Ivan Gig Nth Yuk Posted January 13, 2007 Share Posted January 13, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2) Είδος: φαντασίας Αριθμός Λέξεων: 711 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Ο τίτλος δεν έχει μεγάλη σχέση με το κείμενο απλώς το έβαλα γιατί δεν είχα κάτι άλλο να βάλω. Θα το βάλω στο διαγωνισμό. ΣΗΜΑΔΙΑ …από τα χέρια τους η γη διψάει για αίμα… Από τα ‘Σημάδια’ του Προφήτη Ο παγωμένος αέρας φυσάει δυνατά. Μέσα στη νύχτα, τη σκοτεινή, το κρύο σα λόγχη σου ξεσκίζει τη ψυχή. Και το φεγγάρι, επόπτης της μαύρης νύφης, μοιάζει θόλο και φοβισμένο. Τα φύλλα χορεύουν μανιασμένα στον άνεμο, ταξιδεύουν να φτάσουνε στη γη. Μα στο μικρό χωριό οι άνθρωποι λησμόνησαν τον ύπνο και μέσα στο σκοτάδι κυνηγούν. Και η γυναίκα τρέχει, μέσα στο κρύο, τρέχει, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Το κρατά σφιχτά, να το ζεστάνει, μέσα στα χέρια της, στο σκοτάδι. Μπαίνει στου ναού την αυλή, ζητάει προστασία να σωθεί, να σώσει το σπλάχνο της, απ’ το κρύο, απ’ τους ανθρώπους. Φτάνει στην πόρτα, την χτυπά και το φεγγάρι απαντάει: «Δεν είναι εδώ κανείς. Περίμενε, ως την αυγή, περίμενε.». Την κυνηγούν και δεν μπορεί. Δίπλα της στέκει το σκοινί της καμπάνας και σαν το βλέπει νιώθει πως ο ήχος της θα διώξει τη σκιά, θα φέρει το φως, τον ήλιο. Και το τραβά, δεξιά κι αριστερά, όπως μπορεί, με το παιδί στα χέρια. Μα ο αέρας δεν την αφήνει, τη σταματά· το σκοτάδι έχει τώρα τη σειρά του. Τη φτάνουν. «Να τη! Να η μάγισσα!» φωνάζουν. Το βρέφος κλαίει. Αρχίζει να κλαίει, σπαράζει, πονά, κρυώνει και η γυναίκα το κρατάει πιο σφιχτά, να το ζεστάνει· του λέει «Σώπα παιδί μου, σώπα». Μα μέσα της ο φόβος τη σκεπάζει. Και τρέχει πίσω απ’ το ναό. Τα μεγάλα δέντρα, γέρικα, στο χειμωνιάτικο αγιάζι, αφήνουνε τα φύλλα τους στη γη, στο χώμα, στα μέρη των νεκρών. Ανάμεσα στους τάφους βρέθηκε η δύστυχη γυναίκα, στα σημάδια όσων χάθηκαν, αφέθηκαν, ξεχάστηκαν. Οι άνθρωποι, μπροστά της πια, και αυτή γονατιστή, μέσα στα στήθη της κρυμμένο το παιδί της, με τα ζεστά του δάκρυα στο κρύο πρόσωπο του. Οι χωρικοί με τους δαυλούς στα χέρια κάνουν πέρα και απ’ το πλήθος, σαν τις σκιές, πετάγονται οι κυνηγοί, να λούσει του φεγγαριού το φως τα πρόσωπά τους, τα σκληρά, τα απρόσωπα, των κυνηγών και τις γυαλιστερές τους, όλο χάρη, πανοπλίες και τα μακριά σπαθιά τους, τα κοφτερά. Την πλησιάζουν. «Μάγισσα, της νύχτας τέκνο, που γήτεψες αθώους, παιδί να σου χαρίσουν, μάγισσα, τα σκοτεινά σου μάγια να του δείξεις, να σπείρεις το σκοτάδι, μάγισσα…». Αυτή στα γόνατα πεσμένη, προσεύχεται, ζητά, παρακαλά να τη βοηθήσουν. Και ένα τραγούδι νεκρικό, το κλάμα του παιδιού της, σπίθα, της μοίρας το κουβάρι καίει, και η φωνή της μάνας χάνεται, τα παρακάλια στο μυαλό της γίνονται