DinoHajiyorgi Posted February 17, 2007 Share Posted February 17, 2007 Πρόλογος Η συγγραφή του έργου που κρατάς στο χέρι σου αναγνώστη τελείωσε στην έναρξη της πρώτης ισημερίας του τρίτου χρόνου της δυναστείας του Αζέκ, της οικογένειας των Αζομπιάτ, εξακόσια τριάντα πέντε χρόνια από το Απονατόκ. Και εσύ αναγνώστη όπου το καθένα από τα παραπάνω στοιχεία σου είναι άγνωστα, δεν πειράζει, αυτά είναι τα τερτίπια του χρόνου και της ιστορίας όπως θα ανακαλύψεις διαβάζοντας τούτη την εξιστόρηση. Φτάνει μόνο να μιλάς ακόμα την ίδια γλώσσα, κι αν όχι, εύχομαι η αποκρυπτογράφηση του κειμένου να μην σου φέρει πολλές δυσκολίες. Μία παράκληση μόνο, όποιος και να είσαι, αν βρεις το περιεχόμενο αρκετά σημαντικό αντέγραψε το σε όποιο ανθεκτικό υλικό της εποχής σου θαρρείς πως θα το διατηρήσει καλύτερα για της επόμενες γενεές. Γιατί ο φιλεύσπλαχνος χρόνος φθείρει την μνήμη, σαπίζει το ξύλο, σκουριάζει το μέταλλο, λιώνει την πέτρα στην τελειωτική φλόγα. Η ιστορία αυτή καταγράφηκε από τους ζέφρα. Είναι η ιστορία μου. Με αποκαλούν Αζάλι Αμπαουί, ο πέτρινος άνθρωπος, και η λέξη άνθρωπος είναι δική μου μια και είμαι ο μοναδικός άνθρωπος σε όλο το σύμπαν. Είχα δέκα γραφιάδες στην διάθεση μου να καταγράψουν τις αφηγήσεις μου. Διακόσιοι αντιγραφείς παρέλαβαν τις εύπλαστες πλάκες και μετέφεραν το υλικό σε παπύρους. Εκατοντάδες κύλινδροι ξεκίνησαν μακρινό ταξίδι σε κάρα και πλοία για να φτάσουν σε όλες τις ηγετικές αυλές και βιβλιοθήκες του πλανήτη. Αμέτρητοι ταξιδιώτες καταφθάνουν κάθε μέρα από παντού για να με συναντήσουν, να με δουν με τα ίδια τους τα μάτια και να με ακούσουν με τα ίδια τους αφτιά. Ο βασιλιάς με κρατάει ασφαλή σε μια αποκλεισμένη περίμετρο και επιτρέπει σε λίγα άτομα τη φορά να έχουν ιδιωτική ακρόαση μαζί μου. Το καταφύγιο μου είναι όμορφο, υπάρχουν δένδρα, λουλούδια, ένα ποταμάκι και ένα ύψωμα που με επιτρέπει να βλέπω πέρα από τα τείχη ως τον μακρινό ορίζοντα. Είμαι μάρτυρας της σοφίας του Θεού καθώς βλέπω πως το γρασίδι είναι πάλι πράσινο και πως ο ουρανός παραμένει αιώνια γαλάζιος. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα πιο πολλά μπορούσα. Έτσι κι αλλιώς οι ζέφρα καταλαβαίνουν μόνο τα μισά από όσα λέω, δεν έχουν κανένα κοινό σημείο αναφοράς για να κατανοήσουν τα κυριότερα. Είναι πολύ πιθανό όλη αυτή η εξιστόρηση και καταγραφή να παραμείνει μια αινιγματική και μυστικιστική ανάγνωση και εύχομαι να μην αποτελέσει πηγή παρεξηγήσεων, διαστρεβλωμένων δοξασιών και δογμάτων που θα προκαλέσουν μια μέρα δεινά σε αθώους. Έχω πολλές ελπίδες για τους ζέφρα οι οποίοι είναι σοφός λαός και διοικούνται από αληθινούς φιλοσόφους. Με επισκέπτονται συχνά και μου κάνουν πολλές ερωτήσεις ζητώντας διευκρινίσεις σε πολλά εδάφια του βιβλίου. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο κατατοπιστικός μπορώ καθώς η μνήμη μου για το βαθύ παρελθόν δεν είναι και η δυνατότερη. Πολλά από όσα αποκάλυψα, τόσο κοινά από την παλιά ζωή, έφεραν τρομερές αλλαγές στην παρούσα κοινωνία, άλλαξε την αντίληψη αυτών των πλασμάτων για τον κόσμο τους και το σύμπαν που τους περιβάλλει. Μόλις πριν δέκα χρόνια ανακάλυψαν μια νέα ήπειρο εκεί που πριν φαντάζονταν πως υπήρχε μόνο ένας ατελείωτος ωκεανός. Πριν τρεις μέρες είδα το πρώτο αερόστατο στον ουρανό. Εύχομαι να μην χάσουν ποτέ την σοφία τους και όλες αυτές οι αλλαγές να βγουν σε καλό. Επίσης, εσύ αναγνώστη που διαβάζεις αυτές τις γραμμές και δεν έχεις ποτέ σου ακουστά τον Αζάλι Αμπαουί, ή τουλάχιστο δεν έχεις ιδέα που χάθηκε, τότε αυτό θα ήταν μεγάλη ανακούφιση για μένα αφού θα σήμαινε πως επιτέλους έχει παρέλθει εκείνο το δώρο που άλλο πλάσμα στην οικουμένη δεν λαχτάρησε ποτέ τόσο, το προνόμιο κάθε ζωής, ο θάνατος, ο αιώνιος ύπνος. Τέλος Προλόγου Πρώτο Μέρος 1. Το λευκό φως υποσχέθηκε να μου πραγματοποιήσει μία ευχή. Μπορούσα να είμαι όσο διεξοδικός επιθυμούσα. Το φως ήταν αγνό, ένιωσα την αλήθεια του. Δεν υπήρχε δόλος ή διάθεση εξαπάτησης στην θέρμη του. Έπρεπε όμως να προσέξω, να είμαι συγκεκριμένος, η συμφωνία αυτή ήταν ένα είδος αδιαπραγμάτευτου συμβολαίου. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωριζόταν. Ανέπτυξα την μία και μοναδική ευχή μου με προσοχή, την κέντησα με λεπτομέρειες μέχρι να καλυφθώ τελείως. Δεν ξέρω αν αυτή η υπερφυσική ευκαιρία εμφανίστηκε την σωστή στιγμή στην ζωή μου, δεν ξέρω αν θα είχα ζητήσει κάτι άλλο νωρίτερα ή αργότερα, ξέρω όμως πως είχα αυτή τη μία μοναδική ευκαιρία και ατυχώς αποδείχτηκα απερίσκεπτος και άμυαλος. Ζήτησα την αθανασία. Ήθελα να ζήσω για πάντα. Θα έμενα αιώνια στα τριανταπέντε, δεν θα γερνούσα ποτέ. Ήμουν σίγουρος γι αυτό που ζητούσα, το είχα σκεφτεί από καιρό, το είχα προβάρει αμέτρητες φορές από τα παιδικά μου χρόνια. Καθισμένος στον κήπο με έναν παιδικό φίλο, πλέκαμε και υφαίναμε όλες τις χαζές λεπτομέρειες για το τι σήμαινε για μας η αιώνια ζωή. Θέλαμε να γίνουμε υπερήρωες και οι υπερήρωες δεν ταιριάζουν σε τάφους. Δεν θα έχανα τρίχα από το κεφάλι μου, θα διατηρούσα πάντοτε τα πυκνά μαλλιά μου. Δεν θα έχανα ούτε ένα από τα δόντια μου, τα οποία δεν θα κινδύνευαν ποτέ από πέτρα, τερηδόνα ή χτύπημα αρκετά δυνατό να τα σπάσει. Τα ούλα μου θα ήταν πάντοτε υγιή και σφριγηλά για να τα στηρίζουν, δεν θα την πατούσα σε αυτή τη λεπτομέρεια. Τι άλλο; Το σώμα μου ήθελα να παραμείνει σφιχτό και γυμνασμένο χωρίς να χρειάζεται γυμναστική και φυσικά να μην κουράζεται ποτέ. Ήθελα η όραση μου, τα μάτια μου να παραμείνουν υγιή και δυνατά. Να μην έχανα ποτέ την ακοή μου, να μην υπήρχε ήχος δυνατός που να μπορεί να μου κάνει μόνιμη ζημιά. Ήθελα να μπορώ να τρώγω όσο θέλω χωρίς να παίρνω κιλά και δεν ήθελα να χρειάζεται ποτέ να χρησιμοποιώ την τουαλέτα. Όλο το διάστημα που ξοδεύει ένας άνθρωπος στην φροντίδα της φυσικής του ανάγκης ήταν κατά την γνώμη μου ένας μεγάλος μπελάς και ένα εξοργιστικό χάσιμο χρόνου. Ότι έτρωγα ας εξατμιζόταν στο στομάχι. Και ακόμα καλύτερα, δεν ήθελα να έχω ανάγκη την τροφή και το νερό για να μπορώ να ζω, θα έτρωγα και θα έπινα μόνο για ευχαρίστηση. Δεν ήθελα να έχω ανάγκη ούτε στο να αναπνέω. Ήθελα να μπορώ να επιβιώνω και κάτω από το νερό, και στην επιφάνεια ενός ξένου πλανήτη, και στο ίδιο το κενό ακόμα του διαστήματος, ανεπηρέαστος από οποιαδήποτε ατμοσφαιρική πίεση. Σαν προέκταση της αθανασίας μου δηλαδή επιθυμούσα να είμαι και άτρωτος, άτρωτος σε κάθε είδος φθοράς ή πόνου. Να μην μπορεί τίποτα να διαπεράσει το δέρμα μου, τίποτα να κόψει, να κάψει ή να σπάσει το σώμα και τα κόκαλα μου, κανένας ιός, αρρώστια ή γενετική δυσμορφία να πλήξει τον οργανισμό μου. Θεώρησα πως τα νύχια μου δεν είχαν λόγο να μεγαλώνουν πλέον, το επέτρεψα όμως στα μαλλιά μου καθώς θα λάτρευα πάντα τις περιποιήσεις ενός κουρέα. Τα μουστάκια και τα μούσια ήταν πάντα μια ενόχληση γι αυτό όρισα να μην έχω άλλη τρίχα στο πρόσωπο μου πλην αυτή της χαίτης μου. Ζήτησα να είμαι άτρωτος σε κάθε μορφής δηλητήριο, από οτιδήποτε έπινα, έτρωγα ή εισέπνεα, να μην αισθάνομαι το κρύο ή την ζέστη παρά στην ήπια μορφή τους σαν αποτέλεσμα προσωπικής ευχαρίστησης και φυσικά να μην ιδρώνω ποτέ. Δεν ήθελα να έχω ανάγκη τον ύπνο παρά μόνο όταν τον επιθυμούσα ο ίδιος. Ήθελα να έχω την ικανότητα να ορίζω πότε θα κοιμόμουν ή και πόσο, όσο και να ήταν αυτό. Ήθελα να μην χάσω ποτέ την ικανότητα μου ή την διάθεση μου για σεξ, χωρίς το σπέρμα μου να είναι ικανό να φέρει παιδιά στον κόσμο. Στην ζωή που έστρωνα για τον εαυτό μου, όπως την οραματιζόμουν τότε, το τελευταίο πράγμα που αποζητούσα ήταν η οικογένεια. Τέλος, κάλυψα την λογική μου. Δεν ήθελα να την χάσω ποτέ. Απέκλεισα την αμνησία ή την τρέλα από τις παγίδες της αιώνιας ζωής. Δεν είχα σκοπό να πλήττω αλλά ούτε να καταντήσω μια διεστραμμένη αθάνατη μάστιγα για την ανθρωπότητα. Σκοπός μου ήταν να ταξιδεύω ασταμάτητα, να γνωρίσω όλες τις φυλές του πλανήτη, να γίνω μάρτυρας της εξελισσόμενης ανθρώπινης ιστορίας, χωρίς να ανησυχώ για την ασφάλεια μου, χωρίς επιτέλους να φοβάμαι τον θάνατο. Θα είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τα πάντα και θα είχα όλον τον καιρό με το μέρος μου. Τόλμησα να ζητήσω κάτι ακόμα και προς έκπληξη και χαρά μου το λευκό φως συμφώνησε. Ήθελα να μπορώ να καταλαβαίνω και να μιλώ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Δεν σκέφτηκα τότε πως θα είχα όλον τον χρόνο στην διάθεση μου να μελετήσω την κάθε γλώσσα ξεχωριστά και από πρώτο χέρι, αλλά ήμουν νέος τότε, ανυπόμονος, και η αιώνια ζωή ένα παραμύθι, ένα όνειρο στα μάτια μου. Ακόμα και εκείνη την στιγμή δεν πίστευα πως θα πραγματοποιούνταν όλα όσα ζητούσα. Το λευκό φως όμως δεν παρενέβη, μου τα επέτρεψε. Υπήρξαν άλλες απαιτήσεις που δεν έγιναν δεκτές. Ζήτησα ειδικές δυνάμεις που μου τις αρνήθηκε, δεν επέτρεψε ούτε την εξέχουσα μυϊκή δύναμη πάνω στο καλογυμνασμένο μου σώμα. Απαγορευόταν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει άμεση επιβολή ή παρέμβαση σε άλλες ζωές. Δεν μπορούσα να νικήσω δυνατότερο μου ή έστω να σώσω την ζωή κάποιου με υπερφυσική υπεροχή. Το μόνο που είχα ήταν η αντοχή μου και η ανικανότητα του οποιουδήποτε να με βλάψει. Ντρέπομαι που το λέω τώρα αλλά ζήτησα και το να μπορώ να κατακτήσω όποια γυναίκα επιθυμούσα, ήμουν τόσο άμυαλος τότε. Φυσικά ούτε αυτό μου επετράπη. Όταν τέλειωσα και σιγουρεύτηκα πως η ευχή μου είχε καλυφθεί ικανοποιητικά, έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο λευκό φως. Μου έδωσε ότι ζήτησα και μετά έσβησε, χάθηκε σαν ψευδαίσθηση. Δεν θα το συναντούσα ποτέ ξανά. 2. Ένας αδελφός, παντρεμένος και επί του παρόντος χωρίς παιδιά, τέσσερα ξαδέλφια και πολλά ανίψια, από τα οποία ελάχιστα με γνώριζαν, και αρκετοί θείοι και θείες που ζούσαν χρόνια στο εξωτερικό ήταν οι μοναδικοί εν ζωή συγγενείς που είχα. Πρώτο μέλημα της νέας μου πραγματικότητας ήταν να εξαφανιστώ από τις ζωές τους. Είχα βάλει σκοπό να γυρίσω όλη την Γη με τα πόδια και αποφάσισα να ξεκινήσω προς τα Ανατολικά. Δεν είπα βέβαια τίποτα τέτοιο στον αδελφό μου γιατί θα του δημιουργούνταν απορίες και μπορεί να το έκανε και ζήτημα. Μόλις εξασφάλισα κάποια λεφτά, αγόρασα ένα εισιτήριο για Κωνσταντινούπολη, πήρα Τούρκικη βίζα και ανακοίνωσα στον αδελφό μου πως πάω να επισκεφτώ την γενέτειρα μας, να δω το παλιό σπίτι, την γειτονιά των παιδικών μου χρόνων και άλλα τέτοια. Μόλις έφτανα στο εξωτερικό, από εκεί είχα σκοπό να ξεκινήσω μια παραπλανητική αλληλογραφία που θα εξηγούσε καταστάσεις δικής μου επινόησης για τους λόγους που η παραμονή μου έξω κρατάει τόσο, ή το γιατί τυγχάνει να μετακινούμαι μακρύτερα. Με τον καιρό θα σταματούσα να γράφω και οι αγαπημένοι μου συγγενείς μπορούσαν να υποθέσουν το χειρότερο για μένα. Τότε δεν θα είχε σημασία πλέον, το αιώνιο μου ταξίδι θα ξεκινούσε και η σπουδαιότητα του θα ήταν υπεράνω όλων. Από την στιγμή εκείνη του αποχωρισμού πήρα μια υποψία του τιμήματος που έθεσα στους ώμους μου. Μου ήρθε σαν αναπάντεχη έκπληξη του πόσο δύσκολο ήταν ο αποχωρισμός. Δεν περίμενα να συγκινηθώ χαιρετώντας τον αδελφό μου, όταν μάλιστα μόνο εγώ ήξερα πως τον έβλεπα για τελευταία φορά. Του ζήτησα να προσέχει το σπίτι και τον σκύλο μου, σίγουρος πως θα φρόντιζε σωστά και για τα δύο. Ελευθέρωσα την συγκίνηση μου πάνω στον Τζακ, το πιστό μου τετράποδο, αφήνοντας τα δάκρυα μου να ρέουν ακάλυπτα όπως αγκάλιαζα το ζώο. Αυτό το σκυλί, που το είχα μεγαλώσει από κουτάβι, ούτε αυτό θα το έβλεπα ξανά, και το σπίτι, αναρωτιόμουν αν θα ήταν ακόμα όρθιο όταν θα επέστρεφα, ίσως ξένοι να ζούσαν τότε σε αυτό. Τελικά, δεν επέστρεψα ξανά σε εκείνον τον τόπο παρά αιώνες αργότερα, λίγο πριν το τέλος, και δεν είχε μείνει κανένα ίχνος του μέρους, χαμένη ήταν όλη εκείνη η ακτή στον βυθό μιας νέας θάλασσας. Ατενίζοντας προς εκείνο το σημείο από μια μακρινή αμμουδιά, γονάτισα και έκλαψα γοερά παρακαλώντας τον θάνατο που δεν θα ερχόταν ποτέ. Την μέρα της αναχώρησης μου μέρος της συγκίνησης μου έγινε ορατή από τον αδελφό μου αλλά καλύφθηκα πίσω από ένα χλιαρό καλαμπούρι. Ίσως αργότερα, μετά την εξαφάνιση μου, να θυμόταν τα δάκρυα μου και να έφερνε ένα σωρό βασανιστικές θεωρίες του τι πραγματικά μου είχε συμβεί. Δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτα γι αυτό. Έτσι, μια μέρα καθημερινή, όχι διαφορετική από όσες ζουν όλοι οι άνθρωποι συνέχεια, σηκώθηκα και έφυγα, άφησα πίσω την παλιά μου ζωή καταργώντας την. Σαν αρχή, πραγματοποίησα όντως όλα όσα ανέφερα στα σχέδια μου. Πήγα στην πόλη που μεγάλωσα, είδα το παλιό μας σπίτι, ξύπνησα μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, μνήμες θαμμένες στην ενήλικη ζάλη. Είδα φαντάσματα από το παρελθόν τόσο ζωντανά που τρόμαξα. Είδα τον πατέρα μου, νέο όπως ήταν τότε, όχι γερασμένο και νικημένο από την ζωή στο νεκροκρέβατο του, όχι όπως τον θυμόμουν πλέον. Ήταν νέος και χωρούσα μικρούλης και ελαφρύς στην αγκαλιά του. Πηγαίναμε μαζί στον σταθμό για να βλέπουμε τα τρένα να περνούν. Μου φάνηκε αβάσταχτη αυτή η ξενάγηση στο παρελθόν, γιατί άραγε; Ήταν ο πόνος της απώλειας, αγαπημένων ατόμων που χάθηκαν αμετάκλητα στον χρόνο; Μα όταν κλαίμε τους νεκρούς στην πραγματικότητα δεν κλαίμε για τον εαυτό μας; Έπρεπε να ξεφύγω από αυτές τις ηλίθιες αμπελοφιλοσοφίες. Αγόρασα ένα εισιτήριο και έφυγα με τρένο ανατολικά, βαθιά στην Μικρά Ασία. Όλα όσα γράφω και ενθυμούμαι εδώ συνέβησαν δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Οι ήπειροι που θα αναφέρω δεν υπάρχουν πια. Οι άνθρωποι που τις κατοίκησαν δεν υπάρχουν πια. Ούτε καν ο πλανήτης που τα φιλοξένησε υπάρχει. Ότι ακολουθεί δεν είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός. Θα αναφέρω μόνο τα σημαντικά εκείνα σημεία που σηματοδότησαν την απαρχή της αιώνιας μου ζωής, όλα όσα διαμόρφωσαν την διάθεση μου για τον Θεό και τον άνθρωπο. Θα φανερώσω όμως σε αυτό εδώ το σημείο το συμπέρασμα της καταραμένης μου ύπαρξης, χωρίς να χρειάζεται να φτάσουμε στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής της αφήγησης για το ολοφάνερο ηθικό δίδαγμα. Υπήρξα εγκληματικά αφελής και καταδίκασα τον εαυτό μου σε ένα αιώνιο μαρτύριο, μια άδικη τιμωρία ακόμα και για την πιο φαρμακερή ματαιοδοξία. 