα. Είστε σε αυτό το δωμάτιο έξι ώρες τώρα…»

«Θα συνεχίσω λίγο ακόμη…» είπε και πλησίασε τη γυναίκα, κοιτάζοντας το σώμα της, γέρικο και πλαδαρό, αδύναμο. Ήξερε την διάγνωσή της. Μία βουλωμένη αρτηρία. Η τεχνητή καρδιά που χτυπούσε στο στήθος της είχε φράξει ταχύτερα από ό,τι περίμεναν. Οι αναμνήσεις μίας έρευνας δέκα ετών γέμιζαν το νου του. Την κοίταξε, το πρόσωπό της χλωμό, τα μάτια της αεικίνητα κάτω από τα βλέφαρά της.

«Γιατί έχουμε κίνηση των βολβών; Πού στο διάολο είναι ο αναισθησιολόγος;»

«Τη ναρκώσαμε, γιατρέ και είναι έτσι τις τελευταίες τέσσερις ώρες!»

«Της δώσατε ηρεμιστικό για μόνο δύο ώρες; Πόσο μαλάκας είναι αυτός ο αναισθησιολόγος; Τι της δώσατε;»

«Ζ-56, γιατρέ…» είπε η νοσοκόμα.

«Της δώσατε ηρεμιστικό για ζώα; Πόση ποσότητα;»

«67 μιλιγκράμ»

Ένιωσε την καρδιά του να βυθίζεται. Κοίταξε τη γυναίκα, που πια σάλευε και ένιωσε πανικό να τον καταλαμβάνει.

«Ξυπνάει! Δεν τη σκοτώσατε, αλλά θα ξυπνήσει!»

Το ιατρικό προσωπικό άρχισε να πανικοβάλλεται. Έτρεξε να πάρει τη σύριγγα, γεμίζοντάς την με ηρεμιστικό, αρκετό για να την ξαναρίξει αναίσθητη αρκετά ώστε να έχουν χρόνο να ειδοποιήσουν στον αναισθησιολόγο. Την άκουσε να ουρλιάζει, καθώς κοιτούσε το σώμα της.

Συνέχισε για λίγο ακόμη, προτού πέσει κάτω, το στόμα της γεμάτο αφρούς, το καρδιογράφημα πια βουίζοντας σε ανακοίνωση του θανάτου της. Πέταξε τη σύριγγα, σπάζοντάς τη στον τοίχο.

«Που στο διάολο είναι ο αναισθησιολόγος;» έτρεξε έξω, ορμώντας στη ρεσεψιόν, όπου ένας χοντρός άνδρας με φαλάκρα τον περίμενε, ενώ πίσω του έτρεχε μία ολόκληρη πομπή από συγγενείς και δημοσιογράφους. Άρπαξε τον άνδρα, χτυπώντας τον επανειλημμένα πάνω στην επιφάνεια της τάβλας.

«Ποιος σου είπε να δώσεις Ζ-56 στην ασθενή μου; Και μάλιστα μόνο δόση για δύο ώρες;»

«Τι…τι λες τώρα;»

«Μιλάω για τη γυναίκα που μόλις πέθανε λόγω της ηλιθιότητάς σου! Τι πήγες και έκανες; Ξύπνησε ενώ ακόμη τη χειρουργούσαμε!»

«Μα, μα μου είχες πει ότι θα ήταν αρκετό!»

«Τι λες ρε; Σου είπα εγώ ποτέ να τη ναρκώσεις λες και ήταν ζώο;»

«Μου είπες να χρησιμοποιήσω Ζ-56!» σφάδαζε από λυγμούς τώρα, ενώ τα χέρια του έσφιγγαν τον λαιμό του όλο και περισσότερο. «Μου είπες ότι θα έφτανε!»

Τον άφησε κάτω, καθώς θυμόταν τα ίδια του τα λόγια προς αυτόν. Τα πόδια του μούδιασαν και τα χέρια του παρέλυσαν. Ο κόσμος έγινε ένας μακρινός απόηχος στα αυτιά του, καθώς του περνούσαν τις χειροπέδες, τραβώντας τον μακριά.