ήχοι, ξόρκια, μαύρα, σκοτεινά, γίνονται θύμισες του κάποτε, γίνονται της μοίρας μέρος, για το παιδί της, για τη δικιά του τη ζωή, τη νέα, την αγέννητη. Και μες την παγωμένη νύχτα, φωνές παγώνουν κι άλλο τους ανθρώπους. Μέσα απ’ τους τάφους πετάγονται ψυχές, νεκρές, δίχως ζωή, πετάγονται και παίρνουνε μορφή, χέρια, νεκρά και σαπισμένα, προβάλουν απ’ τα χώματα και μάτια κατακόκκινα, μες το σκοτάδι να γυαλίζουν και η ανάσα τους να σβήνει τη ζωή. Μια φωνή, ξεχασμένη, αντηχεί, «Μας κάλεσες κυρά, για σένα ήρθαμε, να διώξουμε το φόβο, να σώσουμε ό,τι ποθεί τη σωτηρία. Κυρά, διέταξε και ‘μεις ακολουθούμε». Μέσα στις χούφτες των νεκρών σπαθιά γεννιούνται από φωτιά, νεκρή και παγερή, νεκρή κι αιώνια. Φωτιά στα μάτια των νεκρών, της κόρης σκλάβων. Τα μαύρα ξόρκια της σαλεύουνε των χωρικών το νου, ποδοπατούν, μπερδεύονται, φοβούνται. Και οι κυνηγοί, γερά βαστάνε τη λαβή, να κυνηγήσουν τους νεκρούς, τη μάγισσα. Μέσα στη νύχτα χάνονται οι φωνές και στον αέρα μόνο ένα κλάμα ταξιδεύει, κι αυτό σα τη σιωπή, σα την ένταση της μάχης παγώνει τις καρδίες, γυμνές τις κάνει, άπνοες, νεκρές, σαν των νεκρών πολεμιστών τα ξίφη. Και οι νεκροί πατούν μπροστά και πλησιάζουν. Τα μαύρα ξίφη τους χτυπάνε των ανθρώπων και αντηχούν σαν απ’ την κόλαση βγαλμένες μελωδίες, μα η γυναίκα κλαίει, από χαρά, χαϊδεύει το μικρό της, «Θεοί τους στείλανε, ψυχή μου, να μας σώσουν» και το φιλά γλυκά να το ζεστάνει. Το φεγγάρι τα κοιτά όλα αυτά και κλαίει. Οι άνθρωποι φοβούνται, αίμα κυλά των κυνηγών από καταραμένη λάμα, βαθιές πληγές, αιώνιες. Κι η μάχη λύνεται, οι άνθρωποι, οι κυνηγοί, κυνηγημένοι φεύγουν να κρυφτούν στου ύπνου τη σκιά, μακριά απ’ της μάγισσας τα ξόρκια. Και οι νεκροί, σκιές που χάνονται και η γυναίκα μένει μόνη με το παιδί στην αγκαλιά να το χαϊδεύει. Μα είναι κρύο, παγωμένο, είναι νεκρό. Η μάγισσα τα δάκρυα να μαγεύει, στο πρόσωπό της παγωμένα να θρηνούν και να φωνάζει στη σκιά, στους τάφους, στους ανθρώπους «Τώρα μη φεύγετε άσπλαχνοι. Κρεμάστε με.» Edited January 13, 2007 by Guardian of the RuneRing #2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
PiKei Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Είσαι ο μόνος που με ανάγκασε - κυριολεκτικά - να διαβάσω κι άλλη ιστορία του από την Βιβλιοθήκη. Είχα πάρει την απόφαση να μην το κάνω γιατί δεν ήθελα να χαλάσω την πρώτη μου εντύπωση για τα κείμενα που έπρεπε να βάλω σε σειρά. Δεν ήθελα να ξέρω τις παλιότερες δουλειές κανενός, προσπαθούσα να μην φτιάξω μια εικόνα... και τα κατάφερα μέχρι που έπρεπε να καταπιώ τα "Σημάδια" (άλλαξε τίτλο!). Εκεί για να καταλήξω έπρεπε πια να δω τα υπόλοιπα γραπτά σου... Φίλε μου, είσαι από άλλο ανέκδοτο. Είσαι στυλίστας γαμώτο! Και δεν ξέρω από που σου προέκυψε αυτό (και πρόσεχε πάνω από όλα να μην την ψωνίσεις! Δεν είναι μόνο καλό, είναι και το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορεί να έχει ένας συγγραφέας) αλλά μ΄αυτό θα ζήσεις. Έχεις προσωπική γραφή, προσωπική ματιά, καλές ιδέες και μπαίνεις σε χωράφια (τώρα μιλάω για την ιδέα με το φωτόνιο) που εκ των πραγμάτων σε υπερβαίνουν εκφραστικά και γι αυτό δεν σου βγαίνουν ακόμα (κοινοτοπίες που σωστά επισημάνθηκαν, σκοτεινά σημεία στην κατανόηση κλπ). Άραξε (μην το πιέζεις εννοώ), ζήσε διεξοδικά, βλέπε και άκου γύρω σου τους ανθρώπους, γράψε πολύ, πέτα πολλά, βάλε πίσω σου δημοσιευμένο υλικό να σε κυνηγάει, κι όλα τα υπόλοιπα... Ή θα τα φέρει η ζωή ή δεν θα τα φέρει και θα γίνεις κάτι άλλο. Δεν τρέχει και τίποτα... Νομίζω πως δικαιούμαι να σου αποκαλύψω πως είχες την πρώτη θέση στην κατάταξη μου. Κι όχι γιατί βρήκα πρωτότυπη ή έστω κι ενδιαφέρουσα (προσωπικά) την ιστορία σου. Στην πραγματικότητα αν δεν την είχες γράψει έτσι, θα την έστελνα χωρίς δεύτερη σκέψη στο τέλος... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Εδώ μπορώ - και θα είμαι - πιο αναλυτική. Το σύντομο σχόλιο θα ήταν κάπως έτσι: :o :o . Λίγο πιο αναλυτικά θα πήγαινε: Τι ζημιά ήταν αυτή που έκανες!!! Και πιο αναλυτικά ακόμα, έχω να πω ότι με έστειλες κανονικότατα! Μην το πάρεις ως αρνητικό αυτό που θα πω (το λέω ως θετικό, με την έννοια ότι σαφώς βελτιώνεσαι ) αλλά αυτό δεν το περίμενα. Ανοίγω το παράθυρο, ξεκινάω να διαβάσω την ιστορία, και πιάνω τον εαυτό μου να "λαχανιάζει" από την πρώτη παράγραφο!!! Να τρέχει μαζί με τη μάγισσα, να νιώθει το κρύο, να ανατριχιάζει με τους νεκρούς, να μένει μ ένα πολύ βαρύ συναισθημα στο τέλος...Τι να πω, ό,τι και να πω είναι λίγο, προσωπικά με έστειλες αδιάβαστη . Διάβασα και ξαναδιάβασα την ιστορία στο καπάκι, όχι για να βρω παρατηρήσεις, αλλά απλά για να την απολαύσω. Δε ντρέπομαι να πω ότι κι εγώ της έδωσα την πρώτη θέση. Το ατυλ, αυτό το λυρικό ύφος, το έχεις καταφέρει πάρα πολύ καλά, και η ίδια η ιδέα προσωπικά μου άρεσε. Αλλά το μεγάλου ατού είναι αυτό ακριβώς το γράψιμο, που είναι πάρα πολύ δύσκολο και το κατάφερες πάρα πολύ καλά! Σηκώνει βελτιώσεις νομίζω, κάποιες λέξεις εδώ κι εκεί που θα ταίριαζαν καλύτερα με το ύφος αν άλλαζαν θέση, κανα δυο που να άλλαζαν ίσως, αλλά αυτό είναι παρατήρηση για το βέλτιστο αποτέλεσμα, δεν είναι "απαραίτητες". Πάντως, θα καθίσω να τις σημειώσω, αλλά δεν κρατιόμουν, ήθελα να σχολιάσω και να σου πω πόσο πολύ με ενθουσίασες και ένα μεγάλο "μπράβο"! Keep it up!!! . