DinoHajiyorgi Posted May 9, 2007 Share Posted May 9, 2007 1. Όταν ήμουν δέκα χρονών νόμιζα πως θα ζούσα για πάντα. Αν μπορούσα να παγώσω και να διατηρήσω ένα κομμάτι από το παρελθόν μου θα ήταν τότε, ένα καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων πριν ξεκινήσουν οι αγωνίες για την θέση μου στον κόσμο. Κάπου εκεί, μετά το μπάνιο στη θάλασσα, την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μου, το άγγιγμα του γυαλιστερού πράσινου φυκιού στο δέρμα μου, με τους κεφτέδες της μητέρας μου, ξαπλωμένος αργότερα στον καναπέ του σαλονιού με γλυκιά νύστα να ταλαιπωρεί τα βλέφαρα μου. Ένα ζουζούνι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και άρχισε να κάνει κύκλους κάτω από τον πολυέλαιο, ο βόμβος του δόνησε όλο το σαλόνι. Κατέληξε πάνω στις λευκές κουρτίνες που χόρευαν στο αεράκι και έμεινε γαντζωμένο εκεί. Αναρωτήθηκα τι σκεφτόταν, αν σκεφτόταν. Τι ήταν ο κόσμος για το ζουζούνι; Στο μπολ πάνω στο τραπέζι υπήρχαν κεράσια. Μπορούσα να τα μυρίσω. Τότε τα κεράσια είχαν άρωμα και πότε-πότε το θυμάμαι. Οι οσμές, τα χρώματα, η αφή, ο ψίθυρος εκείνου του κόσμου ήταν μαγικά, μου ξυπνούν συχνά τις μνήμες σαν τύραννοι, σαν τους εφιάλτες που θα στοίχειωναν τον Αδάμ τις πρώτες του νύχτες μακριά από τον κήπο. Οι γονείς μου ήταν ακόμα ζωντανοί, νέοι, ακμαίοι, αλάθητοι. Τα ξαδέλφια μου ήταν ακόμα παιδιά, σύντροφοι κοντινοί. Θα συναντιόμαστε το βράδυ να πάμε σινεμά, να δούμε μυθικούς ήρωες σε τεράστιο μέγεθος πάνω στην θερινή οθόνη, ηθοποιοί αγαπητοί που σήμερα κανείς τους δεν είναι ζωντανός. Έσβησε η οθόνη, τέλειωσε το έργο, τυλίχτηκα βαθύτερα στην μάλλινη μου ζακέτα. Ένα ψυχρό αεράκι σηκώθηκε μέσα στο σκοτάδι. Θα τελείωνε και το καλοκαίρι και δεν το ήθελα. Κάπου μακριά μου άνθρωποι υπέφεραν και με περίμεναν στην παρέα τους. Αν κλείσω τα μάτια μου σφιχτά, αν το ευχηθώ σωστά, αυτό το καλοκαίρι θα κρατήσει για πάντα. Χάθηκε όμως το σπίτι μου και δεν βρίσκω τον δρόμο να επιστρέψω. Οι γονείς μου γερνούν και φοβάμαι πως δεν θα τους προλάβω για ένα στερνό αντίο. 2. Το έζησα εκείνο το καλοκαίρι στα όνειρα μου, επί εκατό χρόνια, τόσο κράτησε ο ύπνος μου. Στην αρχή δεν ήξερα γιατί ξύπνησα, δεν υπήρξε εξωγενής παράγοντας. Έμεινα με την απορία για αρκετό καιρό και μόνο αργότερα θυμήθηκα πως η τελευταία αναλαμπή σκέψης πριν βυθιστώ στον αιώνιο μου ύπνο ήταν η απορία για το πόσο πραγματικά θα διαρκούσε, «μήπως εκατό χρόνια;» Και είχα χαθεί ήδη αναίσθητος, ανίκανος για περαιτέρω διαπραγμάτευση με τον εαυτό μου. Κι όταν ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου εκατό χρόνια ακριβώς μετά, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, δεν συνειδητοποίησα αμέσως πως ήμουν ξύπνιος. Έμεινα εκεί σαν ένας μαρμαρωμένος βασιλιάς να ακούω το σταθερό πλατσούρισμα των σταλακτιτών στην υπόγεια λίμνη. Έμεινα να αναρωτιέμαι που πήγε το καλοκαίρι, που ήταν οι γονείς μου, που οι φωνές των φίλων που με καλούσαν κάτω από το μπαλκόνι. Και έκλαψα για λίγο, έκλαψα γοερά σαν νεογέννητο μωρό. Δεν έχω μνήμη του πως κατέβηκα από την κρύπτη μου. Ζαλισμένος, σαν σε όνειρο, περιπλανιόμουν με τις ώρες τυφλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μέσα κι έξω από τα γλοιώδη νερά στις Σπηλιές Σίχουα. Ήμουν ολόγυμνος καθώς κάθε μου ένδυση είχε λιώσει πάνω μου από τον χρόνο. Τα μαλλιά μου κρέμονταν βαριά και ανακατεμένα μέχρι την πλάτη. Στο τέλος είδα ένα φως και κατευθύνθηκα προς αυτό. Είχα επιστρέψει στην είσοδο των σπηλαίων, στο σημείο από το οποίο είχα μπει, αλλά ήταν αλλαγμένο. Βρισκόμουν σε μια αποθήκη όπου είχαν συσσωρευτεί διάφορα εργαλεία και κούτες. Μέσα στις κούτες βρήκα ρούχα τα οποία και φόρεσα. Βρήκα και ένα ψαλίδι με το οποίο έκοψα τα μαλλιά μου όπως μπορούσα και όχι χωρίς κόπο. Πρόσεξα πως το έδαφος και τα τοιχώματα είχαν καλυφθεί με τσιμέντο ενώ η οροφή είχε σκαλωσιές από όπου κρέμονταν καλώδια και λάμπες. Ήταν μια κάπως βάρβαρη παρέμβαση στο φυσικό στοιχείο της σπηλιάς. Ένας τοίχος από νοβοπάν περιόριζε την αποθήκη από την υπόλοιπη είσοδο. Υπήρχε μια πόρτα που όταν την δοκίμασα ανακάλυψα πως ήταν ξεκλείδωτη. Πριν βγω, πρόσεξα έναν γάντζο από τον οποίο κρέμονταν διάφορες λευκές ποδιές. Ασυναίσθητα φόρεσα μία και μόλις βγήκα έξω αναρωτήθηκα μήπως είχα κάνει κάποιο λάθος. Ολόκληρο το μήκος της σπηλιάς, που κάποτε ήταν υπερήφανα εκτεθειμένο στους τουρίστες, είχε στρωθεί με τσιμέντο παρέχοντας τώρα χρησιμότητα καταφυγίου. Από το σημείο της αποθήκης μέχρι την έξοδο, η σπηλιά ήταν γεμάτη από ράντζα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι τους με τρομακτικά εγκαύματα, κείτονταν στα ράντζα και βογκούσαν. Μετά βίας υπήρχε χώρος να περάσεις ανάμεσα τους. Δεν έβλεπα πουθενά κάποιον όρθιο, έναν γιατρό έστω. Όσοι με αντιλαμβάνονταν σήκωναν τα χέρια τους και με παρακαλούσαν να τους βοηθήσω. Κατευθύνθηκα προς την έξοδο όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Προς τα εκεί τα ράντζα άρχισαν να αραιώνουν, συνάντησα και κάποια πόστα γιατρών που όμως ήταν άδεια από προσωπικό. Στην είσοδο της σπηλιάς πήρα τις πρώτες μου απαντήσεις. Κατέφθαναν νέες απώλειες και όλοι οι υπεύθυνοι ήταν εκεί για να βοηθούν τους φαντάρους στην μεταφορά τους. Οι τραυματίες ήταν πολίτες, δεν υπήρχαν στρατιώτες ανάμεσα τους. Αναστατωμένος ακόμα από την ξαφνική επιστροφή μου στον κόσμο συγκλονιζόμουν περαιτέρω από τον εφιάλτη στον οποίο είχα ξυπνήσει. Ένιωσα ένα βίαιο τράβηγμα στο μπράτσο. Ένας λοχίας με είχε αρπάξει και ούρλιαζε να μην κάθομαι να κοιτάζω σαν χαζός αλλά να βοηθήσω. Τον κοίταξα μπερδεμένος και η αλλαγή στο ύφος του μόλις είδε καλά το πρόσωπο μου με μπέρδεψε περισσότερο. Ο λοχίας κοκάλωσε, άφησε το μπράτσο μου και έκανε ένα βήμα πίσω ταραγμένος. «Συγνώμη κύριε,» αναφώνησε, με χαιρέτησε στρατιωτικά και γύρισε βιαστικά στους άντρες του. Ακολούθησαν κι άλλα περίεργα βλέμματα από φαντάρους και γιατρούς. Κανείς δεν μου μίλησε ή μπήκε στον δρόμο μου, σαν να είχα κάθε δικαίωμα να είμαι εκεί και να μην συμμετέχω. Ξαφνικά είχα μια μεγάλη ανάγκη να αναπνεύσω καθαρό αέρα και σχεδόν το έβαλα στα πόδια για να φτάσω έξω. Συνάντησα έναν ουρανό κόκκινο από τις φωτιές που κάλυπταν τον ορίζοντα. Μαύροι καπνοί στροβιλίζονταν πάνω από τα κεφάλια μας και ακούγονταν μπουμπουνητά σαν να επρόκειτο να βρέξει. Και πιο κάτω στα δεξιά μου έβρεχε, έβρεχε φλεγόμενα κομμάτια πίσσας. Παράγκες και σκηνές είχαν στηθεί στις λάσπες γύρω από το ύψωμα. Στο βάθος έβλεπα ερπιστριοφώρα να πηγαινοέρχονται, μέχρι την θέση μου όμως οι άνθρωποι κατέφθαναν σε κάρα που τα έσερναν βόδια, μια στοιβαγμένη δυστυχία. Η Ασία φλέγονταν. Ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος, ίσως ο τρίτος. Ήταν μια σύγκρουση που κόντευε να κλείσει μια δεκαετία. Στο κέντρο σφάδαζε ο κόκκινος γίγαντας, έχοντας να αντιμετωπίσει τρία μέτωπα. Και το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. Είκοσι χρόνια πριν μια σειρά φονικών σεισμών και μια μαζική ενεργοποίηση υποθαλάσσιων ηφαιστείων είχαν κυριολεκτικά αφανίσει όλη την Ινδοκίνα και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Ταϊλάνδης, του Βιετνάμ αλλά και της Κίνας. Η Νότιο-Ανατολική ήπειρος γέμισε ξαφνικά από ένα ασφυκτικό κύμα προσφύγων κυρίως από την Μαλαισία και τις Φιλιππίνες. Σύντομα τα πλήθη άρχισαν να εισρέουν ανεξέλεγκτα στην ενδοχώρα προκαλώντας την στρατιωτική επέμβαση της Κίνας. Αμέσως αντέδρασε εναντίον της μια συμμαχία των Βιετνάμ, Λάος και Ταϊλάνδης. Στο πλευρό των κατατρεγμένων προσφύγων κατέφτασε και η Ομοσπονδία των Ηνωμένων Εθνών κάτω από την σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο δυτικός γίγαντας δεν ήταν παρά μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του και βασιζόταν πλέον κυρίως στους συμμάχους του. Μια σειρά από φυσικές καταστροφές, σεισμοί και τυφώνες, επί δεκαετίες είχαν γονατίσει οικονομικά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμμαχους σε αυτό το κομμάτι της υδρογείου είχαν την Ιαπωνία και την Νότιο Κορέα. Με μόνο σύμμαχο, τότε, την Βόρειο Κορέα, η Κίνα δέχτηκε εισβολή από στρατό της Ομοσπονδίας στα βόρεια της εδάφη. Έτσι, μαζί με το Νότιο-Ανατολικό μέτωπο είχε αποκτήσει τώρα και ένα δεύτερο. Θα έλεγε κανείς πως η κατάσταση θα έβαζε την ηγεσία της σε σκέψεις αλλά, προς έκπληξη πολιτικών αναλυτών, η Κίνα επεδίωξε και τρίτη σύγκρουση. Στα δυτικά, η Ρωσία είχε τα δικά της προβλήματα και μόλις είχε ξεκινήσει πόλεμο κατά των νότιων μουσουλμανικών κρατιδίων των Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν. Κέρδισε έναν αναπάντεχο σύμμαχο στην Κίνα που εξαπόλυσε την δική της επίθεση στα νότα των πεισματάρικων πολεμιστών, δημιουργώντας έτσι το δυτικό της μέτωπο. Τα τελευταία χρόνια όμως, στην εξάντληση του πολέμου, η Κίνα κόντευε να διαλύσει την συμμαχία της και να στραφεί κατά της Ρωσίας καθώς ξαφνικά και οι δύο είχαν αρχίσει να διεκδικούν την Μογγολία. Στα τελευταία δύο χρόνια της σύρραξης η Βόρεια Κορέα υπέγραψε συνθήκη με την Ομοσπονδία και άλλαξε στρατόπεδο στρεφόμενη κι εκείνη κατά της πρώην συμμάχου της. Μια εξίσου παράλογη πυρηνική έξαρση και από τις δύο πλευρές έφερε τον αφανισμό της Βόρειας Κορέας καθώς και την καταστροφή της Βόρειο-Ανατολικής Κίνας. Γη, νερό, ουρανός και ζωή χάθηκαν μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα. Οι πρόσφυγες στις σπηλιές Σίχουα ήταν από το κατεστραμμένο Πεκίνο. Πέθαιναν όλοι από την ραδιενέργεια. Αυτά είναι όλα τα ονόματα των κρατών που θυμάμαι τώρα από εκείνη την καταστροφή και δεν θα μπω στον κόπο να τα απομνημονεύσω ποτέ ξανά. Δεν έχουν πλέον καμία σημασία. Δεν είχαν σημασία ούτε εκατό χρόνια μετά το τέλος εκείνου του πολέμου. Η τρέλα και η μανία των ανθρώπων κατάφερε να λιώσει στις φλόγες σύνορα και λάβαρα και να δημιουργήσει μια νέα πονεμένη φυλή χωρίς συναίσθηση κάποιας εθνικής πλέον ταυτότητας. Ευλογία και κατάρα μαζί. Μακάρι να σας έλεγα πως εκείνος ήταν και ο τελευταίος πόλεμος της ανθρωπότητας. Δεν ήταν. 3. Βρισκόμουν στο κέντρο ενός χάους και δεν έβρισκα μια ήσυχη γωνία για να σκεφτώ τι έπρεπε να κάνω. Μπορούσα να πάρω τον δρόμο και να φύγω όσο πιο μακριά μπορούσα από αυτό το μέρος. Είχα και την επιλογή του να χωθώ πίσω στα έγκατα της σπηλιάς και να ευχηθώ έναν πραγματικά αιώνιο ύπνο. Η θολούρα του ύπνου μόλις άρχισε να εγκαταλείπει τον νου μου και ήμουν πάλι ο εαυτός μου, ένας άντρας που είχε χάσει μόλις πρόσφατα την αγαπημένη του γυναίκα, την Φεν. Ο τάφος της, ο λαχανόκηπος της, ήταν τώρα θαμμένα κάτω από πηχτά στρώματα λάσπης και τέφρας. Βρήκα μια πέτρα για να καθίσω και να την κλάψω ξανά. Μισούσα όλους όσους έβλεπα γύρω μου, ακόμα και αυτούς που υπέφεραν, ήταν υπεύθυνοι της δυστυχίας τους. Υπήρχε μια ομάδα πέντε ατόμων που στέκονταν σε μικρή απόσταση από μένα και με παρατηρούσαν. Είχαν συνοδεύσει ένα καραβάνι αρρώστων στον καταυλισμό και καθώς ετοιμαζόντουσαν να φύγουν με είδαν και κοντοστάθηκαν. Συζητούσαν αρκετή ώρα μεταξύ τους, διαφωνούσαν σε κάτι σημαντικό, κάτι που αφορούσε εμένα. Στο τέλος ήταν η μοναδική γυναίκα ανάμεσα τους, η Μάγκη, που με πλησίασε, όλοι οι υπόλοιποι έδειχναν να με φοβούνται. Η αποφασιστικότητα και επιμονή στο πρόσωπο της χαρακτήριζε επάξια την προσωπικότητα της. Προς έκπληξη μου, γονάτισε μπροστά μου και χαμήλωσε το βλέμμα της σε ένδειξη σεβασμού. «Χρειαζόμαστε την βοήθεια σου,» είπε. Ένα μεγάλο κύμα προσφύγων, Κινέζων αυτή τη φορά, μαζεύονταν στο λιμάνι του Τιάν-Τζιν και έμπαιναν σε καράβια με προορισμό την Αυστραλία. Πριν εκατό χρόνια το Τιάν-Τζιν δεν βρεχόταν από τη θάλασσα, αυτό όμως τώρα είχε αλλάξει. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί από τις φλόγες του πολέμου, έτρεχε να σωθεί από την τρέλα. Οι δρόμοι είχαν πολλά εμπόδια, ανάμεσα τους και τον κινέζικο στρατό που δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη φυγή. Πολλές μονάδες είχαν εντολές να ανοίγουν πυρ κατά των προσφύγων ή να συλλαμβάνουν και να εκτελούν τους καθοδηγητές τους. Άρπαζαν επίσης όσους ήταν ικανοί να σηκώσουν όπλο και τους έστελναν στο μέτωπο. Η Μάγκη ήταν Κινέζα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Γαλλία, δούλευε εθελόντρια στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Μαζί με τους άλλους καθοδηγούσε όσους ήταν υγιείς και ικανοί να ταξιδεύσουν προς το Τιάν-Τζιν. Για κάποιο λόγο πίστευε πως εγώ θα μπορούσα να τους βοηθήσω να φτάσουν στον προορισμό τους ασφαλέστερα. Εκνευρίστηκα μαζί της και της φώναξα να με αφήσει ήσυχο, δεν μπορούσα να βοηθήσω κανέναν. Έκανε πίσω, μου ζήτησε συγνώμη και αποχώρησε με τους άλλους. Σχεδόν αμέσως άλλαξα γνώμη. Δεν μπορούσα να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους, μπορούσαν όμως να με βοηθήσουν εκείνοι. Η προοπτική της Αυστραλίας ήταν μια αναπάντεχη διαφυγή από αυτόν τον εφιάλτη. Δεν είχα να χάσω τίποτα. Τους πρόλαβα στις παρυφές του καταυλισμού και τους είπα πως τελικά θα πήγαινα μαζί τους. Έδειξαν πολύ ευχαριστημένοι με την δήλωση μου. Δεν ξέρω τι νόμιζαν πως μπορούσα να κάνω γι αυτούς αλλά δεν με ενδιέφερε. Σκαρφάλωσα στην καρότσα του φορτηγού που διέθεταν και ξάπλωσα εκεί, ανάμεσα σε άλλους τρομαγμένους ανθρώπους, άφησα το μυαλό μου να εγκαταλείψει το παρόν, να περιπλανηθεί στο παρελθόν, στη ζωή μου με την Φεν. Μετά από αρκετό δρόμο συναντηθήκαμε με άλλους και το καραβάνι μας μεγάλωσε σημαντικά πριν μπούμε στην ευθεία για τη θάλασσα. Η γη ήταν κατεστραμμένη, γεμάτη ερείπια από όπου περνούσαμε. Εκρήξεις συγκλόνιζαν συνέχεια τον ορίζοντα. Πολλοί διέθεταν τηλεοράσεις στα ρολόγια του χεριού τους, δεν έπιαναν εικόνα αλλά τα ακουμπούσαν στο αφτί τους για να ακούν τις ειδήσεις, να μαθαίνουν τι γίνεται στα σύνορα. Η Κίνα έχανε από παντού εδάφη αλλά τα νέα δεν ανέφεραν υποχωρήσεις του στρατού. Ο κόκκινος στρατός έπεφτε παντού μέχρι ενός, έτσι τουλάχιστον διέδιδαν τα δελτία. Δεν θα μπορούσαν να είναι όλα ψέματα γιατί τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν για μεγάλες απώλειες στον στρατό της Ομοσπονδίας. Από τις κουβέντες πάντως που άκουγα γύρω μου ήταν φανερό πως οι Κινέζοι γνώριζαν πως αυτός ο πόλεμος ήταν δικό τους φταίξιμο. Μετά από αρκετό δρόμο η πομπή σταμάτησε ξαφνικά, ή μάλλον την σταμάτησαν. Δεν προλάβαμε να αναρωτηθούμε τι είχε συμβεί και τα φορτηγά κυκλώθηκαν από οπλισμένους στρατιώτες που μας ξεφώνιζαν να κατεβούμε κάτω. Η απελπισία που αναδύθηκε στους συνεπιβάτες μου με ξάφνιασε. Παρ’ όλο τον εφιάλτη που τους τριγύριζε όλα αυτά τα χρόνια ζούσε ακόμα μέσα τους η σπίθα μιας ελπίδας, μέχρι εκείνη την στιγμή δηλαδή. «Οι άνθρωποι πάντα ελπίζουν. Τους βοηθάει να αναζητούν να γίνουν καλύτεροι. Δεν τα έχουν παρατήσει σαν εσένα.» Στην αρχή νόμισα πως μου είχε μιλήσει κάποιος άλλος. Ήταν όμως η δική μου σκέψη. «Χωρίς τον φόβο του θανάτου που ζωογονεί αυτούς τους ανθρώπους πως θα ανακαλύψω το νόημα της δικής μου ζωής;» σκέφτηκα σαν απάντηση. Ήθελα να ξυπνήσω και τα τελευταία διακόσια χρόνια να ήταν απλώς ένα κακό όνειρο. Το βίαιο σπρώξιμο των έξαλλων στρατιωτών προς την κορυφή της πομπής δεν μου προξενούσε καμία αντίδραση. Άντρες και γυναίκες έκλαιγαν γύρω μου, αγκαλιάζονταν μεταξύ τους για κουράγιο. Μας μάζεψαν μπροστά, στην άκρη του δρόμου, ήμασταν κάπου πεντακόσια άτομα. Δεν πέσαμε σε μπλόκο που μας περίμενε αλλά πάνω σε μια προέλαση στρατού με κατεύθυνση προς το μέτωπο. Στάθηκα λίγα μέτρα μακριά από την Μάγκη που διαμαρτυρόταν σε κάποιον αξιωματικό. Γύρισε και με έψαξε με το βλέμμα της. Μόλις με είδε με έδειξε αμέσως στον άντρα. Ο αξιωματικός με πλησίασε και πρόσεξα την έκπληξη στο πρόσωπο του να μεγαλώνει καθώς με έβλεπε από κοντά. «Τι κάνεις εδώ; Ποιος είσαι;» φώναξε. Έκανε νόημα στους άντρες του να με ξεχωρίσουν από τους άλλους και να με κρατήσουν στην μπούκα των όπλων τους. Ο ίδιος έτρεξε στο όχημα του για να δώσει αναφορά στον ασύρματο του. Σε δέκα λεπτά εμφανίστηκε ένα τεράστιο ελικόπτερο το οποίο προσγειώθηκε δίπλα μας. Ένα τζιπ κατέβηκε από αυτό και όταν φρέναρε μπροστά μας αντίκρισα την μεγαλύτερη έκπληξη της μέχρι τότε αιώνιας μου ζωής. 4. Οι άντρες από το ελικόπτερο ήταν η ελίτ του κινέζικου κόκκινου στρατού. Τους αποκαλούσαν Αθάνατους και ήταν η αιτία της σιδηράς αυτοπεποίθησης της Κίνας σε όλες της τις πράξεις, πολιτικές και στρατιωτικές, τα τελευταία πενήντα χρόνια. Πέντε Αθάνατοι με πλησίασαν και με κοίταξαν καλά έκπληκτοι. Η δική τους όμως έκπληξη δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την δική μου. Είχα μπροστά μου πέντε καθρέπτες του εαυτού μου, με κινέζικα χαρακτηριστικά, ενώ εκείνοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αντίκριζαν έναν δικό τους με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Μου έβαλαν χειροπέδες και με φόρτωσαν στο τζιπ. Πρόλαβα να κοιτάξω προς την Μάγκη που παρακολουθούσε την σκηνή απογοητευμένη. Απογειωθήκαμε με το ελικόπτερο και πετάξαμε προς μια βάση στα Νότιο-Ανατολικά. Πλήρωμα και στρατιώτες με περικύκλωσαν και με γάζωναν με ερωτήσεις σε όλη την διάρκεια της πτήσης. Ναι, όλοι τους ήταν αντίγραφα μου, κλώνοι του ανθρώπου του Κουμ Κουντούκ, κατασκευασμένοι από το DNA που κράτησαν από το σάλιο μου. Δεν ήξεραν, και δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν, ποιος ήμουν πραγματικά. Όπως θα μάθαινα σύντομα από τον αξιωματικό που θα με ανέκρινε, νόμιζαν πως κάπως ο γενετικός κωδικός μου είχε κλαπεί από τα εργαστήρια τους και πως οι δυτικοί είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν τον δικό του Αθάνατο στρατό. Ήμουν λοιπόν ένας κατάσκοπος, ένας προπομπός της τελικής επίθεσης της Δύσης; Οι Αθάνατοι στρατιώτες κάθε άλλο παρά αθάνατοι ήταν. Ήταν γενετικά τροποποιημένοι για τυφλή υπακοή και παντελή έλλειψη φόβου του θανάτου. Στα δεκαπέντε τους χρόνια είχαν την σωματική διάπλαση ενός τριαντάρη και ήταν ανθεκτικοί στο κρύο, στη ζέστη, στην πείνα και την δίψα, σε όλες τις αρρώστιες, μπορούσαν να αναρρώσουν γρήγορα και από τα πιο σοβαρά τραύματα, χωρίς όμως να σημαίνει πως ήταν άτρωτοι. Απλώς χρειαζόταν δεκαπλάσια προσπάθεια να σκοτώσεις έναν Αθάνατο από όσο έναν απλό στρατιώτη. Οι Αθάνατοι αξιωματικοί είχαν επίτηδες κατασκευαστεί ανώτεροι σε ευφυία από τον κοινό στρατιώτη για να εξασκούν σωστά τα διοικητικά τους καθήκοντα. Για κάποιον λόγο όμως που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, και σαν ειρωνεία θαρρείς σε βάρος μου, κανείς Αθάνατος δεν επιβίωνε μετά τα είκοσι δύο του χρόνια. Αν επιβίωνε τις μάχες έπεφτε αναίτια νεκρός μια μέρα σε εκείνη την ηλικία. Όσοι Αθάνατοι κόντευαν το εικοστό δεύτερο τους έτος πολεμούσαν λυσσαλέα στην μάχη ελπίζοντας σε έναν πιο τιμημένο θάνατο από αυτόν που τους περίμενε. Στην βάση που με πήγαν είδα και νεαρότερες εκδοχές του εαυτού μου, παιδιά. Η απελπισία πριν την ήττα. Η Κίνα άδειαζε τα εργαστήρια της με ότι της είχε απομείνει. Η Κίνα κατέρρεε. Αν είχε απομείνει κάποια κεντρική διοίκηση κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν, κανείς δεν είχε ξανακούσει από αυτή μετά την καταστροφή του Πεκίνου. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες λειτουργούσαν αυτόνομα κάτω από τις τελευταίες εντολές που είχαν λάβει εδώ και καιρό, αντίσταση μέχρι εσχάτων. Ο Γου, μόνο αυτό θυμάμαι από το όνομα του, ήταν ο επικεφαλής αξιωματικός στη βάση που με μετέφεραν. Δεν είχε κανέναν στον οποίο να με αναφέρει, ούτε καν που να έστελνε σήμα για την περίπτωση μου. Ήμουν εξολοκλήρου ένα δικό του πρόβλημα. Συνάντησα έναν άνθρωπο που ήταν ένα αντίγραφο μου πέραν της γενετικής μας ομοιότητας. Το βλέμμα του ήταν χαμένο στη ζάλη του οπίου που τον ανακούφιζε από το μαρτύριο της ζωής του. Μια ζωή πόλεμο, γεμάτη φρίκη, βία, ακόρεστη οργή, κραυγές, φωτιά, αίμα, καμένες σάρκες και δάκρυα στο σκοτάδι. Δεν τέλειωνε ποτέ και ήξερε πως για εκείνον δεν θα τέλειωνε ποτέ παρά μόνο με έναν τρόπο. Δεν έδειξε να πανικοβάλλεται στο παρουσιαστικό μου, αντίθετα μειδίασε με το όλο ζήτημα. «Ήταν αναπόφευκτο,» είπε, «Όταν εξαπολύεις μια φρίκη στον κόσμο για να υπερισχύσεις είναι ζήτημα χρόνου να ακολουθήσουν και οι εχθροί το παράδειγμα σου. Θα σε λυπόμουν αν δεν είχα εξαντληθεί να λυπάμαι τον εαυτό μου.» Με την σειρά μου έπαιξα τον ρόλο του αιχμαλώτου και αρνήθηκα να απαντήσω στις ερωτήσεις του. Δεν με ενδιέφερε να καθησυχάσω τους φόβους τους λέγοντας τους την αλήθεια, όχι πως υπήρχε περίπτωση να με πιστέψουν. Σε αντίθεση με τους υπαξιωματικούς του που γρύλιζαν και ήθελαν να με κομματιάσουν με τα χέρια τους, ο Γου μου φέρθηκε ευγενικά και ήρεμα. «Δεν έχεις να μου πεις τίποτα που θέλω να μάθω. Ξέρω καλά που θα καταλήξουν όλα, αυτός ο δρόμος βγάζει μόνο σε ένα σημείο.» Το γυάλινο βλέμμα του πλανιόταν συνεχώς στο κενό μέχρι που η φασαρία από το στρατόπεδο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ένας φαντάρος που κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Ο Γου έγειρε το κεφάλι του σαν κουρασμένος. «Η κατάρα του να είσαι αξιωματικός είναι το να έχεις την δυνατότητα να σκέφτεσαι. Εύχομαι να ήμουν ένας απλός στρατιώτης σαν κι αυτόν. Έχει περιορισμένη οπτική αλλά υποφέρει και λιγότερο.» Στάθηκε δίπλα στον φαντάρο και συνέχισε σαν να ήμασταν μόνοι μας. Ο στρατιώτης με κοίταζε χωρίς να ακούει τον αξιωματικό του. «Σε θέλουν οι άντρες μου. Έχουν μαζευτεί έξω και θέλουν να σε βάλουν να χτυπηθείς με τον καλύτερο τους. Το έχουν ανάγκη αυτό.» Ο Γου επέστρεψε στο γραφείο του και έγνεψε το κεφάλι στον άντρα του. Ο φαντάρος με άρπαξε από το μπράτσο και με έσυρε έξω. Κατασκευασμένοι υπεράνθρωποι, κατακτητές της Γης, η ελίτ της στρατιωτικής αλλά και κοινωνικής Κίνας είχαν πλέον ανακαλύψει πως σκοπός τους ήταν να πεθαίνουν. Ήταν ένας θάνατος που είχε χάσει κάθε δόξα και τιμή. Τα νέα από το μέτωπο ήταν απανωτά και ήταν όλα δυσάρεστα. Η Κίνα έχανε τον πόλεμο. Οι Αθάνατοι μισούνταν και από τον λαό για τον οποίο υποτίθεται πολεμούσαν. Ήταν μια εποχή που τα ηρωικά και εμψυχωτικά λόγια φάνταζαν γελοία. Τα πολεμικά ιδανικά είχαν χάσει την σημασία τους, το ψέμα τους ήταν τώρα ολοφάνερο. Και σαν πρόσθετη ύβρη εμφανίστηκα εγώ. Ο μισητός εχθρός είχε τους δικούς του αθάνατους. Τώρα αυτός ο στρατός είχε χάσει και την μοναδικότητα του. Με έσυραν σε έναν ανοιχτό χώρο στη μέση του στρατοπέδου. Είχε μαζευτεί εκεί όλη η βάση για μια σύγκρουση που θαρρείς θα ξεκαθάριζε ποιου στρατού οι αθάνατοι ήταν οι καλύτεροι. Μια άλλη φορά ίσως να το έβρισκα ενδιαφέρον ή ακόμα και διασκεδαστικό, αλλά μόλις είχα αρχίσει να συνέρχομαι από ένα ξαφνικό ξύπνημα στο μέσον άλλης μιας ηλίθιας στιγμής της ανθρωπότητας. Με τραβούσαν, με έσπρωχναν, με έβριζαν και ολοένα εξοργιζόμουν περισσότερο. Δεν είχα φυσικά καμία έγνοια για την ασφάλεια μου και αν έτσι το ήθελαν έτσι θα έπαιζα το παιχνίδι. Ήμουν εγώ εναντίον εκείνων. Μου πέταξαν μια ξιφολόγχη και την πήρα, την έσφιξα έτοιμος στην γροθιά μου. Ο αντίπαλος μου ήταν ο πιο ψηλός και πιο γεροδεμένος κινέζος που είδα ποτέ, ένα ξέχωρο φρούτο στον οποίο θα πρέπει να είχε ξεφύγει λίγο παραπάνω λίπασμα. Με κοίταζε περιφρονητικά με το ίδιο μου το ύφος, με μόνη διαφορά τα ψηλά ζυγωματικά και τα σχιστά μάτια. Μας κύκλωνε μια ταπετσαρία από αντίγραφα του που ούρλιαζαν και τραγουδούσαν πολεμικούς παιάνες, ίσως για να πνίξουν τον φόβο που τους έτρωγε τα σωθικά. Δεν ήμουν σε καμία περίπτωση ισάξιος αντίπαλος του εχθρού μου. Ήθελα να τον παλέψω αλλά δεν είχα ούτε την τεχνική, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την ανάλογη σωματική δύναμη. Βρέθηκα φαρδύς πλατύς στο έδαφος δύο φορές στο πρώτο μισό λεπτό χωρίς να καταλάβω πως. Ο κινέζος δεν βιαζόταν να με σκοτώσει. Ήθελε πρώτα να με εξευτελίσει για τα καλά. Χρησιμοποιώντας άγνωστες σε μένα πολεμικές τέχνες τσάκιζε τις κλειδώσεις μου, με τίναζε πάνω από το κεφάλι του και με έσκαγε στο έδαφος με δύναμη. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως είχα χάσει την ξιφολόγχη, θα πρέπει να είχε φύγει από το χέρι μου σε μία από τις πολλές μου πτώσεις. Κάθε του χτύπημα επέφερε και μία ιαχή επιβράβευσης από το πλήθος. Ο εκνευρισμός μου ολοένα μεγάλωνε και με κάθε πτώση τιναζόμουν αμέσως όρθιος και ριχνόμουν πάνω του σαν λυσσασμένος. Ούτε εκείνος έδειχνε ίχνη κοπώσεως καθώς ήταν από ειδικό υλικό, διέκρινα όμως μια αμυδρή έκπληξη στο πρόσωπο του αφού δεν έδειχνα κανένα σημάδι πόνου στις επιθέσεις του. Είχα έτσι την ευκαιρία να εστιάσω και να επιφέρω κάποια δικά μου χτυπήματα αλλά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ζήτημα είναι αν τα ένιωσε και αυτά που κατάλαβε του προκαλούσαν μόνο γέλιο. Κάποια στιγμή ένιωσα την αλλαγή στην διάθεση του. Τώρα ήθελε να μου προξενήσει ζημιά, να μου σπάσει ένα πόδι ή ένα χέρι. Η συνεχόμενη αποτυχία του να το κατορθώσει άρχισε να τον εκνευρίζει. Οι θεατές ήταν ανυπόμονοι, διψούσαν για αίμα, τον παρότρυναν να με αποτελειώσει. Ο αντίπαλος μου έφτασε σε σημείο παροξυσμού, μου ριχνόταν πλέον απερίσκεπτα. Άρπαξε το μπράτσο μου και επιχείρησε να το σπάσει στον αγκώνα κάτι που δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Γύρισε να με κοιτάξει έκπληκτος και τότε του κατάφερα δύο απανωτές γροθιές στο πρόσωπο. Προς δική μου έκπληξη, κατάφερα να του σπάσω την μύτη. Κυριευμένος από βίαιη λύσσα όρμησε πάνω μου και με άρπαξε από το κεφάλι επιχειρώντας να μου στρίψει τον λαιμό, να μου σπάσει τον αυχένα. Προέβαλα αντίσταση σπρώχνοντας τον πέρα δώθε και όταν κατάλαβε πως ήταν μάταιο κατέβασε την κόψη της ξιφολόγχης του στο στέρνο μου. Απότομα βουβάθηκε όλο το ακροατήριο. Σίγησε το στρατόπεδο. Με άφησε και καθώς στάθηκα πλέον ατάραχος μπροστά του συνέχισε να με καρφώνει. Ο μόνος ήχος που επικρατούσε ήταν το γκελ της λάμας πάνω στο στήθος, τον λαιμό, το πρόσωπο μου. Εκτός από το σχισμένο ύφασμα του ρουχισμού μου το δέρμα μου δεν είχε την παραμικρή εκδορά. Έμειναν να με κοιτούν όλοι έντρομοι, σίγουροι πως αντίκριζαν ένα ανώτερο προϊόν του εχθρού. Πετάχτηκε ένας στρατιώτης από το πλήθος και ουρλιάζοντας άδειασε το περίστροφο του πάνω μου. Παρά τον εκνευρισμό μου κατόρθωσα ένα χαμόγελο για να επιβεβαιώσω τους φόβους τους. Είδα στο έδαφος την ξιφολόγχη μου, έσκυψα και την πήρα. Την εκσφενδόνισα στον φαντάρο που με είχε πυροβολήσει καρφώνοντας τον πάνω από το γόνατο. Έπεσε κάτω ξαφνιασμένος σφίγγοντας τα δόντια, αρνούμενος να εκδηλώσει κραυγή πόνου. Τώρα ήξεραν με τι είχαν να κάνουν. Πρέπει όμως να τους παραδεχτώ, δεν θα παρέδιδαν την τιμή τους τόσο εύκολα. Με μία ιαχή, σαν να είχαν όλη την ίδια σκέψη, όρμησαν πάνω μου, με έριξαν κάτω και με ακινητοποίησαν. Με οδήγησαν σε μια άλλη άκρη της βάσης, σε ένα υπόστεγο πυρομαχικών. Σαν μανιασμένοι χωρικοί αποφασισμένοι να κάψουν τον βλάσφημο αιρετικό στην πυρά άρχισαν να στοιβάζουν εκρηκτικά και οβίδες σε μία σωρό έξω από την περίμετρο του στρατοπέδου. Αποκαθήλωσαν μια ρουκέτα από τον καταπέλτη της και την έστησαν όρθια στην κορυφή της σωρού. Εκεί, πάνω στην ρουκέτα με έδεσαν αφού συνέδεσαν τον τύμβο με έναν πυροκροτητή. Είδα και τον Γου ανάμεσα στους άντρες του να προσπαθεί μάταια να τους σταματήσει, δεν μπορούσε πλέον να τους ελέγξει. Εκείνη την στιγμή άρχισαν να ηχούν και οι σειρήνες του πολέμου. Ο βόμβος του εχθρού έσκισε τα μαύρα σύννεφα από ψηλά και σε λίγο η βάση συγκλονιζόταν από εκρήξεις. Ξέχασα τον όχλο που με είχε δέσει και κοίταξα τον ορίζοντα, μανιτάρια φωτιάς φύτρωναν στην σειρά κοκκινίζοντας το καπνισμένο φόντο. Ήταν μια κόλαση αλλά έδειχνε τόσο απόκοσμα «όμορφη». Ο άνθρωπος πρέπει να ήταν ερωτευμένος με αυτή την εικόνα σε όλη του την ιστορία, τελικά δεν ήταν ο χαμένος παράδεισος στον οποίο προσπαθούσε να επιστρέψει. Μετά χάθηκαν όλα. Βρέθηκα μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως ενώ μια βίαια απελευθερωμένη ενέργεια ξέσχισε κάθε κομμάτι ρούχου από πάνω μου. Θα πρέπει να αιωρήθηκα στον αέρα μια αιωνιότητα πριν αντιληφθώ το έδαφος να σκάει πάνω μου. Πρέπει να βρισκόμουν εκατό μέτρα από το σημείο που με είχαν δέσει. Κάθισα εκεί για λίγο γυμνός και παρακολούθησα την επιδρομή που εξελισσόταν στο βάθος. Πόσες ώρες είχαν περάσει από την στιγμή που ξύπνησα στη σπηλιά; Ήταν μέρα ή νύχτα; Το κόκκινο του ουρανού δεν είχε αλλάξει από την έξοδο μου ξανά στον κόσμο. Κάπου είδα έναν δρόμο και τον πήρα στην κατεύθυνση που οδηγούσε μακριά από το στρατόπεδο. Σε ένα χαντάκι βρήκα κάπου πενήντα νεκρούς πολίτες, όλοι τουφεκισμένοι, και ψάχνοντας τα πτώματα εξασφάλισα τον καινούργιο μου ρουχισμό. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 13, 2007 Author Share Posted May 13, 2007 5. Περπατώντας και ρωτώντας έφτασα στο Τιαν-Τζιν μετά από δύο εβδομάδες. Δεν συνάντησα ξανά στρατιώτη παρόλο που ο ήχος του πολέμου δεν έπαψε να με συνοδεύει. Κάθε τόσο ακουγόταν μια σύγκρουση από κάπου κοντά, πίσω από κάποιο βουνό ή κοντύτερα πίσω από τους λόφους. Λάμψη από φωτιές έδιναν την αίσθηση ενός συνεχόμενου ηλιοβασιλέματος, σαν η διαδρομή μου να εξελισσόταν στην μελαγχολική δύση μιας ατελείωτης μέρας. Η ύπαιθρος ήταν σπαρμένη από νεκρούς και αρρώστους. Όσοι δεν είχαν χάσει τα λογικά τους μου έδειχνα την κατεύθυνση όποτε ρωτούσα «Τιαν-Τζιν;» Στο τέλος δεν χρειαζόταν πλέον να ρωτήσω. Συνάντησα μια μακριά πομπή δυστυχισμένων, όλοι με κοινό προορισμό με μένα. Όταν είδα το λιμάνι αναρωτήθηκα πως ήταν δυνατό αυτή η εικόνα να ήταν ότι είχε απομείνει από ελπίδα σε έναν λαό. Το μέρος ήταν το ίδιο ρημαγμένο με την υπόλοιπη χώρα. Και το κυριότερο, υπήρχαν μόνο τρία πλοία, πλοία της παλιάς γραμμής, μέτριας χωρητικότητας, όλα αγκυροβολημένα και αμετακίνητα επί μήνες όπως έμαθα. Και τα τρία είχαν γεμίσει από κόσμο εδώ και καιρό, ανθρώπινα κουφάρια που σάπιζαν μαζί με τα καταστρώματα που καταλάμβαναν. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες μαζεύονταν στην ακτή και πέθαιναν εκεί που σωριάζονταν. Είδα πτώματα να επιπλέουν στη μαύρη θάλασσα. Σε έναν λόφο είδα τέντες του ερυθρού σταυρού αλλά εδώ στην ακτή δεν κυκλοφορούσε γιατρός, ούτε καν νοσοκόμος. Ανίκανος να βοηθήσω οποιονδήποτε κάθισα σε μιαν άκρη όχι λιγότερο παραδομένος στην μοίρα με τους υπόλοιπους. Είδα μια γυναίκα να παραπατάει στη λάσπη και μου θύμισε τόσο την Φεν που σηκώθηκα ασυναίσθητα να την στηρίξω. Έψαχνε να βρει τους δικούς της. Έμεινα μαζί της και όταν το ψάξιμο βγήκε άκαρπο την οδήγησα στις σκηνές του ερυθρού σταυρού μήπως και βρίσκαμε οτιδήποτε. Η κατάσταση ήταν το ίδιο τραγική και εδώ. Οι γιατροί ήταν άφαντοι, νεκροί ή βαριά άρρωστοι από την ραδιενέργεια. Δεν υπήρχαν φάρμακα και όσοι είχαν απομείνει δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και για κανέναν. Κάθε τόσο εμφανιζόταν ένα φορτηγό που μοίραζε στον κόσμο μπισκότα και πόσιμο νερό, τους τα πετούσε μάλλον από την πίσω καρότσα παρά τα μοίραζε. Αυτοί οι άνθρωποι με το βλέμμα χαμηλά στο μαυρισμένο χώμα, έτοιμοι θαρρείς για τον θάνατο, μόλις αντιλαμβάνονταν το όχημα να έρχεται μετατρέπονταν σε θηρία που ορμούσαν πάνω του απελπισμένα για επιβίωση. Πολλοί έχαναν την ζωή τους κάτω από τις ρόδες του, άλλοι σκοτώνονταν από τον διπλανό τους για μια γουλιά νερό. Πολλές προμήθειες γίνονταν κομμάτια πάνω στις συγκρούσεις και οι άνθρωποι πέφτανε στο χώμα και την λάσπη για να γλείψουν τα ψίχουλα καταγής σαν τα ζώα. Μπήκα και εγώ στην μάχη μια δυο φορές και κατάφερα να εξασφαλίσω αρκετά για να συντηρήσω την περίπτωση που είχα αναλάβει να προστατεύω. Λυπάμαι και δεν ξέρω γιατί αλλά δεν θυμάμαι το όνομα της. Ήταν απλώς μια γυναίκα που μου θύμιζε την Φεν και είχα ανάγκη να την βοηθήσω για να διασώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου που κινδύνευε να χαθεί. Και εκείνη η ιστορία μου προσέφερε πολλά περισσότερα από όσο αντιλήφθηκα τότε. Σταμάτησα να κάθομαι. Σκεφτόμουν λιγότερο όταν κρατούσα το σώμα μου απασχολημένο. Βρήκα κάποιους που τους θεώρησα αρκετά υγιείς και δυνατούς και τους επιστράτευσα βάζοντας τους τις φωνές. Πολλοί άνθρωποι έχουν απλώς την ανάγκη να τους πει κάποιος τι να κάνουν. Αναλάβαμε να μαζέψουμε τους νεκρούς που κείτονταν μαζί με τους ζωντανούς, έργο τεράστιο. Τους μαζέψαμε από τα χαλάσματα και τους δρόμους, από την ακτή και το νερό και μέσα από τα δεμένα καράβια. Με φορτηγά και κάρα τους μεταφέραμε σε μια φυσική τάφρο που δέσποζε σε ένα ύψωμα πάνω από την πόλη. Δεν είχαμε την δύναμη να σκάψουμε δεύτερη τάφρο ούτε και να σκεπάσουμε αυτή, τους μαζέψαμε εδώ και βάλαμε φωτιά στη σωρό. Αυτή η φωτιά έκαιγε μέχρι την μέρα που ανοίχτηκα πλέον στο πέλαγος, ήταν η τελευταία αναλαμπή που θα έβλεπα από την ακτή της Ασίας πριν χαθεί η γη στο σκοτάδι του ορίζοντα. Την τρέφαμε κάθε μέρα με ατελείωτους νεκρούς, και οι πρόσφυγες συνέχιζαν να συρρέουν στο Τιαν-Τζιν. Το στρατόπεδο του ερυθρού σταυρού οργανώθηκε καλύτερα και εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι με ικανότητες να προσφέρουν πολλά περισσότερα από μένα. Μέσα σε μία εβδομάδα χάθηκε όλη η απάθεια που συνάντησα όταν έφτασα εδώ. Αραιώνοντας τους νεκρούς είχαμε αρχίσει να ξεχωρίζουμε και τους αρρώστους ανάλογα με την σοβαρότητα της υγείας τους. Τα φορτηγά έπαψαν να πετούν τα τρόφιμα από την καρότσα αλλά άρχισαν να κάνουν παράδοση στις τέντες. Έχοντας ευκαιρία να διαπραγματευτούμε με τους οδηγούς κανονίσαμε να μας έρθουν επιπρόσθετες προμήθειες, κυρίως χάπια που καταπολεμούσαν κάποιες παρενέργειες της ραδιενέργειας. Προσπαθούσα να τρώω όσο το δυνατόν λιγότερο από τα άγευστα τρόφιμα που διαθέταμε και μόνο για τα προσχήματα. Ένιωθα το ίδιο άσχημα και για κάθε γουλιά νερό που στερούσα από αυτούς που