Jump to content

Κόμπες ο Ντερλικοτής-2


Naroualis

Recommended Posts

ΙΓ.

 

Κοιμήθηκε αρκετά, ίσως περισσότερο απ’ όσο θα ‘θελε. Όταν ξύπνησε ξυρίστηκε με το στιλέτο του, χωρίς να τον ενοχλεί η έλλειψη κάποιου αντικειμένου να καθρεφτιστεί. Όταν τελείωσε χτένισε με το χέρι του τα μαλλιά του –όλα τα μαλλιά του, ακόμη κι εκείνα που ήταν πολύ σγουρά για να στρώσουν- κι ίσιωσε με ένα σαλιωμένο δάχτυλο τα φρύδια του. Ένα ξόρκι που υπήρχε στο αριστερό του γόνατο, πήρε κι αυτό μια πορεία όπως και η λέξη «νερό», μόνο που το ξόρκι στο γόνατο είχε να κάνει με την ευχάριστη αναπνοή και την εξουδετέρωση της πρασίλας.

 

Έτσι ετοιμοπόλεμος, διέσχισε την απόσταση που τον χώριζε από την πύλη του παλατιού και μπήκε μέσα θρασύτατα. Το εσωτερικό του παλατιού ήταν τόσο ροζ όσο και το εξωτερικό. Ροζ γρανίτης, μαργαριτάρια και μεγάλες πλάκες από ροδοχαλαζία πυργώνονταν πάνω από το κεφάλι του κλέφτη. Τα πατώματα ήταν σκεπασμένα με ροζ μεταξωτά χαλιά κι οι δάδες που φώτιζαν το χώρο κρύβονταν σε ροζ φαναράκια. Δεν περίμενε να συναντήσει τους υπηρέτες της θεάς, τους περίφημους Γουρουνοκέφαλους Μυθομανείς, γιατί ήξερε ότι εκείνη είχε κατέβει στα Υπόγεια Ποτάμια μόνη. Ο μόνος άλλος κάτοικος του παλατιού ήταν Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο, ένα διεστραμμένο ξωτικό που κάθε τόσο κατάπινε μεταλλικά αντικείμενα, προς ανάμνηση κάποιου θλιβερού γεγονότος στη φυλή του.

 

Κάποια στιγμή έφτασε ως τ’ αυτιά του Κόμπες ένα μεταλλικό κουδούνισμα και μια γυναικεία θυμωμένη φωνή. Ακολούθησε ολιγόλεπτη ησυχία και μετά ξανά δεύτερο μεταλλικό κουδούνισμα, δεύτερο ξέσπασμα της γυναικείας φωνής κι ακόμη μια φωνή, αντρική, που μούγκρισε κάτι σαν «κ’ ‘γ’ τ’ ν’ κ’ν’;» Δεν έκατσε να το σκεφτεί περισσότερο, ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι εκτός από την Κον-Γρουξ-Μπέι, τη θεά των γουρουνιών κι Εκείνον Που Έφαγε Το Σκήπτρο, το ξωτικό-φύλακά της; Τα βήματά του τον έφεραν σ’ ένα τεράστιο υπνοδωμάτιο και πριν προλάβει να φέρει αντιρρήσεις στον εαυτό του, μπούκαρε αυθάδικα στο μπουντουάρ της θεάς.

 

Το σκηνικό ήταν εντυπωσιακότατο, άλλωστε εκτός από το παλάτι του μακάριου θεού των βάλτων –που ως γνωστόν έχει μείνει μόνιμα στην διανοητική ηλικία των τεσσάρων ετών- όλα τα Παλάτια των Αθανάτων είναι αντάξια των θεϊκών ενοίκων τους. Η Κον-Γρουξ-Μπέι είχε διαλέξει να στήσει την κάμαρή της πάνω ακριβώς από τον Ποταμό της Μαγγανείας, αντικαθιστώντας το ροζ γρανίτη του πατώματος με διάφανο κρύσταλλο. Το δωμάτιο φωτιζόταν από τη ροδακινί ακτινοβολία του μαγικού ρεύματος δίνοντας σε όλα τα αντικείμενα μια χρυσορόδινη λάμψη, και στην εικόνα που έβλεπε ο Κόμπες μπροστά του παραμυθένια αίγλη.

 

Γύρω-γύρω οι τοίχοι του δωματίου ήταν γεμάτοι ράφια και σε κάθε ράφι στοιβάζονταν χιλιάδες πορσελάνινα αγαλματίδια γουρουνιών, όχι μεγαλύτερα από μια παλάμη. Κάποια ήταν ρεαλιστικά και έδειχναν τα ζώα σε διάφορες σκηνές της ζωής τους, όπως και τα υπερφυσικά αγάλματα στο εξωτερικό του παλατιού. Υπήρχαν όμως κι άλλα αγαλματίδια, που έδειχναν τα γουρουνάκια να ζουν ανθρώπινες ζωές και να έχουν ανθρώπινες αντιδράσεις, σαν καρικατούρες αντρών και γυναικών. Κάποια έδειχναν τα γουρούνια να τρώνε, να χτενίζονται ή να ντύνονται. Άλλα παρίσταναν επαγγέλματα, το γουρούνι-δάσκαλος, το γουρούνι-ταβερνιάρης, το γουρούνι-μάγος, το γουρούνι-στρατιώτης. Κι ένας μεγάλος αριθμός παρίστανε ζευγάρια (ή και τριπλέτες και κουαρτέτα) γουρουνιών σε ερωτικές στάσεις που ένα γουρούνι δε θα καταδεχόταν να δοκιμάσει ποτέ.

 

Η θεά ήταν ξαπλωμένη σε ένα τεράστιο στρογγυλό στρώμα, σκεπασμένο μαξιλάρες από ροζ βελούδο και σεντόνια από ροζ σατέν. Τα μαλλιά της ήταν καστανά και τα μικρά της μάτια κατάμαυρα, αλλά είχαν μια παράξενη γλυκύτητα, μια ραθυμία, που έσπαγε τη μαυρίλα τους σε πιο ευχάριστες αποχρώσεις. Ήταν άσπρη, κάτασπρη, τόσο άσπρη που καταντούσε ροζ και τα μάγουλά της ήταν ροδαλά, σαν έφηβη που κάποιος της λέει πρόστυχα ανέκδοτα. Η θεά είχε τραβήξει τα σεντόνια της ως τον αφαλό της κι έτσι ο Κόμπες μπορούσε να απολαύσει τη θέα του γυμνού της στήθους, με τις τριανταφυλλί ρώγες του να του κάνουν ακαταμάχητα νοήματα. Το μόνο μη-λαχταριστό πάνω στην Κον-Γρουξ-Μπέι ήταν τα δυο ροζ αυτάκια της, που ξεπετάγονταν από την κορυφή του κεφαλιού της, ανάμεσα στις καστανές της μπούκλες, με τις μυτερές τους άκρες πεσμένες, όπως τα αυτιά των περισσότερων γουρουνιών. Κι υπήρχε και κάτι άλλο μη-λαχταριστό επάνω της, αλλά τα σεντόνια δεν άφηναν τον Κόμπες να το δει. (Και τελικά ήταν όντως μη-λαχταριστά τα ροζ χαριτωμένα αυτάκια της; Κάποιοι θεοί την κοιτούσαν με περισσότερο ενδιαφέρον για τα αυτάκια της αυτά…)

 

Απέναντι από τη θεά, γονατιστό πάνω σ’ ένα ανάκλιντρο στα πόδια του κρεβατιού της κι ολόγυμνο κι αυτό, ήταν το ξωτικό με το παρατσούκλι Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χ’ν’μ’ς, που στην κοινή γλώσσα των εμπόρων θα προφερόταν περίπου Χαναμές, με το «σ» παχύ. Ήταν ένα κλασσικό ξωτικό, καλοκαμωμένο και σπαθάτο, με μεγάλο κεφάλι και κάπως φουσκωτή κοιλίτσα, σαν υπερφυσικό αγοράκι τριών ετών. Ήταν γυμνό και στο σημείο όπου τα περισσότερα πλάσματα έχουν το στομάχι τους, το δέρμα του τεντωνόταν, σαν να είχε καταπιεί κάτι μυτερό. Η σάρκα του ήταν σχεδόν διάφανη, τα δάχτυλά του λεπτά και πολύ μακρυά και το πρόσωπό του παραμορφωμένο από μια έκφραση αγανάκτησης.

 

-Τι θα πει «κι εγώ τι να κάνω»; Είπε η θεά με αυστηρότητα στη γλώσσα των αθανάτων. Να βρεις έναν άλλο τρόπο. Άσε που τόσον καιρό δεν έχεις βελτιωθεί καθόλου, αλλά κι αυτό το πράγμα με τα μεταλλικά πρέπει να τελειώνει καμμιά φορά. Δε θα με ξεκοιλιάζεις κάθε φορά για να τιμάς τους προγόνους σου. Και στο κάτω κάτω, είμαι θεά και μια από τις κόρες του Ύψιστου Μαραμπά-Τιράμπ. Μπορώ να σε διατάξω να μην το κάνεις και θα με υπακούσεις, θες δε θες.

 

Το ξωτικό γρύλισε έξαλλο κι η φωνή του ήταν τόσο παράταιρη με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του που ο Κόμπες ίσα πρόλαβε να κρατηθεί να μη γελάσει.

 

-Μ’ρ’ τ’ μ’ς λ’ς! Έκανε με τρία τέταρτα θυμό κι ένα τέταρτο ειρωνεία. ‘σ’ μ’ ‘δ’σ’ς ν’ κ’τ’π’’ τ’ Σκ’πτρ’ σ’, γ’ π’ρ’σσ’τ’ρ’ ‘σφ’λ’’. ‘σ’ φτ’ς π’ δ’ μπ’ρ’μ’ ν’ τ’ κ’ν’μ’ τ’ρ’.

 

Πράγμα που μεταφράζεται από τη γλώσσα των ξωτικών ως: «Μωρέ τι μας λες! Εσύ μου έδωσες να καταπιώ το Σκήπτρο σου, για περισσότερη ασφάλεια. Εσύ φταις που δε μπορούμε να το κάνουμε τώρα.» Τα μάτια της θεάς γυάλισαν κι η γυαλάδα του θύμισε στον κλέφτη τη γυαλάδα στα μάτια των γουρουνιών όταν τα πηγαίνουν στον δημόσιο σφαγέα.

 

-Χαναμές, θα σε μεταμορφώσω σε γιγάντιο βελανίδι και θα σε δώσω στους Μυθομανείς μου, για να μη σε φάω εγώ και σπάσω τη δίαιτά μου. Υποτίθεται ότι είσαι ο φύλακάς μου, υποτίθεται ότι πρέπει να με βοηθάς να χάσω βάρος. Πώς να κάψω τα περιττά λίπη χωρίς σωματική άσκηση;

 

-Κ’ ‘ν’ ‘π’ρ’τ’τ’ ν’ ‘σκ’θ’ς μ’ ‘φτ’ν τ’ν τρ’π’; Παραπονέθηκε μελάτα το ξωτικό. Δ’ μπ’ρ’ς ν’ κ’ν’ς ‘λλ’ ‘δ’ς ‘σκ’σ’;

 

(«Και είναι απαραίτητο ν’ ασκηθείς μ’ αυτόν τον τρόπο; Δε μπορείς να κάνεις άλλου είδους άσκηση;»)

 

-Ε, το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ή μήπως με θεωρείς τόσο χοντρή που δε θες να μου το κάνεις;

 

Α, την άθλια. Αυτή δεν ήταν ερώτηση να την απαντήσεις, αυτή ήταν μπάλα κεφαλοθραύστη να την αποφύγεις. Πιθανότατα αυτός να ήταν ένας καυγάς που διαιωνιζόταν, γιατί το ξωτικό ήταν προετοιμασμένο για κάθε αντίδραση της θεάς. Και ευτυχώς μετά από εφτακόσια χρόνια (ή εξακόσια ενενήντα ένα χρόνια, δέκα μήνες και δύο εβδομάδες, αν πιστέψουμε τον Ξι και τον Ξι) Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο φάνηκε πως είχε αναπτύξει την ικανότητα να αποφεύγει τον εκάστοτε κεφαλοθραύστη.

 

-Ν’ μ’ σ’γχ’ρ’ ‘ χ’ρ’ σ’, ‘λλ’ δ’ν ‘κ’ν’ ‘γ’ π’σ’ ‘π’ψ’. ‘σ’ μ’ ‘δ’ξ’ς κ’ «μ’, Χ’ν’μ’ς, μ’ π’ν’ς, Χ’ν’μ’ς, κ’ν’ λ’γ’ π’ ‘τσ’, Χ’ν’μ’ς…»

 

(«Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά δεν έκανα εγώ πίσω απόψε. Εσύ με έδιωξες και ‘μη, Χαναμές, με πονάς, Χαναμές, κάνε λίγο πιο έτσι, Χαναμές…’»)

 

-Ε και τι; Να σ’ αφήσω να μου χώσεις το Σκήπτρο στην κοιλιά; Δεν ξέρω τι θα κάνεις, βρες μια άλλη στάση να πηδιόμαστε γιατί σε βλέπω βελανίδι. Ώριμο και ζουμερό.

 

Ο Κόμπες αποφάσισε ότι ήταν ώρα να επέμβει, πριν Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο βρει μια λύση κι αρχίσει να την εφαρμόζει. Ξερόβηξε διακριτικά και περίμενε το παράξενο ζευγάρι να συνέλθει από την έκπληξη.

 

-Ε, δεν το πιστεύω! Έκανε η θεά. Ένας άνθρωπος! Εδώ κάτω; Και μάλιστα…

 

Τα μάτια της ξαναγυάλισαν κι ο κλέφτης δεν ήξερε αν αυτό ήταν καλό σημάδι. Λύγισε το γόνατό του και προσκύνησε, όπως ήξερε ότι έπρεπε να προσκυνήσει. Αυτό μπορεί να έμοιαζε με ευλάβεια, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλά ένα αμήχανα προληπτικό μέτρο. Τα γυαλιστερά μάτια της θεάς είχαν καρφωθεί στα αρρενωπότερα των προσόντων του Κόμπες, που μετά τη Φρικτή Τερατωδία απολάμβαναν μια ρέμπελη ελευθερία από κάθε είδους ρουχισμό. Και δεν ήταν ακόμη ώρα για τέτοια.

 

-…ένας προστατευόμενος του… του… του…

 

-Του Βυζβόρουν;

 

Η Κον-Γρουξ-Μπέι γύρισε το βλέμμα της σ’ ένα από τα πορσελάνινα αγαλματίδια κι εκείνο τινάχτηκε στον αέρα, διέγραψε μια τροχιά που ένωνε τη μια άκρη του δωματίου με την άλλη και τσακίστηκε σε χίλια κομμάτια πάνω στο γρανιτένιο τοίχο. «Α ρε Πετρεξού, μαλακοσβούρη, εσύ και τα ηλίθια τα συμπεράσματά σου! Δε θα σε δυσκολέψει… Αυτή είναι έτοιμη να με φάει ζωντανό…»

 

Η θεά έμοιαζε να ηρεμεί για λίγο. Δεν έκανε τον κόπο να σκεπαστεί. Η γύμνια της την άφηνε εντελώς αδιάφορη. Αυτό ήταν ένα από τα συνήθεια των αθανάτων και μάλιστα των θεαινών: Επιδείκνυαν τα κάλλη τους ασύστολα σε θεούς και θνητούς, χούφτωναν και χουφτώνονταν και κυλιόνταν σε μυρωμένα ή βρώμια κρεβάτια με τα κατώτερα των πλασμάτων. Δεν ήταν κάτι σπάνιο να δεις θεϊκό βυζάκι, ούτε να κοιμηθείς σε θεϊκό κρεβάτι. Βάρδα μόνο μην πετύχαινες θεά την ώρα που έπαιρνε το μπάνιο της. Για λόγους πέρα από κάθε λογική ή παραλογισμό, θα το θεωρούσε προσβολή και θα σε τιμωρούσε ανάλογα, ακόμη κι αν πριν λίγες στιγμές έβγαζε τα μάτια της μαζί σου στις γούνες και τα μεταξωτά ή στις μολόχες και τα χαμομήλια.

 

Το ξωτικό είχε ένα απίστευτα σαστισμένο βλέμμα, αλλά ούτε και γι’ αυτό έδειξε να ενδιαφέρεται η θεά.

 

-Και τι θέλει στο παλάτι της Κον-Γρουξ-Μπέι ένας προστατευόμενος του… του… του…

 

-Του Βυζβόρουν; Ξανάπε ο κλέφτης.

 

Δεύτερο πορσελάνινο αγαλματίδιο πέταξε από το ράφι του κι έσκασε -επίσης σε χίλια κομμάτια- στον απέναντι τοίχο. Ο Κόμπες βρήκε τα ξεσπάσματά της πολύ του γούστου του, αν και κάπως παρακινδυνευμένα, όσον αφορά τη σωματική του ακεραιότητα. Σηκώθηκε όρθιος, για να την αφήσει να ρίξει άλλη μια ματιά σ’ ό,τι πολυτιμότερο είχε.

 

Το κόλπο έπιασε. Η θεά επικεντρώθηκε σε αυτό που ο θνητός ήθελε να την επικεντρώσει. Με το λεπτό, κάτασπρο χέρι της χάιδεψε ασυναίσθητα μια από τις μπούκλες της, παίζοντας αφηρημένη με τις άκρες των μαλλιών. Επιπλέον, για καλή τύχη του Κόμπες, τα πατσουλιά της Μπιτ-Υ-Μπιτ που τον είχε πασαλείψει ο μάγος του, εδέησαν να φτάσουν ως τη ροζ ανασηκωμένη μυτούλα της θεάς. Τα μικρά στρογγυλά ρουθούνια της έπαιξαν ευχαριστημένα κι ο κλέφτης το πήρε για καλό οιωνό. Η νέα τροπή των γεγονότων έφερε νέα τροπή των γεγονότων: Το ξωτικό συνήλθε από την έκπληξή του κι έκανε με βαριά φωνή:

 

-Τ’ τ’ν θ’λ’μ’ ‘φτ’ν τ’ν π’λ’κ’ρ’; Στ’λ’ τ’ν στ’ γ’ρ’ν’.

 

(«Τι τον θέλουμε αυτόν τον παλικαρά; Στείλ’ τον στα γουρούνια.»)

 

-Μπα; Αναρωτήθηκε με δηλητηριώδες χαμόγελο ο κλέφτης. Ζηλεύουμε; Ζηλεύουμε;

 

Το σχόλιο ήταν μάλλον ατυχές καθώς όπως ξέρουν πολύ καλά οι γυναίκες όλου του κόσμου, τα ξωτικά είναι εξαιρετικά προνομιούχα σε σχέση με τα υπόλοιπα υπερφυσικά ή μη πλάσματα, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο που ενδιαφέρει όλες τις γυναίκες του κόσμου. Το κακό για Εκείνον Που Έφαγε Το Σκήπτρο ήταν ότι μετά από εφτακόσια ολόκληρα χρόνια, μια αλλαγή, ακόμη και προς το χειρότερο, επιβάλλεται στη σεξουαλική δίαιτα κάθε γυναίκας, ειδικά όταν αυτή είναι μια από τις κόρες του Ύψιστου Μαραμπά-Τιράμπ, που δεν είχε αφήσει φούστα για φούστα απείραχτη –κι είχε κληροδοτήσει τα χούγια του στις κορούλες του. Κι εξίσου κακό για το ξωτικό ήταν ότι σαν αρσενικό αυτό το τελευταίο δε μπορούσε να το καταλάβει.

 

-Ώστε έτσι ε; Έκανε η θεά. Να τον στείλω στα γουρούνια, Χαναμές, παιδί μου; Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, γιατί να τον στείλω στα γουρούνια; Μήπως όντως ζηλεύεις; Μήπως έχει δίκιο ο… Ποιο είναι τ’ όνομά σου, προστατευόμενε του ακατονόμαστου;

 

-Κόμπες, Κυρία. Κόμπες ο Ντερλικοτής. Ήρθα να ζητήσω κάτι από τη χάρη σας.

 

Η θεά μισόκλεισε τα μάτια της, ζυγίζοντας τον θνητό.

 

-Ώστε Κόμπες… Ντερλικοτής… Και προστατευόμενος του ακατονόμαστου...

 

Ο κλέφτης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί ένα γύρο, με το ύφος ενός ανθρώπου που έχει διαλέξει το λιγότερο κακό ανάμεσα σε πολύ χειρότερες επιλογές.

 

-Ναι, ξέρω, έκανε. Αλλά όλοι οι κάτοικοι του Σενίμ-Σοριέν πρέπει να προστατεύονται από κάποιον αθάνατο. Αλλιώς δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν τόσο κοντά στο Λημέρι των Δράκων. Με συμπάθιο κιόλας, αλλά οι δράκοι είναι κομματάκι τζαναμπέτηδες. Μπορούν να γίνουν πολύ κακοί αν το θέλουν.

 

Η θεά γέλασε ένα κρυστάλλινο γελάκι, που έκανε το κάτασπρο στήθος της να τραντάζεται ερεθιστικά. Ο Κόμπες προσπάθησε να μην κοιτάξει, αλλά δεν τα κατάφερε.

 

-Δεν έχεις και πολύ άδικο…, είπε εύθυμα η θεά. Οι δράκοι είναι δύσκολοι για συγκάτοικοι και ακόμη πιο δύσκολοι για γείτονες. Τέλος πάντων, άκου πώς έχουν τα πράγματα. Αν μπορέσεις να μου αποδείξεις ότι εκτός από την ευλογία του ακατονόμαστου αξίζεις και την ευλογία του Ουλούμ-Ουλιούμ, τότε θα σου κάνω τη χάρη που θες.

 

«Πίπες θα κάνεις,» σκέφτηκε ο κλέφτης. «Αφού για να πάρω το Διαμαντοτέτοιο σου, πρέπει να με περάσεις από άλλες δοκιμασίες. Άλλα άντε, θα στην κάνω τη χάρη αυτή…»

 

-Δε θα απογοητεύσω το θεό της μάχης, είπε αντί για «ναι».