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Αν κάποιες από τις υπόλοιπες ιστορίες ήταν θλιβερές ή μελαγχολικές, η δική σου είχε μια απίστευτη τραγικότητα. Και σ’ αυτό βοήθησε και η γλώσσα που χρησιμοποίησες. Είσαι σε πολύ καλό δρόμο, συνέχισε ασταμάτητος. Να σου προτείνω ένα τίτλο εγώ; Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν τους τάφους «σήματα». Ακούγεται (στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά) μια ιδέα πιο εύηχος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 2, 2007 Share Posted February 2, 2007 Ή θα μπορούσες να τη βγάλεις απλά "Μνήματα" θα τη χαρακτήριζε κι αυτό στο έπακρο. Πέρα από το χαβαλέ όμως, άλλαξε τίτλο, όντως. Όταν τη διάβασα, καταρχάς ξαναγύρισα για να κοιτάξω αν αυτό το διαμαντάκι ήταν όντως δικό σου ή είχα κάνει λάθος κι ήταν καποιανού που δεν είχα ξαναδιαβάσει τίποτα δικό του. Είχα δηλαδή την εντύπωση πως το στυλ δε σου βγαίνει όσο καλά το φαντάζεσαι, αλλά δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου αυτό που λέει επάνω ο PiKei. Και με αυτή τη λέξη ξεσκέπασε και στα δικά μου μάτια το τι πρόβλημα είχαν οι προηγούμενες σε σχέση με αυτό. Δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου πως είσαι ακόμα νέος, δεν έχεις γράψει τόσο ώστε να έχεις όλες αυτές τις εκφάνσεις κτλ Κι έπειτα ήρθε αυτό εδώ το διαμαντάκι κι ο Pikei με τη μαγική λέξη "στυλίστας". Και βρίσκω πως έχει απόλυτο δίκιο. Το βρίσκω άψογο. Και το θέμα και το στυλ και τον τρόπο που φτάνεις μέχρι το τέλος και την αντίστροφη γραφή του και τη σκηνή που σηκώνονται οι νεκροί. Όλο. Τέλειο. Ελάχιστα πράγματα θα μπορούσα να σου πω κι από αυτά ούτε τα μισά δε θεωρώ πως θα σου φαινόντουσαν χρήσιμα. Ήταν μια πολύ δυνατή ιστορία κι αν και σου έδωσα τη δεύτερη θέση αυτό δε σημαίνει καθόλου πως αν ερχόταν πρώτη δε θα πίστευα πως της άξιζε. Μπράβο μίστερ, με έχεις αφήσει άφωνη Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
araquel Posted February 2, 2007 Share Posted February 2, 2007 χωρίς να έχω διαβάσει πολλά κείμενά σου (αυτά στους διαγωνισμούς βασικά έχω διαβάσει), αυτό ήταν η έκπληξη. και από όσο διαβάζω και από τα σχόλια των υπολοίπων, εξέπληξες αρκετό κόσμο. έχει μια αμεσότητα η γραφή σου, και οι εικόνες που περνάς είναι πολύ δυνατές. ο τρόπος γραφής που υιοθέτησες σε αυτό το κείμενο νομίζω ότι δνε θα λειτουργούσε σε ένα μεγαλύτερο κείμενο, αλλά σε αυτού του μικρού μήκους ιστορία :Ρ κέντησε. και έχεις βάλει και ένα άψογο τέλος, τραγικά μοναχική σκηνή. αν και η ιδέα δεν με εντυπωσίασε πολύ, σε συνδυασμό με τη γραφή αυτή, έδεσε απίστευτα καλά και αναδείχτηκε και η ιδέα-ιστορία. τι να πω; γουέλ νταν; λίγο θα'ναι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lithonis Posted February 4, 2007 Share Posted February 4, 2007 Οι προλαλήσαντες με καλύψανε σχεδόν. Φοβερή δουλειά. Ομολογώ ότι δεν σε έβαλα στις πρώτες θέσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Πολύ ωραία γλώσσα και περιγραφές. Πολύ ζωντανό και δυνατό