3. Μόλις ανοίχτηκε ο κόσμος μπροστά μου ξέχασα όλα όσα άφηνα πίσω και προς στιγμήν ανακουφίστηκα. Ήταν η αρχή, δεν υπήρχαν δυσοίωνα σημάδια στον δρόμο μου παρά μόνο εκπληκτικές, απίθανες προοπτικές. Μια ματιά στη πλατιά έκταση της Ανατολίας, στεφανωμένη από τον απέραντο γαλάζιο ουρανό με γέμισε με ελπίδα και προσμονή. Όσο μου επέτρεψαν τα οικονομικά μου χρησιμοποίησα το τρένο, έκανα οτο-στοπ, μετά συνέχισα με τα πόδια. Δεν ήταν δύσκολο. Δεν κουραζόμουν, δεν πεινούσα, δεν διψούσα, δεν χρειαζόμουν ύπνο. Υπήρχαν φορές που περπατούσα ασταμάτητα για εικοσιτετράωρα. Σταματούσα όχι για να ξαποστάσω αλλά για να χαρώ μια θέα, μια εικόνα, να απολαύσω κάποια ντόπια κουζίνα, να επισκεφτώ κάποιο κουρείο, να γνωρίσω κάποιους ανθρώπους. Κανείς δεν αντιλήφθηκε πως ήμουν ξένος. Μεγάλο πράγμα να μιλάς την γλώσσα, να ξέρεις την κάθε ντόπια διάλεκτο. Οι άνθρωποι αποδεικνύονταν ανοιχτοί, φιλικοί και φιλόξενοι. Με σταμάτησαν δύο-τρεις φορές στρατιωτικές περίπολοι αλλά δεν αποδείχτηκε πρόβλημα. Η βίζα μου ίσχυε ακόμα και προκαλούσε εντύπωση πόσο καλά μιλούσα τα τούρκικα σαν έλληνας. Μου έγιναν συστάσεις να προσέχω καθώς οι περιοχές που διέσχιζα ήταν επικίνδυνες και αυτό ήταν όλο. Έστειλα το τελευταίο γράμμα στον αδελφό μου από την Ερζερούμ. Του είπα για μια οργανωμένη εκδρομή που ανακάλυψα με προορισμό το όρος Αραράτ και δεν θα την άφηνα να πάει χαμένη. Το όρος μας ήταν από παιδιά αγαπημένο μυστήριο και το ψέμα μου δεν θα του ερχόταν σαν παράλογο. Από εκείνη την στιγμή ένα από τα προσφιλή στον αδελφό μου αινίγματα θα αποκτούσε και ένα δεύτερο. Ένα μήνα μετά την έναρξη του ταξιδιού μου αντίκρισα το Αραράτ. Το όρος που τόσο γοητεία μου άσκησε με τον μύθο του. Μου προκαλεί ρίγος σήμερα να ξέρω πως δεν υπάρχει πια. Εκείνη την μέρα όμως, όπως στάθηκα στον κάμπο, μπροστά στην βιβλική του μεγαλοπρέπεια, έφερα στην μνήμη την φαντασία περιηγητών του δέκατου όγδοου αιώνα που από εδώ κάτω ορκίζονταν πως μπορούσαν να διακρίνουν την Κιβωτό πάνω στην χιονισμένη του κορυφή. Και εδώ πραγματοποίησα τον πρώτο μου άθλο. Δεν με εμπόδιζε τίποτα στον να τον πραγματοποιήσω. Σκαρφάλωσα το όρος ως την κορυφή του. Γεύτηκα μια εμπειρία μοναδική τότε, κάτι που κανείς θνητός δεν θα μπορούσε να απολαύσει χωρίς τα εμπόδια των κόπων του. Η αναρρίχηση και εξερεύνηση της παγωμένης κορυφής έγινε με άνεση όχι διαφορετική από το να την παρακολουθούσα σαν ντοκιμαντέρ από την ασφάλεια του σαλονιού μου. Τελείως ανειδίκευτος στην ορειβασία έπεσα τέσσερις φορές. Παρά την επίγνωση της αθανασίας μου, βρέθηκα προ εκπλήξεων. Το πρώτο μου γλίστρημα συνέβη στα μισά του δρόμου και το πέσιμο ήταν μεγάλο, στην πρόσοψη απότομου βράχου. Ο ίλιγγος στο στομάχι ήταν απίστευτος και κυρίως, το σώμα μου, ή η ψυχή μου, πιστεύοντας πως αυτό είναι το τέλος ξεκινούσε όλη την διεργασία για την άφιξη του θανάτου. Είδα όλη μου την ζωή να παρελαύνει μπροστά μου. Γλυκές και πικρές στιγμές, πολλές από αυτές ξεχασμένες, βγήκαν και με στοίχειωσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η αναμονή του επερχόμενου θανάτου δεν είχε καμία μεγαλοπρέπεια ή ανακούφιση. Πικρή χολή γέμισε το στόμα μου και όχι, δεν έχασα τις αισθήσεις μου. Έζησα την πτώση μέχρι την συντριβή μου πάνω στις πέτρες. Δεν πόνεσα αλλά ένιωσα και άκουσα τον γδούπο. Στην σύγκρουση το σώμα μου αναπήδησε σαν μπαλάκι του τένις. Ανέπαφος μεν, έμεινα αποσβολωμένος να ακούω τους τρελούς χτύπους της καρδιάς μου. Δεν υπήρχε τίποτα από την συγκίνηση που νιώθουν όσοι κάνουν ελεύθερη πτώση από αεροπλάνα ή όσοι επιχειρούν bangee jumping. Σκέφτηκα πως ήταν θέμα χρόνου μέχρι να συνηθίσω την νέα, άτρωτη μου φύση, αλλά πόσο χρόνου; Οι επόμενες τρεις πτώσεις ήταν μία από τα ίδια. Δεν αποθαρρύνθηκα. Πεισμωμένος και εστιασμένος στο γεγονός πως δεν μπορεί να με βλάψει κανένα φυσικό εμπόδιο σκαρφάλωσα ξανά ακολουθώντας πορεία που ένας κοινός ορειβάτης θα απέφευγε. Στο τέλος ανταμείφθηκα. Εκεί πάνω, αγναντεύοντας τον κόσμο, ανεπηρέαστος από τις φυσικές συνθήκες, ένιωσα σαν θεός, αλλά μέσα σε εκείνο το αχανές μεγαλείο της πλάσης σαν ένας μικρός θεός. Και προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν βρήκα κανένα ίχνος της Κιβωτού, καμία απτή απόδειξη του θείου. Δοκίμασα να σκάψω το χιόνι αλλά τελικά βαρέθηκα, θα έσκαβα για χρόνια αν επέμεινα. Υπήρχαν πολλά σημεία θαμμένα σε πάγους που αδυνατούσα να σπάσω. Κατεβαίνοντας το όρος ήθελα να πιστεύω πως η Κιβωτός ήταν ακόμα εκεί άσχετα αν δεν αντίκρισα ούτε μια υποψία της. Συμπέρανα τότε πως, τελικά, η πίστη είναι ένα εξωφρενικά αστείο γνώρισμα του ανθρώπου. Και όπως η πορεία μου προς το μέλλον απέδειξε, πολλές από τις δοξασίες της ανθρωπότητας σε θρησκευτικά ζητήματα, η γένεση των οποίων χάνονταν στην άχλη του χρόνου, μπήκαν στο μυαλό μου σε σοβαρή αμφισβήτηση. Ήταν απίστευτο σε τι βαθμό διαστρεβλώνονταν η ιστορία μόλις εκατό χρόνια μετά από το καθεαυτό συμβάν. Υπήρξα μάρτυρας σε αυτό άπειρες φορές. Και όταν χίλια χρόνια μετά γεννήθηκε μια νέα θρησκεία, κυριολεκτικά από ένα μη-γεγονός που υποτίθεται έλαβε μέρος στις μέρες μου, παραιτήθηκα από το να νοιάζομαι, γιατί τι σημασία είχε; Μήπως τελικά δεν ήταν από πάντα έτσι; Προσπαθώ να θυμηθώ όσο μπορώ τις εντυπώσεις που μου άφησε η αναρρίχηση του Αραράτ αλλά δισεκατομμύρια χρόνια μετά, κατόπιν όλων όσων έζησα, η ψυχή μου έχει ατροφήσει σε κάθε εξωτερικό ερέθισμα. Δεν σκαρφάλωσα ξανά σε άλλο βουνό χωρίς λόγο. Πέρασα δύο φορές από το Έβερεστ αλλά δεν είχα καμία επιθυμία να κατακτήσω την κορυφή του. Το μέγεθος του με άφησε ασυγκίνητο. Δεν είχε να μου κρύψει κανένα μυστήριο, πέτρες καλυμμένες από χιόνι και πάγο κι εκεί. Οι άνθρωποι που επιχειρούσαν, με κίνδυνο της ζωής τους, να φτάσουν στο ψηλότερο σημείο της Γης είχαν έναν βασικό στόχο. Να υπερβούν τους περιορισμούς της θνητής τους ύπαρξης, να εξορκίσουν τον φόβο του θανάτου. Και αυτό εγώ το είχα ήδη χάσει. Αυτό ήταν το πρώτο πικρό μάθημα που μου είχε διδάξει το Αραράτ. Το όρος δεν με έβλαψε, όταν όμως βρέθηκα πάλι στους πρόποδες του ο ρουχισμός μου ήταν κατεστραμμένος. Τα παπούτσια μου είχαν διαλυθεί, το σακάκι και το παντελόνι μου κρέμονταν από πάνω μου σε λουρίδες, ο σάκος με τα λίγα μου υπάρχοντα και τα χαρτιά μου είχαν σκορπιστεί στα χιόνια. Ζητιάνεψα σε μερικά σπίτια που συνάντησα και μου έδωσαν απλόχερα παλιά ρούχα που με βόλευαν. Με έκπληξη μου επίσης ανακάλυψα πως είχα μαυρίσει στον ήλιο. Στην όψη ολόιδιος με Κούρδο, και παράνομος πλέον χωρίς κανονικά χαρτιά, ακολούθησα ένα απόμερο και δύσβατο πέρασμα προς τα νότια κατά μήκος των συνόρων με το Ιράν. Χρειάστηκε να κρυφτώ αρκετές φορές καθώς ελικόπτερα του στρατού περιπολούσαν συνέχεια την περιοχή βομβαρδίζοντας θέσεις των ανταρτών. Εκατό χρόνια μετά έγινε μια μεγάλη και τραγική μάχη σε αυτά τα βουνά, μια μάχη που κατέλυσε το έθνος των Κούρδων που απέκτησαν μετά από τόσους αγώνες και θυσίες. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να θυμηθώ και να ρωτήσω γι αυτούς τους ανθρώπους δεν ήξερε πια κανείς τίποτα. Ήταν από τους πρώτους μικρούς λαούς που χάθηκαν χωρίς ίχνος στην μεγάλες ανακατατάξεις της ιστορίας που είχαν συγκλονίσει την προ του τέλους ανθρωπότητα. Άφησα τέλος τα βραχώδη βουνά πίσω μου και χάθηκα μέσα στην απέραντη, αχανή έκταση της ερήμου, εκεί που οι τρεις πιο βασικές θρησκείες της ανθρωπότητας είχαν ανακαλύψει τον Θεό τους. Συνεχίζεται 15 Μαρτίου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 15, 2007 Author Share Posted March 15, 2007 4. Θυμάμαι τους ανθρώπους που συνάντησα στην έρημο του Ιράκ. Ήταν τρεις άντρες, δύο γυναίκες και δύο παιδιά. Ταλαιπωρημένοι, περπατούσαν μέρες προς την Συρία για να ξεφύγουν από την οδύνη που μάστιζε την χώρα τους τότε. Το σπίτι τους στην Βαγδάτη ένας σωρός χαλάσματα, το νεκροταφείο γεμάτο από τα απομεινάρια αγαπημένων τους προσώπων. Παρά το τόσο ανθρώπινο τους χάλι εγώ ήμουν αυτός που παρουσίασα σε εκείνους μια πολύ περίεργη εικόνα, έτσι όπως με αντίκρισαν μόνο μου στη μέση του πουθενά, ασκέπαστο και απροστάτευτο κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς ίχνος αποσκευών ή προμηθειών, και εκτός από το μαύρισμα μου χωρίς ίχνος κούρασης ή ιδρώτα. Περπατούσα μέρες χωρίς αληθινή αίσθηση κατεύθυνσης, νόμιζα πάντως, όπως και το είχα σκοπό, πως προχωρούσα προς τον Νότο. Δεν σταματούσα καθόλου αλλά βάδιζα νύχτα-μέρα, βυθισμένος σε διάφορες ηλίθιες σκέψεις, αναλογιζόμενος όλα όσα μου είχαν λείψει. Δεν πεινούσα αλλά λαχταρούσα την ηδονή της βρώσης. Αυτοί οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησα μου πρόσφεραν νερό από το παγούρι τους, από το τόσο πολύτιμο τους απόθεμα. Φέρθηκαν σαν άνθρωποι σε κάποιον που τον πέρασαν για άνθρωπο. Είχα το δικαίωμα να τους στερήσω έστω και μία γουλιά; Αρνήθηκα, το βλέμμα τους όμως γέμισε απορίες, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, η μία κοπέλα αναφώνησε κάποιον εξορκισμό. Αναγκάστηκα να αλλάξω στάση και ήπια ένοχα μια γουλιά για να τερματίσω οποιαδήποτε δεισιδαιμονία θα προκαλούσε η αφύσικη μου παρουσία. Όταν τους είπα πως πηγαίνω στην Βαγδάτη νόμισαν πως είχαν να κάνουν με έναν τρελό. Οι ίδιοι είχαν αφήσει πίσω τους τις τελευταίες κατοικήσιμες περιοχές τόσες μέρες ποδαρόδρομο που στην σκέψη τους δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσω εκεί με τα πόδια, έτσι όπως ήμουν, ζωντανός. Με ρώτησαν από που ερχόμουν και πριν προλάβω να σκεφτώ μια απάντηση είδαμε στον ορίζοντα σύννεφα σκόνης. Ήταν μια Αμερικάνικη περίπολος που μας είχε εντοπίσει και ερχόταν προς το μέρος μας. Οι Ιρακινοί διαβάτες ήξεραν αμέσως τι τους περίμενε. Αυτό το κομμάτι της ερήμου ήταν κάτω από βαριά επιτήρηση για να εμποδίζεται η συρροή όπλων από την Συρία προς τους Ιρακινούς αντιστασιακούς. Δεν υπήρχε νόημα να τρέξουν, ήξεραν πως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν. Κάθισαν να περιμένουν την μοίρα τους. Ήταν δύο τζιπ με δέκα πεζοναύτες. Μας συνέλαβαν όλους και μας οδήγησαν σε ένα φυλάκιο στα ανατολικά, κάπου στο Κιρκούκ. Αυτή η χώρα, την οποία την είδα ξανά μόνο άλλη μια φορά έμεινε αναλλοίωτη στον χρόνο μέχρι και το τέλος των πάντων. Οι Ιρακινοί ήταν γήινοι, διατηρούσαν και διατήρησαν την επαφή τους με το χώμα στο οποίο βάδιζαν ξυπόλητοι, το ίδιο χώμα που μια μέρα θα τους σκέπαζε, μια ταπεινή αυτογνωσία της εφημερίας των πάντων, κερδίζοντας μια άμεση πρόσβαση στο θείο που δεν θα μπορούσε να καταλάβει με τίποτα ο φαντάρος που καθόταν απέναντι μου στο τζιπ, με την τσιχλόφουσκα στο στόμα και το όπλο του στραμμένο πάνω μου. Τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ εγώ, πόσο μάλλον εκείνος, για την ιστορία και το πως θα ανέτρεπε τα δεδομένα που βίωνε ο κόσμος όλος, πως αυτή η αυταρέσκεια και η