DinoHajiyorgi Posted July 7, 2008 Share Posted July 7, 2008 (edited) Από το ημερολόγιο της Τζένης: «Πρώτα… ήρθε το Μέγα Ρέψιμο. Και γεννήθηκε η Φάμπρικα. Η Φάμπρικα έφερε στον κόσμο την Μηχανή και η Μηχανή έδωσε άλλο ένα ρεψιματάκι και γέννησε άλλη μια φάμπρικα. Μια σειρά από ρεψίματα δημιούργησαν περισσότερες φάμπρικες και έτσι η Γη σχηματίστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση της Μηχανής και όλα ήταν υπέροχα και τέλεια. Πανέμορφα γκρίζα, γλιστερά και γρασαρισμένα, απαστράπτοντα μαύρα. Η Ροδέλα και το Μπουλόνι έστησαν χορό και έφεραν ζωή, και οι άνθρωποι είδαν την ζωή και είπαν πως ήταν καλή. Η Φάμπρικα άπλωσε τα τείχη της και αγκάλιασε τους ανθρώπους και εκείνοι ανταποκρίθηκαν με ανιδιοτελή ευγνωμοσύνη και αιώνιο καθήκον προς την μηχανή που θα τους αγαπούσε, θα τους έτρεφε και θα τους φρόντιζε χωρίς τέλος. Η Φάμπρικα φύσηξε, ξεφύσηξε καπνό και γέμισε τις καρδιές των ανθρώπων με ελπίδα για το επόμενο Μεγάλο Ρέψιμο, για έναν ακόμα καλύτερο κόσμο, για την Ολοκλήρωση της Μηχανής.» 1. Το λιωμένο ατσάλι στροβιλίστηκε βίαια και έσκασε προς την επιφάνεια μουγκρίζοντας. Όλη του η μαντρωμένη οργή ξεχύθηκε σαν μαύρος χείμαρρος από τα χείλη της καπνοδόχου. Φούμο και ζουζούνια φωτιάς γέμισαν τον αέρα. Χόρεψαν σε μια πίστα ρυπαρής ατμόσφαιρας, ψηλά πάνω από το δάσος από τσιμινιέρες και τις μαυριδερές οροφές των εργοστασίων. Υπήρχε και μια πόλη εκεί κάτω, με σπίτια και πολυκατοικίες, δεν ήταν όμως εύκολο να την ξεχωρίσεις. Ήταν μια βιομηχανική πόλη, ή μάλλον, ένας βιομηχανικός κόσμος. Ένας κόσμος όπου κυριαρχούσαν το μαύρο, το γκρίζο, το καφετί και η ώχρα, και σε ορισμένα σημεία μια κάποιες ασημί αποχρώσεις. Και από μέσα, από τα σπλάχνα αυτού του κόσμου, ηχούσαν οι μηχανές. Ντάπα-ντούπα σαν καρδιοχτύπι, τσαφ-τσουφ σαν αναπνοή. Μηχανές που δούλευαν ασταμάτητα. Πινακίδες κρέμονταν στους φράκτες. ΜΑΚΡΙΑ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ και ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΘΕΙΤΕ. Και αγκαθωτά συρματοπλέγματα από πάνω. Εμπόδιζαν τους περίεργους κατοίκους να πλησιάσουν τα όρια της πόλης τους. Εδώ είχε στρωθεί μια μεγάλη χωματερή που κύκλωνε την πόλη ολόγυρα, σαν προστατευτικό σύνορο ανάμεσα στις τελευταίες κατοικίες και τα τείχη της πόλης. Το ένα βουνό σκουπιδιών δίπλα στο άλλο, γεμάτα από σκελετούς παλιών οχημάτων μέχρι και μικρότερες, άχρηστες οικιακές συσκευές. Ένας γερανός με σαγόνια βουτούσε ακούραστα μέσα σε αυτή τη μεταλλική θάλασσα και γέμιζε το στόμα του, πριν αναδυθεί πάλι για να φτύσει την μπουκιά του πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο. Σειρές ήταν οι γερανοί και οι κυλιόμενοι διάδρομοι. Τάιζαν πυρακτωμένους φούρνους γύρω-γύρω στην βάση των τειχών, με μια πανύψηλη καπνοδόχο πάνω από τον κάθε φούρνο. Τείχη εκατό μέτρα ύψος, με σταδιακούς πύργους από φουγάρα για να ξερνούν και να σχηματίζουν μια αδιαπέραστη μαύρη κουρτίνα. Η τρομερή αυτή κουρτίνα κάλυπτε και τον ίδιο τον ουρανό σχηματίζοντας έτσι έναν ακλόνητο σκοτεινό θόλο πάνω από την πόλη. Μόνο η φωτεινή σιλουέτα του ήλιου έμοιαζε να διαγράφεται απ’έξω, ίσα για να στέλνει μια ισχνή γκρίζα ανταύγεια μέσα, χαρίζοντας στους ανθρώπους την μέρα, σε ασπρόμαυρες σχεδόν αποχρώσεις. Ένα γυρόπτερο έσπασε εκείνη την καπνιά και χαμήλωσε προς τα υψώματα της χωματερής. Γαντζωμένος στα όργανα του πιλοτηρίου ένας κακομούτσουνος κάντζαρος, κοίταζε καχύποπτος τα σκουπίδια. Σαν κεραία, η γαμψή του μύτη σάρωνε τον τόπο ψάχνοντας για παρείσακτους. Κάθε τόσο έκαμνε και μια γκριμάτσα. Σαν να ήταν απογοητευμένος που δεν εντόπιζε κανέναν. Αλλά πάλι, οι κάντζαροι έκαναν συνέχεια γκριμάτσες. Ήταν το τικ τους. Τράβηξε τους μοχλούς του και ανυψώθηκε μακριά, αφήνοντας στο κατόπι του μικρούς ανεμοστρόβιλους που ξεσήκωσαν ανάλαφρα σκουπιδάκια. Το ντουμάνι που σήκωσαν εκείνες οι προπέλες καταλάγιασε πάνω σε έναν παλιό φούρνο με έξι μάτια. Η μπρούτζινη συσκευή θύμιζε βάρκα παγιδευμένη μέσα σε ακινητοποιημένα τσίγκινα κύματα, σαν ελαιογραφία μιας περίεργης καταιγίδας σε έναν μεταλλικό ωκεανό. Ένα μόνο μπουρί εξείχε από την πλάτη αυτού του φούρνου που κάποτε έψησε εδέσματα ξεχασμένα σε τούτον εδώ τον κόσμο. Το μουτζουρωμένο κεφαλάκι της Τζένης Μακαρόνι εμφανίστηκε μέσα από το μπουρί και κοίταξε τον ουρανό ανακουφισμένη. Έφτυσε με αηδία όση στάχτη αναγκάστηκε να καταπιεί στην κρυψώνα της. «Παραλίγο! Ε, Τόμι;» Ένα να από τα έξι μάτια του φούρνου έχασε το κάλυμμα του και το παχουλό μουτράκι ενός αγοριού έκανε την εμφάνιση του. «Παραλίγο» συμφώνησε. Καπνισμένα από την κορυφή ως τα νύχια, τα δύο παιδιά σύρθηκαν έξω από την άβολη κρυψώνα τους. Έδειχναν και τα δύο περίπου δώδεκα χρονών. Η Τζένη φορούσε την καφετιά φόρμα της με το φαγωμένο δερμάτινο σακάκι από πάνω. Τα κοντά ξανθά της μαλλάκια ήταν πιασμένα σε λουρί με δύο μεγάλα ματογυάλια πάνω από το μέτωπο. Δικαιολογούσαν την καθαρότητα στο πάνω μισό του προσώπου της, σε αντίθεση με το μουτζουρωμένο κάτω μισό. Ο Τόμι καλυπτόταν από χακί παντελόνι και μπουφάν, με μια καφετιά κουκούλα στο κεφάλι, δανεισμένη από άλλο σακάκι. Έσερνε πίσω του μια χιλιομπαλωμένη σχολική τσάντα. «Πρέπει να βρούμε τον Καθηγητή» είπε η Τζένη ατενίζοντας το βρώμικο τοπίο. Ο Τόμι έβγαλε από την τσάντα του ένα πακετάκι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο. «Θέλεις κολατσιό; Έχω απ’όλα. Στρογγυλά, τετράγωνα και τα αγαπημένα μου, τριγωνικά. Μου αρέσει…» «Να δαγκάνεις πρώτα τις γωνίες. Το ξέρω. Έλα, καλύτερα να βιαστούμε.» Κατέβηκαν την σωρό από σκουπίδια προσέχοντας το βήμα τους. Η Τζένη έκανε χωνί τα χέρια πάνω από το στόμα της και φώναξε. «Καθηγητά!!» Λίγο πιο κάτω, ο Καθηγητής έβγαινε έρποντας έξω από το καπό ενός σαραβαλιασμένου αυτοκινήτου. Ο νους του ήταν αλλού γι αλλού. «Αξιολύπητη κατάσταση! Ένα δράμα! Δεν υπάρχει ποιότητα στα σκουπίδια στις μέρες μας. Ένα ‘Όπα της’, ένα ‘Άλα της!’ Τίποτα!» Τα παιδιά τον πλησίασαν και τον παρακολούθησαν να αποσυναρμολογεί την παλιά μηχανή, απορρίπτοντας ανταλλακτικά δεξιά και αριστερά. Ο Τόμι έδειχνε ολοφάνερα πως βαριόταν. Ξετύλιξε ένα από τα κολατσιά του και το έχωσε ολόκληρο στο στόμα του. Ο καθηγητής αγνοούσε παντελώς την παρουσία τους. «Όλα σκουπίδια. Πάλι καλά που μπορώ να τα ξεχωρίζω. Γιατί υπάρχουν σκουπίδια αλλά και σκουπίδια-σκουπίδια, που δεν πρέπει να μπερδεύονται με τις παραπλήσιες κατηγορίες απορριμμάτων και ρεταλίων…» «Καθηγητά» είπε τελικά το κορίτσι, «Δεν είναι ασφαλές να χάνουμε τόσο χρόνο σε ένα σημείο…» «Ίσως πρέπει να σκάψω βαθύτερα. Στο παλιό στρώμα. Καλύτερη σαβούρα εκεί κάτω. Μάλιστα κύριε…» Ο Καθηγητής έχωσε το κεφάλι του τόσο βαθιά στην μηχανή που ο υπόλοιπος συλλογισμός του ακουγόταν σαν μια ακατανόητη, πνιχτή μουρμούρα. Η Τζένη έπιασε την άκρη του σακακιού του και το τράβηξε για να αποσπάσει την προσοχή του. «Καθηγητά!» Ο Καθηγητής επανήρθε στην επιφάνεια θορυβημένος. «Ναι; Ποιος είναι; Α, Τζένη! Καλώς την! Δεν σε άκουσα που μπήκες.» «Μα ήρθαμε μαζί!» «Α, ναι, πράγματι. Πόσο αληθές. Θα πρέπει να έχασα το μυαλό μου για ένα λεπτό.» Επέστρεψε στο σκάψιμο της μηχανής. «Καθηγητά, νομίζω πως μείναμε αρκετά για σήμερα. Ερχόμαστε πάλι αύριο.» «Αύριο; Δεν είναι δυνατόν αύριο. Η ώρα πλησιάζει. Πρέπει να φύγω. Να προλάβω το χρονοδιάγραμμα. Μάλιστα κύριε.» «Μα Καθηγητά! Δεν μπορείτε να φύγετε! Πως θα σκαρφαλώσετε το τείχος; Πως θα προσπεράσετε τους φρουρούς; Θα σας πιάσουν!» Ο Καθηγητής ορθώθηκε έξω από το καπό κρατώντας την μπαταρία του αυτοκινήτου. «Θα πετάξω σαν το πουλάκι. Ξέρεις εσύ Τζένη, σου έχω πει για τα πουλάκια. Τσίου-τσίου τραγουδούσαν…Αυτή η μπαταρία δείχνει καλή…» Ψαχούλεψε την μπαταρία με την άκρη της γλώσσας του. Ξαφνικά τα μάτια του γούρλωσαν, μαλλιά και μουστάκι φούσκωσαν όρθια. Η Τζένη έσφιξε τις γροθιές της παλεύοντας να εκφράσει το άγχος της. «Αυτό είναι…είναι…» «Τρελό;» βοήθησε ο Τόμι. «Είναι τρελό! Τρελό!» Ηλεκτρισμένος, τα μαλλιά του όρθια και καπνίζοντα, ο Καθηγητής γύρισε να αντικρίσει τα παιδιά. Η όψη του τα ανάγκασε να μαζευτούν σκιαγμένα. «Τρελό; Είπες τρελό;» Σήκωσε το δάχτυλο του και σημάδεψε την πόλη. «Πόσο λογικό είναι να ζει κανείς εκεί;» Η Τζένη χαμήλωσε το βλέμμα της. «Μα…που θα μπορούσατε να πάτε;» «Δεν σου έχω εξηγήσει Τζένη;» «Ναι, αλλά…» «Βόρεια! Στον Σάντος!» φώναξε ο Τόμι. «Ακριβώς Τόμι» χαμογέλασε ο Καθηγητής, «Βόρεια. Εκεί πρέπει να πάω, να βρω τον Σάντος. Πρέπει να μάθει τι τρέχει εδώ πέρα. Μόνο ο Σάντος μπορεί να μας σώσει όλους. Τι τρέχει Τζένη Μακαρόνι; Δεν με πιστεύεις;» Το κορίτσι κοκκίνισε. «Θέλω να σας πιστέψω…» Ο Καθηγητής γονάτισε μπροστά της. «Αυτό το βρήκα στο μπαούλο μου. Είναι για σένα Τζένη μου. Ένα όμορφο λουλούδι του χθες. Ας αγγίξει την καρδιά σου και να σε καθοδηγεί το άρωμα του.» Έβαλε το λουλούδι στο χέρι της. Ένα μαραμένο, ξερό, μαύρο πράγμα. «Ο κόσμος είναι ένα τεράστιο και όμορφο μέρος. Είναι τόσα που δεν έχεις δει Τζένη. Και πως αλλιώς με αυτά τα πανάσχημα ντουβάρια γύρω σου. Αν δεν υπήρχε κίνδυνος, μα την αλήθεια, θα σε έπαιρνα μαζί μου!» «Κι εμένα!» «Κι εσένα Τόμι! Πράγματι! Αλλά υπόσχομαι να επιστρέψω. Θα γυρίσω για όλους σας! Για τώρα, άσε με να τα εξαφανίσω αυτά τα τείχη με τον δικό μου τρόπο…» Έβγαλε αστραπιαία μια φλογέρα και άρχισε να την παίζει όμορφα. Η Τζένη χαμογέλασε θλιμμένα και αναστέναξε. «Γιατί όλα τα ωραία πράγματα είναι εκεί έξω; Γιατί ο κόσμος μας είναι όπως είναι;» «Δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν ένα θαυμάσιο και αγαπητό μέρος πριν τα τείχη και τις καμινάδες. Πριν τις φάμπρικες.» «Πριν τις φάμπρικες; Υπήρχε οτιδήποτε πριν τις φάμπρικες;» Ο Καθηγητής σηκώθηκε με έναν πήδο. «Μα και βέβαια υπήρχε! Υπάρχει ακόμα εκεί έξω!» Έσκυψε προς τα παιδιά και συνέχισε ψιθυριστά. «Άσχετα με το τι θέλουν να πιστεύουμε.» Άρχισε ξαφνικά να πηδάει και να χορεύει ανάμεσα στα σκουπίδια κουνώντας τα χέρια του σαν φτερά. Τα παιδιά τον κοιτούσαν αποσβολωμένα. «Καθαρός αέρας, γαλάζιος ουρανός, γαργαριστά ρυάκια, όπου λουλουδάκια ανθίζουν, πουλάκια τιτιβίζουν, μελισσούλες ζουζουνίζουν, αντιλόπες χοροπηδούν, αγελάδες αγελαδίζουν, και…» σταμάτησε σαν να τον βρήκε αστροπελέκι, έβαλε το χέρι του μέσα στο σακάκι και τράβηξε έξω ένα παχουλό βιβλίο. «Ιδού! Ο τόμος! Η απόδειξη όλων μου των επιχειρημάτων!» Ξεφύλλισε τις σελίδες μουρμουρώντας έναν σκοπό. «Τουμ-τουμ-τουμ-τουμ!» Έδωσε το ανοιχτό βιβλίο στην Τζένη. «Κοίτα Τζένη! Αγνόησε το κείμενο αν έτσι επιθυμείς αλλά θώρησε τις φωτογραφίες. Κοίτα τα χρώματα. Πίστεψε τα ίδια σου τα μάτια.» Η Τζένη κοίταξε τις σελίδες του βιβλίου. Ο Τόμι κοίταξε επίσης πάνω από τον ώμο της. Οι σελίδες ήταν μαύρες, μουτζουρωμένες με στάχτη, γεμάτες τρύπες από κάψιμο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν αποκαρδιωμένα. Χαμένος στον κόσμο του, ο Καθηγητής έκαμνε κύκλους γύρω τους. «Ω ναι, θυμάμαι αυτή την πόλη από την εποχή που ήταν ένα μικρό, χαριτωμένο και ήσυχο χωριουδάκι.» Έσκυψε απότομα και σήκωσε τον Τόμι στα χέρια του. «Τόμι-Τόμι! Να έβρισκα μόνο έναν τσελεμεντέ για να ανοίξω και τα δικά σου μάτια! Αχ, τα γαστρονομικά εδέσματα που αγνοεί η φαντασία σου! Καμία σχέση με τα μπιφτέκια σόγιας και τον αηδιαστικό συνθετικό πουρέ που τρώτε. Μπλιάχ λέω! Σας έχω πει για τα κοτόπουλα στη σούβλα, τα ψητά στον φούρνο, τα καπνιστά ψάρια, τα λαχανικά στον ατμό, τα πικάντικα κεφτεδάκια, τις πιπεράτες ομελέτες, τις τηγανητές πατάτες, τα γλυκά καλαμπόκια, τις κρέπες και τα λουκάνικα, τα ζαχαρωμένα μήλα, τα κομπόστα, τα κριθαρόψωμα και καλαμποκόψωμα, τις μακαρονάδες με σκόρδο, τις μπριζόλες με σάλτσα, τους κρασάτους κόκορες, κέικ με σαντιγί φρούτων και σοκολάτας, πίτες με μήλο, με κολοκύθα και κεράσια…» Ο Καθηγητής κατάρρευσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών. Σκούπισε τα σάλια του και γουργούρισε το στομάχι του. «Πρέπει οπωσδήποτε να φύγω…» ψέλλισε λαχανιασμένος. Κατευθύνθηκαν προς τους φράχτες. Τα δύο παιδιά στήριζαν τον καθηγητή και τον βοηθούσαν να βαδίζει. Κάποια στιγμή το πόδι του άντρα μπλέχτηκε στα σκουπίδια και χάνοντας την ισορροπία του παράσυρε και την συνοδεία του κάτω. Το παπούτσι του είχε μπλεχτεί μέσα σε ένα λεπτό καλώδιο. «Ω! Ένα εύρημα κάποιας αξίας!» σχολίασε εξετάζοντας το. Το τράβηξε και το καλώδιο αναδύθηκε σε μάκρος μέσα στη θάλασσα της χωματερής. «Πιάσαμε κάτι μεγάλο Τζένη. Ετοιμάσου να βγάλεις μια φωτογραφία.» Συνέχισε να τραβάει και να το τυλίγει γύρω από τον αγκώνα του. Η Τζένη κοίταξε νευρικά γύρω της. «Δεν μου κάθεται καλά αυτό…» Το βουνό από σκουπίδια που ορθωνόταν μπροστά τους, κάτι σαν παγωμένο τσουνάμι, άνοιξε στα δύο και ξεπρόβαλε μια τρομερή Ρουφήχτρα. Ένα είδος τανκ σε σχήμα σωλήνα, με ερπύστριες, με έναν φούρνο να καίει μόνιμα μέσα στο στομάχι της. Κατάπινε συνέχεια σκουπίδια για να ταΐζει την ίδια την μηχανή που τη κινούσε. Με ένα φουγάρο στην κορυφή της, άφηνε μια μόνιμη, κατάμαυρη στήλη καπνού. Η φωτιά στο εσωτερικό της ήταν ορατή πίσω από το ορθάνοιχτο της στόμα. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής βούτηξαν ταυτόχρονα στην άκρη για να μην τους καταπιεί ή τους λιώσει το τερατούργημα. Η Ρουφήχτρα τους αγνόησε. Δεν είχε μυαλό να κυνηγήσει κάποιον συγκεκριμένα. Ήταν μία από τις πολλές μηχανές της χωματερής, αφημένη στην τύχη, να τρώει για να κινείται και να κινείται για να τρώει. Συνέχισε την τυφλή της πορεία αφήνοντας ένα μικρό χαντάκι στον διάβα της. Ο Καθηγητής και τα παιδιά είχαν βρεθεί μέσα σε μια παλιά μπανιέρα. Ένας σωλήνας του ντους ορθωνόταν ακόμα πάνω από την βρύση του, σαν κατάρτι στη βάρκα τους. Είδαν ανακουφισμένοι το μηχάνημα να απομακρύνεται, αδειάζοντας στάχτη από την ουρά του. «Πιάσαμε μεγάλο ψάρι Τζένη» είπε ο Καθηγητής και η Τζένη αντιλήφθηκε αμέσως τι εννοεί. Το καλώδιο είχε πιαστεί στην Ρουφήχτρα και ξετυλιγόταν τάχιστα. Ο Καθηγητής τύλιξε αμέσως την άκρη του στον σωλήνα του ντους. «Άστε το να φύγει!» πρόλαβε να ουρλιάξει το κορίτσι πριν τιναχτεί η μπανιέρα στο κατόπι της μηχανής. Βρέθηκαν να κάνουν σκι στα στέρεα κύματα με τον Καθηγητή να κρατιέται από το ντους, η Τζένη να κρατιέται από τον Καθηγητή, και ο Τόμι να κρατιέται από την Τζένη. Η Ρουφήχτρα έκανε μια απότομη βουτιά και χάθηκε ανάμεσα σε δύο βουνά. Το λεπτό καλώδιο τεντώθηκε απότομα και εκσφενδόνισε την μικρή μπανιέρα πάνω από την μηχανή, αρκετά υψώματα πέρα. Οι τρεις χαρακτήρες αιωρήθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα στο κενό. «Ουίιιιιιιιιι! Ελεύθερη πτώση!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Καθηγητής. «Εγώ πάντως δεν την διάλεξα!» φώναξε τσατισμένη η Τζένη. Μαζί με την μπανιέρα έσκασαν πάνω σε ένα ύψωμα από σακούλες και χαρτικά, ευτυχώς. Η πτώση σήκωσε ένα σύννεφο από σκουπίδια που επέστρεψε στο σκηνικό σαν βροχή από κονφετί. Στόλισε γελοία τους σκούφους τριών πολύ εκνευρισμένων καντζάρων που στέκονταν στη σειρά εκεί, με βλοσυρά βλέμματα. Αυτός στη μέση ήταν ο Κρανκ, μεγαλόσωμος και μυώδης. Στα αριστερά του ήταν ο Σπίλιξ και δεξιά του ο Μπλίτζιξ. Στον ώμο του Κρανκ καθόταν ένα μικρούλι καντζαράκι, ο Λούμπιξ, ανώτερο σε ιεραρχία των άλλων. «Γκουχ» έκανε ο Λούμπιξ για να τραβήξει την προσοχή των παρείσακτων. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής ξεπρόβαλλαν μέσα από την σωρό των σκουπιδιών. Κοίταξαν γύρω τους σαστισμένοι. Ο Καθηγητής είχε μια κονσέρβα για καπέλο και το βλέμμα του είχε αλληθωρίσει. Χαχάνιζε, ανίκανος να το ελέγξει. Σηκώθηκαν και οι τρεις ζαλισμένοι, προσπαθώντας να στηρίξουν ο ένας τον άλλον, κάτι όχι και τόσο εύκολο. Στο τέλος τα παιδιά έβαλαν τον Καθηγητή στη μέση και έγειραν πάνω του ακινητοποιώντας τον. «Τι κάνετε εδώ πέρα πολίτες;» ρώτησε τελείως ψυχρά ο Λούμπιξ, «Αυτός είναι ‘φτου-κακά’ τομέας! Μήπως σκοπεύατε να σκαρφαλώσετε το τείχος;» «Μα τι λέτε; Όχι βέβαια…εε…κύριε!» πετάχτηκε η Τζένη αγχωμένη, «Να σκαρφαλώσουμε το τείχος και να πάμε που; Θα μας κατάπινε και θα μας έλιωνε το ξακουστό Μεγάλο Τίποτα!» Ο Καθηγητής χαχάνισε λίγο εντονότερα. Ο Λούμπιξ τον περιεργάστηκε επίσης βλοσυρά. «Ακριβώς. Αν ξέρεις τι σε συμφέρει. Τι κάνετε τότε εδώ; Λοιπόν;!» γρύλισε το επικεφαλής καντζαράκι. Η Τζένη έδειξε τον Καθηγητή. «Αυτός είναι ο παππούς μας. Ήρθαμε να τον μαζέψουμε. Ξεχνιέται πότε-πότε και τριγυρνάει εδώ κι εκεί…» «Εδώ κι εκεί ε;» Ο Καθηγητής έβγαλε την κονσέρβα από το κεφάλι του και κάρφωσε τους καντζάρους με το αλλήθωρο του βλέμμα. «Τα πολιπόπια και τα τιπιτόπια κάνουν σπιφάτα σναπαρούδια!» είπε με επίσημο ύφος πριν ξεσπάσει σε νέα χαχανητά. «Δεν είναι και πολύ στα καλά του…» δικαιολογήθηκε το κορίτσι, «Να…κοιτάξτε…» Πήρε την κονσέρβα από τα χέρια του Καθηγητή και την έδωσε στον Σπίλιξ. «Εδώ ο παππούς μου φύλαγε τον μπούσουλα του. Όπως βλέπετε τον έχασε και τον ψάχνει όπου μπορέσει κι όπου βρει. Τον ακολουθούμε για να τον προσέχουμε.» Οι κάντζαροι πέρασαν την κονσέρβα ο ένας στον άλλον κοιτώντας εντυπωσιασμένοι το άδειο της περιεχόμενο. «Πράγματι…πάει ο μπούσουλας…τον έχασε…» μουρμούραγαν. «Και παρατηρήστε» συνέχισε η Τζένη ακάθεκτη. Στράφηκε προς τον καθηγητή. «Παππού…που πάνε τα τέσσερα;» Πουλάκια συνέχιζαν να κελαηδάνε ανάμεσα στα αφτιά του ηλικιωμένου σοφού. «Τα ποια;» Η Τζένη επέστρεψε το πιο περίλυπο της ύφος στην περίπολο. «Βλέπετε; Δεν ξέρει που πάνε!» Αυτό έπεσε κάπως πιο βαρύ στην αντίληψη των καντζάρων που κοιτούσαν τώρα τον καθηγητή με κάποια συμπάθεια. Μόνο ο Λούμπιξ τον περιεργάζόταν με καχυποψία. «Παμπινίκις-Παμπινίκις, ω που είσαι Παμπινίκις;» συνέχισε στο ντελίριο του ο καθηγητής. «Χμμ, λοιπόν…» γκρίνιαξε ο Λούμπιξ, «Δεν έχω πειστεί τελείως, αλλά είστε ελεύθεροι να φύγετε.» «Ω, σας ευχαριστώ κύριε!» ξέσπασε ανακουφισμένη η Τζένη. «…προς το παρόν» συμπλήρωσε ο Λούμπιξ, «Θα σας έχω υπόψη όλο το τσούρμο εγώ. Χρμ.» Η Τζένη και ο Τόμι πήραν τον Καθηγητή από τα χέρια και τον τράβηξαν μακριά από το μπλόκο. «Από δω παππού. Πάμε σπίτι…» «Πίπετη-Πούπιτη Ζήτω!» κραύγασε ο Καθηγητής χαιρετώντας τους καντζάρους. «Κάπου την ξέρω αυτή τη φάτσα. Αλλά…είναι δυνατόν;» μουρμούρισε στον εαυτό του ο Λούμπιξ. Από κάτω του ο Κρανκ άφησε μια σειρά από μουγκρητά και ρεψίματα. «Δεν σε ρώτησα» του απάντησε ο Λούμπιξ εκνευρισμένος, «Άντε πάμε κι εμείς.» Η ομάδα κινήθηκε να συνεχίσει την περιπολία της στα σκουπίδια. «Εγώ πάντως το λυπήθηκα το κορίτσι…Με τέτοιον παππού» σχολίασε ο Σπίλιξ. «Κι εγώ» συμφώνησε μαζί του ο Μπλίτζιξ. «Κουφιοκέφαλοι!» τους γάβγισε ο Λούμπιξ αναγκάζοντας τους να το βουλώσουν. Συνεχίζεται Edited July 8, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 8, 2008 Author Share Posted July 8, 2008 2. Το σπιτάκι του Καθηγητή ήταν στο κέντρο της τεράστιας πόλης. Τα παιδιά και ο γέρος πήραν το μετρό και κατέβηκαν στον τερματικό σταθμό. Μετά συνέχισαν με τα πόδια, στα κεντρικά, αρχαία εδάφη. Εδώ βρίσκονταν τα ερείπια των πρώτων εργοστασίων. Το σπίτι, ή μάλλον η καλύβα του Καθηγητή, καθόταν κυκλικά σαν τσίγκινο δαχτυλίδι στο κέντρο μιας πανύψηλης καμινάδας. Ο Καθηγητής σκαρφάλωσε μια σιδερένια σκάλα προς την βεράντα του ενώ η Τζένη και ο Τόμι τον πρόσεχαν από το έδαφος. Παλιά η καλύβα, παλιά και η σκάλα, στρίγκλιζαν στο παραμικρό βάρος προκαλώντας τους ανησυχία. Όσο καιρός και να περνούσε δεν μπορούσαν να συνηθίσουν την εκκεντρική φωλιά του εκκεντρικού τους φίλου. Ο Καθηγητής κατόρθωσε να φτάσει στα κάγκελα της βεράντας του χωρίς να πέσει. «Καλή νύχτα Καθηγητά. Καλή ξεκούραση» φώναξε η Τζένη από κάτω. «Καλή νύχτα παιδιά. Δεν έχω πολύ καιρό για ξεκούραση όμως. Έχω τόσα να κάνω μα την αλήθεια. Πρέπει να ετοιμάσω την απόδραση μου…Να ταξινομήσω την γκαρνταρόμπα μου…Μπόλικο ράψιμο και σιδέρωμα…» «Ναι…τέλος πάντων…» «Πρέπει να διαχωρίσω τα λευκά από τα χρωματιστά…τα μάλλινα από τα λινά…μην τα μπερδέψω στη πλύση και μαζέψουν…τότε αρκετή σύντομη θα προκύψει και η απόδραση μα την αλήθεια…» Περισσότερο απευθυνόταν στον εαυτό του, με το βλέμμα του στον καπνισμένο ουρανό της πόλης. Όταν αποχώρησαν τα παιδιά είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ακολούθησαν ερημωμένα σοκάκια. Οι κάτοικοι, όλοι τους εργατικό δυναμικό, όσοι δεν είχαν βραδινές βάρδιες, κοιμούνταν εξουθενωμένοι για το πρωινό εγερτήριο. Τούβλινες προσόψεις πολυκατοικιών, φράχτες και σκουπιδοτενεκέδες βάραιναν τα πεζοδρόμια στην πορεία τους. «Θα έχει λες φασαρίες ο καθηγητής Τζένη;» «Θα μπλέξει σε φασαρίες αν δεν προσέξει την συμπεριφορά του.» «Και πάλι όμως…Δεν θα έφευγες μαζί του, έτσι δεν είναι; Δεν θα φεύγατε οι δυο σας χωρίς εμένα;» «Μην ανησυχείς Τόμι. Ο Καθηγητής δεν πάει πουθενά. Δεν υπάρχει τίποτα προς το οποίο να πάει.» «Και τα…ψητά…κοτλόπηλα;» Γύρισε και τον άρπαξε από τους ώμους. «Αυτά έχουν πλάκα όταν κάνουμε παρέα. Καλύτερα όμως να τα ξεχάσεις μην βρεις κι εσύ τον μπελά σου! Είναι επικίνδυνες ιδέες και μην πας να τις σκέφτεσαι στα φωναχτά! Ακούς;!» «Καλά.» Σταμάτησαν στην εξώπορτα της Τζένης. Ο Τόμι συνέχισε για την διπλανή πολυκατοικία. «Τα λέμε αύριο Τζένη.» «Αύριο.» Η Τζένη έβγαλε το μαραμένο λουλούδι που της έδωσε ο Καθηγητής και το κοίταξε θλιμμένη. «Θέλω να ξέρω όμως γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη; Γιατί είναι έτσι ο κόσμος; Γιατί εύχομαι να ήταν αλήθεια οι ιστορίες του Καθηγητή;» Στο ταχύτατα αναπτυσσόμενο δυτικό άκρο της πόλης δέσποζε το τεράστιο Ζιγκουράτ του Αλφόνσου Κλάους. Το αγκάλιαζαν σαν βασιλικό διάδημα οι εξατμίσεις από τα εργοστάσια που το περιστοίχιζαν. Η κλιμακωτή του κορυφή, αγκαθωτή με καπνοδόχους, ξεπρόβαλλε πάνω από την ρυπαρή αχλή σαν κατοικία των θεών. Κάθε του παράθυρο ήταν φωταγωγημένο, δίνοντας του ένα λαμπερό, χρυσαφένιο εξωτερικό. Ο Αλφόνσος παρατηρούσε την πόλη από το τεράστιο παράθυρο του γραφείου του. Δίπλα του, ως τα γόνατα στην παχιά μοκέτα, στεκόταν ο Λούμπιξ. «Τι υπέροχη εικόνα!» είπε αναστενάζοντας ο Αλφόνσος. Έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση στη θέα αυτού του εφιάλτη, γεμάτου πύργους πετρελαίου που έφτυναν μπάλες φωτιάς στον ανθυγιεινό νυχτερινό ουρανό. «Γιατί να είμαι μετριόφρον; Γιατί να μασήσω τα λόγια μου; Εγώ το έκανα, εγώ, ο Αλφόνσος Κλάους, είμαι υπεύθυνος για όλα αυτά!» «Όπως τα λες αφεντικό.» «Σκάσε. Ο λαός μου έχει εργοστάσια και μηχανές για να παίζουν και να χαίρονται.» Πήγε πίσω από το γραφείο του, μπροστά σε έναν τεράστιο χάρτη της πόλης που κρεμόταν στον τοίχο. Απεικονιζόταν ένας στρογγυλός λαβύρινθος από βιομηχανίες και εργατικές κατοικίες. Πέρα από τα όρια της πόλης, πέρα από τα τείχη, ο χάρτης ήταν λευκός, με την ένδειξη ΤΙΠΟΤΑ τυπωμένο γύρω-γύρω. «Και θα τους ανταμείψω με μια μεγάλη έκπληξη!» Πάτησε ένα κουμπάκι και αμέσως ξετυλίχτηκε μια διαφάνεια πάνω από τον προηγούμενο χάρτη. Υπήρχε νέο σχέδιο πάνω στην διαφάνεια, επιπρόσθετος χάρτης που έδειχνε την πόλη επεκταμένη ολόγυρα προς τα έξω, μεγαλύτερη σε έκταση. Είχε μείνει πολύ λίγος χώρος για το «τίποτα». «Η πόλη του αύριο! Με περισσότερα εργοστάσια, περισσότερες μηχανές, περισσότερους ευτυχισμένους κατοίκους!» Ο Λούμπιξ ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του αφεντικού του. «Τι θέλεις κακότροπο μπασμένο;! Γιατί διακόπτεις τον εμπνευσμένο μου μονόλογο;» Ο Λούμπιξ υποκλίθηκε μέχρι η μυτόγκα του να βουλιάξει στη μοκέτα. «Αφέντη, σήμερα στις εγκαταστάσεις εκκαθάρισης νομίζω πως είδα τον Θρπφμεηλούακμνεη.» Ο Αλφόνσος έμεινε έκπληκτος. «Τον Περίεργο; Μα νόμιζα πως είχε μείνει με τους άλλους. Τι θα μπορούσε να κάνει εδώ πέρα;» «Ήταν με δύο παιδιά. Δεν φερόντουσαν και τόσο αθώα αν με καταλαβαίνεται…» «Θα μπορούσε…ω, πω-πω-πω, να δρα ως σαμποτέρ! Για την άλλη πλευρά! Όχι, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο! Κατάσκοποι λοιπόν! Πρέπει να βρεθούν και να τσουβαλιαστούν αμέσως!» «Το φροντίζω ήδη αφεντικό.» Ο Αλφόνσος πήρε μια δραματική πόζα και άρπαξε το στήθος του. «Αχ, η καρδούλα μου…Πως με ταράζουν έτσι οι κακούργοι. Χρειάζομαι γρήγορα ένα τονωτικό.» Άρπαξε μια γυάλα από το γραφείο του και την κούνησε. Κοίταξε μέσα όπου υπήρχε ένα μικρούλι εργοστάσιο με νιφάδες από στάχτη να πλέουν γύρω του. Η εικόνα τον έκανε να αγαλλιάσει. «Όλοι οι ξένοι θα δουν πόσο όμορφες είναι οι μηχανές και θα αναγνωρίσουν το σφάλμα τους. Η ιδιοφυΐα μου θα θριαμβεύσει!» «Αφεντικό…» «Πάμε στα εργαστήρια! Μου έχει λείψει μια επίσκεψη στα εργαστήρια!» Ο Αλφόνσος έφυγε τρεχάτος για το ασανσέρ με τον Λούμπιξ στο κατόπι του. Το προάστιο με τις εργατικές κατοικίες θύμιζε νεκροταφείο με γιγάντιες ταφόπλακες, μαυρισμένες από την αιωρούμενη στάχτη. Κάπου εκεί, μέσα σε μία από αυτές, στη σκιά των αυτοκινητοδρόμων από πάνω, ήταν το στενό, στενάχωρο διαμέρισμα της Τζένης. Καθόταν στο πτυσσόμενο κρεβάτι της και έτρωγε πουρέ σόγιας κατευθείαν από την κονσέρβα. Κάθε της μπουκιά και μια δοκιμασία. Το δωμάτιο της κοσμούσε πλιάτσικο από τις χωματερές, τάσια, πινακίδες, βαζάκια με μπουλόνια. Από το άλλο δωμάτιο ακούστηκε ένας αρρωστημένος βήχας. Η Τζένη πάγωσε και τέντωσε το αυτί της ανήσυχη. Ο βήχας συνεχίστηκε χειρότερος. «Μαμά;» ρώτησε φοβούμενη ταυτόχρονα κάποια απάντηση. Η μητέρα της είχε ένα μήνα να πάει στο εργοστάσιο, βαριά άρρωστη. Η Τζένη δεν άντεχε να την βλέπει έτσι αδύναμη. Την τρόμαζε. Σε λίγο ο βήχας υποχώρησε και σταμάτησε. Η Τζένη χαλάρωσε κάπως. Κοίταξε προς το στενόμακρο της παράθυρο. Εκεί, μέσα στο βαζάκι με τα μπουλόνια είχε «φυτέψει» το ξεραμένο λουλούδι του καθηγητή. Το κοίταξε απελπισμένη αναστενάζοντας. Ο Αλφόνσος και ο Λούμπιξ βγήκαν από το ασανσέρ σε ένα τεράστιο εργαστήριο. Ο χώρος ήταν σκοτεινός, σκονισμένος, γεμάτος με κομπιούτερ μεγάλα σαν ντουλάπες και πάγκους με διάφορα δοχεία, γεμάτα με μελανά υγρά που άχνιζαν. Αεραγωγοί, φούρνοι και περίεργα μηχανήματα συμπληρώνουν το ντεκόρ. Οι φασαρία ήταν εκκωφαντική. Καντζαράκια με χακί ποδιές έτρεχαν ακατάπαυστα δεξιά κι αριστερά. Δύο από αυτά πρόσεξαν τον Αλφόνσο, τον πλησίασαν και υποκλίθηκαν. «Εξοχότατε!» Ο Αλφόνσος τους αγνόησε, άνοιξε τα χέρια του και πήγε κατευθείαν προς μια μεγάλη μηχανή που ήταν βιδωμένη στο πάτωμα. Το τερατόμορφο κατασκεύασμα έτρεμε, έτριζε, δονούνταν, τρανταζόταν, μούγκριζε, τρόμπαρε και ξεφυσούσε, με τροχούς, μοχλούς και άλλες αποφύσεις του να μπαινοβγαίνουν και να περιστρέφονται μέσα και γύρω του. «Αχουού καλέ! Να το μωρούλι μου! Το γούτσου-κούτσου μανάρι μου! Κούκουνο-μούκουνο τουλουμπάκι μου!» Αγκάλιασε με λατρεία το μηχάνημα. «Τι προυπρούκι αχ καλέ! Χαίρεται που βλέπει τον μπαμπάκα του, ναι, ναιαί! Δεν είναι υπέροχο;» «Τι κάνει ακριβώς;» ρώτησε ο Λούμπιξ απορημένος. «Κουφός είσαι; Κάνει τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ!» «Α μάλιστα.» Τους πλησίασε ένας κάντζαρος με ένα σημειωματάριο. «Εξοχότατε, σας περιμέναμε. Είχαμε μια καινοτομία!» «Καινοτομία λοιπόν;! Επιτέλους! Δείξε μου!» «Από δω…» Κατευθύνθηκαν προς έναν πάγκο. «Παρακολουθείστε αυτό το μικρό μοντέλο.» Στον πάγκο υπήρχε ένα πραγματάκι που έμοιαζε με παιχνίδι. Στο σχήμα θύμιζε μια βίδα μέσα σε παξιμάδι με ένα κουρδιστό κλειδί προσαρμοσμένο πάνω του. Ο ένας κάντζαρος το κούρδισε και το άφησε πάλι πάνω στον πάγκο. Εκείνο άρχισε να ξεκουρδίζεται, να χοροπηδάει και να βομβεί. Ταυτόχρονα από μέσα του ξεφύτρωναν νέα γρανάζια και βίδες με αποτέλεσμα να μεγαλώνει σε μέγεθος. Τα μάτια του Αλφόνσου γούρλωσαν από χαρά, ενώ ο Λούμπιξ συνέχισε να ξύνει το κεφάλι του. Το μικρό παιχνίδι έφτασε να μεγαλώσει σε τετραπλάσιο μέγεθος από αυτό που ήταν. Στο τέλος σπαρτάρισε, μπούκωσε και σταμάτησε. Μια μικρή πορτούλα άνοιξε στο πλάι του και από μέσα έπεσε άλλο ένα ίδιο, στο αρχικό μέγεθος. «Το μανίκι είναι πως κάποιος πρέπει να κουρδίζει και τον βλαστό για να συνεχίσει την διαδικασία» εξήγησε το καντζαράκι του εργαστηρίου, «Έτσι και καταφέρουμε μια μηχανή που κουρδίζει τον εαυτό της…» Τα μάτια του Αλφόνσου είδαν αστεράκια. «Αυξημένη, απεριόριστη, ανεμπόδιστη παραγωγή! Με μειωμένα έξοδα! Χωρίς εργατικό δυναμικό! Ο λαός μου θα κάθεται και θα χαίρεται τις μηχανές!» Ο Λούμπιξ κατάφερε μια σφαλιάρα στον εαυτό του. «Αυτό θα μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο!» «Τον κόσμο!» ούρλιαξε ο Αλφόνσος. «Το λατρεύω! Δεν έχω αρκετές λέξεις για να μου δώσω συγχαρητήρια!!» Ένας άλλος κάντζαρος, λίγο σπασίκλας στην όψη, με χοντρά γυαλάκια, πλησίασε ντροπαλά τον Αλφόνσο. «Εξοχότατε…» Ο Αλφόνσος έπλεε πια σε πελάγη ευτυχίας. «Ναιαιαί;» «Είχα κι εγώ μια καινοτομία…» «Αχ πες μου τέτοια! Πες μου τέτοια!» «Για να πω την αλήθεια έγινε τελείως τυχαία…Οι σπόροι της σόγιας φυτεμένοι σε στάχτη παράγουν…λουλούδια!» Ο κάντζαρος άνοιξε τις χούφτες του για να δείξει ένα κίτρινο λουλούδι με βιολετί πέταλα. Χλόμιασαν όλα τα καντζαράκια στο εργαστήριο, δάγκωσαν το κάτω τους χείλος, κάποια βούτηξαν για να καλυφθούν κάτω από τους πάγκους. Ο Λούμπιξ ξεφύσησε με αηδία. Τα μάτια του Αλφόνσου τρεμόπαιξαν, το πρόσωπο του μπλέδιασε. Έκρηξη. Σεισμός στο εργαστήριο. Η οργή του ξεσήκωσε θύελλα. Παρατηρήθηκαν ιπτάμενοι κάντζαροι. «Πως τολμάς να μου δείχνεις αυτή τη καταστροφή! Αυτή τη βδελυγμία!!» Ζάρωσε ο σπασίκλας και έκρυψε το λουλούδι από πίσω του. Ο Αλφόνσος σήκωσε τον δείκτη του και σημάδεψε τον υβριστή. «Στον τεμαχιστή!!» «Ολόκληρο;» έκανε ο Λούμπιξ. «Το λουλούδι πανίβλακα! Το λουλούδι!» Ο Αλφόνσος άρχισε να κάνει κύκλους στο εργαστήριο με ατμούς να πετάγονται από τα ρουθούνια του. Τα άλλα καντζαράκια φρόντισαν να σκορπίζονται από τον διάβα του. «Πάρτε και αυτόν τον κρετίνο από μπροστά μου! Πριν αλλάξω γνώμη και πετάξω κι εκείνον στον τεμαχιστή! Αντιλαμβάνεστε τι θα συνέβαινε αν έστω και ένα από αυτά φύτρωνε εκεί έξω, δημόσια;! Αν οποιοσδήποτε έβλεπε αυτά τα χρώματα;! Δημιουργία αμφιβολιών, γέννηση ανόητων ιδεών, χάος, αναρχία, το τέλος!!» Ο Λούμπιξ πήρε το κίτρινο λουλούδι με μια τανάλια και πλησιάζοντας έναν τεμαχιστή το πέταξε στην υποδοχή του. Το μηχάνημα άρχισε να βουίζει και να καταπίνει στο τζαμένιο του στομάχι το λουλούδι, σε μικρά κομματάκια. Ένα φουγάρο στην επιφάνεια του Ζιγκουράτ έφτυσε μια μπάλα φωτιάς αφήνοντας ένα τρανταχτό ρέψιμο. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 9, 2008 Author Share Posted July 9, 2008 3. Το μουντό πρωινό πλάκωνε απάνθρωπα τη μικρή αλάνα. Τα παιδιά που τη γέμιζαν, κοίταζαν με μισή καρδιά την ξεφούσκωτη μπάλα στο κέντρο του κύκλου τους. Εκτός από τον Τόμι που απολάμβανε ένα σνακ, τα υπόλοιπα κορίτσια και αγόρια έδειχναν αδύναμα και ασθενικά, χωρίς κέφι. «Ποιος θα τη φουσκώσει;» ρώτησε ένα κορίτσι. Κανένα από τα παιδιά δεν κινήθηκε ή είπε κάτι. Η Τζένη έκανε τελικά ένα βήμα εμπρός. «Δεν μπορούμε να την αφήσουμε έτσι. Οι μπάλες δεν φυτρώνουν στα δένδρα.» «Τι είναι…δένδρα;» είπε ένα αγόρι απορημένο. Η Τζένη δάγκασε τη γλώσσα της. «Δένδρα; Ποιος είπε δένδρα;» Το αγόρι πήγε να προσθέσει κάτι όταν ένας άλλος της παρέας ξέσπασε σε άσχημο βήχα. Βουβάθηκαν όλοι και περίμεναν κοιτάζοντας τα τρύπια τους παπούτσια. Το παιδί με τον βήχα ηρέμισε και σκούπισε το στόμα με το μανίκι του. «Που να ακούσετε τον βήχα του μπαμπά μου» είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Σαν τη μαμά μου» είπε η Τζένη, «Δεν δείχνει καλά τελευταία…» «Τι εννοείς;» «Είναι τόσο…χλωμή.» Η Τζένη σταμάτησε και παρατήρησε τα χλωμά προσωπάκια των φίλων της που την κοιτούσαν με απορημένα μάτια. Ανασήκωσε τους ώμους της και έδωσε μια κλωτσιά στη ξεφούσκωτη μπάλα. «Ξεχάστε το» είπε κατσουφιασμένη. Άφησαν την παρέα νωρίς. Κανείς τους δεν είχε διάθεση για παιχνίδι. Η Τζένη δεν μπορούσε να βγάλει τον Καθηγητή από τον νου της. Και ο Τόμι ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να την ακολουθήσει για το τσαρδί του τρελαμένου τους φίλου. Όταν όμως έφτασαν εκεί τους περίμενε μια περίεργη έκπληξη. Η τεράστια καμινάδα, από την κορυφή ως το καλύβι του Καθηγητή, ήταν καλυμμένη με το πιο παρδαλό πάπλωμα που είχαν δει ποτέ τους. Ο Καθηγητής στεκόταν κουρνιασμένος εκεί ψηλά και έραβε με μεράκι μερικά μπαλώματα ακόμα στο ύφασμα. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν έκπληκτα. «Τι κάνει;» πρόλαβε να ρωτήσει πρώτος ο Τόμι. Η Τζένη του είχε μόνο μια απορημένη έκφραση σαν απάντηση. Έστρεψε την προσοχή της πάλι στη καμινάδα και έβαλε τις φωνές. «Καθηγητά!» Ο ηλικιωμένος άντρας σήκωσε το βλέμμα του και τους κοίταξε σαν σαστισμένο πουλί. «Τζένη; Τόμι;» «Τι κάνετε εκεί; Θα πέσετε!» Ο άντρας γύρισε το πρόσωπο του και προς στιγμή έμοιαζε να τους αγνοεί. Αντ’αυτού κοίταζε μια δεξιά, μια αριστερά, σαν να έψαχνε κάτι να βρει στη γύρω θέα. Μετά έσκυψε και φώναξε προς το μέρος τους. «Τζένη, καλύτερα βιάσου! Τα πράγματα δείχνουν σκούρα από δω πάνω!» «Μα τι λέει;» είπε στον εαυτό της. «Τα πράγματα δείχνουν σκούρα παντού Καθηγητά!» του αντιφώναξε. Ξαφνικά τρομερός αχός αντήχησε πάνω από τα κεφάλια τους και τα ερείπια των παλιών εργοστασίων γύρω τους κλονίστηκαν σηκώνοντας νέφη σκόνης. Τα παιδιά αναπήδησαν τρομαγμένα. Δεν πρόλαβαν καν να αναρωτηθούν τι συμβαίνει όπως κατέρρευσαν τα παλιά υπόστεγα γεμίζοντας την περιοχή με πηχτό κουρνιαχτό. Σκοτείνιασε το σύμπαν καθώς η βάση της καμινάδας χάθηκε μέσα σε σκόνη και χώμα. Ακούστηκε ένα μουγκρητό και δυνατοί προβολείς διαπέρασαν την τεχνητή ομίχλη. Γιγάντιες μηχανές κατεδαφίσεων με ερπύστριες τσαλαπάτησαν τα χαλάσματα και κύκλωσαν την φωλιά του Καθηγητή. Η Τζένη δεν χρειαζόταν να δει τους κάντζαρους για να ξέρει πως εκείνοι κάθονταν στα τιμόνια και στους μοχλούς των μεταλλικών τερατουργημάτων. Βρήκε αρκετό σθένος ίσα για να ξεφωνίσει προς τον κουρνιασμένο άντρα. «Καθηγητά! Κατεβείτε γρήγορα κάτω!» Ο Καθηγητής όμως είχε παραμείνει στη θέση του, απασχολημένος να περνάει άλλη μια κλωστή από την βελόνα του. «Μια διπλοβελονιά ακόμα και φεύγουμε Τζένη μου!» «Μα τι λέτε;! Ελάτε κάτω!» «Νομίζω καλύτερα…εσείς ελάτε πάνω!» Η Τζένη κοίταξε τον Τόμι. Το αγόρι θα την ακολουθούσε οπουδήποτε. «Τι στην ευχή…Την έχουμε ήδη βαμμένη την ουρά μας…» είπε και άρπαξε την μεταλλική σκάλα. Με τον Τόμι από πίσω, σκαρφάλωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την κυκλική βεράντα της καλύβας. Με την άκρη του ματιού της ξεχώριζε μέσα από το νέφος τις μεγάλες σιδερένιες μπάλες όπως άρχισαν να ταλαντεύονται για να αρχίσουν το καταστροφικό τους έργο. Ο Καθηγητής γλίστρησε μαεστρικά πάνω στην κουβέρτα, καταλήγοντας στην βεράντα του έγκαιρα για να υποδεχτεί εκεί την Τζένη και τον Τόμι. «Καθηγητά! Τι θα κάνουμε;» ρώτησε το κορίτσι, προσπαθώντας όσο μπορούσε να καλύψει τον φόβο της. «Αυτό» απάντησε ο Καθηγητής βγάζοντας από το τσεπάκι του μια φωτοβολίδα. «Τι είναι αυτό;» Δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Μία από τις μηχανές είχε ξεκινήσει την επίθεση της. Η σιδερένια μπάλα, προσαρμοσμένη στον κεντρικό βραχίονα με μια μακριά αλυσίδα, διέγραφε έναν τρομερό κύκλο προς την καμινάδα. Έξυσε λίγο από την βεράντα του Καθηγητή προκαλώντας τα δύο παιδιά να αναπηδήσουν ξαφνιασμένα. Πήρε και το κάλυμμα στην άκρη της φωτοβολίδας ανάβοντας της. «Ω, πόσο ευγενικό από μέρους τους» είπε ο Καθηγητής παρατηρώντας την κόκκινη φλόγα στο χέρι του. Αμέσως γύρισε και έτρεξε μέσα στην καλύβα του. Τα παιδιά τον ακολούθησαν και έχασαν την επιστροφή της μπάλας που αυτή τη φορά πήρε λίγο περισσότερη βεράντα. Κεντρικό κομμάτι στην καλύβα ήταν φυσικά ο κορμός της καμινάδας. Η κουζίνα, το καθιστικό και η κρεβατοκάμαρα ήταν προσαρμοσμένα γύρω-γύρω από τον τούβλινο πύργο. Σκαρφαλώνοντας πάνω από την στριμωγμένη επίπλωση, ο Καθηγητής έφτασε σε μια τρύπα στο τοίχωμα της καμινάδας και πέταξε την φωτοβολίδα μέσα. Έφτασε αναμμένη στα σκουπίδια που γέμιζαν τον πάτο της, χαρτιά, χαρτόνια, χαλιά και υφάσματα, και μερικά λάστιχα