Jump to content

Παραφροσύνες


Βάρδος

Recommended Posts

Παραφροσύνες (17)

 

 

 

Εκεί όπου ο κόσμος τελειώνει απλώνεται το Κενό, σκοτεινό και ψυχρό, με μακρινά άστρα ν’αντανακλώνται στο ατέρμονο μαύρο του. Πριν από την αρχή του υπάρχει μια άγονη ερημιά, με ξερές πέτρες και χώμα, και στο πέρας της ξεκινά μια γέφυρα από αστρόλιθο, η οποία διασχίζει το Κενό και διακλαδώνεται σε πολλά σημεία, οδηγώντας σε άλλους κόσμους, που φαντάζουν απόμακρες σφαίρες διάφορων χρωμάτων.

 

Ένα μεταλλικό όχημα διέσχιζε, τώρα, την ερημιά, με τους πέντε του τροχούς να τρίζουν δαιμονισμένα, καθώς ο οδηγός του το οδηγούσε στη μέγιστή του ταχύτητα. Ένα σύννεφο σκόνης είχε σηκωθεί γύρω και πίσω του, και στο πέρασμά του οι πέτρες έσπαζαν και τα θραύσματά τους εκτοξεύονταν προς κάθε κατεύθυνση.

 

Φτάνοντας λίγα μέτρα μπροστά από το Κενό, ο οδηγός σταμάτησε απότομα το όχημα, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο στο ξερό έδαφος, προκειμένου να μην πεταχτεί έξω από τον κόσμο.

 

Η πόρτα άνοιξε, γρήγορα, και ο κουκουλοφόρος άντρας με τον μαύρο χιτώνα βγήκε, νιώθοντας τους κοσμικούς ανέμους που χτυπούν πάντα ετούτο το μέρος να τραβάνε την ενδυμασία του με παγερά χέρια και να ουρλιάζουν μες στ’αφτιά του σαν θηρία.

 

«Περίμενε!» φώναξε στο φίδι, που διέσχιζε την αστρολίθινη γέφυρα και, ευτυχώς, δεν είχε ακόμα απομακρυνθεί πολύ.

 

Το ερπετό δεν αποκρίθηκε, συνεχίζοντας την πορεία του.

 

«ΠΕΡΙΜΕΝΕ!» κραύγασε ο μαυροντυμένος άντρας, ανεβαίνοντας στη γέφυρα. Οι κοσμικοί άνεμοι πήραν την κουκούλα απ’το κεφάλι του, αποκαλύπτοντας τα ξανθά του μαλλιά και τα ρουμπινένια του μάτια.

 

Το φίδι σταμάτησε και έστρεψε το γαλανό του βλέμμα. «Τι θέλεις;» σφύριξε. Η φωνή του έβγαινε σπαστά απ’τα σαγόνια του· ο μαυροντυμένος άντρας ίσα που κατάφερε να την ακούσει και να την κατανοήσει.

 

«Μιλάς, τελικά,» είπε, ζυγώνοντας. «Μιλάς! Ο υπηρέτης μου δεν έλεγε βλακείες.»

 

«Φυσικά και μιλάω. Τι θέλεις από εμένα, μάγε;»

 

«Τη βοήθειά σου.»

 

«Και γιατί δεν το έλεγες τόσο καιρό;»

 

«Να πάρει!» μούγκρισε ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια. «Δεν ήξερα ότι μιλούσες–»

 

«Μπορούσες να με ρωτήσεις…»

 

Ο άντρας ήταν έτοιμος να απαντήσει, αλλά δεν το έκανε, γιατί κι οι δυο τους, καθώς στέκονταν επάνω στην αστρολίθινη γέφυρα, στη μέση του κατάμαυρου Κενού, είδαν κάτι να γυαλίζει από τ’αριστερά. Κάτι που ερχόταν, ολοταχώς, προς το μέρος τους.

 

«Κατάρες…!» μουρμούρισε ο άντρας κάτω απ’την ανάσα του. Καθώς το πλάσμα πλησίαζε, το είχε αναγνωρίσει. «Ασημόπτερος…» Τράβηξε ένα πιστόλι μέσα απ’το χιτώνα του και το ύψωσε, σημαδεύοντας τον κάτοικο του Κενού.

 

Ο Ασημόπτερος ήρθε καταπάνω του, κρώζοντας και χτυπώντας τις μεγάλες, ασημένιες του φτερούγες. Τα διάπυρα μάτια του θα παρέλυαν έναν φυσιολογικό άνθρωπο, και το επικίνδυνο ράμφος του θα τον κομμάτιαζε μέσα σε δευτερόλεπτα.