πραγματικά την χρειάζονταν. Υπήρχαν φορές φυσικά που ένιωθα την γνωστή ανάγκη της ηδονής της βρώσης. Είχαμε ομάδες που κάθε μέρα μάζευαν κονσέρβες και άλλα πακεταρισμένα αγαθά που ανακάλυπταν στα χαλάσματα της πόλης. Τα περνούσαμε όλα από εξέταση και φυσικά ήταν όλα διαποτισμένα από ραδιενέργεια, ακατάλληλα για τροφή. Μαζεύονταν και αυτά για να καταστραφούν στην φωτιά μαζί με τους νεκρούς. Έκλεβα κάθε τόσο κάποια κονσέρβα με χοιρινό ή παστό μοσχάρι και κρυμμένος σε κάποιο έρημο σπίτι καθόμουν να το απολαύσω άτρωτος στην ακτινοβολία του. Το χοιρινό με το αλμυρό του λίπος είχε την ίδια υπέροχη γεύση ακόμα και ραδιενεργό. Πρόσεχα καλά μη με δει κανένας γιατί τότε θα είχαμε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Σίγουρα θα νόμιζαν πως αυτοί που τους φροντίζουν τους κοροϊδεύουν, τους αφήνουν να λιμοκτονούν ενώ οι ίδιοι απολαμβάνουν τα δήθεν ακατάλληλα τρόφιμα. Τα νέα από το μέτωπο συνέχιζαν να είναι άσχημα. Η Κίνα έχανε εδάφη, την θάλασσα την είχε χάσει από καιρό. Τα πολεμικά της δυτικής συμμαχίας έπλεαν στα ανοιχτά αλλά δεν πλησίαζαν σε αυτή την ακτή, κανένα πλεούμενο δεν έμπαινε στο λιμάνι. Τους άκουγα όλους να εύχονται να χάσουν τον πόλεμο σύντομα απλά και μόνο για να τελειώσει. Ξαφνικά μια μέρα κατέφθασε μια μεγάλη πομπή από στρατιώτες. Επρόκειτο για αντάρτες που εγκατέλειψαν τις μάχες και προσπαθούσαν κατά κάποιο τρόπο να «σώσουν» την χώρα τους. Βοηθούσαν στην μετακίνηση των προσφύγων και πυροβολούσαν εναντίον κάθε επίσημου στρατού του κράτους. Δεν είχε απομείνει κανένας κρατικός μηχανισμός αλλιώς είμαι σίγουρος πως οι αντάρτες θα είχαν κρεμάσει κάθε μέλος του κυβερνώντος κόμματος. Σίγουρα όμως σκότωναν τους Αθάνατους με το που τους έβλεπαν. Η πρώτη πράξη της άφιξης τους ήταν να μαζευτούν στην προβλήτα και να εκκενώσουν τα τρία καράβια υπό την απειλή των όπλων. Θα με είχαν εκτελέσει αμέσως αν δεν επενέβαινε ο κόσμος και αν δεν δήλωνα πως ήμουν κι εγώ λιποτάκτης εδώ και καιρό. Δεν έδωσαν σημασία στα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά μου, υπήρχε αρκετή ένταση για να δώσουν σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Εξάλλου νομίζω πως μόνο ένας αθάνατος θα καταλάβαινε την διαφορά. Προς έκπληξη μου ανακάλυψα και την Μάγκη ανάμεσα στους αντάρτες. Είχε χάσει όλη της την αρχική ομάδα και όταν την βρήκαν τους «πούλησε» πετυχημένα την ιδέα της Αυστραλίας. Ο άσος στο μανίκι της ήταν το ότι ήξερε που να βρει ανθρώπους που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να πλεύσουν αυτά τα καράβια. Αυτό έκαμναν και τώρα οι στρατιώτες, έβαλαν τους ναύτες που είχαν φέρει μαζί τους να δουλέψουν τα μηχανοστάσια και να ετοιμάσουν τα πλοία για ταξίδι. Είχαν μόνο δύο καπετάνιους αλλά θα κατάφερναν κάπως και το τρίτο πλοίο. Οι αντάρτες γέμιζαν άνετα τα τρία πλεούμενα και σίγουρα δεν είχαν διάθεση να πάρουν άλλους μαζί τους. Είχαν τα όπλα τους στραμμένα στο πλήθος που το κρατούσαν συνέχεια σε ασφαλή απόσταση. Το έβλεπα στα απελπισμένα πρόσωπα των δύστυχων προσφύγων, ήταν έτοιμοι να χιμήξουν, δεν θα άφηναν να τους πάρουν τα καράβια. Ειδικά όταν πήραν μπρος οι μηχανές στα πρώτα τεστ, το γουργούρισμα των πιστονιών, το πάφλασμα των ελίκων πάνω στο νερό, μεταδόθηκαν οι ήχοι μαγικά σε όλη την πόλη μαζεύοντας περισσότερο κόσμο στην προβλήτα. Θα γινόταν σφαγή. Η Μάγκη είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που την είχα δει. Την είχα γνωρίσει τόσο λίγο αλλά η ιδεολογία που θυμόμουν έντονη στο βλέμμα της είχε χαθεί. Ένιωθε απελπισμένα ευγνώμον που ανήκε στην δυνατή πλευρά, την πλευρά των όπλων, και ήθελε τόσο να φύγει από αυτή την κόλαση. Ήξερε πως δεν την είχαν ανάγκη, μπορούσαν να την αφήσουν πίσω, η παρουσία της ήταν μόνο τιμητική καθώς το σχέδιο της φυγής ήταν δικό της. Της το έθεσα και μάλλον πέτυχα διάνα γιατί αμέσως αντέδρασε άσχημα και μου έβαλε τις φωνές. «Και ποιους άλλους να πάρουμε; Ποιους θα διαλέξουμε; Ποιος θα πάρει τέτοια απόφαση; Θέλεις να τους διαλέξεις εσύ, να τους πεις εσύ ποιος έχει μια ελπίδα ζωής και ποιος θα μείνει να πεθάνει;!» Όχι μόνο είχε δίκιο, αλλά η θέση μου ήταν ακόμα πιο ασυγχώρητη. Όλη η προβλήτα, όλο το Τιαν-Τζιν μάλιστα, πίστευαν πως ήμουν στο πλευρό τους. Χάρη στην Μάγκη ανεβοκατέβαινα στα καράβια και ο κόσμος νόμιζε πως διαπραγματευόμουν για εκείνους. Στην πραγματικότητα ήθελα ακριβώς αυτό που ήθελε και η Μάγκη, ήθελα να φύγω από εκεί, να πάω στην Αυστραλία, και δεν με ένοιαζε ποιος θα έμενε πίσω, δεν μπορούσα να σώσω κανέναν. Το ρώτησα στον λοχία που ήταν επικεφαλής των ανταρτών, με κοίταξε για λίγο και κάγχασε. «Εντάξει αθάνατε, γιατί όχι, χωράει άλλος ένας.» Θα ήθελα να πω πόσο άσχημα ένιωσα εκείνη τη στιγμή αλλά μέσα στις χιλιετηρίδες έχω μαζέψει τόσα εγκλήματα στην αθάνατη γούνα μου που θα ήταν σαν να ήθελα να σας κοροϊδέψω. Δεν έχω ανάγκη της συμπάθειας σας. Η καλύτερη σας γνώμη για μένα δεν μπορεί να με σώσει. Η χειρότερη σας γνώμη για μένα δεν μπορεί να με βλάψει. Θα σας το πω πως έγινε. Με πληροφόρησαν πότε θα αναχωρούσε η πομπή, η στιγμή ήταν μυστική για όλους τους άλλους. Εκείνη την ημέρα φρόντισα κάποιους αρρώστους, ανάμεσα τους και την γυναίκα που έμοιαζε με την Φεν και που ήταν στα τελευταία της. Μετά πήγα στην προβλήτα και ανέβηκα σε ένα από τα πλοία όπως έκανα κάθε μέρα. Κατέβηκα στο αμπάρι, κουλουριάστηκα σε μια σκοτεινή γωνία και περίμενα. Σε λίγο άρχισαν να δουλεύουν οι μηχανές. Αυτό γινόταν καθημερινά και έτσι φαντάστηκα πως ο κόσμος έξω δεν θα αντιλαμβανόταν ακόμα τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Κάποια στιγμή άκουσα τις μπουκαπόρτες να κλείνουν και εκεί σφίχτηκε το στομάχι μου. Αμέσως μετά άρχισαν οι πυροβολισμοί. Άκουγα και κραυγές ανθρώπων ή ήταν η φαντασία μου; Δεν μπορούσα να καταλάβω αν κινούμασταν αλλά οι πυροβολισμοί κράτησαν είκοσι λεπτά πριν σιγήσουν επιτέλους. Έμεινα εκεί κάτω άλλη μισή ώρα να κλαίω στο σκοτάδι πριν βρω την δύναμη να ανέβω στο κατάστρωμα. Τα τρία πλοία έπλεαν το ένα πίσω από το άλλο προς τον Νότο. Η Κίνα ήταν απλώς μια σκιά στα αριστερά της πρύμνης όπως κοίταζα πίσω, διέκρινα και την φωτιά των νεκρών στο ύψωμα του Τιαν-Τζιν. Ήταν και η Μάγκη στην πρύμνη, στεγνό χλωμό βλέμμα με κόκκινα μάτια. Δεν την ρώτησα ποτέ να μου πει τι είχε συμβεί στην προβλήτα. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 15, 2007 Author Share Posted May 15, 2007 6. Στο Τιαν-Τζιν είχα κάνει φίλο έναν συμπαθητικό γεράκο, Τσι τον έλεγαν και ήταν κουρέας. Σε εκείνον πήγαινα να μου κόβει και να μου φροντίζει τα μαλλιά. Παρά την ηλικία και την λιπόσαρκη φύση του ήταν υγιείς και ανθεκτικός στις αρρώστιες. Το μαγαζάκι του είχε επιβιώσει της καταστροφής και το άνοιγε κάθε μέρα για να δέχεται την πελατεία του. Δεν έπαιρνε πλέον χρήματα, του ήταν περισσότερο απαραίτητο να έχει να κάνει αυτό το έργο κάθε μέρα, είμαι σίγουρος πως το να κόβει μαλλιά του έδινε την ανοσία που χρειαζόταν ενάντια στον θάνατο. Και το άλλο εκπληκτικό ήταν οι πελάτες του, άνθρωποι που ήξεραν πως θα πέθαιναν ανά πάσα στιγμή έμπαιναν στο μαγαζί του και έβγαιναν περιποιημένοι σαν να ήταν έτοιμοι για την κυριακάτικη τους βόλτα. Το κόψιμο των μαλλιών τους ήταν το δικό τους φάρμακο, η δική τους ελπίδα ενάντια στον πόνο. Ήταν μαγικό εκείνο το κουρείο, ήταν μια πόρτα σε μια φυσιολογική εποχή που οι κίνδυνοι ξορκίζονταν από την κουβέντα, την λαϊκή φιλοσοφία, το τιτίβισμα του ψαλιδιού και την ευωδιά της κολόνιας. Δεν είχε καμία σχέση με τον φαντάρο που είχε αναλάβει να μας κόβει τα μαλλιά στο πλοίο, εγώ όμως θα θυμόμουν πάντα τον Τσι κάθε φορά που θα έκοβα τα μαλλιά μου. Θέλω να πιστεύω πως η ουσία εκείνου του ανθρώπου επιβιώνει κάπου στο σύμπαν, ίσως στην σκόνη που αιωρείται σήμερα ανάμεσα στα άστρα. Η θάλασσα της Ινδοκίνας ήταν απροσπέλαστη από οποιοδήποτε πλεούμενο, κόχλαζε ο βυθός της από τα ηφαίστεια. Το σχέδιο μας ήταν να πλεύσουμε Νότιο-Ανατολικά προς τα Νησιά του Σολομώντα και από εκεί προς την Αυστραλία. Υπήρχαν φήμες πως η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία είχαν μπλοκάρει εκείνα τα νερά με συχνές περιπολίες για να εμποδίσουν πομπές σαν και την δική μας. Ήταν αποφασισμένοι να μην δεχτούν πρόσφυγες στα εδάφη τους. Συναντήσαμε μερικά Αμερικάνικα πολεμικά αλλά δεν μας σταμάτησε κανένα. Οι αντάρτες είχαν ξεφορτωθεί τις στολές τους και είχαν τα όπλα τους κρυμμένα. Δεν έδειχναν καθόλου διαφορετικοί από τους πολίτες που αφήσαμε πίσω. Η πρώτη εβδομάδα κύλησε ήρεμη. Επιτέλους είδα και το φως της ημέρας. Στα ανοιχτά της Κίνας, με τους μαύρους καπνούς ακόμα ορατούς στον ορίζοντα, ξεπρόβαλε ένας γκρίζος ουρανός από πάνω μας χαρίζοντας στην αφρισμένη θάλασσα την ασημί της απόχρωση. Ήταν μια εικόνα σχεδόν φυσιολογική. Όταν εμφανίστηκαν γλάροι να πετούν δίπλα στο κατάστρωμα αναρωτήθηκα αν ότι είχε προηγηθεί ήταν απλώς ένα κακό όνειρο. Η Μάγκη ήταν αμίλητη και απλησίαστη. Βρέθηκα να μοιράζομαι τον χρόνο μου με τους αντάρτες που μαζί με όλες τις προμήθειες που είχαν φορτώσει στο πλοίο είχαν και αρκετά κασόνια με αλκοολούχα ποτά. Ευτυχώς μπορούσα να μεθάω, αρκετά για μια γλυκιά ζάλη, χωρίς όμως να μπορώ να παρασυρθώ εκτός εαυτού, και αυτό ήταν λυπηρό. Γιατί το ήθελα, ήθελα να ξεχάσω για λίγο ποιος ήμουν, να χάσω για λίγο τον έλεγχο, να τρελαθώ και ας ξυπνούσα το άλλο πρωί με έναν απίστευτο πονοκέφαλο. Ανακάλυψα στις καμπίνες αρκετά βιβλία και περιοδικά που μου έδωσαν μια εικόνα και του υπόλοιπου πλανήτη. Είχα πλέον αρκετό ελεύθερο χρόνο για διάβασμα. Η Ευρώπη συνερχόταν από μια επιδημία που είχε εξολοθρεύσει το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Μέσα από τον θάνατο όμως βγήκε μια νέα αναγέννηση και ευημερία. Υπήρχε εκεί μια διάχυτη αισιοδοξία για καλύτερες μέρες. Δεν βρήκα νέα για την Ελλάδα αλλά έμαθα πως η Γαλλία είχε στείλει, με τεχνολογία των Ηνωμένων Πολιτειών, τρεις αστροναύτες στον Άρη, ο ένας τους Έλληνας. Η αποστολή εξέπεμψε την άφιξη της και μετά χάθηκε κάθε επικοινωνία. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε και όλοι ήξεραν πως έπρεπε να είχε συμβεί κάτι που στοίχισε τρεις ηρωικές ζωές. Η Αμερική και η Ιαπωνία έστελναν σε τακτικά διαστήματα αστροναύτες στο φεγγάρι αλλά η αποτυχία στον Άρη έδειξε να παγώνει το όλο διαστημικό πρόγραμμα. Υπήρχε ένα σχέδιο να σταλούν ξανά μη επανδρωμένα σκάφοι-ρομπότ στον κόκκινο πλανήτη αλλά το όλο θέμα είχε μείνει μόνο στις κουβέντες. Τα νέα ήταν πολύ καλύτερα, εκπληκτικά θα έλεγα, από την Μέση Ανατολή. Πριν εκατό χρόνια περίπου στο Ιράκ γεννήθηκε ένας πεφωτισμένος άντρας που ήταν να αποδειχτεί μεγάλος θρησκευτικός ηγέτης. Ξεκλείδωσε την πόρτα της ανοχής και της αγάπης όπως βρίσκονταν ήδη μέσα στο Κοράνι και διέδωσε ένα μήνυμα αδελφοσύνης που θα άλλαζε για πάντα την εικόνα του Ισλάμ στον δυτικό κόσμο. Φανατικοί της οργής και του μίσους τον σκότωσαν στο εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, πολύ αργά όμως για να σταματήσουν το μήνυμα του. Η τρομοκρατία πήρε τέλος και ο δυτικός κόσμος έκανε την ειρήνη του με τους άραβες. Ακόμα και το κράτος του Ισραήλ ήταν πλέον υπό την προστασία του νέου Ισλάμ. Πρόλαβε εκείνος ο πεφωτισμένος άνθρωπος να απλώσει τις φτερούγες του πάνω από τους εβραίους με μια συγκλονιστική ομιλία, σε μια εποχή που το κράτος του Ισραήλ είχε πλέον καταστραφεί, με τις γειτονικές του χώρες να το έχουν διαμελίσει, και όσοι κάτοικοι του είχαν γλιτώσει τις σφαγές να μεταναστεύουν ξεριζωμένοι στα πέρατα της γης. Για άλλη μια φορά οι εβραίοι ήταν ένας ταπεινός λαός, για άλλη μια φορά ήταν ένας αγαπητός λαός. Τα πιο ευτυχή και ασφαλή μέρη στον πλανήτη εκείνη την στιγμή ήταν η Μέση Ανατολή και η Αφρική. Συνεχόμενες βροχοπτώσεις είχαν αλλάξει για τα καλά την μαύρη ήπειρο. Η ζούγκλα και πολλά θηρία της μπορεί να είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί το έδαφος της όμως ήταν πιο γόνιμο από ποτέ. Αυτή ήταν η πρώτη δεκαετία όπου ο άνθρωπος μπορούσε επιτέλους να βλέπει το επερχόμενο τέλος στην πείνα που μάστιζε τον τρίτο κόσμο. Η γενετική καλλιέργεια ήταν η πορεία των πραγμάτων και άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Η γενετική είχε βρει θεραπεία σε παλιές θανατηφόρες ασθένειες αλλά σαν θεία ισορροπία είχαν ξεμυτίσει άλλες. Πριν τριάντα χρόνια είχαν γεννηθεί τα πρώτα παιδιά κλώνοι. Σήμερα κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας σαν φυσιολογικοί, νόμιμοι ενήλικες, με μοναδικό ψεγάδι μια θανατηφόρα νόσο που έπληττε ένα σαράντα τα εκατό του αριθμού τους. Την αποκαλούσαν καρκίνο των κλώνων και μέχρι στιγμής δεν είχε βρεθεί αιτία ή θεραπεία. Επίσης, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγηθεί, όλα τα μωρά που προέρχονταν από δύο ή έναν κλώνο γονέα αν επιβίωναν εννέα μήνες στην κοιλιά της μάνας τους δεν ζούσαν πολύ μετά την γέννα. Η «κατασκευή» κλώνων έξω από την ανθρώπινη μήτρα ήταν ακόμα ένα θέμα ταμπού, κάτι που πίστευα πως δυστυχώς θα άλλαζε μόλις η επιστήμη αντίκριζε το μιαρό επίτευγμα της Κίνας. Εντωμεταξύ η στάθμη της θάλασσας συνέχισε να ανεβαίνει και οι πλημμύρες στον Νείλο ήταν χειρότερες από ποτέ. Σε όλο τον κόσμο άλλαζαν οι ακτές, σπίτια εγκαταλείπονταν στο κύμα, οι πληθυσμοί υποχωρούσαν σταδιακά στα ενδότερα. Η Αυστραλία, προς την οποία κατευθυνόμασταν, δεν ήταν ακριβώς η χώρα που θυμόμουν αλλά δεν μπορώ να πω αν αυτό ήταν καλύτερο ή χειρότερο. Ήταν μια χώρα πλούσια, αυτάρκης, η ευημερία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνίας της περισσότερο από ποτέ. Σαν νέα δύναμη είχε πλέον τις δυνατότητες που είχαν κάποτε μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το άλλο θετικό στοιχείο ήταν το ανεξάρτητο κρατίδιο που είχε παραχωρηθεί στους Αυτόχθονες στο κέντρο της ηπείρου. Οι Αυστραλοί όμως δεν ήταν πλέον οι συμπαθητικοί, χαλαροί τύποι τους οποίους είχε συνηθίσει κάποτε ο πλανήτης. Ο Αυστραλός ήταν πλέον εσωστρεφής, καχύποπτος κάθε μη αυστραλού και εξαιρετικά παρανοϊκός. Τα σύνορα προς τον έξω κόσμο είχαν κλείσει ερμητικά και κάθε ταξιδιώτης που ήθελε να επισκεφτεί την χώρα έπρεπε να το σκεφτεί δέκα φορές πριν περάσει την εξαντλητική διαδικασία της βίζας. Φυσικά, καταστάσεις στην υδρόγειο είχαν δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες που το κύμα της λαθρομετανάστευσης στην Γη είχαν βάλει σαν προορισμό την Αυστραλία στην κορυφή της λίστας του. Όλοι ονειρεύονταν την ευκαιρία να φτάσουν στις ακτές της. Ήταν μια καπιταλιστική κοινωνία και παρά την παράνοια υπήρχαν μηχανισμοί στα έσω που δούλευαν νομικά και κερδοφόρα να εντάσσουν τους «κακόμοιρους» του πλανήτη που διέθεταν το ανάλογο ρευστό. Και όπως ανακάλυψα μετά από πολλά μπουκάλια μπύρας υπήρχαν βαλίτσες με δολάρια και στα τρία πλοία γι αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Εντωμεταξύ πολλοί από τους φαντάρους άρχισαν να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν. Όσους αρρώσταιναν τους παρατούσαν στην πρύμνη χωρίς τροφή και νερό για να μην ξοδεύουν αχρείαστα προμήθειες σε άτομα που δεν είχαν καμία ελπίδα. Διαμαρτυρήθηκα την πρώτη φορά και όταν δεν πέτυχα τίποτα παραιτήθηκα του θέματος. Μόλις άφηναν την τελευταία τους πνοή τους πετούσαμε αμέσως στο νερό χωρίς πολλές συναισθηματικές διαδικασίες. Βλέπαμε πότε-πότε ακριβώς το ίδιο να εξελίσσεται και στα άλλα δύο πλοία. Όταν μια μέρα αρρώστησε ένας από τους συντρόφους μου στο ποτό κάθισα μαζί του στην πρύμνη. Δεν έκλαψε, ούτε παρακάλεσε. Αρνήθηκε το νερό και το ψωμί που του πήγα λαθραία. Αρκετές φορές πριν εκείνος ο ίδιος είχε εγκαταλείψει άρρωστους συντρόφους του στο κατάστρωμα πριν τους πετάξει αμέσως μετά στα κύματα. Όταν βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο, την στιγμή που έτρεμε από τον πυρετό, τότε τον είδα να με κοιτάζει τρομαγμένος. «Που πάω; Που θα καταλήξω τώρα;» ψέλλισε, «Δεν θα δω ποτέ τον παράδεισο, δεν μου αξίζει, δεν αξίζει σε κανέναν μας.» Εκείνη την στιγμή δεν ήξερα αν αναφερόταν στον άλλο κόσμο ή τον προορισμό του πλοίου. «Σκότωσα πολλούς στο Τιαν-Τζιν. Πυροβόλησα σε γυναίκες που κρατούσαν παιδιά,» είπε πριν πεθάνει. Πριν κλείσουμε τρεις εβδομάδες στη θάλασσα χάσαμε ένα από τα πλοία. Μπήκαμε τρεις μέσα σε μια τρομακτική νυχτερινή καταιγίδα και το πρωί που ηρέμισε πάλι ο καιρός βγήκαμε δύο. Δεν υπήρχε ίχνος συντριμμιών στο νερό και δεν απαντούσε κανείς στον ασύρματο. Δεν ήταν δύσκολο να συμπεράνουμε τι είχε συμβεί καθώς ο ωκεανός κόντεψε να καταπιεί εμάς τους ίδιους τρεις φορές εκείνη την νύχτα. Δεν είχε κανείς σκοπό να ψάξει την περιοχή για επιζώντες, τα δύο πλοία συνέχισαν κανονικά τον δρόμο τους νότια. Λίγο πριν αφήσουμε πίσω την θάλασσα της Μικρονησίας μας βρήκε και δεύτερη συμφορά. Μικρά πλοιάρια έκαναν την εμφάνιση τους πίσω από