Mesmer Posted January 16, 2011 Share Posted January 16, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Άγγελος Είδος: Τρόμου Αριθμός Λέξεων: 2.775 Αυτοτελής; Ναι Στον άδειο κόσμο.pdf Στον άδειο κόσμο Έσπρωξε το χέρι του με κόπο έξω από το υγρό χώμα κι ένιωσε τον δροσερό αέρα να το τυλίγει. Το άλλο του χέρι ακολούθησε την ίδια, ανοδική πορεία και σκάβοντας, βγήκε κι αυτό στην επιφάνεια. Ακούμπησε τις παλάμες του στο έδαφος κι άρχισε να σπρώχνει το σώμα του προς τα πάνω. Ήταν το τελευταίο, αλλά δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής· η έξοδος. Παρόλη την κούραση και την εξάντληση, σιγά-σιγά και καταβάλλοντας την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, ξεκίνησε την ανάδυσή του από τα χώματα στον επάνω -στον άδειο- κόσμο. Τα χέρια του πίεζαν το νοτισμένο απ’ την υγρασία χορτάρι, σπρώχνοντας το σώμα του όλο και περισσότερο προς τα έξω. Όταν οι αγκώνες του τεντώθηκαν κι είχε βγει από την μέση και πάνω, οι δυνάμεις του το εγκατέλειψαν. Οι παλάμες του γλίστρησαν και το κορμί του έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένο για να ξεκουραστεί, αλλά και να συνηθίσει την αίσθηση του πάνω κόσμου. Ακόμη κι αυτή η ώρα που χρειαζόταν για να προσαρμοστεί, ένιωθε πως του ρουφούσε τη ζωτική του ενέργεια, και βρισκόταν ήδη στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Άπλωσε τα χέρια του προς τα μπροστά, έχωσε τα δάχτυλά του στο χώμα και γραπώθηκε από τα χορτάρια. Τράβηξε το σώμα του με όση δύναμη μπορούσε να διαθέσει. Τα πόδια του σύρθηκαν πάνω σε πέτρες και λάσπες, και τελικά, εγκατέλειψαν κι αυτά τον χωμάτινο κόσμο. Ήταν πεσμένο μπρούμυτα, δίχως να κινείται. Κάθε ίχνος ικμάδας κόντευε να στερέψει από μέσα του, ακόμη κι η μικρότερη κίνηση θα απαιτούσε τεράστιο κόπο. Όσο ήταν ακίνητο προσπάθησε να μαζέψει τις δυνάμεις του και να συγκεντρωθεί στον σκοπό του. Είχε καθυστερήσει την έξοδό του επειδή δυσκολεύτηκε να βρει το κατάλληλο μέρος κι αυτή η αργοπορία κόντευε να αποβεί μοιραία. Δεν θυμόταν να είχε βρεθεί ξανά σε τόσο δυσχερή κατάσταση. Η εξάντληση και η ανάγκη του για τροφή είχαν κάνει τον οργανισμό του να απομυζεί το ίδιο του το σώμα. Αυτή τη φορά, όμως, πίστευε ότι είχε βρεθεί στο ιδανικό σημείο. Του το έλεγαν οι ήχοι και οι μυρωδιές που υπήρχαν ολόγυρα. Είχε βγει και πάλι στην επιφάνεια για να τραφεί. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ίσια μπροστά. Το επιβλητικό, ξύλινο οίκημα βρισκόταν σε απόσταση εκατό σωμάτων περίπου και λουζόταν από το φως τού σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού. Ήταν βαμμένο στα ανοιχτά χρώματα της ώχρας και μεγάλα παράθυρα ήταν ομοιόμορφα αραδιασμένα στην πρόσοψή του. Η περίφραξη, ξύλινη κι αυτή, αποτελούταν από κάγκελα ενάμιση μέτρο ψηλά. Τίποτα δεν έφεγγε μέσα από το σπίτι, αλλά και το εξωτερικό του δεν φωτιζόταν από τίποτ’ άλλο, παρά μόνο από τις ακτίνες τού νυχτερινού ουρανού. Διέκρινε τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων του δάσους, που ξεκινούσε λίγο μακρύτερα, πίσω από το οίκημα. Απομονωμένο, σκοτεινό και ήσυχο· τέλειο. Αφουγκράστηκε τους ήχους που έρχονταν από το οίκημα. Δυο πνοές αέρα. Η μία βαθιά και σίγουρη, η άλλη κοφτή και ανήσυχη. Δυο ρυθμικά χτυπήματα μέσα σε ισάριθμα σώματα. Το ένα αργό και δυνατό, το άλλο γρήγορο και αδύναμο. Η διαφορά αυτή το μπέρδευε, ίσως να του προκαλούσε και κάποιο είδος δισταγμού, αλλά η πείνα του κέρδιζε κατά κράτος καθετί που θα το έκανε να υποχωρήσει. Η απόσταση του οικήματος, σε συνδυασμό με την αδυναμία του κορμιού του, το τρόμαζε. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελε να διασχίσει όλον αυτόν τον κενό χώρο μέχρι να φτάσει εκεί. Αλλά η μόνη πιθανή περίπτωση να το αποφύγει θα ήταν αληθινός άθλος, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες. Αν και ήξερε εκ των προτέρων το αποτέλεσμα, δοκίμασε να μετακινήσει το οίκημα, να το φέρει κοντύτερα. Ήταν αδύνατο, κι αμέσως το μετάνιωσε που ξόδεψε έτσι αλόγιστα τα ελάχιστα ψήγματα της ζωτικής του ενέργειας. Τελικά κατάλαβε ότι η μόνη λύση ήταν κι αυτή που δεν ήθελε να σκέφτεται. Θα έπρεπε να διασχίσει όλη αυτήν την απόσταση μόνο του. Το κουρασμένο σώμα του είχε κάπως συνέλθει από τον κάματο της εξόδου κι ένιωθε έτοιμο, αν και απρόθυμο, να ξεκινήσει τη διαδρομή ως το οίκημα. Τέντωσε τα χέρια του μπροστά και, όπως νωρίτερα, γραπώθηκε από τα χόρτα του εδάφους. Τράβηξε με δύναμη το κορμί του, ενώ με τα πόδια βοηθούσε σπρώχνοντας. Οι χοντρές τρίχες του κορμιού του άρχισαν να σέρνονται αργά πάνω στην υγρή βλάστηση. Είχε σχεδόν ξεχάσει πόσο δύσκολο ήταν να κινείται μέσα στον αραιό αέρα τού άδειου κόσμου· την αντίσταση, την δυσφορία και την πνιγηρότητα τού να προχωράει ανάμεσα από τίποτα. Το υπόλοιπο της διαδρομής συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο. Άπλωμα των χεριών, τράβηγμα, υποβοήθηση με τα πόδια, σύρσιμο στο έδαφος. Το να προσπαθήσει να σηκωθεί όρθιο και να καλύψει την απόσταση με τα πόδια θα ήταν μια κίνηση μάταιη και αποτυχημένη. Θα έπεφτε μετά από μερικά βήματα, έχοντας κατασπαταλήσει πολύτιμες δυνάμεις. Ο μόνος βέβαιος τρόπος, ήταν ο αργός τρόπος. Πίσω του, η τρύπα από την οποία μόλις βγήκε, είχε αρχίσει να κλείνει από χώματα που έπεφταν μέσα, αφήνοντας στη θέση της μόνο μια λακκούβα. Αν μετρούσε το χρόνο σε μονάδες του έξω κόσμου, θα του είχε πάρει περίπου δύο ώρες μέχρι να φτάσει την ξύλινη περίφραξη. Τώρα, όμως, ήταν πολύ κοντά. Η τροφή του περίμενε μέσα σε εκείνο το οίκημα που βρισκόταν πέντε σώματα μακριά. Η εξάντληση που το κατέβαλλε γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη, αλλά το καθησύχαζε το γεγονός ότι σε λίγη ώρα θα ήταν πλέον χορτάτο και σφριγηλό. Το μικρό πορτάκι της περίφραξης ήταν ανοιχτό και το διέσχισε απλά σπρώχνοντάς το καθώς σερνόταν. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν μπροστά στα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην μεγάλη πόρτα του οικήματος. Τα σκαρφάλωσε και βάλθηκε να ψάχνει κάποιον τρόπο για να μπει μέσα. Η πόρτα ήταν σφαλισμένη και δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο άλλο είδος εισόδου για να εισχωρήσει στο οίκημα. Η λύση ήταν απλή: έπρεπε να μετακινήσει το οίκημα, γύρω του. Η απόσταση ήταν μικρή και πίστευε ότι θα τα κατάφερνε, σπαταλώντας μόνο ελάχιστες από τις δυνάμεις του. Σήκωσε τα χέρια του και τα ακούμπησε πάνω στην πόρτα. Η όρασή του άρχισε σταδιακά να θολώνει καθώς συγκέντρωνε τις δυνάμεις του. Και μετά, ένα απαλό σπρώξιμο στην πόρτα. Η πίεση του ξύλου πάνω στα χέρια του εξαφανίστηκε αυτοστιγμεί. Ακόμη και με την όρασή του θολωμένη κατάλαβε ότι είχε εισέλθει σε ένα χώρο πιο σκοτεινό από πριν. Βρισκόταν μέσα στον οίκημα. Στάθηκε για δυο στιγμές ακίνητο, μέχρι να χαθεί η θαμπάδα από τα μάτια του. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι ξεχώριζε περιγράμματα βαριών επίπλων, αλλά εκείνο το ένοιαζαν μόνο οι σκάλες που φαίνονταν στο βάθος. Οι σκάλες που οδηγούσαν στους ήχους και τις μυρωδιές. Έφτασε γρήγορα ως το πρώτο σκαλοπάτι, αρχίζοντας την άνοδό του προς τον επάνω όροφο. Από την ώρα που βρέθηκε στο εσωτερικό του οικήματος ήταν σαν να είχε ξεχάσει την πείνα και την εξάντλησή του. Υπήρχε κάτι, κάπου κοντά, που η παρουσία του ήταν αρκετή για να το αναζωογονήσει και να το σύρει, σχεδόν ενστικτωδώς, ως εκεί: Φαΐ. Οι κινήσεις του έγιναν πιο αργές και προσεκτικές καθώς πλησίαζε το δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Εκεί ήταν που το τραβούσαν οι οσμές. Εκεί ήταν που το έλεγαν οι ήχοι να πάει. Έμεινε για λίγο ξαπλωμένο έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου, μαζεύοντας και μετρώντας τις δυνάμεις του για τελευταία φορά εκείνο το βράδυ. Είχε έρθει η ώρα να κυνηγήσει την τροφή του. Πίεσε με τα χέρια του δάπεδο, ανασηκώνοντας το σώμα του. Μάζεψε τα γόνατά του πιο κοντά στο σώμα του και έδωσε δύναμη με τα πέλματά του για να σηκωθεί όρθιο. Λίγο αργότερα στεκόταν στα δύο και το χέρι του έσπρωχνε την πόρτα, ανοίγοντάς τη διάπλατα. Πέρασε αργά το κατώφλι και βρέθηκε στον ίδιο χώρο με το φαγητό του. Το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο και γεμάτο έπιπλα. Τα πατζούρια του μοναδικού παραθύρου ήταν ανοιχτά και οι κουρτίνες τραβηγμένες στις άκρες. Από έξω, η σελήνη φεγγοβολούσε κι οι ακτίνες της έδιναν λίγο χρώμα στις διαβαθμίσεις του γκρίζου, που κάλυπταν το χώρο. Βημάτισε αθόρυβα προς το μεγάλο κρεβάτι. Ένα μόνο σώμα βρισκόταν πάνω του και κοιμόταν βαθιά. Μια γυναίκα με μακριά μαλλιά και στρόγγυλο πρόσωπο. Ο ήχος των αναπνοών της και οι χτύποι της καρδιάς της το έκαναν να την ορέγεται όλο και περισσότερο, αλλά έκανε υπομονή. Πλησίασε λίγο πιο κοντά και την οσμίστηκε. Μύριζε νοσταλγία, πόνο και θλίψη, ίσως για κάποιον που θα έπρεπε να βρισκόταν δίπλα της. Και πίστευε ότι αυτό θα την έκανε νοστιμότερη. Η γυναίκα, σαν να αισθάνθηκε την σκοτεινή παρουσία δίπλα της, άρχισε να αναδεύεται ανήσυχα κάτω από τα σκεπάσματά της. Σσσσς, την καθησύχασε, μιλώντας μέσα στο μυαλό της, όχι ακόμα. Κι η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε, σαν να είχε επιστρέψει στα όμορφα όνειρά της. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το μικρό, περιτριγυρισμένο με λεπτά κάγκελα, κρεβατάκι, που υπήρχε κάτω από το παράθυρο. Έσυρε τα βήματά του μέχρι εκεί κι έσκυψε από πάνω του. Ένα μικροσκοπικό δείγμα ανθρώπου -βρέφος, θυμήθηκε τη λέξη- βρισκόταν εκεί μέσα, τυλιγμένο με μαλακά πανιά. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο πλάι και κοιμόταν με το στόμα μισάνοιχτο. Τα μικρούλικα χεράκια του ήταν απλωμένα δεξιά κι αριστερά του κεφαλιού του. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν τόσο κοντά σε ένα βρέφος, αλλά γνώριζε τα συναισθήματα που τρέφουν οι άνθρωποι προς αυτά. Για κείνο ήταν κάτι πολύ παράξενο και το περιεργαζόταν με ενδιαφέρον. Οι πνοές των αναπνοών του και οι χτύποι μέσα στο στήθος του, κάτι που το είχε μπερδέψει αρχικά, ταίριαζαν απόλυτα με την εμφάνισή του. Προσπάθησε να μπει στο μυαλό του και ήταν κάτι που έκανε εύκολα, αλλά δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει οτιδήποτε γνώριμο. Ένα κουβάρι συναισθημάτων, εικόνων και ήχων που δεν έβγαζε κανένα νόημα. Ήταν, όμως, κάτι πρωτόγνωρο για κείνο. Μια ανθρώπινη λέξη τρεμόπαιξε στη σκέψη του -όμορφο; Έχωσε το χέρι του μέσα στο κρεβατάκι. Τα μακριά του δάχτυλα τυλιχτήκαν γύρω από το σωματάκι του βρέφους και το τράβηξε κοντά του. Χωρίς καμία δυσκολία έμπαινε μέσα στο μυαλό του και το κρατούσε κοιμισμένο. Προχώρησε ξανά προς το κρεβάτι και τη γυναίκα, και στάθηκε δίπλα της. Και τώρα ξύπνα, είπε κι ήταν κάτι που ακούστηκε μόνο μέσα στο κεφάλι της. Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και στηρίχτηκε στους αγκώνες της. Κοίταξε το χώρο γύρω της, αλλά το βλέμμα της σταμάτησε μόνο για μια στιγμή πάνω του, θαρρείς και πίστευε πως βρισκόταν μέσα σε ένα όνειρο κι έψαχνε για κάτι άλλο που θα τη βεβαίωνε. Η επίγνωση της πραγματικότητας ήρθε γρήγορα, αναπάντεχα και κατακλυσμένη από τρόμο. Το κεφάλι της στράφηκε απότομα και τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στη φοβερή του όψη. Ισχνό και ψηλό κορμί που καμπούριαζε. Χέρια δυσανάλογα μακριά σε σχέση με το κορμί του. Πόδια κοντά και λυγισμένα. Όλο του το σώμα και το κεφάλι ήταν καλυμμένα από χοντρές, σκληρές, μακριές τρίχες. Στην κορυφή του κεφαλιού του, οι δυο μικρές πορτοκαλί λάμψεις των ματιών του έφεγγαν πίσω από τις πυκνές τρίχες που κάλυπταν το πρόσωπό του. Το σώμα της γυναίκας συσπάστηκε κι αμέσως άρχισε να τρέμει. Μια κραυγή ανέβηκε στα χείλη της και θα έβγαινε με όλη της την ορμή, αν δεν είχε δει αυτό που κρατούσε μέσα στην παλάμη του. Η γυναίκα κάλυψε το στόμα με τα χέρια της, καταλαβαίνοντας τι σήμαινε το σύρσιμο των νυχιών του πάνω στο κοιμισμένο κορμάκι τού βρέφους. «Όχιτομωρόμου… Όχιτομωρόμου… Όχιτομωρόμου…», επαναλάμβανε η γυναίκα συνεχώς, μέσα στο μυαλό της, σαν να αδιαφορούσε για κάθε απειλή προς την ίδια. Και κάθε τόσο κατέληγε: «Πάρε εμένα…» Την κοίταζε προσεκτικά. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με φόβο. Έμενε ακίνητη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, νομίζοντας πως η απραξία της ήταν αυτή που θα έσωζε το βρέφος της, ίσως και την ίδια. Σαν να ήθελε να το κατευνάσει, δείχνοντας υπακοή σε μια άγνωστη για κείνη βούληση. Οι τρίχες στο στήθος του κινήθηκαν. Στην αρχή αργά, πάνω στην επιφάνεια του κορμιού του. Αλλά σιγά-σιγά υψώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το βρέφος. Άρχισαν να τυλίγονται γύρω από τα μικρά του μπράτσα και πόδια. Οι τρίχες πάνω στο σωματάκι του βρέφους όλο και πλήθαιναν, ώσπου το κάλυψαν τελείως. Και τότε το πήραν από το χέρι του και το τράβηξαν αργά προς το σώμα του. Λίγο πριν το βρέφος χαθεί μέσα στις τρίχες άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τη γυναίκα. «Όχι!», ούρλιαξε εκείνη, πνίγοντας τον ήχο με τις παλάμες της. Αλλά η κραυγή που άκουσε μέσα στο μυαλό της ήταν κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να περιγράψει. Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα που κύλισαν άφθονα, βρέχοντας τα μάγουλα και τα χέρια της. Και τότε, η πείνα που το είχε οδηγήσει έως εκεί φούντωσε ξανά και το έσπρωξε κοντύτερα στη γυναίκα. Κλαις; την ρώτησε χωρίς φωνή, αλλά η ερώτησή ήταν περισσότερο μια διαπίστωση. Η γυναίκα δεν μίλησε, ούτε κινήθηκε, μόνο έχυνε τα δάκρυά της. Κλαις; την ρώτησε ξανά. Το κεφάλι της κινήθηκε καταφατικά. Φοβάσαι; Η γυναίκα φάνηκε να μην κατάλαβε καλά τη φύση της ερώτησης, κάτι ρητορικό και αυτονόητο. Παρόλ’ αυτά ψέλλισε: «Ναι» Οι τρίχες στο κεφάλι του μετακινήθηκαν, αποκαλύπτοντας το μακρουλό, σκουρόχρωμο πρόσωπό του. Δυο τεράστια, ολοστρόγγυλα, κατάμαυρα μάτια, με δυο μικρές πορτοκαλί λάμψεις στο κέντρο τους, βρίσκονταν στην κορυφή του. Τίποτα άλλο δεν ξεχώριζε πάνω του. Μόνο μια μικρή, μελανή οπή υπήρχε κάπου χαμηλά, η οποία άνοιγε και μεγάλωνε, ώσπου το κάλυψε σχεδόν τελείως. Δεκάδες λεπτά, μακριά γλωσσίδια ξεχύθηκαν από μέσα της κι εκείνο χίμηξε προς τη γυναίκα. Έπεσε πάνω της, με τα χέρια και τα πόδια στα πλευρά της, για να την εμποδίζει να κινείται. Τα γλωσσίδια κατευθύνθηκαν προς το πρόσωπό της κι άρχισαν να γλύφουν τα βρεγμένα με δάκρυα μάγουλά της. Δάκρυα ποτισμένα με τρόμο και πόνο, που χόρταιναν το πεινασμένο του κορμί. Ένιωθε τις δυνάμεις του να επιστρέφουν, ενώ απορροφούσε κάθε ψήγμα υγρασίας από το πρόσωπο της γυναίκας. Είχε χωθεί μέσα στο μυαλό της, κρατώντας το ζωντανό, έτσι ώστε να μην λιποθυμήσει, και προσφέροντάς του μ’ αυτόν τον τρόπο περισσότερα δάκρυα. Όταν τα δάκρυα της γυναίκας στέρεψαν, έπιασε τα χέρια της και τα έστρεψε προς το μέρος του. Είχαν βραχεί κι αυτά με τα δάκρυά της, όσο κάλυπτε το στόμα της. Τα γλωσσίδια συνέχισαν να γλύφουν τα δάχτυλα και τις παλάμες της, μαζεύοντας από πάνω τους το πολύτιμο υγρό. Η ενέργεια μέσα του θέριευε. Γινόταν όλο και πιο δυνατό. Τελικά δεν είχε απομείνει τίποτα άλλο να φάει. Μόνο η υπέροχη μυρωδιά των δακρύων που πλανιόταν γύρω του και το ζάλιζε απολαυστικά. Κι ένα ανθρώπινο πλάσμα που έτρεμε φοβισμένο από κάτω του. Έφυγε πάνω από τη γυναίκα και στάθηκε όρθιο δίπλα απ’ το κρεβάτι. Το σώμα του δεν ήταν πλέον ισχνό, αλλά γεμάτο. Δεν καμπούριαζε, αλλά στεκόταν στητό. Το ύψος του έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι. Κοίταξε τη γυναίκα στα μάτια, ενώ ταυτόχρονα, οι τρίχες του κεφαλιού του έκρυβαν το πρόσωπό του πίσω τους. Το κοιτούσε κι εκείνη, τρομοκρατημένη και αποσβολωμένη. Στράφηκε προς τα πίσω και προχώρησε προς την έξοδο. Χρειάστηκε να σκύψει αρκετά για να περάσει από την πόρτα. Μόλις