σιγουριά στο βλέμμα του Αμερικανού που πήγαζε από την δύναμη του πολιτισμού του, και των όπλων εκείνου του πολιτισμού, στο βάθος του χρόνου δεν είχαν καμία απολύτως εγγύηση και αξία. Χρόνια αργότερα, από εκείνα τα αραβικά χώματα θα ξεπηδούσε μια τεράστια προσωπικότητα, ένας ισλαμικός ηγέτης που θα άλλαζε την άποψη του δυτικού κόσμου για τον μουσουλμανικό κόσμο. Ένας άνθρωπος ο οποίος έκανε για τους άραβες ότι και ο Γκάντι για τους ινδούς. Φώτισε το ήπιο βλέμμα του Θεού μέσα στο Κοράνι και φυσικά τον σκότωσαν μια μέρα οι δικοί του αλλά ήταν ήδη αργά. Οι φονταμενταλιστές είχαν χάσει πλέον το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Περνούσαμε από μια κωμόπολη, μια έκταση από χαμόσπιτα σε μια όαση, όταν η πομπή μας δέχτηκε αναπάντεχη επίθεση. Ούτε κατάλαβα τι έγινε. Φωτιά και καπνός γέμισε τα μάτια μου, ένα βουητό τράνταξε την ακοή μου, και έχασα κάθε αίσθηση ισορροπίας. Ένα βλήμα είχε χτυπήσει το τζιπ μας το οποίο τινάχτηκε και έκανε μια πλήρη περιστροφή στον αέρα πριν σκάσει πάλι στο έδαφος. Θα πρέπει να έπεσα με το κεφάλι και με το τζιπ από πάνω μου. Μέχρι να κατανοήσω τι είχε συμβεί και τα δύο τζιπ φλέγονταν κατεστραμμένα. Έσκαψα το χώμα για να καταφέρω να απελευθερωθώ. Άνθρωποι καίγονταν και ούρλιαζαν δίπλα μου. Κάποιος άρπαξε το μπράτσο μου και με τραβούσε απεγνωσμένα. Άρχισα να ουρλιάζω και εγώ. Ήμουν αθάνατος αλλά δεν ήμουν θεός, ήμουν ακόμα άνθρωπος. Είχα ξεχάσει να διαγράψω τον φόβο από την φύση μου. Είχα τρομοκρατηθεί. Ήξερα πως δεν θα πέθαινα αλλά δεν ήθελα να βιώνω άλλο εκείνη την φρίκη. Και μπορούσα να μυρίσω την καμένη σάρκα, μπορούσα να την μυρίσω. Το χέρι με τραβούσε μέχρι που έμεινε πια ακίνητο, μέχρι που οι φλόγες καρβούνιασαν τις σάρκες του. Και ήμουν παγιδευμένος κάτω από τα σιδερένια συντρίμμια ανίκανος να τα μετακινήσω και να βγω. Με γλίτωσε άλλη μία έκρηξη που ισοπέδωσε ένα σπίτι και τίναξε το τζιπ από πάνω μου. Είχαν καταφτάσει Αμερικάνικα ελικόπτερα και άρχισαν να βάλλουν κατά των Ιρακινών. Στάθηκα όρθιος, γυμνός, με τα αφτιά μου να βουίζουν. Οι άνθρωποι της ερήμου κείτονταν κι αυτοί νεκροί στην άκρη του δρόμου. Σε κάτι χαλάσματα μπροστά μου ήταν στριμωγμένα δύο μικρά παιδιά, έκλαιγαν κατατρομαγμένα, φώναζαν για τους γονείς τους. Με βρήκαν κάποιες ριπές, δεν κατάλαβα από που είχαν έρθει. Όταν γύρισα να δω μια σφαίρα έκανε γκελ πάνω στο μάτι μου. Ο αέρας είχε γεμίσει από θάνατο. Είδα σφαίρες να σκάνε γύρω από τα παιδιά. Όρμησα και τα αγκάλιασα. Τους κράτησα εκεί όση ώρα ένιωθα να δέχομαι αλλεπάλληλες βολές στην πλάτη. Μα τι ήθελαν, να σκοτώσουν έναν άοπλο γυμνό άντρα; Ήθελαν οπωσδήποτε να σκοτώσουν αυτά τα αθώα πλάσματα; Στο τέλος με βρήκε μια ρουκέτα, ίσως από ελικόπτερο, και με τίναξε κάπου εκατό μέτρα μακριά. Δεν μπόρεσα να σώσω εκείνα τα παιδιά. Όταν ξεσπάει η βία, όταν βρωμάει ο θάνατος, τότε ο άνθρωπος λυσσάει να τον σπείρει, να τον μεταδώσει οπουδήποτε φτάνει να γλιτώσει ο ίδιος. Μόλις προσγειώθηκα στο έδαφος με ξάφνιασε πόσο γρήγορα πετάχτηκα πάλι όρθιος, ξεχειλίζοντας από οργή, από μίσος, κοιτάζοντας γύρω μου τους νεκρούς, ψάχνοντας για ένα όπλο, κάτι που θα μου έδινε την ευχέρεια να κάνω τους υπεύθυνους να πληρώσουν. Με ένα όπλο στο χέρι μπορούσα να το κάνω. Εκείνοι δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα ενώ εγώ μπορούσα να τους κάνω να κλάψουν πικρά, μπορούσα να τους κάνω να πονέσουν. Όσο διήρκεσε εκείνο το συναίσθημα ήταν απίστευτα μεθυστικό. Όταν όμως συνήλθα ένιωσα αηδία. Τελικά απέμεινε μόνο ο θρήνος. Οι γυναίκες που έκλαιγαν τώρα εδώ πάνω από τους διαμελισμένους τους νεκρούς, εκείνες που θα έκλαιγαν τους δικούς τους αργότερα, πάνω από κλειστά φέρετρα στην άλλη άκρη του πλανήτη. Μέσα σε ένα κατεστραμμένο σπίτι βρήκα ρούχα τα οποία φόρεσα και μετά έφυγα, έφυγα μακριά από εκεί, τον θάνατο και την βία όμως έμελλε να συναντήσω άπειρες φορές στο ατέλειωτο ταξίδι μου. Δεν επιθυμώ ούτε να τα θυμάμαι αλλά και ούτε να τα εξιστορώ. Εξάλλου η ανθρωπότητα δεν έχει να επωφεληθεί τίποτα από τις διηγήσεις μου. Έζησε τον κύκλο της, δεν έμαθε ποτέ το μάθημα της, και ίσως δίκαια, τελικά εξαφανίστηκε. 5. Η χώρα βρισκόταν σε συνεχή εμπόλεμη ζύμωση. Δεν είχε σημασία που δεν είχα μια ταυτότητα, ένα διαβατήριο, κάτι, αλλά όποιον και να συναντούσα το καχύποπτο μάτι θα με έβλεπε πάντα σαν τον άλλον, τον εχθρό. Για τους Αμερικάνους ήμουν Ιρακινός, για τους Ιρακινούς ήμουν Ευρωπαίος, αλλά κι αν ακόμα ξεγελούσα τους ντόπιους πως ήμουν ένας από αυτούς, τι ήμουν, σουνίτης ή σιίτης; Δεν τους έφταναν οι ξένοι κατακτητές αλλά σφάζονταν και μεταξύ τους. Αφού δεν είχα ιδέα από την θρησκεία τους δεν μπορούσα και να ξεγελώ για πολύ κανέναν. Απέφυγα σχολαστικά τους ανθρώπους και ακολούθησα την έρημο για το υπόλοιπο της διαδρομής μου. Στην Βαγδάτη κατάφερα κάπως να κυκλοφορήσω πιο ελεύθερα χαμένος μέσα στην ζάλη της πόλης και δοκίμασα κάτι καινούργιο. Έπαιξα για ένα διάστημα τον κακομοίρη και έζησα στους δρόμους ζητιανεύοντας για φαγητό και ψιλά. Ήταν η εποχή πριν οι απαγωγές ξένων γίνουν της μόδας και έτσι γλίτωσα από εκείνη την περιπέτεια. Δεν ήμουν και κανένα σπουδαίο αξιοθέατο, μετά τον πόλεμο υπήρχαν αμέτρητοι φουκαράδες που ζούσαν σε παρόμοιες συνθήκες. Κατάφερα να βρω κάποιες μικροδουλειές και να βγάλω ένα πενιχρό μεροκάματο. Το φαγητό μπορεί να μην το είχα ανάγκη για να ζήσω αλλά μου είχε λείψει. Ένας πωλητής του δρόμου με λυπήθηκε και μου έδωσε δύο κρεατόπιτες από αυτές που πουλούσε. Η έκρηξη της γεύσης τους στο στόμα μου ήταν τόσο ηδονικά αναπάντεχη, εκείνο το κάψιμο των μπαχαρικών στην γλώσσα και τα ούλα, η γλύκα στον λαιμό καθώς τα κατάπινα, που κατάλαβα αμέσως πως θα είχα πρόβλημα. Εγκράτεια δεν ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της αθανασίας μου. Θα περνούσα την αιωνιότητα σαν ζητιάνος και στερημένος από τις απολαύσεις της ζωής; Στο σεξουαλικό ζήτημα η ζωή μου δεν ήταν τόσο ενεργή κι από πριν, έτσι η απουσία του ακόμα δεν μου είχε προκαλέσει κάποιο στερητικό σύνδρομο. Με κάποια λεφτά που εξασφάλισα πήγα και σε μπαρμπέρη για να με απαλλάξει επιτέλους από τα μαλλιά μου που είχαν παραμακρύνει και τέλος αγόρασα μερικά σύνεργα για να κουρεύω τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να βασίζομαι στο ότι θα είχα πάντα εύκαιρο έναν κουρέα στον δρόμο μου. Η Βαγδάτη και το Ιράκ πάντως δεν ήταν ο τόπος για να κάθομαι και να στοχάζομαι τα προβλήματα μου. Έπρεπε να κινούμαι συνέχεια. Ακολούθησα την πορεία που είχα σχεδιάσει εξ αρχής και ευχήθηκα να μου ανοιχτούν πιο ευοίωνες προοπτικές. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία να αντικρίσω τους Τίγρη και Ευφράτη, τους δύο ποταμούς που ήταν τόσο συνδεδεμένοι με την αρχή της γνωστής ανθρώπινης ιστορίας. Σταμάτησα στην Βαβυλώνα και γύρισα τα χαλάσματα της αναλογιζόμενος την εικόνα του παρελθόντος. Έβλεπα μόνο άμμο και πέτρες γύρω μου. Που είχαν πάει τα ανάκτορα, οι πύργοι, οι κρεμαστοί κήποι, τα τεράστια τείχη με τις υψηλές πύλες; Που ήταν οι βασιλείς και κατακτητές της ιστορίας; Δεν είχα γευτεί ακόμα ούτε μία μπουκιά της αιωνιότητας και ήδη αναλογιζόμουν το εφήμερο των πάντων. Γιατί ήταν οι άνθρωποι τόσο τυφλοί, γιατί σκοτώνονταν για λόγους που σε εκατό χρόνια δεν θα ήταν παρά μόνο ένα ιστορικό αξιοπερίεργο; Όταν αργότερα ξάπλωσα μια νύχτα στην κορυφή του όρους Σινά και ατένισα τον έναστρο θόλο αντιλήφθηκα πόσο απίστευτα σύντομη ήταν η ανθρώπινη πορεία στην ιστορία της Γης. Ο Θεός είχε μιλήσει στον Μωυσή πάνω στο όρος μόλις χθες. Μήπως έκρινα την ανθρωπότητα εκ του ασφαλούς; Είναι η αυτογνωσία της συντομίας της ζωής του που ωθούσε τον άνθρωπο στα άκρα, στην καλύτερη και την χειρότερη μορφή του; Την κάνω ακόμα αυτή την ερώτηση γιατί η απάντηση δεν μου δόθηκε ποτέ. Υπήρξαν από πάντα περίτεχνες θεωρίες από πολλούς, θεωρίες που όμως δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν. Μετά την Βαβυλώνα έστριψα δυτικά και διέσχισα την Συριακή έρημο μέχρι να λιώσω τα παπούτσια μου και να φτάσω ξυπόλυτος στην λίμνη Τιβεριάδα, την γνωστή καλύτερα σαν θάλασσα της Γαλιλαίας. Ήθελα να δω τουλάχιστον μια φορά όλα εκείνα τα μέρη που τόσο επηρέασαν την φαντασία μου από μικρό. Δεν πρόλαβα καν να μπω στην Ιερουσαλήμ όταν κατά μήκος του τείχους της ντροπής με συνέλαβε Ισραηλινή περίπολος. Αυτό το τείχος θα έπεφτε μια μέρα κάτω από συγκλονιστικά πικρές συνθήκες, με δάκρυα και αίμα που θα στοίχειωναν εκ νέου την βασανισμένη περιοχή. Δεν προσποιήθηκα τον εβραίο, δεν θα έπειθα κανέναν. Τους έδωσα κάτι που θα το καταλάβαιναν αμέσως. Έναν ύποπτο Παλαιστίνιο χωρίς χαρτιά που αρνιόταν να τους δώσει μια ταυτότητα, να πει ακόμα και πως τον λένε. Πρώτα οι στρατιώτες που με συνέλαβαν και μετά ο λοχίας με τους άντρες του στο φυλάκιο με έδειραν άγρια και έπρεπε να προσποιούμαι πως πονάω ενώ στην πραγματικότητα ομολογώ πως βρήκα την εμπειρία διασκεδαστική. Τα εξαγριωμένα τους πρόσωπα μόνο γέλιο μου προκαλούσαν. Αγνοούσα εκείνη την στιγμή πως μια πρόσφατη βομβιστική επίθεση σε εβραϊκό γάμο είχε στοιχίσει είκοσι ζωές, γυναίκες και παιδιά στην πλειοψηφία, και οι Ισραηλινοί σκούπιζαν την περιοχή για υπόπτους όταν με συνάντησαν. Το γεγονός πως δεν μου άνοιξε μύτη, πως δεν μου έσπασε ένα δόντι έμοιαζε να τους εξοργίζει περισσότερο. Εκεί ανησύχησα, ειδικά όταν ο λοχίας έβαλε το περίστροφο του στον κρόταφο μου απειλώντας να με εκτελέσει αν δεν μιλούσα. Αν πραγματοποιούσε την απειλή του τότε ήταν που θα είχα το πρόβλημα. Ευτυχώς όμως μπλόφαρε και έτσι βρέθηκα στην φυλακή, κρατούμενος με άλλους Παλαιστίνιους. Ήθελα να το παίξω σιωπηλός, αυτός που δεν θέλει να λεει πολλά, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να περάσω αόρατος. Τους έδωσα ένα όνομα, από αυτά που άκουγα να λέγονται στα κρατητήρια, και είπα μια ιστορία για δικούς μου που είχαν σκοτωθεί, για το σπίτι μου που είχε κατεδαφιστεί από τις αρχές αλλά δεν έπεισα. Με πέρασαν για χαφιέ, βαλτό των αρχών, και έτσι με απομόνωσαν, πράγμα που με βόλευε. Το φαγητό στην φυλακή ήταν σχετικά φριχτό αλλά το απόλαυσα όσο μπορούσα. Ειδικά το ψωμί δεν ήταν καθόλου άσχημο. Μέσα σε όλα, όπως θα έκανα συχνά σε παρόμοιες έγκλειστες συνθήκες με άλλους, έπρεπε και να προσποιούμαι πως έκανα χρήση της τουαλέτας. Δεν άργησα όμως να αντιληφθώ πως ήταν πλέον σίγουρο ότι θα περνούσα πολύ καιρό φυλακισμένος, μια προοπτική που δεν με ενθουσίαζε καθόλου. Δεν είχα μυαλό να σχεδιάσω μια καλή απόδραση αλλά η λύση ήρθε αναπάντεχα από μόνη της. Κατάφερα να κάνω έναν φίλο εκεί μέσα, έναν συγκρατούμενο. Τα πηγαίναμε καλά και μοιραζόμαστε πότε-πότε κανένα τσιγάρο. Αφού η υγεία μου δεν κινδύνευε είχα δοκιμάσει και το κάπνισμα το οποίο ούτε με ενθουσίασε αλλά ούτε και εθίστηκα σε αυτό. Ήταν όμως σπουδαίος πόλος γνωριμίας και συνδιάλεξης στον κόσμο όλο, πολύ χαρακτηριστικό στον αραβικό κόσμο, με την συνοδεία καφέ πάντα. Ο νέος μου φίλος μου μιλούσε για τους δικούς του και φυσικά μου έκανε πολλές ερωτήσεις. Τελικά έφτιαξα μια ιστορία που θα δικαιολογούσε το γιατί ήμουν τόσο μυστικοπαθής. Του είπα πως ήμουν Ιρακινός, πως ανήκα στην Ιρακινή αντίσταση και είχα συμμετάσχει σε επιθέσεις εναντίον των Αμερικανών στην Βαγδάτη. Είπα επίσης πως ανήκα σε μια ομάδα που διέσχισε την Συριακή έρημο με σκοπό να εισχωρήσει στο Ισραήλ και να πλήξει εβραϊκούς στόχους. Στα σύνορα μας ρίχτηκαν στρατιώτες και αποκόπηκα από την ομάδα μου και είχα μείνει μόνος μου. Υπήρχαν δύο Παλαιστίνιοι από το Ιράκ στη φυλακή και κατάφερα να τους πείσω πως έλεγα την αλήθεια αναφερόμενος στις εμπειρίες μου από την πόλη της Βαγδάτης. Για να μην τα πολυλογώ, δεν άργησα να στρατολογηθώ σε αντιστασιακή ομάδα που ήταν οργανωμένη και μέσα στην φυλακή. Πρώτα μου δόθηκε μια ψεύτικη, Παλαιστινιακή ταυτότητα. Συγγενείς των συγκρατούμενων κανόνισαν να εμφανιστούν μια μέρα στην φυλακή δύο γυναίκες και να με αναγνωρίσουν σαν σύζυγο και κουνιάδο τους. Δύο μήνες αργότερα, και λόγω μιας πράξης καλής θέλησης από το κράτος, αρκετοί κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Εγώ ήμουν ένας από αυτούς, και από εκείνη την στιγμή είχα χαρτιά και είχα ένα νέο όνομα, ήμουν ένας Παλαιστίνιος. Αμέσως βρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που καίγονταν από άσβεστο μίσος και σχεδίαζαν τρομοκρατικά χτυπήματα. Έμεινα ένα διάστημα με την γυναίκα που υποδυόταν την σύζυγο μου, η ίδια χήρα ανθρώπου που σκοτώθηκε από Ισραηλινή ρουκέτα. Φαίνεται πως της άρεσα γιατί μοιράστηκε μαζί μου το κρεβάτι της σαν αληθινή γυναίκα μου. Ήταν όμορφη, με μόνο μελανό σημείο το σκοτεινό, γεμάτο μίσος βλέμμα της. Στις πιο γλυκές, ερωτικές στιγμές, εκείνη η οργή δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Ο ολοκληρωτικός διωγμός και η τιμωρία των εβραίων ήταν το μόνο πράγμα στην σκέψη και στην κουβέντα της. Γνώρισα νέα παιδιά που ζώστηκαν με εκρηκτικά μπροστά στα μάτια μου, αγόρια και κοπέλες με αχνό χαμόγελο και γυάλινο βλέμμα που έφευγαν να πανε να γίνουν κομμάτια στον κόρφο του μίσους τους. Ήρθε και η μέρα που ήταν η σειρά μου να ζωστώ εκείνη την βαριά ζώνη. Η σύζυγος μου με βοήθησε να την φορέσω, με ασπάστηκε με πάθος πριν με αποχαιρετήσει μέσα στην νύχτα, χωρίς ένα δάκρυ ή μια συγκίνηση στο βλέμμα της για μένα. Σηκώθηκα κι εγώ και έφυγα, τους άφησα όλους πίσω μου, ξεφορτώθηκα τα εκρηκτικά πετώντας τα στην Νεκρή Θάλασσα και συνέχισα μόνος νότια, προς την Ιορδανία. 