Link to comment
Share on other sites

Ριζον φορ εντιτ: εκμεταλλεύομαι το λανθασμένο ποστ για να ποστάρω το επόμενο κεφάλαιο.

 

ΙΔ.

 

Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο κοίταζε μια τον έναν μια την άλλη σαστισμένος. Προφανώς είχε καταλάβει ότι η κατάσταση ξέφευγε από τα χέρια του κι είχε αρκετό μυαλό για να φανταστεί πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Βέβαια δεν είχε και πολλές επιλογές, παρά μόνο να υπακούσει στις διαταγές της θεάς. Κάποια στιγμή το βλέμμα του στάθηκε πάνω της παρακλητικά, αλλά εκείνη γι’ άλλη μια φορά δεν έδωσε σημασία κι είπε:

 

-Ωραία λοιπόν. Χωρίς όπλα. Και χωρίς καμμιά βοήθεια από κανέναν θεό.

 

-Μόνο μισό λεπτό, να βγάλω τα φυλαχτά μου, είπε ο κλέφτης.

 

Τράβηξε τα Πρασοβάρελα, που κρέμονταν από τα κορδόνια τους στο λαιμό του και τ’ άφησε στα πόδια της. Η κίνησή του ήταν μάλλον μελετημένη, γιατί έφερε το αποτέλεσμα που ήθελε: Η Κον-Γρουξ-Μπέι καταδέχτηκε ν’ ανασηκωθεί και να τα περιεργαστεί.

 

-Μπα! Έκανε. Ένα απείραχτο μικρό Πρασοβάρελο. Κρύβεις κάτι μέσα του, μικρέ μου θνητέ;

 

-Α, τίποτε σπουδαίο, Κυρία. Το Εκατέλι. Το χτύπησα κατά λάθος με μια Σαγηνευτική Σμικρυντική Σιαγόνα Σκουληκαντέρας και δεν ήθελα να το αφήσω έτσι μικροσκοπικό, δίπλα στο Παρδαλό Τρολ. Μπορεί να του έκανε κακό.

 

-Α, μα τώρα δεν υπάρχει φόβος να πάθει κάτι. Για να το ξανακάνουμε όπως πρώτα…

 

Η θεά άνοιξε το μικρό Πρασοβάρελο, έβγαλε από μέσα το ροζ πλάσμα, μικρό όσο ένας κόκκος ρυζιού, το κράτησε στη χούφτα της και φύσηξε πάνω του τη θεϊκή πνοή της, σμίγοντας τα χείλια της σε ένα μικροσκοπικό «ου». Ύστερα το απίθωσε πλάι της, πάνω σε μια δίπλα του ροζ σατέν σεντονιού. Μια γαλαζωπή λάμψη φάνηκε να βγαίνει από το πλάσμα, ίσα που έσπαγε το ροδακινί του δωματίου, αλλά λίγο-λίγο η λάμψη αυτή άρχισε να μεγαλώνει και γίνεται ανυπόφορη για τα μάτια. Ο Κόμπες έβαλε το χέρια του στο πρόσωπό του, να προστατέψει την όρασή του, ενώ το ξωτικό γελούσε χαιρέκακα. Τα ξωτικά δεν έχουν ευαισθησίες στα μάτια, για λόγους που άπτονταν της ιστορίας της φυλής τους.

 

Στιγμές αργότερα η λάμψη έσβησε αργά. Πίσω της, ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι της θεά των γουρουνιών, άφησε το παράδοξο πλάσμα Εκατέλι, να τρίβει το σαγόνι του.

 

-Η βαρβαρότητα είναι ένα υποτιμημένο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φυλής, έκανε το πλάσμα, σα να συνέχιζε μια συζήτηση που είχε αναιδώς διακοπεί. Όλα όσα ο Ύψιστος Μαραμπά-Τιράμπ έχει δημιουργήσει κατά καιρούς έχουν υποστεί αυτήν τη βαρβαρότητα, αλλά πάντοτε υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Κι όμως εσύ, καλέ μου φίλε, ξεπερνάς μερικές φορές τη μέση βαρβαρότητα. Οι πράξεις σου δε συμβαδίζουν πάντα με τις προθέσεις σου. Και φυσικά είναι απολύτως κατανοητό ότι η πράξη σου ήταν για καλό δικό μου και μόνο, αφού το ξύπνημα του πλάσματος που λέγεται Παρδαλό Τρολ –αλλά αλίμονο, κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει Τρολ- θα μπορούσε να σημαίνει και το θάνατό μου ή ότι είναι αυτό που μπορεί να με κάνει να σταματήσω να υπάρχω. Όμως ήταν ανάγκη να με ρίξεις αναίσθητο; Δε θα ήταν πιο πολιτισμένο, πιο ανθρώπινο, να φερθείς σε ένα αδύναμο πλάσμα σαν κι εμένα με τακτ και χωρίς βία; Εκτός αν το κάνεις επειδή ακριβώς δεν είμαι πλάσμα, δε γεννήθηκα από κανενός είδους μήτρα κι ούτε με δημιούργησε κάποιος μάγος ή νεκρομάντης.

 

Η Κον-Γρουξ-Μπέι γέλασε πάλι, περιεργαζόμενη το παράδοξο πλάσμα που ξάπλωνε στο κρεβάτι της. Φαίνεται ότι το βρήκε ενδιαφέρον, τουλάχιστον τόσο ενδιαφέρον όσο και τ’ αχαμνά του Κόμπες. Ο ερμαφροδιτισμός του Εκατέλι μάλλον της έβαζε ιδέες στο μυαλό, ιδέες που είχαν να κάνουν με την εκμετάλλευση και των αντρικών και των γυναικείων γεννητικών του οργάνων. Ξαναγέλασε τρίτη φορά κι ο Κόμπες ξανάπιασε τον εαυτό του να χαζεύει το τρέμουλο του στήθους της. Στο μυαλό του ανέβηκε χωρίς καθόλου προσπάθεια η τυπική προσευχή στο θεό-προστάτη του. «Αχ, Βυζβόρουν, που είθε να ‘ρθει η μέρα που θα ‘χεις χαϊδέψει όλα τα βυζιά του κόσμου, τι σου πέρασε απ’ το μυαλό και παράτησες αυτό το πλάσμα για να πας με ένα άλλο;» Ωπ, βλασφημία, σκέφτηκε αμέσως μετά. Αλλά όπως είναι τα συνήθεια των θεών, η Κον-Γρουξ-Μπέι είχε ήδη διαβάσει τη σκέψη του κι ας απευθυνόταν η προσευχή σε άλλον θεό. Και φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε τόσο από αυτήν την προσευχή, που έγειρε πίσω στις μαξιλάρες της -πάντα με τη γύμνια της εκτεθειμένη-, διέταξε το Εκατέλι να σωπάσει –κι εκείνο το βούλωσε υπάκουο- κι έκανε ένα αέρινο νόημα με τα ροζ δαχτυλάκια της να ξεκινήσει η μάχη.

 

Ήταν μια μάχη άξια να την παρακολουθήσουν όλες οι θεές και οι θνητές του κόσμου. Κι ίσως και μερικοί θεοί ή θνητοί, αναλόγως του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Η εικόνα ήταν από μόνη της ένα ερωτικό ποίημα: Δυο γυμνά αρσενικά να παλεύουν με γυμνά χέρια για τα μαργιόλικα μάτια μιας γυμνής θεάς, πάνω στο κρυστάλλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς της, με τις χρυσορόδινες ανταύγειες του Ποταμού της Μαγγανείας να ρίχνουν εξωτικές σκιές στα σώματά τους. Το ξωτικό είχε μια μικρή υπεροχή, γιατί παρόλο που ήταν μια ιδέα πιο μικροκαμωμένο από τον Κόμπες, ήταν πιο χεροδύναμο και είχε και το πλεονέκτημα της φύσης του –όλα τα ξωτικά είναι γεννημένα πολεμιστές. Από την άλλη ο Κόμπες ήταν πιο ψηλός και χρησιμοποιούσε μια τεχνική εφτακόσια χρόνια πιο εξελιγμένη από εκείνη του ξωτικού. Ο αγών ήτο αμφίρροπος.

 

Και θορυβώδης. Δεν ήταν μόνο οι πολεμικές κραυγές των δύο αρσενικών, που μούγκριζαν και βογκούσαν, άλλωστε μια μάχη με γυμνά χέρια προκαλεί περισσότερες φωνές εκ μέρους των συμμετεχόντων. Κι η θεά, σε κάθε λαβή και αντιλαβή έβγαζε φωνούλες αγωνίας και έξαψης. Πάντα οι θεατές μιας τέτοιας μονομαχίας φωνάζουν κι ακόμη περισσότερο κάθε θηλυκό έχει εξάψεις όταν δυο αρσενικά παλεύουν για χάρη της. Το δε Εκατέλι είχε μείνει σιωπηλό σαν τάφος, γιατί ακόμη και τα πλάσματα που δεν έχουν δημιουργηθεί, αλλά απλά υλοποιηθεί φοβούνται τις διαταγές των θεών.

 

Η πρόβλεψη του Κόμπες μετά από το πρώτο μισάωρο του αγώνα ήταν κάπως απαισιόδοξη: Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο δεν έδειχνε να κουράζεται, ούτε να υπολείπεται σε τίποτε από τον ίδιο. «Ωχ, θα ξημερωθούμε με τούτον», σκέφτηκε ο κλέφτης κι έβαλε τα δυνατά του να τελειώνει. Ωστόσο το ξωτικό ανταπέδιδε τις λαβές στα ίσα. Και στην ώρα πάνω ανακάλυψε ένα τρόπο για να κερδίσει τον αυθάδη θνητό.

 

Εκτός των υπολοίπων θορύβων, η πάλη είχε και μουσική υπόκρουση. Ένα διαρκές «ντλην, ντλην, ντλην» ακουγόταν από την κοιλιά του ξωτικού. Ο Κόμπες ήξερε ότι εκεί χώνευαν οι αγαπημένες λιχουδιές του υπερφυσικού πλάσματος: μεταλλικά αντικείμενα, που είχε καταπιεί κατά καιρούς, για να τιμήσει ένα γεγονός που είχε σημαδέψει την ιστορία της φυλής του. Το θέμα ήταν ότι κάποια από αυτά τα αντικείμενα ήταν μυτερά, χωρίς κόψεις βέβαια, αλλά με οξείες γωνίες τέτοιες ώστε να προεξέχουν από το μαλακό δέρμα της κοιλιά του. Αυτός ήταν κι ο λόγος του καυγά με τη θεά, όταν ο κλέφτης πρωτομπήκε στο παλάτι. Οι σκληρές προεξοχές πλήγωναν τη δική της τρυφερή κοιλίτσα…

 

Κι όπως ξεκινήσαμε να λέμε, το ξωτικό σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει αυτά που χώνευε στο στομάχι του για να κερδίσει. Σε μια λαβή, προσπάθησε ν’ αγκαλιάσει τον Κόμπες, τρίβοντας την κοιλιά του στην κοιλιά του κλέφτη. Σε μια δεύτερη τίναξε τη λεκάνη του με τέτοιον τρόπο, ώστε να χτυπήσει τον αντίπαλό του στα γεννητικά όργανα με μια μυτερή άκρη. Ο Νότιος στην αρχή το παρεξήγησε, γιατί οι κινήσεις του ξωτικού θύμιζαν μια εξόχως άβολη κατάσταση που του είχε τύχει κάποτε, όταν ένα καπετάνιος πειρατικού είχε αποφασίσει ότι του άρεσαν οι ψηλοί και μελαχροινοί άντρες. Πάνω στο θυμό του έκανε ένα-δυο γκάφες κι η ζυγαριά της νίκης έγειρε προς στιγμήν προς τη μεριά Εκείνου Που Έφαγε Το Σκήπτρο. Όταν ο κλέφτης κατάλαβε τι ήθελε να κάνει το ξωτικό, παρεξηγήθηκε εκ νέου.

 

-Ρε συ, με γυμνά χέρια δεν είπαμε;

 

-Είδες να κρατάω κανένα όπλο; Γέλασε κακιασμένα ο άλλος.

 

-Δεν κρατάει… Δεν κρατάει... έκανε κι η θεά που βρήκε ευκαιρία να ρίξει λάδι στη φωτιά.

 

Το Εκατέλι δε μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και πήρε μέρος στη συζήτηση, καταθέτοντας την προσωπική του άποψη επί του θέματος.

 

-Ω, οποία ποταπότης! Η νίκη είναι σημαντική σε πολλά επίπεδα, μα μήπως πρέπει πάνω απ’ όλα να τιμούμε το σκοπό; Περίμενε ποτέ κανείς από ένα ξωτικό, από ένα μέλος της αρχαίας και τιμημένης φυλής που τόσο πολύ τιμά την αξιοπρέπεια, να συμπεριφέρεται με αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο; Πού είναι η ευγένεια των πολεμιστών; Πού είναι η αίσθηση της ευγενούς άμυλας στην οποία διακρίνεται η φυλή σου; Ακόμη κι εκείνος ο απαράδεκτα επιθετικός εραστής που είχα κάποτε δεν ήταν τόσο ποταπός όσο εσύ, Χαναμές Που Έφαγες Το Σκήπτρο. Μα την Ερώτηση και την Απάντησή της, ο Ουανταλού ήταν πολύ πιο ευγενικός από σένα.

 

-Σουτ, σου είπα, έκανε επιτακτικά η θεά και το Εκατέλι βιάστηκε να το ξαναβουλώσει.

 

Το όνομα Ουανταλού κάτι του θύμισε του Κόμπες, αλλά όπως προειπώθηκε, σε κάποια πράγματα είχε πολύ κακή μνήμη. Άλλωστε είχε ένα σωρό προβλήματα εκείνη τη στιγμή, οπότε δε μπορούσε να κάτσει να το ψάξει. Απέφευγε τώρα να έρχεται κοντά στην παραμορφωμένη κοιλιά του ξωτικού, χρησιμοποιώντας λαβές που τον κρατούσαν μακρυά. Αυτό βέβαια δεν ήταν και τόσο εύκολο, άσε που τον κούραζε τρεις φορές πιο γρήγορα. Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο συνέχισε να γελάει χαιρέκακα, κάνοντας όλο και πιο συχνά επιθέσεις στον Κόμπες με την κοιλιά του προτεταμένη και λίγο-λίγο άρχισε να κερδίζει έδαφος, καθώς και έναν αλαζονικό αέρα νικητή. Και τότε έγινε το κακό.

 

Σε μια επίθεση, τέντωσε την κοιλιά του τόσο πολύ, που ένα από τα μυτερά αντικείμενα που περιείχε πίεσε λίγο περισσότερο τη σάρκα και έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς την ελευθερία. Φαίνεται πως τόσα χρόνια οι γυμναστικές ασκήσεις με τη θεά των γουρουνιών δεν περιλάμβαναν πολύ έντονες κινήσεις, γιατί αυτό θα είχε συμβεί πολύ νωρίτερα. Ο Κόμπες είδε το ξωτικό από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάζει την αλαζονική του έκφραση με μια γκριμάτσα έκπληξης και πόνου. Μια μικρή κηλίδα αίματος εμφανίστηκε στην παραμορφωμένη κοιλιά κι έπιασε να μεγαλώνει. Το ξωτικό κοίταξε σαστισμένο το στομάχι του. Ο Κόμπες έκανε ένα βήμα μακρυά του κι η Κον-Γρουξ-Μπέι έφερε το λεπτό της χέρι στο στόμα της. Το Εκατέλι παρέμενε βουβό, από φρίκη αυτή τη φορά.

 

-Θεά μου… ψέλισσε Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο και έπεσε στα γόνατα.

 

Η θεά σηκώθηκε από το κρεβάτι της, αφήνοντας το σεντόνι να αποκαλύψει και τα υπόλοιπα γυμνά της μέλη. Τότε φάνηκε και το δεύτερο μη-λαχταριστό πράγμα πάνω της: λίγο πιο πάνω από τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ροζ γλουτούς της ξεφύτρωνε μια μικρή γουρουνίσια ουρά, σα ροζ μπουκλίτσα. (Και τελικά ήταν όντως μη-λαχταριστή η μπουκλωτή ουρίτσα της; Κάποιοι θεοί την κοιτούσαν με περισσότερο ενδιαφέρον για την ουρίτσα της αυτή…) Ο κλέφτης την κοίταξε –την ουρίτσα- με ενδιαφέρον.

 

Η Κον-Γρουξ-Μπέι έσκυψε πάνω από το φύλακά της, η πληγή στην κοιλιά του είχε μεγαλώσει αρκετά και το αίμα ποτάμιζε στα πλευρά και τις λαγόνες του. Το ξωτικό κοίταξε τη θεά κατάματα με την απορία που έχει πάντα κάποιος που πεθαίνει, είτε είναι άνθρωπος είτε υπερφυσικό πλάσμα.

 

-Θεά μου… έκανε με σπασμένη φωνή.

 

-Στο ‘χα πει, δε στο ‘χα πει; τον σταμάτησε εκείνη. Μη τα τρως αυτά τα πράγματα, θα πάθεις καμμιά ζημιά καμμιά μέρα. Αλλά όχι, εσύ έπρεπε να κάνεις του κεφαλιού σου. Ξεροκέφαλο ξωτικό, όλα σας ξεροκέφαλα είστε, αλλά εσύ, μα το Σκήπτρο των Χοίρων, είσαι το πιο ξερό κεφάλι απ’ όλα.

 

-Θεά μου… ξανάπε το ξωτικό.

 

Τα μάτια του έκλεισαν κι η ξωτικιά ψυχή του έφυγε για την Άλλη Χώρα των Ξωτικών. Γιατί μπορεί τα ξωτικά να είναι πιο ανθεκτικά στο φως από τους ανθρώπους, αλλά η παραμικρή γρατσουνιά μπορεί να τα κάνει να πεθάνουν μέσα σε λίγες στιγμές. Το σώμα του, χαλαρό μέσα στην αγκαλιά της Κον-Γρουξ-Μπέι, έγινε διάφανο κι ύστερα εξαφανίστηκε τελείως, αφήνοντας να πέσουν στο κρυστάλλινο πάτωμα κάποια μεταλλικά αντικείμενα, λίγα νομίσματα, ένα-δυο κούπες για κρασί και ένα κροντήρι. Κι ανάμεσά τους, λαμπερό και διάφανο, ανακλώντας και διαθλώντας το ροδακινί φως που φώτιζε την κρεβατοκάμαρα της θεάς των γουρουνιών, ήταν το Σκήπτρο των Χοίρων, το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο.

Edited by naroualis
Link to comment
Share on other sites

ΙΕ.

 

Η Κον-Γρουξ-Μπέι σηκώθηκε από το πάτωμα, χωρίς να δώσει σημασία στα αντικείμενα που άφησε πίσω της ο θάνατος-εξαφάνιση του Χαναμές, Εκείνου Που Έφαγε Το Σκήπτρο. Έκατσε κάπως βαριά στο ανάκλιντρο στα πόδια του κρεβατιού της και μισοξάπλωσε, αφήνοντας τον Κόμπες να δει καλύτερα και τα δικά της θηλυκά προσόντα, σγουρά και καστανά, όπως και της Ινολίκ.

 

Ωπ, κι άλλη βλασφημία. Αλλά η θεά ήταν απασχολημένη να μουρμουρίζει τα δικά της και δεν έδωσε σημασία στις σκέψεις του κλέφτη.

 

-Πέθανε! Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο πέθανε! Και τώρα; Ποιος θα μου κάνει τις ασκήσεις μου, να καίω το περιττό λίπος; Ποιος θα με δροσίζει στον καημό μου τώρα εμένα;

 

Το Εκατέλι άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, έχοντας στο μυαλό του κάτι που ίσως να είχε περάσει κι από της θεάς το μυαλό. Όμως ο Κόμπες πήδηξε σαν αίλουρος πάνω στο κρεβάτι και του το έκλεισε με την αριστερή χούφτα, διακινδυνεύοντας να καρφώσει τα δάχτυλά του στα μυτερά δόντια του πλάσματος. Ευτυχώς, γιατί μια και μόνο λέξη ήταν ικανή να βγάλει τη θεά από τα ρούχα της κι η θεά ήταν ήδη γυμνή. Κι έξαλλη.

 

Μια στρατιά από πορσελάνινα αγαλματίδια γουρουνιών άρχισε να ίπταται και να τσακίζεται σε κάθε γωνιά του δωματίου. Μικρά κομματάκια πορσελάνης εκσφενδονίζονταν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες προς πάσα κατεύθυνση, θυμίζοντας στον κλέφτη τα πετραδάκια που έσκαβε στον τοίχο το ρόπαλο του Παρδαλού Τρολ. Σε μια κίνηση που φανέρωνε πως και στην παλαιότερη ιστορία τους οι σχέσεις τους ήταν στενές, ο Κόμπες σκέπασε με το σώμα του το Εκατέλι για να μην πληγωθεί από τα θραύσματα, κρατώντας ωστόσο το χέρι του μπροστά στο στόμα του πλάσματος.

 

Όταν η θεά σταμάτησε να μουρμουρίζει και να σπάει ό,τι πορσελάνινο υπήρχε γύρω της, ο κλέφτης πήρε το ρίσκο να μιλήσει –έχοντας με το χέρι του σταθερά καπακωμένο το στόμα του Εκατέλι, σαν από αυτήν του την κίνηση να εξαρτιόταν η σωτηρία του κόσμου.

 

-Αν είστε εντάξει τώρα, Κυρία, θα μπορούσατε να ασχοληθείτε και λίγο μαζί μου;

 

Η Κον-Γρουξ-Μπέι γύρισε και τον κοίταξε, στα όρια μιας δεύτερης κρίσης θυμού.

 

-Ναι, ε; Τι θες και με πρίζεις;

 

Ο κλέφτης έδειξε με τα μάτια το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο που στραφτάλιζε ανάμεσα στα συντρίμμια των πορσελάνινων γουρουνιών.