κάτι νησάκια και άρχισαν να μας πλησιάζουν. Βρήκα το θέαμα αρκετά όμορφο αλλά του λοχία μας δεν του έκατσε καλά. Ζήτησε από τον καπετάνιο να αναπτύξει ταχύτητα. Το δεύτερο πλοίο αντίθετα ανέκοψε ταχύτητα καθώς ο καπετάνιος του σκέφτηκε πως μπορεί να ήταν έμποροι με τους οποίους θα μπορούσαν να ανταλλάξουν αγαθά. Άδικα ο λοχίας ούρλιαζε τις διαταγές του στον ασύρματο. Στο δεύτερο πλοίο ο καπετάνιος του είχε εξελιχτεί σε άτομο με εξουσία ανάμεσα στους εκεί άντρες. Μας παρότρυναν να περιμένουμε κι εμείς, λεγόταν πως σε αυτά τα νησιά προσφέρονταν και γυναίκες σαν αγαθό. Κρατήσαμε την απόσταση μας και δεν αργήσαμε να αντικρίσουμε το αποτέλεσμα. Τα πλοιάρια κόλλησαν σαν στρείδια πάνω στο μεγάλο καράβι και μαυριδερές ακρίδες ξεχύθηκαν σαν πληγές πάνω στο κατάστρωμα του. Αμέσως ξέσπασαν οι πυροβολισμοί. Για τον λοχία το ζήτημα είχε λήξει, δεν γύριζε το πλοίο για να τους βοηθήσει με τίποτα. Ρίξαμε μόνο σε ένα δύο πλοιάρια που ξανοίχτηκαν προς το μέρος μας και που τα οποία αφήσαμε πίσω μας αρκετά σύντομα. Η Μάγκη ήταν από πλούσια οικογένεια, ο πατέρας της ήταν γάλλος, η ίδια είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Παρίσι, είχε σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία της Γαλλίας, Αγγλίας και Γερμανίας. Τα παράτησε όλα μετά από ένα ταξίδι στην γενέτειρα της μητέρας της στην Νότιο-Ανατολική Κίνα όπου αντίκρισε το κύμα των κατατρεγμένων της Ινδοκίνας. Ήρθε φυσικά σε σύγκρουση με τον πατέρα της. «Θεωρούσε τη ζωή αφιερωμένη στους δυστυχισμένους του κόσμου ένα χάσιμο χρόνου. Όχι μόνο δεν θα κατάφερνα τίποτα θετικό με την άσκοπη θυσία μου αλλά ούτε πίστευε πως ήμουν σοβαρή, πως είχα τη δύναμη να αντεπεξέλθω.» «Θα έλεγε οτιδήποτε για να σε κρατήσει ασφαλή κοντά του,» την παρηγόρησα. «Είχε όμως δίκιο. Είχε δίκιο. Η αδυναμία μου στοίχισε ζωές. Αν δεν ήμουν εγώ τόσοι άνθρωποι θα ζούσαν σήμερα.» «Δεν έχεις δίκιο. Ήταν μια κόλαση που δεν δημιούργησες εσύ και σίγουρα δεν μπορούσες να σώσεις κανέναν.» Δεν ήθελε να με ακούσει. Είχε προδώσει τον εαυτό της και ο εαυτός της δεν θα την συγχωρούσε ποτέ. Την είχα προσεγγίσει αρκετές φορές και σχεδόν πάντα δεν μιλιόταν. Οι υπόλοιποι άντρες στο καράβι έδειξαν έναν αναπάντεχο σεβασμό προς το πρόσωπο της και την είχαν αφήσει ήσυχη. Οι λίγες αυτές κουβέντες που αντάλλαξα μαζί της ήταν η τελευταία φορά που είδα την Μάγκη, ήμουν το τελευταίο άτομο που την είδε ζωντανή. Χρειάστηκαν να περάσουν δύο μέρες για να αντιληφθούμε την εξαφάνιση της. Το πλοίο ψάχτηκε εξονυχιστικά χωρίς να βρεθεί ίχνος της. Θα πρέπει κάποιο βράδυ να βούτηξε στα κύματα από το κατάστρωμα. Αναρωτήθηκα αν θα έκανε κάποια διαφορά να της έλεγα ποιος ήμουν, αν θα με πίστευε. Με το σκεπτικό της εγώ έπρεπε να ήμουν τριπλά υπεύθυνος για την σφαγή που συντελούνταν στην Ασία. Δύο μέρες μετά την εξαφάνιση της Μάγκης είδαμε πολεμικά πλοία να μας κλείνουν τον ορίζοντα. Ο λοχίας διαπίστωσε με τα κιάλια του πως ήταν το μπλόκο του ναυτικού της Αυστραλίας αλλά υπήρχαν ανάμεσα τους και σημαίες της Νέας Ζηλανδίας. Αρνήθηκαν να απαντήσουν στις εκκλήσεις μας στον ασύρματο. Βγήκα στην πλώρη και ανέμενα να δω τι μας επιφύλασσε η μοίρα καθώς πλησιάζαμε τα γκρίζα θωρηκτά. Ήταν ακόμα αρκετά μακριά για να διακρίνω λεπτομέρειες ή τα πληρώματα τους όταν είδα τρεις στήλες καπνού να απογειώνονται από ένα από αυτά. Τρεις κρότοι έφτασαν στα αφτιά μου με καθυστέρηση δευτερολέπτων και αμέσως ξέσπασε πανικός γύρω μου. Ο καπετάνιος επιχείρησε να γυρίσει το πλοίο ενώ πολλοί άντρες άρχισαν να τρέχουν ήδη στις σωστικές λέμβους. Δεν ήθελα να πιστέψω πως μια πολιτισμένη χώρα σαν την Αυστραλία θα διέπραττε ένα τέτοιο έγκλημα, τόσο στυγνά τουλάχιστο και χωρίς ένα λογικό άλλοθι, αλλά μετά από εκατό χρόνια τι ήξερα εγώ; Κάθισα ατάραχος στο κιγκλίδωμα να δω κάτι που κανένας θνητός δεν είχε δει ποτέ με ψύχραιμο μάτι. Είδα τους τρεις πύραυλους να έρχονται κατά πάνω μας, ακολούθησα την τροχιά τους μέχρι να τρυπήσουν το κήτος μας αθόρυβα, σα μαχαίρι που κόβει βούτυρο, και μετά είδα το μέταλλο να διαλύεται γύρω μου σαν χαρτοπόλεμος. Ένα στρώμα φωτιάς φούσκωσε και ξεφλούδισε μεγάλα κομμάτια του καταστρώματος χωρίζοντας το πλεούμενο στα τρία. Μεταλλικές πλάκες και κάγκελα με τύλιξαν σαν σεντόνια όπως εκσφενδονίστηκα ψηλά στον αέρα. Βρέθηκα πάλι ελεύθερος από συντρίμμια καθώς έπεσα βαρύς σαν μολύβι στο νερό. Είδα τον κύριο όγκο του πλοίου και άντρες που πάλευαν να βγουν στην επιφάνεια να χάνονται στο σκοτεινό βάθος του ωκεανού. Προς έκπληξη μου όταν βγήκα στην επιφάνεια δεν είδα μια εμφανή ένδειξη του τι είχε συμβεί μόλις ένα λεπτό πριν. Το πλοίο και τα κομμάτια του είχαν εξαφανιστεί, δεν υπήρχε φωτιά, τα συντρίμμια που επέπλεαν ήταν ελάχιστα και τα πτώματα γύρω μου δεν ήταν ευδιάκριτα από την θέση μου. Θα μπορούσε κανείς να τα δει καλά από ένα ψηλό κατάστρωμα και αυτό ακριβώς έρχονταν να κάνουν τα πολεμικά που τώρα πλησίαζαν γοργά προς την θέση μας. Γύρισα την πλάτη μου στον ήλιο και αφέθηκα να επιπλέω ακίνητος με το κεφάλι κάτω, ένα πτώμα σαν τα άλλα. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι καθώς άκουγα το γουργούρισμα των μηχανών που πλησίαζαν όλο και κοντύτερα. Δύο ή τρία μεγαθήρια κύκλωσαν τη θέση μας και το σώμα μου δάρθηκε πέρα δώθε σε τρελά, αφρισμένα κύματα. Κάτι βαρύ και μεταλλικό με χτύπησε και με στριφογύρισε αλλά συνέχισα επιτυχημένα να κάνω τον ψόφιο. Ένιωσα και άλλα σώματα να με αγγίζουν, να κολλάνε πάνω μου και αυτό ήταν το πιο δύσκολο από όλα. Κράτησα τα μάτια μου σφαλιστά και περίμενα. Κάποια στιγμή, μετά από ένα ατελείωτο διάστημα, σίγησε το νερό και άνοιξα τα μάτια μου, έβγαλα το κεφάλι μου στον αέρα. Είχαμε απομείνει μόνο εγώ και ο ωκεανός. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 17, 2007 Author Share Posted May 17, 2007 7. Σαν ένα ζωύφιο που έχει πέσει ανήμπορο σε ένα ποτήρι νερό έπλεα σαν φελλός στο τεράστιο τρομακτικό γαλάζιο, περίπου έξι χιλιάδες μέτρα πάνω από τον λασπώδη πυθμένα του. Έβγαλα τα ρούχα μου καθώς άρχισαν να με βαραίνουν και να με τραβούν κάτω. Δεν μπορούσε να με βλάψει τίποτα, δεν μπορούσα να πνιγώ, να εξαντληθώ ή και να υποφέρω από τον ήλιο, το κρύο ή την δίψα. Υπήρξε όμως μια έκπληξη και ένα οδυνηρό μαρτύριο. Η έκπληξη ήταν η εμφάνιση μιας αγέλης καρχαριών και λίγο αργότερα ενός μεγάλου λευκού. Η γνώση της αθανασίας μου δεν μπορούσε να με απαλλάξει από την αρχέγονη μνημονική αποτύπωση του πιο μεγάλου ανθρώπινου τρόμου που κουβαλώ κι εγώ στα γονίδια μου, της προοπτικής να φαγωθώ ζωντανός από κάποιο θηρίο. Σαν την πτώση μου από το Αραράτ έζησα την φρίκη και ούρλιαξα σε κάθε επίθεση, σε κάθε δαγκωνιά. Η πιο άθλια στιγμή ήταν όταν με άρπαξε ο μεγάλος λευκός στα σαγόνια του και άρχισε να με σέρνει στο βυθό τινάζοντας με πέρα δώθε για να αποκόψει κάποιο κομμάτι. Συνέχεια γλιστρούσα από το στόμα του αφού τα δόντια του δεν ήταν ικανά να με διαπεράσουν για να με γαντζώσει. Και δεν έλεγαν να με βαρεθούν αυτά τα τέρατα εφόσον δεν αποτελούσα πηγή τροφής γι αυτούς αλλά συνέχιζαν να ορμούν και να με τραβούν κάτω από το νερό, να παίζουν μαζί μου σαν να ήθελαν να διασκεδάσουν την ανία τους. Φώναξα τόσο που κατάπια πολλά λίτρα θαλασσινού νερού και ενώ μου ήταν αδύνατο να πνιγώ υπήρχε κάτι από το οποίο δεν μπορούσα να ξεφύγω και ήταν το χειρότερο μου μαρτύριο. Ο Ειρηνικός Ωκεανός είχε φριχτή γεύση. Μια απαίσια πικρή, αλμυρή, γλοιώδη γεύση που μου πότισε τα χείλη, τα ούλα, την γλώσσα, τον φάρυγγα, το στομάχι και τα ρουθούνια μου. Δεν είχε σημασία αν στην συνέχεια πρόσεχα και κρατούσα το στόμα μου κλειστό και το κεφάλι έξω από το νερό. Η γεύση είχε κολλήσει πάνω μου και ανανεωνόταν στο παραμικρό κύμα και τα κύματα ήταν συνεχόμενα, για μέρες και νύχτες. Στιγμές δεν άντεχα και ούρλιαζα την αγανάκτηση μου στον ήλιο, το φεγγάρι, κάποιο περαστικό σύννεφο ή θαλασσοπούλι. Και ενώ δεν έχασα τα λογικά μου η διάθεση μου εναλλασσόταν συνέχεια σε ξεσπάσματα γοερού κλάματος ή νευρικού γέλιου. Μου έτυχαν δύο τεράστιες καταιγίδες που θα τις είχα ίσως απολαύσει αν δεν ήταν εκείνη η γεύση του νερού. Κύματα τεράστια, ψηλά σαν ουρανοξύστες με σήκωναν στην ράχη τους σε απίστευτα ύψη και πότε με άφηναν να πέσω στο κενό και πότε μου επέτρεπαν να κάνω τσουλήθρα στο στομάχι τους και πάλι από την αρχή. Δεν κολυμπούσα, δεν μπήκα στον κόπο. Άφησα το ρεύμα του ωκεανού να με πάει όπου ήθελε και δεν είχα ιδέα που κατευθυνόμουν. Μια ιδέα μου προκάλεσε έναν απίστευτο πανικό. Θα μπορούσα να πλέω στο μέσο του Ειρηνικού για χρόνια. Ένιωσα μια ναυτία και συσπάστηκε το στομάχι μου σαν να ήθελε να μου προξενήσει εμετό αλλά φυσικά δεν είχα τίποτα να αποβάλλω. Με κατέκλυσε μια αναγούλα και άρχισα να ουρλιάζω ξανά. Όταν ήρθε το απόγευμα εκείνης της μέρας είχα καταλήξει σε μια απάθεια, όχι κατατονικός δυστυχώς για μένα, αλλά το μυαλό μου ήταν ευτυχώς αλλού, μακριά, στο παρελθόν. Που είχε πάει στραβά αυτό το ταξίδι; Ήθελα να γνωρίσω μακρινά μέρη, νέους ανθρώπους, να βιώσω νέες εμπειρίες… «Τι παραπονιέσαι, αυτό δεν πήρες;» με ρώτησε μια φωνή και άρχισα να γελάω. Αν είχα μείνει στην Ελλάδα, ή σε κάποια από τις πόλεις της Ευρώπης, θα ζούσα μια συνηθισμένη, κανονική αν και αιώνια ζωή, και δεν θα είχα αντιληφθεί τίποτα από την οδύνη που έζησα. Οι εμφύλιοι στην Αφρική ή την Ασία θα ήταν ειδήσεις στις μέσα σελίδες των εφημερίδων που θα αγόραζα κάθε πρωί με το κρουασάν μου. Θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την πολυγλωσσία μου με το να βγάζω καλά λεφτά ή και να εκμεταλλευτώ την αθάνατη μου ζωή για να βιώσω πολλαπλές ευκαιρίες για μεγαλύτερα πλούτη. Θα μπορούσα να σπουδάσω ένα σωρό επαγγέλματα, να μάθω να παίζω κάποιο ή κάποια μουσικά όργανα, θα είχα πάντα τον χρόνο με το μέρος μου. Και δεν θα είχα στερηθεί ποτέ το καλό φαγητό και τις γυναίκες, η ζωή θα ήταν τέλεια, όσο τέλεια την κατείχαν οι τότε προνομιούχοι της Γης. Δεν θυμάμαι πόσον καιρό δερνόμουν στα κύματα, η όλη εμπειρία μου έχει μείνει σαν ένας θολός εφιάλτης. Τέλειωσε όταν έπεσε πάνω μου ένα εμπορικό καράβι με προορισμό την Νότια Αμερική. Τους είδα πρώτος και δεν το πίστευα όταν αντιλήφθηκα από πόσο κοντά μου θα περνούσαν. Παρόλα αυτά έπρεπε να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά και να ξεφωνίζω σαν τρελός για να με δουν κι εκείνοι. Με ανέβασαν και με έντυσαν και ω, πώς να περιγράψω την απόλαυση που με κατέκλυσε όταν γεύτηκα το γλυκό τσάι και τα σοκολατένια μπισκότα που μου προσέφεραν. Έτρωγα συνέχεια για να διώξω την γεύση της αλμύρας που είχε κολλήσει στον ουρανίσκο μου. Είπα στον καπετάνιο την αλήθεια για το πώς βρέθηκα ναυαγός και ήταν συμπαθής προς την περίπτωση μου. Έφτυνε στο πάτωμα και ξεστόμιζε μια βρισιά όποτε αναφερόταν στους Αυστραλούς, το πλήρωμα του έκανε το ίδιο. Μου προσέφερε άσυλο στο καράβι του, ήταν όμως περίεργος για την τόσο καλή μου φυσική κατάσταση και με ρώτησε πως ήταν δυνατό να είμαι τόσες μέρες στην θάλασσα και να μην έχω ίχνος από γένια στο πρόσωπο μου. Δικαιολογήθηκα πως ήταν μια γενετική μου ανωμαλία και ήταν η μόνη δικαιολογία που είχα να του δώσω. Είχα όμως σίγουρα ανάγκη από κούρεμα. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο μόνο για την απόλαυση του και μετά αφέθηκα στις περιποιήσεις του κουρέα τους. Τις επόμενες μέρες τις πέρασα πίνοντας, τρώγοντας και παίζοντας χαρτιά με το πλήρωμα που με πήρε ζεστά γιατί ενώ ήμουν Ευρωπαίος μιλούσα τόσο καλά την γλώσσα τους, τα Περουβιανά. Όταν κάποια μέρα δέσαμε στην Λίμα μάθαμε πως ο πόλεμος στην Κίνα είχε μόλις λήξη. 8. Για τα επόμενα 75 χρόνια η Νότια Αμερική έγινε το σπίτι μου. Εκεί αποφάσισα να δοθώ στο μεγάλο στοίχημα, να ζήσω την αιώνια μου ζωή σαν κοινός άνθρωπος, να μοιραστώ αυτό που βίωναν όλοι, με το προνόμιο όμως της αθανασίας. Μόλις αράξαμε στη Λίμα εξαφανίστηκα πριν φτάσουν στο καράβι οι λιμενικές αρχές για να συνοδέψουν τον ναυαγό στο ελληνικό προξενείο. Χάθηκα εύκολα μέσα στο πλήθος και έγινα ένας μέσα στους πολλούς τυχοδιώκτες που κατέκλυζαν αυτή την αινιγματική ήπειρο. Η Νότια Αμερική μαστιζόταν από πλημμύρες, σεισμούς, ένοπλες συγκρούσεις και ηφαιστειακές εκρήξεις. Έχανε σημαντικά λιμάνια στην άνοδο της στάθμης του ωκεανού και ολόκληρο σχεδόν το κράτος της Χιλής ήταν τότε κάτω από το νερό. Χιλιάδες ανεπιθύμητοι Χιλιανοί πρόσφυγες περνούσαν κάθε χρόνο τις Άνδεις προς την Αργεντινή. Οι ωκεανοί καταργούσαν κράτη και σύνορα δημιουργώντας νέες τάξεις πραγμάτων. Η ήπειρος σιγά-σιγά χωριζόταν σε φέουδα που τα διοικούσαν ένοπλες φατρίες που είχαν πλήρη έλεγχο των περιοχών τους. Όταν κάποτε θέλησα να δω το Ακρωτήριο Χορν και τον Πορθμό του Μαγγελάνου θα πρέπει να πλήρωσα ειδικό φόρο σε περίπου εκατό πολέμαρχους για να περάσω ασφαλής μέσα από την περιοχή τους. Εκατό φορές για να πάω και εκατό για να γυρίσω. Και αν δεν είχες χρήματα αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πολλές φορές χρειάστηκε να δουλέψω στα χωράφια τους για τα διόδια, στις καλλιέργειες της νέας γενετικά τροποποιημένης κόκας, ή ακόμα να υπηρετήσω σαν ένοπλος στις τάξεις τους συμμετέχοντας σε μάχες ενάντια στον στρατό της εκάστοτε «επίσημης κυβέρνησης». Ευτυχώς σε εκείνες τις περιστάσεις δεν χρειάστηκε να σκοτώσω κανέναν αλλά κατάφερα να κάνω καλή εντύπωση με την «αντρεία» μου. Και τον είδα τον Πορθμό του Μαγγελάνου, τον είδα όμως από ένα ύψωμα της Παταγονίας στην Αργεντινή καθώς το Ακρωτήριο ήταν πλέον ένας ύφαλος, στο μεγαλύτερο του μέρος βυθισμένος στην παγωμένη θάλασσα. Ήταν η εποχή που άρχισε να φυτρώνει το πρώτο γρασίδι στα λιβάδια της Ανταρκτικής. Αν είχες τον τρόπο σου μπορούσες να ζήσεις παραδεισένια στην Νότια Αμερική. Παρά της δοκιμασίες της γης οι άνθρωποι ήταν χαλαροί, ευδιάθετοι και αφοσιωμένοι στην πνευματική αναζήτηση. Για εκείνους όλα είχαν ένα νόημα, μια εξήγηση, έναν σκοπό. Μασούσαν τα φύλλα της κόκας και τραγουδούσαν αρχαία τραγούδια με στίχους των οποίων η ερμηνεία ήταν χαμένη σε πολλούς. Έμαθα να μασώ και εγώ την κόκα, μου έδινε αρκετά καλή διάθεση για να τραγουδώ τίποτα όμως παραπάνω. Έμενα πάντα μόνος και δυστυχής να βλέπω τους άλλους να χάνονται σε έκσταση, το μυαλό τους να πετάει στις κορυφές των Άνδεων με τους κόνδορες και τα πνεύματα των Ίνκας, ενώ εγώ σαν ηλίθιος έμενα μόνιμα προσγειωμένος στην αιώνια μου πραγματικότητα. Αυτή η πτήση με τους Ίνκας ήταν πασίγνωστη στον κόσμο όλο και γι αυτό ενώ άλλοι έβλεπαν στην Νότια Αμερική τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, άλλοι αντιλαμβάνονταν σε αυτή μια νέα Αναγέννηση. Η Λίμα, το Ρίο, το Νέο Μπουένος Άιρες ασκούσαν τώρα στους δυτικούς την γοητεία μιας Ρώμης ή ενός Παρισιού. Οι τζετ-σετ του πλανήτη έρχονταν να ξεφαντώσουν εδώ. Έζησα λοιπόν το κατά δύναμη μια ζωή φυσιολογική. Ήταν σαν να ακολουθούσα μια υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου όταν με δέρνανε τα κύματα του Ειρηνικού. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα στη Λίμα και άρχισα να βγάζω χρήματα δουλεύοντας, κάνοντας όλων των ειδών τις εργασίες. Έμενα στην κάθε δουλειά αρκετά για να την μάθω καλά και γνωριζόμουν με τους συναδέλφους τόσο ώστε να κάνω αρκετούς φίλους. Όταν βαριόμουν άφηνα την μία εργασία και πήγαινα να βρω μια άλλη, σε απογοήτευση των εργοδοτών μου που με θεωρούσαν τον καλύτερο τους εργάτη. Υπήρχαν περίοδοι που ξόδευα τα χρήματα μου ασύστολα, στο φαγητό, στις γυναίκες, στις διασκεδάσεις, και όταν προέκυπτε μία συγκεκριμένη γυναίκα με μεγάλες απαιτήσεις μπορούσα να δουλεύω διπλές βάρδιες και μετά να πηγαίνω σε δεύτερη δουλειά και να συμπληρώνω ολόκληρα εικοσιτετράωρα συνεχόμενης εργασίας. Υπήρχαν και φορές που τα σιχαινόμουν όλα και εξοικονομούσα αρκετά λεφτά για να βρω κάποιο καλύτερο σπίτι για να μένω. Ξόδεψα και αρκετά λεφτά σε μαθήματα, έμαθα να παίζω την κιθάρα και το πιάνο, έμαθα να οδηγώ και πήρα δίπλωμα όλων των κατηγοριών, αλλά επίσης σημαντικό, έμαθα να πιλοτάρω ελικόπτερο και αεροπλάνο. Το έκανα περισσότερο για την διασκέδαση μου παρά για την προοπτική καλύτερων επαγγελματικών ευκαιριών. Και τα είχα καταφέρει, έπαψα να διαβάζω τις εφημερίδες ή να βλέπω τις ειδήσεις στην τηλεόραση, για ένα μαγικό διάστημα η ανθρώπινη δυστυχία εξαφανίστηκε από την συνείδηση μου. Μια μέρα πήρα το τρένο για το Κούσκο. Ήθελα να δω επιτέλους και το Μάτσου-Πίτσου που ακόμα ευτυχώς έστεκε ακλόνητο πάνω στα σύννεφα. Παρά το υψόμετρο, κάτω από τον λαμπρό ήλιο, ο καιρός ήταν ασφυκτικά ζεστός. Με την παραμικρή σκιά από κάποιο περαστικό σύννεφο ή τον όγκο κάποιας βουνοπλαγιάς ένιωθες αμέσως την απότομη πτώση της θερμοκρασίας. Τα παρατήρησα αυτά τα φαινόμενα στους ταλαίπωρους συνεπιβάτες μου παρά τα ένιωσα ο ίδιος. Και μιλώ φυσικά για τους ξένους, με τους οποίους ήταν γεμάτο το τρένο, παρά για τους ντόπιους ινδιάνους που ήταν αρμονικά γαλήνιοι. Στον σταθμό της πόλης ήταν μαζεμένοι πολλοί ντόπιοι, οργανωμένοι οδηγοί, που άρπαζαν όποιον δυτικό έβλεπαν για ένα ταξίδι στα αξιοθέατα. Κοιτάζοντας από το παράθυρο του τρένου έβλεπα πως ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ινδιάνοι του Περού είναι απίστευτα πολύχρωμοι στις ενδυμασίες τους. Τα άσπρα, ιδρωμένα πουκάμισα ξεχώριζαν μέσα στην σούπα του ουράνιου τόξου σαν τις μύγες μέσ’ το γάλα. Και όλοι οι δυτικοί ήμασταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Είχε μπόλικο ψωμί για όλους τους οδηγούς, μια επιχείρηση που έδειχνε να έμεινε αναλλοίωτη στους αιώνες. Μπήκα μέσα στη βαβούρα και περίμενα να αρπάξουν κι εμένα αλλά για αρκετό διάστημα έδειχναν να με αγνοούν. Ξαφνιάστηκα μάλιστα όταν επιτέλους ένιωσα ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισα να δω και εκπλάγηκα με το άτομο που αντίκρισα. Πρώτα νόμισα πως ήταν κάποιος γνωστός αλλά τον έβλεπα πρώτη φορά στη ζωή μου. Ήταν τα μάτια, με κοιτούσε με τέτοιο τρόπο πως ήμουν σίγουρος πως εκείνος με γνώριζε. «Ήρθατε για το Μάτσου Πίτσου;» με ρώτησε στα Περουβιανά. Ήταν ένας άντρας, νοτιο-αμερικανός, μεγάλης ηλικίας με περιποιημένο μουσάκι, ντυμένος στα λευκά. Μου χαμογελούσε και με κοίταζε έντονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έδειχνε να έχει σκοτεινές προθέσεις. Έγνεψα καταφατικά έχοντας τα χαμένα, προσπαθώντας να χωνέψω την ανεξήγητη δύναμη που εξέπεμπε αυτός ο άνθρωπος. Το σκέφτηκα πολύ αργότερα, και το κατανόησα πλήρως αιώνες μετά, αλλά μέρος της εικόνας του που με αιχμαλώτισε ήταν το γεγονός πως δεν είχε ίχνος ιδρώτα πάνω του, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους εκεί στον σταθμό. «Έχω το αυτοκίνητο μου εδώ έξω ακριβώς,» μου είπε, «άμεση μεταφορά στον ιερό χώρο.» Έγνεψε ευγενικά και τον ακολούθησα στην έξοδο. Τον έλεγαν Ραφαέλ Σεβέιντρα και είχε σαν μεταφορικό μέσο ένα ταλαιπωρημένο τζιπ. Ήμουν ο μοναδικός του πελάτης και ένιωσα κάπως περίεργα. «Πόσο κοστίζει αυτή η ξενάγηση;» τον ρώτησα. Με κοίταξε παραξενεμένος. «Μα δεν πρόκειται να σας χρεώσω τίποτα. Κι εγώ ένας περιηγητής είμαι σαν και σας. Μόλις σας είδα κατάλαβα πως ταξιδεύαμε προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό είναι όλο.» Η καχυποψία μου δεν εξαφανίστηκε αλλά δεν φοβόμουν. Δέχτηκα την εξήγηση του και πήραμε τον δρόμο για την κορυφή των Ίνκας. Πρέπει όμως να πω πως με απογοήτευσε εκείνη η διαδρομή. Καταρρίφθηκε κάθε ρομαντική εικόνα που είχα για το μέρος. Ο δρόμος από τον Κούσκο μέχρι το αξιοθέατο ήταν ασφαλτοστρωμένος και άνετος. Έκανε την διαδρομή σύντομη και ενώ το τοπίο έμενε αναλλοίωτα πανέμορφο δεν συνάντησα τις απότομες, επικίνδυνες στροφές που φανταζόμουν πάνω από αβυσσαλέες, τρομακτικές χαράδρες. Και δεν ήμασταν μόνοι μας. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από άλλα αυτοκίνητα και λεωφορεία γεμάτα τουρίστες. Για να μην πω τίποτα για το τουριστικό κέντρο που είχε στηθεί στη μέση ενός τεράστιου πάρκινγκ στους πρόποδες της κορυφής, μόλις δέκα λεπτά ποδαρόδρομο από τα ερείπια. Ένιωσα τυχερός που ο κύριος Σεβέιντρα δεν έβγαλε μία λέξη σε όλη την διαδρομή μια και απεχθανόμουν τις άσκοπες κουβέντες του αέρα, ειδικά με αγνώστους. Στην αρχή ήμουν σίγουρος πως ήταν από αυτούς που θέλουν να μιλούν όλη την ώρα και έχουν ανάγκη κάποιον να τους ακούει, γι αυτό και συμπέρανα πως είχε διαλέξει έναν επιβάτη για το ταξίδι του. Όμως δεν είπε τίποτα σε όλη την διαδρομή παρά κοίταζε μπροστά, απορροφημένος στην οδήγηση και στις ιδιωτικές του σκέψεις. Πριν πάρουμε τις αρχαίες σκάλες προς την κορυφή αγόρασα ένα λίτρο νερό από το εμπορικό κέντρο για να μην κινήσω υποψίες. Έπρεπε κάθε τόσο να θυμάμαι κάτι τέτοια, μου είχε γίνει σχεδόν δεύτερη φύση. «Α ναι, νερό,» είπε ο σύντροφος μου και αγόρασε ένα μπουκάλι για τον εαυτό του. Παρατήρησα με θαυμασμό με πόσο άνεση ανέβηκε τα μακριά σκαλοπάτια, χωρίς να λαχανιάζει στην σχεδόν ανύπαρκτη πυκνότητα του αέρα παρά την ηλικία του. Η κορυφή, το Μάτσου-Πίτσου, αντάμειψε τον ρομαντισμό μου. Ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με την γνωστή φωτογραφία με την οποία ήταν εξοικειωμένος ο υπόλοιπος πλανήτης. Βρήκα μάλιστα την γωνία εκείνη από την οποία είχε φωτογραφηθεί και κάθισα να το κοιτάζω, να χωνέψω πως ήμουν όντως εκεί. Παρά τον ζεστό ήλιο υπήρχε ένα δαχτυλίδι ομίχλης γύρω από το δόντι του βράχου που εξείχε μπροστά από την πόλη. Θα ήταν ονειρικά αν δεν υπήρχε και όλο αυτό το πλήθος με τις ψηφιακές κάμερες που λέρωναν το τοπίο με την παρουσία τους. «Δείχνετε απογοητευμένος,» είπε ο Σεβέιντρα καθώς στάθηκε δίπλα μου. «Πολύς κόσμος,» είπα πικρά, «είναι σαν…ιεροσυλία.» «Μην σκοτίζεστε αγαπητέ μου κύριε. Είναι μια νεκρή πόλη, ιερή, αλλά νεκρή. Δεν έχει μείνει τίποτα πλέον παρά τα οστά της γης. Είναι όμως και ένας φάρος που τραβάει τους περίεργους και τους αδαείς, προφυλάσσει τις άλλες, τις ισάξια ιερές αλλά ζωντανές ακόμα πόλεις.» Το χαμόγελο του δημιουργούσε μια σύγχυση στο πως έπρεπε να εκλάβω τα λόγια του. Ίσως ήταν απλώς ένας ποιητής. «Και ποιες είναι αυτές οι πόλεις, που βρίσκονται;» τον ρώτησα περιμένοντας να ακούσω τίτλους βιβλίων του. «Δεν είμαι άξιος να σας τις δείξω κύριε. Είναι όμως γύρω μας, οι πύλες τους πάντα ανοιχτές σε όσους τις βλέπουν.» Ναι, ήμουν σίγουρος πως ήταν ποιητής, απλώς δεν είχε εκδώσει τίποτα. «Υπάρχει λόγος που οι Ισπανοί δεν βρήκαν ποτέ το Μάτσου-Πίτσου,» συνέχισε εκείνος. «Γιατί όταν η πόλη ήταν ζωντανή ήταν αόρατη;» πρόσθεσα ειρωνικά. «Ακριβώς,» είπε χαμογελώντας, επιλέγοντας να αγνοήσει τον σαρκασμό μου. Απομακρύνθηκα ενοχλημένος αλλά εκείνος με ακολούθησε. Άγγιξα τις τεράστιες πέτρες που συνέθεταν ένα σπίτι και ρίγησα. Αναλογίστηκα το κύλισμα των αιώνων, προσπάθησα να φανταστώ τον Ίνκα που την λάξευσε, αυτούς που την σήκωσαν και την έσυραν και την τοποθέτησαν εδώ, πάνω από ένα τέλεια τετραγωνισμένο παράθυρο. Γκρίζα πέτρα που την πότισε αρχαίος ιδρώτας, που την δόνησε αρχαία γλώσσα. «Τι σκέφτονταν άραγε αυτοί που την έχτισαν;» αναρωτήθηκα φωναχτά. «Ήταν μια ανάγκη της ψυχής. Να δημιουργήσουν το ευπρεπές αντίγραφο ενός ιδανικού πρότυπου.» Τον κοίταξα εκνευρισμένος. «Και που βρίσκεται αυτό το πρότυπο;» «Μακριά, πολύ μακριά.» Κούνησε τα χέρια του αόριστα αλλά λίγο-πολύ μου έδειχνε τον ουρανό. «Κατάλαβα, οι Ίνκας ήρθαν από το διάστημα, είμαστε όλοι απόγονοι εξωγήινων. Αυτό εννοείτε.» «Είναι ένας στενός τρόπος αντίληψης κύριε μου,» είπε συνεχίζοντας να χαμογελάει, «Δεν έχετε αναζητήσει ποτέ την πνευματική αλήθεια της ζωής, αν μπορώ να απλοποιήσω κάπως αυτό που εννοώ;» «Όχι, δεν πίστεψα ποτέ πως υπήρχε κάποιο νόημα,» είπα καθώς σιγόβραζα, ανίκανος να αιτιολογήσω τον θυμό μου. «Περίεργο,» είπε, για πρώτη φορά συνοφρυωμένος. «Γιατί;» «Το δώρο της ζωής συνήθως ανοίγει εκείνη την πόρτα από μόνο του.» «Αν είχατε δει αυτά που είδα εγώ στη ζωή μου…» «Και να λοιπόν είστε εδώ, στο Μάτσου-Πίτσου, ζωντανός, υγιείς, και τι άλλο να σας περιμένει στο μέλλον; Όλα είναι μια απίθανη προοπτική.» «Πείτε το και σ’ αυτούς,» είπα δείχνοντας τους άλλους τουρίστες. «Δεν είμαστε υπεύθυνοι για όσους διαλέγουν να περπατούν με τα μάτια τους κλειστά.» Προφανώς του είχε έρθει όρεξη για κουβέντα του κυρίου Σεβέιντρα, και για ζητήματα που με άφηναν αδιάφορο, έτσι απομακρύνθηκα για άλλη μια φορά από κοντά του. Αυτή τη φορά δεν με ακολούθησε. Αργότερα με ρώτησε αν ήμουν έτοιμος να φύγουμε και ήταν η τελευταία του κουβέντα μέχρι να φτάσουμε πίσω στο Κούσκο. Είχα κλείσει δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο, το τρένο που επέστρεφε στη Λίμα αναχωρούσε το άλλο πρωί. Με άφησε στην είσοδο του ξενοδοχείου όπου τον ευχαρίστησα ευγενικά για την διαδρομή προσπαθώντας να απαλύνω τις εντυπώσεις από τον εκνευρισμό μου. «Θα έχουμε κι άλλη ευκαιρία να βρεθούμε καλέ μου κύριε,» είπε αινιγματικά, «Πλησιάζει ο καιρός για ένα πολύ ενδιαφέρον συμβάν που θα λάβει χώρα εδώ στο Περού και είμαι σίγουρος πως θα σας ενδιέφερε πολύ. Θα φροντίσω να σας ειδοποιήσω έγκαιρα.» Δεν είχα ιδέα περί τίνος μιλούσε αλλά συμφώνησα μαζί του για να τον ξεφορτωθώ. «Σκεφτείτε, η αληθινή αθανασία κρύβεται στην αναζήτηση και την ανακάλυψη της αλήθειας. Ίσως θέλει πολλούς τυφλούς να περιγράψουν έναν ελέφαντα, και ο κάθε τυφλός περιγράφει το κομμάτι εκείνο που αγγίζει δίνοντας συγκεχυμένες ερμηνείες, αλλά ο ελέφαντας, σαν την μοναδική αλήθεια, παραμένει ο ίδιος.» Υποκλίθηκε και αποχώρησε αφήνοντας με εμβρόντητο και μπερδεμένο. Μου πέρασε φευγαλέα από το νου αλλά ήμουν σίγουρος πως αυτός ο άγνωστος δεν μπορεί να γνώριζε ποιος ήμουν, τι ήμουν. Αργότερα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και διατεθειμένος να δοκιμάσω λίγο ύπνο, αντιλήφθηκα πως δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε τηλέφωνα αλλά ούτε και διευθύνσεις με τον κύριο Σεβέιντρα. Πως θα με ειδοποιούσε; Ένιωσα δυσάρεστα στην προοπτική να τον συναντήσω πάλι το επόμενο πρωί αλλά δεν τον είδα ούτε στο ξενοδοχείο, ούτε στον σταθμό, ούτε και στο τρένο. Έφτασα στην Λίμα, στην θνητή μου ζωή, και σύντομα ξέχασα τον κύριο. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 21, 2007 Author Share Posted May 21, 2007 9. Ένα μήνα μετά έλαβα ένα γράμμα από τον κύριο Σεβέιντρα. Δεν είχα ιδέα πως είχε βρει την διεύθυνση μου, ο ίδιος δεν μου το εξήγησε ποτέ, όχι τότε. Υπήρχε μια εκδήλωση, ένα είδος φεστιβάλ, που θα λάβαινε μέρος στην πεδιάδα της Νάζκα. Ο κύριος Ραφαέλ με προσκαλούσε να παρευρεθώ. Μα φυσικά, η έρημος της Νάζκα, το είχα ξεχάσει τελείως αυτό το σημαντικό αξιοθέατο. Αποφάσισα όμως να πάω εκεί μιαν άλλη φορά, αργότερα, δεν είχα καμία διάθεση να συναντήσω ξανά αυτό το άτομο που μου προκαλούσε τόση ανεξήγητη νευρικότητα. Τις επόμενες μέρες όμως άρχισα να νιώθω περίεργα. Είχα χάσει την διάθεση και την υπομονή μου. Εκνευριζόμουν με το κάθε τι και δεν μπορούσα να βγάλω την πεδιάδα από τον νου μου. Μην αντέχοντας την κατάσταση μου σηκώθηκα ένα σαββατοκύριακο και έφυγα για εκεί νιώθοντας αμέσως μια εσωτερική ανακούφιση. Η Νάζκα δεν ήταν πλέον έρημος. Συνεχόμενες βροχοπτώσεις είχαν αλλάξει τελείως το τοπίο. Ήταν τώρα μια εύφορη πεδιάδα με πολλές λίμνες και βοσκοτόπια. Δυστυχώς τα περισσότερα από τα χαραγμένα σύμβολα στο έδαφος της ερήμου είχαν καταστραφεί ή βρίσκονταν κάτω από το νερό. Μόνο αυτά που δέσποζαν στις γύρω πλαγιές είχαν διατηρηθεί κάπως αν και απειλούνταν από συχνές κατολισθήσεις. Υπήρχαν κάποιες προσπάθειες να επανασχεδιαστούν τα αινιγματικά σύμβολα και το μοναδικό μέρος να τα δεις πλέον όλα ήταν σε παλιές φωτογραφίες στο μουσείο που είχε στηθεί έξω από την κοιλάδα. Για να φτάσεις την κεντρική πεδιάδα, εκεί που πραγματοποιούταν η συγκέντρωση, έπρεπε να διασχίσεις τις λίμνες, που δεν ήταν πολύ βαθιές, μέσα σε ρηχά κανό από καλαμιές. Τον κύριο Σεβέιντρα δεν τον συνάντησα παρά μόνο αφού έφτασα στον τελικό προορισμό μου. Υπήρχαν όμως πολλοί άλλοι, αμέτρητοι ήταν, που μοιράστηκαν μαζί μου την διαδρομή. Εδώ δεν ήταν σαν το Μάτσου-Πίτσου. Οι δυτικοί ήταν ελάχιστοι. Στην πλειοψηφία τους οι προσκυνητές, γιατί για προσκυνητές επρόκειτο, ήταν ντόπιοι ινδιάνοι και ινδιάνοι από όλες τις γωνίες της Νοτίου Αμερικής. Και αυτή τη φορά δεν υπήρχαν μικροπωλητές και έμποροι, ούτε καν ένα μαγαζί στον τόπο της συνάθροισης, ένα αφιλόξενο λασπωμένο τοπίο στη μέση του πουθενά. Είχαν μαζί τους μόνο παγούρια που τα γέμιζαν από τις λίμνες. Υπήρχε και κάτι άλλο στο βλέμμα τους, δέος και ευσέβεια. Το μυστηριώδες τοπίο έμοιαζε να ασκεί μεγάλη δύναμη πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους. Στέκονταν μαζεμένοι όλοι εκεί, πάνω από τρεις χιλιάδες κόσμος, και περίμεναν. Μόνο μια σκηνή παράστασης έλειπε για να το ονομάσει κανείς αυτό μια συναυλία. Είδα τον Ραφαέλ Σεβέιντρα να με πλησιάζει και δεν εκπλάγηκα, το ήξερα πως έτσι ακριβώς θα τον έβλεπα, σαν ταινία που την είχα ξαναδεί. Με χαιρέτησε ευγενικά με τον συνηθισμένο του τρόπο. «Τι γίνεται εδώ Ραφαέλ;» τον ρώτησα αμέσως, μην μπαίνοντας στον κόπο για άσκοπες ευγένειες. Με κοίταξε για λίγο χαμογελώντας, πήρε μια βαθιά εισπνοή και απλώνοντας τα χέρια του θεατρικά είπε «Μη θέλοντας να σας εκνευρίσω με την εξήγηση εκείνη που θα σας μπερδέψει και θα σας αναγκάσει να συμπεράνετε μόνος την πεζή αλήθεια, σας λέω ευθέως πως βλέπεται γύρω σας ανθρώπους που προετοιμάζονταν πνευματικά χρόνια γι αυτή τη συγκεκριμένη μέρα. Ήρθαν εδώ να συναντήσουν τα διαστημόπλοια που θα κατεβούν από τον ουρανό για να τους πάρουν μακριά από εδώ, να τους πάνε σε κάποιο πιο ευτυχισμένο μέρος, όσους από αυτούς το αξίζουν φυσικά.» Γέλασα με αυτό που είπε, και μάλλον το είπε σωστά γιατί δεν εκνευρίστηκα καθόλου. «Τι λέτε λοιπόν;» με ρώτησε λαχταρώντας μια αντίδραση. Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Θα ήθελα πολύ να δω ένα διαστημόπλοιο, αλλά πάλι κι αν δεν έρθουν, θα έχει ενδιαφέρον να κόψω τις αντιδράσεις τόσων πιστών.» Ο κύριος Σεβέιντρα έγνεψε το κεφάλι του, έδειχνε ικανοποιημένος από την απάντηση μου. «Εντωμεταξύ θα στεκόμαστε έτσι;» ρώτησα. Κοίταξε γύρω και μου έδειξε ένα χορταριασμένο κομμάτι. «Η αναμονή θέλει και κάποια υπομονή. Ας καθίσουμε εκεί.» Ήταν δέκα η ώρα το πρωί περίπου και ήμασταν οι πρώτοι που καθίσαμε. Όταν άρχισε να σουρουπώνει όλοι είχαν στρώσει ένα χαλάκι ή ένα πανωφόρι στο έδαφος για να καθίσουν κάτω. Επικρατούσε μια περίεργη ησυχία, δεν μιλούσε σχεδόν κανείς. Κι αν άρχιζαν κάποια κουβέντα θα την σταματούσαν αμέσως σαν να είχαν ακούσει κάτι ύποπτο, ή κάποιο σημάδι, στο φύσημα του ανέμου, στο θρόισμα των θάμνων. Ο ουρανός ήταν καθαρός και παρά το κρύο ο ήλιος έκαιγε στα κεφάλια τους. Ο κύριος Σεβέιντρα ήταν άψογος στα λευκά του ρούχα, χωρίς ίχνος ιδρώτα, και φορούσε ένα λευκό καπέλο αυτή τη φορά. Και οι δύο μας ήμασταν μια χαρά χωρίς να πίνουμε ή να έχουμε ανάγκη νερό. Υπήρχαν όμως πολλά κουνούπια και μύγες που ενοχλούσαν τα μάτια και τα ρουθούνια μου. Οι ινδιάνοι είχαν κάτι πολύχρωμες βεντάλιες για να διώχνουν τα έντομα. Ρώτησα έναν αν πουλάει την δική του και εκείνος μου έδωσε αμέσως μία που του περίσσευε. Ο Ραφαέλ δεν είχε ανάγκη λες και είχε κάνει συμφωνία με τις μύγες και τα κουνούπια να μην τον πλησιάζουν. Καθόταν ήρεμος, ατάραχος και ακίνητος, λιαζόταν με τα μάτια του κλειστά. Λίγο πριν σκοτεινιάσει στον ορίζοντα φάνηκε ένα μικρό, ολοστρόγγυλο σύννεφο. Προκάλεσε κάποια αναστάτωση, μερικοί πετάχτηκαν όρθιοι. Θα πρέπει το αεράκι που το έσπρωχνε να ήταν πολύ ελαφρύ γιατί έκανε δύο ώρες να διασχίσει το μήκος του ουρανού. Σε όλη του την διαδρομή, μέχρι να φτάσει πάνω από τα κεφάλια μας και να δούμε ξεκάθαρα πως όντως ήταν ένα σύννεφο, και μέχρι να εξαφανιστεί στην άλλη άκρη του ορίζοντα, το πλήθος δεν πήρε το βλέμμα από πάνω του. Δεν υπήρχε και τίποτα άλλο να κοιτάξεις. Υπήρχε εκείνος ο σπειροειδής κύκλος πάνω στην πλαγιά που δέσποζε απέναντι μας αλλά ήταν ένα θέαμα που είχε χάσει το δέος του στις ατελείωτες ώρες της θέασης του. Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι είχα πέσει σε μια κατάσταση αποχαύνωσης. Βαριόμουν τόσο που βυθίστηκα σε σκέψεις, άρχισα να ονειροπολώ. Σκεφτόμουν οτιδήποτε θα με γλίτωνε από εκείνη την ατελείωτη αναμονή. Είδα όλα τα συμβάντα που απάρτιζαν την αιώνια μου ζωή και άρχισα να φαντασιώνομαι εναλλακτικές τακτικές από μέρους μου, τι θα μπορούσα δηλαδή να είχα κάνει διαφορετικά στην κάθε περίσταση. Μετά θυμήθηκα την Φεν, την γυναίκα μου, είχα μια ολόκληρη ζωή να πράξω μαζί της όλες τις εκδοχές μέχρι να βρω τη λύση, να την έχω πάντα ευτυχισμένη. Στο τέλος όμως δεν είχα αποφύγει τον πόνο. Προσπάθησα να φανταστώ όλες τις ερωμένες της πρόσφατης ζωής μου για να απαλύνω τον πόνο της θύμησης της αλλά δεν τα κατάφερα. Πριν το καταλάβω βρέθηκα να περιπλανιέμαι σε άλλες μνήμες ξεχασμένες, στην απογοήτευση μιας άθλιας, θνητής ζωής. Στα τριάντα χρόνια μου ήμουν ένας άνθρωπος που είχε χάσει πολλές ευκαιρίες και είχε γλιστρήσει άθελα του στις χαραμάδες της ζωής. Βρέθηκα εγκλωβισμένος σε μια ασφυκτική, ψυχική φυλακή. Βρέθηκα εκεί για έναν και μόνο λόγο, πίστευα πως ήταν αδύνατο να συμβεί στον οποιονδήποτε, νόμιζα πως ήταν αδύνατο για έναν άνθρωπο να αποφύγει τις ευκαιρίες της ζωής ακόμα και αν αυτό επιδίωκε. Στα τριάντα μου θα έπρεπε να είχα την δουλειά, την καριέρα και τα λεφτά που είχα διαλέξει, ή με είχαν διαλέξει, θα έπρεπε να είχα ζήσει από τα νιάτα μου τουλάχιστον δέκα έρωτες πριν κατασταλάξω στην μία και παντοτινή μου αγάπη. Και ενώ ζούσα αμέριμνα τίποτα από αυτά δεν πέρασε το κατώφλι μου. Και όταν έβλεπα κάτι που ποθούσα ανακάλυπτα έναν υπέρτατο τρόμο φωλιασμένο στο στομάχι μου να με εμποδίζει να κάνω το παραμικρό βήμα προς το αντικείμενο. Έζησα με την μητέρα μου μέχρι τον θάνατο της και μετά έμεινα μόνος σε ένα άδειο σπίτι με μοναδική συντροφιά έναν σκύλο και δύο γάτες. Η φρίκη μιας αόρατης φυλακής, το μαρτύριο των δεσμών της, είναι πως την υπομένεις μόνος και πρέπει να βρεις τον τρόπο διαφυγής ο ίδιος. Και αν είσαι ανήμπορος να το πράξεις είσαι καταδικασμένος. Κάπως έτσι ένιωθα εκείνο το απόγευμα καθισμένος στο παγκάκι του άλσους με θέα τη θάλασσα, μόνος και καταδικασμένος. Πλήρωνα την ποινή μιας λάθος στροφής στο παρελθόν, πολλή μακρινής για να ξέρω ποιας. Είχα περπατήσει την παραλία παρατηρώντας ζευγάρια, βλέποντας άλλες, φυσιολογικές ζωές. Ήμουν απαρηγόρητος γιατί δεν είχα ούτε το θάρρος να δώσω ένα τέρμα στην ανυπόφορη μου ύπαρξη. Το σπίτι μου γινόταν φορές επώδυνο, τόσο που μην αντέχοντας το, έπαιρνα τους δρόμους ψάχνοντας ίσως κάτι καινούργιο. Ανακάλυπτα και θυμόμουν για άλλη μια φορά πως και μόνο η θέα του πλήθους με πλήγωνε το ίδιο άσχημα. Δεν θυμάμαι πόσο κάθισα σε εκείνο το παγκάκι αλλά κάποια στιγμή άδειασε ο νους μου, έμεινα για λίγο χωρίς ούτε μία σκέψη παρά μόνο γυμνό, καθαρό, συναίσθημα απελπισίας. Τότε ήρθε το λευκό φως, με κατέκλυσε ολόκληρο και δεν ήμουν τίποτα πλέον παρά μια αιωρούμενη συνείδηση. «Τι είσαι; Είσαι ο Θεός ή κάποιο άλλο υπερφυσικό ον; Κάποια εξωγήινη ή παραφυσική διάνοια;» «Δεν είμαι τίποτα από αυτά που σε φοβίζουν. Τίποτα από αυτά που δεν καταλαβαίνεις. Είμαι μόνο αυτό που είμαι. Ένα λευκό φως που μπορεί να σου δώσει ότι του ζητήσεις.» «Γιατί εμένα;» «Ήταν θέμα τύχης και τίποτα άλλο. Χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς υποχρεώσεις. Αυτό που θέλεις.» Αγαπούσα από μικρός τα αινίγματα του σύμπαντος, το μεγάλο ερώτημα της ζωής. Πίστευα στην ικανότητα του ανθρώπινου νου να προβληματίζεται και να θεωρεί. Ήμουν όμως πάντα αρνητικός, μη δεκτικός σε οποιαδήποτε απάντηση ή ερμηνεία δινόταν σαν μορφή ακλόνητης αλήθειας από τον οποιοδήποτε, και από το πεφωτισμένο τάχα μυαλό. Εάν πίστευα σε κάτι αυτό ήταν πως η ολοκληρωτική και αδιαμφισβήτητη αλήθεια δεν μπορούσε να κατανοηθεί ποτέ και από κανέναν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε για να διανύσει την τρομακτικά σύντομη ζωή του. Τα μυρμήγκια που ζουν στην αυλή μας πόσο μπορούν να κατανοήσουν από το συνολικό, πραγματικό σύμπαν; Ξαφνικά είδα τον κύριο Σεβέιντρα έξω από το ξενοδοχείο μου στο Κούσκο να μου λέει πως «Η αληθινή αθανασία κρύβεται στην αναζήτηση και την ανακάλυψη της αλήθειας.» Άνοιξα τα μάτια μου ξαφνιασμένος. Είχα κοιμηθεί; Πρέπει να ήταν μεσημέρι. Ο ήλιος έλαμπε δυνατός πάνω από τα κεφάλια μας και όλοι ήταν όρθιοι με τα χέρια σηκωμένα ψηλά σαν να προσπαθούσαν να αγγίξουν τον ουρανό. Ένας συρτός ήχος δονούσε την κοιλάδα, τον έβγαζαν οι ίδιοι με ένα επίμονο σφύριγμα σαν να διαλογίζονταν. Κοίταξα τον Ραφαέλ και τον ρώτησα πόση ώρα κοιμόμουν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο επίμονα προς τον ορίζοντα. «Δεν το βλέπεις; Δεν το βλέπεις;» με ρώτησε με αγωνία. Κοίταξα στην κατεύθυνση που ήταν στραμμένος και είδα μια θάλασσα από υψωμένα χέρια που κυμάτιζαν μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Έχοντας μόλις ξυπνήσει ο ήλιος με πονούσε τα μάτια και δεν μπορούσα να δω πολλά. «Τους παίρνει! Υπάρχουν ευλογημένοι ανάμεσα μας!» φώναζε τώρα ο Ραφαέλ. Τελικά φαίνεται πως παρά το καπέλο του ο ήλιος τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Κοίταξα τους άλλους που κρατούσαν τα μάτια τους ορθάνοιχτα στο δυνατό φως με ένα ύφος απόλυτης ευτυχίας στα πρόσωπα τους. Ένιωσα πάλι σαν τον χαμένο σε ένα πάρτι ομαδικής μαστούρας. Ξαφνικά βρέθηκα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και νόμισα πως τυφλώθηκα. Ζαλίστηκα και κάθισα απότομα στη λάσπη αφού τα γόνατα μου έχασαν κάθε δύναμη να με στηρίξουν όρθιο. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα, σαν να βρισκόμουν σε κάποιο όνειρο όταν άρχισε να ξημερώνει. Ένα ψυχρό αεράκι μου χάιδεψε την πλάτη καθώς το πρώτο γαλάζιο της ημέρας έβαψε τον ουρανό. Σε αρκετή απόσταση από την θέση μου μπορούσα να δω ομάδες ινδιάνων να απομακρύνονται στον ορίζοντα. Η σύναξη έμοιαζε να είχε διαλυθεί από ώρα. Δίπλα μου στεκόταν όρθιος ο κύριος Σεβέιντρα. «Τελείωσε;» τον ρώτησα. Το ύφος του ήταν περίλυπο, μια μεγάλη απογοήτευση ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Σηκώθηκα και τον κοίταξα απορημένα. «Λυπάμαι πολύ,» μου είπε, «χάθηκε η ευκαιρία σας. Το ραντεβού σας είναι τώρα στην Ενβίρα.» Μου γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε από μένα. Ήταν τόσο στενοχωρημένος που σχεδόν του ζήτησα συγνώμη χωρίς να ξέρω για τι είχα να απολογηθώ. Μου σκότωσε την διάθεση και μετάνιωσα την ώρα και την στιγμή που πήγα σε εκείνο το μέρος. Η επιστροφή μου στην Λίμα ήταν μια απίστευτα βαρετή διαδρομή καθώς η ανυπομονησία μου να βρεθώ πάλι στον καθημερινό κόσμο ήταν μεγάλη. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 24, 2007 Author Share Posted May 24, 2007 (edited) 10. Οι μέρες και οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν δύσκολες. Ξαφνικά η Λίμα δεν με χωρούσε. Ήθελα να φύγω, να πάω αλλού, ίσως να συνεχίσω το ταξίδι που είχα ξεκινήσει πριν από διακόσια χρόνια. Και μια μέρα έκανα αυτό ακριβώς. Ξεπούλησα όσα είχα, έκαψα όλα μου τα λεφτά σε ένα συνεχόμενο γλέντι και μετά απλά άφησα τα πάντα πίσω μου κι έφυγα με τα πόδια. Διέσχισα τις Άνδεις ανατολικά του Κούσκο και κατέβηκα στο πλάτωμα της Αμαζονίας, στη Βραζιλία. Εδώ κάποτε είχε ευδοκιμήσει η ξυλεία, όταν υπήρχε ακόμα η ζούγκλα του Αμαζονίου. Τα τελευταία δέντρα είχαν πέσει κάπου πενήντα χρόνια πριν και όταν το διέσχισα εγώ ήταν ένα θλιβερό σεληνιακό τοπίο. Οι φωτογραφίες που είχα δει δεν με είχαν προετοιμάσει για το μέγεθος της καταστροφής. Εκείνη η εικόνα δεν ήταν δυνατό να ανήκει στον ίδιο πλανήτη με αυτόν που ζούσε ο υπόλοιπος κόσμος. Υπήρχαν πολλές βάσεις γεωτρήσεων που έψαχναν για ωφέλημα μεταλλεύματα, ακόμα τόσα ενεργά ορυχεία και καμινάδες που άπλωναν μεγάλες ποσότητες μαύρου καπνού που σκίαζε ολόκληρο τον ορίζοντα. Ινδιάνοι που είχαν προλάβει την τελευταία πυκνή ζούγκλα, το σπίτι τους, πέθαιναν τώρα στα ίδια ορυχεία από τις κακουχίες και το πιοτό. Λίγο ενδότερα στη χώρα απλώνονταν απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις και μερικά ισχνά αναδασωμένα τοπία. Όχι αρκετά για να καλυφθεί αυτό που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Η Νότια Αμερική προσπαθούσε να επαναλάβει το επιτυχημένο πείραμα της Αφρικής στην γεωργία αλλά στο ζήτημα του Αμαζονίου ο πλανήτης είχε απολέσει την μεγάλη ευκαιρία του. Υπήρχαν ακόμα φωνές που διαμαρτύρονταν και έκλαιγαν για την αποψίλωση αλλά το έγκλημα είχε πλέον παλιώσει και η θύμηση του Αμαζονίου ήταν τόσο μακρινή που δεν υπήρχαν αρκετοί δέκτες για να συγκινηθούν. Οι άνθρωποι έβλεπαν πως δεν υπήρχε πια τρόπος να γυρίσει κάποιος στο παρελθόν και άρα έπρεπε να προσαρμοστούν στην πορεία που χαραζόταν μπροστά τους. Τα κομμάτια εκείνα του εδάφους που τώρα καλλιεργούνταν ήταν στην επιτήρηση τσιφλικάδων που είχαν την επιδότηση του επίσημου κράτους. Ήταν και αυτό ένα άλλο είδος φεουδαρχίας που καθόριζε το κύρος του κάθε τσιφλικά στην περιοχή αν και όχι με την μορφή που είχα συναντήσει στον νότο. Όσο διέσχιζα εκείνες τις εκτάσεις δεν με ενόχλησε κανείς. Κάποια στιγμή βρέθηκα κατά λάθος σε ένα ατελείωτο έλος και το έδαφος ήταν τόσο επίπεδο που δεν μπορούσα να διακρίνω προς ποια κατεύθυνση θα έβγαινα πάλι σε στέρεο έδαφος το συντομότερο. Πρόσεξα στα αριστερά μου κάποια σιλό και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Πριν πλησιάσω πολύ έφτασαν δυνατοί κρότοι στα αφτιά μου, κατάλαβα πως ήταν πυροβολισμοί. Αμέσως μετά είδα καπνούς να υψώνονται στον ουρανό. Μου θύμισε μια παλιά, αρχαία στιγμή στο Σουδάν και ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Με είχε καταβάλει όμως ένα πείσμα μια και είχα βαρεθεί να πλατσουρίζω μέσα στα βρομόνερα και συνέχισα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Όταν επιτέλους βγήκα στα στεγνά βρέθηκα προς έκπληξη μου σε ένα μικρό ιδιωτικό αεροδρόμιο. Το μέρος ήταν κυκλωμένο από την ντόπια αστυνομία, η οποία όμως ήταν ελεγχόμενη από ένα ντόπιο καρτέλ τσιφλικάδων. Το αεροδρόμιο υπερασπίζονταν άντρες του Λουίζ Μποχόρκεζ, κάποιου βαρόνου του υποκόσμου που βασίλευε στην Μπραζίλια. Ο Λουίζ είχε πολλά τέτοια μικρά αεροδρόμια διάσπαρτα την Νότια Αμερική, τον διευκόλυναν στην μετακίνηση της κόκας και της ηρωίνης σε όλη την ήπειρο. Έπρεπε να συνάπτει ειδικές συμφωνίες με τους εκάστοτε προμηθευτές του στην κάθε περιοχή και πότε-πότε δημιουργούνταν διαφωνίες και τριβές, οικονομικής κυρίως φύσεως. Εκείνη την στιγμή δεν έβλεπα κανέναν, άκουγα μόνο τους πυροβολισμούς. Το κεντρικό κτίριο που πρέπει να χρησίμευε και σαν πύργος ελέγχου τινάχτηκε στον αέρα μπροστά στα μάτια μου. Το υπόστεγο με το αεροπλάνο φλέγονταν και ανάμεσα από τους καπνούς πάνω από την συρόμενη πόρτα μπόρεσα να διαβάσω το όνομα της περιοχής στην οποία βρισκόμουν. Ενβίρα έγραφε. Διέκρινα έναν άντρα πεσμένο στην άσφαλτο του διαδρόμου μπροστά στο υπόστεγο και κατευθύνθηκα προς εκείνον. Είχε πυροβοληθεί στο στομάχι αλλά ήταν ακόμα ζωντανός. Δεν είχα καμία ιδέα τότε αλλά ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο Λουίζ ο ίδιος, ο οποίος είχε έρθει προσωπικά σε αυτή την άκρη της αυτοκρατορίας του για να λύσει κατ’ ιδίαν τα προβλήματα με τους τσιφλικάδες. Είχε πολλούς εχθρούς και αυτή ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να του στήσουν παγίδα. Λίγο μακρύτερα από εκεί που ήταν πεσμένος φλέγονταν η λιμουζίνα του και έξι από τους οκτώ σωματοφύλακες του κείτονταν νεκροί. Ήρθα και γονάτισα δίπλα του χωρίς να καταλάβω αμέσως πως ήταν χτυπημένος. Το αίμα είχε μουσκέψει το πουκάμισο του που ήταν όμως μαύρο και έτσι δεν κατάλαβα το τραύμα παρά μόνο αφού λέρωσα τα χέρια μου. Οι αστυνομικοί δεν ήταν σίγουροι πόσο εύστοχες είχαν υπάρξει οι βολές τους γι αυτό και δεν είχαν μπουκάρει ακόμα στο αεροδρόμιο. Το όνομα και μόνο του Λουίζ Μποχόρκες προκαλούσε τέτοιο τρόμο. Αυτός ο άντρας άρπαξε τα μπράτσα μου μόλις τον σήκωσα και με κοίταξε με ένα θολό βλέμμα χαμένο στον πόνο. Παρά την μεγάλη ηλικία και το στομάχι του το πρόσωπο πρόδιδε την δύναμη του, ήταν όντως ένας ηγεμόνας. Και τότε ακόμα, την πιο απελπιστική στιγμή, δεν διέκρινα ίχνος φόβου πάνω του. «Είσαι ο πιλότος;» με ρώτησε. «Ναι,» απάντησα. Με καθοδήγησε μέσα στο υπόστεγο στηριζόμενος στο μπράτσο μου. Το αεροπλάνο ήταν μιας κλάσης μεγαλύτερο από αυτά που είχα πετάξει αλλά το χειριστήριο ήταν πάνω κάτω το ίδιο. Έπαιρνα ένα ρίσκο όταν το επιβιβαζόμουν με το ξαφνικό, νέο μου αφεντικό αλλά αισθανόμουν πως δεν είχα να χάσω τίποτα. Μάλιστα είχα μια δυνατή αίσθηση πως ήθελα να πάρω αυτό το μονοπάτι, αν απομακρυνόμουν από αυτή την ευκαιρία θα είχα μια ατελείωτη ζωή να αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί «αν». Πίσω από τα καθίσματα μας, η άτρακτος του αεροσκάφους ήταν γεμάτη από ένα φορτίο κοκαΐνης. Ο Λουίζ μου φώναζε συνέχεια οδηγίες. Έβαλα μπρος και βγήκα από το φλεγόμενο υπόστεγο στον διάδρομο. Άκουσα απανωτούς πυροβολισμούς αλλά δεν μας βρήκε καμία σφαίρα. Η απογείωση ήταν επιτυχημένη και με παράγγελμα του Λουίζ κατευθύνθηκα προς την Μπραζίλια. Προσγειωθήκαμε σε ένα άλλο απόμερο αεροδρόμιο όπου μας περίμενε ειδοποιημένος ένας ολόκληρος ιδιωτικός στρατός. Κατά την διάρκεια της πτήσης ο συνεπιβάτης μου αντιλήφθηκε πως δεν ήμουν ο πιλότος που περίμενε. Δεν του είπα ψέματα, του εξήγησα πως απλώς ήμουν περαστικός από εκεί. Στο έδαφος βρέθηκα αμέσως κρατούμενος ενώ το αφεντικό μεταφέρθηκε σε κλινική που ανήκε στον ίδιο. Έδωσε οδηγίες στους άντρες του να μην με πειράξουν. Υπήρχε η περίπτωση να ήμουν βαλτός από τις μυστικές υπηρεσίες ή και πάλι να έσωσα πράγματι την ζωή του. Με φωτογράφισαν, μου πήραν αποτυπώματα και δείγμα σάλιου και τα έστειλαν σε δικούς τους ανθρώπους μέσα στις μυστικές υπηρεσίες για να εξακριβώσουν την ταυτότητα μου. Κρατήθηκα σε ένα υπόστεγο όπου μου φέρθηκαν ευγενικά και με τάισαν καλά. Τους είπα για την ζωή μου στην Λίμα και επίσης τους ανέφερα μερικούς φεουδάρχες που ήξερα στην Αργεντινή για τους οποίους είχα δουλέψει σαν οπλίτης. Το τσέκαραν φυσικά και ευτυχώς οι δον του νότου με θυμούνταν ακόμα και είχαν να πουν πολλά καλά λόγια για μένα. Εντωμεταξύ οι ειδικές υπηρεσίες δεν βρήκαν κανένα ίχνος ταυτότητας για το άτομο μου, πράγμα που άφηνε την περίπτωση μου κάπως μετέωρη. Τέσσερις μέρες μετά με πήγαν στην κλινική όταν ζήτησε να με δει ο Λουίζ. Μείναμε μόνοι μέσα στο δωμάτιο της κλινικής του, εγώ κι εκείνος. Παρά την σοβαρότητα του τραυματισμού του έδειχνε αληθινά αυτοκρατορικός ακόμα και ανήμπορα ξαπλωμένος όπως ήταν. Του ήμουν ένα αίνιγμα, υπήρχαν όμως και πολλά που δεν καταλάβαινα εγώ. Με κάρφωνε με ένα έντονο βλέμμα σαν να με διάβαζε. «Σε έστειλε κανείς;» με ρώτησε. Στον νου μου ήρθε αμέσως ο Ραφαέλ Σεβέιντρα αλλά θεώρησα πολύ γελοίο να ενώσω όλα αυτά τα γεγονότα σε μια νοητή αλληλουχία εκείνη την στιγμή. Σίγουρα δεν με είχε στείλει κανείς πουθενά. «Περνούσα τυχαία,» του απάντησα. «Και τυχαίνει να είσαι πιλότος;» «Ναι.» Ήθελε να μάθει περισσότερα και του τα είπα, του έδωσα με ειλικρίνεια τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής μου, από την Κίνα και μετά, παραλείποντας μόνο εκείνα τα σημεία που θα του έρχονταν ανεξήγητα. Όταν τελείωσα μίλησε εκείνος. «Μπορεί να πέρασες τυχαία από την Ενβίρα αλλά δεν είσαι τυχαίος. Το κατάλαβα αμέσως μόλις σε είδα. Έχω μια φωνή μέσα μου που μου μιλάει από τότε που ήμουν παιδί, αυτή η φωνή με έβγαλε από τους δρόμους και τις παράγκες που μεγάλωσα και μου έδειξε το δρόμο πώς να νικήσω αυτούς που στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο μου. Τώρα με περιτριγυρίζουν άνθρωποι που με τρέμουν και έχω κουραστεί να προσέχω την πλάτη μου όλη την ώρα. Αν το θέλεις, σου δίνω την ευκαιρία να μου αποδείξεις την αξία σου και δεν θα το μετανιώσεις.» Όπως έμαθα αργότερα αυτή ήταν μια ομιλία που έδινε σε κάθε νέο συνεργάτη που μάζευε αλλά δεν είχε σημασία. Δέχτηκα και αμέσως απόκτησα νέα ταυτότητα, διαβατήριο και αριθμό φορολογικού μητρώου, έγινα Βραζιλιάνος. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έγινα ο καλύτερος του πιλότος πριν αναλάβω την σωματοφυλακή του για άλλα πέντε. Ανέγγιχτος από τον φόβο του κινδύνου η δουλειά μου αποδείχτηκε η καλύτερη στιγμή της μέχρι τότε ζωής μου. Έσβησε όλο μου το παρελθόν, σχεδόν σαν να το κατήργησε. Είχα ολόκληρη την Νότια Αμερική απλωμένη κάτω από τα φτερά μου και πετούσα, πετούσα από πόστο σε πόστο σε όλη την ήπειρο κουβαλώντας παράνομο φορτίο. Υπήρχε φορές που γευόμουν την έξαψη του κυνηγητού με αστυνομικά σκάφη που κατάφερνα να ξεγελώ και να βελτιώνω τις ικανότητες μου σαν πιλότος, αλλά υπήρχαν και εκείνες οι απίστευτες στιγμές σαν τις ανατολές του ήλιου ανάμεσα στις άγριες βουνοκορφές των Άνδεων. Ήμουν ένας μοναχικός κόνδορας πάνω από τα σύννεφα παρέα με τους Ίνκας χωρίς να χρειάζομαι πλέον να μασώ φύλλα κόκας. Πόσοι άνθρωποι στον πλανήτη μπορούσαν να ζήσουν κάτι τέτοιο; Ένιωθα πάλι σαν μικρός θεός, όπως τότε στην αρχή, όταν στάθηκα στην κορυφή του Αραράτ. Πόσο ανυποψίαστος ήμουν τότε. Και μάζεψα πολλά λεφτά, δεν είχα δει ποτέ πριν στην ζωή μου τόσο χρήμα. Όλοι όσοι δούλευαν για τον Λουίζ ήταν πλούσιοι. Πλήρωνε τους άντρες του γενναιόδωρα. Απόκτησα δική μου βίλα, πανάκριβα αυτοκίνητα και είχα όσες γυναίκες ήθελα. Σιγά-σιγά είχα αρχίσει να πιστεύω πως αυτό ήταν επιτέλους το νόημα της αθάνατης ζωής μου. Αν και το αφεντικό ενθάρρυνε τους άντρες του να παντρεύονται και να αποκτούν οικογένεια εμένα με άφησε ήσυχο στην έκλυτη ζωή μου. Και ενώ πίστευα πως κατά βάθος ήμουν ρομαντικός, η διαθεσιμότητα μιας ατελείωτης συλλογής μοναδικά όμορφων γυναικών με απέτρεψε ευτυχώς να δεθώ συναισθηματικά με κάποια από αυτές. Υπήρχαν και περίοδοι που η αυτοκρατορία περνούσε κρίση, καθώς υπήρχαν επιθέσεις από εχθρικά καρτέλ και όλοι μας έπρεπε να οπλοφορούμε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιο στέλεχος του Λουίζ γινόταν κομμάτια γυρνώντας ένα πρωί τον συμπλέκτη του αυτοκινήτου του, ένα πικρό τίμημα για μια προνομιακή ζωή. Αυτά όμως για μένα ήταν τόσο μακρινά, σαν να τα διάβαζα στις εφημερίδες. Τίποτα δεν με αποσπούσε από την ηδονική ζωή στην οποία ήμουν γλυκά βυθισμένος. Ο Λουίζ μου έδειχνε μεγάλη εμπιστοσύνη. Νομίζεις και η ακούσια αινιγματική μου φύση τον γοήτευε τόσο που με το πέρασμα των χρόνων είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως μπορούσε να με εμπιστεύεται τυφλά. Κάποια στιγμή, μετά από νέες απόπειρες κατά της ζωής του με πήρε στην σωματοφυλακή του. Έτσι απέκτησα και δεύτερο σπίτι, ένα ρετιρέ σε ουρανοξύστη στην Μπραζίλια. Τα προνόμια μου αυξήθηκαν αλλά η απώλεια των αιθέρων με πείραξε πολύ. Δέκα χρόνια μετά το επεισόδιο στην Ενβίρα είχε αρχίσει να στήνεται ένα σκηνικό που θα καθόριζε τα επόμενα πενήντα μου χρόνια. Καταρχήν είχα αρχίσει ως συνήθως να βαριέμαι. Διάβαζα για το Νέο Ρίο ντε Τζανέιρο και δύο φορές έκανα και ένα ταξιδάκι με τον Λουίζ προς τα εκεί. Διέθετε ένα πορνείο πολυτελείας εκεί με τις ωραιότερες γυναίκες που είχα δει ποτέ μου. Η τιμή τους ήταν εφικτή μόνο σε πολύ εκλεκτούς πελάτες, άνδρες με πλούτο και δύναμη που δεν είχε ούτε ο ίδιος ο Λουίζ. Η πόλη του Νέου Ρίου είχε χτιστεί λίγα χιλιόμετρα πίσω από την παλιά. Είχαν γκρεμίσει μια τεράστια έκταση της πρώτης πόλης για να στήσουν μια καινούργια αμμώδη παραλία, την νέα Κοπακαμπάνα. Ο μυτερός βράχος Πάο ντε Ασούκαρ, δηλαδή το Ζαχαρόψωμο, ήταν πια ένα νησάκι στα ανοιχτά του όρμου, ο κόσμος πήγαινε ακόμα εκεί με καράβι πλέον. Κι όμως παρ’ όλες τις διαφορές κάποια πράγματα είχαν μείνει ίδια. Ο καταμερισμός φτώχιας και πλούτου είχε μείνει αναλλοίωτος. Όπως και στην υπόλοιπη ήπειρο υπήρχε ένα συναίσθημα εσχατολογίας που εκδηλωνόταν έντονα στους ανθρώπους σε μορφή δαιμονικών προκαταλήψεων ή ξέφρενης ακολασίας. Πολυτελή κέντρα διασκέδασης, φανερά, νόμιμα πορνεία, τζόγος, ναρκωτικά και κάτω από όλα αυτά ένα υπόβαθρο από βουντού. Οι κάτοικοι του Ρίο ήταν τα πιο φιλήδονα πλάσματα που είχα συναντήσει ως τότε. Ερωτεύτηκα το μέρος και ήθελα να μαζέψω τα πλούτη μου και να αποσυρθώ εκεί. Ο Λουίζ Μποχόρκεζ όμως δεν άφηνε ποτέ τους συνεργάτες του να φύγουν, τους όριζε για το υπόλοιπο της ζωής τους. Δεν τον φοβόμουν φυσικά, δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να μου κάνει, πάλι όμως δεν θα έπαυα να έχω προβλήματα αν προσπαθούσαν να με εμποδίσουν. Όσες φορές του το ανέφερα το απέρριπτε με κάποιο αστείο, δεν ήθελε να το πάρει στα σοβαρά. Η ανία όμως που με είχε καταβάλλει δεν ήταν τελείως δικής μου επινόησης. Γενικά ο κόσμος του Λουίζ είχε αρχίσει να χάνει από μόνος του το λούστρο του. Τα παλιά στελέχη, καλοζωισμένα πλέον, είχαν χάσει την ετοιμότητα τους. Υπήρχε νέο αίμα στον οργανισμό, άπειρα, ανυπόμονα, άπληστα παιδιά με τάσεις αδικαιολόγητης βίας. Ήρθε εκείνη η μέρα που η κυβέρνηση κατάφερε να στριμώξει τον Λουίζ και να τον ρίξει στην φυλακή. Δεν πρόλαβε καν να αναλογιστεί πως θα διοικούσε την αυτοκρατορία του από μέσα. Αμέσως ξέσπασε εμφύλιος και το ένα στέλεχος άρχισε να πολεμάει το άλλο για επικράτηση. Δεν του έμεινε κανείς πιστός και βρέθηκε ξαφνικά ένας άνθρωπος ολομόναχος, χωρίς καθόλου δύναμη. Βγήκαν και πολλές νέες φάτσες στην πιάτσα να διεκδικούν το δικό τους βασίλειο. Απέσυρα από τις δικές μας τράπεζες όσα λεφτά πρόλαβα και εξαφανίστηκα, πήγα να στήσω την ζωή μου εκεί που είχα διαλέξει. Στην εξαφάνιση μου και την νέα μου ταυτότητα βοήθησε η ανάλογη συντεχνία που είχαμε ακόμα ενεργή στον οργανισμό, συν το γεγονός πως μέχρι την τελευταία στιγμή ήμουν ανάμεσα τους άτομο με κύρος και μπορούσα να βρω τα μέσα. Ήξερα πως οι άλλοι θα με έψαχναν, θεωρούμουν, μαζί με όλα μου τα υπάρχοντα, μέρος της περιουσίας του Λουίζ που ήθελαν να μοιράσουν. Ήμουν όμως έτοιμος να πάρω το ρίσκο. Έγραψα και έστειλα ένα γράμμα στη φυλακή εξηγώντας του τις προθέσεις μου. Πίστευα πως του όφειλα να ξέρει πως ένας από τους άντρες του δεν τον είχε προδώσει αλλά όλα είχαν τελειώσει για όλους. Και πράγματι το πίστευα αυτό, πως εκείνο το κεφάλαιο είχε τελειώσει, έτσι και αποσύρθηκα στο Ρίο αλλά με τα μάτια ανοιχτά, και περίμενα. Συνεχίζεται Edited May 30, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 25, 2007 Author Share Posted May 25, 2007 11. Είχα αρκετά λεφτά αλλά όχι τόσα για να με συντηρήσουν αιώνια, και όχι για τη ζωή που είχα μάθει να απολαμβάνω. Ζούσα σε ένα ρετιρέ με θέα την Κοπακαμπάνα, είχα στη διάθεση μου ένα σπορ αυτοκίνητο και μία λιμουζίνα με σοφέρ. Τις εξόδους στα καζίνα και τα κλαμπ τις βαρέθηκα νωρίς αλλά μου άρεσαν οι κρουαζιέρες, το φαγητό – μπορούσα να τρώω ασταμάτητα – και φυσικά οι γυναίκες που δεν έπαψαν να μπαινοβγαίνουν στην ζωή μου. Πριν το καταλάβω είχε αρχίσει να μαζεύεται μια αυλή γύρω μου από οπορτουνιστές και κόλακες, παράσιτα που απολάμβαναν τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι μου. Δεν αισθανόμουν να απειλούμε από αυτούς, ίσα-ίσα που υπήρξαν φορές που αποδεικνύονταν χρήσιμοι. Από αυτούς προμηθευόμουν τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσα και που μοίραζα στις παρέες. Όποτε άκουα για κάποιο νέα, δυνατότερη ουσία ήθελα να την δοκιμάσω μήπως και καταφέρω να μαστουρώσω επιτέλους όπως επιθυμούσα. Ήταν όμως μάταιο, πάντοτε μάταιο, έμενα να βλέπω τους γύρω μου να χάνονται στη λήθη, αδύναμος να μοιραστώ κάτι από την ψευδαίσθηση τους. Τα λεφτά μου τέλειωναν, η μέρα που δεν θα είχα τίποτα πλησίαζε, την έβλεπα να έρχεται και δεν με ένοιαζε. Είχα όμως διαλέξει το σκοτεινό μονοπάτι και ο διάβολος φρόντιζε για μένα. Με βρήκε μια μέρα μία ομάδα από δικηγόρους. Τους είχε στείλει ο Λουίζ Μποχόρκεζ ο οποίος ήταν ακόμα στην φυλακή και άρρωστος. Ήθελε να ξέρω πως εκτιμούσε την πίστη και ειλικρίνεια μου και ήθελε να με ανταμείψει πριν πεθάνει. Είχε μάθει ήδη τη νέα μου ταυτότητα και μου είχε μεταβιβάσει τις μετοχές μιας αεροπορικής εταιρίας και την ιδιοκτησία της υπηρεσίας κολ-γκερλ που είχε στο Ρίο, τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία που έλεγχε ακόμα. Με προειδοποιούσε όμως πως τα παλιά γεράκια θα ακολουθούσαν την οσμή του χρήματος του Λουίζ και αργά ή γρήγορα θα με έβρισκαν. Έτσι ξαφνικά πήρα οικονομική παράταση και μπορώ να πω πως ένιωσα πως η ζωή μου απέκτησε και νέο ενδιαφέρον. Μπήκα στην διαδικασία όχι μόνο να ξοδεύω τα λεφτά μου αλλά και δουλεύοντας τα να βγάζω και άλλα. Ασχολήθηκα σοβαρά με την αεροπορική μου εταιρία προσλαμβάνοντας σωστή, υπεύθυνη διοίκηση και ασχολήθηκα προσωπικά και με τα πολυτελή μου κορίτσια προσέχοντας τα συμφέροντα τους. Ναι, είχα και το προνόμιο να τις απολαμβάνω προσωπικά όλες. Φρόντιζα να εξασφαλίζω τη ζωή της κάθε μιας που αποσυρόταν ενώ ανανέωνα το χαρέμι συνεχώς με νέο αίμα. Μπορώ να πω πως όχι μόνο οι δύο δουλειές απέφεραν ισάξια κέρδη αλλά ενώ τα αεροπλάνα είχαν τα σκαμπανεβάσματα τους τα κορίτσια δεν σταματούσαν ποτέ να γεμίζουν τα ταμεία μου. Στην συνέχεια ανέβασα τείχη και έχτισα έναν στρατό. Έψαξα μέσα στα παράσιτα που με περιτριγύριζαν και από τα πιο χλιαρά έφτασα στα πιο δυνατά, ξετρυπώνοντας δαιμόνια με αδίστακτες ικανότητες που πήρα στη δούλεψη μου. Μετακόμισα σε απόμερη, καλά προστατευμένη βίλα και εδραίωσα το κάστρο μου. Δύο βασικά στοιχεία που λάδωναν την μηχανή που είχα αρχίσει να στήνω ήταν τα ναρκωτικά και τα όπλα. Τα είχα ανάγκη αυτά τα δύο στοιχεία και επένδυα αρκετό ρευστό προς εκείνη την κατεύθυνση. Μέσα σε πέντε χρόνια όμως είχα αρχίσει το δικό μου εμπόριο, άλλοι ερχόντουσαν σε μένα για προμήθεια. Είχα δικό μου στόλο από αεροπλάνα που πετούσαν νότια στα παλιά λημέρια, ξεκινούσα τότε την νέα, την δική μου αυτοκρατορία. Κατάφερα πολλά πολύ σύντομα γιατί δεν με βασάνιζε η δυσπιστία και ο φόβος της προδοσίας στους άλλους. Από την στιγμή που ήθελα να κατορθώσω κάτι, παράνομο ή δύσκολο, ήταν απίστευτο πόσοι άνθρωποι εμφανίζονταν πρόθυμοι να με βοηθήσουν, με το αζημίωτο φυσικά. Και παραχωρούσα τόσα περιθώρια που όποιος έκανε την δούλεψη ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα. Με αρκετή γενναιοδωρία μάλιστα έκανα τα στραβά μάτια στο κλέψιμο που έπεφτε από τους συνεργάτες μου. Δεν με απασχολούσε η απάτη τους. Αυτό που δεν ήξεραν και θα μάθαιναν σύντομα ήταν πως υπήρχε ένα όριο στην επιβουλή τους. Δεν μπορούσαν να μου κάνουν κακό, ήμουν αθάνατος. Επικεφαλής της φρουράς μου ήταν ο Τσόλο. Ήταν ο σοφέρ μου από την εποχή που πρωτοεγκαταστάθηκα στο Ρίο. Παρά το κύρος του επαγγέλματος του ανήκε στις φτωχές τάξεις και προσπαθούσε από παιδί να επιβιώσει στους δρόμους όπως μπορούσε. Είχε αναπτύξει πολλαπλά ταλέντα και πέρα από τα καθήκοντα του σαν οδηγός, μου έβρισκε γυναίκες, μπράβους και ναρκωτικά, μέχρι και εισιτήρια σε παραστάσεις που είχαν ξεπουλήσει. Μου έμεινε χρόνια πιστός και μετεξελίχτηκε μαζί μου στη νέα φάση της «επικράτησης» μου. Ανταμείφθηκε και ανάλογα αφού κατάφερε να βγάλει από τις παράγκες όλη του την φαμίλια, μητέρα, αδελφές, συζύγους και πολλά παιδιά, στους οποίους αγόρασε σπίτια. Είχα ακούσει πως η μητέρα του και οι αδελφές του εξασκούσαν την τέχνη του βουντού. Σύντομα η μητέρα του έγινε γνωστή σε όλο το Ρίο σαν η Μάμα-Γκάμπα, ιέρεια με μεγάλη δύναμη στην οποία κατέφευγε πολύ κόσμος. Ο Τσόλο παρέμεινε τα μάτια και τα αφτιά μου στον υπόκοσμο. Είχαμε στήσει ένα δίκτυο πληροφόρησης που έφτανε μέχρι την Μπραζίλια για να μαθαίνουμε κάθε εχθρική κίνηση προς το μέρος μας. Ο Λουίζ είχε πεθάνει στη φυλακή και ο εμφύλιος είχε λάβει τέλος με νικητή έναν, κάποιον Εμιλιάνο Μαδέρας, από τις καινούργιες φάτσες που δεν γνώριζα. Ξέραμε όμως πως είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και πως ήθελε να αποδείξει στους πάντες πως είχε δίκιο. Μάζευε πληροφορίες για μένα, περιτριγύριζε τις κτήσεις μου, περίμενε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να τρυπώσει και να πάρει όσα πίστευε πως δικαιωματικά του ανήκαν, δηλαδή τα πάντα. Εντωμεταξύ στο Ρίο η ζωή για μένα και τον κόσμο που είχα φτιάξει γύρω μου κυλούσε κανονικά. Ο νόμος δεν έπαυε να με ενοχλεί αλλά είχα άλλο έναν στρατό από δικηγόρους να φροντίζει τα συμφέροντα τα δικά μου και αρκετών συνεργατών που πάντα έμπλεκαν σε κάτι. Υπήρχε ευτυχώς αρκετή διαφθορά στα νομικά στρώματα για να εξαγοράζουμε συνειδήσεις και να έχω αρκετούς από αυτούς που μας κυνηγούσαν στο τσεπάκι μου. Η δική μου συνείδηση δεν με ενοχλούσε καθόλου. Όσο υπήρχαν άνθρωποι διατεθειμένοι να πραγματοποιούν τις επιθυμίες μου, όταν άλλοι ηθικά ανώτεροι υποχωρούσαν μόλις τους πετούσα χρήματα ή γυναίκες, δεν αισθανόμουν ένοχος για τίποτα. Αυτός ήταν ο άνθρωπος και αυτά θα έπραττε με ή χωρίς την δική μου συμβολή. Και εκεί που δεν το περίμενα ερωτεύτηκα ξανά. Σε μια εποχή όπου είχα παραδοθεί στις ηδονές το βλέμμα μου έτυχε σε κάποιο καρναβάλι να πιάσει μια γυμνόστηθη χορεύτρια με απίστευτα θεϊκό κορμί. Στεκόταν στην κορυφή ενός άρματος της παρέλασης, μια απομίμηση ναού των Μάγιας. Ντυμένη στα χρυσά σαν ιέρεια, λικνιζόταν εκστασιασμένη στην μουσική της σάμπας κουνώντας τρελά τα μακριά, κατσαρά της μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση της. Είχα μαγευτεί δεύτερη φορά από γυναίκα με μακριά μαλλιά αλλά ήταν το χαμόγελο της που με κέρδισε, εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο του οποίου την αιτία λαχταρούσα να βιώσω. «Αυτήν εκεί, θέλω να την γνωρίσω,» είπα στον Τσόλο. Όταν έδωσα την ευχή μου στο λευκό φως είχα ζητήσει να μπορώ να κατακτώ όποια γυναίκα επιθυμούσα. Το φως μού το αρνήθηκε. Να όμως που είχε έρθει η μέρα όπου μπορούσα να δείξω όποια γυναίκα ήθελα μέσα στο πλήθος, να εκφράσω την διάθεση μου στους υποτακτικούς μου και η ευχή μου θα πραγματοποιούνταν. Ήταν η γλύκα της δύναμης, ήμουν αυτοκράτορας στον κόσμο μου και ήμουν παντοδύναμος. Άλλοι με φοβούνταν και άλλοι έψαχναν ευκαιρία να με εκμεταλλευτούν, και στις δύο περιπτώσεις έπαιρνα αυτό που ήθελα. Την έλεγαν Πατρίτσια. Ήταν πάμπτωχη και ζούσε με τον αδελφό της Ρίκο, ένα χαμίνι του δρόμου, σε μια παραγκούπολη. Εκπορνεύονταν και οι δύο για να βγάζουν όπως μπορούσαν κάποια λεφτά και εκείνη ζούσε για το καρναβάλι που το περίμενε κάθε χρόνο για να στεφτεί ιέρεια, βασίλισσα, θεά στην κορυφή ενός άρματος. Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή της ζωής της, σύντομα ο χρόνος και η φτώχεια θα άφηναν τα σημάδια τους πάνω της, δεν θα μπορούσε να γοητέψει κανέναν, ούτε καν σαν φτηνή πόρνη. Ο Τσόλο την έφερε στη λιμουζίνα και μετά μας οδήγησε στη βίλα. Ο τρόπος που μπήκε στην λιμουζίνα, το χαμόγελο της όταν με είδε, πρόδιδαν τις εμπειρίες της. Δεν ήμουν ο πρώτος που την είχε ποθήσει από απόσταση σε κάποιο καρναβάλι. Ήξερε καλά τι ήθελα και ήταν εκπαιδευμένη να μου το δώσει, με την κατάλληλη τιμή φυσικά. Δεν με πείραξε. Το σεξ μας είχε φέρει κοντά, αυτό το καταλαβαίναμε και οι δύο, και μπορώ να πω πως απογοητεύτηκα από την πρώτη μας φορά, το σφάλμα όμως ήταν όλο δικό μου. Ήμουν σε ένα τέτοιο στάδιο στην ύπαρξη μου που το σώμα μου ήταν μουδιασμένο από τις ηδονές. Ο κάθε οργασμός ήταν ένα μικρό τίποτα, η μοναδική μου απόλαυση ήταν το να βλέπω τον εαυτό μου να κάνει έρωτα με γυναίκες, μία ή και περισσότερες την κάθε φορά. Γι αυτό και είχα γεμίσει την κρεβατοκάμαρα μου με καθρέπτες, περισσότερο κοίταζα τους αντικατοπτρισμούς μου παρά την γυναίκα της οποίας το κορμί ακουμπούσα. Είχα και την συνήθεια να βιντεοσκοπώ τις συνευρέσεις μου. Επιβεβαίωνα στον εαυτό μου τις κατακτήσεις μου παρακολουθώντας τις βιντεοταινίες αργότερα όταν ήμουν μόνος, αντλούσα μεγαλύτερη ηδονή από το βλέμμα παρά από το ίδιο το σεξ όταν το βίωνα. Έτσι ένιωσα και την πρώτη φορά την Πατρίτσια, την είδα να μου κάνει έρωτα παρά αισθάνθηκα το χάδι ή το φιλί της όταν μου το έδινε. Είχε μια τέτοια έκφραση το πρόσωπο της, μια τέτοια χροιά ο αναστεναγμός της, μια τέτοια τρυφερότητα το αγκάλιασμα της που έκλαψα όταν είδα εκείνη την βιντεοταινία, την πόθησα εκ νέου εκείνη την κοπέλα, ζήλεψα και μίσησα τον αναίσθητο παρτενέρ της στο κρεβάτι. Διέταξα τον Τσόλο να μου την ξαναφέρει, να πάει να την βρει εκεί που την είχε αφήσει το πρωί και να την ξαναφέρει. Και την βρήκε. Και ήταν η τελευταία φορά που μπήκε στη βίλα γιατί δεν θα την άφηνα να ξαναφύγει. Δεν γύρισα να κοιτάξω άλλες γυναίκες, κατέστρεψα τους καθρέπτες και έκαψα τις βιντεοταινίες. Και μέρα με την μέρα ένιωθα βαθύτερα το άγγιγμα της, αναριγούσα στα φιλιά της. Δεν ξέρω αν με αγάπησε ποτέ αληθινά, δεν με ένοιαζε. Ήταν μια φτωχή κοπέλα που έπιασε την καλή ευκαιρία και ήξερε πώς να κρατήσει τη τύχη της. Της είπα πως το σπίτι ήταν και δικό της και ανέλαβε αμέσως τον ρόλο της οικοδέσποινας. Πήρε στη δούλεψη της υπηρέτριες, αγόρασε έπιπλα, ρούχα και στολίδια, έβγαλε τα απωθημένα μιας φτωχής παιδούλας και της το επέτρεψα γενναιόδωρα γιατί μπορούσα. Το επέτρεψα γιατί ήξερα πως θα ζούσα για πάντα και αυτό το πλάσμα που αγαπούσα βρισκόταν παγιδευμένο στην προσωρινή του ύπαρξη και ήθελε να χωρέσει σε αυτή όσα θεωρούσε σημαντικά. Μου ζήτησε να φροντίσω τον αδελφό της και φυσικά το έκανα. Τα χαμίνια του δρόμου ήταν μια αρχαία ιστορία του Ρίο που κρατούσε επί αιώνες. Είχα την ισχύ να κάνω κάτι καλό και αυτή τη φορά και για την αγάπη της Πατρίτσια το έκανα. Ίδρυσα έναν νόμιμο οργανισμό που προστάτευε αυτά τα ανήλικα, φτωχά παιδιά, ενώ παράλληλα φρόντιζε να καταπολεμεί τις αιτίες που τα δημιουργούσαν. Μπορώ να πω πως αρκετοί πολιτικοί και επιστήμονες που έκαναν καλό στον τόπο βγήκαν μέσα από εκείνα τα παιδιά. Τον Ρίκο τον πήραμε να ζήσει μαζί μας. Είχα αρχίσει να μαθαίνω για φήμες και μύθους που κυκλοφορούσαν για το άτομο μου. Είχα κλείσει σαράντα πέντε χρόνια στο Ρίο, τα μαλλιά του Εμιλιάνο Μαδέρας είχαν αρχίσει να ασπρίζουν, μέχρι και ο Τσόλο είχε αρχίσει να δείχνει τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Εγώ όμως παρέμενα όπως ήμουν την μέρα που είχα πρωτοέρθει στη πόλη, χωρίς να έχω αρρωστήσει ποτέ παρά τις κραιπάλες στις οποίες παραδιδόμουν μια ζωή. Περιόρισα τις δημόσιες μου εμφανίσεις αλλά δεν μπήκα καθόλου στον κόπο να κρύβομαι από τους στενούς μου συνεργάτες, ούτε είχα σκοπό να μετακινηθώ αλλού και να αλλάξω ταυτότητα. Οι παλιοί ένιωθαν πως κάτι δεν έστεκε καλά και άρχισαν να διαδίδουν διάφορες δεισιδαιμονίες για μένα. Ανάμεσα τους πρωτοστατούσε δυστυχώς ο Τσόλο τον οποίο επηρέαζε η εκατοντάχρονη μάνα του, η ιέρεια του βουντού στο Ρίο, η Μάμα-Γκάμπα. Αυτή η γυναίκα συνέβαλε στον μύθο μου απλώνοντας φήμες και προειδοποιήσεις για το άτομο μου, ήμουν ένας αιώνια καταραμένος δαίμονας, ένα απέθαντο κορμί χωρίς ψυχή, ο διάβολος που χρειαζόταν η εκκλησία της για να μαζεύει τους αφελείς και τον οβολό τους. Ο Τσόλο με έτρεμε, δεν τολμούσε πλέον να με κοιτάζει στα μάτια, τον είδα πολλές φορές να κάνει τον σταυρό του πριν μπει στο δωμάτιο μου. Τον έπαιρνα απόμερα να τον καθησυχάζω, να του θυμίζω τις τρέλες που κάναμε παλιά όταν ακόμα ήταν ο σοφέρ μου, να του δείξω πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Πάντοτε κέρδιζα ένα χαμόγελο του, η διάθεση του όμως δεν διαρκούσε για πολύ. Η επιρροή της μητέρας του ήταν μεγάλη. Ο Ρίκο, στα δεκατρία του, με προειδοποίησε πολλές φορές για τον Τσόλο, το παιδί δεν τον συμπαθούσε. Επέλεξα όμως να μην τον ακούσω. Και πέσανε επάνω μου σαν τις σφήκες. Ήρθαν από τα δυτικά, από την Μπραζίλια, οι άντρες του Εμιλιάνο Μαδέρας, ενώθηκαν με τους μισούς δικούς μου και έριξαν τα τείχη. Την ώρα του πάρτι για τα γενέθλια της Πατρίτσια, όταν έκλεινε τα είκοσι έξι. Ήταν μια σφαγή. Έχασα πολλούς καλούς άντρες και πολλές από τις γυναίκες μου, συνταξιοδοτημένες πόρνες που είχαν έρθει να μοιραστούν την χαρά μας, και πολλές από τις καινούργιες, νεαρά κορίτσια όχι μεγαλύτερα από είκοσι χρόνια ζωής. Σκότωσαν και την Πατρίτσια, την γάζωσαν δίπλα στην τούρτα της. Τους είχε βάλει ο Τσόλο μέσα. Έπεσε ο ίδιος πάνω μου ουρλιάζοντας, με ένα μαχαίρι ευλογημένο από την μάνα του. Η εντολή της ήταν να αφαιρέσει ο γιος της την καρδιά μου και να της την παραδώσει ενώ ήταν ακόμα ζεστή. Κυριευμένος από ανείπωτη οργή του έκοψα σχεδόν το κεφάλι με το ίδιο μαχαίρι. Με τις σφαίρες να με γαζώνουν συνέχεια ξεκρέμασα ένα αυτόματο από την βιτρίνα του και άρχισα να τους σκοτώνω έναν-έναν. Το μακελειό κράτησε μισή ώρα και θα τους είχα αποδεκατίσει αν πολλοί από τους επιτιθέμενους δεν είχαν αποχωρήσει μόλις ακούστηκαν οι πρώτες αστυνομικές σειρήνες. Είχα χάσει σχεδόν όλο μου τον στρατό σε ένα και μοναδικό χτύπημα. Μαζί τους χάθηκαν και πολλά μέλη των οικογενειών τους που ήταν παρόντα. Είδα τον Ρίκο να κλαίει δίπλα στη νεκρή αδελφή του. Το αγόρι κρατούσε ένα περίστροφο στο χέρι του, είχε σκοτώσει κι εκείνο όσους πρόλαβε. Γονάτισα δίπλα του και κλάψαμε μαζί. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 26, 2007 Author Share Posted May 26, 2007 (edited) 12. Η Μάμα-Γκάμπα έκοψε τον ίδιο της τον λαιμό και πρόλαβε να γράψει με το αίμα της μια κατάρα εναντίον μου στο δάπεδο του ναού της πριν ξεψυχήσει. Οι κόρες της, όλες άξιες μάγισσες, σκορπίστηκαν και κρύφτηκαν στις σκιές του Ρίο. Δεν έπαψα ποτέ να τις ψάχνω αλλά φυλάσσονταν καλά από φανατικούς πιστούς. Το θέμα με την αστυνομία καλύφθηκε εύκολα, εκεί είχα ακόμα αρκετή δύναμη. Είχα όμως ανάγκη από άντρες, είχα ανάγκη από καινούργιο στρατό. Και τον βρήκα στον Νότο, μισθοφόρους από μακρινές φεουδαρχίες που πλήρωσα χρυσά και έφερα στο Ρίο με τα αεροπλάνα μου. Πρώτα σαρώσαμε την πόλη, βρήκαμε εισβολείς και προδότες, τους ξετρυπώσαμε από τις κρυψώνες τους και τους σκοτώσαμε όλους, αυτούς και όσους τους έκρυψαν και συνεργάστηκαν μαζί τους. Η αστυνομία έκανε στην άκρη καθώς ξεκίνησε ένα βίαιο και φρικιαστικό ξεκαθάρισμα χωρίς έλεος. Σκότωσα με τα χέρια μου πολλούς, έδωσα εντολές να σκοτωθούν άλλοι με οποιοδήποτε τρόπο. Έμαθα πως σφαγιάστηκαν και γυναικόπαιδα αλλά δεν με ένοιαζε. Οι κλίβανοι στις χωματερές κατάπιαν και εξαφάνισαν αμέτρητα πτώματα. Και δεν σκοτώθηκαν όλοι σε συγκρούσεις. Πολλούς τους έπιασαν και τους έφεραν δεμένους χειροπόδαρα μπροστά μου και τους εκτέλεσα ενώ έκλαιγαν και παρακαλούσαν. Μετά εισβάλαμε με την σειρά μας στην Μπραζίλια και διεξήγαμε έναν πόλεμο συμμοριών που κράτησε τρία χρόνια. Ο Ρίκο αντρώθηκε δίπλα μου μέσα σε εκείνα τα μακελειά, έγινε το πρωτοπαλίκαρο μου. Ήμασταν αδίστακτοι και οι τακτικές μας πάγωναν το αίμα των εχθρών μου. Οι συνεργάτες του Εμιλιάνο τον εγκατέλειπαν ο ένας μετά τον άλλον. Αμέτρητες φορές ζήτησε να με συναντήσει για ανακωχή αλλά του το αρνιόμουν πεισματικά. Ο Ρίκο μου ζητούσε να δεχτώ για να τον ξεγελάσω, να τον αιχμαλωτίσω την ώρα των συνομιλιών αλλά δεν ήθελα να το ακούσω. Ήθελα να τον αρπάξω την ώρα που θα έτρεχε, όταν θα ήξερε πως δεν είχε καμία ελπίδα, όταν δεν θα είχε καθησυχαστεί ούτε λεπτό από την μέρα που έκανε το λάθος να σκοτώσει την Πατρίτσια. Στο τέλος τον εγκατέλειψαν όλοι, τον πιάσαμε σε ένα αεροδρόμιο ενώ επιχειρούσε να διαφύγει στο εξωτερικό, μου τον έφεραν και τον πετσόκοψα, τον ξεκοίλιασα με το μαχαίρι του Τσόλο ενώ με παρακαλούσε να τον λυπηθώ. Αν υπήρχε θεός ας με κατακεραύνωνε για τις φριχτές μου αμαρτίες, αν υπήρχε κόλαση ας ερχόταν ο θάνατος να με στείλει εκεί. Επέστρεψα στο Ρίο και κλείστηκα στις σκιές της βίλας μου. Κυκλοφορούσα μόνο τις νύχτες με κλειστή συνοδεία και έκανα τις περισσότερες μου δουλειές με μεσολαβητές. Γυναίκες της μιας νύχτας και ναρκωτικά συνέχισαν να μπαινοβγαίνουν στη βίλα και ο μύθος μου είχε εδραιωθεί για τα καλά. Ήμουν πλέον ο αθάνατος, ο αιώνιος μπαμπούλας του Ρίο και μπορώ να πω πως το ευχαριστιόμουν κιόλας. Ήμουν ένα αληθινό βαμπίρ και τους μισούσα όλους, τους σιχαμερούς θνητούς ανθρώπους με τις ασήμαντες σιχαμερές και ηθικές ζωές τους, που με μισούσαν με την σειρά τους επειδή δεν είχαν την δύναμη μου, επειδή δεν είχαν το ελεύθερο να πράξουν τα ίδια και χειρότερα ατιμώρητοι. Δεν είχα οίκτο για κανέναν. Η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας μου ήταν πλέον ανελέητη στην σκληρότητα της. Είχα καθάρματα στην δούλεψη μου και όταν τους έδινα μια εντολή την ήθελα να πραγματοποιηθεί με κάθε δυνατό τρόπο, με κάθε εμπόδιο εξουδετερωμένο. Όταν κάποιος προσπαθούσε να με κλέψει ή να μου πει ψέματα για όφελος του έχανε αμέσως την ζωή του. Και παρόλα αυτά συνέχισαν να έρχονται, φτωχοί και απελπισμένοι, να ζητούν την προστασία μου. Με αντάλλαγμα την υποταγή τους διέπραττα εγκλήματα για χάρη τους, είχα τους κατάλληλους ανθρώπους για όλες τις βρωμοδουλιές. Στα είκοσι του χρόνια ο Ρίκο ήξερε πως ο μύθος μου ήταν αληθινός. Ήμουν ένα υπερφυσικό ον στο οποίο ήταν αφοσιωμένος. Αισθανόμουν πως το παιδί με συμπαθούσε και δεν με φοβόταν. Αυτό μου παρείχε μια κάποια σιγουριά και ήταν ίσως το μόνο άτομο που αληθινά εμπιστευόμουν. Τον είχα επικεφαλής μερικών επίλεκτων που κατείχαν το προνόμιο να με βλέπουν. Εκτός από εκείνους και τις γυναίκες που φέρνανε τις νύχτες στο κρεβάτι μου, για τον υπόλοιπο κόσμο ήμουν απλώς ένα όνομα, μια φήμη, ένα φάντασμα. Ήταν οι πράξεις, το αποτέλεσμα των εντολών μου, που φανέρωναν την ύπαρξη μου παρά η σωματική μου παρουσία. Έγραφαν για μένα σε όλο τον κόσμο και οι φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν στα διάφορα έντυπα ήταν από τις παλιές εποχές, όταν ξόδευα τα λεφτά μου σαν κακομαθημένος νεόπλουτος. Πολλοί θεωρούσαν πως είτε ήμουν πάνω από εκατό χρονών ή ήμουν νεκρός και ο οργανισμός επιβίωνε πάνω στον μύθο της αθανασίας μου και μόνο. Τον μύθο μου έτρεφαν και οι ορκισμένοι εχθροί μας, το πλήθος της μαγείας βουντού. Πολλοί καλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να διεισδύσουν εκεί που δεν έπρεπε για να βγάλουν στην φόρα την αλήθεια, άλλοι, απλοί παπαράτσι, κυνήγησαν τολμηρά να πετύχουν κάποια σύγχρονη φωτογραφία μου με ανταμοιβή τα πολλά λεφτά. Και στις δύο περιπτώσεις τους χτυπούσαμε παραδειγματικά για να αποθαρρύνουμε μιμητές αλλά κάθε χρόνο ξεφύτρωναν και νέοι τολμηρότεροι τυχοδιώκτες. Ο Πέντρο Αλβαράδο ήταν ένα από τα χαμίνια του δρόμου που έσωσε το ίδρυμα μου. Ο Πέντρο κατάφερε να μπει στον ίσιο δρόμο, σπούδασε και κάποτε εξελέγη βουλευτής στην περιοχή που μεγάλωσε. Αφιέρωσε τη ζωή του στο να πολεμάει την διαφθορά και το έγκλημα για να σώσει τα επόμενα χαμίνια που μεγάλωναν μέσα στην αμετάβλητη φτώχεια της πόλης. Αναγκαστικά στράφηκε εναντίον μας και διεξάγοντας έναν έντιμο αγώνα χωρίς φόβο άρχισε να έχει αποτελέσματα. Μας έβλαψε καθώς πολλές επιχειρήσεις μας έπαθαν ζημιά και αρκετοί πολύτιμοι συνεργάτες βρέθηκαν στην φυλακή. Δέχτηκα πιέσεις να πράξω και μπορούσα απλώς να αρνηθώ, κανείς δεν θα τολμούσε να μου ζητήσει τον λόγο. Με έτρεμαν. Ήταν όμως σε τέτοια μαυρίλα βυθισμένο το μυαλό μου εκείνη την εποχή, που τους τον παρέδωσα με ένα ανασήκωμα των ώμων μου. Δεν επέτρεπα να μου εναντιώνεται κανένας και πίστευα πως ο Πέντρο προκαλούσε την δύναμη μου. Ο Ρίκο ανέλαβε την δολοφονία. Το πλήθος στην κηδεία του Πέντρο ήταν τεράστιο αλλά είχαμε πετύχει τον στόχο μας. Για χρόνια δεν υπήρξε ισάξιος αντίπαλος να μας αντισταθεί. Το παράδειγμα της αντίστασης του όμως επιβίωσε και μια μέρα, εξαιτίας εκείνου του μαρτυρικού θανάτου, ότι κατάλοιπο είχε αφήσει η παρουσία μου στο Ρίο θα εξολοθρευόταν τελειωτικά. Το σκέφτηκα αρκετά αν έπρεπε να συμπεριλάβω αυτό το επεισόδιο στην αφήγηση μου αλλά δεν μου αξίζει να καλύψω αυτή την ντροπή, δεν αξίζει να ξεχαστεί έτσι το όνομα του Πέντρο Αλβαράδο. Δεν πλάγιαζα πλέον με τα κορίτσια που δούλευαν για μένα. Η ακόλαστη φύση μου μεταλλασσόταν. Είχα τα περιοδικά και την τηλεόραση στην διάθεση μου να διαλέγω αυτές που τραβούσαν την προσοχή μου. Είχα αποκτήσει ένα πάθος για τηλεοπτικές σταρ και μοντέλα. Ήταν φυσικά πιο δύσκολο να έχω επιτυχίες αλλά δεν βίαζα το αποτέλεσμα. Το κυνήγι και η εκάστοτε αποτυχία νοστίμιζαν περισσότερο το γεύμα, είχαν γίνει το βίτσιο μου. Η προσέγγιση γινόταν πάντα με λουλούδια και δώρα, δεν επιχειρούσα ποτέ να πουλήσω την βαριά μου ταυτότητα για να πετύχω κάποιον στόχο, όσο και να το ποθούσα. Παρόλα αυτά όμως κέρδιζα συχνά τον στόχο μου. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι ακόμα και για διασημότητες και κάποιος πλούσιος θαυμαστής ήταν το ποθούμενο από πολλές κοπέλες στον κόσμο του θεάματος. Μια μέρα πρόσεξα μια όμορφη κοπέλα, μια ανερχόμενη σταρλετίτσα σε κάποια ντόπια σαπουνόπερα, την Μαρία Αρόγιο. Εκδήλωσα το ενδιαφέρον μου στον Ρίκο και εκείνος υποσχέθηκε να το φροντίσει μια και είχε πλέον αναλάβει και τα καθήκοντα που είχε παλιά ο Τσόλο. Η πρώτη προσέγγιση ακολουθούσε πάντα την ίδια συνταγή και αυτά τα πράγματα έπαιρναν συνήθως καιρό. Όταν όμως κύλησε αρκετός χρόνος χωρίς να έχω νέα άρχισα να το υπενθυμίζω συχνά στον Ρίκο. Μου απαντούσε πως η κοπέλα έκαμνε την δύσκολη και πως θα έπαιρνε λίγο παραπάνω. Όταν κάποια στιγμή μου ανέφερε πως η Μαρία είχε ήδη δεσμό του είπα να το ξεχάσει, αυτό το πουλί δεν θα το πιάναμε. Αργότερα, κάποιοι που προφανώς δεν χώνευαν τον Ρίκο άρχισαν να σπέρνουν λόγια εναντίον του και εκπλάγηκα που τον διέβαλλαν μπροστά μου ενώ ήξεραν το δέσιμο που είχα με τον νέο. Στο τέλος μου ήρθαν με φωτογραφίες σαν πειστήρια. Ο Ρίκο που μέχρι τότε μιμούνταν εμένα στην έκλυτη ζωή, είχε ξαφνικά μια σταθερή σχέση με κοπέλα που ήταν φυσικά η Μαρία Αρόγιο. Δεν θυμάμαι αν μου είπε κανείς πως οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι, δεν θυμάμαι αν κατάλαβα από μόνος μου πόσο ερωτευμένος ήταν, εγώ που τον ήξερα τόσο καλά. Μάλλον διάλεξα να το αγνοήσω. Εξοργίστηκα, ζήλεψα, έσπασα έπιπλα. Το παλιόπαιδο με είχε κοροϊδέψει, εμένα! Είχα λυσσάξει να τον κάνω να το πληρώσει, να το μετανιώσει. Έστειλα τον Ρίκο σε μια δουλειά εκτός πόλεως και προσέγγισα την Μαρία Αρόγιο με όλη μου την αυτοκρατορική ταυτότητα. Δεν ήξερε για ποιόν εργαζόταν ο Ρίκο, έτρεμε σαν το φύλλο όταν την έφεραν μπροστά μου. Την έφερα στο κρεβάτι μου ένα βράδυ αλλά δεν είμαι σίγουρος αν κάναμε πραγματικά έρωτα. Δεν είχα καμία αίσθηση στο κορμί μου και σίγουρα δεν άντλησα καμία ευχαρίστηση από την πράξη. Εκείνη, παγιδευμένη στον τρόμο που της επέβαλα, ήταν το δίχως άλλο μουδιασμένη πέρα από κάθε συνείδηση αυτού που υπέστη. Το βιντεοσκόπησα όμως και αργότερα έπαιξα την ταινία στον Ρίκο. Ο νέος δεν είπε τίποτα στην αρχή, παρακολούθησε την οθόνη παγωμένος μέχρι που λύγισε, έπεσε στο πάτωμα σφαδάζοντας από αναφιλητά. Βογκούσε, ούρλιαζε σαν τρελός. «Θέλω να πεθάνεις! Θέλω να σε σκοτώσω! Να σε σκοτώσω!» φώναζε ξέροντας πως δεν μπορούσε. Κάλεσα τους φρουρούς να τον βγάλουν έξω. Το ζήτημα δεν συζητήθηκε ποτέ ξανά μεταξύ μας, ο Ρίκο συνέχισε να δουλεύει στο πλευρό μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Η «παρέα» που κάναμε μαζί διακόπηκε και τα καθήκοντα του περιορίστηκαν σε ζητήματα ασφάλειας και μόνο. Δεν διέκρινα ξανά ίχνος πάθους στο πρόσωπο του. Έμαθα πως μετά πήγε και την βρήκε, κατέληξαν σε ένα απόμερο εκκλησάκι και παντρεύτηκαν, την αγαπούσε τόσο και θα ήταν η γυναίκα του για όσο το θυμάμαι. 13. Τρία χρόνια αργότερα είχα ένα απότομο ξύπνημα, κυριολεκτικά όμως. Είκοσι άγνωστοι άντρες βρέθηκαν πάνω από το κρεβάτι μου να με ακινητοποιούν βίαια. Πέρασαν στα μπράτσα, στα χέρια και τα πόδια μου σιδερένια δεσμά, με σήκωσαν στους ώμους τους και με έβγαλαν έξω. Φώναζα αλλά άδικα. Πρόσεξα στους διαδρόμους μερικούς από τους προσωπικούς μου φρουρούς, κείτονταν στο δάπεδο με τα λαρύγγια τους κομμένα. Η υπόλοιπη βίλα ήταν έρημη με όλο το υπηρετικό προσωπικό εξαφανισμένο. Ηρέμισα γρήγορα και έπαψα να φωνάζω, δεν τους φοβόμουν, δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα. Με φόρτωσαν σε ένα φορτηγάκι και βρεθήκαμε γρήγορα στο λιμάνι. Όλη η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί προσεχτικά. Με κατέβασαν σε ένα αλιευτικό το οποίο ξεκίνησε με το που πατήσαμε την κουπαστή του. Κοίταξα πίσω στην αποβάθρα και είδα τον Ρίκο να στέκεται εκεί και να παρακολουθεί, ίσως ατάραχος ή ίσως, όπως θα ήθελα να πιστεύω, με δάκρυα στα μάτια. «Φρόντισε τα κορίτσια» του φώναξα. Σε λίγο εμφανίστηκαν έξι ηλικιωμένες γυναίκες στο κατάστρωμα, οι αδελφές του Τσόλο. Έσφαξαν από έναν κόκορα η κάθε μία και σχημάτισαν με το αίμα έναν κόκκινο κύκλο γύρω μου. Έψελναν και κραύγαζαν περίεργες και ακατανόητες δοξασίες. Εγώ που μπορούσα να καταλάβω και να μιλώ όλες τις γλώσσες του σύμπαντος δεν είχα ιδέα τι έλεγαν εκείνα τα λόγια. Στην μέση του κύκλου γέμισαν έναν μεταλλικό κάδο με υγρό τσιμέντο στο οποίο με βύθισαν όρθιο, σχεδόν μέχρι τα γόνατα. Το υλικό στέγνωσε γρήγορα παγιδεύοντας με σφιχτά. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα τον σκοπό τους και ήξερα πως κατά κάποιον τρόπο όντως κινδύνευα. Σε λίγο περνούσαμε κάτω από τον Ζαχαρόψωμο βράχο και συνεχίζαμε για ακόμα πιο ανοιχτά. Αναρωτήθηκα αν ο Ατλαντικός είχε καλύτερη γεύση από τον Ειρηνικό και άρχισα να γελάω. Η αντίδραση μου φαίνεται να τους τρόμαξε. Άρχισαν να φτύνουν κατάρες εναντίον μου και ένας μαυριδερός άντρας πετάχτηκε από πίσω μου και επιχείρησε να μου κόψει τον λαιμό. Όταν είδαν πως αυτό ήταν αδύνατον τους κατέβαλε μεγαλύτερος τρόμος. Οι επικλήσεις τους έγιναν πιο έντονες, πιο μανιασμένες. Το αλιευτικό σταμάτησε όταν ο Πάο ντε Ασούκαρ έγινε μια θαμπή κουκίδα πάνω στην γραμμή του υγρού ορίζοντα. Τίποτα άλλο δεν ήταν ορατό ολόγυρα μας. Δέκα άντρες ήρθαν και με σήκωσαν από την βάση και με κουβάλησαν προς το νερό. Γύρισα και κοίταξα τις έξι γυναίκες που με παρακολουθούσαν έντρομες. «Την μέρα που θα πεθάνετε θα έρθω να σας πάρω» είπα. Ήταν η καλύτερη ατάκα που μπορούσα να σκεφτώ και η έκφραση τους όταν με άκουσαν ήταν η καλύτερη ανταμοιβή που μπορούσα να ελπίζω. Μετά, ένα ξαφνικό σπρώξιμο και το φως της ημέρας χάθηκε απότομα μέσα σε μια υγρή δίνη. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το βύθισμα, έμοιαζε ατελείωτο, τελικά προσγειώθηκα σκληρά σε μια επίπεδη και αμμώδη έκταση. Το φως της ημέρας ήταν αμυδρό και η επιφάνεια του ωκεανού αν και μακρινή ήταν ορατή σαν μια αχνή ασημένια ανταύγεια. Ζήτημα ήταν αν μπορούσα να δω δύο μέτρα στην κάθε κατεύθυνση γύρω μου. Και δεν είχα ιδέα προς τα που ήταν η ξηρά. Έμεινα ακίνητος για αρκετό διάστημα σκεπτόμενος τι να κάνω, τι μπορούσα να κάνω. Τα δεσμά μου δεν μπορούσα να τα σπάσω. Το τσιμέντο είχε δέσει σκληρά γύρω από τα πόδια μου και αν ακόμα κατάφερνα να βρω μια πέτρα στον βυθό δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να το ραγίσω με αυτή. Μετά από κάποιον κόπο κατάφερα να ανατρέψω το τσιμέντο και να πέσω φαρδύς πλατύς πάνω στην άμμο. Ήθελα να δω αν μπορούσα να συρθώ έτσι όπως ήμουν. Χρησιμοποιώντας τα χέρια μου για να τραβιέμαι και να μαζεύω με διπλάσιο κόπο τα γόνατα μου και μετά να σπρώχνω κατάφερα να συρθώ ένα μέτρο μέσα σε δέκα λεπτά. Δεν κουράστηκα βέβαια αλλά ήταν μια κενή προσπάθεια. Όχι μόνο δεν θα έφτανα έτσι πουθενά, ούτε σε εκατό χρόνια, αλλά δεν ήξερα και προς τα πού να κατευθυνθώ. Μετά από μια τιτάνια προσπάθεια κατάφερα να σταθώ πάλι όρθιος. Σύντομα ήρθε και η νύχτα και σκοτείνιασε το σύμπαν γύρω μου. Είχε τελειώσει, κατά κάποιο τρόπο αυτό ήταν το τέλος μου. Κάπου βαθιά μέσα μου ήμουν ανακουφισμένος, αυτή ήταν η κόλαση που μου άξιζε. Είχα όλον τον καιρό στην διάθεση μου να αναλογιστώ την ζωή μου αλλά δεν νόμιζα πως μπορούσα να αντέξω για πολύ εκείνη την ενδοσκόπηση. Αισθανόμουν ζωντανές μνήμες να με κυκλώνουν, φαντάσματα καλών ανθρώπων που γνώρισα στο ταξίδι μου, ήταν και η Φεν εκεί, ήξεραν όλες τις φριχτές πράξεις που είχα διαπράξει και δεν άντεχα να τους αντιμετωπίσω. Όσο και να ακούγεται περίεργο, έκλαιγα στον βυθό του ωκεανού. Είχε έρθει ο καιρός να πέσω σε αιώνιο, παντοτινό ύπνο και αυτή τη φορά θα το έπραττα σωστά. Δεν θα καθόριζα την διάρκεια του ύπνου, θα παραδιδόμουν στον Μορφέα κανονικά, ατελείωτα. Ήταν και αυτό μια μορφή θανάτου με τους εφιάλτες που με περίμεναν σαν μια δίκαιη τιμωρία. Με το που το σκέφτηκα χάθηκα αμέσως στη λήθη. Τέλος Δεύτερου Μέρους Edited May 30, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.