6. Για αρκετό καιρό μετά το Ισραήλ έκλεισα τα αφτιά και τα μάτια μου στην ανθρώπινη δυστυχία και βρήκα μια προσωρινή γαλήνη σε ένα μέρος που θα κέρδιζε για πάντα ένα μεγάλο μερτικό στον κόσμο των γλυκών μου αναμνήσεων. Βρήκα αυτή την ευτυχία στον Νείλο. Από την Ιορδανία πέρασα στην Αίγυπτο για να δω τις πυραμίδες. Τα μεγαλοπρεπή εκείνα μνημεία θα στέκονταν ακόμα όρθια, χιλιάδες χρόνια μετά, σαν βραχονησίδες όμως πλέον, όταν η Αίγυπτος δεν θα υπήρχε πια όπως την ξέραμε. Έζησα ένα διάστημα στην Αλεξάνδρεια, γνωρίζοντας τους ντόπιους και αποκτώντας νέα ταυτότητα. Κατέληξα να δουλεύω σε πλοιάρια στον Νείλο και σιγά-σιγά ταξίδευα όλο και πιο νότια στο μεγάλο ποτάμι, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα και την Οδύσσεια μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά ανακάλυψα πως δίπλα σε υδάτινους ορίζοντες οι άνθρωποι ήταν λιγότερο βίαιοι και έκρυβαν περισσότερη ποίηση στην ψυχή τους. Ήταν ένας μαγικός, όμορφος τόπος, μια όμορφη ζωή. Οι μέρες ήταν τέτοιες που τις νύχτες, χίλιες και μία από αυτές, ξαπλωμένος κάτω από τα άστρα επέτρεψα να με πλανέψει ο ύπνος. Και είδα υπέροχα, ευτυχισμένα όνειρα. Εκεί ήταν που σχεδόν πίστεψα πως είχα αποφασίσει σωστά τελικά, πως αυτό θα ήταν το νόημα και η ουσία της αθανασίας μου. Τρεις φορές πήρα την απόφαση να φύγω, να συνεχίσω το ταξίδι μου και τρεις φορές το ανέβαλα υπνωτισμένος από το ποτάμι. Δειλά-δειλά μόνο, με κάποιο πρόσχημα κάθε φορά, μετακινιόμουν όλο και πιο νότια. Ο Νείλος πάντως που ερωτεύτηκα ήταν ο εντός της Αιγύπτου. Γνώρισα έναν σημαντικό άνθρωπο, έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, τον Χαμάντι τον ψαρά και δούλεψα στην φελούκα του το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου εκεί. Ο βίος ήταν δύσκολος αλλά ο Χαμάντι έμοιαζε να μην πτοείτε από τίποτα. Χαμογελαστός, ήπιος, η κάθε του κουβέντα και μια δοξασία προς τον Αλλάχ. Είχε παντρευτεί δέκα φορές, διατηρούσε έναν γάμο με τρεις γυναίκες ταυτόχρονα όταν συναντηθήκαμε, είχε δέκα γιούς, δώδεκα κόρες και τριάντα εγγόνια. Πριν πεθάνει ο ίδιος, θα κήδευε πέντε από τα παιδιά του, η οδύνη του θα τσάκιζε ακόμα κι εμένα, παρ’όλα αυτά δεν θα έχανε ποτέ το αστείρευτο κουράγιο με το οποίο ήταν γεμάτη η ψυχή του. Όσες φορές στο μέλλον θα αμφισβητούσα την ύπαρξη του Θεού ή την ύπαρξη της ψυχής, ο Χαμάντι θα εμφανιζόταν πάντοτε στο μνημονικό μου να κλονίσει την δυσπιστία μου. Ήταν εκείνος που μου έδειξε πως η ζωή δεν ήταν μόνο θάνατος, χόρεψε στους γάμους όλων των παιδιών του, γιόρτασε στην γέννηση του κάθε εγγονιού του. Τις νύχτες, καθισμένοι δίπλα στο ποτάμι, τον άκουγα να λέει ιστορίες για την ζωή του, τις νεανικές του περιπέτειες, τις γυναίκες, τα παιδιά του και βαθιά μέσα μου τον ζήλευα, ήθελα να είχα γεννηθεί ως Χαμάντι, να είχα ζήσει όλα όσα έζησε εκείνος κι ας γερνούσα, ας έχανα κι όλα μου τα δόντια, ας πέθαινα. Υπήρχε κάτι στην Αίγυπτο, κάτι στα πέτρινα μνημεία που στέκονταν μισοθαμένα στην άμμο της ερήμου, κάτι αιώνιο. Η προοπτική να πεθάνω και τα κόκαλα μου να γίνουν ένα με εκείνη την αθάνατη ζεστή άμμο, παρέα στους κολοσσούς του Ραμσή και στα υπόλοιπα καλυμμένα μυστήρια, φάνταζε τόσο μα τόσο ελκυστική. Και έλεγε ιστορίες ο Χαμάντι, όχι όμως μόνο δικές του, αλλά και ιστορίες που είχε ακούσει από τον πατέρα του που κι εκείνος είχε ακούσει από τον πατέρα του, ιστορίες για αρχαίους έρωτες και βασιλιάδες που τους κατάπιε η έρημος. Κάποιες τις ήξερα εγώ αν και λίγο παραλλαγμένες, ήταν από τον Ηρόδοτο, άλλες τις άκουγα για πρώτη φορά. Είχε και ιστορίες από τις στέπες της Μογγολίας, από όπου καταγόταν ένας από τους προγόνους του. Πως μπορούσα λοιπόν να αμφισβητήσω πως είχα γνωρίσει από κοντά έναν πραγματικά αιώνιο άντρα, έναν αγαπητό, ταπεινό αλλά και εξέχοντα, έναν δίκαιο άντρα ο οποίος θα ανταμειβόταν μια μέρα με τον αιώνιο ύπνο, απαλλαγμένος από τις έγνοιες αλλά εξίσου ζωντανός στους κληρονόμους του; Ήταν ήδη ορατός από τότε πάνω στα παιδιά και τα εγγόνια του, το έβλεπα στις συμπεριφορές τους ακόμα κι όταν έρχονταν σε σύγκρουση μαζί του. Όταν τα γηρατειά τον γονάτισαν και ο γιος του ανέλαβε την φελούκα ένιωσα πως είχε έρθει ο καιρός να φύγω. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να είμαι εκεί την μέρα που θα παρέδιδε την ψυχή του, δεν ήθελα να γίνω μάρτυρας στον θάνατο του, η θνησιμότητα είχε καταφέρει για άλλη μια φορά να με τρομοκρατήσει. Με δάκρυα στα μάτια με αποχαιρέτησε σαν να ήμουν ένα από τα παιδιά του. Δεν κατάφερα ούτε εγώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, έκλαψα γοερά μόλις τον είδα να μικραίνει στην προκυμαία γνέφοντας με, με το μαύρο πλοίο της γραμμής να με παίρνει μακριά, νότια. Την μέρα που έφυγα, σαν προειδοποίηση για το μέλλον, χιόνισε στην Αίγυπτο. Οι άνθρωποι που εξύμνησαν και τραγούδησαν το ποτάμι χάθηκαν στον χρόνο, έγιναν τελικά ένα με την άμμο της ερήμου, οι καταθέσεις τους, χάρτινες ή ηλεκτρονικές, εξαφανίστηκαν κι αυτές, έγιναν ένα με το χώμα. Ο Νείλος όμως κράτησε κι έμεινε αναλλοίωτος, το μεγάλο ποτάμι του οποίου το όνομα δεν ξέχασε κανείς ούτε κι όταν αναδύθηκε ξανά μετά τον καταποντισμό του στο τέλος των χρόνων. Λίγο πριν το τέλος, τα τελευταία εκατό χρόνια, όταν το ποτάμι είχε μετατραπεί σε ξερό φαράγγι, οι λιγοστοί ντόπιοι που ζούσαν στις σπηλιές του, και που δεν είχαν καμία σχέση με τους Αραβο-Αφρικανούς που γνώρισα στο πρώτο μου ταξίδι, πάλι Νείλο το αποκαλούσαν. Στο Σουδάν, μια χώρα που μαστιζόταν, κι αυτή, από δεκαετίες εμφυλίου, έπεσα πάνω σε ένα κοπάδι από τέρατα και διέπραξα τον πρώτο μου φόνο. Καθώς διέσχιζα έναν σχετικά εύφορο κάμπο, ανατολικά της ερήμου του Νταρφούρ, είδα στο βάθος να υψώνεται μεγάλος καπνός. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην υπήρχε μπελάς στην βάση του αλλά ίσως επειδή είχα αρχίσει να αποκτώ περισσή αυτοπεποίθηση στην αθανασία μου δεν έκανα το συνετό και κατευθύνθηκα κατευθείαν προς τις φωτιές. Ήταν ένα χωριό που φλεγόταν. Ο κάμπος γύρω του ήταν διάσπαρτος με τα παραμορφωμένα πτώματα ανθρώπων, γυναίκες και παιδιά ανάμεσα τους. Ένοπλοι άντρες και ένοπλες γυναίκες, κτήνη Γιαντζαγουίντ, είχαν μαζέψει στο κέντρο του χωριού κάποιους ντόπιους και τους ανάγκαζαν να παρακολουθήσουν τον ομαδικό βιασμό μιας κοπέλας, της οποίας τα πόδια είχαν σπάσει για να μην μπορεί να το σκάσει. Οι κραυγές του κοριτσιού δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ψυχή τους γιατί πιθανόν δεν διέθεταν. Δεν είχα ξανασυναντήσει κατά πρόσωπο τέτοια σκληρότητα. Ο άνθρωπος σκοτώνει τον συνάνθρωπο του από μίσος και έχει πάντα ένα άλλοθι για το πιο απεχθές έγκλημα αλλά αυτά τα τέρατα γελούσαν με το μαρτύριο που προκαλούσαν. Αν σκότωναν εν ψυχρώ όλους αυτούς τους αμάχους θα ήταν φριχτό αλλά σίγουρα πιο κατανοητό από αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου. «Μα τι κάνετε;!» ούρλιαξα. Γύρισαν και με είδαν. Σίγουρα κατάλαβαν αμέσως πως δεν ήμουν ντόπιος, δηλαδή ήμουν σίγουρα ένας μπελάς παραπάνω γι αυτούς. Είχα ακούσει στα σύνορα για νοσοκόμους του Ερυθρού Σταυρού που είχαν δολοφονηθεί σε επιδρομές ανταρτών. Ο ένοπλος που στεκόταν κοντύτερα μου άδειασε μια ριπή πάνω μου. Με βρήκε στο στήθος και αν και ήταν δυνατή σαν σιδερένια γροθιά έμεινα ακλόνητος κάτω από την επήρεια της οργής μου. Τώρα με κοίταξαν όλοι αληθινά ξαφνιασμένοι. Ο ίδιος φρουρός άρχισε να αδειάζει πάνω μου όλο του τον γεμιστήρα όταν έκανα την επίθεση μου. Σήκωσα τα χέρια μου και ουρλιάζοντας όρμησα πάνω του νιώθοντας βλήματα να σκάνε σε πρόσωπο, λαιμό και στήθος. Ο Γιαντζαγουίντ γούρλωσε τα μάτια του και οπισθοχώρησε παραπατώντας. Σωριάστηκε κάτω με την πλάτη και αρπάζοντας το όπλο από τα χέρια του άρχισα να το κοπανάω με λύσσα στο κεφάλι του. Όταν το κρανίο του άνοιξε στα δύο η οργή μου δεν είχε καταλαγιάσει. Οι άλλοι με είχαν κυκλώσει και με πυροβολούσαν ανελέητα μην μπορώντας να κατανοήσουν γιατί συνέχιζα να είμαι ακόμα όρθιος. Ο άντρας που είχα σκοτώσει είχε περασμένο ένα σαρανταπεντάρι στην τσέπη του. Το πήρα και άρχισα να ρίχνω με την ησυχία μου στον ένα μετά τον άλλο, άντρες και γυναίκες, που σωριάζονταν σφαδάζοντας στο έδαφος. Επιτέλους οι τελευταίοι έβαλαν μυαλό και το έβαλαν στα πόδια. Αποτέλειωσα όσους είχαν πέσει και ήταν ακόμα ζωντανοί και στην συνέχεια βγήκα από το χωριό να σιγουρευτώ πως οι Γιαντζαγουίντ είχαν πράγματι αποτραβηχτεί. Όταν γύρισα στο κέντρο του χωριού με περίμενε μια καινούργια, ακόμα πιο αναπάντεχη φρίκη. Ο αδελφός της βιασμένης κοπέλας της είχε κόψει τον λαιμό για να ξεπλύνει την ντροπή του εγκλήματος που είχε βρει την οικογένεια του. Μόλις με είδαν να έρχομαι οι ντόπιοι έκαναν πίσω τρομαγμένοι. Ο αδελφός της κοπέλας έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και χτυπούσε το στήθος του για την συμφορά που τους βρήκε. Έμεινα άναυδος να παρακολουθώ το διεστραμμένο, παράλογο σκηνικό. Δεν είχα κατορθώσει τίποτα, δεν είχα διασώσει κανέναν, δεν είχα καταφέρει να ανατρέψω καμία κατάσταση. Είχα εγκληματήσει και εγώ προφυλαγμένος πίσω από την άτρωτη φύση μου. Έφυγα από εκεί αποφασισμένος να ξεχάσω εκείνο το συμβάν όσο γινόταν πιο γρήγορα, και φαντάστηκα πως θα το ξεχνούσα ευκολότερα αν προσπαθούσα να πάψω να ψάχνω μια δικαιολογία για την πράξη μου. Ήμουν και εγώ ένα τέρας, ένα φρικιό, καθόλου διαφορετικό από τα κτήνη που μάστιζαν την ανθρωπότητα. Συνέχισα νότια μέχρι το Μογκαντίσου χωρίς επιθυμία να παραμείνω πουθενά έστω και για λίγο. Ένιωθα πολύ άρρωστος για να νοιάζομαι να γνωρίσω την κουλτούρα και τους ανθρώπους. Ερυθραία, Αιθιοπία, Σομαλία όλες φάνταζαν το ίδιο, διάσπαρτες με ματωμένες μαύρες σάρκες. Συνάντησα καραβάνια ανθρωπιστικών οργανώσεων, καταυλισμούς Ιατρών Δίχως Σύνορα και στην αρχή δεν είδα παρά το μάταιο του αγώνα τους. Δεν μπορούσαν να σώσουν κανένα. Οι αρρώστιες, η πείνα και η βία ήταν αθάνατες, σαν κι εμένα. Αυτοί οι άνθρωποι που άφησαν την άνεση του δυτικού τους πολιτισμού και ήρθαν σε αυτά τα καταραμένη μέρη διακινδυνεύοντας την ακεραιότητα τους ήταν όντως άγιοι και άξιοι θαυμασμού για όσα θυσίασαν και όσα επιδίωκαν ή απλώς ακολουθούσαν μια κάποια ανώμαλη γενετική ανάγκη στο να μαστουρώνουν από τις κακουχίες και τους κινδύνους; Τους παρακολουθούσα να εμβολιάζουν μωρά, αργότερα να θάβουν κάποια από αυτά, και αναλογίστηκα το λευκό φως. Μου είχε απαγορέψει να έχω υπερδυνάμεις, με τις οποίες ίσως να μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω για την ανθρωπότητα, μου το απαγόρεψε όμως αφού πρώτα είχα ζητήσει την αθανασία για τον εαυτό μου. Ίσως τα πράγματα να ήταν αλλιώς αν είχα ζητήσει κάτι άλλο, πιο αλτρουιστικό. Το φως μου είχε δηλώσει πως μπορούσα να ζητήσω οτιδήποτε αλλά συγκεκριμένο. Το «Επί Γης Ειρήνη» δεν ήταν επιτρεπτό. Θα μπορούσα να ζητήσω όμως «Ευτυχία για τους Παλαιστινίους». Αν δεν ήταν να φροντίσω για τον εαυτό μου τότε για ποιους να θυσίαζα την ευχή μου, ποιους από όλη την ανθρωπότητα να βοηθούσα, ποιοι την είχαν περισσότερη ανάγκη, ποιοι την άξιζαν; Όχι, δεν μπορούσα να νιώσω ενοχές. Δεν ήμουν υπεύθυνος της δυστυχίας των ανθρώπων. Ήξερα πως όσοι υπέφεραν και βασανίζονταν σήμερα, αύριο όταν θα γυρνούσε ο τροχός προς το καλύτερο γι αυτούς, αυτά τα θύματα με την σειρά τους θα γίνονταν θύτες κάποιων άλλων. Φύλαξα τα δάκρυα μου και έστρεψα την πλάτη μου στα καραβάνια και τους καταυλισμούς και έφυγα. Έκανα κάποιες δουλειές στο λιμάνι και γνωριμίες, όσες χρειαζόμουν για να βρω μια θέση σε πλοίο για την