 

Έκλαιγε σιωπηλά, δεμένος πισθάγκωνα, πεσμένος στο κρύο πέτρινο πάτωμα της κλινικής που νοσηλευόταν, το σώμα του παγιδευμένο πίσω από το παχύ δέρμα του ζουρλομανδύα που το κρατούσε περιορισμένο. Το στήθος του έκαιγε από τα ηλεκτροσόκ που είχε υποβληθεί τις τελευταίες μέρες. Ο Δόκτωρ Τένερς είχε κάνει τη χάρη στους μαθητές του να τους δείξει την θεραπευτική επίδραση των σοκ στο σώμα ενός ατόμου που παραληρούσε και είχε φροντίσει να αυξήσει αρκετά την ένταση για να τον παραλύσει. Τον είχαν αφήσει στο δωμάτιό του, ανίκανο να φτάσει το φαγητό του.

Η πόρτα άνοιξε και δυο φιγούρες τον πήραν, σέρνοντάς τον στο πάτωμα.

«Έλα ομορφόπαιδό, ο φαλακρός σε ζητάει…»

«Ναι, θυμάται ακόμη πόσο άτακτος ήσουν την προηγούμενη φορά στην ομαδική θεραπεία και είπε να σε δει προσωπικά απόψε…»

«Μάλλον έχει ετοιμάσει ένα ρομαντικό δείπνο και για τους δυο σας. Ελπίζω να σου αρέσουν τα ψυχοφάρμακα μικρέ…»

Οι δυο τους άρχισαν να γελάνε και τον έσυραν έτσι ως μία απλή, ξύλινη πόρτα, που οδηγούσε σε ένα ευρύχωρο, κλειστοφοβικό δωμάτιο, γεμάτο με δερματόδετα βιβλία και διατηρημένα ανθρώπινα όργανα, τρόπαια παλιών κατακτήσεων, νοσηρές αντιπαραθέσεις σε σχέση με τις χρυσές διακριτικές πλάκες που κοσμούσαν τους τοίχους. Ένας άνδρας τον περίμενε στην άλλη πλευρά του γραφείου, λιπόσαρκος και αδύναμος, το κεφάλι του γυμνό από κάθε τρίχα εκτός από το μακρύ και στριφτό του γένι, που πρόβαλε σαν φίδι από την βάση του κεφαλιού του. Υπήρχε μία λάμψη στα μάτια του, όχι της τρέλας, αλλά της καθαρής λογικής.

«Α, αγαπητέ μου, πώς είμαστε σήμερα; Ελπίζω ο…υπερβάλλων ζήλος του ξενόφερτου συναδέλφου μας να μη σας έβλαψε»

Απέπεμψε με ένα του βλέμμα τους δυο φύλακες και κάθισε το γραφείο, κοιτάζοντάς τον.

«Η συμπεριφορά σας την προηγούμενη φορά, αυτή η αδικαιολόγητη εκδήλωση βίας, πείτε μου, γιατί συνέβη; Υπάρχει κάποια βαθύτερη οργή; Κάποια ανάμνηση που ίσως να πρέπει να ξυπνήσουμε; Ίσως μία καταπνιγμένη οιδιπόδεια επιθυμία, χμ;

»Επιλέγετε λοιπόν τη σιωπή, το καταλαβαίνω. Δεν περίμενα μία άμεση απάντηση από μέρους σας. Για αυτό τον λόγο, πήρα τα μέτρα μου.»

Πέρασε γύρω από το γραφείο του, περνώντας το χέρι του γύρω από τη λεία του επιφάνεια, κινούμενος με τη χάρη ενός χορευτή. Το χέρι του άνοιξε με μια ρευστή κίνηση ένα μικρό κασελάκι, τραβώντας μία σύριγγα που έφερε στο ύψος των ματιών του.