αυτοκινήτων. Δεν άργησαν καθόλου να κορώσουν. Μαύρος καπνός άρχισε να γεμίζει την καλύβα ενώ ο Καθηγητής προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει το άνοιγμα με διάφορα αντικείμενα. «Γκουχ! Δώσε μου εκείνη την τοστιέρα Τζένη! Κι εκείνη την κουρτίνα Τόμι!» Ο περισσότερος καπνός όμως έφτασε στην κορυφή της καμινάδας και το παρδαλό πάπλωμα άρχισε να φουσκώνει. Οι κάντζαροι γούρλωσαν τα μάτια τους και προς στιγμή σταμάτησαν να χειρίζονται τους μοχλούς τους. Είδαν να μεγαλώνει μπροστά τους ένα…αερόστατο και σιγά-σιγά να ανυψώνεται. Η Τζένη και ο Τόμι βγήκαν στη βεράντα για να γλιτώσουν τους καπνούς και είδαν έκπληκτοι το πάπλωμα να τραβιέται προς τα πάνω. Το συνέδεαν καλώδια με την καλύβα που τώρα τσιτώνονταν και την τραβούσαν. Εκείνη την στιγμή ένα από τα ερειπωμένα υπόστεγα κονιορτοποιείθηκε στο πέρασμα μιας ακόμα μεγαλύτερης, τρομακτικότερης μηχανής κατεδαφίσεων. Το τερατούργημα διέθετε δύο βραχίονες, με σουβλερά εξογκώματα στις μπάλες του. Στην καμπίνα ελέγχου καθόταν ο Κρανκ, με τον Λούμπιξ επ ώμου. Ο μικρός, αλλά επικεφαλής κάντζαρος ούρλιαζε στον ασύρματο προς τους υπόλοιπους χειριστές. «Τι κοιτάτε σαν τους ηλίθιους;! Επίθεση βλάκες! Έφοδος! Πάταξη! Νομιμότης!» Ο Κρανκ άφηνε να του ξεφεύγουν μουγκρητά, χάχανα και σάλια καθώς χειριζόταν τους μοχλούς του με ζήλο. Τέσσερις μηχανές κινήθηκαν ταυτόχρονα προς την καμινάδα. Στη βεράντα της καλύβας βγήκε και ο Καθηγητής, το πρόσωπο του μαύρο από το φούμο. Τα παιδιά τον αγκάλιασαν τρομαγμένα και άρχισαν να τσιρίζουν. Ψύχραιμος, εκείνος σάλιωσε το δάχτυλο του και έλεγξε την ροή του ανέμου. «Η στιγμή μας ευνοεί παιδιά μου. Όπως-και-δήποτε!» Το γεμάτο μπαλόνι ανυψώθηκε. Γερά καλόδια συνέδεαν το ύφασμα του με το τσίγκινο τσαρδί. Άρχισαν να ταρακουνιούνται καθώς γλιστρούσαν προς τα πάνω στην καμινάδα. Τα παιδιά κρατήθηκαν αποσβολωμένα από την κουπαστή της βεράντας. «Μα τι συμβαίνει;» φώναξε η Τζένη. «Πετάμε!» είπε ο Τόμι μην πιστεύοντας τα ίδια του τα λόγια. «Πράγματι πετάμε» επιβεβαίωσε ο Καθηγητής. «Και που πάμε;!» τσίριξε η Τζένη γρατζουνίζοντας τα μάγουλα της. «Μα…προς τα πάνω…» Ο Λούμπιξ ήταν έξω φρενών. «Βιαστείτε!! Ξεφεύγουν!!» Η καλύβα κόντευε να απεγκλωβιστεί από την καμινάδα. Ο Λούμπιξ πήδηξε στο κεφάλι του Κρανκ κι από εκεί στα μπράτσα του σωματώδη κάντζαρου. «Άστο σε μένα! Το κάνεις λάθος!» Άρχισαν να παλεύουν για τον έλεγχο των μοχλών. Οι βραχίονες του τερατώδους οχήματος άνοιξαν και οι μπάλες με τις αλυσίδες περιστρέφονταν σαν προπέλες. Για μια στιγμή πλησίασαν αρκετά για να κάνουν κομμάτια την καμινάδα αλλά και την μικρή καλύβα. Οι αλυσίδες όμως βάλθηκαν αναπάντεχα να τυλίγονται στους ίδιους τους βραχίονες. Οι αλυσίδες όλο και κόνταιναν, οι μπάλες με τα σουβλερά εξογκώματα ολοένα πλησίαζαν προς την κεντρική καμπίνα. «Κάνε κάτι κουφιοκέφαλε!» ούρλιαξε ο Λούμπιξ βλέποντας την επερχόμενη καταστροφή. Ο Κρανκ άφησε μουγκρητά και γρυλίσματα, πελαγωμένος με τους μοχλούς του. Ήταν όμως αργά. Οι μπάλες βρήκαν την καμπίνα σε μια εκρηκτική συνάντηση που έκοψε το όχημα στα δύο. Κομμάτια του τερατουργήματα εκσφενδονίστηκαν ολόγυρα κάνοντας ζημιές και στις άλλες μηχανές. Δύο από αυτές όμως δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν με πείσμα την επίθεση και θέρισαν την βάση της καμινάδας. Ο τούβλινος πύργος κατάρρευσε ακριβώς τη στιγμή που η καλύβα άφηνε την κορυφή της. Πάνω από το μισό του ύψος έγειρε στη μια πλευρά και σωριάστηκε πάνω σε ένα από τα μηχανήματα ισοπεδώνοντας το. Το αερόστατο αναδύθηκε ονειρικά μέσα από το κουρνιαχτό που σήκωσε το γκρέμισμα της καμινάδας. Κέρδισε ύψος και σε λίγο πετούσε ψηλά πάνω από την βιομηχανική πόλη. Τα παιδιά παρακολουθούσαν το θέαμα με ανάμικτα συναισθήματα, ενθουσιασμός και φόβος ένα κουβάρι. «Βλέπω το σπίτι μου από δω…» «Κι εγώ…» «Τι θα κάνουμε τώρα; Πως θα κατεβούμε;» ρώτησε η Τζένη αγχωμένη. Το αερόστατο προσπέρασε ενεργά φουγάρα και καμινάδες εργοστασίων και συνέχισε με κατεύθυνση δυτικά. Το Ζιγκουράτ του Αλφόνσου ήταν επιβλητικό στον δρόμο τους. Εκείνη την στιγμή ο ίδιος ο Αλφόνσος καθόταν στο γραφείο του και απολαμβάνει ένα φλιτζάνι ζουμί καφέ. Στο κεφάλι του φορούσε το κρανιακό μασάζ, μια περίεργη συσκευή με δύο μηχανικά χέρια που έδιναν μπατσάκια στο σκαλπ του. «Αχ ναι. Τι απόλαυση…» Σαν κωμική συγκυρία, το αερόστατο πέρασε εκείνη τη στιγμή έξω από το μεγάλο παράθυρο που προσέφερε θέα στο γραφείο. Ο Καθηγητής είδε τον Αλφόνσο και άρχισε να του γνέφει. «Ου-Ου! Ου-ου! Άλφη! Χαιρετίστε παιδιά!» Η Τζένη και ο Τόμι άρχισαν επίσης να γνέφουν. Ο Αλφόνσος στραβοκατάπιε και κόντεψε να πνιγεί στο ζουμί του. Μια μπάλα φωτιάς πετάχτηκε από έναν πύργο πετρελαίου και χτύπησε την ιπτάμενη, στρογγυλή καλύβα σα ζεματιστό χνώτο. Τσουρουφλισμένοι, τα παιδιά και ο Καθηγητής σωριάστηκαν στη βεράντα. Ο Καθηγητής αγνόησε τον καπνό στα μουστάκια του και άρχισε να χτυπάει τις καψαλισμένες άκρες των ρούχων της Τζένης. Η καλύβα κούτρισε πάνω σε άλλο ένα φουγάρο και ο Τόμι κύλησε εκτός βεράντας τσιρίζοντας. Ευτυχώς βρισκόταν πάνω από την μεταλλική σκάλα που κρεμόταν από την βεράντα. Εκεί, από το τελευταίο σκαλοπάτι βρέθηκε να κρέμεται στο κενό. «Τζένηηηηηηηηη…!» «Έρχομαι Τόμι!» «Πρόσεχε Τζένη!» Το κορίτσι άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα προς τον φίλο της. Η καλύβα τώρα πετούσε μόλις λίγους πόντους πάνω από την ταράτσα του Ζιγκουράτ. Η μπότες του Τόμι σύρθηκαν στην οροφή αλλά το αγόρι δεν ήθελε να αφήσει την σκάλα. Πίσω τους, άνοιξε διάπλατα η πόρτα ενός κλιμακοστασίου και βγήκε τρεχάτος ο Αλφόνσος, έξαλλος. Κυνηγούσε μανιασμένα το αερόστατο εξαπολύοντας απειλές. «Σας το απαγορεύω! Ελάτε κάτω αναρχικά υποκείμενα! Μπορεί να σας δει κανείς! Πως τολμάτε να σπέρνετε τέτοια παραδείγματα;!» Ο δικτατορίσκος της πόλης έριξε μια βουτιά και άρπαξε τον Τόμι από τα πόδια. Το αγόρι προσπάθησε να κλωτσήσει το νέο βάρος χωρίς αποτέλεσμα. «Βοήθεια Τζένη!» «Πλησιάζω Τόμι!» Ο Αλφόνσος άρχισε να σέρνετε και εκείνος πίσω από το αερόστατο. Από ψηλά ο Καθηγητής πρόσεξε την νέα εξέλιξη. «Δεν νομίζω πως μπορούμε να δεχτούμε κι άλλον επιβάτη! Η πτήση είναι πλήρης!» Στην άκρη της ταράτσας το παντελόνι του Αλφόνσου μαγκώθηκε σε μια σκαλωσιά. με αποτέλεσμα να φρενάρει το αερόστατο. Η Τζένη έφτασε τον φίλο της και άπλωσε το χέρι της. «Δώσε μου το χέρι σου!» Ο Τόμι υπάκουσε και η Τζένη τον τράβηξε αλλά είχε και τον Αλφόνσο που δε έλεγε να αφήσει το πόδι του αγοριού. «Αναρχικοί! Τρομοκράτες! Θα τιμωρηθείτε σκληρά!» Το παντελόνι του Αλφόνσου άρχισε να σχίζεται. «Σε έχω Τόμι…λίγο ακόμα…» Ο Αλφόνσος έμεινε ξαφνικά με το μποξεράκι του και απελευθερωμένο, το αερόστατο άρχισε να εγκαταλείπει την οροφή του Ζιγκουράτ. Το τράνταγμα είχε σαν αποτέλεσμα να γλιστρήσει η Τζένη και να προσγειωθεί στο κεφάλι του Αλφόνσου. Εκείνος έχασε το κράτημα του και πέταξε στο κενό, ανίκανος να βγάλει έστω μια κραυγή. Σε λιγότερο από κλάσμα του δευτερολέπτου είχε χαθεί μέσα στο στόμιο ενός φουγάρου. Τώρα και τα δύο παιδιά κρέμονταν από την σκάλα, πάνω από τρομερό ύψος και τις οροφές της πόλης. «Καθηγητά! Βοήθεια!» Ο Καθηγητής βάλθηκε να γυρνάει μια μανιβέλα στην κορυφή της μεταλλικής σκάλας μαζεύοντας την πάνω, προς την κουπαστή. «Ανεβάζω το σύστημα απογείωσης όσο πιο γρήγορα μπορώ Τζένη! Αν έσπρωχνες κι εσύ λογουλάκι…» Σε δύο λεπτά τα παιδιά ήταν ασφαλή μέσα στην αγκαλιά του Καθηγητή τους. «Οπ, σας έχω παιδάκια μου. Όλα καλά λοιπόν!» Η στιγμή όμως δεν προσφερόταν προς ανακούφιση. Η πορεία του αερόστατου τους έκοψε για άλλη μια φορά την αναπνοή. «Καθηγητά…κοιτάξτε…» Πλησίαζαν τα τείχη, τα όρια της πόλης. Το μαύρο παραπέτασμα του καπνού ορθωνόταν μπροστά τους σαν να ήταν συμπαγές. «Λυπάμαι Τζένη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πλέον. Δεν μπορώ να σταματήσω το μπαλόνι.» Ο Τόμι έπιασε την Τζένη από το μανίκι και της το τράβηξε. «Τζένη; Η μαμά μου; Ο μπαμπάς μου;» «Το ξέρω…» Γύρισε και κοίταξε τον Καθηγητή. Υπήρχαν δάκρυα στα μάτια της. «Είναι αληθινός ο Σάντος; Μπορεί να τα διορθώσει όλα αυτά;» «Στην τιμή μου Τζένη! Μπορεί!» «Καλά τότε.» Αγκάλιασε τον τρομαγμένο φίλο της. «Θα επιστρέψουμε Τόμι. Θα γυρίσουμε και θα τα φτιάξουμε όλα.» Τα παιδιά κοίταζαν φοβισμένα να τους πλησιάζει το μαύρο παραπέτασμα ενώ ο Καθηγητής χτένιζε το μουστάκι του σφυρίζοντας έναν σκοπό. Σε λίγο πετούσαν πάνω από τις καμινάδες των φούρνων της χωματερής. Καπνός και ψήγματα πίσσας τους κατάπιαν, χάθηκαν μέσα στο μαύρο τίποτα. Κράτησαν την αναπνοή τους και το σκοτάδι δεν άργησε να υποχωρήσει. Ο ουρανός όμως ήταν ήδη χαμένος στο σούρουπο. «Είμαστε…έξω;» τόλμησε να ψελλίσει το αγόρι. «Γιατί δεν βλέπουμε τίποτα;» συνέχισε η Τζένη. «Ίσως δεν έχουμε τίποτα για να δούμε» εξήγησε ο Καθηγητής. «Τίποτα;!» Κοίταξε κάτω και αυτό που είδε της προκάλεσε φρίκη. «Μαμά μου! Τι είναι αυτό;!» Το πανόραμα που απλωνόταν από κάτω τους ήταν μια καμένη γη, με χώματα που άχνιζαν, με κατάμαυρα νερά και αέρα γεμάτο αναθυμιάσεις. Οι Ισοπεδωτές ήταν απασχολημένοι να οργώνουν το έδαφος. Μηχανές που έκαιγαν κάρβουνο, οι Ισοπεδωτές ήταν όρθια καζάνια σε ερπύστριες που έφτυναν φλόγες και δεν άφηναν τίποτα όρθιο στο διάβα τους. Η καταστροφή που είχαν σπείρει κάλυπτε τη γη μέχρι τον ορατό ορίζοντα. «Δραπετεύσαμε…σε αυτό;» ρώτησε η Τζένη κοιτώντας τον Καθηγητή. Έδειχνε το ίδιο συγκλονισμένος κι εκείνος. «Νομίζω πως είναι ώρα να κάνουμε μια διακοπή για διαφημίσεις, να ακούσουμε ένα μήνυμα από τους χορηγούς μας…οτιδήποτε για να βραχυκυκλώσουμε τα μυαλά μας και να αποβλακωθούμε. Ποιος αντέχει τόση πραγματικότητα;» «Τι θα απογίνουμε Καθηγητά; Τι θα κάνουμε;» Ο ηλικιωμένος άντρας κρέμασε τους ώμους του στενοχωρημένος. Τα παιδιά ξέχασαν προς στιγμή την ανησυχία τους και τον λυπήθηκαν. Η Τζένη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Μην ανησυχείς Καθηγητά. Εγώ και ο Τόμι δεν πιστέψαμε ποτέ στ’αλήθεια όλες εκείνες τις ιστορίες που μας έλεγες για γαλανούς ουρανούς και τα λοιπά. Δεν είναι έτσι Τόμι;» Το αγόρι έγνεψε το κεφάλι του ζωηρά. Πίσω στην πόλη, το Ζιγκουράτ κάπνιζε κι έφτυνε φωτιές μαζί με τον ένοικο του. «Για ποιο λόγο να θέλει οποιοσδήποτε να φύγει απ’αυτό το μέρος;!» Ο Αλφόνσος, ακόμα με το μποξεράκι, κατάμαυρος από την κορυφή ως τα νύχια, πηγαινοερχόταν σαν μαινόμενος ταύρος από την μία άκρη του γραφείου του στην άλλη. Ο Λούμπιξ τον άκουγε όρθιος σε ένα τραπεζάκι, φασκιωμένος με επιδέσμους και ένα δεκανίκι για στήριγμα. «Γιατί δεν τους αρέσει εδώ; Αυτό είναι το ευχαριστώ μετά από όλα όσα έχω κάνει γι αυτούς;! Οι προδότες;! Πρέπει να τους βρούμε πάση θυσία και να σιγουρευτούμε πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ πίσω! Αυτό μας έλειπε τώρα να τους επιτρέψουμε να ξελογιάσουν κι άλλους!!» «Ποιους να στείλουμε στο κατόπι τους;» ρώτησε βογκώντας ο Λούμπιξ. Ο Αλφόνσος γύρισε και κοίταξε τον κάντζαρο με κόκκινα μάτια και ξεφώνισε φτύνοντας αφρούς. «Θα τους στείλεις όλους!» Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 12, 2008 Author Share Posted July 12, 2008 4. Η αυγή ήρθε ανεπαίσθητα, ροδίζοντας απαλά τον ουρανό. Σε λίγο το αερόστατο βρέθηκε να αρμενίζει μέσα σε ένα πεντακάθαρο, βαθύ γαλάζιο φόντο. Ένα μικρό πουλάκι με κόκκινες αποχρώσεις έκανε την εμφάνιση του πετώντας τρελά. Είχε κουραστεί και η κουπαστή της κρεμάμενης καλύβας του φάνηκε ιδανική για να ξαποστάσει. Κούρνιασε εκεί και άρχισε να τιτιβίζει ένα τραγουδάκι. Από την ανοιχτή πόρτα της καλύβας μπορούσε να δει τα δύο παιδιά που κοιμόντουσαν στριμωγμένα στο στενόμακρο κρεβάτι. Λίγο πιο εκεί, ο Καθηγητής ροχάλιζε μέσα σε μια διχτυωτή αιώρα. Το τιτίβισμα ξύπνησε πρώτα την Τζένη. Ο επαναλαμβανόμενος εκείνος ήχος της ήταν τελείως άγνωστος. Δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει ούτε στα όνειρα της. Τι ήταν λοιπόν αυτό που ενώ δεν το είχε ξανακούσει ηχούσε τόσο γλυκά και όμορφα; Είδε αμέσως εκείνον τον κοκκινωπό σβώλο με φτερά πάνω στην κουπαστή και η καρδιά της αναπήδησε. «Τι είναι αυτό;» Δεν ήταν μόνο ο ήχος και το άγνωστο πλασματάκι… Ο ουρανός από πίσω! Το έντονο φως! Το χρώμα… Τινάχτηκε όρθια και έτρεξε στη βεράντα κουτρώντας στον Καθηγητή, ρίχνοντας τον από την αιώρα του. Το μικρό πουλί φτερούγισε αμέσως μακριά της τρομαγμένο. Το βλέμμα του κοριτσιού δεν μπορούσε να χωρέσει με τη μία όλα όσα αντίκριζε. «Θα…τρελαθώ…» Από κάτω της απλωνόταν μια άλλη γη. Ο ήλιος μόλις ξεπρόβαλλε πίσω από τα ψηλά βουνά στον ορίζοντα. Το φως του χρωμάτισε κατάφυτες πράσινες κοιλάδες και πυκνά δάση. Σμήνη από πάπιες και κύκνους γλιστρούσαν πάνω από τα γαλανά νερά μιας λίμνης. Μια ηλιαχτίδα βρήκε το προσωπάκι της Τζένης και της έσβησε την χλομάδα, γέμισε τα μάγουλα της με ένα υγιές κοκκινάδι. Ξεφώνισε για να σιγουρευτεί πως ήταν ξύπνια. Δίπλα της ήρθαν και στάθηκαν ο Καθηγητής και ο Τόμι. Το αγόρι είχε πάθει το ίδιο σοκ με εκείνη. Μόνο ο ψηλός ηλικιωμένος κύριος χαμογελούσε ικανοποιημένος. «Λαμπρά! Ήξερα πως ήταν ακριβώς εκεί που τα άφησα.» «Το βλέπετε; Κοίτα Τόμι, κοίτα! Κοιτάξτε Καθηγητά! Εκεί κάτω! Κι εκεί! Τόμι, νομίζω πως είδα και ένα πουλί! Ένα αληθινό πουλί!» «Θέλω κι εγώ να δω ένα» είπε ενθουσιασμένος ο Τόμι. Ο Καθηγητής αγνάντεψε σκεπτικός τον ορίζοντα. «Μένει μόνο να υπολογίσουμε προς τα πού είναι ο Βοράς. Αριστερά ή δεξιά του ήλιου; Και ο ήλιος που ακριβώς βρίσκεται; Στα αριστερά ή στα δεξιά μου; Γιατί αν γυρίσω έτσι είναι πίσω μου…» «Έχετε δει ποτέ τον Σάντος Καθηγητά;» ρώτησε η Τζένη χωρίς να αποχωρήσει το βλέμμα της από τη θέα. «Μα φυσικά Τζένη. Ήταν το αφεντικό μου πριν από πολλά χρόνια. Πολύ πριν από τις φάμπρικες. Μια μέρα μου ζήτησε να του κάνω μια χάρη κι έτσι έφυγα και δεν τον ξαναείδα από τότε.» «Τι χάρη σας ζήτησε;» «Δεν θυμάμαι. Θύμισε μου να τον ρωτήσω όταν τον δούμε.» «Και η πόλη μας; Μπορεί να κάνει τίποτα για την πόλη μας;» «Ο Σάντος φέρνει χαρά στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Εάν μπορούσε να κάνει κάποιος κάτι για την πόλη, σίγουρα είναι αυτός.» «Να! Πουλιά!» φώναξε ο Τόμι, «Βλέπω πουλιά! Έρχονται προς τα εδώ!» Ένα σμήνος από πέντε κουκίδες έρχονταν ιπτάμενες προς το αερόστατο. Έβγαζαν έναν επίμονο, ενοχλητικό βόμβο. «Τι είναι; Είναι κοτλόπυλα;» ρώτησε ο Τόμι γεμάτος αξιαγάπητη αγαθότητα. Η Τζένη έκανε κιάλια με τα χέρια της για να εμποδίσει το φως του ήλιου και κοίταξε προσεκτικά προς τις κουκίδες. «Δεν νομίζω πως είναι πουλιά Τόμι. Είναι…εκείνοι!» Ήταν ένα σμήνος γυρόπτερων με κάντζαρους στα πιλοτήρια. Ήταν οπλισμένα με κανόνια που εκτόξευαν καμάκια. Ο Καθηγητής άνοιξε ένα τηλεσκόπιο τσέπης και τα κοίταξε, κρατώντας το ανάποδα. «Έχουν πολύ δρόμο για να μας προφτάσουν θα έλεγα.» «Δεν το νομίζω Καθηγητά» αναστέναξε η Τζένη. Κατέβασε το τηλεσκόπιο του και κοίταξε με γυμνό μάτι. «Κολοκυθόσποροι! Κινούνται τάχιστα!» «Μπορούμε να πάμε εμείς γρηγορότερα;» «Μόνο αν πηδήξουμε Τζένη. Τότε θα πάμε βολίδα!» Ο σμήναρχος κάντζαρος, Ντίνκυ στο όνομα, έσφιξε αποφασισμένος το τιμόνι του και γρύλισε στο μικρόφωνο. «Επίθεση!» Αμέσως ο σχηματισμός σκόρπισε και τα γυρόπτερα άρχισαν να ζουζουνίζουν γύρω από το αερόστατο σαν κουνούπια. Ένας από τους πιλότους σημάδεψε τα κανόνια του κι έριξε τρία καμάκια. Βιάστηκε όμως. Δεν ήταν αρκετά κοντά και τα σχοινιά των καμακιών έπεσαν λειψά για να βρουν τον στόχο. Βρίζοντας τον εαυτό του, ο πιλότος άρχισε να γυρνάει μια μανιβέλα για να μαζέψει πίσω τα πυρομαχικά του. «Μας ρίχνουν…πράγματα» είπρ η Τζένη πριν τρέξει να μπει στην καλύβα. Από πίσω την ακολούθησε ο Τόμι. Ο Καθηγητής έξυσε το μουστάκι του. «Νιώθω την έντονη ανάγκη να κάνω ένα ενδοσκοπικό σχόλιο για την κατάσταση μας, αλλά δεν μπορώ ακριβώς να το πετύχω…» Τρία από τα γυρόπτερα έκλεισαν επικίνδυνα τον κύκλο τους προς το αερόστατο. Συνεννοημένοι, οι πιλότοι βουτούσαν ένας-ένας κοντύτερα, αρκετά για να κόψουν με τους έλικες τους κι από ένα καλώδιο που συγκρατούσε την καλύβα στο μπαλόνι. Σε κάθε κόψιμο οι κάντζαροι έριχναν φαρμακερά βλέμματα στον Καθηγητή και κάγχαζαν χαιρέκακα. «Αυτό το αποκαλώ άνανδρη και ξεκάθαρη ζαβολιά» τσίριξε ο Καθηγητής φυσώντας το μουστάκι του φουρκισμένος. Άλλο ένα γυρόπτερο προσγειωνόταν και αναπηδούσε βίαια στην κορυφή του μπαλονιού. Η καλύβα τρανταζόταν και κροτάλιζε με κάθε της τσίγκινο φύλλο έτοιμο να αποκολληθεί. Όπως προσπαθούσε ο Καθηγητής να πιαστεί από κάπου για να μην πέσει, η Τζένη και ο Τόμι πετάχτηκαν έξω από την καλύβα κουβαλώντας κονσέρβες, τηγάνια και κατσαρόλες. Άρχισαν να τα εκσφενδονίζουν προς τα γυρόπτερα. «Πάρτε αυτό! Κι αυτό!» φώναζαν θυμωμένα. Μια κατσαρόλα χτύπησε πάνω σε έναν περιστρεφόμενο έλικα και έκανε γκελ με ταχύτητα σφαίρας σε άλλο γυρόπτερο. Σφηνώθηκε σαν καπέλο στον κάντζαρο πιλότο που στο τυφλωμένο του ξάφνιασμα πάτησε το κουμπί εκπυρσοκρότησης του κανονιού του. Το καμάκι βρήκε την πλάτη τρίτου γυρόπτερου, με την αιχμή να φτάνει βαθιά, μέχρι τον πισινό του τρίτου κάντζαρου. Ο πιλότος άφησε μια κραυγή και πετάχτηκε εκτός πιλοτηρίου. Το άδειο πετούμενο ανυψώθηκε τυφλά και με τους έλικες του ξύρισε την ουρά άλλου γυρόπτερου. Ο εκεί πιλότος γούρλωσε τα μάτια του καθώς έχασε κάθε έλεγχο του σκάφους του πριν βουτήξουν μαζί προς τη γη κάτω, πολύ κάτω. Πρόλαβε τον πιλότο που είχε πηδήξει πριν και τον πήρε μαζί, και οι δύο πιλότοι σφιχταγκαλιασμένοι παρακολουθούσαν την συνεχιζόμενη πτώση τους αφήνοντας μικρούς λυγμούς. «Κλαψ! Μπουχού!» «Πολύ καλή απόδοση Τζένη Μακερόνη!