 

-Ξέρετε, θα ήθελα αν γίνεται να μου δανείσετε για λίγο το Σκήπτρο σας. Αφού δεν έχετε αποφασίσει να βγείτε ακόμη στην επιφάνεια κι αφού εδώ γύρω δεν υπάρχει καμμιά βελανιδιά, ίσως θα μπορούσατε να μου το δανείσετε, γιατί μου είναι απαραίτητο για κάτι που έχω στο μυαλό μου.

 

Η θεά των γουρουνιών χαλάρωσε κάπως. Τα ρουθούνια της έπαιξαν, διαλέγοντας να μυρίσουν όλες τις οσμές που απέπνεε ο κλέφτης, τόσο τις ευχάριστες και ακριβές μυρωδιές της Μπιτ-Υ-Μπιτ, όσο και μια άλλη μυρωδιά, πιο αψιά, που συνδεόταν και προερχόταν από έντονη αρσενική τριχοφυΐα σε όλα τα σωστά μέρη. Κούνησε αδιάφορα τα δάχτυλά της.

 

-Μέχρι να αδυνατίσω τόσο που η αντροχωρίστρα η αδερφή μου να πεθάνει από τη ζήλεια της, μπορείς να το πάρεις, έκανε. Βέβαια για να πέσει στα χέρια ενός θνητού το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, θα πρέπει ο θνητός να περάσει κάποιες δοκιμασίες…

 

-Ξέρω.

 

-Ξέρεις ότι πρέπει να απαντήσεις και σε μερικές ερωτήσεις;

 

-Ναι. Είμαι έτοιμος.

 

-Και να κάνεις έναν άθλο;

 

-Ναι.

 

Η θεά χαμογέλασε κάπως αυτάρεσκα.

 

-Οι ερωτήσεις πρώτα: με ποιον τρόπο το Εκατέλι είναι φύλακας της Πύλης;

 

-Μιλάει τόσο πολύ, που όταν κάποιος θέλει να το προσπεράσει, τρελαίνεται από την πάρλα του και γυρίζει πίσω.

 

-Αλλά όχι εσύ, απ’ ό,τι φαίνεται. Δεύτερη ερώτηση: τι τρώει το Παρδαλό Τρολ, αφού στην κατακόμβη δεν υπάρχει τίποτε να φάει;

 

-Τίποτε δεν τρώει. Πεθαίνει της πείνας και ξαναζωντανεύει, αφού δε μπορεί να πεθάνει.

 

-Σωστό κι αυτό. Για ποιο λόγο τσακώνονται τη Γυναίκα-Νυφίτσα και το Αλεποκούνελο;

 

-Εκείνος νομίζει ότι εκείνη τον απατάει.

 

-Με ποιον;

 

-Με ποιον νομίζει το Αλεποκούνελο ή με ποιον όντως τον απατάει η Γυναίκα-Νυφίτσα;

 

-Απάντησε όπως νομίζεις.

 

-Η Γυναίκα-Νυφίτσα απατάει το Αλεποκούνελο με τον Ξι και τον Ξι, τα δυο ντούονιπ. Μια φορά την εβδομάδα πηγαίνει κρυφά και τους καβαλάει και τους δυο. Γι’ αυτό και μένουν μετά ακίνητοι, σα να ‘ναι σάπιοι. Δεν είναι τεμπέληδες. Εξαντλημένοι είναι.

 

Η θεά κρυφογέλασε.

 

-Και τώρα το πιο δύσκολο: Ανάμεσα σε μένα και την Δέναμ-Τάαφε, τη θεά των εκλείψεων, ποια θα διάλεγες για να κοιμηθείς;

 

Τα μάτια του Κόμπες έγιναν δυο λεπτές σχισμές. Α, την άθλια! Αυτή δεν ήταν ερώτηση για να την απαντήσεις, αυτή ήταν αίτηση για να την πρωτοκολλήσεις. Τι ακριβώς απάντηση περίμενε η άτιμη η θεά, που είθε να γουρουνιάζει στους αιώνες των αιώνων και να μην θέλει ο Βυζβόρουν ούτε τα βυζιά να της χαϊδέψει; Κανονικά έπρεπε ακόμη να θρηνεί για το θάνατο του προηγούμενου εραστή της. Αλλά φαίνεται ότι η θλίψη είναι ένα πολύ εφήμερο συναίσθημα για τους θεούς, ειδικά όταν έχει κάνει με το θάνατο υπερφυσικών όντων και προστατευόμενών τους θνητών.

 

Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε το στόμα του Εκατέλι ελεύθερο. Ύστερα πριν το αλλόκοτο πλάσμα προλάβει να αρθρώσει έστω ένα σύμφωνο, του έχωσε μια γροθιά, που το έριξε γι’ άλλη μια φορά αναίσθητο.

 

-Τι κάνεις εκεί; Απόρησε η Κον-Γρουξ-Μπέι.

 

-Ε, ξέρετε τώρα πόσο φλύαρο είναι το Εκατέλι. Δεν κάνει να μας δει και να πάει να τα πει όλα εδώ κι εκεί. Δε θα θέλατε να φτάσουν στ’ αυτιά του Βυζβόρουν τα παρακάτω…

 

Η θεά των γουρουνιών γουργούρισε. Στα μάτια της εμφανίστηκε μια λάμψη προσμονής, καθώς κατέβαζε το βλέμμα της εκεί που την ενδιέφερε.

 

-Θα μείνει αναίσθητο αρκετή ώρα; Έκανε σε μια στιγμή αμφιβολίας.

 

-Μην ανησυχείτε για την ώρα. Για τις αντοχές σας ν’ ανησυχείτε…

 

Το χαμόγελο του Κόμπες έγινε εντελώς πεινασμένο κι η θεά γουργούρισε πάλι. «Ε, έχει και τα τυχερά της αυτή η δουλειά. Κι αυτήν την ουρίτσα εκεί πολύ την κάνω κέφι… Πόση ελαστικότητα να ‘χει άραγε;» σκέφτηκε ο κλέφτης και πλησίασε τη θεά με εμφανώς κι αμετακλήτως πρόστυχες διαθέσεις.

Link to comment
Share on other sites

ΙΣΤ.

 

Το Εκατέλι συνήλθε δυο ώρες αργότερα, την στιγμή που ο Κόμπες του ‘ριχνε απαλά χαστουκάκια.

 

-Η βαρβαρ-

 

-Σσσσσς! Πιο σιγά! Η θεά κοιμάται.

 

-Έλεγα ότι η βαρβαρότητα, έκανε σιγότερα και με παράπονο το παράδοξο πλάσμα, είναι ένα υποτιμημένο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φυλής. Όλα όσα ο Υψιστος Μαραμπά-Τιράμπ έχει δημιουργήσει κατά καιρούς έχουν υποστεί αυτήν τη βαρβαρότητα, αλλά πάντοτε υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Κι όμως εσύ, καλέ μου φίλε, ξεπερνάς μερικές φορές τη μέση βαρβαρότητα. Οι πράξεις σου δε συμβαδίζουν πάντα με τις προθέσεις σου. Και φυσικά είναι απολύτως κατανοητό ότι η συνουσία, η ερωτική συνεύρεση αν θέλεις, με την ίδια τη θεά των γουρουνιών, δεν είναι κάτι που το καυχιέσαι στους αιώνες των αιώνων. Όμως ήταν ανάγκη να με ρίξεις γι’ άλλη μια φορά αναίσθητο; Δε θα ήταν πιο πολιτισμένο, πιο ανθρώπινο, να φερθείς σε ένα αδύναμο πλάσμα σαν κι εμένα με τακτ και χωρίς βία; Εκτός αν το κάνεις επειδή ακριβώς δεν είμαι πλάσμα, δε γεννήθηκα από κανενός είδους μήτρα κι ούτε με δημιούργησε κάποιος μάγος ή νεκρομάντης.

 

-Εκατέλι, το ίδιο ακριβώς λογύδριο έβγαλες κι όταν σε βγάλαμε από το Πρασοβάρελο, ψιθύρισε ο Κόμπες σχετικά εύθυμα. Νομίζω ότι αρχίζεις να επαναλαμβάνεσαι κι αυτό δεν είναι και πολύ καλό.

 

-Ω, θεοί! Λες να μου συμβαίν-;

 

-Ασ’ τα αυτά τώρα. Πήρα το Διαμαντοτέτοιο. Μπορούμε να την κάνουμε τώρα για την έξοδο;

 

Το Εκατέλι έριξε μια ματιά τριγύρω. Η Κον-Γρουξ-Μπέι ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ανάκλιντρο, σκεπασμένη μ’ ένα ροζ σεντόνι και κοιμόταν μακάρια. Στο πρόσωπό της είχε μια ευτυχισμένη, χορτασμένη έκφραση και πού και πού της ξέφευγαν μικρές κραυγούλες ικανοποίησης. Έβλεπε όνειρα, αλλά κανείς θνητός δεν έχει ποτέ περηφανευτεί ότι μπήκε στα όνειρα μιας θεάς, οπότε μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ τι ονειρευόταν. Ο κλέφτης είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, αλλά γενικά φαινόταν ξαλαφρωμένος κι εύθυμος. Στο σώμα του δεν είχε πια ούτε ένα ξόρκι γραμμένο. Τα δυο-τρία τελευταία που είχαν μείνει στο δέρμα του είχαν να κάνουν με ανάκτηση δυνάμεων και αντισύλληψη, γιατί ως γνωστόν κι οι θεές μένουν έγκυες, ειδικά από θνητούς. Στο λαιμό του είχε περασμένο από το κορδόνι του ό,τι είχε περισσέψει από το μεγάλο Πρασοβάρελο και στα χέρια του κρατούσε το Σκήπτρο των Χοίρων.

 

Ο Κόμπες είχε αποφασίσει ότι άξιζε η φασαρία για ένα τόσο όμορφο και πολύτιμο αντικείμενο. Ήταν ένα ξύλινο ραβδί, μακρύ όσο ένα αντρικός πήχης, που ελάχιστα έμοιαζε με τρυπάνι, στολισμένο με ένα σωρό μικροσκοπικά διαμάντια. Η κορυφή του είχε σχήμα βέλους και στη μύτη του βέλους άστραφτε ένα διαμάντι που όμοιό του ο κλέφτης δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην πολυτάραχη ζωή του. Το Εκατέλι όμως δεν είχε πρόθεση να σταματήσει την πολυλογία του για να θαυμάσει το Σκήπτρο.

 

-Καλέ μου φίλε, καταλαβαίνω ότι η παρουσία μου δε θα σου είναι και τόσο ευχάριστη όταν βγούμε στην επιφάνεια, άλλωστε είμαι αρκετά αποκρουστικό στην όψη ώστε να μη με συμπαθούν οι θνητοί. Κι όμως μήπως υπάρχει και για μένα ένας προορισμός, ένας σκοπός, ένας στόχος τον οποίο να πρέπει να φέρω σε πέρας; Αναρωτιέμαι -όπως είναι στη φύση μου να κάνω-, αλλά μήπως τελικά η υπερβολική αναζήτηση μπορεί να με οδηγήσει σε στασιμότητα, έχοντας τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα από εκείνα που θέλω; Μήπως εν κατακλείδι πρέπει να μείνω κρυμμένο από την κοινή θέα, έχοντας ωστόσο γνώση ότι με σκέφτεσαι και με υπολογίζεις σα φίλο σου και σα σύντροφό σου σε όποια περιπέτειά σου με χρειαστείς;

 

Ο Κόμπες το σκέφτηκε λίγο. Μισόκλεισε τα μάτια, έστριψε το κεφάλι ελαφρά προς τ’ αριστερά κι είπε με μισό στόμα:

 

-Θες να πεις ότι θες να μείνεις εδώ;

 

Για μία και μοναδική φορά στη ζωή του –αν εξαιρέσει κανείς τη μέρα που υλοποιήθηκε- το Εκατέλι απάντησε μονολεκτικά.

 

-Ναι.

 

Ο Κόμπες έπιασε το βλέμμα του πλάσματος να χαϊδεύει τις απαλές καμπύλες της κοιμισμένης θεάς και σήκωσε τους ώμους παίρνοντάς το απόφαση.

 

-Εντάξει τότε. Και δε μου λες εσύ που τα ξέρεις καλύτερα, τελειώσαμε με τις δοκιμασίες και τα τέτοια;

 

-Όλη η ζωή είναι μια δοκιμασία, φίλε μου. Αλλά δεν πρέπει να την αντιμετωπ-

 

-Λέω: τελειώσαμε; Αυτό ήταν;

 

-Μα ναι, τι άλλο θα μπορ-

 

-Σίγουρο;

 

-Ναι, σου λέω, αυτή ήταν η τελευτ-

 

-Εγγυημένα;

 

-Μα, ναι, δε μπορεί να μη με πιστ-

 

-Εντάξει. Κράτα μου λίγο το Σκήπτρο.

 

Και δίνοντας στο πλάσμα το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, έπεσε ανάσκελα στο κρυστάλλινο πάτωμα κι άρχισε να ξύνεται μ’ όσα δάχτυλα τον είχε ευλογήσει ο Δημιουργός.

Link to comment
Share on other sites

ΙΖ.

 

Αφήνοντας πίσω του το παλάτι της θεάς των γουρουνιών, ο κλέφτης συνέχισε να περπατάει αντίθετα στη ροή του Ζάκρος.

 

Το Εκατέλι του είχε πει να συνεχίσει έτσι. Οι Ποταμοί της Μαγγανείας –γιατί, όπως προαναφέρθηκε, κάτω από το Ζουμζερί ρέουν οχτώ Υπόγειοι Ποταμοί- έχουν εκτός των άλλων και μια σπάνια και αλλόκοτη ιδιαιτερότητα: αντί να αναβλύζουν στις εκβολές τους, αναβλύζουν στις πηγές τους. Οπότε αν ο Κόμπες ακολουθούσε την αντίθετη ροή του Ποταμού, θα έφτανε κάποια στιγμή στο σημείο όπου ο Ζάκρος συναντά τους αδελφούς του και ενωμένοι βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους. Κι αυτό το σημείο ήταν πασίγνωστο και μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο: Ήταν οι Λίθινες Κρήνες στο Πετρωμένο Άλσος.

 

Ο Κόμπες περπάτησε τουλάχιστον τέσσερις ώρες. Η όχθη ήταν πιο ομαλή μετά το παλάτι της θεάς, αλλά στριφογύριζε και μαιάνδριζε απίστευτα. Κάθε μια ώρα σταματούσε για να πάρει δυνάμεις, τρώγοντας μικρά κομμάτια από το Πρασοβάρελο. Θα χρειαζόταν όλες του τις ικανότητες στο ακέραιο αν ήταν να ξεφύγει από το Πετρωμένο Άλσος χωρίς να τον πετύχει η περίπολος της γερουσίας ολόγυμνο και μ’ ένα τρυπάνι φορτωμένο διαμάντια στο χέρι.

 

Εκείνο που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν η αντίδραση της θεάς όταν έβλεπε ότι το Εκατέλι τής είχε μείνει αμανάτι. Από τη μια, η πάρλα του ήταν τόσο ανυπόφορη που θα μπορούσε να την κάνει να ουρλιάζει, τσακίζοντας ό,τι απέμενε από τη συλλογή της με τα πορσελάνινα αγαλματίδια γουρουνιών. Από την άλλη όμως, χρειαζόταν σα θεά έναν φύλακα και σα γυναίκα σε δίαιτα έναν εραστή. Και το παράξενο ερμαφρόδιτο πλάσμα είχε πολλές σεξουαλικές δυνατότητες, που δεν περιορίζονταν σ’ ό,τι μπορούσε να προσφέρει στη θεά ένας αρσενικός. Από αυτής της άποψης δηλαδή, το Εκατέλι ήταν ο ιδανικός υποψήφιος για τη συγκεκριμένη θέση. Και φαίνεται ότι και το ίδιο ήθελε τόσο πολύ να δοκιμάσει να κάνει της θεάς λιποδιαλυτικές ασκήσεις, ώστε δεν υπολόγιζε τα επερχόμενα «σκάσε» που θα άκουγε, όταν η Κόν-Γρουξ-Μπέι θα είχε τα νεύρα της.

 

Ο Κόμπες κατάλαβε ότι έφτανε στο τέλος του υπόγειου ταξιδιού του όταν η αίσθησή του του υπερφυσικού άρχισε να βουϊζει εντονότερα απ’ ό,τι συνήθως. Έστησε αυτί κι άκουσε κι άλλον έναν ήχο, σα θόρυβο καταρράκτη -εκτός από το βουητό του Ζάκρος. Σε μια από τις στροφές του Ποταμού είδε κι από πού ερχόταν ο θόρυβος αυτός.

 

Στη ζωή του είχε δει πολύ εντυπωσιακά πράγματα: πειρατικά πλοία-φαντάσματα, θεόρατες πύλες από υγροποιημένο χαλκό, ναούς και τύμβους και παλάτια θεών και κάποτε σ’ ένα λαθραίο ταξίδι, όταν ήταν πιτσιρίκι, είχε δει από μακρυά τη Φωλιά του Δρακοαφέντη, στο Λημέρι των Δράκων στο Νότιο Πόλο. Όμως το θέαμα που έβλεπε ξεπερνούσε κάθε φαντασία κι ήταν μια καλή απόδειξη πως όσα κι αν έχεις δει, πάντα υπάρχει κάτι πιο εντυπωσιακό που δεν έχεις δει ακόμη.

 

Κι αυτό το κάτι πιο εντυπωσιακό έβλεπε τώρα. Η όχθη του Ποταμού οδηγούσε σ’ ένα αχανές κυκλικό σπήλαιο. Ήταν τόσο μεγάλο που αν αποφάσιζε να καταρρεύσει, θα μπορούσε να καταπιεί ολόκληρο το Πετρωμένο Άλσος κι ίσως και τμήμα του άλσους του Ναού του Ρουμπινιού. Σε αντιδιαμετρικά σημεία έχασκαν τα στόμια εφτά στοών, απ’ όπου κυλούσαν οι υπόλοιποι εφτά Υπόγειοι Ποταμοί της Μαγγανείας. Στο κέντρο του σπηλαίου, οι Ποταμοί σχημάτιζαν μια κομψή λίμνη, μια χρυσορόδινη λίμνη νερού, που είχε το χρώμα και το άρωμα του άγουρου ροδάκινου.

 

Και καταμεσής στη ροδακινί λίμνη έπλεε σαν κολυμπιθρόξυλο ο Πέτρινος Δακτύλιος, ένα κατασκεύασμα των μάγων του Ζουμζερί, για να εξασφαλίσουν ότι το νερό δε θα έφτανε ποτέ στην επιφάνεια διατηρώντας τις μαγικές του ιδιότητες εκτός αν το ήθελαν εκείνοι. Ήταν ένα τεράστιο τεχνούργημα, που έμοιαζε με δυο μυλόπετρες η μια πάνω στην άλλη, μόνο που οι τρύπες στο κέντρο τους ήταν μεγαλύτερες από ένα μέτρο. Στο κενό που άφηναν οι δύο μυλόπετρες μεταξύ τους, το μαγικό νερό άφριζε και πιτσιλούσε κάνοντας έναν θόρυβο ευχάριστο και χαρούμενο και παρ’ όλ’ αυτά μυστηριακό. Ο Πετρεξού είχε πει ότι η κάτω μυλόπετρα αφαιρούσε τις μαγικές ιδιότητες κι η δεύτερη μόνο το χρώμα και το άρωμα του νερού. Ο Δακτύλιος συγκρατούσε τη Μαγγανεία σαν φίλτρο, αφήνοντας το νερό –σκέτο, απλό νερό για να το πιεις- ν’ ανεβαίνει ακίνδυνα στην επιφάνεια μέσα από μια δεύτερη τρύπα, στην οροφή του σπηλαίου, κινούμενο κατακόρυφα προς τα πάνω, σα λάβα που βγαίνει από ηφαίστειο. Δαιμονικές μορφές που προστάτευαν την διέλευση του νερού ήταν σκαλισμένες από αρχαίους τεχνίτες, αλλά εφτακόσια χρόνια τριβής με τη ροή των ποταμών είχαν απαλύνει τα σκαλίσματα, δίνοντάς τους ασαφή σχήματα.

 

Ο Κόμπες χαλάλισε λίγη ώρα να χαζέψει το θέαμα. Ως ένα σημείο καταλάβαινε πως έβλεπε πράγματα που πιθανόν δεν είχε ξαναδεί κοινός θνητός και πιθανότατα δε θα ξανάβλεπε ποτέ κανείς. Κάθισε λίγο σ’ ένα σημείο της όχθης, έφαγε την τελευταία μπουκιά Πρασοβάρελο κι αφού χόρτασε από θέαμα και πήρε δυνάμεις ξεκίνησε να βγει στην επιφάνεια.

 

Όπως κι όταν έπεσε από την Πύλη στα Υπόγεια Ποτάμια, έτσι και τώρα το νερό δεν του επέτρεψε να το αγγίξει. Με διστακτικά βήματα, άρχισε να περπατάει πάνω στο μαγικό υγρό. Διέσχισε έτσι τη λίμνη κι έφτασε στον Πέτρινο Δακτύλιο. Κρατώντας το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο στο ένα χέρι, σκαρφάλωσε στην πρώτη μυλόπετρα και πιάστηκε από τη δεύτερη για ν’ ανέβει ψηλότερα. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε κάτι για το οποίο δεν είχε εξήγηση κι ούτε θα έβρισκε πριν περάσει πολύς καιρός. Ένιωσε κάτι απίστευτα απαλό και ευγενικό να τον αγγίζει στο μικρό δαχτυλάκι του δεξιού ποδιού. Έκπληκτος, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε κι είδε στο μικρό του δαχτυλάκι μια ροδακινί σταγόνα μαγικού νερού, που ένας θεός ξέρει πώς μπόρεσε να τον ακουμπήσει, να στέκεται γαντζωμένη πάνω του, σαν να φοβόταν να μην πέσει.