«Βλέπετε, αγαπητέ μου, οι περιπτώσεις ατόμων σαν και εσάς, που κρύβουν πίσω τους ένα τόσο σκοτεινό παρελθόν, οδηγεί στη δημιουργία συναισθηματικών πληγών, που αν και με τον καιρό κλείνουν, δεν επουλώνονται ποτέ. Οι προηγούμενες υποθέσεις κατά τις οποίες θεωρηθήκατε…φρενοβλαβής και επικίνδυνος υπήρξαν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και μάλιστα με οδήγησαν στην επιθυμία να ασχοληθώ προσωπικά με την υπόθεσή σας.

Βλέπετε, αγαπητέ, η δική σας περίπτωση είναι μία ιδιάζουσα μορφή παράνοιας. Κάτι ανάμεσα σε φυγή και διχασμό προσωπικότητας. Είστε βέβαιος για την έως τώρα ζωή σας, τις σπουδές σας στο πανεπιστήμιο και την ιατρική σας καριέρα και μάλιστα με εντυπωσιάζουν οι αναλυτικότατες λεπτομέρειες που περιλάβατε στην πρώτη σας εξέταση, αλλά και οι αναφορές σας στην σκηνή εκείνη του βιασμού μίας κοπέλας, που λέτε πως συμμετείχατε σαν έφηβος και ολοκληρώσατε σαν ενήλικος.

Η φυγή σας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σας, οφειλόμενη στην εσώτερή σας ανάγκη να ξεφύγετε από την καθημερινότητά σας. Όταν σας είδα πρώτη φορά, θεώρησα ότι απλά επικαλεστήκατε νοητική πάθηση για να αποφύγετε φυλάκιση, αλλά αργότερα διαπίστωσα ότι ήταν κάτι περισσότερο από τα ναρκωτικά που σας έκαναν τόσο πεπεισμένο για την τωρινή σας ταυτότητα. Είμαι σίγουρος ότι τέτοιες ιδιαιτερότητες υπήρχαν ακόμη και ανάμεσα σε άτομα της δικής σας κοινωνικής θέσης, αλλά ποτέ κάτι τόσο μοναδικό…»

Τον πλησίασε, φέρνοντας τη βελόνα προς το μέρος του. Προσπάθησε να τον αποφύγει, ζαρώνοντας στην καρέκλα και ο γιατρός τον ακινητοποίησε με υπεράνθρωπη σχεδόν δύναμη, προτού εισάγει το περίεργο περιεχόμενο στο αίμα του.

Ο εγκέφαλός του παρασύρθηκε σε μία καταιγίδα από χρώμα και ήχους, οι αισθήσεις του καρυδότσουφλα στην τρικυμία των ερεθισμάτων που τον παρέσυραν. Ένα προς ένα, τα κέντρα του εγκεφάλου του καίγονταν, ώσπου και το τελευταίο του εγκεφαλικό κύτταρο έσβησε, ρίχνοντάς τον σε στιγμιαία λήθη, που πέρασε σαν μία αιωνιότητα.

Άνοιξε τα μάτια και ο κόσμος γύρω του έμοιαζε να τρέμει, τα πάντα μία περίεργη ψευδαίσθηση. Το φαλακρό κεφάλι του γιατρού είχε γίνει ένα με τη νύχτα που πρόβαλλε έξω από το παράθυρο, μία μαύρη τρύπα στο ασημένιο πρόσωπο του φεγγαριού, τα χέρια του μακριά και σκελετωμένα, κάτασπρα σαν νεκρού. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν χαθεί.

«Μην ανησυχείτε, οι παρενέργειες είναι προσωρινές. Σκοπός μου είναι να παραλύσω για λίγο το κέντρο δημιουργικότητας του εγκεφάλου σας»

Σύρθηκε σαν φίδι πάνω στο γραφείο, το σκοτάδι μερικά χιλιοστά από το πρόσωπό του.