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Καθηγητής και έτρεξε να μαζέψει κι εκείνος πυρομαχικά. Ο κάντζαρος με την κατσαρόλα στο κεφάλι κατάφερε επιτέλους να την βγάλει. Αναστέναξε ανακουφισμένος και μόλις που πρόλαβε να δει το γυρόπτερο χωρίς πιλότο να έρχεται κατά πάνω του. Τα δύο σκάφη συγκρούστηκαν στον αέρα δημιουργώντας μια μεγάλη και φλογερή έκρηξη. Τα δύο γυρόπτερα που είχαν απομείνει ζουζούνιζαν ακόμα πιο θυμωμένα γύρω από το αερόστατο. Τα παιδιά συνέχιζαν να τους πετούν ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Ένα από τα γυρόπτερα αντί για καμάκια ήταν εξοπλισμένο με σφενδόνη και σαν πυρομαχικά χρησιμοποιούσε μεταλλικούς βόλους. Η Τζένη και ο Τόμι αναγκάστηκαν να σκύβουν καθώς τα βλήματα έκαναν σιγά-σιγά την καλύβα κομμάτια. Η Τζένη είδε το θερμός του Τόμι περασμένο στον ώμο του. Το άρπαξε αμέσως. «Αυτός ο κάντζαρος χρειάζεται ένα μάθημα.» Ο Ντίνκυ έκανε ένα πέρασμα κάτω από την καλύβα και της ξύρισε τον πάτο με τους έλικες του. Ο Καθηγητής, απασχολημένος να μαζεύει διάφορα κουζινικά, είδε το πάτωμα να εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια του. Έφυγαν τραπέζια, καρέκλες και κρεβάτι στο κενό. Κατάφερε να αρπαχτεί την τελευταία στιγμή από την αιώρα του. Η αιώρα τεντώθηκε απότομα και δρώντας σαν άλλη σφενδόνη, τίναξε τον Καθηγητή μέσα στο μπαλόνι. Το κεφάλι του τρύπησε την κορυφή του παπλώματος και έμεινε σφηνωμένος εκεί πάνω. Η Τζένη άνοιξε το καπάκι του θερμός και έριξε μέσα στον πουρέ σόγιας βίδες και παξιμάδια που έβγαλε από την τσέπη της. Ξαναβίδωσε το καπάκι και το ζύγισε στο χέρι της. «Τώρα είναι αρκετά βαρύ…» Ο Τόμι ήταν απαρηγόρητος. «Ο πουρές μου!» Η Τζένη σηκώθηκε απότομα και πέταξε το θερμός στο γυρόπτερο. Ο πιλότος κάγχασε και κάνοντας μια στροφή άρπαξε το θερμός μέσα στη σφενδόνη του. Το εκσφενδόνισε αμέσως πίσω στην καλύβα. Το σημάδι του όμως ήταν ψηλότερα από όσο θα έπρεπε. Το θερμός έκανε γκελ στο μπαλόνι και επέστρεψε βολίδα, κατευθείαν στο πιλοτήριο. Έσκασε εκεί σκορπώντας βίδες, παξιμάδια και πολύ πουρέ. Πασαλειμμένο με σόγια, το γυρόπτερο δεν ζουζούνιζε πλέον αλλά οι έλικες του γύριζαν αθόρυβα. Τα πάντα στο πιλοτήριο ήταν απίστευτα γλιστερά. Μέχρι και οι βίδες που συγκροτούσαν το σκάφος γλιστρούσαν και πετούσαν. Οι έλικες άρχισαν να αποκολλούνται σαν πέταλα παπαρούνας και το γυρόπτερο ξεκίνησε την πτώση του σφυρίζοντας. Ένα δυνατό τράνταγμα ανάγκασε τα παιδιά να κοιτάξουν πίσω τους και να αντιληφθούν πως δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα από την καλύβα. «Καθηγητά! Που είστε;!» «Εδώ πάνω Τζένη! Έχω φρακάρει αλλά κέρδισα μια ολοκαίνουργια οπτική των πραγμάτων!» Τα παιδιά σήκωσαν το βλέμμα τους και είδαν το κρεμασμένο σώμα του Καθηγητή μέσα στο μπαλόνι. «Κρατηθείτε Καθηγητά. Ερχόμαστε!» Η Τζένη και ο Τόμι άρχισαν να σκαρφαλώνουν στην οροφή της καλύβας. Ο Ντίνκυ είχε μείνει μόνος του, δεν θα παρέδιδε όμως το κυνήγι. Σκεφτόταν μόνο τι τον περίμενε αν αποτύγχανε στην αποστολή του. Έριξε με το κανόνι του και διαπέρασε την καλύβα με ένα αγκίστρι. Έστρεψε στη συνέχεια το γυρόπτερο του προς τα πίσω και άρχισε να τραβάει μαζί του το αερόστατο. «Μας πηγαίνει πίσω!» διαπίστωσε η Τζένη. Ψαχούλεψε στη τσέπη της και βρήκε έναν συρματοκόφτη. Ήταν πάντα χρήσιμος για τις εκδρομές τους στις χωματερές. «Κρατήσου από το πάπλωμα Τόμι!» φώναξε ενώ άρχισε να κόβει τα σύρματα που συγκρατούσαν την καλύβα στο μπαλόνι. «Χάρισμα τους η καλύβα…» Η καλύβα αποκολλήθηκε και έφυγε σφαίρα για το έδαφος παίρνοντας μαζί της το γυρόπτερο και τον τσιριχτό πιλότο του. Χωρίς το βάρος, το μπαλόνι ανυψώθηκε απότομα και τα παιδιά αρπάχτηκαν γερά από το παρδαλό πάπλωμα. Αφημένο στους ανέμους και την βαρύτητα, το μπαλόνι άρχισε να περιστρέφεται να ξεφουσκώνει και να πέφτει. Κάτω στο έδαφος δεν υπήρχε καμία ένδειξη της περιπέτειας που παιζόταν στον ουρανό. Το βουκολικό τοπίο ήταν ένα χάρμα γαλήνης, με τζιτζίκια να τραγουδάνε, πουλάκια να κελαηδάνε και αρνάκια να βελάζουν. Ολοένα όμως μεγάλωνε ένας νέος ήχος, κάτι σαν σφύριγμα, κάτι που είχε σχέση με τον πολύχρωμο σβώλο που ερχόταν σαν πεφταστέρι προς τον μοναχικό, κόκκινο στάβλο στην κορυφή ενός καταπράσινου λόφου. Έσκασε πάνω στην οροφή του στάβλου ανοίγοντας μια τρύπα και σκορπώντας άχυρα από τις πόρτες που τινάχτηκαν ανοιχτές διάπλατα. Ένα μουλάρι πετάχτηκε έξω πανικόβλητο και κάλπασε αφηνιασμένο μακριά. Η Τζένη βρέθηκε να κρέμεται ανάποδα μέσα στον στάβλο, μπλεγμένη στα σύρματα του μπαλονιού. Τρομαγμένες κότες φτερούγιζαν και κακάριζαν γύρω της. Τσίριζε τρομοκρατημένη. «Τι είναι αυτά;! Είναι παντού! Πάρτε τα μακριά!» Ο Τόμι είχε πέσει μέσα σε μια στοίβα από καρπούζια. Αναδύθηκε μέσα από τα σπασμένα φρούτα καλυμμένος με τον φυσικό, γλυκό πολτό τους που δεν σταματούσε να τρώει. Σαν να είχε ξυπνήσει σε έναν άλλον κόσμο όπου ο πουρές σόγιας τώρα φάνταζε σαν κακή ιδέα. Δεν ήξερε τι έτρωγε, ήταν όμως σίγουρος πως δεν θα το χόρταινε ποτέ. Ο Καθηγητής κατάφερε επιτέλους να βγάλει το κεφάλι του από το πάπλωμα και να το σπρώξει στην άκρη. Είχε βρεθεί καθισμένος στη θέση του οδηγού μιας παλιάς σακαράκας, καλυμμένης με άχυρα. «Οποία τύχη! Παιδιά, έχουμε ρόδες!» Με τις κότες να ηρεμούν, είχε ηρεμίσει και η Τζένη. Από την κρεμάμενη θέση της είχε μια ξεκάθαρη, αν και ανάποδη, θέα έξω από τις ανοιχτές πόρτες του στάβλου. «Εξακολουθώ να βλέπω μπελάδες Καθηγητά.» Στήλες μαύρου καπνού αναδύονταν πίσω από τους λόφους του ορίζοντα, καπνού που ολοένα τους πλησίαζε. Και το ένστικτο της δεν έκανε λάθος. Ήταν δύο πάνοπλοι, ντιζελοκίνητοι εφιάλτες με ρόδες τρακτέρ για να οργώνουν τον διάβα τους, και πλησίαζαν τάχιστα. Βλοσυροί κάντζαροι, φυσικά, κάθονταν στο βολάν. «Θα με κατεβάσει κανείς;» ρώτησε η Τζένη και πριν πάρει μια απάντηση σκίστηκε η στολή της και βρέθηκε μέσα σε ένα στρώμα από σανό. Ο Καθηγητης ήταν απασχολημένος με το καντράν της παλιάς σακαράκας. «Ανεβείτε στο αμάξι παιδιά. Νομίζω πως αυτό το απολίθωμα έχει ακόμα λίγο ζουμί μέσα του, και μιλώ φυσικά για το αυτοκίνητο, χι-χι…» Βγήκε έξω και τραβώντας το, αφαίρεσε το καπό της σακαράκας. Βρέθηκε να ανταλλάσσει ματιές με τέσσερις κότες που καθόντουσαν στα αυγά τους. Μηχανή ούτε για δείγμα. «Κοτόπουλα» είπε ξαφνιασμένος. «Κοτλόπυλα;» επανέλαβε ο Τόμι όλος προσμονή. Η Τζένη ήρθε δίπλα στον Καθηγητή και κοίταξε τις κότες. «Και είναι καλό αυτό;» «Μάλλον όχι Τζένη» απάντησε ο Καθηγητής κατσουφιάζοντας, «Συνήθως βρίσκεις άλογα κάτω από το καπό. Φοβάμαι πως με αυτό το αμάξι το πολύ να φτιάξουμε μια ομελέτα…» Ο Τόμι έφτασε να κοιτάξει τις κότες αλλά η Τζένη τον άρπαξε από το μπράτσο και πήγαν πίσω από την σακαράκα. «Ανεβείτε Καθηγητά. Έλα Τόμι. Βοήθησε με να το σπρώξουμε αυτό…» Αρχίζουν να σπρώχνουν την σακαράκα έξω από τον στάβλο. Με το έδαφος να ξεκινάει κατηφορικά, η σακαράκα αρχίζει να… αναπτύσσει ταχύτητα. Τα παιδιά τρέχουν και πηδούν κι αυτά μέσα στο αμάξι. Ο Καθηγητής, όρθιος, εξακολουθεί να παρατηρεί τις κότες μπροστά. «Ίσως λίγο γρηγορότερα Τζένη. Δεν πιάνω καμία αντίδραση από τις κότες…» Σε λίγο η κατηφόρα γίνεται ακόμα πιο απότομη και η σακαράκα μοιάζει να ακολουθεί ελεύθερη πτώση. Ο Καθηγητής και τα παιδιά κρατιούνται όπως μπορούν ενώ οι κότες, μία-μία, εγκαταλείπουν το όχημα κακαρίζοντας ενοχλημένες. Τα ντιζελοκίνητα κάνουν την ξαφνική τους εμφάνιση στην βάση του λόφου και έρχονται μουγκρίζοντας καταπάνω τους. Είναι μια επερχόμενη μετωπική σύγκρουση. Η Τζένη σπρώχνει τον Καθηγητή και παίρνει το τιμόνι στο χέρι της. «Συγνώμη Καθηγητά…Κάπως έτσι η κάνω λάθος;» Χειρίζεται το τιμόνι όπως μπορεί αλλά αδυνατεί να το στρίψει. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 14, 2008 Author Share Posted July 14, 2008 Δεν της πέρασε ποτέ από τον νου να το παίξει σαν «πρόκληση θάρρους», αλλά οι κάντζαροι έχασαν πρώτοι το χρώμα τους και γυρνώντας τα τιμόνια τους άνοιξαν για να περάσει ανάμεσα τους η σακαράκα. «Βλέπω ένα αγρόκτημα μπροστά» είπε ο Καθηγητής, «Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε οδηγίες…» Η Τζένη και ο Τόμι άφησαν μια τσιρίδα σαν σχόλιο καθώς είδαν το αγρόκτημα να έρχεται τάχιστα καταπάνω τους. Κατάφερε επιτέλους να στρίψει το βολάν και βουτώντας με την σακαράκα στην αυλή μάζεψε όλη την μπουγάδα που στέγνωνε εκεί στα μανταλάκια. Γκρεμίζοντας και τον πίσω φράχτη, φασκιωμένοι με λευκά σεντόνια, οι ήρωες μας συνέχισαν βολίδα προς τα χωράφια. Σε όλη τη τρελή διαδρομή άφηναν στο διάβα τους πολλά αναστατωμένα κοτόπουλα. Την όποια ζημιά προξενούσαν, την ισοπέδωναν τα ντιζελοκίνητα που τώρα τους κυνηγούσαν λυσσασμένα. Η Τζένη μόλις που πρόλαβε να βγάλει το κεφάλι της από τα σεντόνια για να κουμαντάρει το αμάξι της μέσα από ένα λιβάδι με αγελάδες. «Τι είναι αυτά;! Ξουτ! Ξουτ!» «Κοίτα Τόμι, γαλακτοποιητές!» Ο Τόμι κρατούσε στην αγκαλιά του την τελευταία από τις κότες και αντάλλασσε μαζί της βαθυστόχαστες ματιές. Γουργούρισε το στομάχι του. «Πεινάω» παραπονέθηκε. Ένα κόκκινο τραπεζομάντιλο ελευθερώθηκε από το μανταλάκι του και πετώντας ελεύθερο κατέληξε στο πρώτο όχημα των κάντζαρων, σκεπάζοντας τελείως την καρότσα. Ο οδηγός χάνοντας τελείως τον μπούσουλα γκρέμισε άλλον ένα φράχτη, παραβιάζοντας τα χώματα ενός τεράστιου, τσαντίλα ταύρου. Ο εν λόγω ταύρος είδε τον κόκκινο καταπατητή και φύσηξε καυτό χνώτο από τα ρουθούνια του. Όταν πρόλαβε το ντιζελοκίνητο η συνάντηση θύμιζε το λιγότερο σύγκρουση με μηχανή τρένου. Για τον κάντζαρο οδηγό δηλαδή, που βρέθηκε μπηγμένος στο χώμα σαν μαδημένη παπαρούνα, με κομμάτια του ντιζελοκίνητου να πέφτουν γύρω του. Η σακαράκα της Τζένης άφησε πίσω της και την τελευταία κότα πριν βουτήξει από τα χωράφια πάνω σε γραμμές σιδηροδρόμου. Τα λάστιχα τους έγιναν κομμάτια αλλά οι ρόδες εφάρμοσαν τέλεια στις ράγιες. Το δεύτερο ντιζελοκίνητο δεν εγκατέλειψε το κυνήγι. Ο τελευταίος κάντζαρος καβάλησε κι αυτός τις ράγιες και συνέχισε να τους ακολουθεί πεισματικά. Η Τζένη κοίταξε πίσω και είδε τον κυνηγό τους να κερδίζει έδαφος. «Χάνουμε ταχύτητα!» «Έχω μια ιδέα» αναφώνησε ο Καθηγητής. Σκαρφάλωσε στον χώρο της μηχανής και με την βοήθεια του Τόμι έστησε το κοντάρι της μπουγάδας. Με το σχοινί και δύο σεντόνια σήκωσε πανιά. Φούσκωσαν αμέσως στο αεράκι και η σακαράκα άρχισε να γλιστράει στις ράγιες. «Καταπληκτικό!» είπε εντυπωσιασμένη η Τζένη. Είχαν πλέον αρκετή ταχύτητα για να κάνουν τους κάντζαρους να ιδρώσουν στο κατόπι τους. Το προβάδισμα όμως δεν κράτησε για πολύ. Υψώθηκε μπροστά τους ένα βουνό και κυνηγός με θήραμα χάθηκαν μέσα σε σκοτεινό τούνελ. Όταν βγήκαν από την άλλη πλευρά βρίσκονταν σε σιδηροδρομική γέφυρα που ένωνε δύο γκρεμούς, πάνω από ένα βαθύ, πολύ βαθύ φαράγγι. Και ο κάντζαρος τους είχε φτάσει τόσο που άρχισε να κουτράει απειλητικά στην ουρά της σακαράκας. Το παλιό αμάξι άρχισε να χάνει κομμάτια από το σασί του. «Δεν πάμε καλά νομίζω» είπε ανήσυχη η Τζένη. Ο Καθηγητής τινάχτηκε όρθιος και έδειξε μπροστά τους. «Δεν πάμε καθόλου καλά!» φώναξε. Ένα τρένο εμφανίστηκε στη γέφυρα από την απέναντι πλευρά. Ερχόταν σφυρίζοντας προειδοποιητικά καταπάνω τους. «Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησαν τα παιδιά με μια φωνή. «Κρατηθείτε από δω» είπε ο Καθηγητής και τράβηξε το ιστίο γύρω τους. «Και τώρα πηδήξτε!» «Και τώρα τι;!» Ο Καθηγητής πήδηξε πρώτος, παίρνοντας το πανί και τα παιδιά μαζί του. Την ίδια στιγμή η σακαράκα διαλύθηκε κάτω από την σφοδρή επίθεση του ντιζελοκίνητου. Ο κάντζαρος κάγχασε χαιρέκακα για λίγα δευτερόλεπτα πριν αντιληφθεί την θέση του σε σχέση με το επερχόμενο τρένο. Το ντιζελοκίνητο έσκασε σε χίλια κομμάτια με μόνο τις μεγάλες του ρόδες να πέφτουν άθικτες στο βαθύ φαράγγι. Το «ιστίο» της σακαράκας άνοιξε σαν αλεξίπτωτο και οι τρις μας ήρωες άρχισαν να πλέουν αργά προς τον πάτο του γκρεμού. «Τρομερή ιδέα. Αναρωτιέμαι πως την σκέφτηκα» είπε χαρούμενος ο Καθηγητής. Η Τζένη κοίταξε κάτω και είδε τον ορμητικό χείμαρρο που διέσχιζε το στενό φαράγγι. «Που πάμε τώρα;» «Στο…ποτάμι;» απάντησε ο Καθηγητής τονίζοντας το αυτονόητο. «Είναι νερό αυτό; Δηλαδή…θα βραχούμε;» «Θα πάμε κολύμπι…» δήλωσε χαμογελώντας ο Καθηγητής. «Και ξέρουμε πώς να το κάνουμε αυτό;» ρώτησε ο Τόμι. Εκείνη την στιγμή τους προσπέρασαν οι σαμπρέλες του ντιζελοκίνητου και έσκασαν στο νερό γύρω τους. Μία από τις ρόδες πήρε μαζί και το αλεξίπτωτο τραβώντας τους τάχιστα μέσα στο άγριο ποτάμι. Σε λίγο βγήκαν και οι τρεις στην επιφάνεια, ο καθένας τους γαντζωμένος και σε μία σαμπρέλα. Ακολούθησαν μια ξέφρενη πορεία γεμάτη από φουσκωμένα νερά, ρουφήχτρες, απότομες στροφές, μυτερά βράχια και καταρράκτες. Τα παιδιά τσίριζαν φοβισμένα, αλλά σε λίγο ακούγονταν ολοένα και πιο ενθουσιασμένα. Ο τελευταίος από τους καταρράκτες ήταν και ο ψηλότερος. Μετά από μια πτώση που τους έκλεψε την ανάσα βρέθηκαν να πλέουν στα ήρεμα νερά μιας λίμνης. Και οι τρεις τους ήταν μούσκεμα. «Μπορούμε να το ξανακάνουμε αυτό;» τσίριξε χαρούμενα η Τζένη. «Ναι! Άλλη μια φορά!» συμφώνησε ο Τόμι. Οι τρεις σαμπρέλες ακολουθούσαν το ρεύμα του νερού παράλληλα με μια βραχώδη όχθη. Ο Καθηγητής έδεσε ένα μαντήλι στο κεφάλι του για να προστατευτεί από τον ήλιο. Η Τζένη πρόσεξε ξαφνικά τα χέρια της. «Τόμι, κοίτα τα χέρια μου! Πόσο καθαρά είναι! Και το πρόσωπο σου!» «Και το δικό σου Τζένη!» «Αναπνεύστε τον καθαρό αέρα παιδιά. Γιατί είμαστε πλέον εδώ!» Οι σαμπρέλες μπήκαν στη ροή ενός παραπόταμου που διέσχιζε ένα δάσος. «Δέντρα!» φώναξε η Τζένη. «Και λουλούδια!» συνέχισε ο Τόμι. «Κοίτα τα χρώματα Τόμι!» Ξαφνικά, κάτι αρκετά περίεργο έκανε την εμφάνιση του στην πορεία τους. Τα νερά του ποταμού χάνονταν μέσα σε ένα τούνελ. Η είσοδος του τούνελ ήταν το ανοιχτό στόμα ενός κλόουν. «Καθηγητά…τι είναι αυτό;» «Που να ήμουν πικάντικος κεφτές, δεν έχω απάντηση σε αυτή την ερώτηση Τζένη…» Οι σαμπρέλες κόλλησαν η μία δίπλα στην άλλη και τα παιδιά πέρασαν αμέσως σε αυτή του Καθηγητή. Μαζεύτηκαν γύρω του σκιαγμένα καθώς τους κατάπινε το στόμα του κλόουν. Βρέθηκαν μέσα σε απόλυτο σκοτάδι με μόνο το απόκοσμο γαργάρισμα του νερού να τους προκαλεί ανατριχίλες. «Και τώρα Καθηγητά;» «Τώρα υπομονή Τζένη. Αφού το νερό ρέει μέσα, κάπου θα ρέει και έξω. Αναρωτιέμαι μόνο…τι όψη θα έχει η έξοδος…» Ακούστηκε ένα βαθύ μουγκρητό. «Τι ήταν αυτό;» «Πεινώ Τζένη…» «Τόμι!» Ο Τόμι άρχισε ξαφνικά να ρουφάει τη μύτη του. «Τι είναι πάλι;» αναστέναξε ανυπόμονα η Τζένη. «Δεν ξέρω αλλά μου τρέχουν τα σάλια…» είπε το αγόρι. «Μπράβο Τόμι! Έχεις φοβερή μύτη!» Στα αυτιά τους έφτασε μουσική καρναβαλιού. «Τώρα το μυρίζω κι εγώ. Τι είναι;» «Μαλλί της γριάς Τζένη!» «Μαλλί ποιανής;!!» Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 24, 2008 Author Share Posted July 24, 2008 5. Βγήκαν με τον πλεούμενο τροχό τους από το ανοιχτό στόμα ενός άλλου κλόουν. Τα γράμματα ΚΑΝΑΛΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΩΝ αναβόσβηναν πάνω από την είσοδο, ή μήπως ήταν έξοδος, του τούνελ. Μια άδεια βάρκα σε μορφή κύκνου προπορευόταν μπροστά τους, μια άλλη ίδια, επίσης άδεια, τους ακολουθούσε. Πίσω από μια πυκνή σειρά ψηλών θάμνων στην όχθη έβλεπαν πολύχρωμα φώτα και δυνατούς προβολείς να σημαδεύουν τον νυχτερινό ουρανό. Φαίνονταν επίσης η κορυφή ενός γιγάντιου τροχού λούνα-παρκ και οι σκαλωσιά μιας διαδρομής με τρενάκι. Άκουγαν χαρούμενες φωνές, τσιρίδες και φασαρία, συνοδευμένα με μουσική πιάνου, τυμπανοκρουσίες και σφυρίγματα. Η Τζένη και ο Τόμι παρακολουθούσαν αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη άφωνοι, αποσβολωμένοι από ενθουσιασμό. Ο Καθηγητής, χαμογελαστός και χαλαρός, έδειχνε σαν άλλος ένας παππούς που είχε βγάλει τα εγγόνια του βόλτα. Ξαφνικά, η πορεία από βάρκες σταμάτησε μπροστά σε μια αποβάθρα υποδοχής. Ο Πεπίνο ο Κλοόυν στεκόταν εκεί κορδωμένος, σαν να τους περίμενε. Η στολή του τον έκανε να μοιάζει σαν μια μεγάλη, παρδαλή μπάλα που στεκόταν πάνω σε ένα ζευγάρι από πλακουτσωτά, μακρουλά παπούτσια. Τα παιδιά τον άκουγαν κατάπληκτα, καθώς, παρά το κοστούμι του, ο Πεπίνο κουνιόταν ζωηρά πέρα-δώθε όπως τους μιλούσε. «Έϊ-Χο! Χο-χέϊ! Τέλος της γραμμής παιδαρέλια! Δεν νομίζω να είχατε σκοπό να μπείτε στο καρναβάλι μουλωχτά, χωρίς να πληρώσετε, ε; Δεν είστε τίποτα τσαμπατζήδες; Αν και βλέπω πως φέρατε το δικό σας πλεούμενο.» «Όχι κύριε… Αλλά… Δεν έχουμε να…πληρώσουμε…» ψέλλισε η Τζένη κοκκινίζοντας. «Δεν έχετε λεφτά λοιπόν.» «Όχι κύριε.» «Ούτε εγώ τα εμπιστεύομαι για να πω την αλήθεια. Τι θα λέγατε για ένα χαμόγελο τότε;» Ο Πεπίνο έσκυψε και κοίταξε τα δύο παιδιά από κοντά. Εκείνα, φρικαρισμένα από την «έντονη» προσωπικότητα του κλόουν, κατάφεραν να του δείξουν τα δόντια τους. «Χμμ» έκανε ο Πεπίνο, «Καλές οδοντοστοιχίες αλλά φοβάμαι πως το νόμισμα σας βγαίνει κάλπικο.» Έστρεψε την προσοχή του στον Καθηγητή. «Εσύ τι λες παππού;» Ο Καθηγητής σηκώθηκε όρθιος και σπρώχνοντας τα παιδιά βρέθηκαν και οι τρεις τους πάνω στην αποβάθρα. Έκανε άλλο ένα βήμα προς τον κλόουν. «Λοιπόν, θα πρέπει να πω…» Στο ένα βήμα εμπρός του Καθηγητή, ο Πεπίνο έκανε ένα αστείο βήμα πίσω. Ο Καθηγητής έδειξε να εντυπωσιάζεται από την κίνηση και την μιμήθηκε αμέσως. Βλέποντας το αυτό, ο κλόουν επιχείρησε ένα περίεργο πλάγιο βήμα το οποίο ο Καθηγητής επίσης αντέγραψε πετυχημένα. Σαν κάποιο είδος τεστ, ο Πεπίνο ξέσπασε σε μια σειρά από περίεργες, πολύπλοκες και αστείες κινήσεις που ο Καθηγητής στην αρχή ακολούθησε ολόσωστα αλλά σύντομα τον πρόλαβε και κατέληξαν να τις κάνουν συγχρονισμένοι. Ο «χορός» κατέληξε με μια μπερδεμένη, αλλά τέλεια χορογραφημένη, συνθηματική χειραψία ανάμεσα στους δύο. Ο Πεπίνο έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή. «Είσαι ένας δάσκαλος της τέχνης! Οποία χαρά!» Τσίμπησε την μύτη του, φούσκωσε τα μάγουλα του και άρχισε να σφυρίζει από τα αυτιά του. Αμέσως, μια ποικιλία από κλόουν άρχισαν να ξεπετάγονται από τους θάμνους. Ένας από αυτούς, κρατώντας μαλλί της γριάς, κοντοστάθηκε δίπλα στον Τόμι. Το αγόρι το μύρισε και τεντώνοντας τον λαιμό του πήρε μια μπουκιά. Αλληθώρισε εκστασιασμένος από την πρωτόγνωρη γλύκα. Οι κλόουν εξέφρασαν τα καλωσορίσματα τους με