 

Ο μαυροντυμένος άντρας άδειασε όλο του το πιστόλι επάνω στον Ασημόπτερο.

 

Στο Εγχειρίδιο περί Κενού και Όντων Ενοικούντων εν Αυτώ έγραφε ότι υπάρχει μία πιθανότητα στις δέκα για μια σφαίρα να διαπεράσει την αρματωσιά ενός Ασημόπτερου.

 

Το πιστόλι περιείχε είκοσι σφαίρες. Καμία δεν διαπέρασε την αρματωσιά του πλάσματος. Οπότε, ή το Εγχειρίδιο περί Κενού και Όντων Ενοικούντων εν Αυτώ έλεγε αερολογίες, ή ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια ήταν πολύ γκαντέμης σήμερα.

 

Ο Ασημόπτερος κατήλθε σαν τον θάνατο, με τα νύχια του προτεταμένα σαν κοφτερές λόγχες.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια έπεσε στο πλάι, και το πλάσμα έσχισε μόνο ένα μέρος από τον μαύρο του χιτώνα. Εκείνος βρέθηκε στην άκρη της αστρολίθινης γέφυρας, πλάι στο Κενό.

 

«Νομίζεις ότι μπορείς να με βοηθήσεις με κάποιο τρόπο;» ρώτησε το φίδι.

 

«Όχι.»

 

«Ευχαριστώ…» Πετώντας το αδειασμένο πιστόλι παραδίπλα, ορθώθηκε.

 

Τα ρουμπινένια του μάτια εστιάστηκαν στον Ασημόπτερο, που έκανε έναν σύντομο κύκλο μέσα στο Κενό και επέστρεφε. Ο μαυροντυμένος άντρας τράβηξε ένα κοντό, μεταλλικό ραβδί από το χιτώνα του: ουσιαστικά, ένα αντικείμενο που έμοιαζε περισσότερο με λαβή κάποιου εργαλείου παρά με οτιδήποτε άλλο. Επάνω του είχε έναν πορφυρό και έναν κυανό διακόπτη. Ο άντρας περίμενε τον Ασημόπτερο να ζυγώσει, και πάτησε τον κυανό.

 

Πάραυτα, ο αέρας ανάμεσα στο μεταλλικό αντικείμενο και στο πλάσμα του Κενού πάγωσε. Τα φτερά του Ασημόπτερου γέμισαν κρυστάλλους, το ίδιο κι όλο το υπόλοιπό του σώμα· μονάχα η τρομερή, μυική του δύναμη τού επέτρεπε να φτεροκοπά ακόμα και να βρίσκεται στον αέρα: και, φυσικά, δεν μπορούσε να επιτεθεί, συγχρόνως, στον στόχο του.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια πάτησε τον πορφυρό διακόπτη και, ξαφνικά, τα πάντα από το μεταλλικό αντικείμενο στο χέρι του μέχρι τον Ασημόπτερο υπερθερμάνθηκαν. Το πλάσμα έβγαλε ένα τελευταίο, επιθανάτιο κρώξιμο, καθώς ό,τι βρισκόταν κάτω από την αργυρή του αρματωσιά καταστρεφόταν. Έπεσε, χτυπώντας στη γέφυρα, σπάζοντας την άκριά της, και βυθιζόμενο στο Κενό.

 

Ως γνωστόν, ο άργυρος είναι ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας.

 

Ο άντρας με τα ρουμπινένια μάτια επέστρεψε το μεταλλικό αντικείμενο στην τσέπη του χιτώνα του και στράφηκε στο φίδι.

 

«Μπορούμε να μιλήσουμε, τώρα;»

 

«Ναι, αυτό θα ήταν μια αρκετά πολιτισμένη ενέργεια, οφείλω να ομολογήσω…»

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 247
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Βάρδος

    112

  • heiron

    23

  • brave

    21

  • Orpheus

    14

Μας αποζημίωσες εδώ.