κείμενο. Απόδειξη ότι το μέγεθος δεν έχει καμία σημασία. Θα μπορούσα να πω ότι δεν είχε αρκετό κρύο αλλά πως να το κάνω όταν ανατρίχιαζα τι στιγμή που το διάβαζα; Τώρα στα αρνητικά. Δεν ήθελες να το γράψεις. Θα ήταν τρομερή απώλεια. Ευτυχώς η Trillian πάτησε πόδι και δεν σε άφησε να γράψεις κάτι που να βασίζεται σε ιδέα άλλου. Συνέχισε έτσι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ivan Gig Nth Yuk Posted March 27, 2007 Author Share Posted March 27, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2) Είδος: φαντασίας Αριθμός Λέξεων: 711 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Βασικά τον τίτλο τον έβαλα με τον εξής τρόπο: Έψαξα την πρώτη λέξη του κειμένου που μπορεί να γίνει τίτλος και την έβαλα και έτυχε να είναι ο τίτλος του βιβλίου του προφήτη. Τώρα αυτή είναι η διορθωμένη έκδοση που γράφτηκε λίγο πριν ή μετά τη λήξη του διαγωνισμού αλλά μου φαίνεται λίγο ψωνισμένο να την βάλω αφού τόσες ακόμα ιστορίες μου χρειάζονται διόρθωση. Απλώς ήταν η πιο εύκολη να διορθώσω... …από τα χέρια τους η γη διψάει για αίμα… Από τα ‘Σημάδια’ του Προφήτη Ο παγωμένος αέρας φυσάει δυνατά. Μέσα στη νύχτα, τη σκοτεινή, το κρύο σα λόγχη σου ξεσκίζει τη ψυχή. Και το φεγγάρι, επόπτης της μαύρης νύφης, μοιάζει θολό και φοβισμένο. Τα φύλλα χορεύουν μανιασμένα στον άνεμο, ταξιδεύουν να φτάσουνε στη γη. Μα στο μικρό χωριό οι άνθρωποι λησμόνησαν τον ύπνο και μέσα στο σκοτάδι κυνηγούν. Και η γυναίκα τρέχει, μέσα στο κρύο, τρέχει, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Το κρατά σφιχτά, να το ζεστάνει, μέσα στα χέρια της, στο σκοτάδι. Στης εκκλησίας μπαίνει την αυλή, για να σωθεί, το σπλάχνο της να σώσει, απ’ το κρύο, απ’ τους ανθρώπους. Φτάνει στην πόρτα, την χτυπά και το φεγγάρι απαντάει: «Δεν είναι εδώ κανείς. Περίμενε, ως την αυγή, περίμενε.». Την κυνηγούν και δεν μπορεί. Δίπλα της στέκει της καμπάνας το σκοινί και σαν το βλέπει νιώθει πως ο ήχος της θα διώξει τη σκιά, θα φέρει φως, τον κόσμο να φωτίσει . Και το τραβά, δεξιά κι αριστερά, όπως μπορεί, με το παιδί στα χέρια. Μα ο αέρας δεν την αφήνει, τη σταματά· το σκοτάδι έχει τώρα τη σειρά του. Τη φτάνουν. «Να τη! Να η μάγισσα!» φωνάζουν. Το βρέφος κλαίει. Αρχίζει να κλαίει, σπαράζει, πονά, κρυώνει και η γυναίκα το κρατάει πιο σφιχτά, να το ζεστάνει· του λέει «Σώπα παιδί μου, σώπα». Μα μέσα της ο φόβος τη σκεπάζει. Και τρέχει πίσω απ’ το ναό. Τα μεγάλα δέντρα, γέρικα, στο χειμωνιάτικο αγιάζι, αφήνουνε τα φύλλα τους στη γη, στο χώμα, στα μέρη των νεκρών. Ανάμεσα στους τάφους βρέθηκε η δύστυχη γυναίκα, στα σημάδια όσων χάθηκαν, αφέθηκαν, ξεχάστηκαν. Οι άνθρωποι, μπροστά της πια, και αυτή γονατιστή, μέσα στα στήθη της κρυμμένο το παιδί της, με τα ζεστά του δάκρυα στο κρύο πρόσωπο