«Τώρα, πείτε μου πιο πολλά για αυτό το περίεργο Πάρκο…»

 

Η περίπτωση του ασθενή είναι ιδιαίτερα περίεργη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνθετότητα του πνευματικού λαβυρίνθου στον οποίο εκούσια έχει εγκλωβιστεί. Ο άνδρας αυτός, που απλά αποκαλεί τον εαυτό του Δημήτρη, έχει σχηματίσει μία φιγούρα τρόμου, την οποία ονομάζει Επιστάτη, στην οποία δίνει ουδέτερα χαρακτηριστικά. Το μαύρο του πρόσωπο ίσως δείχνει μία βαθιά ριζωμένη φοβία στους Μη-Καυκάσιους, ενώ τα λευκά χέρια και η ασυνήθιστη επιλογή ένδυσης της φιγούρας αυτής (ριγέ σακάκι με λευκές κηλίδες) δημιουργεί ένα ομολογουμένως ασυνήθιστο σύνολο, σχεδόν ψυχεδελικό.

Το ηλεκτροσόκ και η φαρμακευτική θεραπεία που χρησιμοποιήθηκαν επάνω του έδειξαν να εντείνουν την παράνοιά του, κάτι που οδήγησε στην προσωρινή του απομόνωση και στην αποχή του από χορήγηση οποιωνδήποτε ουσιών. Το συμβούλιο θεώρησε να απομονώσει τον ασθενή, αποδίδοντας την πάθησή του εν μέρει στον ξυλοδαρμό που δέχτηκε και στις συνθήκες ζωής του στον δρόμο, όπου και βρέθηκε. Πιθανολογείται ότι η κατηγορίες εναντίον του για το συμβάν στην κλινική του Αγίου Βαρθολομαίου τρία χρόνια πριν μπορεί να τον οδήγησαν στο δρόμο, καθώς αναγνωρίστηκε σαν ένα μέλος του ιατρικού προσωπικού εκείνης της νύχτας από ένα μέλος της ομάδας που τον βρήκε.

Στο τέλος της εβδομάδας, ο Δόκτωρ Τένερς σκοπεύει να τον μεταφέρει στην ιδιωτική του κλινική στο Λονδίνο, με σκοπό να συνεχίσει τις απόπειρες στη θεραπεία του ασθενούς…

Link to comment
Share on other sites

Θα μπορούσες να το ανεβάσεις σε .doc; Με βολεύει καλύτερα: το κατεβάζω, το εκτυπώνω, το διαβάζω. :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ μπερδεμένο ως κείμενο (και επίτηδες μπερδεμένο). Έβγαλα ελάχιστο νόημα από τα όσα συνέβαιναν (αν υπήρχε νόημα και αν ήθελες να βγει ή όχι).

Η γραφή είναι πολύ καλή: τα πολλά σχήματα λόγου που χρησιμοποιείς τοποθετούνται σωστά στο κείμενο και δε το βαραίνουν υπερβολικά.

Αρκετά καλή ιστορία, μόνο πως, αν ήθελες στο τέλος να καταλάβουμε τι ακριβώς είχε συμβεί, έπρεπε να προσπαθήσεις περισσότερο.

Link to comment
Share on other sites

!!

 

Που τα'χες κρυμμένα ολ'αυτά, τόσον καιρό; Ισως έχω χάσει παλιότερα post σου, αλλά ό,τι έχω δει μέχρι τώρα δεν έχει καμμία σχέση μ'αυτό, ούτε σε στύλ αλλά ούτε και σε ποιότητα. Είναι καλό, ως και πολύ καλό!

 

Για όσους διαβάσουν αυτήν την (πρώτη) κριτική πριν το κείμενο, να πω εν συντομία οτι είναι ένα θεατρικό script (με χίλια συγνώμη στον Atrelegis που "βαφτίζω" αυθαίρετα το κομμάτι του, αλλά ήδη από την τρίτη σειρά είχα στο νου μου ενα cast και μια σκηνή να παίζουν το κομμάτι!) που παίζει στο φανταστικό/ονειρικό, ενδιαφέρον, καλογραμμένο, γρήγορο και με μερικές σκληρές σκηνές.

 

Πλοκή που θυμίζει έντονα Sarah Cane, για όσους την ξέρουν, και πίνακες Νίκου Εγγονόπουλου και Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Ομαλή ροή, έντονες εικόνες, μερικά ίχνη από κλισέ αλλά όχι ενοχλητικά. Εκτός από ένα σχετικό "σφίξιμό" της σύνταξης που χρειάζεται σε μερικά σημεία (θα τ'αναλάβει ο Βάρδος...;-)), η μόνη ουσιώδης παρατήρηση που έχω να κάνω προσωπικά είναι οτι σε μερικά σημεία "υπερεξηγείς". Όπως:

βρίσκει έναν τόπο που του δείχνει όσα κρύβει στην ψυχή του.