Ινδία. Στην διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, στην άλλη άκρη του πλανήτη, στον Ατλαντικό, μέσα σε μια νύχτα το ηφαίστειο Κούμπρε Βιέχα στα Κανάρια νησιά εξαφανίστηκε με μια τεράστια έκρηξη που έστειλε τεράστια καταστροφικά κύματα στα παράλια της Βορείου Αφρικής, Πορτογαλίας, Βρετανίας και Βορείου Αμερικής. Πόλεις εξαφανίστηκαν, εκατομμύρια σκοτώθηκαν. Οι φονταμενταλιστές της Ανατολής διακήρυξαν την τιμωρία της σατανικής Δύσης από το χέρι του Αλλάχ. Η ατμοσφαιρική ρύπανση εκείνης της έκρηξης διαπότισε την ατμόσφαιρα και ταλαιπώρησε την υφήλιο για την επόμενη δεκαετία. Οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα κρατούσαν ακόμα περισσότερο. Ήταν το γεγονός που αργότερα σηματοδοτήθηκε σαν η αρχή του τέλους για τον δυτικό πολιτισμό που εξοντώθηκε εσχάτως από τον ίδιο τον πλανήτη. Συνεχίζεται 5 Απριλίου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 4, 2007 Author Share Posted April 4, 2007 7. Δισεκατομμύρια χρόνια πριν το ταξίδι μου στην Ινδία, και ενώ διαμορφώνονταν ακόμα το πρόσωπο της γης που πρωτογνώρισε ο άνθρωπος, η ινδοαυστραλιανή τεκτονική πλάκα συγκρούστηκε με την ευρασιατική σπρώχνοντας το οροπέδιο του Θιβέτ έξω από την θάλασσα του Τηθύος με το Έβερεστ για κερασάκι από πάνω. Συμπεραίνω πως εκείνη η θάλασσα θα επέστρεφε πάλι μια μέρα αν προλάβαινε να ζήσει άλλο τόσο ο πλανήτης. Καθώς το θυμάμαι αντιλαμβάνομαι πόσο φανερό ήταν από τότε πως ο άνθρωπος, παγιδευμένος στην φύση του, δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα. Έφτασα στην Ινδία ταλαιπωρημένος από ενοχές. Δεν ξέρω αν ήταν κρίση συνείδησης, σίγουρα δεν είχα μετανιώσει που είχα σκοτώσει εκείνα τα τέρατα. Μέχρι εκείνη την στιγμή πίστευα πως υπήρχε κάποια θεία δικαιοσύνη και αφού είχα διαπράξει ένα έγκλημα πως θα της ξέφευγα; Η πράξη μου ήταν ξεκάθαρα έγκλημα αφού το έπραξα με βάση την ασφάλεια της αθανασίας μου. Σκότωσα άτομα που ήταν αδύνατο να με βλάψουν, ήταν τόσο ηθικά απλό. Και όταν κάποια βράδια επέλεγα να κοιμηθώ έβλεπα συνέχεια τους ίδιους εφιάλτες, τα ίδια αιματοβαμμένα πτώματα στο κέντρο εκείνου του χωριού, με τελευταίο το βιασμένο κορίτσι με τον κομμένο λαιμό. Διέσχισα μια καθ’όλα πνευματική χώρα σαν την Ινδία και δεν συνάντησα πουθενά κανέναν Θεό. Υπήρχαν εκατοντάδες τερατόμορφα είδωλα να συνοδεύουν το κάθε μου βήμα, το βλέμμα τους όμως μου ήταν άδειο, ψεύτικο. Η χώρα εκείνον τον καιρό μαστίζονταν από συνεχόμενες βροχοπτώσεις και πλημμύρες. Η δυστυχία και ο θάνατος ήταν παντού. Από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, συναντούσα μόνο κηδείες, όλη μου η διαδρομή μια συνεχόμενη αβάσταχτη λιτανεία. Δεν έφτανε που τα ποτάμια υπέρβαιναν τις κοίτες τους, ο λαός επέμενε να εναποθέτει τους νεκρούς του παραδοσιακά στο νερό, πάνω σε βάρκες στις οποίες έβαζαν στην συνέχεια φωτιά, χωρίς η καύση να προλαβαίνει να είναι διεξοδική. Άνθρωποι λούζονταν σε νερά στα οποία έπλεαν καμένοι νεκροί. Έβλεπα τον κόσμο να προσεύχεται και αδυνατούσα να συγκινηθώ. Όταν κάποια μέρα έφτασα στον Γάγγη δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ αν θα μπορούσα να ξεπλύνω το αμάρτημα μου στα νερά του. Ξέσπασαν για άλλη μια φορά σφαγές ανάμεσα σε μουσουλμάνους και ινδουιστές και ο ιερός ποταμός γέμισε με κατακρεουργημένα κουφάρια ανθρώπων. Η αθανασία δεν μου δόθηκε από τον Θεό. Αν ο Θεός υπήρχε δεν θα μου είχε κάνει ποτέ την προσφορά. Το λευκό φως ήταν ξεκάθαρό, δεν ήταν θεός. Όταν ζήτησα την αθανασία δεν ήμουν άθεος. Όταν η ευχή μου πραγματοποιήθηκε και άρχισα να ζω τα αποτελέσματα της η πίστη μου στο θείο πάλι δεν είχε κλονισθεί. Σιγά-σιγά όμως κάτι είχε αρχίσει να μου συμβαίνει. Άτρωτος, είχα την ευκαιρία να δω με ασφάλεια και από κοντά όλη την ασχήμια του ανθρώπου και δίχως τον φόβο του προσωπικού μου θανάτου για αντιστάθμισμα, ο Θεός, ακόμα και η αμφιβολία της ύπαρξης του ή όχι, είχε αρχίσει να καταργείται από το σκεπτικό μου. Εκεί στο Νεπάλ, ακόμα και στους πρόποδες του Έβερεστ, οι άνθρωποι σφάζονταν αδύνατοι να αντισταθούν σε κάποιο εμφύλιο μίσος. Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος, μια αιτία, κάτι εθνικό ή θρησκευτικό, κι αν δεν υπήρχε θα το εφεύρισκαν Μετά ήταν πλέον πολύ αργά για το Θιβέτ να μου προσφέρει οποιαδήποτε συγκίνηση. Είδα τα χιονισμένα όρη, τα όμορφα μοναστήρια και τους ευσεβείς μοναχούς αλλά η κατανόηση μου ήταν πιο κοντά στους Κινέζους δυνάστες τους παρά στην πληγωμένη πνευματικότητα που εξέπεμπαν. Συνέχισα βόρεια προς την Μογγολία ανατολικά της ερήμου Τάκλα Μακάν, τελείως ανυποψίαστος για το τι συνέβαινε στον κόσμο. Μόλις άφησα πίσω μου το Θιβέτ αφέθηκα στις ερημιές αποζητώντας την παρέα των αγριμιών και μόνο. Στοχαζόμουν στην μοναδική ομορφιά της κορυφής του κόσμου επιχειρώντας να ανακαλύψω αλήθειες που δεν είχαν ανάγκη την υπογραφή κανενός αρχιτέκτονα. Εντωμεταξύ είχε ξεσπάσει μεγάλη κρίση ανάμεσα στην Βόρειο Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα πάντα έδειχναν να οδηγούν σε ένοπλη σύρραξη. Ο πλανήτης κράτησε την αναπνοή του όταν ξαφνικά το εφιαλτικό ενδεχόμενο να συγκρουστούν δύο πυρηνικές δυνάμεις φάνταζε πλέον πέρα για πέρα αληθινό. Η Κίνα, σύμμαχος της Κορέας, αποφάσισε να υπενθυμίσει στην Αμερική την παρουσία της κάνοντας μια ηλίθια επίδειξη των δυνατοτήτων της. Διέσχιζα την έρημο της Μογγολίας, μια αχανή, νεκρή περιοχή που ονομαζόταν Κουμ Κουντούκ όταν μια ατομική βόμβα πολλών μεγατόνων έσκασε κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι μου σε ένα ηλίθια ψυχολογημένο πυρηνικό τεστ των Κινέζων. Ο κόσμος γύρω μου διαλύθηκε, τα κύτταρα και τα μόρια της ζωής διασπάσθηκαν μπροστά στα μάτια μου, χάθηκαν όλα μέσα σε ένα λευκό, καυτό φως. Ένιωσα να συντρίβομαι κάτω από μια απίστευτη πίεση, σαν κάποιο θεϊκό δάχτυλο να κατέβηκε από τον ουρανό και προσπάθησε να με λιώσει πάνω στη γη σαν μερμήγκι. Ούρλιαξα έκπληκτος καθώς εκείνη την στιγμή δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Πέρασε από τον νου μου πως είχα βρεθεί ένοχος ύβρεως και θα είχα επιτέλους την απάντηση στα ερωτηματικά που με ταλαιπωρούσαν. Μου αφαιρούνταν η αθανασία και θα έχανα τελικά την ζωή μου. Έμεινα για αρκετό διάστημα γυμνός και ισοπεδωμένος μέσα στον τεράστιο κρατήρα να κοιτάζω το μανιτάρι φωτιάς και καπνού που υψωνόταν από πάνω μου. Σύρθηκα έξω από την τρύπα κυριευμένος από τρόμο για του τι σήμαινε η συγκλονιστική εμπειρία που είχε σκάσει πάνω μου. Ήμουν άτρωτος στην ραδιενέργεια αλλά υπήρχε το ενδεχόμενο να ήμουν φορέας της και για πόσες χιλιάδες χρόνια; Αυτή θα ήταν η μοίρα μου από εδώ κι εξής, να είμαι μια κινούμενη πανώλη για όποιον άνθρωπο συναντούσα; Θα μόλυνα το χώμα που θα περπατούσα, κάθε ποτάμι που θα διέσχιζα; Κάθισα στην έρημο και έκλαψα, ανίκανος να σκεφτώ μια λύση, ανήμπορος να δεχτώ αυτό το κακό που ίσως ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Ήμουν χαμένος σε μια κατάσταση ονειροβασίας, έκανα κύκλους στην έρημο άδειος κάθε συναίσθησης, όταν μετά από μέρες με συνάντησε η περίπολος. Ένοπλοι φρουροί με ειδικές στολές κατέβηκαν από το ερπιστριοφώρο και με συνέλαβαν. Αν και αδυνατούσα να δω τα πρόσωπα τους πίσω από τις μάσκες που φορούσαν φανταζόμουν την έκπληξη τους στην αναπάντεχη παρουσία μου και μάλιστα τόσο κοντά στο σημείο μηδέν. Αφέθηκα στα χέρια τους καθώς δεν είχα υπόψη κάτι καλύτερο για την τύχη μου. Αποφάσισα να τους μιλώ στα αγγλικά και να μην φανερώσω την γνώση μου στην κινέζικη γλώσσα. Οδηγήθηκα σε ένα προκάτ στρατόπεδο που ήταν στημένο χιλιόμετρα μακριά και υποβλήθηκα πρώτα σε στοιχειώδη καθαρισμό και απολύμανση. Μου έξυσαν το δέρμα με συρματόβουρτσες και στη συνέχεια μου έδωσαν να φορέσω μια πορτοκαλί στολή για να ξεχωρίζω μέσα στο μελανό χακί που με περιτριγύριζε. Αρνήθηκα πεισματικά την χορήγηση φαρμάκων αλλά τα πράγματα σκούραιναν όταν απαίτησαν στην λήψη δείγματος από το αίμα μου. Δεν είχα να τους δώσω ούτε σταγόνα ούρων ή κοπράνων. Όταν δεν έδειξα να υποκύπτω στην απειλή των όπλων έπεσαν πάνω μου δυο-τρεις για να με ακινητοποιήσουν. Αντιστάθηκα όσο καλύτερα μπορούσα και πέτυχα να τους αποκρούσω παρά τα λυσσαλέα χτυπήματα τους με γκλομπς και τα κοντάκια των όπλων τους. Δεν το έβαλαν κάτω και επέστρεψαν σε μεγαλύτερο αριθμό, καμιά εικοσαριά φαντάροι, μέχρι που κατάφεραν να με ακινητοποιήσουν στο έδαφος και με όλα μου τα άκρα ορθάνοιχτα στην διάθεση τους. Τους περίμενε όμως μια μεγαλύτερη έκπληξη. Δεν μπορούσαν με τίποτα να διαπεράσουν το δέρμα μου, με καμία σύριγγα. Ένας γιατρός έκανε πέρα το ξάφνιασμα του και προνοητικά πήρε δείγμα σάλιου από τα ούλα μου για εξέταση DNA. Λίγο με ένοιαζε τι εντύπωση θα έδινα στους δεσμώτες μου. Υπέκυψα στην αιχμαλωσία γιατί όπως πίστευα βρισκόμουν ήδη σε χειρότερα δεσμά πολύ πριν συναντήσω την περίπολο τους. Κι όμως, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Τους άκουσα να με συζητάνε και η ραδιενέργεια είχε εξαφανιστεί από πάνω μου με την απλή απολύμανση στην οποία με είχαν υποβάλει. Συμπέρανα πως εφόσον δεν μπορούσε να διαποτιστεί το σώμα μου από αυτήν δεν υπήρχε περίπτωση και να μείνει πάνω μου. Είχα γλιτώσει. Η ανακούφιση μου ήταν τεράστια, ένιωσα τόσο ελεύθερος που άρχισα να διασκεδάζω την κατάσταση μου. Έμενε μόνο να βρω έναν τρόπο να αποδράσω. Στη βάση δεν ήξεραν ποιος να με πρωτοαναλάβει. Από την μια οι στρατιωτικοί που ήθελαν να με ανακρίνουν, να μάθουν πως βρέθηκα εκεί και γιατί, και από την άλλη οι γιατροί που ήθελαν απεγνωσμένα να καταγράψουν τα πως και τα γιατί της φυσικής μου κατάστασης σε σχέση με τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας που είχα δεχτεί στην έρημο. Υπήρχε κάποιος εκεί που κατέγραφε τα πάντα σε μια ψηφιακή κάμερα. Προφασίστηκα την απώλεια μνήμης αλλά μάλλον δεν έπεισα, χωρίς αυτό να με απασχολεί ιδιαίτερα. Η τύχη μου όμως δεν εξαρτιόταν από τους μικρογαλονάδες που με κρατούσαν στην έρημο. Η περίπτωση μου είχε ειδοποιηθεί στο Πεκίνο και δύο εβδομάδες μετά την σύλληψη μου ένα μεταγωγικό προσγειώθηκε στο στρατόπεδο για την παραλαβή μου. Με ανέβασαν στο σκάφος από τον καταπέλτη της ουράς με τα χέρια μου δεμένα πισθάγκωνα. Μόλις απογειωθήκαμε με έλυσαν. Μπορώ να πω πως μου φέρθηκαν πολιτισμένα. Ένας φαντάρος μου πρόσφερε τσιγάρο και το δέχτηκα ευχαριστώντας τον. Πρόσεξα το κουτί ελέγχου στο αμπάρι του αεροπλάνου καθώς το χειρίστηκε ένας αξιωματικός για να ανεβάσει τον καταπέλτη. Την ώρα της πτήσης, κάπου μία ώρα μετά την απογείωση, και όπως είχε χαλαρώσει κάπως η κατάσταση, εφάρμοσα ένα αυθόρμητο σχέδιο. Οι φαντάροι που με πρόσεχαν είχαν αποκοιμηθεί και το βουητό του αεροπλάνου ήταν τέτοιο που δεν θα άκουγε κανείς τίποτα ακόμα κι αν έβαζα τις φωνές. Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν μαζεμένοι μπροστά απασχολημένοι σε κάποια δικιά τους έντονη συζήτηση, μάλλον φώναζαν για να μπορούν να ακούν ο ένας τον άλλον. Πήγα στο κουτί ελέγχου και γύρισα αντίθετα τον μοχλό που είχα δει να κλείνει την πόρτα. Για ένα δευτερόλεπτο που μου φάνηκε ατελείωτο δεν έγινε τίποτα. Νόμισα πως εκεί τελείωνε η ευκαιρία μου όταν με ένα τεράστιο τράνταγμα, ο καταπέλτης άρχισε να κατεβαίνει. Έκανα πίσω και επέστρεψα στη θέση μου την στιγμή που οι αξιωματικοί ήρθαν έξαλλοι να δουν τι είχε συμβεί. Πριν στραφούν σε μένα έβαλαν τις φωνές στους αγουροξυπνημένους φρουρούς μου που κοίταζαν σαστισμένοι τον ουρανό που έχασκε πίσω τους. Η πτήση μας ήταν σχετικά χαμηλή και η πίεση στο σκάφος ήταν εναρμονισμένη με την εξωτερική γι αυτό και δεν υπήρξε κίνδυνος αποσυμπίεσης ή πτώσης. Ξαναγύρισαν τον μοχλό αλλά ο καταπέλτης δεν θα έκλεινε πριν ανοίξει πρώτα τελείως. Όταν έδωσαν επιτέλους την προσοχή τους σε μένα, ένα λεπτό αφού είχε ξεκινήσει ο συναγερμός, είχαν είδη χάσει την ευκαιρία τους. Με τρία πηδήματα βρέθηκα στο χείλος του καταπέλτη να κοιτάζω τον χάρτη της Κίνας να ξεδιπλώνεται κάτω από τα πόδια μου. Ομολογώ πως αναγούλιασα και το σχέδιο μου δεν φάνταζε τόσο παιχνιδάκι όπως το είχα φανταστεί. Οι αξιωματικοί άρχισαν να ουρλιάζουν προς το μέρος μου, κάποιοι μάλιστα πήραν το ρίσκο να με πλησιάσουν για να με αρπάξουν. Σήκωσα ήρεμα το χέρι μου και τους σταμάτησα αποσβολωμένους από την ηρεμία μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα έκπληκτα τους πρόσωπα. «Δεν πειράζει. Όλα είναι καλά» τους είπα στα Κινέζικα πριν βουτήξω στο κενό. Σαν εμπειρία δεν ήταν τόσο δυσάρεστη, όχι όπως η πτώση μου στο Αραράτ. Ένιωσα εκείνη την μεθυστική επήρεια της αδρεναλίνης όσων κάνουν ελεύθερη πτώση σαν σπορ. Η μέθη όμως χάθηκε την στιγμή που το έδαφος άρχισε να πλησιάζει απειλητικά. Μπορούσα πλέον να διακρίνω δένδρα και ανθρώπους σκυμμένους στα λασπώδη νερά ορυζώνων όταν ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Αυτή την φορά δεν είδα όλη μου την ζωή να παρελαύνει στο κεφάλι μου. Προς ανακούφιση μου έχασα τις αισθήσεις μου. 8. Όταν συνήλθα ξεκίνησε ένα νέο και αναπάντεχο κεφάλαιο στην ζωή μου. Την έλεγαν Φεν και ήταν είκοσι χρονών. Το όνομα της στην γλώσσα της σήμαινε ευωδία και ειρωνικά μεγάλωσε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε μια περιοχή με άγονα, πικρά χώματα, πλούσια σε κάρβουνο. Ο πατέρας της, τα αδέλφια της και ο σύζυγος της, που τον παντρεύτηκε στα δεκατρία, ήταν όλοι τους ανθρακωρύχοι. Ο πατέρας της είχε πεθάνει νέος με τα πνευμόνια του δηλητηριασμένα. Τρία αδέλφια και ο άντρας της σκοτώθηκαν σε ξέχωρα περιστατικά κατάρρευσης ορυχείων. Έμεινε χήρα χωρίς να προλάβει να κάνει παιδιά. Ξέμεινε να συζεί με τον μοναδικό αδελφό που της είχε απομείνει, τον Λοκ, ο οποίος συνέχισε να εργάζεται σε μια ντόπια επιχείρηση εξαγωγής άνθρακα. Ο μισθός ήταν πενιχρός και η ζωή τους απελπιστικά φτωχική. Η Φεν φρόντιζε το σπίτι και τον μικρό της λαχανόκηπο αλλά άρχισε να αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ακολουθήσει τον αδελφό της στα έγκατα της γης για έναν επιπρόσθετο πενιχρό αλλά αναγκαίο μισθό. Πολλές άλλες γυναίκες έκαναν την ίδια δουλειά αλλά ο Λοκ αρνιόταν πεισματικά να της το επιτρέψει. Τα μέτρα ασφαλείας στο ορυχείο ήταν ανύπαρκτα, τα ατυχήματα συχνά και τα θύματα πολλά. Βαθιά μέσα του ήξερε πως μια μέρα θα ερχόταν η σειρά του και ήθελε τουλάχιστον έναν συγγενή ζωντανό που θα τον κήδευε σωστά. Η περιοχή λεγόταν Λαν Τσόου. Η Φεν και ο Λοκ επέστρεφαν από την αγορά όταν με βρήκαν αναίσθητο σε ένα χαντάκι δίπλα στο σπίτι τους. Ευτυχώς η πτώση μου δεν είχε προκαλέσει κάποια ζημιά σε άνθρωπο ή περιουσία. Εκείνη την μέρα είχαν περάσει τριάντα χρόνια ακριβώς από την στιγμή που είχα αποχαιρετήσει τον αδελφό μου στο σπίτι μου στην Ελλάδα. Με μετέφεραν στο σπίτι τους και με φρόντισαν αν και δεν μπορούσαν να βρουν κάποια αιτία της κατάστασης μου. Δεν είχα εκδορές, μώλωπες ή άλλους εμφανείς τραυματισμούς στο σώμα μου. Η στολή που μου είχαν δώσει στο στρατόπεδο δεν είχε κάποιο σήμα ή γράμμα πάνω της έτσι τους ήμουν ένας γρίφος. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου την είδα να κάθεται στο προσκέφαλο μου, να με παρακολουθεί κατσουφιασμένη, γεμάτη απορίες. Την ερωτεύτηκα αμέσως και ας μην το κατάλαβα εκείνη την στιγμή. Ήταν πανέμορφη η Φεν, και υπό άλλες συνθήκες, αν είχε δηλαδή γεννηθεί στην Ευρώπη, δεν θα ήταν μια συνηθισμένη χωριατοπούλα που θα μαράζωνε σε τέτοιον τόπο. Είχε ψηλά ζυγωματικά, χλωμά, λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, μαύρα μαλλιά σαν το μετάξι, μακριά ως τους γοφούς, και παιδικά, κυρτά στις άκρες χείλη που όμως τόσο μα τόσο σπάνια χαμογελούσαν. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό, δυσανάγνωστο και μυστηριώδης. «Βοήθησε με. Μην με καταδώσεις» την παρακάλεσα. Εκείνη και ο αδελφός της είχαν πολλούς προσωπικούς λόγους να μην εμπιστεύονται τις αρχές, κι έτσι κέρδισα μια κάποια ασυλία στο φτωχικό τους. Στην αρχή δεν έβγαινα από το σπίτι το οποίο βρισκόταν απομονωμένο σε μια βραχώδη πλαγιά. Οι γονείς της Φεν δεν ήταν ντόπιοι. Ήταν αγρότες από άλλη επαρχία, είχαν μεγαλώσει σε ομορφότερο, πράσινο τόπο και είχαν φτάσει σε αυτή την περιοχή από ανάγκη, σε αναζήτηση δουλειάς. Κουβαλώντας μαζί τους τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής τους έχτισαν σε μικρογραφία ένα αντίγραφο του παλιού τους σπιτιού και ήταν ο πατέρας της που ξεκίνησε πρώτος τον λαχανόκηπο. Τα αναφέρω αυτά γιατί το σπίτι της Φεν και του Λοκ ήταν όμορφο και ερχόταν σε αντίθεση με τα μαυριδερά, καταθλιπτικά χαμόσπιτα που αποτελούσαν το χωριό τους. Γι αυτό και το κουκλίστικο αγροτόσπιτο είχε χτιστεί επίτηδες κάπως απομονωμένα. Ο κόσμος εκεί έκαιγε στις εστίες του το ίδιο το κάρβουνο για το οποίο μοχθούσε καθημερινά και μια θαμπή μαύρη ομίχλη έμοιαζε να καλύπτει μόνιμα τα πάντα. Στην αρχή δεν κυκλοφορούσα πολύ για να μην τραβήξω την περιέργεια του κόσμου. Μερικές μέρες αργότερα ακούστηκε πως ο στρατός έψαχνε το πτώμα κάποιου φαντάρου που είχε πέσει από μεταγωγικό σκάφος εν ώρα πτήσεως πάνω από την περιοχή. Ρωτούσαν τους κατοίκους αν είχαν δει τίποτα και τους ζητούσαν να έχουν τον νου τους αν έβρισκαν κάτι. Έθαψα καλά την στολή με την οποία με είχαν βρει και φόρεσα τα ρούχα κάποιου αδελφού της Φεν που μου έκαναν. Δεν απαίτησαν να μάθουν και έτσι δεν χρειάστηκε να τους δώσω κάποια εξήγηση, ούτε καν κάποιο ψέμα. Σε λίγο καιρό η έρευνα του στρατού ξεχάστηκε τελείως. Η περιορισμένη μου ζωή στο Λαν Τσόου ήταν μπορώ να πω βιβλικά ήσυχη. Ένιωθα ευτυχισμένος, βοηθούσα στις δουλειές και τις ανάγκες του σπιτιού, και δεν είχα καμία διάθεση να φύγω. Με τον Λοκ είχαμε γίνει φίλοι, καθόμασταν τα βράδια, τα πίναμε και τα λέγαμε, μια-δυο φορές τολμήσαμε να βγούμε και μαζί έξω να πάμε σε κάποιο καπηλειό. Συστήθηκα σαν δημοσιογράφος του National Geographic και κανείς δεν μου έδωσε δεύτερη σημασία. Ήξερα την γλώσσα αλλά δεν ήταν αρκετό. Άκουγα τις ιστορίες τους και έδινα βάση σε αυτά που εκείνοι οι άνθρωποι θεωρούσαν σημαντικά. Οι έγνοιες τους σπάνια απλώνονταν πέραν των συνόρων της περιοχής τους. Η ζωή και ο θάνατος των ιδίων και των αγαπημένων τους ήταν το θέμα των ονείρων και των τραγουδιών τους. Αποζητούσα να εγκλιματιστώ καθώς είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι πόσο ερωτευμένος ήμουν. Το ίδιο είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται κι εκείνη, να αντιλαμβάνεται τα δικά μου αισθήματα εννοώ γιατί το αν ήταν αμοιβαίο αυτό ήταν μια άλλη ιστορία. Δεν με είχε κοιτάξει ποτέ γλυκά, δεν μου είχε σκάσει ποτέ ένα χαμόγελο. Κάποιο βράδυ ο αδελφός της θυμήθηκε ένα παλιό περιστατικό, κάτι αστείο που είχε συμβεί με τον πατέρα και την μητέρα τους και η Φεν άρχισε να γελάει τόσο αναπάντεχα που έμεινα έκπληκτος. Μπορώ να πω πως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα υπέροχα δόντια της, και το πόσο γλυκιά και όμορφη ήταν χαμογελαστή, έλαμπε ολόκληρη. Η ίδια δεν έδειξε να προσέχει την διαφορά, το αναπάντεχο εκείνο δώρο πέρασε αδιάφορο. Τόλμησα λοιπόν ένα άλλο βράδυ που καθόμασταν μόνοι μας δίπλα στην φωτιά να απλώσω το χέρι μου και να πιάσω το δικό της. Δεν το τράβηξε αμέσως, έμοιασε να βυθίζεται σε σοβαρές σκέψεις, και όταν αποτραβήχτηκε γύρισε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε πως αν ήθελα να συνεχίσω να ζω μαζί τους έπρεπε να πιάσω δουλειά. Το ορυχείο στο οποίο δούλευε ο αδελφός της δεν ήταν κρατικό, ανήκε σε ιδιώτες, μία από τις πολλές παράνομες επιχειρήσεις που ευδοκιμούσαν στην Κίνα. Το κράτος έκανε τα στραβά μάτια και αυτά τα ορυχεία, με εγκληματική αμέλεια ως προς την εργατική ασφάλεια, έδιναν δουλειά σε άνεργους που είχαν απολυθεί από τις αντίστοιχες κρατικές επιχειρήσεις. Ο κόσμος μετανάστευε στις επαρχίες ψάχνοντας δουλειά και δεν ήταν ασυνήθιστο να υπάρχουν και μη Κινέζοι ανάμεσα τους, υπήρχαν ήδη τρεις ξένοι σαν κι εμένα σε αυτό το ορυχείο. Ο αδελφός της μπορούσε να μου εξασφαλίσει μια θέση. Φυσικά δέχτηκα. Οι αναθυμιάσεις, ο σωματικός κόπος, τίποτα από αυτά δεν μπορούσαν να με αγγίξουν. Η θωράκιση μου όμως δεν έκανε την εμπειρία λιγότερο τρομακτική. Παλιές, σκουριασμένες τροχαλίες τρίζοντας και βογκώντας μας κατέβαζαν εκατό και παραπάνω μέτρα στα έγκατα της γης, για δέκα ώρες ή περισσότερο την φορά. Η ζέστη του κέντρου του πλανήτη ήταν διάχυτη μέσα στις σήραγγες, τα κάρβουνα που σπάζαμε έκαιγαν στα χέρια μας. Ήμασταν ζωντανοί στον Άδη, δουλεύαμε μέσα σε έναν ομαδικό τάφο που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να γίνει ο δικός μας. Αυτό το κομμάτι της δουλειάς το συνήθισα, εκείνο που δεν ξεπέρασα ποτέ ήταν τα πρόσωπα με τα επίπονα χαρακτηριστικά που με περιτριγύριζαν καθημερινά εκεί κάτω. Για άλλη μια φορά βρισκόμουν κολλητά με ανθρώπους που αργοπέθαιναν. Στα χρόνια που ακολούθησαν παραβρέθηκα στις κηδείες πολλών εξ αυτών και μετά από καιρό, μέσα στο μισοσκόταδο του ορυχείου, νόμισα πως έβλεπα στους ζωντανούς τα πρόσωπα αυτών που είχαν πεθάνει, είχα χάσει πλέον το λογαριασμό του ποιος ζούσε και του ποιος ήταν σκέτη ανάμνηση. Ένα βράδυ η Φεν ήρθε στο κρεβάτι μου. Χώθηκε βουβά κάτω από τα σκεπάσματα και με αγκάλιασε σφιχτά πάνω της. Δεν είχε προηγηθεί καμία ιδιαίτερη στιγμή στην αναπάντεχη προσφορά της. Η προσμονή που είχα ζήσει από την ημέρα που την αντίκρισα δεν με είχε προετοιμάσει για την ηδονή που μου χάρισε τόσο περίτεχνα εκείνο το βράδυ, κάτι τόσο αναπάντεχο σε σχέση με τον συγκρατημένο της χαρακτήρα. Στα τριάντα χρόνια της αθάνατης ζωής μου είχα την ευκαιρία να γνωρίσω το σεξ στην αγοραία του μορφή και μόνο, πολλές φορές στην διάρκεια της ζωής μου στον Νείλο, μια φορά στο Μογκαντίσου και άλλες δύο στην Ινδία. Όλες οι εμπειρίες είχαν αποδειχτεί ικανοποιητικές αλλά ανίκανες να με μαγέψουν, να με αιχμαλωτίσουν. Η πρώτη μου νύχτα με την Φεν ήταν κάτι που δεν είχα βιώσει ποτέ πριν, ούτε σαν κοινός θνητός. Το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένους και όταν ξύπνησε εγώ ήδη την μελετούσα από ώρα αχόρταγα. Στον ύπνο το πρόσωπο της χαλάρωνε, έχανε την σκληράδα του, γινόταν αγγελικό. Μόλις με αντίκρισε στο φως της ημέρας δεν μου χαμογέλασε, έκανε αντ’αυτού να σηκωθεί για να ζεστάνει τσάι. Την κράτησα παγιδευμένη σφιχτά στην αγκαλιά μου και της είπα πως δεν επρόκειτο να την αφήσω να φύγει αν δεν δεχόταν πρώτα να με παντρευτεί. Απέτυχε να αναγνωρίσει το χιούμορ στην συμπεριφορά μου. Με έσπρωξε και σηκώθηκε εκνευρισμένη. Μου είπε να συζητήσω το θέμα με τον αδελφό της και χάθηκε στην κουζίνα χωρίς άλλη κουβέντα. Ντύθηκα και έφυγα για την δουλειά πειραγμένος αλλά και μπερδεμένος εφόσον μου άφηνε και ένα παραθυράκι ελπίδας. Πρέπει να ήταν στα μισά της βάρδιας, δουλεύαμε με τον Λοκ το μεγάλο τρυπάνι σε μια από τις καινούργιες σήραγγες, όταν μια μεγάλη έκρηξη συγκλόνισε το έδαφος πάνω από τα κεφάλια μας. Το στόμιο του ορυχείου άρχισε να καίγεται και διοξείδιο του άνθρακα μπούκωσε όλα τα τμήματα. Πριν σβήσουν τα φώτα άρπαξα τον Λοκ που στεκόταν δίπλα μου και όταν τον ένιωσα να χάνει τις αισθήσεις του τον σήκωσα στους ώμους μου και πήρα τον δρόμο για επάνω μέσα στο σκοτάδι από μνήμης. Ευτυχώς που ο φουκαράς ήταν ελαφρύς και μπορούσα να τον κουβαλώ εύκολα. Χρειάστηκαν δύο ώρες για να φτάσω στο τμήμα που φλεγόταν και εκεί διακινδύνεψα να τον περάσω μέσα από την φωτιά. Ήταν η μόνη του ελπίδα για να ζήσει και τα κατάφερα με λίγα εγκαύματα στα γένια και τα μουστάκια του. Όταν τον εναπόθεσα λιπόθυμο μπροστά στους εργάτες που περίμεναν έξω, οι ερωτήσεις για τους υπόλοιπους συναδέλφους με έσπρωξε στο να γυρίσω πίσω στο δηλητηριασμένο σκοτάδι να ψάχνω ψηλαφιστά και για άλλους. Έβγαλα από τις σήραγγες δέκα άντρες, τρεις όμως από αυτούς δεν συνήλθαν ποτέ. Προς το τέλος της ημέρας είχαν μαζευτεί και οι χωρικοί που είχαν ακούσει τα νέα και είχαν τρέξει να μάθουν για τους δικούς τους. Η Φεν εμφανίστηκε στο πλήθος με ένα κενό, ανέλπιδο βλέμμα, και όταν με είδε μπροστά της ζωντανό, όταν είδε τον Λοκ δίπλα μου να συνέρχεται, έμεινε να μας κοιτάζει σαν να έβλεπε φαντάσματα. Όχι δεν χαμογέλασε, έπεσε όμως πάνω μου και με έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της. Κλαίγοντας αγκάλιασε και τον αδελφό της. Σε μία εβδομάδα η Φεν έγινε η νόμιμη μου σύζυγος. Συνεχίζεται 30 Απριλίου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 29, 2007 Author Share Posted April 29, 2007 9. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για την Φεν να βρει το χαμόγελο της. Πέντε χρόνια για να βεβαιωθώ κι εγώ πως ήταν κι εκείνη ερωτευμένη μαζί μου. Σε πέντε χρόνια όχι μόνο ήμουν ακόμα ζωντανός, επιβίωσα άλλα δύο ατυχήματα και δεν είχα αρρωστήσει ποτέ, ούτε καν για να βγάλω έναν ψιλό βήχα. Ήμουν μια συνεχή έκπληξη για εκείνη. Άρχισε επιτέλους να χαλαρώνει και να πιστεύει πως γι αυτόν τον άντρα δεν θα έχυνε άλλα δάκρυα. Ήξερα πως της όφειλα μια εξήγηση, ήταν αναπόφευκτη. Όσο όμως συνειδητοποιούσαμε την ευτυχία μας τόσο και το ανέβαλα για αργότερα. Αυτά που ήξερε για μένα ήταν πως ήμουν Έλληνας και πως σε μια κρίση είχα εγκαταλείψει το σπίτι μου ψάχνοντας μιαν απάντηση στο νόημα της ζωής. Όσον αφορούσε εκείνη αυτό μου το ταξίδι είχε ξεκινήσει κάπως πρόσφατα. Της είπα πως πέρασα κάποιες οδυνηρές εμπειρίες που με είχαν οδηγήσει στην πόρτα της αλλά δεν ήμουν έτοιμος να τις μοιραστώ ακόμα μαζί της. Η Φεν είχε μια κάποια τυφλή πνευματική αφοσίωση σε ένα κράμα ταοϊσμού και βουδισμού και συμπέρανε πως το ταξίδι μου, παρακινούμενο από κάποια εσωτερική αγωνία ήταν καθαρά θρησκευτικό. Δεν θέλησα να της χαλάσω το συμπέρασμα αλλά και ποιος ήμουν εγώ να πω πως είχε άδικο; Στην Σαγκάη, όταν ανακάλυψε πως κοντά στο σπίτι μας υπήρχε ορθόδοξος χριστιανικός ναός, εκπλάγηκε για την αδιαφορία μου στο χαρμόσυνο νέο που έτρεξε να μου πει. «Πως μπορεί κάποιος που σώθηκε τόσες φορές από τα δόντια του χάρου να είναι τόσο αγνώμων στον Θεό του;» μου έλεγε συχνά. Εντωμεταξύ ο Λοκ είχε αποβιώσει από την ίδια αιτία που είχαν χάσει τον πατέρα τους, αφού υπέφερε πρώτα δύο χρόνια τις επιπτώσεις του ατυχήματος που γλίτωσε στο ορυχείο. Στο ίδιο εκείνο ατύχημα είχε σκοτωθεί και ένας Γάλλος. Εξαγοράζοντας κάποια αφεντικά της επιχείρησης κατάφερα να οικειοποιηθώ την ταυτότητα και τα χαρτιά παραμονής του. Εφόσον μιλούσα και Γαλλικά η κάλυψη ήταν τέλεια. Όταν θάψαμε τον Λοκ πήρα μια σημαντική απόφαση. Θα έπαιρνα την Φεν και θα φεύγαμε μακριά από εκείνον τον καταραμένο τόπο. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να κάνουμε τις απαιτούμενες οικονομίες που θα μας εξασφάλιζαν τα κατάλληλα εισιτήρια. Ράγισε η καρδιά μου από όσα μου αναμοχλεύτηκαν βλέποντας την να κλαίει που αποχαιρετούσε το σπίτι των γονιών της, και φυσικά τον μικρό της λαχανόκηπο. Έτσι μια μέρα βγήκαμε από εκείνη την μαύρη ομίχλη επιβιβασμένοι σε ένα τρένο για την Σαγκάη. Η Φεν θα έβλεπε για πρώτη φορά στην ζωή της την θάλασσα. Έχοντας καταφέρει να επιβιώσω τρία ατυχήματα στο ίδιο ορυχείο κέρδισα την προσοχή των αφεντικών της επιχείρησης. Μου πρότειναν ένα πιο υπεύθυνο πόστο με καλύτερα λεφτά. Είχα δεχτεί για να καταφέρω να βοηθήσω οικονομικά τον γάμο μου αλλά και επειδή έλπιζα να συμβάλλω σε καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους ταλαίπωρους ανθρακωρύχους. Τίποτα όμως δεν έμελλε να αλλάξει. Τα αφεντικά απλώς με χρησιμοποιούσαν για να επιβάλλουν την ίδια εκμετάλλευση εφόσον είχα γίνει αγαπητός στους εργάτες έχοντας διασώσει αρκετούς από αυτούς. Ευτυχώς με εκείνα τα λεφτά κατάφερα να απαλλαγώ γρηγορότερα από εκείνη την ζωή. Έχοντας γίνει ένας απλός παρατηρητής της μη αναστρέψιμης δυστυχίας του ανθρώπου είχα χάσει πλέον κάθε μάταια ηθική που θα ενοχλούσε την συνείδηση μου. Εκμεταλλεύτηκα με την σειρά μου τα αφεντικά για να κερδίσω κάποιες συστάσεις σε δικούς τους ανθρώπους στην Σαγκάη για κάποια καλή θέση εργασίας. Πολλές πετροχημικές εταιρείες Γαλλικών συμφερόντων έχτιζαν εργοστάσια σε όλη την Κίνα εκείνον τον καιρό. Μια τέτοια μονάδα φυσικού αερίου στηνόταν τότε στα προάστια της Σαγκάης. Οι σχέσεις των Γάλλων με τους ντόπιους εργοδηγούς, όλοι μέλη κάποιας μαφίας, δεν ήταν και οι καλύτερες. Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν δικούς τους μη συμπαθής διερμηνείς. Σε έναν από τους Κινέζους εργοδηγούς, ένα μεγάλο αφεντικό, ήρθα συστημένος και άρχισα δουλειά σαν μεταφραστής και μεσάζων. Προείχε ο έρωτας μου για την Φεν και έβγαζα καλά λεφτά για το νέο μας σπιτικό στην Σαγκάη. Φτάσαμε στην πολύβουη πόλη μέσα σε τοπικές και διεθνής συγκρούσεις. Η Βόρειος Κορέα και οι Ηνωμένες Πολιτείες χτυπήθηκαν στη θάλασσα σε μια σημαντική ναυμαχία που στοίχισε ακριβά και στους δύο. Η Κίνα βρέθηκε στην λεπτή θέση όχι μόνο να βρεθεί ανάμεσα στους δύο αντιπάλους αλλά την ίδια στιγμή είχε να αντιμετωπίσει και μια κρίση πιο προσωπική. Μια εξέγερση στην Ταϊβάν πυροδότησε ένα νέο φοιτητικό κίνημα στην ενδοχώρα με αίτημα τον εκδημοκρατισμό. Αυτή η επανάσταση δεν θα αντιμετωπιζόταν τόσο απλά όσο εκείνη της πλατείας Τιενανμέν δεκαετίες πριν. Το σπίτι μας ήταν σεμνό αλλά φορές ανώτερο από αυτό που είχαμε αφήσει πίσω. Από μακριά, όταν δεν εμπόδιζε η μόλυνση του αέρα, μπορούσαμε να διακρίνουμε την λουρίδα της θάλασσας. Και φυσικά είχαμε κι έναν κήπο στον οποίο η Φεν σκάλισε έναν νέο, καλύτερο λαχανόκηπο. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από την μέρα που αποχαιρέτησα τον αδελφό μου, είχα μια αναπάντεχη κρίση νοσταλγίας. Το σκεφτόμουν και το πιλάτευα όλη μέρα μέχρι να βρω το κουράγιο να σηκώσω το ακουστικό και να σχηματίσω τον αριθμό που ακόμα μνημόνευα. Αν ζούσε ο αδελφός μου θα ήταν εξήντα τριών. Άκουσα την ψυχρή, μαγνητοφωνημένη φωνή μιας γυναίκας που με πληροφορούσε πως ο αριθμός που καλούσα δεν ίσχυε πλέον. Εδώ τελείωνε λοιπόν, τώρα θα έθαβα όσα με συνέδεαν με το παρελθόν μου, τελειωτικά. Θα μπορούσα να καλέσω τις πληροφορίες και να δώσω το όνομα του αλλά είχα χάσει το θάρρος μου πλέον. Δεν είχα σκοπό να του μιλήσω φυσικά, ήθελα μόνο να ακούσω την φωνή του. Κατεβάζοντας το ακουστικό ήταν σαν να τον αποχαιρετούσα για δεύτερη φορά κι αυτή η φορά ήταν πιο επώδυνη. Δεν θα το επιχειρούσα ποτέ ξανά και αυτό ήταν μέρος της κατάρας που είχα επιβάλλει στον εαυτό μου. Στην ατελείωτη αθάνατη ζωή μου δεν έπαψε ποτέ να με βασανίζει που δεν έμαθα ποτέ και που δεν πρόκειται να μάθω πως κατέληξε η ζωή του. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω, δεν μπορώ να τον βγάλω από την καρδιά και την συνείδηση μου. Όποια στενοχώρια του προξένησε η εξαφάνιση μου δεν την άξιζε. Η αλλαγή της ζωής μας άλλαξε και την Φεν. Πηγαίναμε συχνά στην πόλη, χαζεύαμε την κίνηση στις εκβολές του Γιανγκτσέ με τα ποταμόπλοια να μπαινοβγαίνουν στην μεγάλη θάλασσα. Ο απέραντος υγρός ορίζοντας της άνοιξε την φαντασία, άρχισε να ονειρεύεται ταξίδια σε άλλες χώρες. Δεν είχε την διάθεση φυσικά να τα πραγματοποιήσει, ήταν όμως η διαδικασία της ονειροπόλησης που την γέμιζε. Είδε αλλιώς την ζωή της, παρ’ όλες της αναταράξεις που στιγμάτιζαν την επικαιρότητα έγινε η ίδια πιο αισιόδοξη. Δεν έκανε νύξεις αλλά αναρωτήθηκε ευθέως στην προοπτική να κάναμε ένα παιδί. Τότε ήταν που της φανέρωσα την πρώτη σημαντική μου αλήθεια, ή μάλλον μισή αλήθεια, πως ήμουν στείρος. Ομολογώ πως δεν ήμουν προετοιμασμένος για την απογοήτευση που είδα στο πρόσωπο της. Ο πόνος της με πλήγωσε βαθιά και υπέφερα περαιτέρω καθώς τα επόμενα χρόνια ήμουν μάρτυρας της διαδικασίας αποδοχής από μέρους της πως δεν θα γινόταν ποτέ μητέρα. Μπορούσαμε να υιοθετήσουμε αλλά επέβαλα βέτο χωρίς φυσικά να της πω τον αληθινό λόγο. Την άφησα να νομίζει πως δεν ήθελα να φέρω παιδιά σε έναν αρρωστημένο κόσμο και δεν υπήρχε λόγος να υποψιαστεί πως τα κίνητρα μου ήταν άλλα. Συνέβαιναν αρκετά γύρω μας για να ενισχύσουν την θέση μου. Στην δουλειά μου είχα προαχθεί σε σύμβουλο ασφαλείας του εργοστασίου, με καλύτερο μισθό, και ήμουν μάρτυρας από πρώτο χέρι στην διαφθορά και στις παραβάσεις που εγκληματικά ενθαρρύνονταν. Λίγα χρόνια μετά την μετακόμιση μας στο Πεκίνο εκείνο το εργοστάσιο τινάχτηκε στον αέρα σκοτώνοντας χιλιάδες. Στο θέμα του παιδιού είχα επίσης με το μέρος μου το πλεονέκτημα πως η γυναίκα μου είχε γεννηθεί σε μια κοινωνία που επιβαλλόταν η θέληση του άντρα και μια κοινωνία πολυπληθή όπου η γέννηση ενός παιδιού δεν ήταν πάντα χαρμόσυνο γεγονός, ιδιαίτερα όταν το παιδί ήταν κορίτσι. Η συμπεριφορά μου στην γυναίκα που αγαπούσα ήταν επαίσχυντη και δεν επιθυμώ ούτε να με δικαιολογήσω ούτε να με απαλλάξω από την ενοχή αλλά δυστυχώς θα δικαιωνόμουν για την στάση μου και μάλιστα οδυνηρά πολύ σύντομα. Ζήσαμε στην Σαγκάη δεκαπέντε χρόνια. Δεν έπαψα να αγαπώ ποτέ την γυναίκα μου. Μπορώ να πω πως τα πήγαμε καλά και ζήσαμε μια σχετικά ήρεμη και εξασφαλισμένη ζωή. Ο κόσμος δεν έπαψε να συγκλονίζεται από συρράξεις, πότε εδώ, πότε εκεί, το έργο ήταν πάντα το ίδιο οι πρωταγωνιστές μόνο άλλαζαν, οι εξουσίες μετατοπίζονταν, η βία και η αδικία συνέχιζαν να επικρατούν και τελικά καμία δυστυχία δεν έδειχνε να αγγίζει τον γάμο μας. Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μάθημα ιστορίας αλλά να καταθέσω την δική μου αλήθεια και πως την βίωσα μέσα στον χρόνο. Καθώς περνούσαν τα χρόνια είχε γίνει πλέον συνεχόμενο αστείο μεταξύ μας το πόσο νέος και αγέραστος εξακολουθούσα να δείχνω σε σχέση με εκείνη. Κάθε σχόλιο της πάνω σε αυτό το θέμα, όσο ελαφρά και αν έπεφτε, ήταν βάρος αφόρητο στην συνείδηση μου. Η Φεν μου άλλαζε σιγά-σιγά χωρίς εγώ να προσέχω ποτέ την διαφορά. Μου έδειχνε εκείνη τις νέες της ρυτίδες, τις λευκές τούφες που ανακάλυπτε, αλλά στα μάτια μου ήταν πάντα η γυναίκα που είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά είκοσι και κάτι χρόνια πριν. Μια κρύα νύχτα του χειμώνα, κουλουριασμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κάτω από την κουβέρτα, στο αχνό φως της σόμπας της είπα όλη την αλήθεια. Είχε έρθει η ώρα να μετακινηθούμε. Έπρεπε να αλλάξουμε πόλη, δουλειά, ταυτότητα. Δεν μπορούσα να της ζητήσω να μπει σε όλη αυτή την ταλαιπωρία χωρίς να της πω την αλήθεια, χωρίς να της αποκαλύψω την αναγκαιότητα της μετακίνησης. Με άκουσε προσεκτικά όση ώρα μιλούσα και όταν τελείωσα δεν είπε τίποτα για αρκετή ώρα. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να με πιστέψει. Κατά βάθος ήταν σαν να το ήξερε ήδη. Είκοσι χρόνια αναμνήσεων κοινού έγγαμου βίου ήταν διάσπαρτα με μικρές αποδείξεις. Δεν μπορώ να πω πως ακολούθησε, ή πως έγινε ποτέ, η μία και μοναδική μεγάλη συζήτηση. Το θέμα θα προέκυπτε ξανά και ξανά, σε μικρές δόσεις, σε διάφορες εκδοχές. Η πιο κοινή του μορφή, πότε σαν αστείο, πότε σε κρίσεις αληθινού πανικού, ήταν ο φόβος της πως μια μέρα, όταν θα γερνούσε και δεν θα ήταν πια όμορφη θα την εγκατέλειπα για να βρω μια νεαρότερη γυναίκα. Δεν κουράστηκα ποτέ να αντιμετωπίζω την επιθετική της ζήλια, στις περιπτώσεις που εκδηλωνόταν προς κάποια γειτόνισσα ή νεαρή πωλήτρια ή να της επιβεβαιώνω την αγάπη μου με υπομονή, ήρεμη σιγουριά και τρυφερότητα. Δεν υπήρξε ποτέ από μέρους της φθόνος ή μνησικακία για την αθανασία μου, ούτε ακόμα κι εκείνους τους χειμώνες που τα αρθριτικά την γονάτιζαν από τους πόνους. Πίστευε, και μαλώναμε συχνά γι αυτό, πως άξιζα το «θείο» δώρο που μου είχε δοθεί αλλιώς δεν θα μου είχε χαριστεί. Επέμενα να της επαναλαμβάνω πως είχα την ευκαιρία να ζητήσω ότι ήθελα, οτιδήποτε, πλούτη και δόξα, μπορούσα να είχα γίνει ένας ποπ σταρ, αλλά είχα πάρει την απόφαση μου βάση των πιο μικροπρεπών, εγωιστικών κινήτρων που είχε ποτέ άνθρωπος. «Το φως ήξερε τι θα ζητήσεις. Σου παρέδωσε αυτό που ήταν από πάντα το πεπρωμένο σου» ήταν η ακλόνητη γνώμη της. Και τι μπορούσα να κάνω με αυτό το χάρισμα της αντέτεινα, δεν μπορούσα να βοηθήσω κανέναν, δεν ένιωθα παρά ένας απλός παρατηρητής της ατέρμονης ασχήμιας του κόσμου. «Μήπως ξέχασες τους εργάτες που έσωσες στα ορυχεία;» μου υπενθύμισε. «Θα έρθει η μέρα που θα αποδεχτείς την μοίρα σου, θα πάψεις να φοβάσαι και να κρύβεσαι. Απλώς δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα σου.» Θα αργούσαν πολύ να επαληθευτούν τα λόγια της ήταν παρόλα αυτά προφητικά. Ήδη, σαν ένας άντρας που ζούσα στο πλευρό της, δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που είχε κάνει εκείνη την ευχή. Τελείως τυχαία μια μέρα, διαβάζοντας πρώτα κάποιο περιοδικό που ασχολούνταν με ανεξήγητα φαινόμενα, υπερφυσικά ή παραφυσικά, και ψάχνοντας στο διαδύκτιο αργότερα, ανακάλυψα πως δίπλα στον χιονάνθρωπο των Ιμαλαίων, το τέρας του Λοχ Νες και τα λείψανα του Ρόζγουελ φιγουράριζε πλέον και ο Άνθρωπος του Κουμ Κουντούκ, ένα μυστηριώδης ον που είχε ξεπηδήσει ανέπαφο από μια πυρηνική δοκιμή των Κινέζων. Η ιστορία, και το ψηφιακό υλικό, είχαν διαρρεύσει και ένας νέος μοντέρνος μύθος είχε γεννηθεί. Είδα της φωτογραφίες μου από το στρατόπεδο, εικαζόταν πως υπήρχε καταγεγραμμένο ολόκληρο το συμβάν της ανακάλυψης, αιχμαλωσίας και εξέτασης μου, και για άλλη μια φορά, εδώ είναι για μένα το μυστήριο, η ποιότητα των εικόνων ήταν πτωχή εως άθλια. Μα ήταν ψηφιακή η κάμερα, γιατί η αναπαραγωγή των εικόνων να έχουν αυτό το χάλι; Ίσως το μυστήριο να μην ήταν τόσο ελκυστικό χωρίς αυτή την πινελιά. Αυτή η καταγραφή του περάσματος μου, σαν μια υποσημείωση της ιστορίας, δεν με ταλαιπώρησε ποτέ, κανείς ποτέ δεν με αναγνώρισε. Ήταν πάντα εκεί ο Άνθρωπος του Κουμ Κουντούκ, συζητιόταν, έγινε ντοκιμαντέρ και δύο βιβλία αλλά εμένα δεν με ενόχλησε κανείς. Μετακομίσαμε στο Πεκίνο κάνοντας άλλη μια