 

Το γεγονός ήταν από μόνο του ικανό να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, αλλά δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί. Ο Πετρεξού θα του εξηγούσε τα καθέκαστα αν κατάφερνε να φτάσει στο Κονάκι του μάγου, χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Αγνόησε τη σταγονίτσα, σκαρφάλωσε στη δεύτερη από τις μυλόπετρες του Δακτύλιου, πήρε μια βαθιά αναπνοή και χώθηκε μέσα στον κατακόρυφο στρόβιλο του νερού.

 

Άρχισε ν’ ανεβαίνει. Το νερό τον παρέσερνε προς τα πάνω, σπρώχνοντάς τον προς τη μαυρίλα. Αν και ήξερε ότι έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος για να μην πνιγεί, αλλά και για να μην χτυπήσει στα τοιχώματα της τρύπας, αποτόλμησε τις δυο πιο αγαπημένες του ασχολίες όταν ήταν σε κίνδυνο: χούφτωσε τ’ αρχίδια του και άρχισε να βρίζει νοερά, σαν ξόρκι ενάντια στην αμηχανία και το φόβο.

 

-Γαμημένη Μέρσα και γαμημένες φολίδες μπλε δράκου και γαμημένα Πρασοβάρελα, σκατά στα βελανίδια σου, Κον-Γρουξ-Μπέι, πουτσοπνίχτρα, που έφαγες λάχανο Εκείνον Που Έφαγε Το Σκήπτρο και τώρα πας να πουτσοπνίξεις και το Εκατέλι, και γαμημένο Εκατέλι, που πηδιόσουνα με άντρες, αλλά σου γούσταρε να πηδάς και τη θεά, είθε να σας χαρίσει ο Βυζβόρουν ξεραΐλες και να μην το φχαριστιέστε στον αιώνα τον άπαντα, όλοι το νου σας στο γαμήσι τον έχετε, όλοι κι εγώ κι η Ινολίκ κι ο Μπούρτου που δε γαμεί ποτέ, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά, σκατά…

 

Το σκοτάδι της τρύπας εξόδου τον τύλιξε κι ο δυνατός αλλά μικροσκοπικός λαμπυρισμός της σταγόνας δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Έσφιξε ασυναίσθητα το Σκήπτρο των Χοίρων και σκέφτηκε ότι αν δεν έβγαινε γρήγορα στην επιφάνεια, μπορεί και να πέθαινε από ασφυξία. Τα πνευμόνια του άρχισαν να σφυρίζουν κι η πίεση στ’ αυτιά και το κεφάλι του άρχισε να γίνεται επικίνδυνα υψηλή.

 

Και τότε, πάνω που ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όλα και να την κάνει για τα παλάτια της θεάς του θανάτου, ένιωσε να πετάγεται από το νερό στον αέρα, σαν σε γιγάντιο σιντριβάνι. Ένιωσε να εκτοξεύεται αρκετά μέτρα μακρυά από το σημείο εξόδου, κι έσκασε άτσαλα με την πλάτη στο χώμα. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένος, παίρνοντας βαθιές ανάσες, σφίγγοντας ακόμη το Βελανιδοτρύπανο πάνω του και κρατώντας τ’ αχαμνά του με τ’ αριστερό χέρι. Αναρωτήθηκε γιατί δεν έβλεπε τίποτε κι ύστερα χαμογέλασε, αν και κάπως πονεμένα.

 

Ήταν νύχτα και το φεγγάρι δεν είχε ακόμη ανατείλει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, συνειδητοποιώντας ότι επιτέλους μετά από δύο ολόκληρες μέρες ανέπνεε τον ελεύθερο αέρα του Ζουμζερί. Γύρω του το νυχτερινό Πετρωμένο Άλσος έστεκε και τον κοιτούσε σιωπηλό. Απολιθωμένα δέντρα και ζώα τον τριγύριζαν, αλλά ο κλέφτης ήξερε ότι δεν είχε να φοβηθεί από αυτά. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τις Λίθινες Κρήνες. Στην πραγματικότητα ήταν ένα σιντριβάνι, από όπου νερό πετιόταν τρία μέτρα ψηλά στον ουρανό, πριν πέσει πάλι πίσω στο έδαφος και κυλήσει σε σκαλιστά πέτρινα ρυάκια, για να ενωθεί με τον ποταμό Σογκούλ που διέσχιζε το Ζουμζερί. Όμως οι Λίθινες Κρήνες δεν αποτελούσαν κίνδυνο για τον κλέφτη. Αντίθετα, οι άντρες της περιπόλου της γερουσίας, που προστάτευαν τις Λίθινες Κρήνες, ήταν σοβαρός και διόλου αμελητέος κίνδυνος.

 

Κοίταξε λιγάκι τη σταγόνα του νερού στο πόδι του. Τώρα που το άρωμα του Ποταμού δεν του μπλόκαρε την όσφρηση, η μυρωδιά αυτής της μικροσκοπικής σταγονίτσας ήρθε έντονη στα ρουθούνια του. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί γιατί η λιλιπούτεια σταγόνα που έλαμπε με το ροδακινί φως του Ποταμού της Μαγγανείας κατόρθωσε να τον ακουμπήσει, ούτε και γιατί δεν παρασύρθηκε από το υπόλοιπο νερό πάλι πίσω στον Πέτρινο Δακτύλιο. Πριν προλάβει καν να σηκωθεί στα πόδια του βρέθηκε περικυκλωμένος από τους άντρες της περιπόλου.

 

-Βρε, βρε, βρε! Για κοίτα ποιος μας ήρθε! Έκανε εύθυμα ο αρχηγός τους. Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής! Πώς από τα μέρη μας, Νότιε;

 

-Είδα φως και μπήκα, απάντησε ο κλέφτης.

 

Η φωνή του ήταν χρωματισμένη με τη συνηθισμένη αδιάφορη-παύλα-αλαζονική χροιά που χρησιμοποιούσε με τους ανθρώπους των αρχών, όμως το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα τον έβρισκαν τόσο γρήγορα. Γκαντεμιά.

 

-Πάντα είχες χιούμορ, γέλασε ο αρχηγός με δηλητηριώδη ικανοποίηση. Και πάντα μύριζες κάπως περίεργα… Τι είναι αυτή η μπόχα; Πράσα έτρωγες;

 

-Γιατί; Απαγορεύεται; Ειρωνεύτηκε ο κλέφτης.

 

-…και πάντα είχες μια αδυναμία στους νυχτερινούς περιπάτους στο Πετρωμένο Άλσος, συνέχισε απτόητος από τη διακοπή ο άλλος. Τι σε φέρνει από τα λημέρια μας αυτήν τη φορά; Δεν πιστεύω να σε κυνηγάει κανένας δράκος πάλι…

 

Αυτό το τελευταίο το είπε κάπως ελαφρά, αλλά οι υπόλοιποι στρατιώτες κοίταξαν ασυναίσθητα γύρω, μήπως σκάσει μύτη πουθενά κανένας δράκος. Ο κλέφτης σκέφτηκε κάτι για να κόψει τη φόρα στο αίσθημα νίκης του αρχηγού της περιπόλου, αλλά του έλειπε ένα όνομα, οπότε είπε το πρώτο που του κατέβηκε στο κεφάλι.

 

-Μ’ έστειλε ο Ουανταλού για δική του δουλειά. Και αν θες να ξέρεις, πολύ θα ενδιαφερθεί να μάθει γιατί μου φέρεστε έτσι.

 

Οι στρατιώτες ζάρωσαν τρομαγμένοι από κάτι που του κλέφτη του διέφευγε προς στιγμήν.

 

-Ε… και γιατί δεν το έλεγες τόση ώρα; Έκανε ο αρχηγός της περιπόλου, με δουλική ευγένεια σε βαθμό κακουργήματος. Δώστε κάτι στον Νότιο να φορέσει και να τον πάμε στον κ. υπουργό.

 

Τότε και μόνο τότε ο Κόμπες συνδύασε το όνομα του επιθετικού εραστή του Εκατέλι, με εκείνο του υπουργού Υγιεινής και Λουτρών του Ζουμζερί.

Link to comment
Share on other sites

Τι νομίζατε, αυτό ήταν; Και ο τίτλος; Μέχρι τώρα έψαχνε το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο. Πού είναι το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο; Οέο;

ΙΗ.

 

Η ιστορία είχε ως εξής.

 

Κάθε δύο μήνες περίπου, κάποιος κακοήθης πήγαινε στο Υπουργείο Υγιεινής και Λουτρών της πόλης κι έκανε μια καταγγελία για το μαγαζί της Ινολίκ. Τίποτε σπουδαίο, ένα σπασμένο λαβομάνο, ταγκιασμένα έλαια καθαρισμού, κακοσυντηρημένες ξύστρες σώματος, κλπ, κλπ, κλπ. Τίποτε σπουδαίο για οποιαδήποτε άλλη πόλη κι όχι για το Ζουμζερί, όπου το λουτρό τυγχάνει δαιμονικών διαστάσεων λατρείας κι ως εκ τούτου του έχει αφιερωθεί από τη γερουσία ένας ολόκληρος μινίστρος. Κοντολογίς κι ενώ τέτοια προβλήματα σε άλλες πόλεις θα σε έβαζαν σε μπελάδες με κεραμοποιούς και αρωματοπώλες, στο Ζουμζερί σε στέλνανε ολονυχτίς στο κρατητήριο προς γνώσην και συμμόρφωση. Κι επειδή δια νόμου, την ευθύνη των λουτρικών εγκαταστάσεων κάθε οικήματος την είχε ο άντρας του σπιτιού, ο δύσμοιρος ο Μπόρτου περνούσε κάθε δύο μήνες μια δυσάρεστη νύχτα στο κρατητήριο.

 

Το περίεργο στην όλη υπόθεση δεν ήταν η τακτικότητα αυτών των καταγγελιών. Άλλο ήταν το περίεργο ή μάλλον τα περίεργα. Πρώτον η καταγγέλλουσα ήταν πάντα η ίδια η Ινολίκ. Και δεύτερον, παρ’ όλη την υψηλότατη συχνότητα προσέλευσης του Μπόρτου στα κρατητήρια, κανείς ποτέ δεν είχε μάθει ότι γίνονταν αυτές οι καταγγελίες. Μυστήριο; Μπα. Από το μαγαζί δε θα διέρρεε ποτέ, ποιος βάζει τα χεράκια του να βγάλει τα ματάκια του; Κι από το φρουραρχείο επίσης δεν ακουγόταν τίποτα, γιατί τα τρία τρίτα των αντρών ήταν πελάτες της ταβέρνας και τα δύο τρίτα εξ αυτών ήλπιζαν να τους βρουν μια μέρα οι συνάδελφοί τους στο δωμάτιο της Ινολίκ, σε μια πλειάδα άσεμνων πλην εξόχως ηδονικών στάσεων μαζί της.

 

Κι ενώ ο τρισκακόμοιρος ο Μπόρτου είχε μάθει κάθε κόγχη και γωνίτσα των μπουντρουμιών, ο Κόμπες, πίσω στην ταβέρνα, μάθαινε κάθε καμπύλη και κοιλότητα του κορμιού της ταβερνιάρισσας, μετρώντας ακτίνες και διαμέτρους με χέρια, χείλη, γλώσσα και λοιπά εξέχοντα και προεξέχοντα σημεία της ανατομίας του.

 

Από μια τέτοια νύχτα είχαν ξημερωθεί οι τρεις τους. Η περίπολος είχε συλλάβει τον ταβερνιάρη δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, λίγα λεπτά μετά το κλείσιμο του μαγαζιού και για τους περαστικούς και για τους πελάτες που έμεναν στα δωμάτια του πάνω ορόφου. Η Ινολίκ είχε παραξενευτεί γιατί δεν είχε κάνει η ίδια την καταγγελία, αλλά δε μίλησε, για να μην ξυπνήσει κανείς καλοθελητής και κουτσομπολεύει την επόμενη μέρα την προσαγωγή του Μπόρτου στα κρατητήρια. Κι όταν το καλοσκέφτηκε, αποφάσισε ότι η όλη υπόθεση μύριζε και μάλιστα μύριζε πολύ ευχάριστα και πιο συγκεκριμένα μύριζε Νότιος αρσενικός βαρβάτος, οπότε πήρε μια κανάτα κρασί, πήρε κι ένα κεράκι κι έκατσε στην αυλή να περιμένει.

 

Κι η απόφασή της αυτή ήταν σωστή, γιατί μισή ώρα αργότερα, ο Κόμπες μπούκαρε στην ταβέρνα σπάζοντας την πόρτα της αυλής -μια συνήθεια που είχε όποτε γύριζε από κάποια περιπέτεια. Η Ινολίκ πετάχτηκε όρθια από την τρομάρα της κι όταν τον είδε το σαγόνι της κρέμασε δυο πιθαμές, γιατί ο παράνομος εραστής της φορούσε ρούχα που ταίριαζαν σε υπουργό κι όχι σε κλέφτη.

 

-Τι έγινε; ψιθύρισε ο κλέφτης εύθυμα. Δε μ’ έχεις ξαναδεί καλοντυμμένο; Ροδακινούλα;

 

Η Ινολίκ είχε περιοριστεί να γελάσει παμπόνηρα. Κι οι δύο μέρες ανυπόφορης ερωτικής καταπίεσης του Νότιου (αν εξαιρέσει κανείς κάποιες γυμναστικές ασκήσεις με τη θεά των γουρουνιών) βρήκαν επιτέλους τον πρέποντα στόχο να εκτονωθούν.

 

Έτσι το επόμενο πρωί και οι τρεις είχαν τα χάλια τους. Ο Μπόρτου είχε σκεβρώσει από την υγρασία της φυλακής κι είχε δεχτεί εισβολή από έναν γενναίο πληθυσμό κουνουπιών. Η Ινολίκ, πέρα από μια ελαφρά εξάντληση και μια μικρή αναίτια ( ; ) δυσκολία στις κινήσεις των ποδιών και της λεκάνης, ήταν γενικά ευδιάθετη και μάλιστα αστειευόταν με τις κοπέλες που τη βοηθούσαν στο σερβίρισμα. Ο δε Κόμπες είχε αράξει πάλι στο τραπέζι όπου τα έπινε πριν δυο μέρες με τον Πετρεξού, χορτασμένος αν και κάπως υπναλέος, φορώντας πάλι τον λαδί του χιτώνα και μασουλούσε πότε ένα κομμάτι λιόψωμο, βουτώντας το πού και πού σ’ ένα ποτήρι κρασί και πότε την άκρη ενός άχυρου.

 

Από τότε που είχε αποφασίσει να κάνει τη δουλειά με το Διαμαντοτέτοιο της θεάς των γουρουνιών, η αυλή της ταβέρνας δεν είχε αλλάξει πολύ. Κάποιοι περαστικοί πελάτες έπιναν χυμούς φρούτων, περιμένοντας τη μεγάλη ζέστη του μεσημεριού, δυο ή τρεις ημεροδρόμοι ξεκουράζονταν, πριν πάρουν πάλι το δρόμο –ήταν μέρα ταχυδρομείου και το Ζουμζερί ήταν γεμάτο ημεροδρόμους- κι ο μυστηριώδης δαμασκηνής ξένος καθόταν πάλι στο ίδιο τραπέζι απέναντί του και έδειχνε σκεφτικός. Κι ίσως και μια ιδέα απελπισμένος.

 

Ο Κόμπες είχε κρύψει σε μια από τις προσωπικές του κρυψώνες το Σκήπτρο των Βελανιδιών και περίμενε να περάσουν μια-δυο μέρες να ηρεμήσουν τα πράγματα για να φωνάξει τον Πετρεξού και να του το δώσει. Η παρουσία του ξένου όμως τον έκανε λίγο νευρικό. Πήρε τις πληροφορίες του από μια από τις κοπέλες. Ο ξένος είχε τελικά κάνει κάποιες ερωτήσεις που έμοιαζαν διευκρινιστικές, αλλά στην πραγματικότητα δε βοηθούσαν. Είχε έρθει από το Βορρά, από την πόλη Σου-Αλ-Σου και έψαχνε έναν μάγο που τον έλεγαν Μνήμωνα ή κάτι τέτοιο.

 

-Δεν υπάρχει μάγος Μνήμων στο Ζουμζερί, έκανε σκεφτικός ο κλέφτης.

 

-Ε, αυτό του είπαμε κι εμείς, είπε η κοπέλα και έφυγε να σερβίρει κάποιον πελάτη.

 

Ο ήλιος είχε μόλις μεσουρανήσει. Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται τόσο έντονη που καταντούσε αφύσικη ακόμη και για τέτοια μέρα. Οι πελάτες σιωπούσαν αποχαυνωμένοι ή μουρμούριζαν τεμπέλικα κι οι τζίτζικες είχαν σκάσει πάνω στις λεμονιές της Ινολίκ. Και τότε, χωρίς κανέναν λόγο, η αίσθηση του υπερφυσικού του Κόμπες άρχισε να χτυπάει δαιμονισμένα τα καμπανάκια της. Ανακάθησε άθελά του και σταμάτησε να μασάει το άχυρο, σπρώχνοντας μακρυά του το ποτήρι με το κρασί και το υπόλοιπο λιόψωμο και βάζοντας το χέρι του δήθεν ανέμελα μπροστά στ’ αχαμνά του. Κοίταξε την πόρτα της αυλής, έτοιμος για όλα, ύστερα κοίταξε τον παράξενο Βόρειο χωρίς να διακρίνει κάτι επιλήψιμο και τέλος ξανακοίταξε την πόρτα για να σιγουρευτεί ότι η όποια διαφυγή του από πιθανό κίνδυνο ήταν εξασφαλισμένη. Και κοιτώντας όλ’ αυτά, έχασε τα υπόλοιπα.

Edited by naroualis
Link to comment
Share on other sites

Αργκκκκ.... μου τελείωσε :( βρε καλά κάνω εγώ και τα διαβάζω μόνο άμα ποσταριστούν ολόκληρα.

 

Δώσε στο λαό σου Κόμπε!!!! (και γράφε δαιμονισμένα το τρίτο γιατί υποψιάζομαι πως θα μας τελειώσει σύντομα το δεύτερο)

Link to comment
Share on other sites

Γράφω, γράφω. Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Με τρώει ο άτιμος ο Νότιος, ανάθεμα τη μύτη του...

ΙΘ.

 

Και ποια ήταν τα υπόλοιπα; Α, τίποτε σημαντικό. Μια έκλειψη ηλίου που έπεσε γρηγορότερα κι από δύσκολο λεκέ σε ακριβό ρούχο και που δεν είχε προβλέψει κανένας από τους εκατοντάδες αστρονόμους του Ζουμζερί. Κάτι μαύρο κάλυψε σταδιακά αλλά με μεγάλη ταχύτητα τον ηλιακό δίσκο, αφήνοντας μόνο ένα στέμμα από φως να φωτίζει μουντά τη γη. Ένα παράδοξο τρέμουλο του αέρα έκανε το τοπίο να μοιάζει με καυτό καταμεσήμερο στις Μικρές Ερήμους και μια παράξενη μυρωδιά στάχτης μπούκωσε ρουθούνια και λαρύγγια.

 

Κι ενώ όλ’ αυτά λάμβαναν χώρα στους ουρανούς, επί γης επικρατούσε πανζουρλισμός. Ζώα αλυχτούσαν κατατρομαγμένα ή έτρεχαν πανικόβλητα κι άνθρωποι ούρλιαζαν κατατρομαγμένοι ή έτρεχαν πανικόβλητοι. Οι πελάτες της ταβέρνας πετάχτηκαν όρθιοι και όρμησαν στην πόρτα. Η Ινολίκ βγήκε στην αυλή έντρομη, μαζί με το κορίτσι που τη βοηθούσε στη λάντζα. Ο Μπόρτου είχε αγκαλιάσει τον κορμό μιας λεμονιάς και τουρτούριζε –δε μπορούσε ούτε τη στιγμή του μεγαλύτερού του φόβου να υψώσει τη φωνή του και να ουρλιάξει.

 

Όταν επιτέλους ο Κόμπες κατάλαβε τι συνέβαινε γύρω του, η πρώτη του σκέψη ήταν να σβερκώσει τον Βόρειο και να τον κουβαλήσει τσουβαλιαστόν ως το Κονάκι του Πετρεξού. Είχε την ακλόνητη πεποίθηση ότι ο ξένος ήταν υπεύθυνος για την παράδοξη έκλειψη κι η ψυχραιμία του σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές ήταν σαφής ένδειξη γι’ αυτό. Όπως κι ο κλέφτης, ο ξένος δεν είχε σαλέψει από τη θέση του παρά μόνο μια πιθαμή δεξιότερα, ίσα ν’ αποφύγει μια πανικόβλητη κότα που πετάριζε. Ακόμη κι όταν από το δρόμο ακούστηκε η αγωνιώδης κραυγή: «Στο Πετρωμένο Άλσος! Στο Πετρωμένο Άλσος!» κι όλοι άρχισαν να τρέχουν προς τα κει, κανείς από τους δυο τους δε σηκώθηκε.

 

Ο Κόμπες άφησε να πέσει πρώτα μια ευλογημένη ησυχία. Ύστερα με περισπούδαστες κινήσεις, πήρε το άχυρο στο αριστερό του χέρι κι απίθωσε το σύμπλεγμα χέρι-άχυρο στο αριστερό γόνατο. Με τη σιγουριά του αρσενικού που ξέρει ότι δεν το βλέπουν, έχωσε το δείκτη του δεξιού του χεριού στο δεξί του ρουθούνι, τράβηξε κατιτί ημίρρευστο προς τα έξω κι ύστερα το τσίμπησε μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, το έκανε μια ελαστική μπαλίτσα και το εκτόξευσε προς τη μεριά της κότας, που πετάριζε ακόμη πανικόβλητη.

 

-Ωραία μέρα σήμερα, έκανε διπλωματικά.