 

Έπρεπε να το περιμένεις ότι δε θα σας άφηνα έτσι. ;)

 

*Πάλι σου λείπει η παρενθεσούλα :p

 

Εδώ, δεν την έβαλα γιατί είναι προφανές ότι όλα τα γεγονότα είναι πραγματικά. :p

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (18)

 

 

 

Το θηρίο παρουσιάστηκε στην Πόλη των Προσωπείων, και είχε διάθεση να τραφεί και να βιάσει. Ήταν ένα πλάσμα που οι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούσαν καθαρά να διακρίνουν: έμοιαζε να σκέφτεται προτού σκεφτούν· έμοιαζε να προβλέπει κάθε τους κίνηση· έμοιαζε να γλιστρά μπροστά από τα ίδια τους τα μάτια· έμοιαζε να υπάρχει και να μην υπάρχει εκεί όπου το κοίταζαν· έμοιαζε πάντα να βρίσκεται εδώ και λίγο παραδίπλα, τώρα και λίγο μετά ή λίγο πριν. Ήταν σαν οι σκιές ν’ακολουθούσαν την κάθε του κίνηση· σαν το φως να ήταν ο σύμμαχός του και το σκοτάδι η ερωμένη του. Όσο κι αν το κυνήγησαν, δεν μπορούσαν να το πιάσουν. Κι εκείνο τους σκότωνε, τους βίαζε, και τους χλεύαζε. Κρεμούσε τις μάσκες των νεκρών μες στους δρόμους, κάτω απ’τις καμάρες, μπροστά απ’τις πύλες. Ακόμα και στα σκαλοπάτια του Μεγάλου Δικαστηρίου πέταξε μία φορά ένα προσωπείο, γεμάτο με αίματα· και τότε, άπαντες τρομοκρατήθηκαν με τη βλασφημία του και περίμεναν ότι ο Ύψιστος Άρχων της πόλης θα έβγαινε να το κυνηγήσει. Αλλά δεν βγήκε, και σκοτεινές αμφιβολίες και τρόμος κυρίεψαν τους κατοίκους.

 

Καταδίωξαν το θηρίο με περισσότερη λύσσα… και το θηρίο κρύφτηκε, και σκέφτηκε. Σκέφτηκε –ναι, τώρα, που ήταν αρκετά χορτασμένο και ικανοποιημένο, μπορούσε να σκεφτεί καθαρά– ότι όλοι αυτοί ήταν άθλιοι και τιποτένιοι, κι εκείνο όφειλε να είναι ο θεός τους· γιατί ήταν προφανές ότι ήταν σε όλα ανώτερό τους: στο νου, στην όραση, στη δύναμη. Έτσι, άλλαξε την τακτική του…

 

Άρχισε να κάνει συμφωνίες με τους κατοίκους· άρχισε να διαμορφώνει μια θρησκεία γύρω του· άρχισε να συγκεντρώνει ακόλουθους που το λάτρευαν: ορισμένοι απ’αυτούς, μάλιστα, ήταν τόσο πιστοί που έγιναν ιερείς του. Και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου σε όλα τούτα. Ήταν πιο εύκολα απ’ό,τι περίμενε. Οι κάτοικοι της πόλης έψαχναν κάτι να λατρέψουν. Έψαχναν κάτι με πρόσωπο να λατρέψουν. Κάτι –κάποιον– χωρίς προσωπείο. Και τώρα, τον είχαν βρει. Το θηρίο ήταν ο θεός τους· το θηρίο ήταν όλες οι κρυφές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους· το θηρίο ήταν το πρόσωπο που τόσο καιρό αναζητούσαν. Μπορεί να είχαν ξεχάσει τα δικά τους πρόσωπα, αλλά τι τα χρειάζονταν, πλέον, αυτά; Τι τα χρειάζονταν όταν είχαν τον Θεό ανάμεσά τους;

 

Το θηρίο τούς έβαζε να κάνουν οργιαστικές τελετές προς τιμήν του· τους έδειξε πώς να απολαμβάνουν τη ζωή που είχαν ξεχάσει πως είχαν. Και την εβδόμη κάθε εβδομάδας απαιτούσε μία θυσία από αυτούς: ένας τους θα του προσφερόταν ολοκληρωτικά, για να το ταΐσει. Και, ενώ παλιά οι κάτοικοι προσπαθούσαν ν’αποφύγουν τον δολοφόνο, ενώ παλιά προσπαθούσαν να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, τώρα, δίχως δεύτερη σκέψη, παραδίνονταν σ’αυτόν. Ανθρωποθυσίες για τον Θεό.

 

Θα έκαναν τα πάντα για να τον ευχαριστήσουν. Για να τον κρατήσουν ζωντανό. Για να βλέπουν το πρόσωπό του, όταν δεν μπορούσαν να δουν τα δικά τους πρόσωπα.