βγήκε από το δωμάτιο θυμήθηκε και σταμάτησε. Οι τρίχες στο στήθος του άρχισαν να κινούνται και πάλι, βγάζοντας το βρέφος από το εσωτερικό του και αφήνοντάς το στο πάτωμα. Αμέσως μετά το οίκημα μετακινήθηκε κι εκείνο βρέθηκε στο ισόγειό του. Προχώρησε προς την πόρτα κι όταν έφτασε κοντά της το οίκημα μετακινήθηκε ξανά. Βρισκόταν και πάλι έξω, στη φεγγαρόλουστη φύση και περπατούσε προς το σημείο της εξόδου του. Αν και συνέχιζε να νιώθει την πίεση και αραιότητα του αέρα να το σφίγγει, δεν του ήταν πια δύσκολο να κινείται μέσα του. Όλες οι δυνάμεις του είχαν επιστρέψει. Ένας περίεργος ήχος το έκανε να σταματήσει. Ένας ήχος οξύς, μακρόσυρτος, που διακοπτόταν από πνιγμένες αναπνοές. Ένα κλάμα, αλλά όχι από αυτά που είχε ξανακούσει. Το βρέφος, έκλαιγε. Κι άλλος ήχος, ενώ ο πρώτος συνεχιζόταν. Σύρσιμο πάνω σε ύφασμα. Ο γδούπος ενός σώματος που πέφτει στο πάτωμα. Γρήγορα χτυπήματα ενός ανθρώπου που περπατά στα τέσσερα. Κι όταν τα χτυπήματα έφτασαν στο κλάμα, σταμάτησαν. Κι ύστερα ένα δεύτερο, γοερό κλάμα ενώθηκε μ’ αυτό του βρέφους. Μια θεσπέσια μυρωδιά το άρπαξε από τα σωθικά και το έκανε να στραφεί πάλι προς το οίκημα. Μια μυρωδιά που δεν είχε οσμιστεί ξανά, που έσβησε μονομιάς κάθε του άλλη σκέψη κι επιθυμία, και το τραβούσε κοντά της. Κι αυτό που ένιωθε τώρα δεν ήταν πείνα, αλλά λαιμαργία. Το οίκημα μετακινήθηκε και βρέθηκε πάνω από τη γυναίκα, η οποία ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και κρατούσε αγκαλιά το βρέφος. Κλαίγανε και οι δυο τους, καθένας με το δικό του τρόπο. Η απρόσμενη επανεμφάνισή του, σε συνδυασμό με την αδιαφορία του να μπει στο μυαλό της, έκανε τη γυναικά να χάσει τις αισθήσεις της από το φόβο. Αλλά δεν το ένοιαζε. Τα γλωσσίδια πετάχτηκαν από μέσα του κι άρχισαν να γλύφουν το πρόσωπό της. Είχε μια γεύση μοναδική, κι η ενέργεια που του έδινε ήταν ασύγκριτη. Ανάμεσα σ’ αυτό και τη γυναίκα, το βρέφος συνέχιζε να κλαίει, βρισκόμενο μέσα στην σφιχτή αγκαλιά της μητέρας του. Δάκρυα χαράς, σκεφτόταν, σαν να είχε ανακαλύψει κάτι μυθικό. Και θα καθόταν εκεί, γλύφοντας, ακόμη κι όταν κάθε υποψία υγρασίας θα έχει χαθεί από τα μάγουλα της γυναίκας. Θα καθόταν εκεί, γλύφοντας, μέχρι οι ακτίνες του πρωινού ήλιου να το σπρώξουν βίαια κι επώδυνα στον υποχθόνιο, σκοτεινό του κόσμο. Δάκρυα χαράς, σκεφτόταν, κι αν μπορούσε, θα έκλαιγε κι αυτό. ΤΕΛΟΣ Ορεστιάδα, 13-1-2011 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ad Noctum Posted January 27, 2011 Share Posted January 27, 2011 (edited) Μου άρεσε η ατμόσφαιρα που μου μετάδωσε το διήγημα σου. Το βρήκα αρκετά καλογραμμένο και επίσης ήταν έκπληξη το γεγονός ότι το "τέρας" πεινούσε για δάκρυα. Το μόνο που με δεν μου άρεσε είναι το τέλος, που παρουσίασες το "τέρας" ότι μπορεί να είναι καλό. Επειδή το βλέπω ως διήγημα τρόμου, δεν νομίζω ότι κολλάει (προσωπική άποψη φυσικά, σε άλλους μπορεί να αρέσει). Καλή τύχη στο διαγωνισμό. Edited January 27, 2011 by antonisjk Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted January 27, 2011 Share Posted January 27, 2011 Ενδιαφέρον και με αρκετά πρωτότυπη προσέγγιση του θέματος. Το τέρας βέβαια δε μου φάνηκε να πεινα για τα δάκρυα καθεαυτά, αλλά πιο πολύ για τα συναισθήματα που έκαναν τα δάκρυα να αναβλύζουν. Επίσης καλή γραφή, στρωτή γλώσσα και το μόνο που με ξένισε ήταν αυτό κάγκελα ενάμιση μέτρο ψηλά Ξύλινα κάγκελα; Δε μου άρεσε σαν περιγραφή, αλλά ίσως απλά να μην ταιριάζει με τη γλώσσα που εγώ προσωπικά χρησιμοποιώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted January 27, 2011 Share Posted January 27, 2011 Η αρχική περιγραφή της ανόδου ήταν πολύ ωραία , σαν να την έβλεπα. Γενικά οι περιγραφές σου δουλεύουν και το γράψιμό σου είναι στρωτό και μελετημένο, τα έχουμε πει αυτά. Το γεγονός ότι ανέφερες τον τίτλο από την αρχή δεν μου άρεσε πολύ, αλλά και ο ίδιος τίτλος μου φάνηκε λίγο μελοδραματικός. ”Το να προσπαθήσει να σηκωθεί όρθιοκαι να καλύψει την απόσταση με τα πόδια θα ήταν μια κίνηση μάταιη καιαποτυχημένη». Γιατί απαραίτητα; Μέσα στην απελπισία του, σίγουρα θα μπορούσε να δοκιμάσει...Κάτι που δεν κατάλαβα ήταν πώς ανέβαινε τις σκάλες στη συνέχεια. Το πιο αγαπημένο μου κομμάτι της ιστορίας είναι το τέλος και η καταληκτική πρόταση, όπου πήρε άλλη τροπή το παιχνίδι. Με ξένισε όμως η σκηνή με τις τρίχες, την βρήκα άκομψη. Γενικά, μια καλή ιστορία που όμως δεν δίνει καμία πληροφορία για το τι και το πώς. Δεν θέλω να μου εξηγείται το καθετί γενικά, αλλά εδώ δεν ξέρουμε τίποτα απολύτως, με αποτέλεσμα να μένουν πολλές ουσιώδεις απορίες, οι οποίες μπορούν μεν να καλυφθούν από τον καθένα, αλλά σε πολύ αφηρημένο επίπεδο. Αφού είχες και παραπάνω χώρο, θα μπορούσες να μας πεις λίγα πράγματα περισσότερο. Εκτός κι αν δεν είχες κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ορφέας Κάππα Posted January 28, 2011 Share Posted January 28, 2011 Τι να σου πώ ρε φίλε, μπράβο σου, το διήγημα απλά τα 'σπασε! Πρώτα πρώτα μου θύμησε κάτι διηγήματα γραμένα με δασείες και οξείες που διάβαζα σε σαρακοφαγωμένα βιβλία του πατέρα μου, αυτά τα άγνωστης φύσης πλάσματα που βγαίνουν απο υγρές τρύπες με εξιτάρουν! Καταπληκτική η ιδέα σου με τα δάκρυα που φυλακίζουν ένα