 

Οποία διπλωματία. Αν ο ξένος ήταν αυτός που υποψιαζόταν, θα ήταν σα να ‘χε πει «Τι χαμπάρια;» την ώρα που ο σουλτεμίρης της Γιαγιαγκατουμπού έστελνε καταπάνω του τον ευνούχο γιαταγανοφόρο καλικάντζαρο του χαρεμιού του, ενώ η αρχιχανούμισσα κι άλλες έξι ευνοούμενες του σουλτεμίρη σπαρταρούσαν από ηδονή, καθισμένες καβαλητά σε στρατηγικά σημεία της ανατομίας του Κόμπες.

 

Κι όμως ο παράξενος Βόρειος δεν έδειξε να αντιδρά αναλόγως.

 

-Ναι, ωραία μέρα, έκανε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Το πάει για ζέστη.

 

-Εκτός κι αν βρέξει, βγήκε ο Κόμπες μπροστά σε μια ταχύτατη αντεπίθεση.

 

-Ναι. Αν βρέξει δε θα ‘ναι ωραία μέρα, έκανε ο άλλος ατάραχα.

 

«Το κάθαρμα,» σκέφτηκε ο κλέφτης. «Ξέρει να ξεφεύγει.»

 

-Κόμπες ο Ντερλικοτής, συστήθηκε τάχα αδιάφορα.

 

-Μ’νάμπου της Γης, έκανε ο Βόρειος στον ίδιο τόνο.

 

-Είμαι Νότιος. Από το Σενίμ-Σοριέν.

 

-Κι εγώ στο Σενίμ-Σοριέν γεννήθηκα, αλλά η καταγωγή μου είναι από το Βορρά, από τις Μικρές Ερήμους. Ποιανού είσαι;

 

Ο Κόμπες μουρμούρισε κάτι μέσ’ απ’ τα δόντια του.

 

-Τι;

 

Ο Κόμπες ξαναμουρμούρισε ένα όνομα.

 

-Τι λες; Δε σ’ ακούω.

 

-Λέω: του Κέλες του Γατομούστακου. Αλλά κόψαμε τις πολλές-πολλές επαφές. Έφυγα πριν από κάμποσα χρόνια και θα κάνω ακόμη αρκετά πριν γυρίσω. Δε σε θυμάμαι όμως.

 

-Κι εγώ έφυγα πριν πολύ καιρό. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Ίσως είχες ακούσει για τη μητέρα μου. Την έλεγαν Ν’σεπλανούζ.

 

Ο κλέφτης ένιωσε μια ζεστή οικειότητα να τον συνδέει με τον παράξενο Βόρειο. Ν’σεπλανούζ… Και βέβαια την ήξερε. Κι είχε καταλάβει εξαρχής ότι ο ξένος της έμοιαζε καταπληκτικά. Μήπως δεν είχε αναρωτηθεί πριν λίγες μέρες αν ήταν γιος της; Ένα ζεστό μυρμήγκιασμα στην άκρη της γλώσσας του προσπαθούσε να τον κάνει να ξεστομίσει το πόσο καλά την ήξερε. Αλλά μάλλον δε θα ‘πρεπε να πει στο γιο της με ποια ιδιότητά της την είχε γνωρίσει. Άλλωστε τι δουλειά είχε ένας γιος να κρίνει τα γούστα της μάνας του;

 

Κούνησε πάλι το χέρι του αόριστα κι έφερε το άχυρο στο στόμα.

 

-Ναι, την είχα ακουστά. Καλή γυναίκα. Έτσι έλεγε η μάνα μου τουλάχιστον. Και πώς από το Ζουμζερί;

 

Τότε ο Μ’νάμπου έκανε το λάθος. Έτριψε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά στο σβέρκο του κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ουρανό. Ο Κόμπες πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο, τράβηξε το σπαθί του και στάθηκε δίπλα στην πόρτα της αυλής.

 

-Νομίζω ότι θα ‘θελες να πεις δυο κουβέντες με το φίλο μου τον Πετρεξού, έκανε.

 

Ο Βόρειος τινάχτηκε ξαφνιασμένος, όχι τόσο από τη σπαθάρα που ο άλλος κράδαινε μπροστά του, όσο από το όνομα που ξεστόμισε ο κλέφτης.

 

-Πετρεξού; Ο Μνήμων Πετρεξού; Διατηρεί ακόμα το πρώτο του όνομα;

 

Κι αυτό έφτανε να πείσει τον Κόμπες ότι ο ξένος ήταν ο μόνος αίτιος της αναίτιας έκλειψης που τρόμαζε την κοιλάδα του Ζουμζερί.

Link to comment
Share on other sites

Κ.

 

Στη Σχολή Λωποδυτικής, στο Άνω Λασκαπαπόρο, το πρώτο μάθημα που παίρνουν οι πρωτοετείς κλέφτες είναι πως ένα κλέφτης δεν πρέπει να έχει συνήθειες. Φανταστείτε κάποιον που κλέβει πάντα παρόμοια πράγματα, με την ίδια τεχνική, τις ίδιες ώρες της νύχτας και με τον ίδιο κλεπταποδόχο. Πόσες ώρες –για να μην πω λεπτά της ώρας- θα χρειαζόταν η ασφάλεια της πόλης να τον τσιμπήσει;

 

Τρίχες, όπως θα ‘λεγαν κι οι απόφοιτοι. Ένας κλέφτης επιβάλλεται να έχει συνήθειες. Πρέπει να συνηθίζει να μην φλυαρεί για τα κατορθώματά του. Να συνηθίζει να είναι προσεκτικός ακόμη κι όταν δε χρειάζεται. Να συνηθίζει να διαλέγει την πορεία του με τέτοιον τρόπο ώστε κανείς να μην τον παίρνει χαμπάρι. Και για να υποστηρίξουν την πεποίθησή τους αυτή, οι απόφοιτοι σού φέρνουν ένα χορταστικό αριθμό παραδειγμάτων κλεφτών, που αυτές τους οι συνήθειες τους έσωσαν τη ζωή. Και κατόπιν σου παραθέτουν έναν εξίσου χορταστικό αριθμό παραδειγμάτων κλεφτών που δεν τίμησαν τις συνήθειές τους και κατέληξαν δέσμιοι στα υπόγεια του τρυπανιστή κρανίων.

 

Δηλαδή του δημόσιου δήμιου στο Ζουμζερί.

 

Ο Κόμπες δεν είχε ποτέ βρεθεί στο Άνω Λασκαπαπόρο, ούτε είχε ποτέ παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή Λωποδυτικής, πόσο μάλλον να αποφοιτήσει από αυτήν. Κι όμως συμμεριζόταν πλήρως την πεποίθηση των αποφοίτων της Σχολής όσον αφορά τις συνήθειες. Κι έτσι, παρ’ όλο που ολόκληρο το Ζουμζερί είχε μαζευτεί έντρομο στο Πετρωμένο Άλσος και μουρμούριζε προσευχές σε μια ντουζίνα ηλιακές θεότητες, της Δέναμ-Τάαφε, θεάς των εκλείψεων συμπεριλαμβανομένης, εκείνος δεν ξέχασε το συνήθειό του να πηγαίνει αλαφροπάτητος σα γάτος από τους λιγότερο κεντρικούς δρόμους. Η πόλη ήταν άδεια, αν εξαιρούσες σκύλους που αλυχτούσαν θρηνητικά παλεύοντας με τις αλυσίδες τους, γάτες που τουρτούριζαν φτύνοντας ζαρωμένες σε γωνίτσες και ιπτάμενα πουλερικά, του το ‘χαν σκάσει απ’ τα κοτέτσια μέσα στο γενικό χαμό. Περπατούσε τόσο προσεκτικά, όσο αν ήταν καταμεσήμερο, τη μέρα της γιορτής του θερινού ηλιοστάσιου κι είχε πάνω του ένα τσουβαλάκι κλοπιμαία καλά πατικωμένο.

 

Ο Μ’νάμπου περπατούσε πίσω του, ακολουθώντας τον κατά πόδας. Δεν υστερούσε σε τίποτε σε προσοχή από τον Κόμπες κι ο τρόπος που περπατούσε ήταν το ίδιο αιλουροειδής. Αν ήταν νύχτα δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις τον Νότιο από τις σκιές, αλλά θα έπρεπε να κοιτάξεις πολύ προσεκτικά για να δεις και το Βόρειο.

 

Η ταβέρνα της Ινολίκ ήταν περίπου στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στην Έκτη Γέφυρα. Ο ποταμός Σογκούλ διασχίζει το Ζουμζερί από Δύση προς Ανατολή και τα δύο μισά της ενώνονται με οχτώ κανονικές και μια διπλή γέφυρα. Στο ανατολικότερο σημείο των τειχών της πόλης ο Σογκούλ περνά κάτω από μια μεγάλη πύλη, στολισμένη με πολύχρωμα πορσελάνινα πλακίδια και βγαίνει στη στενή του κοιλάδα, για να συνεχίσει την πορεία του προς τη θάλασσα. Την πύλη εξόδου του ποταμού την λένε Πύλη του Αποχωρισμού και πολύ, μα πάρα πολύ κοντά της είχε ο Πετρεξού το Κονάκι του.

 

Ο Κόμπες διάλεξε να πλησιάσει το Κονάκι με κυκλωτικές κινήσεις, ελέγχοντας πρώτα τα πέριξ για αδιάκριτα βλέμματα, ύστερα την περίμετρο του σπιτιού για παγίδες και τέλος τα παράθυρα για ανεπιθύμητες συναντήσεις. Δεν ήταν τόσο ότι δεν ήθελε να τον δει η Μέρσα, η οικονομικώς αχόρταγη ερωμένη του Πετρεξού, όσο ότι δεν ήθελε ο ίδιος να τη δει. Το κοπελάκι του γύριζε τα έντερα, ακόμη κι αν ήταν η αφορμή να γνωριστεί και να συνεργαστεί με το μάγο.

 

Ο Πετρεξού είχε ελάχιστους υπηρέτες κι από αυτούς μόνο ένας ήταν αποκλειστικά δικός του, ένας γεράκος στεγνός και μαυριδερός, σα μούμια, που κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο μάγος δεν ήξερε το όνομά του και που χασκογελούσε ύποπτα ό,τι κι αν συνέβαινε. Ήταν κι ο μοναδικός που είχε μείνει στο Κονάκι, αφού η κατατρομαγμένη Μέρσα είχε πάρει τις θεραπαινίδες της κι είχε σπεύσει στο Πετρωμένο Άλσος, μαζί με τον υπόλοιπο όχλο. Ο γεράκος άνοιξε την πίσω πόρτα στον Κόμπες και τον Μ’νάμπου και χωρίς να ρωτήσει, τους πέρασε στο παρατηρητήριο του αφέντη του, χασκογελώντας ύποπτα.

 

Ο μάγος καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί, είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το μάτι κολλημένο στην μια άκρη ενός τηλεσκόπιου. Ήταν μικρός στην ηλικία για μάγος, με σκούρο δέρμα και λεπτοκαμωμένο σώμα. Τα μάτια του θύμιζαν ερπετό κι ένα μικρό μουσάκι, περιορισμένο γύρω από το στόμα, έδινε ένταση σε αυτήν την αίσθηση. Φορούσε τα ίδια ρούχα που φορούσε και πριν τρεις μέρες: Λευκή λινή ρόμπα με καφέ μεταξωτό τελείωμα, λινό καφέ σαλβάρι, άσπρο φέσι από τσόχα με καφετιά φούντα και δερμάτινα πασούμια, με βελανίδια κεντημένα με άσπρη κλωστή. Ήταν η συνήθειά του αυτή, να φοράει ρούχα στα χρώματα του μαγικού αντικείμενου που κάθε φορά ανέθετε στον Κόμπες να κλέψει, όσο να φτάσουν τα αντικείμενα αυτά στα χέρια του. Η Μέρσα δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό το χούι, αλλά αν ήθελε να κάνει τη ζωή που της άρεσε έπρεπε να το ανέχεται.

 

(Και για άλλη μια φορά πρέπει να μιλήσουμε για το πόσο παράξενη πόλη είναι το Ζουμζερί και πόσο παράξενοι είναι οι κάτοικοί του. Σε έναν κόσμο όπου το ύφασμα δεν είναι για χόρταση και θεωρείται μάλλον είδος πολυτελείας, οι Ζουμζεριώτες έχουν το κοινωνικό παράδοξο να θεωρούν μεγάλη κατάντια να έχει κάποιος λιγότερες από δέκα φορεσιές, τις οποίες μάλιστα πρέπει να αλλάζει τουλάχιστον μια φορά τη μέρα. Αν βρεθεί κανείς στο Ζουμζερί και φορέσει δυο συνεχόμενες μέρες τα ίδια ρούχα, θεωρείται πιθανότατα ζητιάνος και άνθρωπος κατωτέρας πνευματικής τε και κοινωνική στάθμης. Εξ ου και η απελπισία της Μέρσας, όταν ο εραστής της έμενε μερικές φορές δέκα και πλέον μέρες χωρίς ν’ αλλάξει. Για να μην αναφερθεί κανείς στην μυρωδιά του σώματός του και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.)

 

Ο Πετρεξού φαινόταν νευρικός. Κουνούσε σπασμωδικά πάνω κάτω το πόδι του και δάγκωνε χείλια και μούσι ταραγμένος, στα όρια του ελέγχου του.

 

-Έφερα ένα φίλο, έκανε ο Κόμπες αντί χαιρετισμού.

 

Ο μάγος τους έριξε ένα βλέμμα που δεν έμοιαζε να συνειδητοποιεί την ύπαρξή τους. Μουρμούρισε ένα «μπράβο, μπράβο, καλώς τους», ξαναγύρισε στο τηλεσκόπιό του, τράβηξε σκεφτικός κάποιες τρίχες στο μικρό περιποιημένο του μούσι κι ύστερα γούρλωσε τα μάτια και τα κάρφωσε έτσι γουρλωμένα στον Κόμπες.

 

-ΕΙΣΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΑ; Φρύαξε.

 

-Πολύ καλά, ευχαριστώ, έκανε ο κλέφτης ατάραχος. Ο φιλαράκος από δω έχει έρθει από πολύ μακρυά για να σε συναντήσει κι έχει κάτι να σου πει για την εκλειψούλα που μας προβληματίζει εδώ και λίγη ώρα.

 

Ο Πετρεξού είχε κοκκινήσει ως τ’ αυτιά, αλλά πριν προλάβει να λούσει τον Κόμπες μ’ ένα κάρο πολύ ευφάνταστα κοσμητικά επίθετα, ο Μ’νάμπου σήκωσε το πουκάμισό του, επιδεικνύοντας το στήθος του. Κι ο μάγος βιάστηκε να κλείσει το στόμα του και να σηκωθεί από το σκαμνί.

 

Στο στήθος του νεαρού Βόρειου κάποιος καλλιτέχνης του τατουάζ είχε χαράξει έναν πολύπλοκο συνδυασμό από μαύρες καμπύλες και βούλες. Μια από τις βούλες ήταν κόκκινη, μ’ ένα χρώμα που δύσκολα ξεχώριζε από εκείνο του αίματος. Ο Κόμπες δεν είχε ποτέ πριν δει το γενέθλιο τατουάζ του γιου ενός Μεγάλου Μάγιστρου, αλλά ήξερε σαν καλός πρώην έμπορος την ιστορία, ή τουλάχιστον ό,τι μπορούσε να διαρρεύσει από τη σέκτα των Μάγων κι ό,τι μάθαινε από τον Πετρεξού.

 

-Γέρο, κρασί! φώναξε ο Πετρεξού.

 

Ο ξένος έκανε μια κίνηση να τον σταματήσει.

 

-Δε χρειάζεται, είπε σιγανά. Αρκεί που σε βρήκα, Μνήμωνα. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και δε μπορώ να κάνω τίποτε. Μη διώξεις το φίλο σου, θα χρειαστεί.

 

Ο Κόμπες είχε αποσυρθεί διακριτικά κι ετοιμαζόταν να φύγει, μιας και η κατάσταση είχε πλέον φύγει από τα χέρια του. Τα λόγια του Βόρειου δεν τον παραξένεψαν, αν και ξεφύσηξε με κάποια δυσφορία.

 

Για την επόμενη μισή ώρα, ο Μ’νάμπου τους εξηγούσε την κατάσταση. Ο αρχηγός της σέκτας των Μάγων, σε μια επανάληψη της αρχαίας ιστορίας, είχε πεθάνει αιφνίδια, χωρίς ο θάνατός του να έχει προφητευτεί από κανένα μάντη.

 

-Αυτό είναι πολύ ύποπτο, αλλά σαν γεγονός παραμένει: η σέκτα είναι χωρίς αρχηγό και το Χρίσμα δεν έχει δωθεί στο διάδοχο. Το συμβούλιο είναι σε σύγχυση κι όσο δεν υπάρχει Μέγας Μάγιστρος να υφαίνει το ξόρκι των εκλείψεων, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι μπορεί κανείς να υπολογίσει. Είμαι ο μικρότερος γιος του κι ως εκ τούτου ο λιγότερο πιθανός διάδοχος, οπότε το συμβούλιο έστειλε εμένα να σε βρω και να δούμε τι θα κάνουμε. Τα αδέλφια μου προσπαθούν να κρατήσουν την κατάσταση υπό έλεγχο, αλλά δεν καταφέρνουν και πολλά όπως μπορείς να δεις. Αν κάποιος δεν έχει το Σκήπτρο, δε μπορεί να κρατήσει το ξόρκι των εκλείψεων. Κι αφού ο πατέρας δεν όρισε διάδοχο δείχνοντάς του το Σκήπτρο, τότε κανείς δε μπορεί να ξέρει πού είναι.

 

Ο Πετρεξού τον παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινότερο κι από τους ουρανούς του Ζουμζερί.

 

-Το Σκήπτρο των Εκλείψεων είναι ένα από τα πιο καλά προστατευμένα μαγικά αντικείμενα του κόσμου, έκανε τελικά. Χαίρομαι που έστειλαν το γιο του Μεγάλου Μάγιστρου, γιατί οι δυνάμεις που θα χρειαστούν για να το βρούμε είναι πολύ ισχυρότερες από τις δικές μου. Είχα στείλει στο Συμβούλιο μήνυμα για τις περίεργες κινήσεις στους ουρανούς, επισημαίνοντας την παλιά ιστορία με τους Τέσσερις Ταξιδευτές. Πού να φανταστώ ότι είχα δίκιο κι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται… Πόσος καιρός είναι που πέθανε ο αρχηγός;

 

-Είκοσι μέρες. Πάνω κάτω.

 

-Τα αδέλφια σου πρέπει να είναι πολύ ισχυρά. Είκοσι μέρες… και κράτησαν τις εκλείψεις υπό έλεγχο; Ήξερα ότι η μαγεία στην οικογένειά σου είναι βαθιά, αλλά αυτό δεν το περίμενα.

 

Ο Μ’νάμπου χαμογέλασε πικρά.

 

-Οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τις ιδιότητές τους μόνο σε περιόδους κρίσης, έκανε θυμόσοφα. Κι ο φίλος σου από δω φαίνεται ότι έχει μια πολύ σπουδαία ιδιότητα για την υπόθεσή μας. Δεν είναι απλά ένας κλέφτης. Έχει γεννηθεί στο Σενίμ-Σοριέν.

 

Ο Πετρεξού κοίταξε τον Κόμπες. Το βλέμμα του ήταν θανάσιμα σοβαρό.

 

-Καταλαβαίνω, έκανε.

 

-Ωραία, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος ο Κόμπες. Αφού τα συμφωνήσατε μεταξύ σας, μήπως να μου λέγατε κι εμένα τι τρέχει, μην αρχίσω να μοιράζω ανάποδες;

Link to comment
Share on other sites

Κ.

 

Στη Σχολή Λωποδυτικής, στο Άνω Λασκαπαπόρο, το πρώτο μάθημα που παίρνουν οι πρωτοετείς κλέφτες είναι πως ένα κλέφτης δεν πρέπει να έχει συνήθειες. Φανταστείτε κάποιον που κλέβει πάντα παρόμοια πράγματα, με την ίδια τεχνική, τις ίδιες ώρες της νύχτας και με τον ίδιο κλεπταποδόχο. Πόσες ώρες –για να μην πω λεπτά της ώρας- θα χρειαζόταν η ασφάλεια της πόλης να τον τσιμπήσει;

 

Τρίχες, όπως θα ‘λεγαν κι οι απόφοιτοι. Ένας κλέφτης επιβάλλεται να έχει συνήθειες. Πρέπει να συνηθίζει να μην φλυαρεί για τα κατορθώματά του. Να συνηθίζει να είναι προσεκτικός ακόμη κι όταν δε χρειάζεται. Να συνηθίζει να διαλέγει την πορεία του με τέτοιον τρόπο ώστε κανείς να μην τον παίρνει χαμπάρι. Και για να υποστηρίξουν την πεποίθησή τους αυτή, οι απόφοιτοι σού φέρνουν ένα χορταστικό αριθμό παραδειγμάτων κλεφτών, που αυτές τους οι συνήθειες τους έσωσαν τη ζωή. Και κατόπιν σου παραθέτουν έναν εξίσου χορταστικό αριθμό παραδειγμάτων κλεφτών που δεν τίμησαν τις συνήθειές τους και κατέληξαν δέσμιοι στα υπόγεια του τρυπανιστή κρανίων.

 

Δηλαδή του δημόσιου δήμιου στο Ζουμζερί.

 

Ο Κόμπες δεν είχε ποτέ βρεθεί στο Άνω Λασκαπαπόρο, ούτε είχε ποτέ παρακολουθήσει μαθήματα στη Σχολή Λωποδυτικής, πόσο μάλλον να αποφοιτήσει από αυτήν. Κι όμως συμμεριζόταν πλήρως την πεποίθηση των αποφοίτων της Σχολής όσον αφορά τις συνήθειες. Κι έτσι, παρ’ όλο που ολόκληρο το Ζουμζερί είχε μαζευτεί έντρομο στο Πετρωμένο Άλσος και μουρμούριζε προσευχές σε μια ντουζίνα ηλιακές θεότητες, της Δέναμ-Τάαφε, θεάς των εκλείψεων συμπεριλαμβανομένης, εκείνος δεν ξέχασε το συνήθειό του να πηγαίνει αλαφροπάτητος σα γάτος από τους λιγότερο κεντρικούς δρόμους. Η πόλη ήταν άδεια, αν εξαιρούσες σκύλους που αλυχτούσαν θρηνητικά παλεύοντας με τις αλυσίδες τους, γάτες που τουρτούριζαν φτύνοντας ζαρωμένες σε γωνίτσες και ιπτάμενα πουλερικά, του το ‘χαν σκάσει απ’ τα κοτέτσια μέσα στο γενικό χαμό. Περπατούσε τόσο προσεκτικά, όσο αν ήταν καταμεσήμερο, τη μέρα της γιορτής του θερινού ηλιοστάσιου κι είχε πάνω του ένα τσουβαλάκι κλοπιμαία καλά πατικωμένο.