κορναρίσματα και σφυρίγματα που τους έβγαιναν από τα αυτιά, τις μύτες, τα καπέλα και τα παντελόνια τους. «Αγαπημένε συνάδελφε!» αναφώνησε ο Πεπίνο, «Από πού μας έρχεσαι; Που είναι τα αληθινά σου χρώματα;» «Τι εννοείτε;» είπε μπερδεμένος ο Καθηγητής. Ο Πεπίνο σήκωσε το καπέλο του και πετάχτηκε ένα μηχανικό χέρι που κρατούσε στην άκρη του έναν καθρέπτη. Στάθηκε μπροστά στον Καθηγητή για να του δείξει το είδωλο του. Ο Καθηγητής σοκαρίστηκε έντονα. «Τι φρίκη! Ω, πόσο ντρέπομαι! Τζένη, γιατί δεν μου είπες ποτέ τίποτα;!» «Μα…δεν έχουμε χρώματα στην Βιομηχανική Πόλη.» Οι κλόουν αντέδρασαν με τρόμο. «Βιομηχανική Πόλη;!» «Μόλις το σκάσαμε από κει» τους διαβεβαίωσε η Τζένη. «Το ξέρουμε εκείνο το φρικτό μέρος» είπε ο Πεπίνο, «Ένα τσίρκο με συνάδελφους το πλησίασε μια φορά και… Τιμάμε πάντα την μνήμη τους στις καρδιές μας. Τώρα παρακολουθούμε εκείνη την τρύπα που καπνίζει μόνο από μακριά. Κανείς δεν τολμάει να πλησιάσει…» Ο Τόμι εντωμεταξύ, είχε κατορθώσει να καθαρίσει όλο το μαλλί της γριάς από το ξυλάκι του κλόουν χωρίς να γίνει αντιληπτός. «Πάμε βόρεια» συνέχισε η Τζένη, «Στον Σάντος. Ο Καθηγητής λέει πως εκείνος θα μπορούσε να κάνει κάτι.» «Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό» είπε ο Πεπίνο, «αλλά σίγουρα, αν ήταν να ζητήσει κανείς βοήθεια από κάποιον, ο Σάντος θα ήταν η σωστή επιλογή.» «Μπορείτε να μας πείτε πώς να τον βρούμε;» «Κάποτε ήξερα τον δρόμο» είπε ο Καθηγητής διακόπτοντας τους, «αλλά μάλλον η μνήμη μου έχει πάει για ψάρεμα και πήρε τους χάρτες μαζί της για δόλωμα.» «Εμ…» έκανε ο Πεπίνο, «Αν θέλετε να πάτε στον Σάντος τότε θα πρέπει να…Τραβήξετε τον Ικ!» «Να τραβήξουμε τον Ικ;!» απόρησε η Τζένη. «Ακούγεται…ανθυγιεινό» σχολίασε ο Καθηγητής. Στάθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη τέντα. Η πινακίδα πάνω από την είσοδο έγραφε ΤΡΑΒΑ ΤΟΝ ΙΚ. Ο Καθηγητής και η Τζένη ήταν φορτωμένοι με σακούλες του ποπ-κορν και αναψυκτικά. Ήταν το πρώτο τους γεύμα από τη στιγμή που απέδρασαν και ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτο στο στομάχι τους. Η Τζένη, παρόλη την αβεβαιότητα που έχασκε μπροστά τους, με αυτή την περίπτωση «Ικ», δεν μπορούσε επι του παρόντος να ξεπεράσει την υπέροχη αλμύρα που γαργαλούσε την γλώσσα της, και την καραμελένια γεύση του ποτού με την οποία την ξέπλενε. Ο Τόμι από την άλλη, στεκόταν δίπλα τους με μια αγκαλιά χοτ-ντογκ, που δεν χόρταινε να καταβροχθίζει. Ένας νάνος, με φράκο και ημίψηλο καπέλο, ήρθε και στάθηκε πάνω σε ένα βήμα και κούνησε ένα μπαστούνι για να τους δείξει την τέντα. Είχε μαζευτεί αρκετό πλήθος για να τον ακούσει. «Από δω κυρίες και κύριοι, περάστε μέσα! Περάστε και γνωρίστε τον Ικ! Προκαλέστε τον Ικ! Δοκιμάστε να νικήσετε τον Ικ! Είναι ένας γίγας! Ένας τιτάνας! Ένας κολοσσός! Αυτή είναι η μητέρα όλων των προκλήσεων! Είναι η μάχη των μαχών! Μπορείτε να τη βγάλετε καθαρή;! Έχετε το θάρρος, την ξιπασιά;! Περάστε μέσα!» Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει στην τέντα. Ο Καθηγητής και η Τζένη κοιτάχτηκαν και παίρνοντας το απόφαση ακολούθησαν το πλήθος. Ο Τόμι προσπάθησε να πάει μαζί τους, κάτι άλλο όμως έκλεψε την προσοχή του. Πίσω από την είσοδο η τέντα ήταν χωρίς οροφή, δίνοντας στο εσωτερικό αμφιθέατρο έναν υπαίθριο αέρα. Ανάμεσα στα αντικριστά καθίσματα υπήρχε ένα μικρό γήπεδο και στο κέντρο ένας λάκκος με λασπόνερα. Ο Ικ ο Βίκινγκ ήταν εκεί, φούσκωνε τους μυς του και έπαιρνε δραματικές πόζες. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω του και τον κοιτούσε με θαυμασμό και δέος. Πολλά παιδιά καθόντουσαν στους ώμους των μπαμπάδων τους για να βλέπουν καλύτερα. Τελείως ανυπόμονη, η Τζένη πετάχτηκε εμπρός, μπροστά στον Νορβηγό γίγαντα. «Είσαι ο κύριος Ικ; Πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου για κάτι πολύ σημαντικό.» Ο Καθηγητής έσκυψε για να εξετάσει από κοντά τους μυς του Ικ. «Αγαπητέ κύριε…Μήπως σας έχει καταβάλει κάποια αλλεργική αντίδραση; Είστε έτοιμος να σκάσετε σαν μπαλόνι!» «Πάρτε έναν αριθμό, πληρώστε τη συμμετοχή και μπείτε στην ουρά» είπε ψυχρά ο βίκινγκ. «Μα αυτό είναι σοβαρό!» φώναξε η Τζένη, «Πρέπει να πάμε βόρεια, να βρούμε τον Σάντος. Δεν έχουμε χρόνο για παιχνίδια!» Ο Ικ τους κοίταξε κατσουφιασμένος. «Ώστε θέλετε δουλειές με τον Ικ» είπε, «Ο Ικ δεν κάνει δουλειές με όσους δεν τον προκαλούν πρώτα. Και αν θέλετε να πάτε στον Σάντος, πρέπει επίσης να νικήσετε τον Ικ!» «Ποια, εγώ;!» αναφώνησε η Τζένη που δεν είχε ξανακούσει κάτι τόσο εξωφρενικό. Ο Ικ τους ζύγιασε με το βλέμμα του και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. «Ο Ικ μπορεί να τα βάλει και με τους δύο σας ταυτόχρονα. Φέρτε κι άλλους αν γουστάρετε. Ο Ικ θα σας δώσει ίση ευκαιρία.» Η Τζένη κοίταξε νευρικά τον Καθηγητή. «Μην ανησυχείς Τζένη» της είπε εκείνος, «Κάθε εμπόδιο σε καλό. Μαζί μπορούμε να πετύχουμε μ’έναν σμπάρο δυό τριγώνια, διότι δυό τριγώνια μας κάνουν ένα τετράγωνο. Με δύο σμπάρους θα είχαμε κι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο…και ως γνωστόν οι ορθές γωνίες είναι πάντα ωφέλιμες… μμ, ή μήπως…» Βυθίστηκε στον εαυτό του μουρμουρίζοντας διάφορα ακαταλαβίστικα. Η Τζένη γύρισε πάλι προς τον Ικ, αυτή τη φορά αποφασισμένη. «Δεν θα φούσκωνα τόσο με σιγουριά αν ήμουν εσύ, κύριος! Και μόνο ο Τόμι θα μπορούσε να σου δώσει ένα καλό μάθημα. Δέχομαι λοιπόν την πρόκληση.» Κοίταξε γύρω της απορημένη. «Μα που είναι ο Τόμι;» Ο Τόμι είχε παρασυρθεί σε μια παράσταση κουκλοθέατρου, στην άκρη του καρναβαλιού, απέναντι από την τέντα του Ικ. Το θέατρο είχε στηθεί βιαστικά, με λιγοστά καθίσματα, όχι πως είχε σημασία μια και ο Τόμι ήταν ο μοναδικός θεατής. Οι κουρτίνες της σκηνής ήταν ανοιγμένες, και σε ένα πρόχειρο σκηνικό που θύμιζε γραφείο, με καμινάδες έξω από το παράθυρο του, έπαιζαν δύο κούκλες. Μια μεγάλη κούκλα που έμοιαζε του Λούμπιξ κρατούσε ένα ραβδί και έδερνε μια μικρότερη κούκλα που έμοιαζε με τον Αλφόνσο. «Πάρε αυτό! Κι αυτό! Για να μάθεις να με υπακούς!» φώναζε η κούκλα Λούμπιξ, «Θα κάνεις ό,τι σου λέω;! Ανόητε;! Πανίβλακα;!» «Ναι αφέντη! Ναι μεγάλε και τρανέ! Έλεος! Έλεος!» φώναζε οικτρά η κούκλα Αλφόνσος. Ο Τόμι χαχάνιζε εκστασιασμένος καθώς δεν είχε ξαναδεί κουκλοθέατρο στη ζωή του. Η Τζένη και ο Καθηγητής δεν δυσκολεύτηκαν να τον εντοπίσουν. Ήρθαν περίεργοι στο πλευρό του. «Τόμι! Γιατί έφυγες;!» ρώτησε η Τζένη. «Τζένη κοίτα» είπε ο Τόμι δείχνοντας της την μικρή σκηνή. Η Τζένη και ο Καθηγητής έστρεψαν την προσοχή τους στην παράσταση. Η κούκλα Λούμπιξ συνέχισε να φωνασκεί. «Είμαι μεγάλος! Είμαι ο ένας! Εγώ είμαι η πρώτη καμινάδα εδώ μέσα! Οι προσταγές μου είναι νόμος, μ’ακούς;! Εγώ είμαι ο νόμος!» «Ναι είσαι! Είσαι!» έσκουζε η κούκλα Αλφόνσος. Οι τρεις θεατές αγνοούσαν τις δύο τρυπούλες κάτω από την σκηνή του κουκλοθέατρου, απ’όπου τους παρατηρούσε ο κουκλοπαίχτης. Που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Λούμπιξ, που στεκόταν πάνω στους ώμους του Κρανκ. «Να’τα τα πουλάκια μου…Για ελάτε λίγο πιο κοντά, για ελάτε πριν ξεμείνω από σενάριο…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο μικροσκοπικός κάντζαρος. Ξαφνικά η κούκλα Λούμπιξ γύρισε και κοίταξε κατευθείαν στην Τζένη και την παρέα της. «Σας τσάκωσα! Είστε στη φάκα μου! Παραδοθείτε! Παραδοθείτε λέω!» «Έχει πλάκα» σχολίασε η Τζένη γελώντας με την παράσταση. «Θα τιμωρηθείτε για τις πράξεις σας. Πέστε στα γόνατα σας να ζητήσετε συγνώμη ή γνωρίστε τον χαμό σας!» συνέχισε η κούκλα. «Το γράψιμο είναι λίγο επαναλαμβανόμενο» είπε ο Καθηγητής. Σίγουρα δεν περίμεναν αυτό που επακολούθησε. Όλη η σκηνή του κουκλοθέατρου χάθηκε μέσα σε μια έκρηξη φωτιάς και μέσα από τις φλόγες ξεπρόβαλε ο τερατόμορφος όγκος ενός γιγάντιου Ισοπεδωτή. Φωτιά και καπνιά συνέχισε να ρέει από τα σαγόνια του ενώ δύο βραχίονες από τα πλευρά του μόστραραν δύο επιπρόσθετες δαγκάνες που ανοιγόκλειναν απειλητικά προς το μέρος τους. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής άφησαν μια συγχρονισμένη τσιρίδα και το έβαλαν αμέσως στα πόδια. Το ρομπότ τους ακολούθησε συντρίβοντας τα καθίσματα κάτω από τις ερπύστριες του. Στο τιμόνι του Ισοπεδωτή ήταν φυσικά ο Κρανκ, με τον Λούμπιξ να ξεφωνίζει στον ώμο του. «Πιο γρήγορα! Πιάσ’τους! Πιάσ’τους! Θα τους λιώσουμε!» Οι τρις ήρωες μας έτρεχαν να ξεφύγουν προς το κέντρο του καρναβαλιού. «Από ειδικά εφέ όμως, η παράσταση σκίζει» σχολίασε λαχανιασμένος ο Καθηγητής. Ο Ισοπεδωτής μπήκε στον χώρο του καρναβαλιού σπέρνοντας πανικό σε όλους τους παρευρισκομένους. Κιόσκια, φαγάδικα και κουβούκλια με ζαχαρωτά κομματιάστηκαν κάτω από τις ερπύστριες του. Το τέρας έφτυσε μια φλόγα φωτιάς καίγοντας σκηνές, τέντες και στολίδια. Ο κόσμος σκορπίστηκε ουρλιάζοντας. Ο Καθηγητής και τα παιδιά κατευθύνθηκαν προς τις σκαλωσιές του Κολοσσού, της μεγαλύτερης ατραξιόν με τρενάκι που υπήρχε στο πανηγύρι. Ο Λούμπιξ δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τα θηράματα του. Αναπηδούσε ενθουσιασμένος πάνω στον Κρανκ. «Τον Παράξενο! Βάλε αυτόν για στόχο! Αυτόν θέλουμε» φώναζε. Το ρομπότ συνέχισε το καταστροφικό του όργωμα μέσα από το καρναβάλι κυνηγώντας τον Καθηγητή. Ξαφνικά η Τζένη πρόσεξε κάτι και φώναξε προς τους συντρόφους της. «Εκεί!» Ο Τόμι ακολούθησε την Τζένη προς την κατεύθυνση που έδειξε αλλά ο Καθηγητής αγνόησε την νέα εξέλιξη και βρέθηκε να τρέχει μόνος του. Το ρομπότ συνέχισε να κυνηγάει εκείνον. Τα παιδιά ήρθαν και σταμάτησαν δίπλα σε μια μηχανή σόδας που είχε σχήμα ροζ ελέφαντα. Η Τζένη κοίταξε γύρω της για τον Καθηγητή. «Που είναι ο Καθηγητής;» Ξαφνικά της ήρθε στον νου η απάντηση. «Εκείνον θέλουν! Θα αρπάξουν τον Καθηγητή!» Ο Καθηγητής έφτασε στο τρενάκι, πήδηξε μέσα στο βαγόνι που υπήρχε στην αποβάθρα και απλώνοντας το χέρι του τράβηξε τον μοχλό δίπλα στις ράγιες που ξεκινούσε την διαδρομή. Αμέσως το βαγόνι άρχισε να σκαρφαλώνει την πανύψηλη σκαλωσιά. «Γιού-χου!» αναφώνησε, «Πώρωση!!!» Ο Ισοπεδωτής διέλυσε την αποβάθρα και σκαρφάλωσε στις ράγιες στο κατόπι του. Μουρμουρίζοντας και μουγκρίζοντας, ο Κρανκ πάσχιζε με τον χειρισμό του τεράστιου ρομπότ που ο όγκος του παράπαιε επικίνδυνα πάνω στην ψηλή σκαλωσιά του Κολοσσού. Μόνο ο Λούμπιξ έδειχνε ενθουσιασμένος. «Τον έχουμε! Δεν την γλυτώνει!» Ο Ισοπεδωτής ανέβαινε τις ράγιες μόλις μια αναπνοή πίσω από το τρενάκι με τον Καθηγητή. Οι σκαλωσιές διαμαρτύρονταν κάτω από το βάρος του ρομπότ τρίζοντας και ραγίζοντας. Πολλοί δοκοί έσπαγαν και τσακίζονταν κάτω στο έδαφος. Το τρενάκι του Καθηγητή έφτασε επιτέλους στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής και από εκεί ξεκίνησε την ιλιγγιώδη πτώση του, την αρχή της ξακουστής αυτής ατραξιόν. Ο Καθηγητής γαντζώθηκε από το τρενάκι του και έγινε πράσινος όπως περνούσε από απίστευτες κατηφόρες, απότομες στροφές και στριφογυριστές τούμπες. Από πίσω του, ο Ισοπεδωτής άρπαξε τις ράγιες με τις δαγκάνες του και τις τίναξε ψηλά, σαν να τραβούσε ένα χαλί κάτω από τα πόδια του Καθηγητή. Το τρενάκι πετάχτηκε πάνω και προσγειώθηκε στο απέναντι ύψωμα της μεγάλης σκαλωσιάς. Το ρομπότ έχωσε τις δαγκάνες του γερά στις ράγιες, και σηκώνοντας το κύριο του σώμα, σαν πίθηκος που χρησιμοποιεί τα μακρουλά του χέρια, έδωσε ένα εντυπωσιακό σάλτο στον αέρα. Προσγειώθηκε στο απέναντι ύψωμα, απέναντι από τον ζαλισμένο Καθηγητή, τσακίζοντας περισσότερους δοκούς. Όλος ο Κολοσσός τώρα κουνιόταν και έτριζε επικίνδυνα. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί από κάτω και παρακολουθούσε το τρομερό συμβάν κατάπληκτο. Ο Καθηγητής κρατιόταν τώρα από μια κομμένη, λυγισμένη ράγια που στεκόταν όρθια. Ο Ισοπεδωτής τίναξε κομμάτια της σκαλωσιάς πίσω από τις ενεργές του ερπύστριες και κινήθηκε εναντίον του ανοιγοκλείνοντας απειλητικά τις δαγκάνες του. Ο Λούμπιξ έτρεξε πάνω στο μήκος της μιας δαγκάνας και ούρλιαξε θριαμβευτικά κατά του Καθηγητή. «Είσαι στο έλεος μου! Τι έχεις να πεις τώρα για την πάρτη σου ε;!!» «Δεν είμαι αλάθητος, αν με γνωρίσεις όμως λιγάκι, είμαι ένας αρκετά συμπαθής τύπος.» Εκνευρισμένος, ο Λούμπιξ γύρισε προς τον χειριστή του Ισοπεδωτή. «Κρανκ, λιώσε τον!!» Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 30, 2008 Author Share Posted July 30, 2008 Εκείνη την στιγμή, πίσω από τον Καθηγητή και σε αντίθετη τροχιά, κατέφθασε η Τζένη, καβάλα στον ροζ ελέφαντα που διέθετε ρόδες. Χειριζόταν κάποιους μοχλούς στην πλάτη του πλαστικού παχύδερμου και σηκώνοντας την προβοσκίδα του σημάδεψε τον Ισοπεδωτή. Η εμφάνιση της ξάφνιασε βεβαίως τον Λούμπιξ. «Τι θα λέγατε για λίγη παγωμένη σόδα; Με γεύση κεράσι;» φώναξε ειρωνικά προς τον κάντζαρο το κορίτσι. Πάτησε ένα κουμπί και άρχισε να ψεκάζει το ρομπότ με σόδα. Το δροσερό αναψυκτικό βρήκε τα σαγόνια του Ισοπεδωτή και από εκεί ευθεία το καυτό του στομάχι. Αμέσως ξεσήκωσε ένα τεράστιο και σφυριχτό σύννεφο ατμού. Ο Λούμπιξ ήταν έξω φρενών. «Λιώσε κι αυτήν! Λιώσ’τους όλους!» ούρλιαζε. Ο Κρανκ άφηνε ένα σωρό απελπισμένα μουγκρητά καθώς προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τον Ισοπεδωτή. Το τεράστιο ρομπότ έτρεμε και άρχισε να εκτοξεύει βίδες και παξιμάδια όπως το κατάπιναν οι ατμοί. Αμείλικτα, η Τζένη συνέχιζε να ψεκάζει από την προβοσκίδα του ελέφαντα παγωμένη σόδα. Ο κόσμος από κάτω παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα. Το ρομπότ χάθηκε τελείως μέσα στους ατμούς ενώ το μέταλλο του μούγκριζε παραπονιάρικα. Οι ερπύστριες του επιχείρησαν να κάνουν όπισθεν στραβώνοντας τις ράγιες. Όλοι άκουσαν τις σκαλωσιές να σκάνε κάτω από το μεγάλο εκείνο βάρος. Τους ξέφυγε ένας ομαδικός αναστεναγμός όπως είδαν τον Ισοπεδωτή να γέρνει ξαφνικά και να βουτάει στο κενό. Το τρομερό μηχάνημα έσκασε πάνω στο έδαφος και τινάχτηκε στον αέρα σε χίλια κομμάτια. Η Τζένη και ο Καθηγητής αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι κάτω από τις επευφημίες του κόσμου. Κι όμως, αυτό δεν ήταν το εκρηκτικό φινάλε της βραδιάς εκείνης. Υπήρχε ακόμα πιο εντυπωσιακός επίλογος. Τα πρόσφατα γεγονότα συντέλεσαν στο να μεγαλώσει η φήμη της Τζένης και αργότερα η τέντα του Ικ γέμισε ασφυκτικά για την μεγάλη μονομαχία. Η πιο διάσημη διελκυνστίδα στην ιστορία της τέντας ΤΡΑΒΑ ΤΟΝ ΙΚ. Στα αριστερά της αρένας, ο Ικ ο Βίκινγκ, φούσκωνε και ξεφούσκωνε επιδεικτικά τους μύες του. Στα δεξιά, κρατώντας την άλλη άκρη του σχοινιού, ήταν η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής, ο οποίος είχε φορέσει για την περίσταση ένα αθλητικό μποξεράκι. Ψηλά σε ένα από τα κοντάρια της τέντας, μέσα σε ένα καλάθι, ήταν ο νάνος με το ημίψηλο καπέλο. Φώναζε μέσα από ένα φορητό μεγάφωνο προς τους θεατές. «Ο αγώνας ξεκινάει!!» Η Τζένη κοίταζε όλο ανησυχία τον φοβερό και τρομερό Ικ. «Δείχνει πολύ δυνατός» είπε ξεροκαταπίνοντας. «Μη φοβάσαι Τζένη» την καθησύχασε ο Καθηγητής, «Σβήσε τις αμφιβολίες σου. Να σκέφτεσαι μόνο τη νίκη.» «Πιστεύετε πως μπορούμε να νικήσουμε Καθηγητά;» «Ω μα ναι. Το αεράκι διαπερνάει το σορτσάκι μου και έχω ένα σωρό νηφάλιες αντιλήψεις!» Το κοινό άρχισε να χειροκροτεί και να φωνάζει το όνομα της Τζένης. Μέσα στους θεατές ήταν και ο Πεπίνο με τους υπόλοιπους κλόουν. Οι δύο πλευρές έσφιξαν τις γροθιές τους γύρω από το σχοινί. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής, παίρνοντας αποφασισμένες εκφράσεις, τράβηξαν με όλη τους την δύναμη. Ο Ικ κρατούσε την δική του άκρη με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κάλυπτε τα χασμουρητά του. Οι τρεις μας ήρωες έγιναν πιο κόκκινοι και από παντζάρια στην προσπάθεια τους που δεν είχε το παραμικρό αποτέλεσμα. Ο Καθηγητής έφτασε στην απόχρωση του μοβ ενώ η Τζένη κατέληξε να κρέμεται από το τεντωμένο σχοινί. Ο Ικ συνέχισε να παίρνει διάφορες ηρωικές πόζες ενώ λίγο-λίγο τραβούσε το σχοινί προς το μέρος του. Τα πόδια της Τζένης πλησίαζαν ολοένα προς τον κεντρικό νερόλακκο. Ο Πεπίνο κάτι ψιθύρισε στον διπλανό του παλιάτσο και αμέσως το μήνυμα ψιθυρίστηκε διαδοχικά προς όλη την σειρά των κλόουν. Κατέβηκαν όλοι τους τρεχάτοι από το αμφιθέατρο και μαζεύτηκαν πίσω από την πλευρά της Τζένης. Έδεσαν άλλο ένα σχοινί σε εκείνο που τραβούσαν οι τρεις τους φίλοι και παρατάχτηκαν σε μια σειρά που έφτανε μέχρι και έξω από την τέντα. Άρχισαν να τραβούν όλοι μαζί, πολλαπλασιάζοντας το δυναμικό της Τζένης. Για πρώτη φορά παρατηρήθηκε μια αλλαγή στην ισορροπία των δυνάμεων. Ο Ικ ένιωσε ένα ελαφρύ τράβηγμα στο χέρι του αλλά δεν του έδωσε μεγάλη σημασία. Κοκκίνισαν τα μάγουλα του, κατσούφιασε λίγο και μία σταγόνα ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπο του. Δυνάμωσε το τράβηγμα του. Τζένη, φίλοι και λόχος από κλόουν σύρθηκαν ταυτόχρονα προς τα εμπρός. Οι κλόουν έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντισταθούν. Κάποιοι πατούσαν τους μπροστινούς τους για να τραβήξουν προς τα πίσω. Άλλοι εκτόξευαν μπιζέλια στον Ικ φυσώντας σε καλαμάκια. Ο Βίκινγκ σήκωσε το ελεύθερο χέρι του για να προστατευτεί από τα μπιζέλια. Εξακολουθούσε δε να τραβάει σταθερά τους ήρωες μας προς τον νερόλακκο με τις λάσπες. Ξαφνικά, ο Πεπίνο, που το μέτωπο του είχε μετατραπεί σε σιντριβάνι από ιδρώτα, άρχισε να φωνάζει. «Βοηθείστε την Τζένη! Βοηθείστε την Τζένη Μακερόνη!!» Ξεσηκώθηκαν κι άλλοι θεατές που άρχισαν να εγκαταλείπουν τα καθίσματα τους και να τρέχουν στη πλευρά της Τζένης για να ενισχύσουν το τράβηγμα. Ο Ικ πλέον κρατούσε το σχοινί και με τα δύο χέρια. Τώρα αγωνιζόταν ενάντια στην Τζένη, τον Τόμι, τον Καθηγητή, τους κλόουν και σχεδόν ολόκληρη την τέντα. Ο Καθηγητής είχε σχεδόν λιποθυμήσει από την προσπάθεια πάνω στους ώμους των συναθλητών του. Ο Ικ έδωσε ένα ξαφνικό τράβηγμα παρασέρνοντας όλη την αντίπαλη πλευρά. Η Τζένη σχεδόν κρεμόταν πάνω από τις λάσπες στο κέντρο της αρένας. Ένας τζουτζές κλόουν κατέβασε με ένα καλάμι ψαρέματος ένα πούπουλο στη μύτη του Ικ. Ο Βίκινγκ άρχισε να συσπάται και να κοκκινίζει μέχρι που του ξέφυγε ένα εκρηκτικό φτάρνισμα. Το σχοινί γλίστρησε ελεύθερο από τις χερούκλες του. Η Τζένη, οι κλόουν, το πλήθος πετάχτηκαν πίσω και ολόκληρη η τέντα κατέρρευσε πάνω τους. Η Τζένη και ο Καθηγητής αναδύθηκαν μέσα από μια θάλασσα πεσμένων ανθρώπων που ζητοκραύγαζαν. «Μα το παντεσπάνι μου! Νομίζω πως νικήσαμε» είπε ο Καθηγητής. Κάπου πίσω όμως, ίσως μακριά, ίσως απειλητικά κοντά, στα τείχη της Βιομηχανικής Πόλης παίζονταν άλλα σχέδια. Μια τεράστια μηχανή είχε στηθεί ενάντια στο εσωτερικό τείχος, κυκλωμένη από σκαλωσιές. Δύο μεγάλα κλειδιά κουρδίσματος εξείχαν από τον μεταλλικό γίγαντα. Ο Αλφόνσος στεκόταν πάνω σε μια πλατφόρμα πίσω από τις σκαλωσιές και παρατηρούσε τις εργασίες. Μπροστά του είχε μια συσκευή με έναν μοχλό πάνω της και δίπλα του στέκονταν ένας κάντζαρος με λευκή ποδιά και ο Κρανκ, φασκιωμένος με επιδέσμους. «Όταν θα είναι έτοιμη» εξηγούσε ο κάντζαρος, «αυτός ο μοχλός θα την ξεκινήσει. Το πρόβλημα έχει λυθεί. Καθώς ξεκουρδίζεται το πρώτο κλειδί κουρδίζει το δεύτερο και το δεύτερο κλειδί κουρδίζει με τη σειρά του το αντίγραφο. Θα αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται αμέσως και ασταμάτητα. Και όλος ο κόσμος θα είναι δικός σου αφεντικό!» «Το ξέρω! Το ξέρω!» είπε ο Αλφόνσος τρίβοντας τα χέρια του, «Ένας κόσμος του γούστου μου! Ο Βιομηχανικός Κόσμος! Τι όμορφη στιγμή. Αλλά πότε;!» «Σύντομα αφέντη. Σε δύο μερούλες.» «Εύχομαι να ξεκινήσω το όνειρο μου πριν αρχίσουν οι εχθροί μου να χώνουν τη μύτη τους!» Από κάτω, κάντζαροι εργάτες ένωναν καλώδια και σωλήνες στην γιγάντια μηχανή που γουργούριζε και ρουφούσε ρεύμα και καύσιμα αχόρταγα. Νόμισε πως ήταν πουλάκι. Πετούσε ψηλά πάνω από την Βιομηχανική Πόλη. Το μέρος στο οποίο είχε μεγαλώσει έμοιαζε με μια ζωντανή, μαύρη οντότητα που ανέπνεε αρρωστημένα. Μουτζουρωμένα τούβλα εισέπνεαν και εξέπνεαν, καμινάδες έφτυναν καπνό και πίσσα βήχοντας σαν να άφηναν επιθανάτιο ρόγχο. Νέες φάμπρικες φύτρωναν ολόκληρες μέσα από το έδαφος γκρεμίζοντας τις παλιές. Εξαπλώνονταν σαν ζιζάνια πάνω στα τείχη και πέρα από αυτά. Οι κάτοικοι της Πόλης φώναζαν απελπισμένα και γκρεμίζονταν ανάμεσα στα ραγίσματα των ερειπίων. Μετά τα τούβλα άρχισαν να αποκολλούνται και να πέφτουν, δίνοντας τη θέση τους σε μηχανές που αναλάμβαναν να γίνουν το νέο μεταλλικό δέρμα της Πόλης. Κοιλάδες, δάση και λιβάδια εξαφανίζονταν κάτω από τα καινούργια μηχανικά τείχη. Φωτιά και κάπνα τσουρούφλιζε την πράσινη γη. Σαν καρκινικό μελάνωμα η Πόλη άπλωσε πλοκάμια και κάλυψε τον γαλάζιο πλανήτη μετατρέποντας τον σε κάρβουνο. Η Τζένη δεν άντεξε άλλο. Ξύπνησε τσιρίζοντας. Βρίσκονταν σε ένα ξέφωτο, χωμένοι στους υπνόσακους τους. Κοίταξε γύρω της και είδε τον Τόμι δίπλα της να την κοιτάει ανήσυχος. Ήταν καλυμμένος με άδεια πακετάκια σοκολάτας. Μπορούσε ακόμα να ακούσει την μουσική από το πανηγύρι πίσω από τα δέντρα. Η καρδιά της ηρέμισε για λίγο. Κοίταξε πάνω, στον νυχτερινό ουρανό. «Τα άστρα!» «Τι μ’αυτά;» ρώτησε ο Τόμι. «Είναι ακόμα στη θέση τους. Νόμισα πως τα είχα ονειρευτεί όλα» είπε ανακουφισμένη και ξάπλωσε πάλι κάτω. Έμεινε έτσι να παρακολουθεί τον έναστρο θόλο άγρυπνη και συλλογισμένη. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted August 22, 2008 Author Share Posted August 22, 2008 6. Ήταν ένα μεγάλο υπόστεγο στην χιονισμένη κορυφή ενός βουνού. Τα γράμματα ΙΚ ήταν βαμμένα στα πλάγια του κτιρίου. Εκεί έφτασαν όλοι τους, η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής, ντυμένοι στα ζεστά. Μπροστά στις ανοιχτές πόρτες του υπόστεγου τους περίμενε ο Ικ, ντυμένος με ένα βαρύ παλτό. Από πίσω δέσποζε το όχημα του που έμοιαζε με βάτραχο πάνω σε χιονοπέδιλα. «Αυτό είναι λοιπόν;» ρώτησε η Τζένη. «Η Ρόδα του Ικ είναι το καμάρι του Ικ» είπε ο Ικ. «Έχει τόση…προσωπικότητα!» παρατήρησε ο Καθηγητής. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο» είπε στη συνέχεια ο βίκινγκ, «Μας περιμένει πολύς δρόμος. Περάστε μέσα για να φεύγουμε.» Την στιγμή που η παρέα περνούσε την μπουκαπόρτα της Ρόδας του Ικ, λίγο παραπέρα, το κεφαλάκι του Λούμπιξ είχε φυτρώσει στο χιόνι και τους κατασκόπευε. Μόλις μπήκαν όλοι μέσα, ο κάντζαρος ξετρύπωσε ολόκληρος και σερνόμενος στο χιόνι πλησίασε το μεγάλο όχημα του χιονιού. Σίγουρος πως δεν τον βλέπει κανείς, σκαρφάλωσε πάνω στην πλάτη του βάτραχου. Μέσα στην καμπίνα οι τρεις επιβάτες πήραν τις θέσεις τους και ο Ικ έλεγξε τα όργανα του. «Προσδεθείτε» φώναξε με την βαριά του προφορά. Όσοι ώρα η Τζένη και ο Καθηγητής πάσχιζαν να βρουν πως δένουν οι ζώνες ασφαλείας (ο Τόμι έτρωγε σοκολάτες) ο Λούμπιξ σύρθηκε προσεκτικά πάνω από το παμπρίτζ του πιλότου, προσέχοντας μην τον δει ο Ικ. Έριξε μια ματιά προς την κατεύθυνση που κοίταζε η Ρόδα και έγινε πιο άσπρος και από το χιόνι. Λίγα βήματα από την μούρη του οχήματος το έδαφος χανόταν σε μια απύθμενη κατηφόρα που μόνο κατηφόρα δεν ήταν. Ήταν μια απότομη, χιονισμένη πλαγιά, φτυστή με γκρεμό. «Τίποτα καλύτερο από μια πτώση το πρωί για να σου ξεκινήσει τη μέρα» βροντοφώναξε ο Ικ ξεσπώντας σε τρανταχτά γέλια που ξάφνιασαν τους επιβάτες του. Ο Ικ τράβηξε έναν μοχλό και λύθηκαν οι αλυσίδες που συγκρατούσαν την Ρόδα. Αμέσως το όχημα πήρε τη βουτιά στον γκρεμό και ο Λούμπιξ απλώθηκε σαν μασημένη μαστίχα πάνω στο μέταλλο. Ο βάτραχος έπεφτε, ίσα αγγίζοντας και γλιστρώντας στην πλαγιά. Γαντζωμένοι στα καθίσματα τους, η Τζένη και οι άλλοι είχαν γίνει καταπράσινοι. Στον πάτο της πτώσης η πλαγιά κατέληγε σε μια ανυψωτική πίστα απογείωσης, και αυτό ακριβώς έκανε η Ρόδα. Ακολούθησε την κλήση της πίστας και εκτινάχτηκε στον αέρα. Ο Ικ πάτησε ένα κουμπί και οι τουρμπίνες του βατράχου έφτυσαν φωτιά και το όχημα έγινε πύραυλος. Όλοι τους έγιναν τώρα πράσινες, χαλκομανίες στις θέσεις τους. Ο Ικ πήρε το πηδάλιο στα στιβαρά του χέρια καθώς η Ρόδα έσκασε πάνω στο χιονισμένο λιβάδι που απλωνόταν μπροστά στο βουνό. Με τις μηχανές στο μέγιστο, ξεκίνησαν με απίθανη ταχύτητα να γλιστρούν πάνω στο παγωμένο χιόνι προς τον προορισμό τους. Στην καμπίνα ήταν όλοι τους ένα κουβάρι, πασαλειμμένοι με σοκολάτες. «Τέλειωσε;» τόλμησε να ρωτήσει η Τζένη. «Νιώθω μια κάποια δυσπεψία… στα αυτιά μου» είπε ο Καθηγητής. Η Ρόδα του Ικ διέσχιζε ένα ατελείωτο, λευκό, άδειο τοπίο. Η μοναχική του φιγούρα έμοιαζε να χαράζει μια ευθεία γραμμή πάνω σε έναν κενό καμβά. Η μόνη αλλαγή στην πολύωρη πορεία ήρθε όταν το χιόνι αντικατέστησε η παγωμένη επιφάνεια μιας μεγάλης λίμνης. Οι επιβάτες, και ο πιλότος, ξεγελούσαν την ανία τους τρώγοντας τις σοκολάτες του Τόμι. Παρά την πρόσφατη τους απόδραση, η Τζένη βαριόταν γιατί πράγματι δεν είχε τίποτα να δει έξω από τα φινιστρίνια τους. Αυτό το μέρος έμοιαζε ακριβώς με το μεγάλο τίποτα που έδειχναν οι χάρτες του Αλφόνσου. Ο Λούμπιξ ήταν ακόμα στη ράχη του βάτραχου, παγωμένος και μίζερος, συναρμολογώντας όμως μια βόμβα από κομμάτια που έβγαζε από τις διάφορες τσέπες του. Έτρεμε και μουρμούραγε ακαταλαβίστικα με τα δόντια του να βαρούν καστανιέτες. Πλησίασε προσεκτικά τη φλόγα που άφηνε μία από τις τουρμπίνες και απλώνοντας τη βόμβα στα όρια, άναψε το φιτίλι. Χαχάνισε με κακία, ραγίζοντας τον πάγο που είχε καλύψει το πρόσωπο του. Ξαφνικά, η εξάτμιση της Ρόδας έκανε ένα μπαμ κοψοχολιάζοντας τον κάντζαρο. Του έφυγε η βόμβα από τα χέρια και έπεσε στον πάγο. Δεν πρόλαβε να ξεστομίσει ούτε μία κατάρα. Η βόμβα έσκασε σηκώνοντας πίσω τους ένα μεγάλο σύννεφο από πάγο και νερό. Η Τζένη έτρεξε αμέσως στο πιλοτήριο, δίπλα στον Ικ. «Τι ήταν αυτό;» «Η εξάτμιση. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Μην ανησυχείς καθόλου» είπε ο Νορβηγός κουνώντας ανήσυχα τα μουστάκια του. Με έναν κρότο που έκανε «κρακ» γεννήθηκε ένα ράγισμα δίπλα στην τρύπα που άνοιξε η βόμβα στον πάγο. Άρχισε να απλώνεται, ή μάλλον να κυνηγάει τη Ρόδα σα να προσπαθούσε να τη προλάβει. Πρώτα την είδε ο Λούμπιξ με γουρλωμένο βλέμμα. Η Τζένη στο πιλοτήριο κοίταξε από τα πλαϊνά τζάμια και είδε επίσης το ράγισμα που τους πλησίαζε. Ο Ικ κοίταξε πάνω από το κεφαλάκι της Τζένης και το είδε κι εκείνος. Αμέσως επέστρεψε στο πηδάλιο του και γκάζωσε την μηχανή. Ήταν πλέον ένα ράλι ταχύτητας μεταξύ της Ρόδας του Ικ και του ραγίσματος στον πάγο. Ο βίκινγκ επιχείρησε μερικά ζιγκ-ζαγκ αλλά το ράγισμα έκανε ακριβώς το ίδιο. Ο Καθηγητής παρακολουθούσε τον αγώνα μέσα από ένα από τα φινιστρίνια. «Πανέξυπνη αυτή η ρωγμή.» Ξαφνικά το ράγισμα τους προσπέρασε, έτρεξε αρκετά μπροστά, έκανε στροφή, κύκλωσε τη Ρόδα και την παγίδεψε μέσα σε ένα κομμάτι επιπλέοντα πάγου. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Τζένη απελπισμένη. «Τώρα βυθιζόμαστε» απάντησε ο Ικ. Ο πάγος στον οποίο στέκονταν κουνούσε ασταθής κάτω από το βάρος του οχήματος. Οι τουρμπίνες του έκαιγαν ακόμα αναμμένες ενώ ο πάγος βούλιαζε αργά. «Δεν είναι αρκετά σταθερός για να κάνω άλμα» είπε ο Ικ. Ο πάγος έγειρε απότομα προς τα δεξιά. Η Τζένη έπεσε πάνω στον Ικ και οι δύο μαζί πάνω στο ταμπλό ελέγχου. Το κορίτσι πάτησε κατά λάθος ένα κουμπί. Και μία από τις τουρμπίνες έσβησε. «Έκλεισες την δεξιά μηχανή!» φώναξε ο Ικ. Ανήμπορη, η Τζένη γλίστρησε στο πάτωμα και κάθισε πάνω στο πηδάλιο του γκαζιού. Η αριστερή τουρμπίνα έφτυσε φωτιά και η Ρόδα, μαζί με τον πάγο στον οποίο στέκονταν, άρχισαν να περιστρέφονται. Όλο και γρηγορότερα. Όλοι τους ένιωθαν σαν να ήταν παγιδευμένοι στην καρδιά ενός ανεμοστρόβιλου. Η Ρόδα του Ικ αποκολλήθηκε από τον πάγο και ανυψώθηκε στον αέρα σαν σβούρα. Αφήνοντας πίσω μια πλεξούδα καπνού, το όχημα πέταξε σαν πύραυλος διαγράφοντας μια φθίνουσα καμπύλη. Η παγωμένη λίμνη έμεινε πίσω, όταν, υπακούοντας τελικά στη βαρύτητα, η Ρόδα χτύπησε την χιονισμένη πλαγιά ενός βουνού και κουτρουβάλησε προς τους πρόποδες σαν μια τεράστια χιονομπάλα. Εκεί διαλύθηκε πάνω σε μερικά πεσμένα βράχια. Κατάφεραν να συρθούν έξω από τα χιόνια, και έμειναν στα τέσσερα ζαλισμένοι, ανίκανοι να σταθούν στα πόδια τους. Ο Λούμπιξ ήταν ξαπλωμένος ξερός, στα φανερά, αλλά ήταν πολύ ταρακουνημένοι για να του δώσουν σημασία. Μπροστά τους υψωνόταν μια κολώνα με κόκκινες, άσπρες και μπλε ρίγες τυλιγμένες γύρω του σαν σπιράλ. «Τι συνέβη; Που είμαστε;» είπε ο Ικ ρουθουνίζοντας τον αέρα. «Εκεί ακριβώς που πρέπει» είπε ο Καθηγητής δείχνοντας την κολώνα. Σηκώθηκε όρθιος, έκλεισε τη μύτη του και φύσηξε πάνω στα σφιγμένα του χείλη για να ξεβουλώσει τα αυτιά του. Ακούστηκαν δύο εκκωφαντικά «ποπ» και ο Καθηγητής χαμογέλασε λάμποντας αναζωογονημένος. «Μαντέψτε που είμαστε παιδιά!» φώναξε. «Καλώς ορίσατε ταξιδιώτες» είπε μια φωνή. Γύρισαν όλοι και αντίκρισαν έναν καθώς πρέπει χιονάνθρωπο με μια μύτη από καρότο. Τους κοίταζε χαμογελαστός. «Καλώς ορίσατε στον Βόρειο Πόλο!» συνέχισε. «Ακριβώς!» συμφώνησε ο Καθηγητής. «Στον Βόρειο Πόλο;» έκανε έκπληκτη η Τζένη, «Αυτός είναι ο Βόρειος Πόλος;» «Μα και βέβαια είναι…αα…» είπε ο χιονάνθρωπος και φταρνίστηκε. «Σας ζητώ συγνώμη αλλά είμαι λίγο κρυωμένος» είπε. «Έτσι εξηγείτε το γιατί νιώθω τόσο…επικεντρωμένος» είπε ο Καθηγητής στη Τζένη που τον κοίταξε απορημένη. «Παρακαλώ, ακολουθήστε με» είπε ο χιονάνθρωπος που άρχισε να βαδίζει στο χιόνι. Κατάφεραν να σηκωθούν και εκείνοι. Στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, ακολούθησαν μαζεμένοι τον χιονάνθρωπο. Πίσω από ένα ύψωμα τους περίμενε ένα σπουδαίο θέαμα. Αν και το έβλεπε για πρώτη φορά, δεν χρειαζόταν κανείς να πει στη Τζένη πως αντίκριζε το σπίτι του Σάντος. Ήταν μεγάλο και πολύχρωμο σαν ένα μαγεμένο κάστρο. Θύμιζε επίσης τούρτα με κεριά, σαντιγί και ζαχαρωμένα κεράσια. Ηλέκτριζε την φαντασία οποιουδήποτε είχε την τύχη να το κοιτάξει. Με εκατοντάδες παράθυρα, μπαλκόνια, ταράτσες και αψίδες. Γέφυρες και σκαλωσιές με ράγιες να μπαινοβγαίνουν στις αμέτρητες πόρτες και ανοίγματα κατά μήκος του. Ξωτικά χρησιμοποιούσαν χρωματιστά βαγονάκια για να πάνε από την μία του άκρη στην άλλη. Οι καπελωμένες καπνοδόχοι στα κεραμίδια αντί για καπνό άφηναν πνευστές μελωδίες. Κάποια ξωτικά έκαναν τους αγγελιοφόρους πηγαίνοντας από παράθυρο σε παράθυρο καβάλα σε ποδήλατα που κρέμονταν από μπαλόνια. Και όχι, ο Λούμπιξ δεν αφέθηκε ξερός στο κρύο χιόνι. Ξύπνησε σε απαλά παπλώματα στο αναρρωτήριο των εγκαταστάσεων. Ένα ξωτικό με λευκή ρόμπα του έφερε ευωδιαστή, ζεστή κρεμούλα σοκολάτας την οποία ο κάντζαρος έφαγε με τρομερή βουλιμία. Είχε σχεδόν ξεχάσει την τόσο γλυκιά εκείνη γεύση. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το ξωτικό με βουρκωμένα μάτια. «Ήμουν τόσο κακός…» κατάφερε να πει πριν ξεσπάσει σε κλάματα. Το ξωτικό χτύπησε φιλικά την πλάτη του Λούμπιξ. «Έλα, έλα…πέρασε τώρα…» Η τεράστια αίθουσα αναμονής ήταν καλυμμένη με πράσινη μοκέτα. Ένα τεράστιο παράθυρο που ήταν κράμα από μικρότερα, διάφανα υαλότουβλα γέμιζε ολόκληρο τον ένα τοίχο. Οι υπόλοιποι τοίχοι κουβαλούσαν ράφια γεμάτα παιχνίδια, όλα γνήσια πρωτότυπα. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής κάθονταν στον καναπέ που αντίκριζε το μεγάλο παράθυρο. Έξω διακρίνονταν περισσότερα πολύχρωμα κτίρια με φόντο το χιονισμένο τοπίο. Μπαλόνια κάθε σχήματος και ζέπελιν γέμιζαν τον ουρανό. Ξωτικά κινούνταν πολυάσχολα γύρω τους, άλλα κουβαλώντας φακέλους, κι άλλα σπρώχνοντας καρότσια με βιβλία και κούτες με φιόγκους. Όλων των ειδών κουρδιστά παιχνίδια πηγαινοέρχονταν ελεύθερα πάνω στη μοκέτα. Υπήρχαν και αρκετοί άνθρωποι, ηλικιωμένοι επιστήμονες και εφευρέτες με σκονισμένα σακάκια και λερωμένες λευκές ποδιές, με περίεργες συσκευές στην αγκαλιά τους, που καθόντουσαν στους υπόλοιπους καναπέδες γύρω-γύρω στην αίθουσα και περίμεναν υπομονετικά. Ο Τόμι πρόσεξε μια κουρδιστή ξύλινη πάπια με τα μικρά της να περνάει μπροστά από τον καναπέ τους. Γύρισε κατσουφιασμένος προς την Τζένη. «Τζένη…Πεινάω!» «Ησυχία Τόμι. Περίμενε λιγάκι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.» «Οι άλλοι πήγαν να φάνε…» «Οι άλλοι δεν έχουν τις δικές μας δουλειές.» Η Τζένη γύρισε την δική της προσοχή προς τον Καθηγητή. «Πότε θα δούμε τον Σάντος Καθηγητά;» «Η πραγματική ερώτηση είναι πότε θα μας δει εκείνος!» Μια ρεσεψιονίστ ξωτικό τους πλησίασε αλλά απευθύνθηκε στην Τζένη. «Ο κύριος Σάντος είναι έτοιμος να σας δεχτεί. Κι εννοούμε μόνο εσάς δεσποινίς!» Η Τζένη κοίταξε έκπληκτη τον Καθηγητή. Εκείνος της χαμογέλασε συνωμοτικά. «Πήγαινε και μη φοβάσαι» της είπε, «Όλα θα πάνε καλά.» Η Τζένη σηκώθηκε όταν μια ξύλινη μηχανή τρένου όρμησε μέσα στην αίθουσα και σταμάτησε μπροστά της. Έσερνε μόνο ένα μικρό βαγονάκι με μία θέση. Η ρεσεψιονίστ έδειξε στην Τζένη το τρενάκι. «Ανέβα παιδί μου. Ανέβα.» Η Τζένη κάθισε στο παιχνίδι και εκείνο ξεκίνησε αμέσως και διαπέρασε μια κρυφή πόρτα ανάμεσα από τα ράφια. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 12, 2008 Author Share Posted September 12, 2008 7. Το τρενάκι τινάχτηκε έξω από μια άλλη κρυφή πόρτα και φρέναρε στη μέση ενός τεράστιου δωματίου. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια φορτωμένα βιβλία. Ένα μεγάλο, ξύλινο γραφείο ήταν τοποθετημένο μπροστά σε ένα τεράστιο παράθυρο με θέα την Αρκτική και τα μαγικά χρώματα του ουρανού της. Μια υδρόγειος ήταν βιδωμένη στη μια γωνία του γραφείου. Η Τζένη κοίταζε έκπληκτη, με τα μάγουλα της κατακόκκινα. Ο Σάντος στεκόταν πάνω σε ένα βάθρο, τεράστιος και εντυπωσιακός μέσα στο κόκκινο του παλτό. Πυκνή, λευκή γενειάδα κάλυπτε το πρόσωπο του. Δύο ξωτικά, ραφτάκια, τον μετρούσαν και σημάδευαν με κιμωλία τις αλλαγές και τις διορθώσεις πάνω στη στολή. Ο Σάντος κρατούσε στο ένα χέρι το τέλος μιας χάρτινης λωρίδας, που γλιστρούσε τικ-τικ-τικ-τικ έξω από μια μηχανή τέλεξ, και διάβαζε με ενδιαφέρον τις πληροφορίες που ήταν τυπωμένες πάνω της. Ταυτόχρονα μιλούσε στο κινητό του με το άλλο χέρι, ενώ υπαγόρευε και μία επιστολή στη γραμματέα του που προσπαθούσε να γράφει γρήγορα για να τον προλάβει. Γύρω-γύρω στο δωμάτιο υπήρχαν άλλοι γραμματείς ξωτικά, απασχολημένα να γράφουν τελειωμένες επιστολές στους υπολογιστές τους. Πάνω από τα κεφάλια τους, ανάμεσα από τα ράφια, κρέμονταν μεγάλες οθόνες που οι μισές πρόβαλαν πληροφορίες από τα χρηματιστήρια του κόσμου και οι άλλες μισές έπαιζαν καρτούν. «Η Κουρελιάρα Αννούλα θα μπορούσε να πάει καλύτερα στις πωλήσεις» έλεγε ο Σάντος στο κινητό του, «Βάλτε τους διαφημιστές να την ενσωματώσουν στην καμπάνια για το νέο μοντέλο του Μπακαρού Σλιμ. Αυτές οι δύο κούκλες θα γίνουν περιζήτητες.» Και προς την γραμματέα του: «Ετοίμασε μια ανακοίνωση προς όλα τα τμήματα. Τα νέα φυλλάδια πρέπει να είναι έτοιμα μέχρι το τέλος της εβδομάδας και πρέπει να έχουμε έκτακτη αποστολή προς Νότιο Αμερική.» «Μου ζητήσατε να σας υπενθυμίσω την συνέντευξη σας…» είπε η γραμματέας. «Α! Η συνέντευξη…» είπε ο Σάντος κατεβάζοντας το φερμουάρ που διέτρεχε το μπροστινό τμήμα της στολής του. Βγήκε από αυτή και άφησε τα δύο ραφτάκια να την κρατούν κούφια και όρθια. «Θα προτιμούσα να αποφεύγω όλες αυτές τις δημόσιες σχέσεις…» «Ναι αφεντικό.» Η αληθινή σιλουέτα του Σάντος, ντυμένη σε αθλητική φόρμα, ήταν εντυπωσιακά λιγνή. Πέρασε μπροστά από την Τζένη χωρίς να την προσέξει και ανέβηκε σε έναν ηλεκτρονικό διάδρομο αρχίζοντας αυτόματα να ασκείται. Το κορίτσι συνέχιζε να κοιτάει με το στόμα ανοιχτό. «Καταπληκτική δουλειά φίλοι μου» είπε ο Σάντος προς τα ραφτάκια. «Η στολή έχει βελτιωθεί σημαντικά συγκριτικά με την παλιά.» «Ευχαριστούμε αφεντικό» είπαν τα ραφτάκια υποκλινόμενα. Ήταν η στιγμή που ο Σάντος πρόσεξε την Τζένη. «Ποια είσαι εσύ;» «Εγώ…αμ… είμαι η Τζένη. Η Τζένη Μακερόνη.» «Λοιπόν…Τζένη Μακερόνη, όπως βλέπεις είμαι πάρα πολύ απασχολημένος. Πες μου εν συντομία τη δουλειά σου, σε είκοσι ή λιγότερες λέξεις αν γίνεται.» «Έρχομαι από… από την Βιομηχανική Πόλη…που είναι μακριά, πολύ μακριά