του. Οι χωρικοί με τους δαυλούς στα χέρια κάνουν πέρα και απ’ το πλήθος, σαν σκιές, πετάγονται οι κυνηγοί, να λούσει του φεγγαριού το φως τα πρόσωπά τους, τα σκληρά, τα απρόσωπα, των κυνηγών και τις γυαλιστερές τους, όλο χάρη, πανοπλίες και τα μακριά σπαθιά τους, τα κοφτερά. Την πλησιάζουν. «Μάγισσα, της νύχτας τέκνο, που γήτεψες αθώους, παιδί να σου χαρίσουν, μάγισσα, τα σκοτεινά σου μάγια να του δείξεις, να σπείρεις το σκοτάδι, μάγισσα…». Αυτή στα γόνατα πεσμένη, προσεύχεται, ζητά, παρακαλά να τη βοηθήσουν. Και ένα τραγούδι νεκρικό, το κλάμα του παιδιού της, σπίθα, της μοίρας το κουβάρι καίει, και η φωνή της μάνας χάνεται, τα παρακάλια γίνονται μες στο μυαλό της ήχοι, ξόρκια αιώνια, σκοτεινά, γίνονται θύμισες του κάποτε, γίνονται της μοίρας μέρος, για το παιδί της, για τη δικιά του τη ζωή, τη νέα, την αγέννητη. Και μες την παγωμένη νύχτα, φωνές παγώνουν κι άλλο τους ανθρώπους. Μέσα απ’ τους τάφους πετάγονται ψυχές, νεκρές, δίχως ζωή, πετάγονται και παίρνουνε μορφή, χέρια, νεκρά και σαπισμένα, προβάλουν απ’ τα χώματα και μάτια κατακόκκινα, μες το σκοτάδι να γυαλίζουν και η ανάσα τους να σβήνει τη ζωή. Μια φωνή, ξεχασμένη, αντηχεί, «Μας κάλεσες κυρά, για σένα ήρθαμε, να διώξουμε το φόβο, να σώσουμε ό,τι ποθεί τη σωτηρία. Κυρά, διέταξε και ‘μεις ακολουθούμε». Μέσα στις χούφτες των νεκρών σπαθιά γεννιούνται από φωτιά, νεκρή και παγερή, νεκρή κι αιώνια. Φωτιά στα μάτια των νεκρών, της κόρης σκλάβων. Τα μαύρα ξόρκια της σαλεύουνε των χωρικών το νου, ποδοπατούν, μπερδεύονται, φοβούνται. Και οι κυνηγοί, γερά βαστάνε τη λαβή, να κυνηγήσουν τους νεκρούς, τη μάγισσα. Μέσα στη νύχτα χάνονται οι φωνές και στον αέρα μόνο ένα κλάμα ταξιδεύει, κι αυτό σα τη σιωπή, την ένταση της μάχης, παγώνει τις καρδίες, γυμνές τις κάνει, άπνοες, νεκρές, σαν των νεκρών πολεμιστών τα ξίφη. Και οι νεκροί πατούν μπροστά και πλησιάζουν. Τα μαύρα ξίφη τους χτυπάνε των ανθρώπων και αντηχούν σαν απ’ την κόλαση βγαλμένες μελωδίες, μα η γυναίκα κλαίει, από χαρά, χαϊδεύει το μικρό της, «Θεοί τους στείλανε, ψυχή μου, να μας σώσουν» και το φιλά γλυκά να το ζεστάνει. Το φεγγάρι τα κοιτά όλα αυτά και κλαίει. Οι άνθρωποι φοβούνται, αίμα κυλά των κυνηγών από καταραμένη λάμα, βαθιές πληγές, αιώνιες. Κι η μάχη λύνεται, οι άνθρωποι, οι κυνηγοί, κυνηγημένοι φεύγουν να κρυφτούν στου ύπνου τη σκιά, μακριά απ’ της μάγισσας τα ξόρκια. Και οι νεκροί, σκιές που χάνονται και η γυναίκα μένει μόνη με το παιδί στην αγκαλιά να το χαϊδεύει. Μα είναι κρύο, παγωμένο, είναι νεκρό. Η μάγισσα, τα δάκρυα να μαγεύει, στο πρόσωπό της παγωμένα να θρηνούν και να φωνάζει στη σκιά, στους τάφους, στους ανθρώπους «Τώρα μη φεύγετε άσπλαχνοι. Κρεμάστε με.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.