μέρος των συναισθημάτων (και γιατί όχι βασικά, αποδείξτε το αντίθετο). Η μορφή του πλάσματος ήταν γαμάτη και δεν με ξένισε καθόλου, στην τελική αν όλοι γράφαμε για τα ίδια πλάσματα θα ήμασταν μαλ.... (δες zombie) έστω, είμαι φανατικά ταγμένος στο πλευρό της πρωτοτυπίας, οι μιμήσεις σε βαθμό επανάληψης με κάνουν και βαριέμαι. Φοβερός και απλά φοβερός ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το τερατάκι σου τον χώρο, εξοκοσμικός και εντελώς παράλογος! Απο τότε που διάβασα Lovecraft (και συγκεκριμένα τα Όνειρα του Σπιτιού της Μάγισσας) κυνηγάω διηγήματα που μεταχειρίζονται την διαφορετική αντίληψη του χώρου και του χρόνου καθ' αυτό τον τρόπο. Και τέλος, ποιός, μα ποιός περίμενε μια τέτοια τριχωτή φρίκη να τους αφήσει ανέπαφους! Και εκεί ακριβώς κρύβεται ο τρρρρρόμος!! Σε περίπτωση που έπερνε το μωρό στα βάθη και το χώνευε στο σάπιο του στομάχι θα 'ταν cool η φάση "ντάξ, ok, ναι έφαγε το μωρό, ανατρίχιασα". Αν είχαν πεθάνει δεν θα είχε πλάκα, όταν ο άνθρωπος πεθαίνει σταματάει να νιώθει, να φοβάται να αισθάνεται.. Φαντάζομαι όμως το μέγεθος του ψυχολογικού βιασμού που έφαγε η τύπισα. Μόλις συνέφερε θα παρανόησε εγγυημένα! Την έκανε να χεστεί απο το φόβο της, την έγλυψε με το πιό απαίσιο άκρο του κόσμου και την άφησε! Απλά ουάου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted January 28, 2011 Share Posted January 28, 2011 Δεν μπορείς να φανταστείς την ανακούφισή μου, Άγγελε, όταν κατάλαβα πως το πλάσμα αυτό έτρωγε μόνο δάκρυα! Πολύ παραστατικές περιγραφές που με ‘έμπασαν’ στην ιστορία σου. Να φανταστείς, κόντεψα να φωνάξω στο πλάσμα αυτό πως ξέχασε να αφήσει το μωρό φεύγοντας. :tongue: Πέρα από τις περιγραφές και το συγκινητικό της υπόθεσης, έχω να κάνω τις εξής (προσωπικές) παρατηρήσεις. Ίσως θα έπρεπε να αφιερωθεί λιγότερη έκταση στην αρχή σχετικά με την έξοδο του πλάσματος από το έδαφος. Πέρα απ’αυτό, ίσως θα έπρεπε να δοθούν κάποιες περαιτέρω εξηγήσεις σχετικά με το πλάσμα αυτό: πώς μετακινούσε τον κόσμο γύρω του, πώς ήξερε αυτά που ήξερε για τους ανθρώπους... Τέλος, μια μικρή παρατήρηση σχετικά με τον φράχτη που είχε ύψος ‘ενάμιση μέτρο’. Λίγο πριν αναφέρεις μια διαφορετική ‘μονάδα’, οπότε θα πρότεινα αντί για ‘ενάμιση μέτρο’ να έλεγες κάτι σαν ‘ύψος ενός σώματος’. Ελπίζω να συνειδητοποιείς πως για να κάνω τις παραπάνω παρατηρήσεις, πάει να πει πως μ’άρεσε η ιστορία σου. Καλή επιτυχία, Άγγελε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 28, 2011 Share Posted January 28, 2011 Από τις ιστορίες που έλπιζα να διαβάσω όταν έδινα το θέμα. Μου άρεσε το creature και τον αναπάντεχο τρόπο με τον οποίο δρα. Το γεγονός ότι δεν αφήνει πίσω του νεκρούς δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν αφήνει πίσω του θύματα. Πολύ καλό… …και ένα μικρό αλλά… Η ανακάλυψη των δακρύων χαράς, θυμίζει αχνά την τελική λύση στο Monsters Inc. της Disney, με τα ξεφωνητά χαράς και γέλιου ως ανώτερα πηγή ενέργειας από τις κραυγές τρόμου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
deadend Posted January 28, 2011 Share Posted January 28, 2011 Ωραίες περιγραφές, θα ήθελα να το είχα γράψει! Άρα ό,τι και να πω είναι … Υ.Γ. Ντίνο δεν κρύβω το αίμα μένα άλλα για σας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 29, 2011 Share Posted January 29, 2011 Ωραίο το σκηνικό. Τίποτα δε σε πρεοϊδεάζει ότι δεν πρόκειται για μια κλασική ιστορία -πλάσμα τρώει κλπ. Με ξάφνιασες κι αυτό ήταν πολύ ωραίο. Στα συν Η πρωτοτυπία της ιδέας. Ήταν πολύ ωραία και η αποκάλυψη αυτού που λαχταρούσε το πλάσμα και το κάτι άλλο που ανακάλυψε στη διαφορετική ποιότητα των δακρύων της χαράς. Πολλά σύν σ' αυτό. Στα πλην Δεν με άφησε με τη δέουσα αίσθηση τρόμου. Υπήρχαν πολλά αδιευκρίνιστα στοιχεία ως προς τις δυνατότητες των πλασμάτων, π.χ. τη μετακίνηση των αντικειμένων. Κι ένα τελευταίο, που είναι ίσως θέμα μόνο προσωπικού γούστου Θα περίμενα μια λίγο πιο 'αιθέρια' εμφάνιση από ένα πλάσμα που τρέφεται από διάκρυα και αναγνωρίζει τη διαφορετική ποιότητά τους. Δεν εννοώ πιο όμορφη, εννοώ λιγότερο υλική. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted January 29, 2011 Share Posted January 29, 2011 Κι ένα τελευταίο, που είναι ίσως θέμα μόνο προσωπικού γούστου Θα περίμενα μια λίγο πιο 'αιθέρια' εμφάνιση από ένα πλάσμα που τρέφεται από διάκρυα και αναγνωρίζει τη διαφορετική ποιότητά τους. Δεν εννοώ πιο όμορφη, εννοώ λιγότερο υλική. Εμένα μου πέρασε απ' το μυαλό και μια βερσιόν στην οποία το πλάσμα είναι αόρατο, εμφανίζεται ως εφιάλτης (ή κάτι τέτοιο), και η μάνα ξυπνάει (βλέποντας αυτόν ακριβώς τον εφιάλτη) από το γδούπο του παιδιόύ της που έχει πέσει από την κούνια. Στο σενάριό μου, η γυναίκα κλαίει από χαρά γιατί το παιδί της είναι τελικά σώο από το πέσιμο και κυρίως από τον εφιάλτη (δεν ήταν παρά απλά ένα όνειρο)... και μετά έρχεται το πλάσμα. Καλογραμμένη. Σε τμήματα γίνεται πολύ ζωντανό το κέιμενο (ειδικά στην έναρξη παίζουν σημεία που νιώθεις το χώμα, τα χορτάρια και την υγρασία ) Θα έλεγα ότι η οπτική γωνία (από την άφιξη στο σπίτι και μετά) δεν μου έκατσε πολύ καλά. Το αναφέρω γιατί νομίζω ότι ίσως θα λειτουργούσε καλύτερα αν το βλέπαμε από τη μεριά της μητέρας, η οποία