από εδώ. Ήρθα με τον Τόμι, που είναι φίλος μου, και τον Καθηγητή…Λέει πως σε ξέρει…ο Καθηγητής δηλαδή το λέει…» «Και από μένα τι θέλεις; Τέλειωνε κορίτσι μου!» «Θέλω να μας βοηθήσεις. Εννοώ, να μας βοηθήσεις όλους. Οι άνθρωποι στην πόλη μου σε χρειάζονται…και δεν γνωρίζουν καν πως υπάρχεις. Δεν ξέρουν τίποτα γι αυτόν τον υπέροχο εξωτερικό κόσμο. Όλοι λένε πως είσαι ο μόνος που μπορείς να κάνεις κάτι για εκείνους.» «Και γιατί να βοηθήσω κάποιους που δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους; Βλέπεις που πνίγομαι στις δουλειές; Έχω να φροντίσω έναν ολόκληρο πλανήτη. Γιατί να ξοδέψω τον πολύτιμο μου χρόνο για ένα μέρος που δεν ξέρει καν πως υπάρχω! Τι προσβλητικό!» «Μα…» «Ίσως οι συμπολίτες σου έχουν την μοίρα που τους αξίζει. Ναι, νομίζω πως έτσι είναι, την αξίζουν.» Ο Σάντος κατέβηκε από τον διάδρομο και γυρνώντας την πλάτη του στη Τζένη άρχισε να μελετάει τα νύχια των χεριών του. Η Τζένη κατσούφιασε και το κοκκινισμένο πρόσωπο της έγινε μοβ. Όταν άρχισε να ουρλιάζει η δραστηριότητα στο γραφείο του Σάντος πάγωσε. Το τικ-τικ-τικ του τέλεξ σταμάτησε. Τα ξωτικά παρακολουθούσαν με γουρλωμένα μάτια. «Άκου με εσύ! Εσύ, κύριε Σπουδαίε!» φώναξε η Τζένη, «Δεν φταίμε εμείς που ζούμε όπως ζούμε. Δεν ξέρουμε πώς να ζήσουμε αλλιώς. Κανείς ποτέ δεν μας το είπε, κανείς δεν μας το έδειξε! Δεν είδαμε ποτέ μας γαλάζιο ουρανό, πράσινο λιβάδι ή λουλούδια, δεν ήπιαμε ποτέ καθαρό νερό, δεν φάγαμε σοκολάτες και γλυκά, δεν ακούσαμε ποτέ πουλάκια ή μουσική, ούτε γελάσαμε ποτέ, ούτε χορέψαμε. Πολλοί κακοί δεν μας αφήνουν να τα μάθουμε όλα αυτά. Νόμιζα πως εσύ θα μας βοηθούσες. Αλλά ίσως δεν σε χρειαζόμαστε! Αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι εσύ, τότε θα κάνω κάτι εγώ!!» Η Τζένη γύρισε για να φύγει. Ο Σάντος την κοίταξε πάνω από τον ώμο του με ένα πλατύ χαμόγελο να διαγράφεται στη γενειάδα του. «Μάλλον θα συμφωνήσω μαζί σου Τζένη» είπε. Η Τζένη σταμάτησε απορημένη. «Τι;» «Το καλύτερο που μπορούσε να τύχει στους συμπολίτες σου, είσαι εσύ. Ελπιδοφόρο που επιτέλους το κατάλαβες.» «Ε, δεν καταλαβαίνω…» Ο Σάντος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Εκείνη τη στιγμή άνοιξαν οι πόρτες του γραφείου και ο Τόμι με τον Καθηγητή μπήκαν μέσα με συνοδεία ξωτικών. Ο Σάντος άνοιξε τα χέρια του χαρούμενος. «Θρπφμεηλούακμνεη! Το πιο πιστό κι αγαπημένο, το πιο παλιό και το πιο ψηλό ξωτικό μου!» αναφώνησε. «Αφεντικό!» Ο Σάντος και το γέρικο ξωτικό αγκαλιάστηκαν δακρυσμένοι. Ο Τόμι στάθηκε δίπλα στη Τζένη και οι δύο μαζί παρατηρούσαν τους μεγάλους περίεργοι. Σε λίγο βρίσκονταν όλοι στα ιδιαίτερα του Σάντος όπου επικρατούσε μια κάποια ησυχία. Ο Σάντος κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, δίπλα στο εντυπωσιακών διαστάσεων αναμμένο τζάκι. Είχε απέναντι του τον Καθηγητή, την Τζένη και τον Τόμι, καθισμένους και τους τρεις σε έναν καναπέ. Ανάμεσα τους είχε ένα τραπεζάκι με δίσκους γεμάτους παστάκια και κουλουράκια. Ο Τόμι είχε γεμίσει το πιάτο του και έτρωγε με απόλαυση μια παστάκη-μια κουλουράκι. Ο καθηγητής και η Τζένη κρατούσαν από ένα μεγάλο φλιτζάνι αχνιστής σοκολάτας. Τα χρώματα στο σαλόνι ήταν έντονα, σαν να βρίσκονταν όλοι μέσα σε εικονογραφημένη κάρτ-ποστάλ. «Απολαύστε τη σοκολάτα σας όσο είναι ζεστή» τους είπε. Πήραν όλοι τους μια ρουφηξιά. Η γλυκιά γεύση έδωσε στη Τζένη ένα χαμόγελο με σοκολατένιο μουστάκι από πάνω. Ο Σάντος κοίταξε χαρούμενος προς τον Καθηγητή. «Περίμενα την επιστροφή σου για τόσον καιρό, και να’σαι λοιπόν φίλε μου. Και με σπιρτόζα μάλιστα συντροφιά!» «Η Τζένη και ο Τόμι υπήρξαν ανεκτίμητοι υποστηρικτές των λογικών μου στο μακρύ και επικίνδυνο μας ταξίδι.» «Πως είναι δυνατόν να έχεις κάντζαρους κύριε Σάντος;» ρώτησε ξαφνικά η Τζένη, «Νόμιζα πως ήταν τσιράκια του Αλφόνσου Κλάους.» «Δεν είναι κάντζαροι Τζένη αλλά ξωτικά.» Το κορίτσι συνέχισε να τον κοιτάζει απορημένο. Ο Σάντος χάϊδεψε τα γένια του. «Νομίζω πως είναι καιρός να σου πω μια ιστορία Τζένη…Είναι η ιστορία δύο αδελφών…Γεμάτοι ελπίδες και αγάπη προς το επάγγελμα, άνοιξαν μαζί ένα ταπεινό κατάστημα για να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρα τους. Η μέρα που κρέμασαν εκείνη την πινακίδα έξω από το μαγαζάκι τους, την πινακίδα που έγραφε ‘ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ’ ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη της ζωής τους. Λάτρευαν να δουλεύουν και να πλάθουν με μεράκι μοναδικά παιχνίδια, όχι για να βγάζουν λεφτά αλλά για την χαρά που έβλεπαν στα πρόσωπα των ανθρώπων, πλούσιων και φτωχών ισάξια. Μέρα-νύχτα πάσχιζαν πάνω στους πάγκους τους, σκαλίζοντας ξύλα, ράβοντας υφάσματα, σφυρηλατώντας σίδερα, για να φτιάξουν κούκλες, μαριονέτες, κουνιστά αλογάκια, τύμπανα, ποδήλατα, μουσικά κουτιά, κάστρα, καραβάκια και τρενάκια και ένα σωρό άλλα παιχνίδια που γίνονταν αμέσως συλλεκτικά κομμάτια. Τα παιδιά δεν χόρταιναν να σταματούν στην βιτρίνα τους και να κοιτάζουν όλα τα θαυμαστά εκείνα εκθέματα με τις ώρες. Έβγαζαν αρκετά λεφτά από τους πλούσιους πελάτες για να ζουν άνετα και δεν τους πείραζε να χαρίζουν συχνά από τα καλύτερα τους κομμάτια στα φτωχότερα παιδάκια που δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν. Οι φήμη των δύο παιχνιδοποιών είχε φτάσει στις τέσσερις γωνιές του κόσμου. Ένα βράδυ, που μόλις είχαν τελειώσει την εργασία τους, εμφανίστηκε μπροστά τους μια πανέμορφη νεράϊδα. Δυνάμεις Ανώτερες είχαν προσέξει τις καλές τους πράξεις και τους είχαν στείλει ένα αναπάντεχο δώρο. Η νεράϊδα τους άγγιξε με το μαγικό της ραβδί και τους μετέφερε στο πι και φι στον Βόρειο Πόλο. Έτριβαν τα μάτια τους τα δύο αδέλφια και δεν πίστευαν αυτό που τους είχε συμβεί. Ήταν ξαφνικά οι κύριοι ενός πλήρες εξοπλισμένου μαγικού εργαστηρίου, με εκατοντάδες μικρούς βοηθούς στις προσταγές τους. Τώρα θα μπορούσαν να φτιάξουν ακόμα καλύτερα και ακόμα περισσότερα παιχνίδια για περισσότερο κόσμο. Και με την επίβλεψη τους, αυτό ακριβώς βάλθηκαν να κάνουν, βγάζοντας παιχνίδια απαράμιλλης τεχνικής και ποιότητας. Δυστυχώς, σκοτεινά σύννεφα έμελλε να εμφανιστούν στη σχέση των δύο αδελφών. Μια καταραμένη μέρα, ο μικρότερος αδελφός συνάντησε ένα καινούργιο, διαφορετικό παιχνίδι. Ένας σκοτεινός και περίεργος πωλητής είχε στήσει τον πάγκο του στη γωνιά ενός δρόμου. Πουλούσε μικρά, τενεκεδένια, κουρδιστά ρομποτάκια. Τα ρομποτάκια δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά περιφέρονταν γύρω-γύρω και κουτρούσαν μεταξύ τους πάνω στον πάγκο του πωλητή. Ο μικρός αδελφός αγόρασε από περιέργεια ένα από αυτά. Το έφερε στο εργαστήρι και αποσυναρμολογώντας το άρχισε να το μελετάει. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μηχανικό παιχνίδι χωρίς ψυχή. Κι όμως είχε γοητεύσει βαθύτατα και είχε αιχμαλωτίσει το δεκτικό πνεύμα του άβγαλτου νέου. Κοίταζε με τις ώρες στο μικροσκόπιο εκείνα τα μικρά γρανάζια και ελατήρια σαν να ήταν πολύτιμοι λίθοι. Του κατέβηκε ξαφνικά η ιδέα να φτιάξει ένα δικό του, ένα μεγαλύτερο. Ετοίμασε τα σχέδια και βάλθηκε στη δουλειά, παρά την ανησυχία και τις προειδοποιήσεις του αδελφού του. Αυτό που τέλειωσε ήταν ένα τερατούργημα. Ένα μηχανικό στόμα που έφτυνε άλλα μηχανικά παιχνίδια, πανάσχημα, στραβοκάνικα και αμφιβόλου ποιότητας. Ο ίδιος είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τα παλιά παιχνίδια. Μηχανήματα που κάπνιζαν και λέρωναν έγιναν το πάθος του. Ο μεγαλύτερος του αδελφός προσπάθησε να τον συνετίσει αλλά μάταια. Τα καινούργια παιχνίδια ήταν ελαττωματικά και επικίνδυνα. Ο μικρός αδελφός όμως δεν ήθελε να ακούσει. Άρχισαν να μαλώνουν και η κατάληξη του καβγά ήταν πικρή. Οργισμένος, ο νεαρός παιχνιδοποιός προσπάθησε να κερδίσει στο πλευρό του τους βοηθούς του εργαστηρίου για να μπορεί να αναλάβει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της επιχείρησης. Δυστυχώς, κάποιοι από τους βοηθούς ανταποκρίθηκαν, όχι όμως όλοι. Αυτό που ακολούθησε με πονάει μόνο και που το σκέφτομαι. Ένας πόλεμος ξωτικών! Όσα ξωτικά πήγαν στο πλευρό του μικρού αδελφού άλλαξαν στην όψη και έγιναν οι κάντζαροι που ξέρεις Τζένη. Ευτυχώς δεν κατάφεραν να επικρατήσουν στον Βόρειο Πόλο. Τελικά τα δύο αδέλφια ήρθαν σε μια συμφωνία. Τέρμα ο πόλεμος. Ο καθένας τους θα διάλεγε το δικό του μονοπάτι. Έτσι, ο μικρός αδελφός, που τον έλεγαν Αλφόνσο, πήρε τα μηχανήματα και τους κάντζαρους του, τα φόρτωσε σε κάρα και έφυγαν όλοι χωρίς να ρίξουν ένα βλέμμα στα αδέλφια που άφησαν πίσω τους. Μόνο ο Αλφόνσος αντάλλαξε μια τελευταία πικρόχολη ματιά με τον μεγαλύτερο του αδελφό, που τον έλεγαν…» Η Τζένη τινάχτηκε από τον καναπέ. «Σάντος;!» Ξαφνιασμένος, ο Τόμι ψέκασε σοκολάτα από την μύτη του. «Πολύ σωστά Τζένη» απάντησε ο Σάντος. Η Τζένη άρχισε να πηγαινοέρχεται αναστατωμένη. «Αυτό είναι τρελό! Είσαι ο αδελφός του Αλφόνσου Κλάους;! Μα ο Αλφόνσος είναι τόσο κακός, εννοώ είναι τόσο…μπλιάχ!» Ο Σάντος χαμογέλασε. «Ο αδελφός μου είναι ένα παραστρατημένο παιδάκι. Τον αγαπούσα και ανησυχούσα για εκείνον τόσο που έστειλα τον Καθηγητή ξοπίσω του για να τον προσέχει.» «Πράγματι» συμφώνησε ο Καθηγητής, «Και μα τις φαβορίτες μου, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Ένιωσα τέτοια αλλαγή στα ατμοσφαιρικά ρεύματα της πόλης που πήρα αμέσως την απόφαση να αποδράσω. Ο Αλφόνσος ετοιμάζει κάτι τρομερό!» «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε απελπισμένη η Τζένη. Ο Σάντος σηκώθηκε, και πλέκοντας τα δάχτυλα του πίσω του, πήγε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Κοίταξε έξω. «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε Τζένη.» Γύρισε και τους κοίταξε. «Έφτασε η στιγμή να κάνουμε κάτι!» Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 5, 2008 Author Share Posted October 5, 2008 8. Λευκά σύννεφα βάραιναν τον καταγάλανο ουρανό σαν τεράστια βουνά από μπαμπάκι. Σκόρπισε έξαφνα το κέντρο τους και έκανε την εμφάνιση του ένα ασημένιο ζέπελιν σε σχήμα κεφαλής ταράνδου. Το έγραφε και πάνω του με μεγάλα κόκκινα γράμματα: ΤΑΡΑΝΔΟΚΕΦΑΛΟΣ-1! Ηλιακές κυψέλες άστραφταν στην μυτόγκα του και δύο ντουζίνες έλικες στριφογύριζαν πάνω στα κέρατα του. Στην κόψη της μύτης υπήρχε κυκλικό παμπρίτζ πίσω από το οποίο κάθονταν τα ξωτικά χειριστές. Πίσω από τους χειριστές πλοήγησης, στεκόταν κορδωμένος ο Σάντος, σε μπλε στολή με χρυσά κουμπιά και ναυτικό κασκέτο, ένας αληθινός καπετάνιος. Δίπλα του ήταν η Τζένη που παρακολουθούσε ανυπόμονη τη θέα. Τινάχτηκε ενθουσιασμένη και έδειξε προς τα σύννεφα. «Να ο κύριος Καθηγητής!» Ένα σμήνος από στρουμπουλά, πολύχρωμα διπλάνα ξεπρόβαλε από ψηλά και πλαισίωσε το ζέπελιν. Τα πετούσαν ξωτικά πιλότοι, με τον Καθηγητή, σε δερμάτινο σκούφο και ματογυάλια, να πιλοτάρει το διπλάνο που ηγούνταν των άλλων. Είδε την Τζένη στο τζάμι του ζέπελιν και της έγνεψε χαρούμενος. «Τζένη! Δεν βρίσκω τις οδηγίες προσγείωσης! Αλλά μάλλον θα τα καταφέρω!» φώναξε. Μετά έκανε νόημα στη Τζένη να κοιτάξει προς το έδαφος. Εκείνη ακολούθησε την προτροπή του. «Ο Τόμι! Ο Τόμι και οι άλλοι!» αναφώνησε χαρούμενη. Η εξοχή κάτω από το ζέπελιν και τα αεροπλάνα είχε γεμίσει κουρνιαχτό. Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μοίρα γυαλιστερών, κατακόκκινων πυροσβεστικών αντλιών φορτωμένες ξωτικά. Ο Τόμι στεκόταν στην οροφή μιας από αυτές, φορώντας περήφανος την περικεφαλαία πυροσβέστη. Ένα άστρο με τα γράμματα ΑΡΧΗΓΟΣ γυάλιζε πάνω στο στήθος του. Πίσω του, επίσης με κασκέτα πυροσβεστών, ήταν παρατεταγμένοι ο Βίκινγκ Ικ και ο μετανιωμένος κάντζαρος Λούμπιξ. Παράξενες σακαράκες συμπλήρωναν τα πυροσβεστικά, αυτές φορτωμένες με πέντε ή έξι κλόουν έκαστη. Οδηγός στη μία ο Πεπίνο κόρναρε ενθουσιασμένος χαιρετώντας τον Τόμι. Το αγόρι ανταποκρινόταν βαρώντας το χρυσό καμπανάκι στην οροφή της δικής του μηχανής. Ήταν όντως μια πολύχρωμη, καταχαρούμενη στρατιά. Η Τζένη σήκωσε το βλέμμα της και προς στιγμή άστραψε το βλέμμα της. «Βλέπω την πόλη!» Το βλέμμα της σκοτείνιασε αμέσως. Αυτό το θέαμα δεν το είχε προσέξει όταν δραπέτευαν, και τώρα, μετά από όλα όσα είχε γνωρίσει, της ήταν πιο επώδυνο να το αντικρίσει. Η πόλη έμοιαζε με μια μαύρη τρύπα πάνω σε έναν πράσινο πλανήτη, μια πληγή που μουτζούρωνε τον γαλάζιο ουρανό με καπνιά και πίσσα. Και η μητέρα της ζούσε εκεί μέσα. Ο Σάντος κατσούφιασε και δαγκώθηκε. «Ω!» αναφώνησε, «Έπρεπε να επιστρέψω νωρίτερα.» Την ίδια ακριβώς στιγμή, η βιομηχανική πόλη ήταν καλυμμένη στο συνηθισμένο νυχτερινό της πέπλο. Άρχισαν όμως να ηχούν προειδοποιητικές σειρήνες και να ανάβουν φώτα και φωτιστικά. Όπως και στο γραφείο στην κορυφή του Ζιγκουράτ. Ο Αλφόνσος ήταν εκεί πανικόβλητος, απότομα τιναγμένος από το κρεβάτι του, με νυχτερινή ρόμπα και σκούφο, και φωσφορίζουσα λάσπη ομορφιάς στη μούρη. Έτρεξε στο τηλέφωνο του που κουδούνιζε και χοροπηδούσε και άρπαξε αλαφιασμένος το ακουστικό. «Τι συμβαίνει;! Τι πάθαμε;! Εχθροί;! Επίθεση;! Μα…μα είναι Κυριακή! Πως τολμούν;! Φυσικά και αντεπίθεση! Μ’ακούτε;! Σήκωσε τη φρουρά! Φωτιά στους φούρνους! Γκάζωσε τις μηχανές!!» Κατέβασε με δύναμη το ακουστικό και έτρεξε στο παράθυρο του. Σήκωσε την γροθιά του και κάγχασε χαιρέκακα. «Ας έρθουν λοιπόν! Ας κοπιάσουν! Έχω μια έκπληξη για όλον τον κόσμο!» Η Τζένη ένιωθε σαν να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. «Έπρεπε να είμαι με τον Τόμι, ή τον Καθηγητή…Δεν μπορώ κάθομαι και να κοιτάζω!» «Εσύ κορίτσι μου κουβαλάς το μήνυμα» της τόνισε ο Σάντος. «Θα μας πολεμήσουν. Θα κάνουν αντίσταση…» «Αντίσταση; Σε τέτοιο μήνυμα;» είπε και της έδωσε ένα μικρό πουγκί. Η Τζένη το άνοιξε και κοίταξε περίεργη το περιεχόμενο του. Η ταξιαρχία των πυροσβεστικών οχημάτων πλησίαζε τάχιστα τα τείχη της πόλης. Η διαδρομή τους ήταν τώρα γεμάτη από καρβουνιασμένους, κομμένους κορμούς δέντρων. Και έτσι στα ξαφνικά Ισοπεδωτές έκαναν την εμφάνιση τους μπροστά από τα τείχη, αυτοματοποιημένοι, χωρίς κάντζαρους στο τιμόνι, φράζοντας τον δρόμο στις αντλίες. Όπως ξεπρόβαλαν ξαφνικά, ο οδηγός της πρώτης αντλίας άφησε μια έκπληκτη κραυγή και έστριψε το τιμόνι του πατώντας ταυτόχρονα και το φρένο. Οι εμπρόσθιοι τροχοί κοκάλωσαν και η ουρά της μηχανής σύρθηκε πλάγια προς τα μπρος με τα ξωτικά στην οροφή να κρατιούνται από όπου μπορούσαν. Η κόκκινη ουρά συγκρούστηκε με έναν Ισοπεδωτή και το άβουλο ρομπότ τινάχτηκε στον αέρα με μια εντυπωσιακή έκρηξη. Όλα τα ξωτικά κατάφεραν να πηδήσουν ασφαλή μακριά από τα δύο φλεγόμενα οχήματα. Η πυροσβεστική αντλία του Τόμι βρισκόταν επίσης σε πορεία σύγκρουσης με τους Ισοπεδωτές. Το αγόρι έπιασε αποφασιστικά τα χερούλια του κανονιού στη ράχη της αντλίας και έδωσε την εντολή στο πλήρωμα του. «Νερό!» φώναξε. Ο Λούμπιξ πήδηξε πάνω στη στρόφιγγα και άρχισε να την γυρνάει. Το κανόνι άρχισε αμέσως να εκτοξεύει έναν συμπυκνωμένο πίδακα. Αποδείχτηκε μάλλον δύσκολο για τον Τόμι να κρατάει το κανόνι σταθερό καθώς ψέκαζε νερό δεξιά κι αριστερά στα τυφλά. Ο γεροδεμένος βίκινγκ ήρθε πάνω στην ώρα για βοήθεια. Γύρισαν τον πίδακα προς ένα από τα ρομπότ. Ο Ισοπεδωτής δέχτηκε μέσα στο ορθάνοιχτο σαγόνι του συμπιεσμένο κρύο νερό και αφήνοντας έναν τρομερό, τσιριχτό ήχο εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σύννεφο ατμού. Στην συνέχεια ακούστηκε ένα «μπαμ» και το ρομπότ διαλύθηκε σε βίδες. Ο Τόμι και τα ξωτικά κραύγασαν χαρούμενα. Οι υπόλοιπες αντλίες ακολούθησαν το ίδιο παράδειγμα ενεργοποιώντας τα κανόνια τους. Ο ένας μετά τον άλλο, οι Ισοπεδωτές άρχισαν να σβήνουν εκρηκτικά. Η Τζένη παρακολουθούσε χαρούμενη την πρώτη αντιπαράθεση από το παρατηρητήριο του ζέπελιν. «Νικούμε!» αναφώνησε. Ο Σάντος της έδειξε προς την πόλη. «Όχι ακόμα παιδί μου. Κοίτα.» Ένα σμήνος από γυρόπτερα αναδύθηκε από την μαύρη κουρτίνα που έκρυβε την πόλη. Και χαμηλότερα, από στόμια υπονόμων στα τείχη ξεχύθηκαν ντιζελοκίνητα. Πρώτα τα διπλάνα των ξωτικών άφησαν την θέση τους δίπλα στο ζέπελιν και βούτηξαν στην επίθεση. Διπλάνα και γυρόπτερα μπλέχτηκαν σε ένα κουβάρι και το καθένα γυρόφερνε το άλλο, με τους κάντζαρους και τα ξωτικά πιλότους να αγριοκοιτάζονται. Επίσης στο έδαφος, οι σακαράκες όρμησαν εναντίον των ντιζελοκίνητων. Οι κλόουν της πρώτης σακαράκας έβγαλαν τούρτες από τις τσέπες τους και ετοιμάστηκαν για την επίθεση. Υπολογίζοντας την ταχύτητα της σακαράκας με εκείνη του ανέμου και την ταχύτητα των ντιζελοκίνητων, και χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε αυτούς τους υπολογισμούς, εκτόξευσαν τις πρώτες τούρτες. Πέτυχαν κατάμουτρα τις μούρες δύο διαφορετικών κάντζαρων οδηγών. Τα καπνισμένα οχήματα γέμισαν με αφρώδη, ροζ, κίτρινη και πράσινη σαντιγί. Χάνοντας τον έλεγχο πάνω στην έκπληξη τους, ανίκανοι να κρατηθούν στα γλιστερά τιμόνια, οι οδηγοί τράκαραν τα οχήματα μεταξύ τους, μετατρέποντας τα σε μια σωρό από σιδερικά. Όχι πως στενοχώρησε τους οδηγούς ιδιαίτερα. Εκτός μάχης, έπεσαν σαν τρελοί να γλύφουν τα πυρομαχικά που είχαν δεχτεί. Αλλού, ένα μοχθηρό ντιζελοκίνητο, με μεταλλικά κέρατα και αγκάθια, βούτηξε ακάθεκτο σε μία από τις σακαράκες. Ο παλιάτσος που καθόταν στο τιμόνι κατάλαβε πως δεν είχε άλλη λύση. Πίεσε ένα κουμπί και τα καθίσματα της σακαράκας τινάχτηκαν με ελατήρια, στέλνοντας όλους τους επιβάτες στον αέρα. Το ντιζελοκίνητο έπεσε πάνω στην άδεια σακαράκα και την διέλυσε. Ο κάντζαρος οδηγός κάγχασε φυσικά χαιρέκακα. Οι κλόουν όμως επέστρεψαν ασφαλείς στο έδαφος με τα παλτά τους ανοιγμένα σαν αλεξίπτωτα. Ένας Ισοπεδωτής άρπαξε με τις σαν δαγκάνες χερούκλες του μια πυροσβεστική αντλία και την σήκωσε ψηλά. Όσα ξωτικά είχαν απομείνει πάνω της αμύνονταν με τα τσεκουράκια τους, χτυπώντας με ηρωισμό τα μεταλλικά νύχια. Ο Πεπίνο οδηγούσε την σακαράκα του κουμαντάροντας το τιμόνι με τα πόδια. Ο υπόλοιπος χειριζόταν, μαζί με το πλήρωμα του, έναν καταπέλτη που έριχνε τούρτες. Ήταν