 

Ωστόσο, υπήρχε και ένα μέρος όπου το θηρίο δεν τολμούσε να απλώσει την επιρροή του. Αυτό το μέρος ήταν το Μεγάλο Δικαστήριο, κι εκεί μια ψηλή, μασκοφόρος μορφή στεκόταν σ’έναν μαρμάρινο εξώστη και κοίταζε την πόλη της…

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

Παραφροσύνες (19)

 

 

 

Είμαι από ένα μέρος γεμάτο φως. Γεννήθηκα από το σκοτάδι ανάμεσα στις ακτίνες του φωτός. Και μετά, έφυγα, ταξιδεύοντας μέσα στη νόηση, στο λόγο, στις επιθυμίες, στις σκέψεις, και στις πράξεις. Μέχρι που κάποιος με δέχτηκε, και έγινα δικός του, όσο εκείνος έγινε δικός μου. Είμαστε ένα, πλέον, αν κι αυτός δεν είναι όπως ήταν. Εγώ είμαι περισσότερο από αυτόν, αλλά κι αυτός είναι· με έχει αλλοιώσει.

 

Σημασία έχει ότι, τώρα, βρίσκομαι εδώ, στην πόλη που μου ανήκει: που κατέκτησα, που φοράει προσωπείο για εμένα. Ολόκληρη η πόλη φοράει προσωπείο, και ο κάθε κάτοικός της ξεχωριστά. Είναι πολύ όμορφα τα προσωπεία. Χα-χα-χα-χα-χα! Πολύ όμορφα πράγματι! Δε στερείσαι τίποτα φορώντας ένα προσωπείο. Εκτός από το πρόσωπό σου. Αλλά αυτό δε σε ανησυχεί, γιατί δε σε δυσκολεύει. Ο άλλος, όμως, σε κοιτάζει και δεν μπορεί να σε δει. Ή, μάλλον, σε βλέπει και δεν σε βλέπει. Δεν σε γνωρίζει. Σε φοβάται, μα δεν πρόκειται ποτέ να σ’το πει. Συνεχίζει να αλληλεπιδρά μαζί σου, σαν να μη συμβαίνει τίποτα απολύτως. Και τι συμβαίνει, άλλωστε; Όλες σας οι συναλλαγές είναι όπως πρέπει να είναι. Κανένας δε χάνει. Όλοι χάνετε. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αδύνατον να συσπειρωθείτε.

 

Κι εγώ κάθομαι εδώ, στο θρόνο μου, και κυβερνώ τους φοβισμένους αγνώστους, και πλουτίζω. Από το χρυσάφι που κρύβουν στις τσέπες του, και από το χρυσάφι που κρύβουν στις καρδιές τους. Παίρνω όσα δεν δίνουν ο ένας στον άλλο.

 

Και τώρα, έχει έρθει αυτό το γαμημένο θηρίο και με κλέβει! Μου παίρνει το χρυσάφι· το χρυσάφι που είναι, δικαιωματικά, δικό μου!

 

Είμαι πολύ, πολύ, πολύ αναστατωμένος.

 

Και κάτι πρέπει να κάνω γι’αυτό. Σύντομα.

 

 

 

 

 

(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.)

Link to comment
Share on other sites

εγω ειμαι .με. το βατραχακι παντως!

το νιωθω!

ζητω το βατραχακι!

Edited by ymeο gamawa
Link to comment
Share on other sites

χμμμ το φιδι μου διαφευγει,,, τι θελει να πει ο ποιητης?????

βασικα εγω δε θα τον ελεγα φιδι!!!

 

φιφη θα τον ελεγα!

Link to comment
Share on other sites

πραγματι.. ειναι αποκαλυπτικες...

για να δουμε ποιος ειναι ο επομενος!

Link to comment
Share on other sites

χμμμ.. αυτο θελει λιγο ψαξιμο. πρεπει να μαθω τα γεγονοτα...

τι εκανε παλι αυτο το φιδι????

θα τον ρωτησω!

Link to comment
Share on other sites

ναι,, πιστευω οτι ακομα και τα αμφιβια του βαλτου θα συμφωνουσαν!

 

το θηριο ειναι ολα τα λεφτα! ανυπομονω να δω την απροβλεπτη συνεχεια! ελπιζω να γινει κατι δραστικο!

επιτελους!

Link to comment
Share on other sites

Το ενδιαφέρον σας με συγκινεί αφάνταστα. Είστε καλά παλικάρια κατά βάθος εσείς. Μπορεί στο τέλος να σας δώσω κι άλλο ένα γλειφιτζούρι. :o

Link to comment
Share on other sites

Guest
This topic is now closed to further replies.

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..