Και αυτός ο τόπος διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά είναι πάντα γεμάτος με άτομα, όλα πιασμένα στην προσωπική τους ψευδαίσθηση για αυτό τον τόπο, που είναι γεμάτος με όνειρα και ευχές, εφιάλτες και κατάρες αλλά και εικόνες και χώρους που οι ίδιοι πάντα επιθυμούν να δουν, ακόμη και αν δεν το ξέρουν.

Πιο κάτω:

Αυτός ο τόπος είναι για εσάς-και εννοώ όλους εσάς που βρίσκεστε σε αυτό το τραπέζι-η υλοποίηση των μύχιων θέλω σας, των πραγμάτων που βρίσκονται κρυμμένα κάπου στον πάτο της ψυχής σας και που από καιρό έχετε θάψει, σε αυτοάμυνα ή απλά από αμέλειά σας»

Κι επίσης:

Η φυγή σας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα σας, οφειλόμενη στην εσώτερή σας ανάγκη να ξεφύγετε από την καθημερινότητά σας.

 

Μην επαναλαμβάνεις τις εξηγήσεις σου, φοβούμενος ίσως οτι ο αναγνώστης δεν θα καταλάβει. Αστον να καταλάβει αυτό που θέλει, λογοτεχνία γράφουμε, κι όχι επιστημονική πραγματεία.

 

Οι διάλογοι ακούγονται γενικά επιτηδευμένοι και λίγο πλαστικοί, αλλά πιστεύω οτι έγινε εσκεμμένα (άλλος ένας λόγος που μου μοιάζει με θεατρικό). Ακόμα κι αν δεν έγινε εσκεμμένα, κολλάει στο στύλ του διηγήματος μια χαρά (ενώ συνήθως οι επιτηδευμένοι διάλογοι με κάνουν έξω φρενών).

 

Γενικά πολύ καλή δουλειά. Παράτα αμέσως το SF και το Fantasy κι άρχισε να γράφεις καθαρή λογοτεχνία για το θέατρο. (Εχει και λεφτά η ιστορία...)

Link to comment
Share on other sites

Το διάβασα' μην το ανεβάσεις. :Ρ

 

Όπως είπε κι ο κύριος Αντικατοπτρισμός από πάνω, υπάρχουν κάποιες συντακτικές ατέλειες, τις οποίες ευχαρίστως και θα ανέφερα, αν το κείμενο ήταν πιο μικρό (500-1000 λέξεις). Πάντως, δε νομίζω ότι είναι κάτι που, αν προσπαθήσεις, δε θα καταφέρεις και μόνος σου. Πιάσε ένα καλογραμμένο διήγημα και δες πού βάζει ο συγγραφέας τα σημεία στίξης, πώς χωρίζει τις προτάσεις του, πού μπαίνουν οι άνω τελείες. Επίσης, πουθενά δε χρησιμοποιείς πλάγια γραφή, κι όμως είναι πολύ χρήσιμη, για να τονίζεις λέξεις, για να περνάς άμεσες σκέψεις, να τονίζεις προτάσεις, να αλλοιώνεις φωνές. Σκέψου λίγο το Οπλοστάσιο.

 

Κατά τα άλλα.