είναι άλλωστε κι αυτή που τα τραβάει όλα. Δεν ξέρω αν κατάλαβα τι έκανε το πλάσμα στο μωρό (εκεί με τις τρίχες που το καλύπτουν). Θέλω να πω, κρύβει μέσα του το μωρό για να τρομάξει τη γυναίκα ώστε να πάρει τα δάκρυά της... Οκ, αλλά τότε φαντάζομαι ότι απλά θα έπρεπε να συνεχίσει να την τρομοκρατεί (πχ να κάνει χειρότερα πράγματα στο μωρό) ή ε΄στω να έχει ξαναδοκιμάσει δάκρυα χαράς. Γενικώς, λίγο η απόκοσμη, μη ανθρώπινη οπτική (απ’ τα μάτια του πλάσματος), λίγο το γεγονός ότι αυτό που κάνει κι αυτό που είναι(το πλάσμα) δεν είναι τελείως ξεκάθαρο, δημιούργησαν ένα μίνι μπερδεματάκι (πχ δεν ξεκαθάρισε μέσα μου αν το πλάσμα είναι φοβιστικό ή είναι επικίνδυνο, αν θέλει και μπορεί να τους βλάψει σωματικά ή όχι… Καταλαβαίνω ότι για την πρωταγωνίστρια ο φόβος είναι τόσο μεγάλος που τελικά για την ίδια δεν έχει σημασία αν το πλάσμα θέλει απλώς να την φοβήσει ή να την φάει, αλλά για μένα ως αναγνώστη που κοιτάω μάλιστα κι απ’ τη μεριά του θύτη έχει). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι καλό. ΥΓ1: Σκέφτηκα κι εγώ σ’ ένα σημείο μήπως είναι κάπως μεγαλούτσικη η έναρξη, αλλά δεν με ξανααπασχόλησε από την ώρα που κατάλαβα ότι η ιστορία θα πάει live ως το φινάλε. ΥΓ2: Πρέπει να πω ότι βρήκα την ιδέα με τη μετακίνηση των κτιρίων πολύ καλή, πολύ φανταστική . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted January 29, 2011 Share Posted January 29, 2011 Πολύ καλογραμμένη και ατμοσφαιρική ιστορία, που όμως δεν ενδίδει στον συναισθηματισμό που εκπέμπει. Το πρώτο πρόσωπο (ΟΓ αγνώστου δακρυοβόρου τέρατος ή μελλοντικά σάικο μανούλας) νομίζω ότι θα δούλευε καλύτερα. Ενώ μπορώ να καταλάβω γιατί η μάνα φρικάρει, δεν ταυτίζομαι. Και δεν ταυτίζομαι ούτε με το τέρας, γιατί η φύση και η ανάγκη του δεν κάνουν τον κόπο να μου χτυπήσουν την πόρτα. Αν ήθελες να εστιάσεις στην φρίκη του τέρατος, θα έπρεπε να το περιγράψεις με τα γνωστά αίματα κι άντερα. Όμως, παρά τις υπέροχες κι ολοζώντανες περιγραφές, δεν το κάνεις. Το τέρας είναι ένα τριχωτά ουδέτερο πλάσμα, που μου έφερε στο μυαλό το Thing (καθόλου καλή εικόνα για τρόμο :Ρ) Η ιστορία έχει μια τόσο πρωτότυπη βάση που της βγάζω το καπέλο. Είναι κρίμα να στέκεσαι αναποφάσιστος ανάμεσα στις περιγραφές που σου αρέσουν τόσο (και στις οποίες είσαι πάρα πολύ καλός), την βία (που την φοβάσαι, για κάποιο λόγο και την αντιμετωπίζεις εξ αποστάσεως) και το συναίσθημα (που δεν το αδράχνεις με τσαμπουκά, αλλά του συμπεριφέρεσαι με το γάντι). Η ιστορία σου μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν αντέχεις να γράψεις ότι παθαίνει κάποιο κακό ένας αθώος. Άγγελε, κανένα μωράκι και καμία μανούλα δεν θα πάθουν απολύτως τίποτα αν τους κάνεις την ψυχολογία (ή το σώμα) κορδέλες σε μια ιστορία. Take it from me, ο σαδισμός στην λογοτεχνία είναι το μεζεδάκι μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bonanza Jellybean Posted January 30, 2011 Share Posted January 30, 2011 Όμορφο, ατμοσφαιρικό το διήγημα σου. Αναπάντεχο ότι τρεφόταν το πλάσμα με δάκρυα κι ευχάριστο να διαβάζεις πρωτότυπες ιδέες. Δεν με τρόμαξε βέβαια καθόλου και ένοιωσα κι εγώ ότι ήθελες να προστατεύσεις τους αθώους, ενώ στις ιστορίες τρόμου σπάνια γίνεται κάτι τέτοιο. Συνήθως αυτούς που δεν θέλεις να πεθάνουν τους τρώει το μαύρο φίδι. Ίσως γιατί όλοι είμαστε λίγο σαδιστές κατά βάθος. Να μη γράψω περισσότερα γιατί στα αλήθεια μου άρεσε πολύ! Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted January 30, 2011 Share Posted January 30, 2011 Όπως και στα διηγήματά σου για τους δύο προηγούμενους διαγωνισμούς, έχεις μια πολύ καλή ιδέα και μια μεγάλη άνεση στο χειρισμό της γλώσσας, αλλά δείχνεις να μη γνωρίζεις τις συμβάσεις του λογοτεχνικού είδους. Εδώ η πολύ καλή ιδέα είναι ότι το πλάσμα τρέφεται με δάκρυα. Αλλά δε φτάνει για να κάνει όλο το διήγημα πολύ καλό. Δεν είναι αρκετά ατμοσφαιρικό - οι περιγραφές σου είναι ελλιπείς. Ναι, το ξέρω ότι αν έβαζες περισσότερες λεπτομέρειες θα χαλούσε η ατμοσφαιρα μυστηρίου και άρα και τρόμου, αλλά όχι πάλι και τόσο λίγες. Κάπου πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία σ' αυτό. Δεν είναι λύση να περιγράφεις με τόοοοσες λεπτομέρειες τις κινήσεις του πλάσματος, πώς έβγαινε από το χώμα, πώς περπατούσε κλπ και να αφήνεις το υπόλοιπο περιβάλλον ασαφές και νεφελώδες. Πάντως οπωσδήποτε βελτιώνεσαι και μπράβο. Αυτή τη φορά η πολύ καλή ιδέα είναι στο κέντρο του διηγήματος/της υπόθεσης και το κάνει να έχει αρχή, μέση και τέλος αρμονικά. Δε μας αφήνεις ξεκρέμαστους από πληροφορίες για την υπόθεση και τα γεγονότα. Πραγματικά κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι αλλάζει στη ζωή του πλάσματος και κάνει τη συγκεκριμένη μέρα του αλλιώτικη από τις άλλες και άξια αφήγησης. Μπογιάτισε λίγο το σκηνικό μόνο για να προχωρήσεις άλλο ένα βήμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Kafka Posted January 30, 2011 Share Posted January 30, 2011 Η ιδέα να βάλεις ως κύριο χαρακτήρα κάτι απόκοσμο προσωπικά με ξένισε. Θεωρώ πολύ δύσκολο κανείς να συγκινήσει με μια τέτοια κίνηση, ακόμα και έμμεσα (έστω εμένα). Αυτό διότι δε μπορεί κανείς να ταυτιστεί με τον κύριο χαρακτήρα, οπότε ίσως και οι υπόλοιποι χάνουν