εύστοχος αρκετές φορές, υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η τούρτα περνούσε ξυστά από τους κάντζαρους οδηγούς. Και οι κάντζαροι, που είχαν πάρει μυρωδιά του τι γινόταν, άφηναν τα τιμόνια και τα οχήματα τους και με τα σάλια τους να τρέχουν, κυνηγούσαν τις άστοχες τούρτες. Η δράση ήταν το ίδιο λυσσαλέα και στον αέρα. Τα γυρόπτερα ήταν εξοπλισμένα με μουσκέτα. Ένα από αυτά γάζωσε ένα διπλάνο γεμίζοντας το με ένα μαύρο πέπλο. Το ξωτικό πιλότος άρχισε να φταρνίζεται ανεξέλεγκτα. Αυτό δεν ξέφυγε της προσοχής του Καθηγητή. «Φυσίγγια φταρνίσματος! Οι κανάγιες!» Το διπλάνο τρανταζόταν σαν να φταρνιζόταν το ίδιο. Στο τέλος, με ένα εκρηκτικό «αψού» αποκολλήθηκε η προπέλα του. Η προπέλα συνέχισε να στριφογυρίζει στον αέρα και συναντώντας άλλο γυρόπτερο του ξύρισε και τις βίδες. Ο πιλότος ξωτικό πήδηξε με το αλεξίπτωτο του και βρέθηκε να πέφτει παρέα με τον κάντζαρο πιλότο που διέθετε το δικό του αλεξίπτωτο. Μέχρι να φτάσουν στο έδαφος έκαμναν κοροϊδευτικές γκριμάτσες ο ένας στον άλλο, με το ξωτικό να συνεχίζει να φταρνίζεται. Δεύτερο γυρόπτερο έριξε με το μουσκέτο του κατά του διπλάνου του Καθηγητή. Ένα μαύρο κουρνιαχτό έσκασε μέσα στο πιλοτήριο και ο Καθηγητής άρχισε να ξύνεται σαν τρελός. «Φαγουρόσκονη! Δεν έχουν τίποτα ιερό;! Οι ζαβολιάρηδες!» Ένα ακόμα διπλάνο ήρθε σε βοήθεια του Καθηγητή. Στήθηκε στην ουρά του γυρόπτερου και άρχισε να εκτοξεύει ίνες ζάχαρης. Οι ίνες μπλέχτηκαν στον έλικα ο οποίος άρχισε να υφαίνει μαλλί της γριάς. Γυρόπτερο και πιλότος χάθηκαν μέσα στο ροζ ζαχαρωτό που έπεσε εκτός μάχης προς το έδαφος. «Καλά να πάθεις!» φώναξε ο Καθηγητής που είχε σηκωθεί όρθιος στο πιλοτήριο και ξυνόταν ολόκληρος. Τρίτο γυρόπτερο βούτηξε κατά του Καθηγητή. Εξοπλισμένο με καμάκι έβαλε το διπλάνο στον στόχο του, όταν ξαφνικά άρχισε να βομβαρδίζεται με μπάλες παγωτού. Μίνι-ζέπελιν λουκάνικο, με έναν έλικα και ξωτικό πιλότο στο καλάθι από κάτω, είχε την Τζένη στο μπροστινό καλάθι να χειρίζεται το κανόνι που εκτόξευε το παγωτό. Το γυρόπτερο έμοιαζε τώρα περισσότερο με τούρτα-παγωτό και ακολούθησε φυσικά την πορεία της άμεσης συντριβής. «Τριάντα δύο γεύσεις πλην φυστικιού! Καλή όρεξη μάγκες!» φώναξε η Τζένη. Στο ζέπελιν, ο Σάντος απευθύνθηκε σοβαρός προς το πλήρωμα του. «Ήρθε η ώρα να παίξουμε κι εμείς τον ρόλο μας. Πετάξτε πάνω από την πόλη και ξεκινήστε το πανηγύρι.» Το Ταρανδοκέφαλος-1 ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, και με τους έλικες του να βουίζουν χώθηκε στο νέφος που αναδυόταν από τα φουγάρα στις φάμπρικες. Ένα από τα ξωτικά κοίταξε το αφεντικό του. «Τώρα;» «Τώρα.» Ξαφνικά, οι άκρες από τα κέρατα του τάρανδου άρχισαν να πετούν γαλάζιες σπίθες όπως κάνουν και οι αστραπές. Με κάθε μπουμπουνητό δημιουργούνταν ένα σύννεφο που ολοένα μεγάλωνε. Το ζέπελιν ύφαινε μια πραγματική καταιγίδα πάνω από την Βιομηχανική Πόλη. Κάτω στην πόλη, τρομαγμένοι εργάτες άρχισαν να μαζεύονται στις πύλες των εργοστασίων και να κοιτάζουν τις αστραπές που έσκαγαν στον σκοτεινό ουρανό τους. Αγκαλιάζονταν και παρηγορούσαν ο ένας τον άλλον, σκηνικό όχι διαφορετικό από αυτό που διεξάγονταν στις επάλξεις των τειχών. Κάντζαροι φύλακες, παρόμοια τρομοκρατημένοι, κλαψούριζαν μεταξύ τους σίγουροι πως είχε έρθει η τιμωρία για τις κακίες τους. Έσκασε άλλη μια αστραπή και τότε άρχισε να βρέχει. Κάντζαροι και άνθρωποι ξαφνιάστηκαν αφάνταστα από αυτή την αναπάντεχη εξέλιξη. Άπλωναν τα χέρια τους για να αγγίξουν την βροχή, να την πιστέψουν. Δεν μπορούσαν να θυμηθούν πότε είχε βρέξει τελευταία, ή αν είχε καν βρέξει ποτέ. Σίγουρα δεν είχαν ξαναδεί καθαρές, δροσερές, κρυστάλλινες σταγόνες σαν κι αυτές. Σε λίγο η ψιχάλα έγινε νεροποντή και προσόψεις κτιρίων άρχισαν να χάνουν το ένα στρώμα γλίτσας μετά το άλλο. Καπνοδόχοι και φουγάρα άρχιζαν να χάνουν τους μαύρους τους καπνούς, και με τα στομάχια τους να σβήνουν έβηξαν μικρά λευκά συννεφάκια ατμού. Έξαλλος, ο Αλφόνσος τσίριζε άδικα στο μικρόφωνο του, με την φωνή του να αντηχεί στα ηχεία των εργοστασίων. «Κάρβουνο! Περισσότερο κάρβουνο!» Άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, σε φόρμες εργασίας, χοροπηδούσαν και χόρευαν κάτω από την βροχή. Πλατσούριζαν μέσα σε νερόλακκους και έτριβαν τα πρόσωπα τους πλένοντας τις μουτζούρες χρόνων. Το μίνι ζέπελιν της Τζένης εισχώρησε επίσης στην καταιγίδα πάνω από την πόλη. Άνοιξε το πουγκί της και το άδειαζε λίγο-λίγο ραίνοντας την πόλη με σπόρους και κουκούτσια που άστραφταν στο φως των αστραπών. Εκείνη την στιγμή όμως, ο Αλφόνσος έφτανε αλαφιασμένος στην πλατφόρμα που είχε στηθεί μέσα από τα ψηλά τείχη, δίπλα στη μηχανή του ολέθρου. Τον ακολουθούσε ο Κρανκ κρατώντας μια ανοιχτή ομπρέλα πάνω από το αφεντικό του. Σκαρφάλωσαν στην σκαλωσιά που είχε προσαρμοσμένο τον μοχλό που θα τα ξεκινούσε όλα. «Δεν κέρδισαν ακόμα!» φώναξε ο Αλφόνσος σηκώνοντας την γροθιά του. Εγώ είμαι ο Άρχοντας της Μηχανής! Εγώ θα δώσω στον κόσμο την Ολοκλήρωση της Μηχανής!» Και χωρίς δεύτερη σκέψη κατέβασε τον μοχλό. «Αχά! Να για να μάθετε» κραύγασε. Το γιγάντιο κατασκεύασμα άρχισε να δονείται και να πετάει σπίθες. Το ένα από τα δύο γιγάντια κλειδιά κουρδίσματος που εξείχαν από την μηχανή άρχισε να περιστρέφεται. Η πλατφόρμα και οι σκαλωσιές έτριζαν και έχαναν βίδες από το τράνταγμα. Ο Αλφόνσος αρπάχτηκε από την ζώνη του Κρανκ για να μην πέσει. Και ο σωματώδης κάντζαρος έκαμνε πιρουέτες για να κρατήσει την ισορροπία του, με την ομπρέλα πάντα προστατευτική πάνω από το αφεντικό του. Τους βρήκε εκείνη την στιγμή κεραυνός που τίναξε την ομπρέλα, άσπρισε τις σκαλωσιές και μαύρισε τους δύο κακούς. Η Τζένη είδε από την θέση της ψηλά το χτύπημα του κεραυνού και την περίεργη κατασκευή που πετούσε σπίθες. «Τι είναι αυτό; Πάμε πιο κοντά!» φώναξε προς τον οδηγό της. Η Μηχανή του Ολέθρου βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία. Τμήματα της περιστρέφονταν, άλλα διπλώνονταν και άλλα ξεδιπλώνονταν. Και ολοένα ο όγκος της αυξάνονταν. Όλες οι σκαλωσιές που είχαν στηθεί γύρω της κατέρρευσαν και μέρος των τειχών που ακουμπούσε έπαθε σοβαρή ζημιά. Μόλις σταμάτησε το γιγάντιο κλειδί να περιστρέφεται, η μηχανή άνοιξε σαν ξεφλουδισμένο πορτοκάλι και κύλησε έξω ένα ακριβές αντίγραφο της. Κυλιόμενη, η δεύτερη μηχανή ισοπέδωσε τους λόφους της χωματερής και σταμάτησε πάνω στο πρώτο κτίριο φάμπρικας που συνάντησε γκρεμίζοντας το. Ο Αλφόνσος ξεπρόβαλε το μουτζουρωμένο και καπνισμένο του κεφάλι από τα σκουπίδια και φώναξε θυμωμένος. «Όχι! Όχι προς τα μέσα! Προς τα έξω ηλίθια μηχανή!» Τώρα άρχισε να γυρνάει το δεύτερο κλειδί και η νέα μηχανή ξεκίνησε την διαδικασία της προηγούμενης, με τον όγκο της να αυξάνει και να ισοπεδώνει τα χαλάσματα που είχε δημιουργήσει γύρω της. Άνοιξε στο πλευρό της μια καταπακτή και ξεπρόβαλλε ένα τρίτο κλειδί. Η Τζένη κατάλαβε με φρίκη τι συνέβαινε. «Μια τερατομηχανή» αναφώνησε, «Και θα ισοπεδώσει όλη την πόλη! Γρήγορα χαμήλωσε!» Το ξωτικό πάτησε τους μοχλούς του και υπάκουσε στην Τζένη, αυτές ήταν οι διαταγές που είχε. Το μίνι ζέπελιν ήρθε και στάθηκε πάνω από την δεύτερη μηχανή που ήταν έτοιμη να γεννήσει την τρίτη. Η Τζένη δεν είχε πολύ καιρό. Κοίταξε μέσα στο πουγκί της και βρήκε μόνο έναν σπόρο. Τον έκλεισε στη χούφτα της και κοίταξε απελπισμένη τη μηχανή από κάτω. Πάνω της ανοιγόκλειναν καταπακτές και περιστρέφονταν γρανάζια. Πριν το καλοσκεφτεί σκαρφάλωσε στο καλάθι και πήδηξε πάνω στη μηχανή. Ο οδηγός του μίνι-ζέπελιν ξεφώνησε ξαφνιασμένος αλλά ήταν ήδη αργά. Το άλμα το είδε και ο Αλφόνσος. «Αυτή! Πάλι αυτή!» αναφώνησε εκνευρισμένος. Εκείνη την στιγμή το παραπέτασμα του νέφους που σκέπαζε την πόλη χωρίστηκε στα δύο και κάποιες ηλιαχτίδες διαπέρασαν τα βροχερά σύννεφα. Το Ταρανδοκέφαλος-1, αστράφτοντας στο φως της ημέρας, άρχισε να χαμηλώνει προς την πόλη. Ο Αλφόνσος σήκωσε το βλέμμα του και είδε το τεράστιο ζέπελιν. Τα μάτια του γούρλωσαν πολύ-πολύ εντυπωσιασμένα. «Ουάου! Τζιτζί! Τι παιχνίδι!» είπε και άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια. Αναπηδώντας στην ολοένα μεταλλασσόμενη επιφάνεια της μηχανής, η Τζένη προσπαθούσε να μαντέψει που θα άνοιγε η επόμενη καταπακτή. Δεν πρόσεξε όμως το οδοντωτό χάσμα που άνοιξε από πίσω της για να ελευθερώσει τον επόμενο όλεθρο και βρέθηκε να πέφτει μέσα στο μηχανικό στομάχι. Ο Σάντος από ψηλά, και ο Αλφόνσος από χαμηλά, άφησαν ταυτόχρονα μια κραυγή βλέποντας το τερατούργημα να καταπίνει το κορίτσι. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 6, 2008 Author Share Posted October 6, 2008 (edited) Οι πυροσβεστικές αντλίες κατάφεραν να φτάσουν στα πανύψηλα εξωτερικά τείχη και ύψωσαν τις κλιμακωτές τους σκάλες ως τις επάλξεις. Οι κλόουν, με μουσικά όργανα επ’ώμου, τρομπέτες, ταμπούρλα, ακορντεόν, κύμβαλα και άλλα φασαριόζικα, ξεκαβάλησαν τις σακαράκες τους και όρμησαν στις σκάλες πρώτοι, για να προλάβουν τα ξωτικά που ακολουθούσαν. Έφτασαν στις επάλξεις, δίπλα στις σβησμένες καπνοδόχους, χωρίς να συναντήσουν άλλη αντίσταση. Παρατάχτηκαν εκεί και άρχισαν να παίζουν φανφαρόνικες φανφάρες, με τα σύννεφα από πάνω τους να χρυσίζουν πριν διαλυθούν και αφήσουν τον ήλιο να λάμψει ανεμπόδιστος. Κάντζαροι, ξωτικά και άνθρωποι χόρευαν πλέον στους δρόμους, με τα μαυρισμένα νερά να χάνονται στους υπονόμους και να αφήνουν πίσω τους καθαρές λιμνούλες σαν από καθρέπτη. Την ίδια στιγμή, η Τζένη είχε βρει τον εαυτό της στο κέντρο του χειρότερου της εφιάλτη. Ήταν στο στομάχι της μηχανής. Γρανάζια στριφογύριζαν γύρω της και την ψέκαζαν με γράσο. Η άκρη της φόρμας της πιάστηκε σε ένα δόντι και προσπαθώντας να την τραβήξει έχασε τον σπόρο από την χούφτα της. Τον είδε να πέφτει μέσα στα γρανάζια και να αλέθεται σε μικρά-μικρά κομματάκια. «Όχι!» ξεφώνισε. Και τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο. Άρχισαν να ξεπηδούν γαλάζιες ανταύγειες και ηλεκτρικές εκκενώσεις μέσα από βίδες και μπουλόνια. Ρίζες φύτρωναν μέσα στη μηχανή και διακλαδίζονταν μέσα σε κάθε άνοιγμα και εσοχή. Αντιστεκόμενη η μηχανή, γύρισε τα δόντια της και έκοψε τις ρίζες, κομμάτιασε τα κλαδάκια. Είχε σαν αποτέλεσμα να φουντώσουν περισσότερες και μεγαλύτερες ρίζες, κλαδάκια που πήραν μέγεθος κορμού και λύγισαν τα σίδερα, χώρισαν τα γρανάζια και ξεχαρβάλωσαν τους τροχούς. Κλόουν, ξωτικά, κάντζαροι και άνθρωποι, ήταν μαζεμένοι εκεί, είδαν την δεύτερη μηχανή του ολέθρου να βήχει, να τρέμει, να σκάει και να διαλύεται, και από μέσα της να ορμάει και να υψώνεται δέντρο πανύψηλο με μεγάλα κλαδιά και φορτωμένο καταπράσινα φύλλα. Στο χαμηλότερο από τα κλαδιά, με την φόρμα της μαγκωμένη, κρεμόταν αναίσθητη η Τζένη Μακερόνη. Το πλήθος πλησίασε την ρίζα του δέντρου κρατώντας την αναπνοή του. Μπροστά ήταν και ο Αλφόνσος, το ίδιο ανήσυχος. Ένιωσε το βλοσυρό βλέμμα όλων πάνω του. «Δεν ήθελα να πάθει κακό το κοριτσάκι» ψέλλισε. «Τζένη!» ακούστηκε ο Τόμι που έτρεξε προς το δέντρο ακολουθούμενος από τον Καθηγητή. «Μμμμ;» έκανε ξαφνικά εκείνη και άνοιξε τα μάτια της. «Φτάσαμε;» ρώτησε ζαλισμένη αντικρίζοντας τους φίλους της. Σαν απάντηση έλαβε τις ομαδικές ζητωκραυγές μιας πόλης. Χορτάρι, κλίματα, θάμνοι, λουλούδια και δεντράκια άρχισαν να φυτρώνουν μέσα στους σωρούς της χωματερής. Το Ταρανδοκέφαλος-1 χαμήλωσε προς την συγκέντρωση και ένα κρεμαστό ασανσέρ κατέβασε τον Σάντος μέσα στον κύκλο, μπροστά στον Αλφόνσο. Ο Σάντος έκανε αμέσως ένα βήμα προς τον αδελφό του ανοίγοντας τα μπράτσα του. «Αλφόνσε!» είπε. Ο Αλφόνσος σταύρωσε τα δικά του μπράτσα και μούτρωσε. «Επιδειξία!» σχολίασε ξινά. Ο Καθηγητής και ο Τόμι βοήθησαν την Τζένη να κατέβει και αγκαλιάστηκαν χαρούμενοι. «Έλα Αλφόνσε,» συνέχισε ο Σάντος, «Περασμένα-ξεχασμένα, ε;!» «Δε σου μιλάω!» φώναξε ο Αλφόνσος, «Άσε με ήσυχο! Τα χάλασες όλα! Πάντα τα χαλάς όλα!» «Αλφόνσε, είμαι ο αδελφός σου. Για το χατίρι της μαμάς τουλάχιστο. Θυμάσαι τότε που μας έπαιρνε και τους δύο αγκαλιά; Κάθε βράδυ, που έκανε μια ευχή στα άστρα για μας; Θυμάσαι το νανούρισμα; Πως ήταν να δεις… ‘Ούμπα-πα Ούμπα-πα, Ούμπα-πα-πα…Φιλώ τα γλυκά μου μωρά σταυρωτά…’» Τα μάτια του Αλφόνσου υγράνθηκαν, η μύτη του κοκκίνισε και το κάτω χείλος του αρχίζει να τρέμει. Έπεσε παραδομένος στην αγκαλιά του αδελφού του με τα μάτια του σιντριβάνια. 9. Κάντζαροι οδήγησαν τις μηχανές κατεδαφίσεων στα όρια της πόλης όχι για να δώσουν μια τελική αντίσταση, αλλά για να γκρεμίσουν επιτέλους τα καταραμένα τείχη. Το πιο συγκινητικό όλων ήταν η συμφιλίωση κάντζαρων και ξωτικών, που ενθυμούμενα πως ήταν κάποτε αδέλφια αγκαλιάζονταν δακρυσμένοι. Ένα πουλάκι πλησίασε τον εναέριο χώρο της Βιομηχανικής Πόλης. Το τοπίο άλλαζε γρήγορα. Η γη πρασίνισε, τα κτίρια εξαφανίστηκαν κάτω από μια πανέμορφη ζούγκλα. Τα πρώτα ελάφια και σκίουροι εισέβαλλαν στο καινούργιο τους καταφύγιο. Η Τζένη, ο Τόμι και ο Καθηγητής στέκονταν πάνω στην ταράτσα του Ζιγκουράτ και παρακολουθούσαν την μεταμόρφωση της πόλης. Το ζέπελιν του Σάντος ήταν δεμένο εκεί με μια γλώσσα τροφοδοσίας να ενώνει το αιωρούμενο όχημα με την πυραμίδα. Ο Σάντος ήρθε και στάθηκε δίπλα τους. «Λοιπόν παιδιά, ορίστε η πόλη σας! Εγώ να πηγαίνω τώρα, αλλά υπόσχομαι να επιστρέψω με πολλά καλούδια αν υποσχεθείτε να διορθώσετε ό,τι στραβό μας ξέφυγε σήμερα.» «Το υποσχόμαστε» είπαν Τόμι και Τζένη με μια φωνή. «Έχετε αρκετή δουλειά μπροστά σας. Να μιλήσεις στους μεγάλους Τζένη. Να τους δείξεις τι πρέπει να κάνουν. Ξέρεις εσύ τι χρειάζεται να πεις» συμπλήρωσε ο Σάντος κλείνοντας της νοηματικά το μάτι. Σε λίγο έφτασε με την βαλίτσα του και ο Αλφόνσος και ανέβηκε στην γλώσσα τροφοδοσίας με τον αδελφό του. Μαζί με άλλα κασόνια, σεντούκια και έπιπλα, τα δύο αδέλφια γλίστρησαν προς το στομάχι του Ταρανδοκέφαλου-1. Ο Αλφόνσος δεν σταματούσε να τρώει με τα μάτια το ζέπελιν. «Από προώθηση τι λέει; Έχει το σωστό μπα-μπα-μπουμ;» ρώτησε. «Μπα-μπα-μπουμ; Τι εννοείς Αλφόνσε;» «Εννοώ Βρουμ-Βρουμ!» Ο Σάντος χαμογέλασε και κατσούφιασε ταυτόχρονα. «Όχι, όχι! Όχι Βρουμ-Βρουμ.» «Ούτε λιγουλάκι; Μια τόση δα μετατροπούλα;» «Όχι.» «Μια-δυό σταγόνες ντίζελ το πολύ!» «Όχι.» Η Τζένη αγκάλιασε τον Καθηγητή καταπολεμώντας τα δάκρυα της. «Ω Καθηγητά… Είναι ανάγκη να φύγεις;» «Πρέπει να πάω για να μου εξετάσουν το νιονιό Τζένη. Αυτή η κούτρα θέλει πλήρη συντήρηση.» «Μα δεν θα σε ξαναδούμε;» «Μα και βέβαια θα με δείτε!» «Πότε;» «Ναι πότε;» ξαναρώτησε και ο Τόμι. «Μα όταν επιστρέψω φυσικά!» Ανέβηκε και ο Καθηγητής στη γλώσσα και ανυψώθηκε μακριά τους. Κούνησε ένα μαντιλάκι προς τα παιδιά και μετά φύσηξε την μύτη του συγκινημένος. «Γερο-ξεκούτη» μάλωσε τον εαυτό του. Τα παιδιά χαιρετούσαν και σκούπιζαν τα δάκρυα τους με τα μανίκια. Το Ταρανδοκέφαλος-1 αποκολλήθηκε από το Ζιγκουράτ και έστριψε την μύτη του προς το πανέμορφο ηλιοβασίλεμα. Πέταξε μακριά, με την ασημί απόχρωση να ρουφάει το κόκκινο του ουρανού. Ο Τόμι και η Τζένη έμειναν για λίγο εκεί, να παρακολουθούν και να μην χορταίνουν την γέννηση του νέου τους κόσμου. «Αντίο Καθηγητά. Μην μας ξεχνάς και ευχαριστούμε για όλα. Γύρνα σύντομα κοντά μας για να δεις τι όμορφη που θα γίνει η πόλη μας. Έχουμε να ρίξουμε πολύ μελέτη. Πρέπει να μάθουμε να μην επαναλάβουμε τα παλιά λάθη. Θα τα φτιάξουμε όλα σωστά, όπως είπε και ο Σάντος. Επιτέλους θα αξίζουμε αυτά που θα αποκτήσουμε.» Τέλος Ευχαριστώ όσους το διάβασαν. Edited October 6, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Phantom Posted October 6, 2008 Share Posted October 6, 2008 (edited) Ξεκίνησα να το διαβάζω. Στις πρώτες σειρές είπα «είναι παραμύθι για παιδιά» (καλό όμως και δεν το λέω με απαξίωση). Μένοντας σ αυτό θα έλεγα ότι κάποιες λίγες, πολύ λίγες (μέχρι του σημείου μεμψιμοιρίας) λέξεις, να μην μου φάνηκαν ότι ήταν και τόσο παιδικές. Κάποιες έννοιες, διέκρινα ότι στα παιδιά δεν θα έλεγαν τίποτα, τόσο που δεν θα μπορούσαν να τις συλλάβουν. Για παράδειγμα το Μεγάλο Τίποτα δεν μπορεί να καταπίνει.. (θα σκεφτεί ένα παιδί αμέσως-αμέσως). Θέλει πολύ κουβέντα σε ένα παιδί για να νοιώσει την αλληγορία του. Αλλά μπορεί αυτός να είναι και ο στόχος σου, η ΚΟΥΒΕΝΤΑ, που τόσο λείπει στα παιδιά, γιατί θέλουν εξηγήσεις και όχι το «αυτό συμβαίνει γιατί έτσι συμβαίνει» που δεν τα ικανοποιεί. Σ αυτό έδωσες μπόλικη τροφή για σκέψη. Τι δεν θα μπορούσα να θυμηθώ σαν παιδί. Ποιος είναι ο Σπίλιξ, ο Μπλίτζιξ, ο Λούμπιξ. Δύσκολα ονόματα. Αλλά στο τέλος αν ήμουν παιδί δεν θα με ένοιαζε εδώ που τα λέμε. Καθώς διάβαζα όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα το παραμύθι δεν ήταν και τόσο παιδικό. Δηλαδή ήταν παιδικό (διδακτικό) αλλά ήταν και για μεγάλους. Κυλούσε πολύ μα πολύ κινηματογραφικά και ήταν σαν να το ζούσα σε μια αίθουσα του σινεμά. Μπορούσα να δω μέσα στο μυαλό μου κάθε του σκηνή κι έφτιαξα γρήγορα τον κόσμο του. Η γραφή υπήρξε πολύ στρωτή. Πολύ στρωτή, πολύ καλογραμμένη. Αν εγώ και μόνο εγώ άλλαζα λέξεις δεν υπολογίζω ότι θα ήταν περισσότερες από 10. Και στο τέλος η υπόσχεση και η συγκίνηση και ξανά συζήτηση! Μου άρεσε..!!! Θα άλλαζα την λέξη ΡΕΨΙΜΟ, και κάποιες άλλες λέξεις σαν τα πολιπόπια, τιπιτόπια, σπιφάτα κλπ. Γιατί, απλά γιατί δεν μου άρεσαν (στην δική μου αισθητική). Edited October 6, 2008 by The Phantom Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted November 27, 2008 Share Posted November 27, 2008 Για παιδική ιστορία, είχε πολύ πράμα. Για ενήλικη ιστορία, ήταν αρκετά ανάλαφρη και εύθυμη. Για κυριλέ ιστορία απλά έξυνε την επιφάνεια των προβλημάτων του κόσμου. Καλό ανάγνωσμα, που έχει ολοφάνερη επιρροή από τα ευρωπαϊκά καρτούν. Δε με τρέλανε να πω την αλήθεια λόγω της εύθυμης και επιφανιακής του προσέγγισης. Το φαντάζομαι εύκολα να γίνεται μια μέτρια προς καλή παιδική ταινία, σε στυλ Σρεκ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.