Jump to content

Μια εβδομάδα αργότερα.


NIKANTHI

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Νίκος Παναγιώτου

Είδος: Φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Οχι

Αριθμός Λέξεων: 3364

Σχόλια: Για τον 24ο Διαγωνισμό Σύντομης ΣΦΦ Ιστορίας

 

 

 

 

 

 

 

 

Μια εβδομάδα αργότερα

 

 

«Άντε βρέ τσιγκούνη, βαλε και άλλα, με δέκα ευρώ θα την βγάλεις;»

 

«Κατοστάρικο είναι Μαρία!»

 

«Κορίτσια, τι λέει αυτός;»

 

«Δεκαράκι… δεκαράκι…» πετάχτηκαν γελώντας, οι κλώσες, όλες τους μαζί.

 

«Άντε κουμπάρε… μας περιμένουνε…»

 

«Ότι πει η νύφη…» της είπε με σφιγμένα χείλη. Τι να έκανε! Ενέδωσε. Η παράδοση, το παπούτσι και άφραγκος έμεινε.

 

Οι γονείς της, έκλαιγαν. Το κοριτσάκι τους, δεν το χόρταιναν. Σαν χθες να ήταν, που στην αγκαλιά τους, για πρώτη φορά την κράταγαν. Σήμερα σαν νύφη πια, από κοντά τους θα έφευγε και την δικιά της οικογένεια, θα έφτιαχνε.

 

Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν. Ο κουμπάρος, έχοντας πλέον μόνο τα τσιγάρα στην τσέπη του, μαζί με την νύφη, στο αμάξι επιβιβάστηκαν και για την εκκλησία, κατευθύνθηκαν.

 

Τρίτη φορά που από μπροστά τους, πέρασαν. «Τώρα… Τώρα… αα…». Οι συγγενείς, απογοητευμένοι αναφώνησαν, όταν την είδαν και πάλι από μπροστά τους, να απομακρύνεται.

 

«Θα φύγω…» έλεγε χαριτολογώντας, ο γαμπρός. Λες να το εννοούσε. Αποκλείεται. Ψηλός, μελαχρινός, με το μαύρο του κουστούμι από τον ήλιο να γυαλίζει, την περίμενε. Όμως όχι, ο κουμπάρος τον περίπαιζε . Το νυφικό αμάξι, αναστροφή και πάλι έκανε και προς αυτούς κινήθηκε. Μπροστά από την εκκλησία, στάθμευσε.

 

Περήφανα, πρώτος ο κουμπάρος την πόρτα άνοιξε. Το πλήθος χαιρέτισε. Σημασία όμως, κανείς δεν του έδωσε. Όλοι τους, την νύφη περίμεναν και τότε την είδε. Θάμπωσε. Μια πριγκίπισσα, στα άσπρα φορεμένη του χαμογέλασε. Μια οπτασία, που απέκτησε μορφή, Τον πλησίασε. Τα κατάξανθα της μαλλιά, τα καταπράσινα της μάτια, τον μάγεψαν. Από δίπλα της, ο πατέρας της, την συνόδευε και ένα προς ένα τα σκαλιά της εκκλησίας, ανέβηκαν. Του την παρέδωσε. Ο Γιάννης, την ανθοδέσμη, της πρόσφερε και με όλη την αγάπη του κόσμου, την φίλησε. «Σε αγαπώ» της είπε και η ζωές τους , για πάντα, ενώθηκαν.

 

 

 

 

 

Καραϊβική, μια εβδομάδα αργότερα. Πάνω στο κρουαζιερόπλοιο, τον ωκεανό αγνάντευαν. Από την πισίνα βγαίνοντας, οι μαργαρίτες, ήδη τους περίμεναν. Δίπλα στις ξαπλώστρες τους, σερβιρίστηκαν. Πίνοντας μια γουλιά, δροσίστηκαν ενώ απολάμβαναν τον έρωτα τους. Από τα χέρια πιασμένοι, χωρίς να μιλούν, τα πάντα έλεγαν.