κάτι απο τη ζωντάνια τους, λόγω της γειτνίασης με κάτι τόσο αλλόκοτο. Επίσης ορισμένα σημεία δεν τα κατάλαβα, όπως το πώς μετακινούταν το σπίτι, θεωρώ οτι θα χρειάζονταν ίσως περισσότερη περιγραφή λόγω του οτι είναι τόσο ασυνήθιστα. Απο την άλλη δεν είμαι βέβαιος οτι θα μπορούσε να ενταχθεί αυτή ομαλά στο κείμενο, αφού θα μείωνε το ρυθμό του. Το τέλος μοιάζει σχεδόν τρελό, καθώς δεν γίνεται προφανές γιατί το πλάσμα θα έκλαιγε αν μπορούσε και εκείνο. Σίγουρα δε το διακρίνει κάποια συμπόνοια, οπότε θα πρέπει να θεωρηθεί πως θα το έκανε για κάποιον λόγο το ίδιο παράδοξο με το ίδιο Η ιστορία συνολικά είναι ενδιαφέρουσα. Ίσως να κέρδιζε κάτι περισσότερο απο μία μεγαλύτερη ανάπτυξη. Σου εύχομαι καλή επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
NIKANTHI Posted January 31, 2011 Share Posted January 31, 2011 Και τρομακτικό και συγκινητικό, στην αρχή σκέπτεσαι και λες τώρα τι μας περιμένει και στο τέλος ανακουφίζεσαι ευχαρίστα. Γιατί πάντα κατά βάθος θες το καλό να υπάρχει εκεί που μόνο το κακό κυριαρχεί. Μπράβο και καλή σου επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted January 31, 2011 Share Posted January 31, 2011 Στα συν, η πολύ καλή ιδέα για το πλάσμα, το είδος της πείνας του και η ανακούφιση που δίνει το τέλος, χωρίς όμως να στερεί από την αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Είναι μια πολύ καλή προσπάθεια, που όμως υστερεί κάπως στην υλοποίησή της. Όσον αφορά στη γλώσσα: Βρίσκω δύο ελαττώματα. Από τη μία είναι κάπως ασυνεπής κι από την άλλη πολύ επιτηδευμένη και υπερβολική σε στιγμές. Για το πρώτο, αφηγούμενος από την οπτική γωνία του πλάσματος, πολύ σωστά μετράς την απόσταση σε σώματα. Ξαφνικά όμως λες πως ο φράχτης ήταν ενάμισι μέτρο ψηλός. Το “αν μετρούσε το χρόνο σε μονάδες του έξω κόσμου” είναι κλέψιμο, αλλά τουλάχιστον το δικαιολογείς. Το πιο βασικό όμως ελάττωμα το βρίσκω σε κάποιες “δύσκολες” λέξεις και κάποιες “λογοτεχνικές” εκφράσεις που φαίνονται προφανέστατα επιτηδευμένες. (Δε θέλω να ξαναδιαβάσω για κάτι που λούζεται στο φως του ολόγιομου φεγγαριού – πολύ κλισέ και προσποιητό). Το ύφος της αφήγησης πρέπει να παραμένει συνεπές, και δε χρειάζεται με το ζόρι τοποθετημένα “καλολογικά” στοιχεία. Ως προς το περιεχόμενο τώρα. Βρίσκω άχρηστη, ή ίσως ανεκμετάλλευτη την ικανότητα του πλάσματος να κάνει αυτού του είδους την τηλεμεταφορά. Ή έπρεπε να είναι πιο ουσιαστικά εντεταγμένη στην πλοκή, ή να μην υπάρχει. Σίγουρα δε μου άρεσε καθόλου το σκηνικό με τις τρίχες. Ήταν και άκομψο σαν εικόνα, και δύσκολο να γίνει πιστευτό. Βρήκα επίσης λίγο άστοχο το τελευταίο πήγαινε-έλα του πλάσματος. Ίσως να ήταν καλύτερα να μην προλάβει να βγει από το σπίτι. Λιγάκι με χάλασε επίσης η εικόνα του να γλύφει τα δάκρυα. Εγώ θα το έβαζα να του αρκεί απλά να τα προκαλέσει για να τραφεί, αλλά αυτό ίσως είναι μόνο θέμα γούστου. Α, ναι. Είναι μάλλον ευκολότερο να κινείται κανείς στον “αραιό αέρα”, παρά σε ένα πυκνό περιβάλλον. Επίσης το “νοτισμένο από την υγρασία” είναι υπερβολή. Νοτισμένο, απλά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Storyteller Posted February 1, 2011 Share Posted February 1, 2011 Καλή ιστορία! Μου άρεσε πολύ η περιγραφή της ανόδου στην αρχή αλλά και στη συνέχεια μέχρι να φτάσει στο οίκημα. Δημιούργησες πολύ καλή ατμόσφαιρα και πιστεύω σε γενικές γραμμές ήσουν όσο περιγραφικός χρειαζόταν χωρίς να χάνεις το ρυθμό αλλά συγχρόνως να μας τοποθετείς ικανοποιητικά στο που βρισκόμαστε. Στο μόνο που θα ήθελα περισσότερη περιγραφή είναι στο σημείο μεταφοράς των αντικειμένων, του κτηρίου... Εκεί λίγο σε έχασα για το "πως"?? Επίσης, θα ήθελα να αναπτύξεις και το "γιατί". Γιατί τρέφεται με δάκρυα, γιατί ζει καταχωνιασμένο εκεί κάτω, ίσως και το γιατί είναι έτσι... Ίσως όχι όλα, αλλά κάτι παραπάνω θα ήθελα να πεις γιαυτά. Αυτό δεν το λέω για κακό, καθώς αν είναι έτσι το διαφοροποίησες αρκετά, αλλά το τέρας μου θύμισε σε αρκετό βαθμό ένα επεισόδιο Xfiles όπου ζούσε κι εκείνο καταχωνιασμένο σε μία φωλιά κι έβγαινε κάθε μερικά χρόνια να τραφεί με συκώτι (αν θυμαμαι καλά) και είχε κι εκείνο πορτοκαλί μάτια. Τέλος, δεν είμαι σίγουρος αν τα δάκρυα της μάνας στο τέλος , θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε χαράς μετά από αυτό που μόλις πέρασε. Ίσως ανακούφισης, αλλά και πάλι ο τρόμος δεν πιστεύω τόσο γρήγορα να είχε δώσει τελείως τη θέση του.. Αλλά δεν επιμένω κιόλας... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted February 1, 2011 Share Posted February 1, 2011 Mesmer ήταν φανταστικό. Εμένα μ άρεσε απίστευτα και το κατατάσσω στο top5 μου ως τώρα. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 Εμένα, το να ξεκινάει μια ιστορία και να λέω "Μάλιστα... Έχουμε μια μάνα μ' ένα μωρό. Αυτοί λοιπόν θα είναι οι νεκροί..." δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Απλά δεν βρίσκω λόγο ύπαρξης σε τέτοιες ιστορίες. Τι να περιμένω δηλαδή; Πώς θα πεθάνουν; Γι' αυτό με εξέπληξε πολύ ευχάριστα η δική σου ιστορία. (Δεν με εξέπληξες εσύ βέβαια, πράγμα απόλυτα θετικό. Μ' αρέσει να ξέρω τον συγγραφέα, να ξέρω πάνω-κάτω τι να μην περιμένω από αυτόν. Αν έδειχνες ψυχρό σαδισμό δεν θα ήσουν εσύ, που σε χαρακτηρίζει πάντα μια ευαισθησία και ένας σεβασμός προς ό,τι γράφεις). Έχεις μία καλή ιδέα, που χειρίστηκες λίγο αβέβαια, αλλά η ιστορία είναι εκεί. Ολοκληρωμένη. Και μου έχει πει κάτι διαφορετικό. Δεν θέλωνα ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες, τα παιδιά πιο πριν σου είπαν ό,τι θα σου έλεγα κι εγώ (συμφωνώ κυρίως με aScannerDarkly). Από 'μένα μπράβο. Έγραψες μία καλή, πρωτότυπη ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 Πολύ καλό σε γενικές γραμμές. Θετικά: Καλογραμμένο. ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ η όλη ιδέα με τα δάκρυα . Αρνητικά: Πώς μετακινεί το σπίτι Περιστρέφει όλο τον πλανήτη;; Δηλαδή μόνο εμένα μου φαίνεται πιο λογικό να μετακινούταν αυτό;; Πολύ γλυκούλι φινάλε για τρόμο... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ad Noctum Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 Πώς μετακινεί το σπίτι Περιστρέφει όλο τον πλανήτη;; Δηλαδή μόνο εμένα μου φαίνεται πιο λογικό να μετακινούταν αυτό;; Πολύ γλυκούλι φινάλε για τρόμο... Εγώ διαβάζοντάς το, μου πέρασε από το μυαλό η σκηνή και μου φάνηκε σαν να μετακινείτε το ίδιο το τέρας μέσα στο χώρο... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SpirosK Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 Πώς μετακινεί το σπίτι Περιστρέφει όλο τον πλανήτη;; Δηλαδή μόνο εμένα μου φαίνεται πιο λογικό να μετακινούταν αυτό;; Πολύ γλυκούλι φινάλε για τρόμο... Εγώ διαβάζοντάς το, μου πέρασε από το μυαλό η σκηνή και μου φάνηκε σαν να μετακινείτε το ίδιο το τέρας μέσα στο χώρο... Και μένα, αλλά επιμένει να λέει ότι "μετακίνησε το σπίτι"... θα απαντήσει μετά το διαγωνισμό i guess.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 Εγώ θεώρησα με τη μία ότι πρόκειται περί αλλοδιαστατικού όντος κι έτσι αυτή η ικανότητά του, αν και δυσνόητη, με έφτιαξε αρκετά. Βασικά, μου φάνηκε σαν κάποιο είδος οριζόντιας και κάθετης τηλεμεταφοράς (η πρώτη επίδειξη αυτής της ικανότητας είναι, λογικά, ένα πέρασμα μέσα από μια πόρτα). Νομίζω ότι αυτή η δύναμη ήταν, ανάμεσα σε άλλα, που με έκανε να σκεφτώ την βερσιόν με το πλάσμα να είναι αόρατο (κάτι ανάμεσα σε φάντασμα και εφιάλτη). Ένα ζήτημα είναι ότι κάποιες φορές το πλάσμα κάνει το κόλπο του, ενώ κάποιες άλλες το κόβει ποδαράτο... δεν έχω κάποια άλλη εξήγηση γι' αυτό, εκτός από το ότι είναι αδύναμο στην αρχή και δεν μπορεί να κάνει το κόλπο εύκολα γιατί σπαταλάει δυνάμεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted February 2, 2011 Share Posted February 2, 2011 (edited) Πολύ καλό το διήγημα σου Mesmer. Η ροή της αφήγησης και του λόγου κυλούσε χωρίς να κουράζει. Στα συν που δεν αποκαλύπτεις αρχικά το πρόσωπο του τρόμου (εδώ μου θύμισε πολύ ενα διήγημα του Λαβκραφτ), το τέρας, και στην συνέχεια όμως το τι πραγματικά είναι, δεν νομίζω ότι είναι ολοκληρωτικά εμφανές . Επίσης παραστατικές και τρομακτικές και οι εικόνες, το σύρσιμο στην αρχή και η αγωνία που κορυφώνεται. Σε μια περιγραφή σου χρησιμοποιείς την λέξη σφριγηλός . Το βρήκα πολύ άστοχο και άκυρο. (λεπτομέρεια βέβαια αλλά μου χτύπησε άσχημα). Το τέλος επίσης μου άρεσε πολύ, και δεν το βρήκα ότι χαλάει τον "τρόμο" της υπόθεσης. Ίσως θα έπρεπε μόνο να γίνει πιο ομαλά αυτή η "μετάβαση" ή τα δύο "άκρα" να συνταιριάξουν και καλύτερα, όμως, αν και πιο "συναισθηματική" η ιδέα σου, δίνει και μια άλλη διάσταση στο τρόμο πιο ψυχολογική και εσωτερική ενώ παράλληλα διατηρείτε ως ένα βαθμό και ο κατ' εξοχήν τρόμος. Καλός γενικά ο συνδυασμός. Κάτι περι "τηλεκίνησης" και αυτά να σου πω την αλήθεια με μπέρδεψες δεν πολυκατάλαβα. ( ίσως μια πιο προσεχτική μελέτη να έλυνε τις απορίες μου) Επίσης, αν δεν κατάλαβα λάθος, εννοείς ότι το τέρας είχε άμεση σχέση ίσως και με την ίδια την οικογένεια αυτή; Ή κάνω λάθος; Ήταν τελικά ο σύζυγος της γυναίκας και πατερας του βρέφους μήπως; Γιατί σε σημεία αφήνεις να υπονοηθεί κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον εγώ αυτό κατάλαβα. Καμία σχέση; Γενικά πολύ καλό. Edited February 2, 2011 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted February 3, 2011 Share Posted February 3, 2011 Μπράβο Άγγελε. Για μένα το πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο τέρας του διαγωνισμού. Πολύ ατμοσφαιρικό το πρώτο κομάτι. Το έδωσες όμορφα. Θα ήθελα λίγο πιο ξεκάθαρες τις αναφορές που αφορούν την μετακίνηση του χώρου; του σπιτιού; Δεν το καλοέπιασα: δεν ήμουν σίγουρος τι εννοείς. Και επειδή αναφέρθηκε σχετικά, εγώ λέω ότι μου άρεσε που το πλάσμα ήταν χειροπιαστό. Αυτό που κάνει την ιστορία σου να ξεχωρίζει είναι η οπτική γωνία σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη πείνα του. Έχω την αίσθηση ότι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (και έχοντας υπόψη αυτά που -σωστά- αναφέρει ο Scanner για την χρήση της γλώσσας) θα απογείωνε την ιστορία αναδεικνύοντας περισσότερο το μοναδικό τερατάκι σου. Στη θέση σου θα το δοκίμαζα οπωσδήποτε. Ίσως (ίσως) χάσει λίγο από την αγωνία (που με λίγη προσοχή δεν θα χάσει) αλλά το κέρδος μπορεί να είναι μία πιο συγκλονιστική εμπειρία. Πιστεύω ότι έχει ακόμα περιθώρια βελτίωσης και ότι αξίζει τον κόπο να το δεις. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.