 

Μου άρεσε. Παρουσιάζεις πετυχημένα την όλη περίπτωση αυτού του ατόμου, και με "κράτησε" ως το τέλος. Έχω, όμως, να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Όσον αφορά τους διαλόγους, θα διαφωνήσω εν μέρει (θα εξηγήσω γιατί εν μέρει) με τον LeMirage, γιατί, εντάξει, τι ακριβώς περιμένουμε από τη λογοτεχνία; Να διαβάσουμε διαλόγους ακριβώς όπως ακούμε τους ανθρώπους να μιλάνε στην πραγματικότητα; Αυτό ποτέ δε συμβαίνει, διότι οι άνθρωποι μιλάνε με τόσους διαφορετικούς τρόπους που αυτό που είναι ρεαλιστικό για τον ένα είναι ανόητο για τον άλλο. Το σημαντικό είναι οι διάλογοι να έχουν κάποιο ύφος. Πχ, οι διάλογοι του Ζελάζνυ' είναι ρεαλιστικοί; Μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Ωστόσο, είναι ωραίοι. Γιατί; Επειδή έχουν ένα κάποιο ύφος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους διαλόγους άλλων συγγραφέων, όπως του King, του Erikson, του Martin. Δεν είναι ρεαλιστικοί' έχουν... πλάκα (για να το πούμε στην καθομιλουμένη).

 

Ωστόσο.

 

Υπάρχουν και πράγματα που φαίνονται παράλογο, όταν συμβαίνουν. Όπως όταν κάποιος χαρακτήρας αρχίζει να αναλύει μια κατάσταση σε έναν άλλο χαρακτήρα που είναι... μισολιπόθυμος! Αναφέρομαι φυσικά σε αυτόν τον μονόλογο: Βλέπετε, αγαπητέ μου, οι περιπτώσεις ατόμων σαν και εσάς, [...] Είμαι σίγουρος ότι τέτοιες ιδιαιτερότητες υπήρχαν ακόμη και ανάμεσα σε άτομα της δικής σας κοινωνικής θέσης, αλλά ποτέ κάτι τόσο μοναδικό… Ο ασθενής δε ζήτησε καμία εξήγηση. Γιατί ο άλλος αρχίζει να του λέει και να του λέει και να του λέει; Για να το μάθει ο αναγνώστης; Δεν είναι αυτή καλή δικαιολογία. Αν υπήρχε λόγος, αν ο ένας χαρακτήρας είχε ζητήσει κάποια εξήγηση από τον άλλο χαρακτήρα, τότε μάλιστα, να τα τα πει όλα αυτά.

 

Ένα άλλο σημείο διαλόγου που μου χτυπήσε λιγάκι άσχημα ήταν το "κοπιάστε" στην αρχή. Αφού η ιστορία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται στο σήμερα, το "κοπιάστε" δεν το λέμε και πολύ συχνά. Αλλά, βέβαια, ο τύπος ήταν και μαστουρωμένος, οπότε ποτέ δεν ξέρεις. Τέσ'πα', μικρό το κακό, έτσι κι αλλιώς...

 

Άλλο σημείο που θα έπρεπε να δώσεις προσοχή είναι να μη χάνεις το υποκείμενο. Σε κάποια σημεία του κειμένου αισθάνθηκα να μπερδεύομαι σχετικά με το για ποιον χαρακτήρα μιλούσες.

 

Δες, ας πούμε, ένα κομμάτι σαν ετούτο:

 

Έκλαιγε σιωπηλά, δεμένος πισθάγκωνα, πεσμένος στο κρύο πέτρινο πάτωμα της κλινικής που νοσηλευόταν, το σώμα του παγιδευμένο πίσω από το παχύ δέρμα του ζουρλομανδύα που το κρατούσε περιορισμένο. Το στήθος του έκαιγε από τα ηλεκτροσόκ που είχε υποβληθεί τις τελευταίες μέρες. (ΟΚ, ως εδώ μιλάς για κάποιον άνθρωπο Χ.) Ο Δόκτωρ Τένερς είχε κάνει τη χάρη στους μαθητές του (Εδώ στιγμιαία αναρωτήθηκα αν, τελικά, ο Δρ. Τ. ήταν ο δεμένος.) να τους δείξει την θεραπευτική επίδραση των σοκ στο σώμα ενός ατόμου που παραληρούσε και είχε φροντίσει να αυξήσει αρκετά την ένταση για να τον παραλύσει. Τον είχαν αφήσει στο δωμάτιό του, ανίκανο να φτάσει το φαγητό του.

