DinoHajiyorgi Posted May 9, 2008 Share Posted May 9, 2008 Παρακαλώ, ο Αληθινός Αριανός Να Σηκώσει το Χέρι του! (Will the Real Martian Please Stand Up?) Του Ροντ Σέρλινγκ, σε μετάφραση / διασκευή Ντίνου Χατζηγιώργη ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ Το εσωτερικό μιας καφετέριας. Κάπου στο ύπαιθρο. Χειμώνας. Βραδάκι. Έξω χιονίζει. Το μαγαζί είναι γεμάτο κόσμο. Δύο αστυνομικοί, ο ΣΤΑΥΡΟΣ, ο μεγαλύτερος, και ο ΗΛΙΑΣ, ο νεότερος, μπαίνουν στο μαγαζί, τινάζουν το χιόνι από πάνω τους. Κοιτάζουν τους πελάτες, όπως είναι μοιρασμένοι στα τραπέζια. ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΜΕΣΗΛΙΚΩΝ, που καπνίζουν τσιγάρα. Ο ΟΔΗΓΟΣ ενός λεωφορείου, που πίνει καφέ. ΕΝΑ ΝΕΑΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ, που κοιτάζονται ερωτευμένοι. ΕΝΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ με το σακάκι του ριγμένο πάνω από τους ώμους του. Καπνίζει και πίνει καφέ φίλτρου Καθισμένος σε σκαμπό ενάντια στον πάγκο, με την πλάτη στραμμένη στα τραπέζια, σκυμμένος πάνω από ένα πιάτο και το πρόσωπο του αθέατο, είναι ένας ΠΑΠΠΟΥΣ. Απέναντι από τον Παππού, πίσω από τον πάγκο είναι ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ του καταστήματος, με ένα σκουφάκι στο κεφάλι. Κοιτάζει περίεργος τους δύο αστυνομικούς. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Τι τρέχει παλικάρια; Ο Σταύρος παρατηρεί άλλη μια πελάτισσα, καθισμένη σε γωνιακό τραπέζι, μια ελκυστική ΞΑΝΘΙΑ που ξεφυσάει καπνό από το τσιγάρο της. Οι αστυνομικοί κοιτάζονται μεταξύ τους και μετά απευθύνονται στους πελάτες. ΗΛΙΑΣ: Ποιος είναι ο οδηγός του λεωφορείου έξω; ΟΔΗΓΟΣ: Εδώ. Τρέχει τίποτα; ΗΛΙΑΣ: Η γέφυρα παρακάτω είναι προσωρινά απροσπέλαστη. Το ποτάμι έχει κατεβάσει πάγο πάνω στα στηρίγματα. Αν συνεχίσει έτσι υπάρχει φόβος κατάρρευσης. ΟΔΗΓΟΣ: Τώρα μας έφεξε! Ούτε μπρος, ούτε πίσω! Ο δρόμος από την πλαγιά έχει κλείσει τελείως. Έγινε κατολίσθηση μόλις τον περάσαμε. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Μάλλον κολλήσατε εδώ καθώς φαίνεται. ΗΛΙΑΣ: Τουλάχιστο μέχρι το πρωί. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Το πρωί;! 9 πρωινή πρέπει να είμαι Αθήνα! ΟΔΗΓΟΣ: (στον επιχειρηματία) Τότε ξεκίνα με τα πόδια κύριος γιατί το αμάξι μένει εδώ μέχρι να φτιάξουν τη γέφυρα. Ή έτσι, ή βρες τίποτα χιονοπέδιλα. ΗΛΙΑΣ: Καλύτερα χαλαρώστε λίγο και φάτε κάτι ζεστό να σας κρατήσει. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Λαμπρά! Τι ωραία που τα λέτε! Χαλαρώστε και φάτε κάτι ζεστό! Αυτό θα επανορθώσει τη ζημιά που θα πάθω αν χάσω το μίτινγκ στην Αθήνα! (Σηκώνεται, γελάει, πάει και κάθεται στο τραπέζι του οδηγού.) Να χαρώ το γραφείο σας και τα δρομολόγια που σκίζεστε να τηρείτε! ΟΔΗΓΟΣ: Ε, σιγά τώρα, δεν ελέγχουμε και το χιόνι! Ούτε τις γέφυρες, ούτε τις κατολισθήσεις! Μη λέμε και ό,τι θέλουμε! Οι αστυνομικοί κοιτάζουν πάλι τους πελάτες. ΗΛΙΑΣ: (ψιθυριστά) Τι λες; ΣΤΑΥΡΟΣ: Όλοι τους από το λεωφορείο δεν είναι; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (στους αστυνομικούς) Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Ψάχνετε