 

Ξαφνικά, είδαν τα πουλιά, να πετάνε μακριά. Αέρας σηκώθηκε. Οι σειρήνες από την στεριά, ήχησαν. Συναγερμός χτύπησε. Τρόμαξαν. Τι έγινε! Η Μαρία, πάνω του σφίχτηκε. Όχι από αγάπη, από φόβο όμως τούτη την φορά. Ο ήλιος σκοτείνιασε. Δεν ήταν σύννεφα, κάτι άλλο τον έκρυβε. Τους πλησίαζε. Ο κόσμος πάνω στο πλοίο, πανικόβλητος έτρεχε. Ανθρώπων έργο, αποκλείεται να ήταν, ότι βλέπανε. Μια μεταλλική μάζα, πάνω από την θάλασσα αιωρούταν. Ο Γιάννης , την Μαρία τράβηξε. Να απομακρυνθούν όμως, δεν πρόλαβαν, όταν μια λάμψη, τους τύφλωσε, ενώ το απόλυτο σκοτάδι, ακολούθησε.

 

Ζαλιζότανε. Το μυαλό, κενό από σκέψεις. Τίποτα δεν θυμόταν. Με δυσκολία, η όραση της, προσαρμόστηκε. Έκανε να σηκωθεί. Οι δυνάμεις τις, την εγκατέλειψαν. Ένα βαθύ γκρίζο φώς, ολόγυρα της, την κύκλωνε. Τον άντρα της θυμήθηκε. «Γιάννη…» και σέρνοντας, τον αναζήτησε.

 

 

 

 

 

Σε ένα μεγάλο λιβάδι βρέθηκε. Την γυναίκα του έψαχνε. Μόνο άγνωστοι άντρες τον περιτριγύριζαν. Μέσα από τα δέντρα, μια πόλη ξεπρόβαλε. Καθαρά, δεν την έβλεπε, μόνο το περίγραμμα της μες στο δάσος, σκιαγραφούταν. Ένα συναίσθημα του έλεγε, ότι η γυναίκα του, εκεί τον περίμενε. Κάποιους από το καράβι, τους γνώρισε. Άλλοι κλαίγανε και άλλοι, οργισμένοι, τις δικές τους γυναίκες, αναζητούσανε. Μιλιά, δεν είχε να μιλήσει. Μόνο σιωπή. Σαν ζώα, ουρλιάζανε. Ένας κατάξανθος άντρας, κουνώντας τα χέρια του, τους κάλεσε. Απορημένα τον κοίταζαν. Δυο άντρες, τον ακολούθησαν και ο Γιάννης μαζί τους προχώρησε. Κανείς δεν ήξερε, γιατί. Αλλά όλοι τους, σαν να γνώριζαν, ότι το ταίρι τους, σε αυτήν την πόλη θα το εύρισκαν, σιγά –σιγά, σηκώθηκαν.

 

Ήταν πάνω, από χίλια άτομα. Μαύροι, άσπροι, από όλες τις φυλές, από όλες τις εθνικότητες. Στην ηλικία του, συνομήλικοι του. Τι θα τους έκαναν. Γιατί τους απήγαγαν, δεν τους ένοιαζε. Μόνο τις γυναίκες τους , να έβρισκαν. Προχωρώντας ο Γιάννης σε κάθε του βήμα, το γρασίδι, τα πέλματα των ποδιών του, γλύκαινε. Μέσα του, η ελπίδα του, αναπτερώθηκε. Άξαφνα όμως, πάγωσε. Καθώς είδε τον κατάξανθο άντρα, στο έδαφος να σωριάζεται. Έτρεξε, τον σήκωσε, νιώθοντας από μια αόρατη δύναμη να ηλεκτρίζεται. Άπλωσε το χέρι του. Το αισθάνθηκε. Ένας αόρατος θόλος τους περικύκλωνε. Κατά πίσω του γύρισε. Αναστέναξε, καθώς οι συνοδοιπόροι του, απογοητευμένα τον κοίταζαν. Άπλωσε το χέρι του. Διαπερνόντας το πλέγμα, ένιωθε κάποιο είδος ενέργειας, να μαγνητίζει την σάρκα του και όσο αυτή η δύναμη ερχόταν σε επαφή με το δέρμα του, το κουβούκλιο που τους περιόριζε, αιφνίδια, σε Πολικό Σέλας, μεταμορφώθηκε.