 

Ο Μ’νάμπου περπατούσε πίσω του, ακολουθώντας τον κατά πόδας. Δεν υστερούσε σε τίποτε σε προσοχή από τον Κόμπες κι ο τρόπος που περπατούσε ήταν το ίδιο αιλουροειδής. Αν ήταν νύχτα δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις τον Νότιο από τις σκιές, αλλά θα έπρεπε να κοιτάξεις πολύ προσεκτικά για να δεις και το Βόρειο.

 

Η ταβέρνα της Ινολίκ ήταν περίπου στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στην Έκτη Γέφυρα. Ο ποταμός Σογκούλ διασχίζει το Ζουμζερί από Δύση προς Ανατολή και τα δύο μισά της ενώνονται με οχτώ κανονικές και μια διπλή γέφυρα. Στο ανατολικότερο σημείο των τειχών της πόλης ο Σογκούλ περνά κάτω από μια μεγάλη πύλη, στολισμένη με πολύχρωμα πορσελάνινα πλακίδια και βγαίνει στη στενή του κοιλάδα, για να συνεχίσει την πορεία του προς τη θάλασσα. Την πύλη εξόδου του ποταμού την λένε Πύλη του Αποχωρισμού και πολύ, μα πάρα πολύ κοντά της είχε ο Πετρεξού το Κονάκι του.

 

Ο Κόμπες διάλεξε να πλησιάσει το Κονάκι με κυκλωτικές κινήσεις, ελέγχοντας πρώτα τα πέριξ για αδιάκριτα βλέμματα, ύστερα την περίμετρο του σπιτιού για παγίδες και τέλος τα παράθυρα για ανεπιθύμητες συναντήσεις. Δεν ήταν τόσο ότι δεν ήθελε να τον δει η Μέρσα, η οικονομικώς αχόρταγη ερωμένη του Πετρεξού, όσο ότι δεν ήθελε ο ίδιος να τη δει. Το κοπελάκι του γύριζε τα έντερα, ακόμη κι αν ήταν η αφορμή να γνωριστεί και να συνεργαστεί με το μάγο.

 

Ο Πετρεξού είχε ελάχιστους υπηρέτες κι από αυτούς μόνο ένας ήταν αποκλειστικά δικός του, ένας γεράκος στεγνός και μαυριδερός, σα μούμια, που κανείς, ούτε καν ο ίδιος ο μάγος δεν ήξερε το όνομά του και που χασκογελούσε ύποπτα ό,τι κι αν συνέβαινε. Ήταν κι ο μοναδικός που είχε μείνει στο Κονάκι, αφού η κατατρομαγμένη Μέρσα είχε πάρει τις θεραπαινίδες της κι είχε σπεύσει στο Πετρωμένο Άλσος, μαζί με τον υπόλοιπο όχλο. Ο γεράκος άνοιξε την πίσω πόρτα στον Κόμπες και τον Μ’νάμπου και χωρίς να ρωτήσει, τους πέρασε στο παρατηρητήριο του αφέντη του, χασκογελώντας ύποπτα.

 

Ο μάγος καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί, είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το μάτι κολλημένο στην μια άκρη ενός τηλεσκόπιου. Ήταν μικρός στην ηλικία για μάγος, με σκούρο δέρμα και λεπτοκαμωμένο σώμα. Τα μάτια του θύμιζαν ερπετό κι ένα μικρό μουσάκι, περιορισμένο γύρω από το στόμα, έδινε ένταση σε αυτήν την αίσθηση. Φορούσε τα ίδια ρούχα που φορούσε και πριν τρεις μέρες: Λευκή λινή ρόμπα με καφέ μεταξωτό τελείωμα, λινό καφέ σαλβάρι, άσπρο φέσι από τσόχα με καφετιά φούντα και δερμάτινα πασούμια, με βελανίδια κεντημένα με άσπρη κλωστή. Ήταν η συνήθειά του αυτή, να φοράει ρούχα στα χρώματα του μαγικού αντικείμενου που κάθε φορά ανέθετε στον Κόμπες να κλέψει, όσο να φτάσουν τα αντικείμενα αυτά στα χέρια του. Η Μέρσα δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό το χούι, αλλά αν ήθελε να κάνει τη ζωή που της άρεσε έπρεπε να το ανέχεται.

 

(Και για άλλη μια φορά πρέπει να μιλήσουμε για το πόσο παράξενη πόλη είναι το Ζουμζερί και πόσο παράξενοι είναι οι κάτοικοί του. Σε έναν κόσμο όπου το ύφασμα δεν είναι για χόρταση και θεωρείται μάλλον είδος πολυτελείας, οι Ζουμζεριώτες έχουν το κοινωνικό παράδοξο να θεωρούν μεγάλη κατάντια να έχει κάποιος λιγότερες από δέκα φορεσιές, τις οποίες μάλιστα πρέπει να αλλάζει τουλάχιστον μια φορά τη μέρα. Αν βρεθεί κανείς στο Ζουμζερί και φορέσει δυο συνεχόμενες μέρες τα ίδια ρούχα, θεωρείται πιθανότατα ζητιάνος και άνθρωπος κατωτέρας πνευματικής τε και κοινωνική στάθμης. Εξ ου και η απελπισία της Μέρσας, όταν ο εραστής της έμενε μερικές φορές δέκα και πλέον μέρες χωρίς ν’ αλλάξει. Για να μην αναφερθεί κανείς στην μυρωδιά του σώματός του και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.)

 

Ο Πετρεξού φαινόταν νευρικός. Κουνούσε σπασμωδικά πάνω κάτω το πόδι του και δάγκωνε χείλια και μούσι ταραγμένος, στα όρια του ελέγχου του.

 

-Έφερα ένα φίλο, έκανε ο Κόμπες αντί χαιρετισμού.

 

Ο μάγος τους έριξε ένα βλέμμα που δεν έμοιαζε να συνειδητοποιεί την ύπαρξή τους. Μουρμούρισε ένα «μπράβο, μπράβο, καλώς τους», ξαναγύρισε στο τηλεσκόπιό του, τράβηξε σκεφτικός κάποιες τρίχες στο μικρό περιποιημένο του μούσι κι ύστερα γούρλωσε τα μάτια και τα κάρφωσε έτσι γουρλωμένα στον Κόμπες.

 

-ΕΙΣΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΑ; Φρύαξε.

 

-Πολύ καλά, ευχαριστώ, έκανε ο κλέφτης ατάραχος. Ο φιλαράκος από δω έχει έρθει από πολύ μακρυά για να σε συναντήσει κι έχει κάτι να σου πει για την εκλειψούλα που μας προβληματίζει εδώ και λίγη ώρα.

 

Ο Πετρεξού είχε κοκκινήσει ως τ’ αυτιά, αλλά πριν προλάβει να λούσει τον Κόμπες μ’ ένα κάρο πολύ ευφάνταστα κοσμητικά επίθετα, ο Μ’νάμπου σήκωσε το πουκάμισό του, επιδεικνύοντας το στήθος του. Κι ο μάγος βιάστηκε να κλείσει το στόμα του και να σηκωθεί από το σκαμνί.

 

Στο στήθος του νεαρού Βόρειου κάποιος καλλιτέχνης του τατουάζ είχε χαράξει έναν πολύπλοκο συνδυασμό από μαύρες καμπύλες και βούλες. Μια από τις βούλες ήταν κόκκινη, μ’ ένα χρώμα που δύσκολα ξεχώριζε από εκείνο του αίματος. Ο Κόμπες δεν είχε ποτέ πριν δει το γενέθλιο τατουάζ του γιου ενός Μεγάλου Μάγιστρου, αλλά ήξερε σαν καλός πρώην έμπορος την ιστορία, ή τουλάχιστον ό,τι μπορούσε να διαρρεύσει από τη σέκτα των Μάγων κι ό,τι μάθαινε από τον Πετρεξού.

 

-Γέρο, κρασί! φώναξε ο Πετρεξού.

 

Ο ξένος έκανε μια κίνηση να τον σταματήσει.

 

-Δε χρειάζεται, είπε σιγανά. Αρκεί που σε βρήκα, Μνήμωνα. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και δε μπορώ να κάνω τίποτε. Μη διώξεις το φίλο σου, θα χρειαστεί.

 

Ο Κόμπες είχε αποσυρθεί διακριτικά κι ετοιμαζόταν να φύγει, μιας και η κατάσταση είχε πλέον φύγει από τα χέρια του. Τα λόγια του Βόρειου δεν τον παραξένεψαν, αν και ξεφύσηξε με κάποια δυσφορία.

 

Για την επόμενη μισή ώρα, ο Μ’νάμπου τους εξηγούσε την κατάσταση. Ο αρχηγός της σέκτας των Μάγων, σε μια επανάληψη της αρχαίας ιστορίας, είχε πεθάνει αιφνίδια, χωρίς ο θάνατός του να έχει προφητευτεί από κανένα μάντη.

 

-Αυτό είναι πολύ ύποπτο, αλλά σαν γεγονός παραμένει: η σέκτα είναι χωρίς αρχηγό και το Χρίσμα δεν έχει δωθεί στο διάδοχο. Το συμβούλιο είναι σε σύγχυση κι όσο δεν υπάρχει Μέγας Μάγιστρος να υφαίνει το ξόρκι των εκλείψεων, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι μπορεί κανείς να υπολογίσει. Είμαι ο μικρότερος γιος του κι ως εκ τούτου ο λιγότερο πιθανός διάδοχος, οπότε το συμβούλιο έστειλε εμένα να σε βρω και να δούμε τι θα κάνουμε. Τα αδέλφια μου προσπαθούν να κρατήσουν την κατάσταση υπό έλεγχο, αλλά δεν καταφέρνουν και πολλά όπως μπορείς να δεις. Αν κάποιος δεν έχει το Σκήπτρο, δε μπορεί να κρατήσει το ξόρκι των εκλείψεων. Κι αφού ο πατέρας δεν όρισε διάδοχο δείχνοντάς του το Σκήπτρο, τότε κανείς δε μπορεί να ξέρει πού είναι.

 

Ο Πετρεξού τον παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινότερο κι από τους ουρανούς του Ζουμζερί.

 

-Το Σκήπτρο των Εκλείψεων είναι ένα από τα πιο καλά προστατευμένα μαγικά αντικείμενα του κόσμου, έκανε τελικά. Χαίρομαι που έστειλαν το γιο του Μεγάλου Μάγιστρου, γιατί οι δυνάμεις που θα χρειαστούν για να το βρούμε είναι πολύ ισχυρότερες από τις δικές μου. Είχα στείλει στο Συμβούλιο μήνυμα για τις περίεργες κινήσεις στους ουρανούς, επισημαίνοντας την παλιά ιστορία με τους Τέσσερις Ταξιδευτές. Πού να φανταστώ ότι είχα δίκιο κι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται… Πόσος καιρός είναι που πέθανε ο αρχηγός;

 

-Είκοσι μέρες. Πάνω κάτω.

 

-Τα αδέλφια σου πρέπει να είναι πολύ ισχυρά. Είκοσι μέρες… και κράτησαν τις εκλείψεις υπό έλεγχο; Ήξερα ότι η μαγεία στην οικογένειά σου είναι βαθιά, αλλά αυτό δεν το περίμενα.

 

Ο Μ’νάμπου χαμογέλασε πικρά.

 

-Οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τις ιδιότητές τους μόνο σε περιόδους κρίσης, έκανε θυμόσοφα. Κι ο φίλος σου από δω φαίνεται ότι έχει μια πολύ σπουδαία ιδιότητα για την υπόθεσή μας. Δεν είναι απλά ένας κλέφτης. Έχει γεννηθεί στο Σενίμ-Σοριέν.

 

Ο Πετρεξού κοίταξε τον Κόμπες. Το βλέμμα του ήταν θανάσιμα σοβαρό.

 

-Καταλαβαίνω, έκανε.

 

-Ωραία, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος ο Κόμπες. Αφού τα συμφωνήσατε μεταξύ σας, μήπως να μου λέγατε κι εμένα τι τρέχει, μην αρχίσω να μοιράζω ανάποδες;

Link to comment
Share on other sites

ΚΑ.

 

Ξανά-μανά στους δρόμους.

 

Και να ‘ναι και νύχτα και να ψιλοβρέχει και πίσω σου να περπατάει ένας τύπος που δε μπορεί να περπατήσει το ίδιο αθόρυβα με σένα. Τι θα έκανε κάθε αξιοπρεπής κλέφτης σε αυτήν την περίπτωση;

 

Ακριβώς. Θα τα βρόνταγε και θα ‘φευγε. Αλλά ο Κόμπες δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια. Οι εκλείψεις απειλούσαν να καταστρέψουν όλον τον κόσμο κι ο Κόμπες τον αγαπούσε τον κόσμο όπως τον ήξερε. Δεν τον ήθελε πιο ερημικό ή πιο χιονισμένο, ή ερημικό και χιονισμένο σε λάθος σημεία. Ήθελε να έχει τη δυνατότητα να τα πίνει στης Ινολίκ και να κοιμάται μαζί της όποτε γούσταρε, να τρώει κρέας από το Χαράτς και τυρί από το οροπέδιο του Σογκούλ, να καρπαζώνει το Μπούρτου και να πειράζει τον Πετρεξού με αφορμή τα καπρίτσια της Μέρσας, να κάνει τις μύξες του μπαλίτσες και να ξύνει τ’ αχαμνά του όταν τον φαγουρίζουν. Αν λοιπόν ήθελε να μπορεί να τα κάνει όλα αυτά, έπρεπε να υπομένει τη φασαρία που έκανε ο μάγος πίσω του, σέρνοντας τη ρόμπα του και τα πασούμια του με τα κεντητά βελανίδια και να ελπίζει ότι δε θα τους πάρει χαμπάρι κανείς.

 

Πράγμα κάπως δύσκολο, αφ’ ενός γιατί η φασαρία δεν είχε καταλαγιάσει ακόμη κι αφ’ ετέρου γιατί η γερουσία είχε βγάλει σε διπλές και τρίδιπλες βάρδιες τις περιπόλους, προς αποφυγήν ταραχών. Οι τουρίστες είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας κι οι μόνιμοι κάτοικοι είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους και δεν ξεμυτούσαν ούτε προς νερού τους, αν και έριχναν συχνά-πυκνά διερευνητικές ματιές απ’ τις γρίλιες των πατζουριών. Κάποιοι πολίτες είχαν αποφασίσει να περάσουν τη νύχτα τους στο Πετρωμένο Άλσος, αλλά μερικές διμοιρίες στρατιωτών τους έστειλαν στα σπίτια τους. Πράγμα που ήθελε πάρα πολύ να κάνει κι ο Κόμπες –να πάει στο δωμάτιο που νοίκιαζε στης Ινολίκ να ξαπλωθεί μπρούμυτα και να κοιμηθεί μέχρι τα γένια του να φυτρώσουν ίσα με δυο πιθαμές. Αλλά ούτε ο Μ’νάμπου, ούτε ο Πετρεξού μπόρεσαν να βρουν κάποια άλλη λύση στο πρόβλημά τους. Κι ήταν και το θέμα της εχεμύθειας στη μέση: κι οι δυο μάγοι επέμεναν να λένε του κλέφτη μόνο τα απολύτως απαραίτητα.

 

(-Υποψιάζομαι ότι μου σκαρώνετε χοντρές πλάκες, είχε πει ο Κόμπες, απειλώντας τους με ένα σετ χορταστικές φάπες.

 

Αλλά ο Μ’νάμπου είχε μείνει σιωπηλός κι ο Πετρεξού δεν είχε ενδώσει, κρατώντας μάλιστα τη θανάσιμα σοβαρή του έκφραση.

 

-Αν ολόκληρη η γη πρόκειται να καταστραφεί κι η σωτηρία της βρίσκεται στα χέρια μου, νομίζεις θα έχανα τον καιρό μου σκαρώνοντας φάρσες; Είχε ρωτήσει.)

 

Ο Κόμπες κρατούσε το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο τυλιγμένο σε μεταξωτό ύφασμα, σ’ ένα δερμάτινο σακουλάκι. Από το σακουλάκι ξεκινούσε ένα σύστημα από λουριά που επέτρεπαν στον κλέφτη να το έχει κρεμασμένο στην πλάτη του και να μην εμποδίζει τις κινήσεις του. Ήλπιζε ότι δε θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει κι ότι θα έφευγε από τα χέρια του το συντομότερο δυνατόν, αλλά οι ελπίδες του είχαν διαψευστεί οικτρά.

 

Αλλά κι ο μάγος πίσω του δεν ήταν λιγότερο απογοητευμένος. Τα κείμενα που είχε καταφέρει να διαβάσει στη βιβλιοθήκη του Ζουμζερί ήταν ελάχιστα διαφωτιστικά όσον αφορά τη θέση του Σκήπτρου των Εκλείψεων, όμως όλα συμφωνούσαν σε κάτι. Για να βρεθεί κάποια άκρη στην αναζήτησή του, θα πρέπει κάποιος που στις φλέβες του τρέχει το αίμα των κατοίκων του Σενίμ-Σοριέν να κρατήσει το Σκήπτρο των Χοίρων στο μιναρέ του Ναού του Ρουμπινιού και να ‘ναι έτοιμος για όλα.

 

Οι δυο συνεργάτες είχαν αποφασίσει να αποφύγουν πάσει θυσία το Πετρωμένος Άλσος. Δεν ήταν ώρα να πλησιάζει κανείς σε ένα μέρος απ’ όπου την είχε φτηνά γλιτώσει πριν από μόλις μια μέρα. Βέβαια, ο Μ’νάμπου είχε μείνει στο Κονάκι, υφαίνοντας ένα περίπλοκο ξόρκι αορατότητας, αλλά τα ξόρκια αορατότητας δε σε κάνουν και αθόρυβο. Κι ο Κόμπες φοβόταν πάρα πολύ ότι κάποιος μια ιδέα πιο έξυπνος από τους υπόλοιπους θα συνδύαζε τους ήχους μεταξύ τους και καρφώνοντας ένα ακόντιο ή ένα στιλέτο στον αέρα, θα έβρισκε κάποιον από τους δυο τους κι αν μη τι άλλο θα τους χάλαγε τα σχέδια.

 

Πλησίασαν με αυτόν τον τρόπο το άλσος του Ναού του Ρουμπινιού από τα ανατολικά, από τη μεριά των σπιτιών. Προσεκτικά όσο ένας ποντικός σε φωλιά γάτας χώθηκαν στο άλσος και χώρισαν. Ο Πετρεξού ανέλαβε να κάνει αντιπερισπασμό, τραβώντας την περίπολο των ιερέων του Ναού προς το μέρος του. Ο Κόμπες ζάρωσε πίσω από το κορμό ενός δέντρου και μόλις η περίπολος άρχισε να τρέχει προς τον αόρατο μάγο, βγάζοντας μικρές θεοσεβούμενες κραυγές, τινάχτηκε σαν βέλος κι έτρεξε ως το μιναρέ του Ρουμπινιού.

 

Ο ιερέας που στεκόταν φύλακας στη βάση του μιναρέ, στην αρχή τρόμαξε με τον ήχο των βημάτων που δεν υποστηριζόταν από τη θέα εκείνου που βημάτιζε κι ύστερα σαν να την ψυλλιάστηκε και σήκωσε το ακόντιό του επιφυλακτικά. Όμως ο αόρατος κλέφτης είχε μεγάλη εμπειρία σε παρόμοιες καταστάσεις κι έτσι ο άτυχος φύλακας έπεσε αναίσθητος με μια γροθιά στο σαγόνι.

 

Ο ιερέας έλεγχε μια πόρτα που οδηγούσε στην κορυφή του μιναρέ. Ο κλέφτης πήρε να ανεβαίνει τα σκαλιά που φιδογύριζαν. Δε χρειαζόταν κάποια δάδα μαζί του, γιατί το κόκκινο φως που ακτινοβολούσε η κορυφή του μιναρέ ήταν τόσο έντονο που έκανε τα πράγματα πολύ εύκολα. Η κορυφή του μιναρέ ήταν ένα μεγάλο ακατέργαστο κρύσταλλο, που είχε το σχήμα της φλόγας ενός κεριού και που στην πραγματικότητα ήταν η κατοπτρική εικόνα του Ρουμπινιού του Ντεό-Νταό, ενός από τα πιο φημισμένα πετράδια του κόσμου. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Ρουμπίνι είχε επιτρέψει στη θέση του, στα υπόγεια του Ναού, μετά την κλοπή του πριν από δύο μήνες από κάποιον απίστευτα θρασύ και ικανό κλέφτη (τον Κόμπες το Ντερλικοτή…) και οι ιερείς του Ναού ήταν πολύ περήφανοι για το κατόρθωμά τους. Το κρύσταλλο ήταν πάνω σ’ ένα βάθρο γεμάτο σκαλιστά στολίδια, στη μέση ενός εξώστη από μάρμαρο κι ο εξώστης είχε στηθαίο που ξεπερνούσε σε ύψος έναν μέτριο σε μπόι άνθρωπο.