κάποιον; ΣΤΑΥΡΟΣ: (πλησιάζει τον Οδηγό) Οδηγέ…έχεις καμιά λίστα με τους επιβάτες σου; ΟΔΗΓΟΣ: Λίστα; Για τι με πέρασες; Πιλότο αεροπλάνου; Οδηγώ εκείνη τη σακαράκα δεκατέσσερα χρόνια και οι δουλειές πάνε από το κακό στο χειρότερο. Το αφεντικό θα πηγαινόφερνε παράνομους μετανάστες αν έβρισκε την ευκαιρία. Δεν ρωτάω τους επιβάτες πως τους λένε. Τους στέλνω φιλάκια και τους στοιβάζω στην καρότσα. Χαρά μας να τους εξυπηρετούμε με ή χωρίς τα ονόματα τους. ΗΛΙΑΣ: Ξέρεις τουλάχιστο πόσους είχες; ΟΔΗΓΟΣ: Έξι. Εκτός κι αν έπεσε κανείς από το παράθυρο σε κάποια στροφή. Μάζεψα έξι και παραδίδω έξι. ΣΤΑΥΡΟΣ: (κοιτάζει γύρω) Δεν έπεσε κανείς. Μάλλον κάποιος πήδησε μέσα. Βλέπω εφτά εδώ. ΟΔΗΓΟΣ: (σηκώνεται, μετράει βουβά τους πελάτες) Περίεργο. Ξέρω πως είχα έξι. Ο Σταύρος πλησιάζει τον πάγκο, όπου ο ιδιοκτήτης γεμίζει ένα φλιτζάνι καφέ για εκείνον. ΣΤΑΥΡΟΣ: (στον Ιδιοκτήτη) Ευχαριστώ. Για πες μου, υπήρχε κανείς εδώ πριν φτάσει το λεωφορείο; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Όχι. Δεν έχω δει ψυχή από τις έντεκα το πρωί. Υπέθεσα πως κατέβηκαν όλοι από το λεωφορείο. ΟΔΗΓΟΣ: Μα κατεβήκαμε. Δεν ήταν κανείς εδώ όταν μπήκαμε. ΗΛΙΑΣ: Πως εξηγείς τους εφτά τότε; ΟΔΗΓΟΣ: Ιδέα δεν έχω. (ξαφνικά) Ο ένας τους δεν κατέβηκε από το λεωφορείο. (κάθεται πάλι κάτω). ΗΛΙΑΣ: Ποιος από σας δεν ήταν στο λεωφορείο; ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: (ενοχλημένος) Ήμασταν όλοι στο λεωφορείο. Τι στο καλό ανάκριση είναι αυτή; Αν είναι να ανακριθώ θέλω πρόσβαση σε δικηγόρο. Ο γέρος στον πάγκο, ο παππούς, κακαρίζει και γυρνάει να τους αντικρίσει. Το τρελό του βλέμμα είναι ορατό για πρώτη φορά. ΠΑΠΠΟΥΣ: Καλός είναι ετούτος. Πρώτα θέλει χιονοπέδιλα, τώρα ζητάει και δικηγόρο. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: (κοιτάζει έντονα τον παππού) Δεν σε θυμάμαι εσένα στο λεωφορείο. ΠΑΠΠΟΥΣ: (στον επιχειρηματία) Αστείο που το λες…γιατί ούτε εγώ θυμάμαι να σε είδα. (Κλείνει το μάτι στον οδηγό) Ένας από μας πρέπει να λέει ψέματα. Έτσι δεν είναι; Παππούς και οδηγός γελούν μαζί. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Αυτό είναι γελοίο. Τι σημασία έχει ποιος ήταν ή δεν ήταν στο λεωφορείο, αν ήταν έξι ή εφτά ή εκατό ή είκοσι;! Σε καφενείο μπήκαμε ή στα γραφεία της Γκεστάπο;! ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (στον επιχειρηματία) Ηρεμήστε κύριε! (Στους αστυνομικούς) Μα τι τρέχει; ΗΛΙΑΣ: (στον Ιδιοκτήτη) Άκουσες τίποτα να πετάει εκεί έξω τώρα το απόγευμα; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Να πετάει; Όχι, δεν άκουσα τίποτα… ΗΛΙΑΣ: Μας τηλεφώνησαν πριν δύο ώρες περίπου. Μια γυναίκα είπε πως άκουσε κάτι να πετάει χαμηλά και μετά να πέφτει στο δάσος. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Να πέφτει…εδώ; Από πού; Αεροπλάνο; ΣΤΑΥΡΟΣ: Από εκεί πάνω…(δείχνει το ταβάνι) Αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Αγνώστου ταυτότητας…αντικείμενο; (γελάει) Δεν έπεσε τίποτα εδώ κάτω εκτός από χιόνι. Τις τελευταίες δεκατέσσερις ώρες δεν είδα ψυχή. Χιόνι και μόνο χιόνι. Που σας είπε αυτή πως έπεσε; ΗΛΙΑΣ: Εδώ κοντά. ΣΤΑΥΡΟΣ: Κοίτα, κάτι έπεσε μέσα στη λίμνη. Άφησε ένα σωρό σπασμένα δένδρα στο διάβα του πριν κάνει μια τρύπα στον πάγο. Βρήκαμε ίχνη στο χιόνι που ξεκινούσαν από την όχθη. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Και που πήγαιναν αυτά τα ίχνη; ΣΤΑΥΡΟΣ: Εδώ. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (χαμογελώντας) Εννοείς κάτι προσγειώθηκε στη λίμνη και μετά ήρθε εδώ; Αυτό δεν στέκει. Κανείς δεν ήρθε εδώ από τις έντεκα το πρωί. Κανείς, εκτός… ΟΔΗΓΟΣ: Εκτός από μένα και τους επιβάτες μου. Εμένα και έξι άλλους. Άρα, ένας εδώ μέσα… Ο οδηγός σταματάει να μιλάει και κοιτάζει σκιαγμένος ψηλά, προς το ταβάνι. ΝΕΑΡΗ: (σιγανά προς τον νεαρό) Γιώργο, έχω ανατριχιάσει ολόκληρη. ΝΕΑΡΟΣ: Ηρέμισε μωρέ. Δεν τρέχει τίποτα. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: (στους αστυνομικούς) Για να το καταλάβω, μας λέτε πως ένας από μας προσγειώθηκε εκεί έξω με έναν ιπτάμενο δίσκο και μετά τρύπωσε εδώ μέσα; ΞΑΝΘΙΑ: Μπήκε μέσα μαζί μας; Ο Σταύρος κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Ε αδύνατο! Θα τον είχαμε δει. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: Όχι αναγκαστικά. Είναι σκοτεινά, φυσάει και χιονίζει. Κατεβήκαμε από το λεωφορείο με τα μάτια μας κλειστά για να αποφύγουμε τις νιφάδες. Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει ανάμεσα μας χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι. ΣΤΑΥΡΟΣ: Ήσασταν όλοι μαζί στο λεωφορείο. Θα έπρεπε να γνωρίζετε τους άλλους επιβάτες. ΟΔΗΓΟΣ: Δύσκολο το βλέπω. Ο καιρός ήταν χειρότερος στα Γιάννενα που τους πήρα. Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω ποιος μπήκε. ΠΑΠΠΟΥΣ: Είναι ακριβώς σαν ιστορία επιστημονικής φαντασίας! Δεν είναι;! Ένας Ρέη Μπράντμπερη λουκούμι! Έξι γήινοι και το τέρας από το διάστημα! (Κοιτάζει τον επιχειρηματία) Δε νομίζω να έχεις ένα παραπανίσιο μάτι πίσω από το κεφάλι σου, ε φίλε; Ο οδηγός λύνεται στα γέλια. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: (στον Παππού) Κοίτα, μου τη δίνεις στα νεύρα, το ξέρεις; Ο Παππούς κλείνει το μάτι στον οδηγό. ΞΑΝΘΙΑ: (στον Σταύρο) Και τι θα γίνει τώρα αστυνόμε; ΣΤΑΥΡΟΣ: (στην Ξανθιά) Κοιτάξτε κυρία μου, δεν είναι ακριβώς άλλη μια από τις συνηθισμένες μας καταστάσεις, έτσι; Έχουμε δει αρκετά ευτράπελα στην υπηρεσία μας, αλλά αυτό…τι να πω πια;! ΞΑΝΘΙΑ: Θα σας έλεγα τουλάχιστο πως θα μπορούσατε να ξεκινήσετε. Βγάζετε τα ζευγάρια. Αφού μόνο ένας είναι ο παρείσακτος εδώ, αφαιρείτε τα ζευγάρια από τους υπόπτους. Το ηλικιωμένο ζευγάρι χαμογελάει και κουνούν το κεφάλι τους συγκαταβατικά. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: (λίγο υπεροπτικά) Εμείς απαλλασσόμαστε. Βγάλτε μας από τη λίστα. Είμαστε οι δύο από τους γήινους. ΝΕΑΡΟΣ: Κι εμείς. Η κοπέλα μου κι εγώ. Αθώοι. Πιάνει την κοπέλα του από το χέρι. Εκείνη όμως τον κοιτάζει καχύποπτα. ΝΕΑΡΟΣ: (στην κοπέλα του) Τι συμβαίνει; ΝΕΑΡΗ: Η…Ήμουν σίγουρη πως είχες μια ελιά στο σαγόνι σου. ΝΕΑΡΟΣ: Ελιά στο σαγόνι μου; Πέγκη, δεν είχα ποτέ μου ελιά στο σαγόνι. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: (σηκώνεται) Θα σας πω εγώ τι θα γίνει. Θα μας πιάσει τέτοιος πανικός που ο καθένας και ο αδερφός του θα αρχίσουμε να βλέπουμε ανύπαρκτα στοιχεία στον απέναντι μας. Η όλη κατάσταση είναι γελοία. (κάθεται) ΜΕΣΗΛΙΚΗ: Μα και βέβαια είναι γελοίο. Αν ένα αντρόγυνο αρχίζει να κοιτάζεται και να αναρωτιέται αν ο σύζυγος είναι ο σύζυγος και η γυναίκα του…είναι… Τώρα, η μεσήλικη κοιτάζει με αμφιβολία τον άντρα της. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: (θιγμένος, προς την γυναίκα του) Για ένα λεπτό! Νομίζω πως είκοσι τρία χρόνια είναι αρκετά για να γνωρίζει μια γυναίκα με ποιον είναι παντρεμένη…Θα σας ευχαριστούσα λοιπόν προκαταβολικά να πάψετε να με κοιτάτε σαν να φόρεσα αυτό το πρόσωπο σαν κάποιο αποκριάτικο κοστούμι. Χωρίς ακριβώς να είναι καθησυχασμένη, η μεσήλικη συνεχίζει να καπνίζει νευρικά. ΠΑΠΠΟΥΣ: (γελάει) Τέλεια! Μα είναι τέλεια! Εκείνη δεν ξέρει ποιος είναι εκείνος. Εκείνος δεν ξέρει ποια είναι εκείνη. Ούτε εμείς ξέρουμε ποια είναι! Και αυτός ο ξινομούρης από εδώ (δείχνει τον επιχειρηματία) είναι ο πιο ύποπτος της παρέας. Πάλι ο οδηγός ξεσπάει στα γέλια με τα λόγια του γέρου. Ο επιχειρηματίας κουνάει το κεφάλι του αηδιασμένος. ΗΛΙΑΣ: (στον ιδιοκτήτη) Έχεις πίσω πόρτα εδώ; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Ναι. Γιατί; ΣΤΑΥΡΟΣ: Πήγαινε και κλείδωσε την. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Είναι ήδη κλειδωμένη. Εάν ο ύποπτος μας είναι εξωγήινος δεν θα μπορεί να κινείται μέσα από τοίχους; ΠΑΠΠΟΥΣ: (κουνάει το καπέλο του στους αστυνόμους) Ψάξτε τους για φτερούγες. Φτερούγες! Κοιτάξτε μέσα στα παλτά τους! Πάλι γελάει ο οδηγός. Ο Ηλίας αρχίζει να εκνευρίζεται με τα ξεσπάσματα του γέρου. ΗΛΙΑΣ: (πάει στον παππού) Έχεις ταυτότητα παππού; ΠΑΠΠΟΥΣ: (σταματάει και μισοκλείνει τα μάτια του προς τον Ηλία) Την άφησα στο διαστημόπλοιο μου, στη λίμνη. ΗΛΙΑΣ: (στον παππού) Ποια ομάδα κέρδισε το πρωτάθλημα πέρσι; ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Μα τι είναι αυτό; Κάποια κακόγουστη φάρσα; ΠΑΠΠΟΥΣ: (σε όλους) Το’πιασα! Το’πιασα! (στον Ηλία) Οι αναθεματισμένοι οι γαύροι το έφαγαν το πρωτάθλημα πέρσι, στα πέναλτι! (προς όλους) Πανέξυπνος ο ένστολος! (στον Ηλία) Δεν περίμενες πως εμείς οι Αριανοί θα παρακολουθούσαμε ελληνικό ποδόσφαιρο, έτσι; Ε;! Έτσι;! Ο Παππούς κακαρίζει. Γελάει και η Ξανθιά μαζί του. ΣΤΑΥΡΟΣ: (πηγαίνει στην ξανθιά) Εσείς έχετε ταυτότητα δεσποινίς; ΞΑΝΘΙΑ: Όχι, δεν έχω. Άφησα το τσαντάκι μου…το άφησα στη βαλίτσα μου. Οι αποσκευές μου έφυγαν με άλλο λεωφορείο. ΣΤΑΥΡΟΣ: Και πως λέγεστε δεσποινίς; ΞΑΝΘΙΑ: Νατάσα Χατζηβασίλη. Είμαι…χορεύτρια. ΠΑΠΠΟΥΣ: Και για πόσα πόδια μιλάμε; Πόσες γάμπες; ΞΑΝΘΙΑ: Σε τρώει το κεφάλι σου παππούλη. ΟΔΗΓΟΣ: (χαμογελώντας σίγουρος στους αστυνόμους) Αυτή ήταν στο λεωφορείο. Γκαραντί. ΣΤΑΥΡΟΣ: Πως το ξέρεις; ΟΔΗΓΟΣ: Είναι η μόνη που πρόσεξα. ΞΑΝΘΙΑ: (χαμογελώντας στον οδηγό) Ω, ευχαριστώ. ΠΑΠΠΟΥΣ: Και ποιος πρόσεξε εκείνον; Ο οδηγός γελάει πάλι και μόλις αντιλαμβάνεται πως γελάει σε βάρος του σταματάει. ΠΑΠΠΟΥΣ: (στον οδηγό) Πως ξέρουμε πως είσαι ο ίδιος που οδηγούσε το λεωφορείο; Έ; (σε όλους) Κανείς δεν είναι απαλλαγμένος, όοχι ακόμα! ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Κοίτα, το βαρέθηκα αυτό το καλαμπούρι. Ας δείξουμε τις ταυτότητες μας να τελειώνουμε. Καταντήσαμε γελοίοι. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: (χέρια σταυρωμένα, στον επιχειρηματία) Πως εξηγείς εσύ τον ένα που περισσεύει εδώ μέσα; ΜΕΣΗΛΙΚΗ: Ναι. Για λέγε! ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Πολύ απλό. Ο οδηγός έκανε λάθος. Ανέβηκαν εφτά άτομα κι εκείνος μας μέτρησε έξι. ΣΤΑΥΡΟΣ: (πάει στον οδηγό) Τι λες; Υπάρχει περίπτωση; ΟΔΗΓΟΣ: Καμία! Μέτρησα κεφάλια πριν ξεκινήσουμε. (έντονα προς τον επιχειρηματία) Ήταν έξι οι επιβάτες! ΣΤΑΥΡΟΣ: (πάει στην ξανθιά) Δεσποινίς…; Ξαφνικά το ράδιο ψηλά στον τοίχο ανάβει από μόνο του και αρχίζει να παίζει μουσική. Όλοι γυρνούν και το κοιτούν. Το ίδιο ξαφνικά σταματάει πάλι. Τα φώτα μέσα στην καφετέρια αρχίζουν να αναβοσβήνουν ακανόνιστα. Ο Σταύρος σηκώνει το χέρι του προς το υπηρεσιακό του περίστροφο, έτοιμος για τα πάντα. Μετά από λίγο όλα επιστρέφουν στο φυσιολογικό. Όλοι τους όμως είναι σκιαγμένοι. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Τι το προκάλεσε αυτό; Ο Ηλίας ψαχουλεύει το ραδιόφωνο. ΣΤΑΥΡΟΣ: (σε όλους) Κοιτάξτε. Παραέγινε αστείο το ζήτημα για να το πάρουμε στα σοβαρά…αλλά…Εντωμεταξύ, παραμείνετε στις θέσεις σας. Η ξανθιά, ο παππούς, και ο οδηγός κοιτούν νευρικοί προς το ταβάνι. Ο επιχειρηματίας δείχνει να έχει χάσει το κουράγιο του. Το μεσήλικο ζευγάρι κοιτάει γύρω τους άλλους. Το νεαρό ζευγάρι αλληλοκοιτάζονται καχύποπτα. Και ο ιδιοκτήτης κοιτάζει δύσπιστος προς την όλη κατάσταση. ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Όλοι είναι στις θέσεις τους εκτός από τον οδηγό που κάθεται με την ξανθιά στο τραπέζι της και τα λένε ψιθυριστά. Τα ζευγάρια έχουν αποκοιμηθεί στα τραπέζια τους. Οι αστυνόμοι απουσιάζουν. Ο Ιδιοκτήτης της καφετέριας βγαίνει από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια του. Κοιτάζει τον οδηγό και τον πλησιάζει. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Που είναι οι αστυνόμοι; ΟΔΗΓΟΣ: Ε; Α, βγήκαν έξω. (κοιτάζει προς το παράθυρο) Σταμάτησε να χιονίζει. (στον ιδιοκτήτη) Μήτσο…(δείχνει το ράδιο) Αυτό πρέπει να ήταν πλάκα έτσι; Που το ράδιο ξεκίνησε έτσι μόνο του. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (επιστρέφει πίσω από τον πάγκο) Δεν το έκανα εγώ. Φτιάχνω καφέδες και τρέχω να πληρώνω το δάνειο. Αυτά ξέρω. Δεν έχω ιδέα από όλη αυτή τη…την επιστημονική φαντασία. Το ράδιο είναι το ράδιο και αν του’ρχεται να ξεκινάει μόνο του φωνάζω τον μάστορα να το κοιτάξει. Γυαλίζει το βλέμμα του παππού, ο οποίος σηκώνεται από την θέση του και πλησιάζει το ράδιο. Στέκεται ξαφνικά προσοχή και το χαιρετάει στρατιωτικά. ΠΑΠΠΟΥΣ: (στο ράδιο) Πήγαινε με στον ηγέτη σου! (γελάει, γυρνάει στους άλλους) Πήγαινε με στον ηγέτη σου! Ο παππούς ηρεμεί κάπως καθώς οι αστυνόμοι επιστρέφουν στην καφετέρια. Τα ζευγάρια αφυπνίζονται. Ο Σταύρος κάθεται σε ένα σκαμπό, απέναντι από τον ιδιοκτήτη. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (στους αστυνόμους) Βρήκατε τίποτα; ΗΛΙΑΣ: Όχι. Ρίξαμε μια ματιά στη γέφυρα. ΣΤΑΥΡΟΣ: Κρατάει ακόμα. ΟΔΗΓΟΣ: Την ξέρω αυτή τη γέφυρα. Και δεν την εμπιστεύομαι με τίποτα. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: (στον οδηγό) Πάλι καλά που δεν βασιζόμαστε στην κρίση σου. Μόλις μας δώσουν το πράσινο φως οι αρχές, θα την περάσεις και θα μας πας επιτέλους στον προορισμό μας. ΟΔΗΓΟΣ: (στον επιχειρηματία) Άκου κύριος. Μπορεί να είσαι μέγας και τρανός στην Αθήνα, όταν όμως έρχεται στα λεωφορεία και τις γέφυρες, έχω τα γαλόνια! Και σου λέω, αυτή η γέφυρα είναι τόσο παλιά που… Σβήνουν τα φώτα. Όλοι κοιτούν γύρω τους νευρικά. ΞΑΝΘΙΑ: Τι είναι πάλι; (ανάβουν ξανά τα φώτα) Γιατί έσβησαν τα φώτα έτσι; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Μπορεί να έχει πέσει η τάση. Το ραδιόφωνο ξεκινάει πάλι μόνο του, ξαφνιάζοντας τον παππού και τον αστυνόμο Ηλία που στέκονται δίπλα του. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Αυτό είναι παράξενο. Αληθινά παράξενο. Κλείνει πάλι το ράδιο από μόνο του. Η ένταση στο μαγαζί έχει πολλαπλασιαστεί. ΞΑΝΘΙΑ: Εύχομαι όποιος το κάνει να μας δείξει επιτέλους τα χαρτιά του. ΝΕΑΡΗ: (εκνευρισμένη) Γιατί δεν κάνουν κάτι; Τι νόημα έχει να καθόμαστε όλοι εδώ μέσα μαντρωμένοι έτσι… Ο φίλος της την παρηγορεί. ΗΛΙΑΣ: (στην κοπέλα) Το νόημα είναι το εξής κοπέλα μου. Είμαστε όλοι μέσα στο καζάνι εδώ. Κανείς μας δεν έχει ιδέα τι τρέχει. Εάν έπεσε κάποιο διαστημόπλοιο στη λίμνη, και ο…πιλότος της ήρθε εδώ, νομίζω θα ήταν καλή ιδέα να τον εντοπίζαμε και να τον εμποδίζαμε να φύγει. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Ακούγεται σωστό. Ίσως να είναι και αόρατος. Ίσως να προσπαθούν να μας τρομάξουν. Παίζουν μαζί μας σαν τη γάτα με το ποντίκι. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ: Παιδιαρίσματα. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: Είναι η καλύτερη εξήγηση που άκουσα. Και αν το…το πράγμα δεν μας φανερωθεί; Θα καθίσουμε εδώ να κρατάμε την αναπνοή μας; ΜΕΣΗΛΙΚΗ: Ναι. Τι θα γίνει τότε; ΠΑΠΠΟΥΣ: Αν ρωτούσατε εμένα… ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: (διακόπτει απότομα) Ε δεν σε ρώτησε κανείς. Ούτε θα σε ρωτήσει. Ο παππούς μένει με το στόμα ανοικτό. ΞΑΝΘΙΑ: (θιγμένη, στον επιχειρηματία) Γιατί δεν αφήνεις ήσυχο τον γέρο; ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Εσένα πότε σε διόρισε δικηγόρο του; ΞΑΝΘΙΑ: Δεν ήξερα πως χρειαζόταν. Έχεις αυτό το πρόβλημα με το να τους διατάζεις όλους γύρω σου. Ο παππούς κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. ΜΕΣΗΛΙΚΑΣ: Κοιτάξτε, δεν μας φτάνει που καθόμαστε εδώ μέσα χωρίς… Ξαφνικά τα φώτα αρχίζουν να αναβοσβήνουν για αρκετό διάστημα. Μόλις τα φώτα σταματούν αναμμένα, τα βαζάκια με τη ζάχαρη στα τραπέζια των δύο ζευγαριών αναποδογυρίζουν. Οι γυναίκες τσιρίζουν. Ο Σταύρος και ο Ηλίας τραβούν τα όπλα τους και κοιτάζουν από τα παράθυρα. ΣΤΑΥΡΟΣ: (στον παππού) Πήγαινε εκεί και κάτσε κάτω. Ο παππούς κάθεται σε ένα σκαμπό στον πάγκο. Ο επιχειρηματίας κοιτάζει το τηλέφωνο στον τοίχο όταν εκείνο αρχίζει να χτυπάει. Ο Σταύρος σηκώνει το ακουστικό στο δεύτερο κουδούνισμα. ΣΤΑΥΡΟΣ: (στο ακουστικό) Ναι; Τι πράγμα; … Είναι εντάξει δηλαδή…Καλά, ευχαριστώ. (το κρεμάει, στους άλλους) Η γέφυρα είναι εντάξει. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Καιρός ήταν. Μπορούμε να πηγαίνουμε; Οι αστυνόμοι βάζουν τα όπλα τους πίσω στις θήκες τους και κοιτάζονται. ΣΤΑΥΡΟΣ: Τι λες Ψωμόπουλε; ΗΛΙΑΣ: Δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε εδώ. ΠΑΠΠΟΥΣ: (στον Ηλία) Κάνετε μέγα σφάλμα αστυνόμε. Αφήνεται το τέρας να ξεφύγει. ΗΛΙΑΣ: Ίσως γέρο. Έτσι όπως τα λες. Δεν μπορείς όμως να κρατήσεις κάποιον με την υποψία και μόνο πως είναι τέρας. (στον οδηγό) Μάζεψ’τους όπως νομίζεις. ΟΔΗΓΟΣ: (στον Σταύρο) Καλά. Είναι σίγουροι για τη γέφυρα; Δεν μου αρέσει εκείνη η κατασκευή. Χορεύει στο παραμικρό μπουρίνι. ΣΤΑΥΡΟΣ: (δείχνει το τηλέφωνο) Ήταν ο μηχανικός της Νομαρχίας. Έλεγξαν τη γέφυρα και πέρασε τις εξετάσεις. Θα πάμε μπροστά σας, θα την περάσουμε πρώτοι. Σιγά-σιγά οι πελάτες σηκώνονται για να φύγουν. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (ανακουφισμένος πάει στο ταμείο) Πολύ καλά. Εδώ για να ξοφλήσετε τον λογαριασμό σας κυρίες και κύριοι. Καλοτάξιδοι και να φτάσετε ασφαλείς. Και να ξανάρθετε να μας δείτε. Όλοι πλην ενός φυσικά. Σηκώνονται, μαζεύουν τα πράγματα τους, κάνουν ουρά στο ταμείο. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (στον παππού) Εσύ είχες μια σούπα, έτσι; 2 και 30. Ευχαριστώ. (στον επιχειρηματία) Κι εσύ είχες…δέκα φλιτζάνια καφέ φίλτρου…μας κάνουν 7 και 60… ΣΤΑΥΡΟΣ: (στον Ηλία) Εφτά λοιπόν. ΗΛΙΑΣ: Εφτά. Ο παππούς περνάει δίπλα από τους αστυνόμους και πριν βγει από την καφετέρια τους απευθύνεται. ΠΑΠΠΟΥΣ: Μέχρι την Αθήνα θα έχουμε γίνε δέκα-εφτά! (κακαρίζει και φεύγει) ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ Χάραμα. Η καφετέρια είναι άδεια. Ο Ιδιοκτήτης στέκεται πίσω από τον πάγκο του και διαβάζει μια εφημερίδα. Το ράδιο ξεκινάει πάλι μόνο του και παίζει μουσική. Δεν τον ξαφνιάζει. Ανοίγει η πόρτα και στο μαγαζί μπαίνει ο επιχειρηματίας, το παλτό ακόμα ριγμένο πάνω από τους ώμους του. Κάθεται σε ένα σκαμπό στην άκρη του πάγκου. Ο Ιδιοκτήτης εκπλήσσεται που τον βλέπει. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Να σου φέρω κάτι; ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Έναν φίλτρου. Σκέτο. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Ένα φίλτρου, σκέτο. (του γεμίζει ένα φλιτζάνι) Εε, εμ, εσύ δεν…εννοώ, δεν ανέβηκες στο λεωφορείο εσύ; (σερβίρει τον καφέ) ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Κι όμως, ανέβηκα. Ναι, κάθισα με τους άλλους. Και ξέρεις τι; Εκείνη η γέφυρα κάθε άλλο παρά εντάξει ήταν. Κατέρρευσε. Το αστυνομικό, το λεωφορείο, όλοι…μπλουμ…στο παγωμένο ποτάμι. Τρομερό. Κανείς δεν βγήκε έξω. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: (έκπληκτος) Εκτός από σένα; ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Εκτός από μένα. Τύχη βουνό, ε; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Πολύ τυχερός…μόνο που… ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Μόνο που…τι; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Δεν είσαι καν βρεγμένος. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Βρεγμένος; Τι είναι το «βρεγμένος»; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Τι εννοείς «τι είναι βρεγμένος»; Έπεσες στο ποτάμι αλλά τα ρούχα σου είναι στεγνά. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Είναι μια ψευδαίσθηση. Αυτό είναι όλο. Μια ψευδαίσθηση. Σαν το ράδιο που παίζει στον τοίχο. Κι εκείνο ψευδαίσθηση είναι. Ο ιδιοκτήτης κοιτάζει το ράδιο και εκείνο σταματάει να παίζει απότομα ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Ή το χτύπημα του τηλεφώνου. Το τηλέφωνο στον τοίχο κουδουνίζει. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Ψευδαίσθηση. Ένα μαγικό τρικ. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Κι εσύ τι είσαι; Κάποιο είδος μάγου; Ένα τρίτο χέρι βγαίνει μέσα από το παλτό του επιχειρηματία. Χρησιμοποιώντας και τα τρία χέρια βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και ένα κουτί σπίρτα. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Ποιος εγώ; Δεν θα το’λεγα. Ο ιδιοκτήτης παρακολουθεί έκπληκτος καθώς ο επιχειρηματίας ανάβει με τα τρία χέρια το τσιγάρο του. Καπνίζει και πίνει καφέ. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ: Τώρα, ε, πριν πας και, εμ, λιποθυμήσεις, θα έπρεπε να σου εξηγήσω πως το όνομα μου δεν είναι Αποστολίδης. Και δεν πήγαινα καν προς Αθήνα. Με στείλανε εδώ σαν ανιχνευτή. Ξέρεις αυτά… «τσιγάρα» δεν τα λένε; Έχουν υπέροχη γεύση. Δεν έχουμε κάτι παρόμοιο στον Άρη. Και ναι, από κει έρχομαι, μια και το’φερε η κουβέντα. Είμαστε σε φάση τώρα που ξεκινούμε μια νέα αποικιακή τακτική και σύντομα θα καταφθάνουν και οι φίλοι μου. Νομίζω πως θα τους αρέσει εδώ. Υπέροχο περιβάλλον, απόμακρο, ευχάριστο, ξεκομμένο από τα πεπατημένα. Το τέλειο τοπίο για μια αποικία, ε κύριε Μήτσο; Καθώς περιμένουμε, θα σε πείραζε να ακούσουμε λίγο από αυτό που λέτε ε…μουσική; ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Δεν με πειράζει. Είμαι κι εγώ στην αναμονή. Βλέπεις, κύριε Αποστολίδη, ούτε εμένα με λένε Μήτσο. Και συμφωνώ μαζί σου, αυτό είναι ένα εξαίρετο μέρος για αποικισμό. Κι εμείς στην Αφροδίτη είχαμε μια παρόμοια ιδέα. Το βάλαμε σε εφαρμογή εδώ και χρόνια. Και νομίζω πως θα πρέπει να σου πω πως οι φίλοι σου δεν θα έρθουν. Φοβάμαι πως αναχαιτίστηκαν. Άποικοι, ναι, έρχονται. Είναι όμως από την Αφροδίτη. Και αν είσαι ακόμα ζωντανός όταν φτάσουν, θα δεις και που διαφέρουμε. Ο ιδιοκτήτης βγάζει το σκουφάκι του φανερώνοντας ένα τρίτο μάτι ψηλά στο μέτωπο. Ο επιχειρηματίας ξινίζει τα μούτρα του. ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: Και συμφωνώ μαζί σου γι αυτό που λένε μουσική. Γιατί δεν βάζουμε λίγη; Ο ιδιοκτήτης κοιτάζει το ράδιο και εκείνο αρχίζει να παίζει μόνο του. Ο ιδιοκτήτης στη συνέχεια βάζει τα γέλια. Σβήνουν τα φώτα. ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.