 

Βέβαια, μετά, κατάλαβα τι συμβαίνει, αλλά για λίγο με αποπροσανατόλισε, και νομίζω ότι πραγματικά πρόκειται για πρόβλημα οπτική γωνίας. Σε όλο το διήγημα φαίνεται να ακολουθείς πιστά την ΟΓ του κεντρικού χαρακτήρα, άρα αυτή η εξήγηση για τον Δρ. Τ. δε χρειάζεται. Ο χαρακτήρας οπτικής γωνίας δεν ξέρει τι κάνει ο Δρ. Τ., άρα δε χρειάζεται κι εσύ να μας το πεις. Θα μπορούσες να μας το παρουσιάσεις αλλιώς, όπως βάζοντας τον χαρακτήρα ΟΓ να κοιτάζει γύρω-γύρω και να βλέπει τους συγκεντρωμένους μαθητές και να σκέφτεται ότι μοιάζει να γίνεται μάθημα.

 

Και ένα τελευταίο (το ξέρω, αρκετά σε έχω πρήξει, αλλά δεν το κάνω επίτηδες' όπως βλέπεις αναφέρομαι σε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά πράγματα μπορώ, εξηγώντας για το κάθετι): Ποιος αφηγείται αυτή την ιστορία, τελικά;

 

Κάπου στην αρχή, λες: Σε αυτό τον τόπο κατέληξε και ο ήρωάς μας, που για την ώρα θα ονομάσουμε Δημήτρη.

 

Κατά πρώτον, αυτά τα "ο ήρωάς μας" είναι τα αποφεύγει κανείς, αν δε γράφει παραμύθι. (Θυμάσαι την άλλη ιστορία; Εκεί δεν ανέφερα τίποτα για το "ο ήρωάς μας", γιατί ταίριαζε στο όλο κλίμα.) Αλλά, επίσης, γεννιέται και το ερώτημα ποιος αποκαλεί αυτόν τον τύπο "ο ήρωάς μας".

 

Και στο τέλος, ο αφηγητής συνεχίζει: Η περίπτωση του ασθενή είναι ιδιαίτερα περίεργη, λαμβάνοντας υπόψη τη συνθετότητα του πνευματικού λαβυρίνθου στον οποίο εκούσια έχει εγκλωβιστεί. [...] Στο τέλος της εβδομάδας, ο Δόκτωρ Τένερς σκοπεύει να τον μεταφέρει στην ιδιωτική του κλινική στο Λονδίνο, με σκοπό να συνεχίσει τις απόπειρες στη θεραπεία του ασθενούς…

 

Ποιος μιλάει; Ο ίδιος που στην αρχή έλεγε τον χαρακτήρα "ο ήρωάς μας"; Κι αυτό το τελευταίο κομμάτι δεν είναι γραμμένο σαν από οπτική γωνία ουδέτερου παρατηρητή (όπως όταν βλέπουμε μια ταινία)' είναι γραμμένο σαν κάποιος να μιλάει ή να σκέφτεται και να βγάζει συμπεράσματα.

 

Μπορείς να το διορθώσεις, βάζοντας κάτω απ'το τελευταίο κομμάτι κάτι σαν: --από το ημερολόγιο του Δρ. Ατρελέγκις. Έτσι, αυτομάτως, καθορίζεις τον αφηγητή.

 

Και το "ο ήρωάς μας" θα πρέπει να φύγει, ασυζητητί. :)

Link to comment
Share on other sites

Damn! Και να σκεφτείς ότι δυσκολεύομαι να γράψω κριτικές!

Όπως και να 'χει, θα συνεχίσω την προσπάθεια! :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Μπορω να το οτι παρα τα, λιγα μεν εμφανη δε, ελαττωματα που ανεφεραν οι προλαλησαντες(ειδικα το "ο ηρωας μας"!) ειναι ενα απο τα καλυτερα κειμενα που εχω διαβασει στη βιβλιοθηκη.Μην αρχισεις τα "Joyous day"...δεν εχω διαβασει και τοσα πολλα!

Προσωπικα μου θυμισε κατι απο Ντικ.Δε σε κατακρινω λοιπον για την ασαφεια και την μπερδεψουρα αφου υποθετω οτι το εκανες επιτηδες ετσι.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..