 

Ο Κόμπες λύγισε τα γόνατά του, τόσο όσο να μη μπορούν να τον δουν από κάτω. Ο Μ’νάμπου τους είχε πει ότι το ξόρκι του δεν θα κρατούσε πάνω από μια ώρα κι ότι μετά θα χρειαζόταν πάνω από δυο ώρες για να μπορέσει να πλέξει άλλο. Οπότε θα έπρεπε για τη δική του ασφάλεια να θεωρήσει ότι ήταν πια ορατός. Τράβηξε από την πλάτη του το δερμάτινο σακούλι κι έβγαλε από μέσα το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, τυλιγμένο στο μεταξωτό πανί. Το κράτησε στο χέρι του και περίμενε να δει τι θα γινόταν. Κι όταν μια λεπτή κομψή φωνή ακούστηκε πίσω από την πλάτη του, τινάχτηκε απότομα και είδε ένα θηλυκό θαλάσσιο μεταβολίδι να τον κοιτάει ευτυχές, καθισμένο στην κορυφή του κρυστάλλου.

 

-Γουβαραγού να κομεντέκα, αντιγκί μεσέτε που μπανέλι. Χαμαντάλα –ντάλα ντάλα- ράντα πέντεναγιο. Νταρανταέ να κομεντέκα!

 

Ο Κόμπες ζάρωσε τα φρύδια του, πρώτον γιατί αναγνώρισε –αν και παρατονισμένη- τη λέξη Νταραντάε στα λόγια του μεταβολιδιού και δεύτερον γιατί το μεταβολίδι μιλούσε τη γλώσσα της Δυτικής Ουράνιας Ακτής, με την οποία δεν ήταν εξοικειωμένος.

 

-Ε, μήπως να τα λέγαμε στην κοινή που την καταλαβαίνω και καλύτερα;

 

Το μεταβολίδι τον κοίταξε στην αρχή σαστισμένο κι ύστερα γέλασε εγκάρδια. Το γέλιο είναι κάτι που ταιριάζει στα μεταβολίδια και μάλιστα στα θηλυκά. Κάνει τα πέπλα τους να θροΐζουν, τα μαύρα τους μαλλιά να σαλεύουν, τα σταρένια στήθια τους να τραντάζονται και τα γαλάζια μάτια τους ν’ αστράφτουν. Γενικά τα δείχνει αυτό ακριβώς που είναι: Θαλάσσια νεραϊδένια χαριτωμένα πνεύματα σκανδάλου.

 

-Με συγχωρείς φιλαράκο, έκανε στην κοινή. Καμμιά φορά παρασύρομαι και δεν υπολογίζω ότι εσείς οι άνθρωποι έχετε κάποιες από τις δυνατότητές σας περιορισμένες. Λοιπόν, ήρθες να με ελευθερώσεις; Εσύ είσαι ο νέος Μεγάλος Μάγιστρος;

 

-Ε, όχι ακριβώς. Είμαι εδώ εκ μέρους της σέκτας των Μάγων για να βρω πού είναι κρυμμένο το Σκήπτρο των Εκλείψεων. Ο Μέγας Μάγιστρος Μ’νέντου…

 

-Σουτ! Έκανε το μεταβολίδι. Τρελός είσαι θνητέ; Το όνομα του Μεγάλου Μάγιστρου απαγορεύεται να αναφέρεται. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί ν’ ακούει. Ο Μέγας Μάγιστρος πρέπει να προστατεύεται πάντα, για να μπορεί να κρατάει το ξόρκι των εκλείψεων.

 

-Ναι, κάτι μου ‘πανε γι’ αυτό. Ισχύει και για τους πεθαμένους Μεγάλους Μάγιστρους;

 

Το νεραϊδένιο πλάσμα γούρλωσε τα μάτια του.

 

-Πεθαμένους; Θες να πεις ότι…

 

-…ότι ο Μέγας Μάγιστρος Μ’νέντου πέθανε μυστηριωδώς, χωρίς να έχει δοθεί το Χρίσμα στο διάδοχό του.

 

Η θαλασσινή νεράιδα, χαμήλωσε το κεφάλι της θλιμμένη.

 

-Ο Μ’νέντου με είχε ορίσει Φύλακα του Σκήπτρου. Είχα δεχτεί, γιατί τότε ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Νομίζω, αν μου το ζητούσε θα του έκανα κι ένα παιδί… Και τώρα πέθανε.

 

Ο Κόμπες ένιωσε κάπως άσχημα. Το είχε η μοίρα του να πηγαίνει μαντάτα θανάτου σε πλάσματα που αγαπούσαν πολύ εκείνον που είχε πεθάνει;

 

-Λυπάμαι. Αλλά είναι απολύτως απαραίτητο να μου πεις πού είναι το Σκήπτρο. Το Χρίσμα δεν έχει δοθεί και οι γιοι του Μ’νέντου δεν αρκετά δυνατοί για να υφάνουν το ξόρκι των εκλείψεων χωρίς το Σκήπτρο. Εγώ κι ένας μάγος της σέκτας προσπαθούμε να το βρούμε για να τους το στείλουμε. Τότε ίσως καταφέρουν να αποφασίσουν ποιος θα πάρει το Χρίσμα.

 

-Οι Μάγοι δε μπορούν ν’ αποφασίσουν ποιος θα πάρει το Χρίσμα. Δεν είναι στο χέρι τους. Το Χρίσμα δίνεται στον ικανότερο μάγο, όταν το Σκήπτρο βρεθεί. Όταν ένας άντρας που στις φλέβες του τρέχει το αίμα των κατοίκων του Σενίμ-Σοριέν κρατήσει το Σκήπτρο των Χοίρων στο μιναρέ του Ναού του Ρουμπινιού, εμφανίζεται ο εκάστοτε Φύλακας του Σκήπτρου. Αν είσαι εντάξει σε κάποια πράγματα, τότε θα σου δώσω το Σκήπτρο. Κι όταν το πάρεις στα χέρια σου, τότε θα δοθεί το Χρίσμα, σ’ εκείνον που είναι άξιος να φέρει τον τίτλο του Μεγάλου Μάγιστρου.

 

Ο κλέφτης άρχισε να δυσφορεί.

 

-Μα είμαστε εντάξει με τα διαδικαστικά. Επειδή πληρώ όλες τις προϋποθέσεις δε μου λες που είχε κρύψει το Σκήπτρο ο μακαρίτης;

 

Το μεταβολίδι χαμογέλασε κάπως αυτάρεσκα, ξεχνώντας προς στιγμήν τη θλίψη του.

 

-Πες μου κάτι ακόμα πρώτα; Είναι κάποιος που σε βοηθάει σ’ αυτό;

 

Τότε ο Κόμπες διηγήθηκε στο μεταβολίδι την κατάσταση με όλες τις λεπτομέρειες. Μίλησε για τον ανεξήγητο θάνατο του Μεγάλου Μάγιστρου, για το ξόρκι των εκλείψεων που προσπαθούσαν να το κρατήσουν οι γιοί του, για το ταξίδι του Μ’νάμπου της Γης, του μικρότερού του γιου, από τις Μικρές Ερήμους ως το Ζουμζερί, για τον Πετρεξού και την προσπάθειά του να βρει το Σκήπτρο των Εκλείψεων πριν γίνει καμμιά χοντρή ζημιά στον ουράνιο χάρτη. Περιέγραψε τις λυσσασμένες προσπάθειες του Πετρεξού να μπει στη Βιβλιοθήκη του Ζουμζερί, την ώρα που έξω οργίαζε ο τρόμος από την αναίτια έκλειψη, το πώς ο Μ’νάμπου έπλεκε νοερά ένα ξόρκι εύρεσης, για να βοηθήσει τον Πετρεξού να βρει γρήγορα το κείμενο που έψαχνε, καθώς και όλο το σκηνικό που είχαν στήσει οι τρεις τους τούτη τη βραδιά. Αλλά σαν προσεκτικός κλέφτης που ήταν παρέλειψε εντέχνως να πει το όνομά του ή το όνομα του Πετρεξού.

 

Η θαλάσσια νεράιδα έριξε ένα βλέμμα μακρυά, στον ορίζοντα, λες και μπορούσε να δει το Μ’νάμπου κρυμμένο στο Κονάκι του Πετρεξού να προσπαθεί να συνέλθει εξαντλημένος από το ξόρκι της αορατότητας. Ύστερα αναστέναξε.

 

-Αχ, είκοσι χρόνια είναι πολλά, ακόμη και για ένα μεταβολίδι. Ελπίζω ο διάδοχος του Μ’νέντου να φανεί σπλαχνικός και να μη με αιχμαλωτίσει κι αυτός για άλλα είκοσι χρόνια. Αν δε δω τη θάλασσά μου και τ’ αδέλφια μου στην Ουράνια Ακτή σύντομα, θα μαραζώσω και θα πεθάνω…

 

Ο Κόμπες ξεφύσηξε ανυπόμονα.

 

-Δεν αφήνουμε τα μελοδραματικά να κάνουμε καμμιά δουλειά; Είπε. Είμαι αρσενικός, από το Σενίμ-Σοριέν, κρατάω το Σκήπτρο των Βελανιδιών και θέλω το Σκήπτρο των Εκλείψεων. Λέγε πού είναι.

 

Η θαλάσσια νεράιδα αναστέναξε ξανά. Έριξε μια ματιά στον κλέφτη κι έπειτα έστειλε το βλέμμα της προς το Νότο, νοσταλγώντας κάτι αγαπημένο -τα γαλανά, κρυστάλλινα νερά της Ουράνιας Ακτής, εκεί όπου εδώ και είκοσι χρόνια την περίμεναν τ’ αδέλφια της ή μήπως τον παρ’ ολίγον εραστή που πέθανε πιθανόν δολοφονημένος; Αναστέναξε για τρίτη φορά, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον Κόμπες και ξαφνικά σαν κάτι να της πέρασε από το μυαλό είπε:

 

-Αλλά είσαι αυτός που είσαι και αυτό κάνει την όλη ιστορία απλά διαδικαστικό θέμα… Εντάξει. Κοίτα κάτω και θα δεις αυτό που ψάχνεις.

 

Ο κλέφτης κοίταξε κάτω, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο παρά γκροτέσκες σκιές στα σκαλιστά στολίδια του βάθρου. Κάτι που είχε σχέση με το χίλιες φορές ενσαρκωμένο Μπουβού-Καμπά προσπαθούσε να εξιστορηθεί πάνω στο μάρμαρο, αλλά ο Κόμπες δε μπορούσε να καταλάβει τι. Ήταν ένα τύπος που κατά τα φαινόμενα κράδαινε ένα τρυπάνι ενάντια σε μια ορδή ελασσόνων δαιμόνων κι εκείνοι έφευγαν από μπροστά του έντρομοι. Το τρυπάνι αυτό ήταν ένθετο στο μάρμαρο, φτιαγμένο από βελανίδια κι έμοιαζε με το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο. Το όλο γλυπτό ήταν σε φυσικό μέγεθος.

 

-Άντε, του είπε το μεταβολίδι. Πάρ’ το.

 

-Ποιο;

 

-Το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο.

 

-Αμάν με τα βελανιδοτέτοια σας και τα διαμαντοαπαυτά σας! αγανάκτησε ο Κόμπες. Δεν το θέλω αυτό το πράγμα! Το Σκήπτρο των Εκλείψεων θέλω!

 

-Ξεχνιέσαι μου φαίνεται. Σκήπτρο των Εκλείψεων είναι το επίσημο, το μαγικό του όνομα, όπως και το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο έχει το επίσημο όνομα Σκήπτρο των Χοίρων. Το καθημερινό του όνομα όμως, αυτό με το οποίο είναι γνωστό στις βιβλιογραφίες, είναι Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο.

 

Ο Κόμπες κοίταξε το μεταβολίδι, ύστερα κοίταξε το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, ύστερα κοίταξε το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο κι ύστερα γύρισε το βλέμμα του στον ουρανό.

 

-Ε, να γαμώ τα Βελανιδοτέτοια σας και τα Διαμαντοτέτοια σας και τα αρχιδοτέτοια σας, γρύλισε κι αν δεν ήταν προσεκτικός και επαγγελματίας κλέφτης θα το είχε ουρλιάξει να το ακούσουν ως το Σενίμ-Σοριέν.

Link to comment
Share on other sites

ΚΒ.

 

Ο Κόμπες δε χρειάστηκε πάνω από δυο στιγμές για να συνέλθει από το ξέσπασμά του. Το μεταβολίδι γελούσε ακόμα όταν άρχισε να φυσάει ένα παράξενος νότιος άνεμος. Τότε το πλάσμα αναστέναξε με ευτυχία ανάμεικτη με προσμονή.

 

-Α, να… έκανε σιγανά. Η αποστολή μου τελείωσε. Ήρθε ο Αδελφός Άνεμος να με πάρει.

 

Έκανε ένα αποχαιρετιστήριο νόημα στον κλέφτη και κατάφερε να τον κάνει να σκάσει ένα χαμόγελο.

 

-Άντε. Στο καλό.

 

Ο άνεμος δεν ήταν πολύ δυνατός, όμως σήκωσε το μεταβολίδι στον αέρα. Το πλάσμα αιωρήθηκε λίγο, φωτισμένο από την κόκκινη λάμψη του μιναρέ.

 

-Μισό λεπτό! Έκανε ο Κόμπες, ενθυμούμενος κάτι που τον είχε ταράξει στην αρχή της γνωριμίας τους. Τι σήμαινε εκείνο που είπες όταν πρωτοεμφανίστηκες;

 

-Α, τίποτε, είπε το μεταβολίδι καθώς ο άνεμος το παρέσυρε προς το Βορρά. Είπα ότι χάρηκα που γνώρισα και προσωπικά τον Κόμπες το Ντερλικοτή. Κι ευχήθηκα να βγουν αληθινές οι προφητείες…

 

-Ποιες προφητείες; Αγανάκτησε ο Κόμπες. Και πού ξέρεις τ’ όνομά μου, αφού δε στο είπα; Ποια είναι η Νταραντάε; Τι είναι η Νταραντάε;

 

Αλλά το μεταβολίδι είχε απομακρυνθεί πολύ και μόνο ένα μέρος της απάντησής του έφτασε ως τον κλέφτη: «...κομεντέκα…»

 

Κατάπιε το θυμό του. Άλλη μια φορά είχε χάσει την ευκαιρία να μάθει κάτι γι’ αυτό το μυστηριώδες χούι κάποιων υπερφυσικών όντων να μην του λένε πράγματα που τον αφορούσαν άμεσα.

 

-Αλλά δε θα σε πετύχω πουθενά, κοριτσάκι; Μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του. Θα δεις τι έχεις να πάθεις…

 

Και φυσικά, όπως είναι γραμμένο και μερικές δεκάδες σελίδες παραπάνω, ο κλέφτης αναφερόταν στην ονειρική γυναίκα που τον είχε βοηθήσει σε μια προηγούμενη περιπέτειά του, αφήνοντάς τον όμως με την απορία, αν το έκανε για το καλό του ή για το κακό του.

 

Μουρμουρίζοντας ακόμα κάποιες ευφάνταστες βρισιές για την αιτία των βασάνων του –του Πετρεξού και της Μέρσας συμπεριλαμβανομένων- τράβηξε προσεκτικά το Σκήπτρο των Εκλείψεων από τη θέση του. Με γρήγορες αλλά επιδέξιες κινήσεις τύλιξε και τα δύο αντικείμενα στο μεταξωτό πανί, ύστερα τα έβαλε και τα δύο στο δερμάτινο σακουλάκι και πέρασε τα λουριά του στους ώμους του. Θαύμασε για λίγα δευτερόλεπτα τη θέα από την κορυφή του μιναρέ του Ρουμπινιού, βγάζοντας πολύ προσεκτικά το κεφάλι του από το πέτρινο στηθαίο κι ύστερα πήρε να κατεβαίνει τη σκάλα για το ισόγειο, σχετικά ευδιάθετος και καμπόσο προσεκτικός.

 

Στο τέλος της σκάλας, ο φύλακας-ιερέας έλειπε. Ο Κόμπες το είδε την τελευταία στιγμή και πήδηξε να κρυφτεί πάλι πίσω στις σκιές, αλλά οι μύτες έξι ακοντίων σημάδεψαν το στήθος του γυαλιστερές-γυαλιστερές.

 

-Βλάσφημε! Έκανε μια φωνή πίσω από τα ακόντια. Τόλμησες ν’ ανέβεις στο μιναρέ του Ρουμπινιού! Η κατάρα του Ντεό-Νταό θα σε κυνηγάει αιώνια! Τι έψαχνες να βρεις στο μέρος όπου δεν πρέπει να πατήσει ποτέ ανθρώπου πόδι;

 

Οι ιερείς ήταν έξι στον αριθμό, ανάμεσά τους ο ένας που ο κλέφτης είχε αφήσει αναίσθητο στη βάση του μιναρέ. Φορούσαν λευκούς λινούς χιτώνες, όλο πιέτες και είχαν τα κεφάλια τους ξυρισμένα και ζωγραφισμένα με περίπλοκα τατουάζ. Είχαν τον τίτλο του Υπηρέτη του Μπουβού-Καμπά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο φρουροί του Ρουμπινιού στην απίθανη περίπτωση που εκείνο θα χανόταν από το Ναό, επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να το βρουν πάσει θυσία, να κατακρεουργήσουν τον κλέφτη ή τον τελευταίο κάτοχο με τρόπους πέρα από κάθε φαντασία και να επιστρέψουν στο Ναό με το Ρουμπίνι. Ένιωθαν μια μικρή δυσφορία που είχαν μέσα στα πόδια τους το Ντεό-Νταό, καθότι ο Ντεό-Νταό, ο θεός Εκείνος Που Ορίζει Τη Μοίρα Των Παιδιών ήταν καμπόσο μοχθηρός και καμπόσο κατώτερος στη θεϊκή ιεραρχία από το Μπουβού-Καμπά. Αλλά οι διαταγές του τελευταίου ήταν σαφείς: όσο παραμένω μη-ενσαρκωμένος, ο Ντεό-Νταό θα προσέχει το Ρουμπίνι μου κι αφήστε τους ανθρώπους να νομίζουν ότι ανήκει στο χαχόλο το Ντεό-Νταό.

 

Ο Κόμπες ήξερε και κάποια άλλα πράγματα για την πάρτη τους. Πρώτον, δεν θα την έβγαζε καθαρή μαζί τους αν τον έπιαναν και τώρα τον είχαν πιάσει. Δεύτερον, κάποια στιγμή θα παρατούσαν τα ακόντια και θα οδηγούσαν τον άπιστο στα υπόγεια του Ναού του Ρουμπινιού δεμένο πισθάγκωνα. Και τρίτον και σπουδαιότερον, όσο πιο πολύ έβριζες και βλαστημούσες μπροστά τους, τόσο πιο απρόσεκτοι θα γίνονταν, φρίττοντας στην ιδέα των βλασφημιών και προσπαθώντας να σε κάνουν να το βουλώσεις.

 

-Σιγά τον πουσταρά το θεό σας! Έκανε εύθυμα. Για ρωτήστε τον, κατάφερε να ενσαρκωθεί τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια; Αλλά βέβαια, όλο ξάπλες με τους μη-ενσαρκωμένους μου είναι κι ο κακομοίρης ο Ντεό-Νταό φυλάει το κωλορουμπίνι φυλακισμένος μέσα στο κωλοϋπόγειο. Καλό μαλακομπούκωμα κι αυτός, κοιμάται κι ονειρεύεται κι ούτε που κατάφερε να με σταματήσει όταν έκλεψα το Ρουμπίνι πριν από μερικούς μήνες. Ή μήπως τα έκανε πάνω του από το φόβο κι έβαλε το δράκο Ζήση να με κυνηγάει;

 

Οι ιερείς άνοιξαν τα στόματά τους δυο πιθαμές, ανατριχιάζοντας στην ιδέα ότι κάποιος είπε τέτοια λόγια για το θεό τους, το Ρουμπίνι του και το φύλακα του Ρουμπινιού. Ο νεότερός τους άφησε το ακόντιό του να του πέσει κάτω κι όρμηξε στον Κόμπες με άγριες διαθέσεις. Ο κλέφτης καραδοκούσε γι’ αυτήν τη στιγμή του άκρατου θυμού –και κατ’ επέκταση της άκρατης απροσεξίας- αλλά δεν περίμενε αυτό που επακολούθησε.

 

Ένα υπόκωφο «φουπ!» ακούστηκε κι η νύχτα έγινε μέρα. Ένα φως λαμπρό όσο η τελευταία καλοκαιρινή πανσέληνος έλαμψε ξαφνικά στους ουρανούς του Ζουμζερί, ένα φως που αιωρούταν εκατό μέτρα ψηλά στον καλοκαιρινό αέρα, πάνω από την Πύλη του Αποχωρισμού. Ήταν ένα φως στρογγυλό, υπογάλανο έως σχεδόν λευκό και στη μέση του μπορούσε κανείς να διακρίνει –με δυσκολία, είναι η αλήθεια- μια αντρική μορφή.

 

-Το Χρίσμα! Φώναξαν έκπληκτοι οι ιερείς του Ρουμπινιού. Το Χρίσμα του Μεγάλου Μάγιστρου! Ο νέος Μέγας Μάγιστρος είναι από το Ζουμζερί!

 

«Ή στο Ζουμζερί», σκέφτηκε ο Κόμπες και με μερικές καλοζυγισμένες γροθιές στις έκπληκτες φάτσες των ιερέων, έπιασε να τρέχει ανάμεσα τα δέντρα του άλσους του Ναού.

Link to comment
Share on other sites

Και εδώ φτάνουμε στο τέλος και της δεύτερης περιπέτειας του Κόμπες του Ντερλικοτή. Ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας και που τον αγκαλιάσατε με τόση αγάπη. Γιατί κατά βάθος, γουστάρει τις αγαπούλες ο καημένος...

ΚΓ.

 

Η ρουτίνα έκανε μέρες να επιστρέψει στο Ζουμζερί. Αν και δεν έγιναν άλλες εκλείψεις, ο κόσμος έμεινε προσεκτικός για τουλάχιστον δυο βδομάδες. Μόνο όταν ήρθαν οι ημεροδρόμοι με τα νέα από την Σου-Αλ-Σου για το φόνο του προηγούμενου Μεγάλου Μάγιστρου και τον ορισμό του νέου, η κίνηση στους δρόμους επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα.