νέα εκκίνηση στην ζωή μας. Κατάφερα πάλι να αποκτήσω μια νέα ταυτότητα και με διασυνδέσεις της μαφίας μια νέα δουλειά σε άλλο εργοστάσιο της ίδιας εταιρείας. Η αλλαγή αποδείχτηκε εξουθενωτική, κυρίως συναισθηματικά, για εκείνη. Η Φεν δεν είχε το κουράγιο να στήνει ξανά ένα νέο σπιτικό. Είχα τα λεφτά να της προσφέρω μεγαλύτερο και ανετότερο σπίτι στα προάστια της πόλης και με δύο υπηρέτες να φροντίζουν την κάθε της ανάγκη. Αδιαφόρησε, αρνήθηκε να δεθεί με το νέο της περιβάλλον πλην μιας γωνιάς του κήπου όπου έφτιαξε έναν ακόμα λαχανόκηπο. Έπρεπε όμως πάνω σε όλα να δεχτεί και την πίκρα της νέας μας ταυτότητας για τα μάτια του κόσμου. Δεν ήμασταν πλέον αντρόγυνο. Ήμουν ο γαμπρός της, ήταν η πεθερά μου. Σαν χήρος που υπεραγαπούσα την γυναίκα μου συζούσα τώρα και φρόντιζα την πεθερά μου. Αυτό το σενάριο το διατηρήσαμε και στις επόμενες δύο μετακινήσεις μας. Αυτή τη φορά όμως απλώς αλλάξαμε προάστια μένοντας πάντα γύρο από το Πεκίνο, μια πόλη αρκετά μεγάλη και χαοτική για να διακινδυνεύσουμε τυχόν ανακάλυψη μας από άτομα που μας γνώριζαν από πριν. Αυτό επιβλήθηκε κυρίως λόγω της ηλικίας της Φεν που είχε ήδη αρχίσει να πάσχει από τα αρθριτικά της. Δεν έπαψα να την λατρεύω και αισθανόμουν ευγνώμον που είχα την ακούραστη δύναμη και τα χρήματα να μπορώ να την προσέχω και να κάνω την ζωή της όσο άνετη γινόταν. Δεν ήθελα ούτε να διανοηθώ πως θα ήταν η προοπτική να την χάσω, και χειρότερα, να είμαι τελείως ανίκανος να την ακολουθήσω. Η πιο γλυκιά μου παρηγοριά ήταν να την βλέπω να πιστεύει πόσο πολύ την αγαπούσα. Οι σκηνές ζηλοτυπίας είχαν πλέον τελειώσει. Ξαπλωμένη στο πλευρό μου την έβλεπα να με κοιτάζει αχόρταγα, να μονολογεί για τον άντρα της που είχε παραμείνει το παλικάρι που είχε πρωτογνωρίσει στα νιάτα της, πόσες γυναίκες είχαν το προνόμιο να το λένε αλλά και να το εννοούν κυριολεκτικά; Ενώ δεν με πείραζε, όσο γερνούσε αισθανόταν όλο και πιο διστακτική να γδύνεται μπροστά μου. Το ίδιο βέβαια δεν ίσχυε στο αντίθετο και ήταν κάτι που απολάμβανε απόλυτα. «Που να με έβλεπαν οι γειτόνισσες τώρα» αστειευόταν ξαπλωμένη πάνω μου στο κρεβάτι. Την χρονιά που κλείσαμε εβδομήντα χρόνια γάμου ο ιός της άτυπης πνευμονίας, σε μια νέα φονική μετάλλαξη σάρωσε την Ασία σκοτώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν ένας εφιάλτης όχι διαφορετικός από τον Μαύρο Θάνατο που αφάνισε την Ευρώπη τον Μεσαίωνα. Το Πεκίνο χτυπήθηκε άσχημα. Άνοιξαν ομαδικοί τάφοι για να καλύπτεται η συρροή των νεκρών και να προλαμβάνεται η μετάδοση της αρρώστιας. Φορτηγά με πτώματα διέσχιζαν τους δρόμους και οι αρχές χτυπούσαν τις πόρτες καθημερινά για να σιγουρευτούν αν οι νοικοκυραίοι ήταν ακόμη ζωντανοί. Οι συνεχόμενες νεροποντές δυσχέραιναν την κατάσταση δυσκολεύοντας τις μετακινήσεις όσων επιθυμούσαν να διαφύγουν αλλά και την προσβασιμότητα από ανθρωπιστικές βοήθειες. Με την Φεν παραμέναμε κλεισμένοι στο σπίτι μας, παρακολουθούσαμε όλη την φρίκη από την τηλεόραση, δεν είχαμε το κουράγιο να ανοίξουμε τα παράθυρα. Έβγαινα μόνο εγώ κάθε τόσο για προμήθειες, φαγητό και φάρμακα για εκείνη. Η Φεν δεν ανησυχούσε φυσικά καθόλου για μένα και μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για μένα όσον την αφορούσε. Την ικέτευα να μην βγαίνει ούτε στον κήπο αλλά παρά τα αρθριτικά της επέμενε να με αγνοεί για να φροντίζει τα λάχανα της. 10. Ήταν η πρώτη φορά σε δύο εβδομάδες που ήρθε ο ήλιος να διώξει τα σκούρα σύννεφα και μαζί την κατήφεια τους. Έδωσε μιαν άλλη νότα στο πρωινό μας ξύπνημα. Μέχρι και η Φεν δήλωσε πως οι κλειδώσεις της την ενοχλούσαν λιγότερο από συνήθως. Δεν ξέραμε πόσο θα κρατούσε ο καιρός την καλή του διάθεση, ήταν όμως μια καλή ευκαιρία να πεταχτώ μέχρι την αγορά για προμήθειες. Φάγαμε πρώτα ένα καλό πρόγευμα και θα ήθελα να το τονίσω για να μην ξεχαστεί, μπορεί η Φεν να ήταν ενενήντα χρονών με ολόλευκα μαλλιά, διατηρούσε όμως, από θαύμα όπως έλεγε, όλα της τα δόντια. Φορές, όταν με έπιανε να την παρατηρώ, μου τα γύμνωνε επιδεικτικά για να μου δείξει μάλλον ένα μέρος της που δεν είχε γεράσει. Το έκανε και τότε, σε εκείνο το τελευταίο πρωινό μας, όταν με είδε να την κοιτάζω να πίνει το τσάι της. Ήταν ένα από τα πολλά τρυφερά μας καλαμπουράκια. Την φίλησα πεταχτά πριν βγω από το σπίτι και αυτή την φορά δεν της ζήτησα να μείνει μέσα, να μην βγει στον κήπο. Δεν είχα καρδιά να της στερήσω τον ήλιο μετά την μαυρίλα που είχαμε υποστεί εκείνες τις μέρες. Σε αντίθεση με τον καιρό η εικόνα της πόλης εξακολουθούσε να παραμένει ζοφερή. Δύσκολο να διατηρήσεις το χαμόγελο σου σε έναν λαμπρό ουρανό με τους νεκρούς να παρελαύνουν εδώ κάτω στη γη. Κόκκινη λάσπη και μαύρα νερά κάλυπταν τους δρόμους και μαζί σκέπαζαν κάθε ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων. Οι αρχές μάταια μας διαβεβαίωναν πως ο ιός είχε ήδη περιοριστεί και πως είχε σταματήσει κάθε νέο κρούσμα. Η μαγαζάτορας που μου πούλησε το τσάι έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα πάνω μου. Είχε χάσει τον άντρα και το παιδί της στον ιό. Πολλοί πελάτες της είχαν πάψει να έρχονται γιατί ήταν νεκροί. Εγώ, θα αναρωτιόταν, γιατί ήμουν ακόμα ζωντανός; Την πλήρωσα, την ευχαρίστησα και έφυγα από το μαγαζί της όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν επρόκειτο να με αντικρίσει ξανά και εύχομαι αυτό να απάλυνε κάπως τον πόνο της. Όσο έλειπα, η Φεν θα βγήκε κάποια στιγμή από το σπίτι λίγο μετά την αναχώρηση μου. Δεν ξέρω πως αλλά θα πρέπει να σκόνταψε ή να γλίστρησε στα τρία μαρμάρινα σκαλιά που κατέβαιναν από την βεράντα της κουζίνας στο επίπεδο του κήπου. Έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της και έμεινε εκεί, το καλαθάκι με την μικρή τσάπα και το κλαδευτήρι δίπλα της. Έτσι την βρήκα, το κεφάλι της μέσα σε έναν μικρό κύκλο αίματος. Δεν είχε αιμορραγήσει πολύ και δεν ξέρω αν ο θάνατος της ήταν ακαριαίος ή αν έμεινε ώρες ανήμπορη να κουνηθεί περιμένοντας με να γυρίσω. Ήταν εκτός, φευγάτη, χαμένη αμετάκλητα όταν την βρήκα. Για αθάνατος, για άτρωτος, δύσκολο να περιγράψω την κατάρρευση, το κομμάτιασμα που με διέλυσε εκεί στον κήπο με την αγαπημένη μου σφιχτά στην αγκαλιά μου, ανήμπορος να γυρίσω τον χρόνο πίσω, αδύναμος να την αναστήσω. Έβρισα και παρακάλεσα θεούς των οποίων την ύπαρξη αμφισβητούσα, πρώτα για να μου φέρουν πίσω την Φεν μου, μετά να πάρουν κι εμένα, να καταργήσουν την ύπαρξη μου. Προσπάθησα απεγνωσμένα να τρυπήσω το κεφάλι μου με το κλαδευτήρι της χωρίς κανένα φυσικά αποτέλεσμα. Αυτή τη στιγμή την φοβόμουν κάθε μέρα τα τελευταία είκοσι χρόνια αλλά δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα πέθαινε στην απουσία μου, όχι έτσι, όχι χωρίς να μπορώ να της ψελλίσω ένα αντίο. Τι σκεφτόταν καθώς πέθαινε; Κοίταζε την πόρτα του κήπου ελπίζοντας μέχρι την τελευταία της αναπνοή πως θα με έβλεπε να επιστρέφω; Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Έβρισα και το λευκό φως, είχα ζητήσει συγκεκριμένα να μην νιώθω πόνο κι όμως είχα εξαπατηθεί, δεν υπήρχε σταγόνα ανακούφισης στο μαρτύριο που με κατακρεουργούσε εκείνη την στιγμή. Την μετέφερα στο σπίτι και την κράτησα στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ ψιθυρίζοντας γλυκόλογα στο αφτί της. Το πρωί έσκαψα βαθιά στον λαχανόκηπο της, βαθύτερα από όσο θα σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε να σκάψει, και εκεί, με το αγαπημένο χώμα την σκέπασα. Δεν θα την άφηνα με τίποτα στα χέρια της κρατικής μηχανής με την προοπτική να καταλήξει σε κάποιον ομαδικό τάφο. Δεν την είχε σκοτώσει ο ιός αλλά εκείνες τις μέρες υπερίσχυε μια παράνοια που δεν σήκωνε διαπραγμάτευση. Έμεινα πάνω από τον τάφο της να χύνω τα δάκρυα μου για μία εβδομάδα, κυκλοφορώντας σαν φάντασμα στο σπίτι προσπαθώντας να την ανακαλύψω ζωντανή στα έπιπλα και τις σκιές. Κρατούσα σφιχτά πάνω μου τα ρούχα της, ζητώντας ανακούφιση στα υπολείμματα της αύρας της. Δεν είχε μείνει όμως τίποτα, η ζεστασιά της, η μυρωδιά της, είχαν χαθεί όλα. Προσπαθούσα να σκεφτώ έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να αφαιρέσω την ζωή μου, κάτι που θα μπορούσε να μου έχει διαφύγει, ένα παραθυράκι στο συμβόλαιο μου με το φως. Αλλά δεν υπήρχε, δεν υπήρχε κανένας τρόπος. Εκτός από μία εναλλακτική λύση. Βγήκα από το σπίτι, το τελευταίο σπίτι που είχαμε μοιραστεί με την Φεν, και το εγκατέλειψα, όπως εγκατέλειψα την δουλειά μου και όλους όσους με ήξεραν. Η νέα μου εξαφάνιση, αδικαιολόγητη αυτή την φορά, δεν είχε καμία σημασία πια. Πήρα το λεωφορείο και ταξίδεψα έξω από το Πεκίνο με προορισμό την επαρχία του Φανγκσάν. Είχα ακουστά, και είχα διαβάσει, πως στο χωριό Ναντσεγίνγκ υπήρχε ένα θαυμαστό αξιοθέατο, οι Σπηλιές Σίχουα, μια λαβυρινθώδης άβυσσος εφτά στρωμάτων στο υπέδαφος, γεμάτη ατελείωτες στοές, ποτάμια, θαλάμους και υποθαλάμους, με μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι τους προσβάσιμο στους τουρίστες. Το κέντρο υποδοχής που είχε χτιστεί για τους τουρίστες, και ερχόντουσαν πολλοί από όλον τον κόσμο κάθε χρόνο, τώρα έστεκε άδειο, με ελάχιστο προσωπικό και τους πάγκους με τα σουβενίρ φασκιωμένους τώρα και εκτός χρήσης. Ήμουν ο μόνος επισκέπτης και δεν επρόκειτο να ανοίξουν για μένα. Προσποιήθηκα τον αδιάφορο και έκανα βόλτες μέχρι να ξεφύγω της προσοχής τον φρουρών και να κρυφτώ κάπου περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι. Την νύχτα βρήκα την είσοδο της σπηλιάς και παραβιάζοντας την καγκελόπορτα χάθηκα μέσα στο σκοτάδι του προσωπικού μου Άδη. Είχα αγοράσει το πρωί έναν κατατοπιστικό τουριστικό οδηγό για να ακολουθήσω κατ’αρχήν το μονοπάτι που είχε χτιστεί για τους επισκέπτες και να σιγουρευτώ πως θα έφτανα στο χαμηλότερο και πιο επιτρεπτά έσχατο σημείο της ξενάγησης. Είχα μαζί μου μόνο έναν φακό για να βλέπω που πηγαίνω και μια πυξίδα για να είμαι σίγουρος πως δεν θα έκανα κύκλους. Ο προορισμός μου ήταν προς μία κατεύθυνση και όσο πιο υπόγεια γινόταν. Όταν έφτασα εκεί που έπρεπε, σκαρφάλωσα κάτω από την σιδερένια σκαλωσιά που διέσχιζε την σήραγγα και ακολούθησα έναν πλημμυρισμένο διάδρομο όσο πιο βαθιά μου επιτρεπόταν. Περιπλανήθηκα για ώρες. Σε πολλά σημεία της διαδρομής μου ανακάλυπτα πόστα και αποθήκες τοποθετημένα εκεί μάλλον από επιστημονικές ομάδες σπηλαιολόγων, ειδικών που είχαν πρόσβαση σε βάθη που ο κοινός τουρίστας δεν θα αντίκριζε ποτέ. Κάποια στιγμή πέρασε και μία ώρα όπου δεν συνάντησα κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Η διαδρομή είχε γίνει πιο δύσκολη και γλιστερή, με κάποια σημεία το νερό να φτάνει μέχρι τον λαιμό μου. Είχα διαβάσει πως το πορώδες αυτό πέτρωμα είχε αναδυθεί από τον βυθό του ωκεανού εβδομήντα εκατομμύρια χρόνια πριν. Ένιωσα προς στιγμή να με διαπερνάει ένα δέος, σαν να μην ήμουν μόνος. Το φάντασμα του πλανήτη ήταν εδώ μαζί μου. Δεν ήμουν φυσικά κουρασμένος, έτσι συνέχισα την πορεία μου βαθύτερα και βαθύτερα. Κάποια στιγμή η μπαταρία του φακού μου, μετά από ώρες συνεχούς ενέργειας, άρχισε να εξασθενεί. Έπρεπε να κάνω την επιλογή μου εκείνη την στιγμή, όσο έβλεπα και μπορούσα να διαλέξω σωστά. Και ήμουν τυχερός. Μετά από κάποιους ευρύχωρους θόλους, ένα μέρος που θα μπορούσε να σταθεί και να θαυμάσει κανείς τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες, βρήκα έναν στενό διάδρομο, ένα κοινό πέρασμα, που όμως ψηλά είχε κάποιες βαθιές πτυχές, εσοχές στις οποίες θα μπορούσα να χωρέσω και να ξαπλώσω άνετα. Από κάτω, με τον φωτισμό από οποιαδήποτε πηγή θα δημιουργούνταν τέτοιες σκιάσεις που θα ήταν αδύνατο να με ανακαλύψει κάποιος εκτός κι αν έψαχνε συγκεκριμένα για κάτι. Εκεί μέσα σκαρφάλωσα και ξάπλωσα, σαν Φαραώ, σαν Κινέζος αυτοκράτορας μέσα στο προσωπικό του μαυσωλείο. Δεν είχα όμως ίχνος μεγαλείου πάνω μου ή μέσα μου. Μια πληγή και ένας αγιάτρευτος πόνος έκαιγε τα σωθικά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αναστέναξα φοβισμένος, αγνοώντας αν θα κατόρθωνα αυτό που αναζητούσα, την ανακούφιση. Μπορούσα να επιθυμήσω τον ύπνο και για όσο διάστημα θα όριζα εγώ. Αυτό και έκανα. Δεν μπορούσα να σκοτωθώ μπορούσα όμως να αποκτήσω τον αιώνιο ύπνο. Δεν πρόλαβα καν να το σκεφτώ όταν ένιωσα να χάνομαι στο κέντρισμα του Μορφέα. Δάκρυα πότισαν τα μάγουλα μου καθώς σκέφτηκα την Φεν προσπαθώντας να διασώσω στο μνημονικό μου ένα κράμα από όλες τις εικόνες της ζωής της. Υπήρχαν άραγε όνειρα στην αιώνια λήθη; Τέλος Πρώτου Μέρους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.