 

Και πάλι όμως η αναστάτωση στις κεφαλές της πόλης –τη γερουσία δηλαδή- δεν άφησε το Ζουμζερί να συνέλθει εντελώς. Οι περίπολοι έβγαιναν τόσο τακτικά κι έκαναν τόσους ελέγχους κι έρευνες σε σπίτια και καταστήματα, που άρχισαν ν’ ακούγονται οι πρώτες αγανακτισμένες φωνές. Τότε η γερουσία υποχώρησε φοβούμενη επανάσταση κι επιτέλους τα πράγματα βρήκαν το δρόμο τους.

 

Ποτέ ο λαός δεν έμαθε ότι η γερουσία έψαχνε τον άντρα που μπήκε στα Υπόγεια Ποτάμια, ούτε ακούστηκε ποτέ πλην μεταξύ ατόμων συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων ότι στο Ζουμζερί φιλοξενήθηκαν το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο και το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, για τα οποία επίσης έψαχναν ενδελεχώς οι άντρες των περιπόλων.

 

Ειδικά η ταβέρνα της Ινολίκ έγινε φύλλο και φτερό. Μέχρι και τις σανίδες από το πάτωμα ξήλωσαν για να βρουν πού κρυβόταν ο Κόμπες, μιας και σαν μέτοικος είχε δηλώσει μόνιμο κατάλυμα εκεί. Μόνο που ο κλέφτης είχε εγκατασταθεί στην Τρώγλη της Απωλείας μαζί με το ένα από τα δύο Σκήπτρα. Ο Πετρεξού του έστελνε φαγητό και κρασί με το γέρο υπηρέτη του και μια-δυο φορές τον επισκέφτηκε κι η Ινολίκ με πονηρούς σκοπούς.

 

(Ευτυχώς για την ψυχική υγεία του Κόμπες και για την σωματική ακεραιότητα του Πετρεξού, ο μάγος δεν είχε πει του κλέφτη την ιστορία της Τρώγλης της Απωλείας. Δεν του είχε πει δηλαδή ότι χτίστηκε με πέτρες βγαλμένες από το Πετρωμένο Άλσος, πέτρες που είχαν δημιουργηθεί από το θάνατο κάποιων δράκων μέσα στο Άλσος, σε εποχές που η πρόσβαση στα Υπόγεια Ποτάμια ήταν ακόμη ελεύθερη. Κι αυτό γιατί ο κλέφτης είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τους πεθαμένους δράκους, μια σχέση που τον ανάγκαζε να θυμώνει πολύ όταν κάποιος προσπαθούσε να σκοτώσει έναν. Και πώς θα αισθανόταν αν μάθαινε ξαφνικά ότι ζει σ’ ένα σπίτι καμωμένο από απολιθωμένους δράκους;)

 

Ο Μ’νάμπου τους είχε αφήσει για να γυρίσει στο κέντρο της σέκτας των Μάγων. Το ξόρκι των εκλείψεων είχε υφανθεί εκ νέου και τ’ άστρα ξαναγύριζαν σιγά-σιγά στις σωστές τους για την εποχή θέσεις. Σαν νέος Μέγας Μάγιστρος έκρυψε το Σκήπτρο των Εκλείψεων, που του παρέδωσε ο Κόμπες, κι άρχισε να σκέφτεται την τελετή που θα έδινε το Χρίσμα στο διάδοχό του.

 

-Στη Σου-Αλ-Σου θα είναι δύσκολα για μένα, είχε πει στον κλέφτη. Όταν ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα, πάρε τον Μνήμωνα κι ελάτε να με βρείτε. Ίσως ξαναχρειαστώ τη βοήθειά σας.

 

Είχαν συναντηθεί στης Ινολίκ, μια ώρα μετά την κλοπή του Βελανιδωτού Διαμαντοτρύπανου. Ο Κόμπες κρατούσε και τα δύο Σκήπτρα κι ήθελε να περιμένει τον Πετρεξού για να συνεννοηθούν τι θα γινόταν παρακάτω. Το Χρίσμα του Μεγάλου Μάγιστρου δεν ήταν μέσα στα σχέδιά τους κι η φασαρία που δημιουργήθηκε είχε καθυστερήσει το μάγο. Όμως ο Μ’νάμπου έπρεπε να φύγει το συντομότερο.

 

-Θα βγω από την Πύλη του Αποχωρισμού. Έχουν περάσει οι δυο ώρες από το τέλος του προηγούμενου ξορκιού αορατότητας, οπότε θα μπορέσω να υφάνω ένα και για μένα. Θα σκαρφαλώσω στα τείχη και σε λίγη ώρα θα είμαι έξω από το Ζουμζερί.

 

Ο Κόμπες του είχε δώσει το χέρι. Κι αυτό ήταν κάτι που ο κλέφτης δεν το έκανε συχνά. Συγκεκριμένα το είχε κάνει μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις κι ετούτη ήταν μόλις η πέμπτη σε ολόκληρη τη ζωή του. Με κάποιον τρόπο ο δαμασκηνής το κατάλαβε και χαμογέλασε.

 

-Και να φανταστείς ότι στην αρχή νόμιζα πως ήσουν ο Άρχοντας του Σκότους, ξέρεις, ο αρχηγός των Μυρμηγκωτών της Κραταιάς Ανατολής…

 

-Δεν έχεις κι άδικο. Του έμοιαζα λιγάκι. Δαμασκηνής, χοντρόπετσος κι αγέλαστος… Θα μπορούσα να ήμουν ο Άρχοντας του Σκότους μεταμφιεσμένος σε ημεροδρόμο.

 

Κι ύστερα πρόσθεσε κάτι που έβαλε τον κλέφτη σε σκέψεις.

 

-Η Ινολίκ είναι καλή σύντροφος πάντως. Έχεις την έγκρισή μου… και τις ευχές μου. Μην την χάσεις. Θα είναι κρίμα, είστε ωραίο ζευγάρι.

 

-Τόσο πολύ φαίνεται; Ανησύχησε προς στιγμήν ο άλλος. Αν μας πάρει χαμπάρι ο άντρας της μπορεί να χάσει την ταβέρνα.

 

-Α, όχι, όχι, μην ανησυχείς, γέλασε ο Μ’νάμπου. Απλά ένα Μάγιστρος βλέπει πράγματα που άλλοι δεν προσέχουν…

 

Και λέγοντας αυτά γι’ αποχαιρετισμό, γύρισε κι άφησε τον Κόμπες μόνο.

 

Με τον Πετρεξού δεν επικοινώνησαν παρά μόνο όταν η πόλη ξαναβρήκε τον φυσιολογικό της ρυθμό. Ο κλέφτης είχε αλλάξει λίγο τα χαρακτηριστικά του με κομμάτια μπαμπάκι μέσα στο στόμα, περούκα από φυσικά ξανθά μαλλιά και ρούχα που τον έκαναν να μοιάζει με πάρα πολύ χοντρό άνθρωπο. Βρέθηκαν όπως πάντα στην ταβέρνα της Ινολίκ, μόνο που αυτήν τη φορά κάθησαν στα μέσα τραπέζια για να μη δίνουν στόχο.

 

-Όλα εντάξει; Έχεις το Σκήπτρο πρόχειρο; Όπου να ‘ναι θα φανούν οι άνθρωποί μου…

 

-Μην ανησυχείς για τους ανθρώπους σου. Το έχω πρόχειρο.

 

-Πρόσεξε να μην αναφέρεις καθόλου το όνομα του δαμασκηνή από δω και στο εξής. Σα Μέγας Μάγιστρος πρέπει να παραμένει ανώνυμος και το ότι μας είπε το πραγματικό όνομά του δείχνει μεγάλη εμπιστοσύνη εκ μέρους του.

 

-Πρέπει να πάμε στη Σου-Αλ-Σου όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έκανε ο κλέφτης. Μας ζήτησε. Φαίνεται ότι τα πράγματα είναι δύσκολα γι’ αυτόν εκεί.

 

-Και θα πάμε. Μόλις κανονίσω τις δουλειές μου…

 

-Εννοείς μόλις πάρεις της Μέρσας τα σκουλαρικάκια της;

 

-Έλα, τελείωνε με τη Μέρσα. Υποσχέθηκες ότι δε θα με ξαναπειράξεις γι’ αυτήν.

 

-Είπα εγώ τέτοιο πράγμα;

 

-Το άφησες να εννοηθεί.

 

-Καταρχήν δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Κι ύστερα δε φταίω εγώ που σε πειράζω. Θυμήθηκα τη Γυναίκα-Νυφίτσα και μου ‘ρθε ξαφνικά κι η Μέρσα στο μυαλό…

 

Και πριν ο μάγος προλάβει να διαμαρτυρηθεί εκ νέου, έπιασε να του πει για τις σχέσεις της Γυναίκας-Νυφίτσας με τα δύο ντούονιπ, αλλά και για τα αποξηραμένα λουλούδια και φρούτα που είδε στο πάτωμα της κατακόμβης, λίγο πριν συναντήσει το Παρδαλό Τρολ.

 

-Ώστε τους καβαλάει και τους αφήνει στεγνούς, ε;

 

-Ναι. Ακριβώς όπως κι η Μέρσα σε καβαλάει και σ’ αφήνει πανί με πανί.

 

Ο Πετρεξού έγινε μπαρούτι.

 

-Κόφ’ το πια με τη Μέρσα, μην αυτώσω τίποτα!

 

Ο Κόμπες ανθυπομειδίασε κατευχαριστημένος.

 

-Μην ντρέπεσαι αγορίνα μου, έκανε ευχάριστα. Πες στο ελεύθερα, οι δυο μας είμαστε. Έλα μη ντρέπεσαι, Πες στο. «Μη γαμήσω τίποτα». Πες στο.

 

Ο Πετρεξού του ‘ριξε ένα στεναχωρημένο βλέμμα.

 

-Ένας μάγος δεν είναι ποτέ μόνος, είπε επιφυλακτικά ίσως και θλιμμένα. Γι’ αυτό πρέπει πάντα να προσέχει τι λέει. Γι’ αυτό σε μαλώνω καμμιά φορά. Γιατί πάντα κάποιος ακούει.

 

Γύρισε ανυπόμονα προς την πόρτα.

 

-Λες ν’ αργήσουν οι άκρες μου; Έκανε για ν’ αλλάξει κουβέντα.

 

-Οι άκρες σου κι οι μέσες σου. Η Μέρσα στολίζει τ’ αυτιά της κι ο Μ’νάμπου…

 

-Ε! Είπαμε δεν αναφέρουμε πια αυτό το όνομα. Όταν ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα θα στείλω να μου πουν νέα για τον Μέγα Μάγιστρο. Και τότε θα δούμε τι θα κάνουμε.

 

Ο Κόμπες ήπιε μια γουλιά κρασί που θα μπορούσε να συντηρήσει ένα γκαμήλ για έναν ολόκληρο χρόνο.

 

-Και δε μάθαμε από τι πέθανε ο πατέρας του, ε;

 

Ο Πετρεξού ζάρωσε τα φρύδια του.

 

-Και αυτό είναι κάτι που θα το συζητήσουμε, έκανε σοβαρά. Πάντως θα το μάθουμε και μάλιστα σύντομα. Και οι δύο θα το μάθουμε.

 

Ο κλέφτης έπιασε το υπονοούμενο και δε συνέχισε την κουβέντα. Αν κάποιος σκότωνε τον δικό του πατέρα –παρόλο που ο γερο-μπαμπαλής τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι για καθαρά φορολογικούς λόγους- θα ‘θελε να είχε δυο ανθρώπους να του βρουν ποιος το έκανε. Όχι τίποτε άλλο, αλλά όπως σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, το ξεκοκκάλισμα της πατρικής περιουσίας ξεκινούσε από μια αποστολή για να τιμωρηθεί ο φονιάς του εκλιπόντος.

 

-Δε μου λες ρε Πετρεξού, είπε για να σπάσει η συγκινητική σιωπή, γιατί άργησε τόσο πολύ να πάρει ο δικός μας το Χρίσμα; Θέλω να πω, έπρεπε να του δοθεί όταν έπιασα στα χέρια μου το Σκήπτρο, αλλά εκείνος άστραψε και βρόντηξε αρκετά αργότερα, όταν κατέβηκα και με βρήκαν οι ιερείς. Κι ευτυχώς για μένα, γιατί οι ιερείς τα ‘χασαν και βρήκα ευκαιρία να το σκάσω. Αλλά γιατί άργησε τόσο;

 

-Δεν άργησε καθόλου. Το Χρίσμα δεν είναι μόνο αστραπές και βροντές. Το Χρίσμα είναι κατά βάση η εμφάνιση όλων των φαντασμάτων των προηγούμενων Μεγάλων Μάγιστρων και η παράδοση της χάρης τους στο διάδοχο. Όση ώρα εσύ μιλούσες με το μεταβολίδι κι έπαιζες με τους ιερείς (ο Κόμπες γρύλισε με δυσφορία για την απαξίωση της γενναιότητάς του), ο Μέγας Μάγιστρος συναντούσε τα φαντάσματα των προκατόχων του. Η λάμψη του έπεται είναι μόνο η επισφράγιση του Χρίσματος από τον προηγούμενο Μεγάλο Μάγιστρο. Ή μάλλον από το φάντασμά του.

 

-Στην ώρα πάντως ήρθε η επισφράγιση. Πολύ με βοήθησε.

 

-Ένας Μέγας Μάγιστρος, ακόμη κι όταν δεν έχει πάρει ακόμη καν το Χρίσμα του διαδόχου έχει εξαιρετικές ικανότητες. Έχει την τάση, χωρίς να το επιδιώκει ή να το καταλαβαίνει κι ο ίδιος, να βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και να κάνει το κατάλληλο πράγμα. Τυχαία νομίζεις ήρθε να μείνει στην ταβέρνα της Ινολίκ ψάχνοντας για μένα; Η ικανότητα του Μεγάλου Μάγιστρου τον οδήγησε εδώ.

 

-Για μένα πάντως θα είναι ο δαμασκηνής που μ’ έστειλε να του κλέψω το Δαιμαντωτό του αποτέτοιο.

 

Ο Πετρεξού κιτρίνισε.

 

-Τι ‘πες τώρα δα; ψέλλισε. Το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο του έδωσες;

 

-Ε, ναι, αυτό το Διαμαντοτέτοιο.

 

-Κι εκείνος το πήρε;

 

Ο Κόμπες έξυσε το σβέρκο του.

 

-Τώρα που το λες, όταν του το έδωσα…

 

-Ναι;

 

-Γέλασε και μου ζήτησε το άλλο.

 

Ο Πετρεξού ένιωθε ήδη ζάλη, πονοκέφαλο, σφίξιμο στο στήθος κι ένα αόρατο χέρι να του τραβάει τα χείλια προς τ’ αριστερά.

 

-Πάντως φεύγοντας πήρε εκείνο με τα βελανίδια.

 

Η ανακούφιση του μάγου ήταν τόση που η ζαλάδα του έγινε εντονότερη.

 

-Δώσ’ μου κρασί και φώναξε γιατρό, πρόλαβε να πει πριν λιποθυμήσει.

 

Όταν συνήλθε με τη βοήθεια της Ινολίκ κι ενός ποτού, ένα κι ένα για τέτοιες περιπτώσεις, ο μάγος έβαλε τον Κόμπες να του δείξει το αντικείμενο που είχε στην κατοχή του για να βεβαιωθεί ότι ήταν το σωστό.

 

-Έλα, ερωτοχτυπημένε! Γέλασε ο κλέφτης. Θα μπορούσε να ελέγξει τις εκλείψεις ο φίλος μας, αν δεν είχε το σωστό τρυπάνι; Καμμιά φορά έχεις κάτι ιδέες…

 

-Ναι, εγώ φταίω, που τα περιμένω όλα από σένα, αντιγύρισε ο Πετρεξού. Κι αν θες να ξέρεις, όπως εσύ θυμάσαι τον τρυπανιστή κρανίων έτσι κι εγώ δε μπορώ να ξεχάσω το Μαύρο Πιπέρι, κύριε. Μάλιστα. Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, πώς τα κατάφερες να ξεφύγεις από την περίπολο στο Πετρωμένο Άλσος όταν βγήκες από τις Λίθινες Κρήνες;

 

-Μεγάλη ιστορία. Όταν βγήκα από τον Πέτρινο Δακτύλιο στις Λίθινες Κρήνες, μια σταγόνα νερό του Ποταμού κόλλησε στο μικρό δάχτυλο του ποδιού μου.

 

-Απίστευτο! Μα πώς…;

 

-Ούτε κι εγώ ξέρω, αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό. Όπως μου είχες πει κι εσύ, το νερό της Μαγγανείας μυρίζει πολύ έντονα άγουρο ροδάκινο και δεν έφευγε από πάνω μου με τίποτα. Η περίπολος δεν το είδε, αν και φωσφορίζει λιγάκι και όταν με τσακώσανε δεν ήξερα τι να τους πω. Τότε μου ‘κοψε και τους είπα ότι ήμουν φίλος του υπουργού Υγιεινής και Λουτρών, εκείνου του γερο-τράγου που κάνει λαθρεμπόριο μαγικών αντικειμένων. Τα κάνανε πάνω τους και με πήγανε νύχτα ώρα σπίτι του. Στην αρχή θύμωσε που είχα χρησιμοποιήσει τ’ όνομά του, αλλά του είπα ότι αν με άφηνε να φύγω με το Βελανιδοτέτοιο σου, θα τον άφηνα να πάρει τη σταγόνα από το δάχτυλό μου και δε θα ξανάμπαινα στα Υπόγεια Ποτάμια, αν δεν τον ειδοποιούσα πρώτα. Κι επειδή έμαθα και κάτι άλλο γι’ αυτόν που δεν τον συμφέρει να βγει παραέξω, ήμουν σίγουρος ότι θα κρατούσε το λόγο του.

 

-Δεν έπρεπε να μπλέξεις τη γερουσία σ’ αυτό, γκρίνιαξε ο Πετρεξού. Θα ‘βρισκα τρόπο να πάρουμε εμείς τη σταγόνα. Ξέρεις πόσο πιο πλούσιοι θα γινόμασταν αν τη βγάζαμε στην πιάτσα για πούλημα;

 

-Και μέχρι να βρεις τρόπο να με βγάλεις από τη φυλακή, εγώ τι θα έκανα; τον ειρωνεύτηκε ο Κόμπες. Θα μου παίρνανε και το Βελανιδοτέτοιο και άντε να το ξαναβρείς μετά. Άσε που δεν έχω καμμία όρεξη να ξαναμπλέξω με το Εκατέλι και την αποτρόπαια πάρλα του. Φτάνει μια φορά, δεν ξανακατεβαίνω.

 

Ήπιε μια γουλιά κρασί ακόμη και ξύστηκε σε κάποια σημεία της ανατομίας του που σχετίζονταν με τις γενετήσιες ορμές, για να δώσει έμφαση στο «δεν ξανακατεβαίνω».

 

-Και να με έβγαζες δηλαδή και να έπαιρνες το μαραφέτι σου, τι θα έκανα μέχρι να βρεις τρόπο να πάρεις τη σταγόνα από το δαχτυλάκι μου; Θα έμενα κρυμμένος; Πού; Όπου και να κρυβόμουνα, η ροδακινίλα θα με πρόδιδε. Και τώρα που είπα ροδακινίλα…

 

Σηκώθηκε κι έκανε ένα αδιόρατο νεύμα στην Ινολίκ, που μπαινόβγαινε στην αυλή βοηθώντας στο σερβίρισμα.

 

-Πού πας; Ρώτησε ο Πετρεξού.

 

-Πάω να κανονίσω να γίνει μια καταγγελία στο Υπουργείο Υγιεινής και Λουτρών και γυρίζω αμέσως, μουρμούρισε με διαβολεμένο κέφι.

 

 

ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

 

ΕΠΟΜΕΝΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ: ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΟΥ ΧΑΡΑΤΣ

 

 

Μπορεί μια σταγόνα νερό από τους Ποταμούς της Μαγγανείας να αναδείξει μια άλλη όψη της προσωπικότητας του Πετρεξού; Τι μπορεί να κάνει τον Κόμπες να σταματήσει να χουφτώνεται; Είδε κανείς το πατσαβούρι της Ινολίκ; Ή μήπως τη Μέρσα; Ποιος είναι ο τύπος που σφυρίζει; Τι σχήμα έχει το στήθος της Νταραντάε; Και γιατί οι ντομάτες σάλτσας είναι πάντα πιο σκληρές από τις ντομάτες σαλάτας;

 

Release date: 16/7/2007 (ή και αργότερα…)

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Δυστυχώς έπεσα έξω στις προβλέψεις μου. Θα πάρει ακόμη μια ή δυο βδομάδες για το τρίτο επεισόδιο. Το έγραψα βιαστικά και το rewrite μου έφαγε πολύ χρόνο.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 years later...

(Ο Κόμπες έχει τρείς νουβελίτσες αναρτημένες στο σφφ και άλλες δύο ολοκληρωμένες από τις 11 που σχεδιάζονταν για την πάρτη του. Ψαχτείτε.)

Link to comment
Share on other sites

Αν υποψιαστώ ότι θα αγοράσω τον αγαπημένο νότιο βάρβαρο σε χάρτινη μορφή από βιβλιοπωλείο θα το χάσω τώρα!!! Να το χάσω??? :shout:

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

(Μπα. Απλά ο Κόμπες είναι content yerning to be free. Κρίμα δεν είναι να μένει σκοτεινός για κάαααποτε; )

Link to comment
Share on other sites

Μια ψήφος κι από μένα για σίκουελ και έκδοση όλων μαζί των κομματιών σε χάρτινη μορφή. Δώστε Κόμπες στο λαό!

Link to comment
Share on other sites

Α! όχι, εγώ όταν έρθει εκείνη η ώρα τα θέλω σε τεύχη και δικό τους ράφι. Αμέ

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..