 

Όχι. Πλέον το κατάλαβε. Αυτά τα πλάσματα που τους απήγαγαν, το κακό τους, αποκλείεται να το ήθελαν. Κάτι άλλο, από αυτούς, εζήταγαν. Έκανε να διαβεί, όταν αυτό το ενεργειακό φράγμα, σαν κεραυνός τον χτύπησε και στην γη κατέρρευσε. Χάνοντας την αίσθηση του χρόνου που κυλούσε, ζαλισμένος σηκώθηκε. Όμως σαν να γνώριζε, τον πόνο αυτό ο θόλος, γιατί του τον προκάλεσε, το μαγιό του έβγαλε και με θλίψη, την βέρα του απαλά, στην γη την ακούμπησε. Τα χείλη του έσφιξε και αποφασιστικά ξαναπροσπάθησε. Χωρίς όμως αυτήν την φορά, να νιώσει το παραμικρό, μέσα από τον θόλο πέρασε. Γυρνώντας κατά πίσω του, είδε τους συντρόφους του, να ξεντύνονται. Όταν από τον θόλο, όλοι τους διέφυγαν και ο ίδιος εξαφανίστηκε.

 

 

 

Ενώ σερνόταν, από μια ανεξήγητη δύναμη εφοδιάστηκε και σαν άλογο κάλπασε. Παντού όμως, μόνο γυναίκες την γυροφέρνανε. Δεν ήταν η μόνη. Όλες τους σηκώθηκαν. Η ομίχλη αραίωσε. Μπροστά της, μια κάτασπρη πόλη ορθωνόταν. Από όσο έβλεπε, έρημη φαινόταν. Ζωή μέσα της, λες και δεν είχε. Καθώς όμως, άστραφτε, νόμιζες ότι τις περίμενε. Η ομίχλη οπισθοχωρούσε, μαζί της και η ιδία προχωρούσε. Αλλά, το επόμενο βήμα της, στην γη, δεν το πάτησε. Το κενό άγγιξε. Έχασε την ισορροπία της. Θα έπεφτε. Κατά εμπρός έγειρε, αλλά κρατήθηκε. Όταν η πάχνη εξανεμίστηκε, μαζί της και τις ελπίδες της εξαφάνισε. Βλέποντας , ότι για την πόλη αυτή, διαδρομή δεν υπήρχε. Καθώς μόνο το κενό, τις περιτριγύριζε. Σε ένα βράχο βρέθηκαν, που μόνο εάν σαν πουλιά πέταγαν, εκεί θα πήγαιναν . Στα γόνατα έσκυψε, συνειδητοποιώντας, ότι ο τάφος της, αυτός θα ήταν.

 

 

 

Στο δάσος, τα δέντρα σκίαζαν τον ουρανό. Αγκομαχώντας, προχώρησαν. Τα στομάχια τους κράταγαν. Τα σάλια τους έσταζαν. Πεινούσαν, λες και μέρες δεν έφαγαν. Να καταλάβουν, δεν μπορούσαν. Μάλλον, όταν τον θόλο διαπέρασαν, εξαντλήθηκαν. Τώρα πώς θα συνέχιζαν. Οι ποιό αδύναμοι, σερνόντουσαν. Κάποια ζώα, σε αυτήν την δυσβάστακτη περιπλάνηση, τους συνόδευαν. Λαγοί, ελάφια, τον δρόμο τους προδρομούσαν. Λες και τους οδηγούσαν. Ο Γιάννης, σκεφτόμενος μόνο την Μαρία, μπορούσε και όρθιος περπατούσε. Το αεράκι φύσηξε. Μια μυρουδιά τους έστειλε. Η θέληση τους, αναπτερώθηκε και ταχύτατα, προς την πηγή αυτής της θεόσταλτης ευωδίας, κινήθηκαν. Μα σαν είδαν, παρέλυσαν. Όλα τα ζώα του δάσους, πίσω από δυο τεράστια τραπέζια, μέσα στα μάτια τους κοίταζαν. Το ένα είχε φρούτα και το άλλο, ψημένη σάρκα. Όλοι τους σαν λύκοι ξεχύθηκαν. Ενώ οι λύκοι ξοπίσω τους, με λύπη τους έβλεπαν. Στα κρέατα όρμισαν. Τα κατασπάραξαν. Έτρωγαν- έτρωγαν και δεν χόρταιναν. Ο Γιάννης, κάποιους άλλους ακολούθησε και ένα μήλο δάγκωσε. Με μια μπουκιά, χόρτασε και τα ζώα χάζεψε, που ταυτόχρονα από μπροστά τους , αποτραβήχτηκαν. Ευχαριστημένοι πια, από το γεύμα τους, τεντώνοντας τις κοιλιές τους, κοροϊδεύοντας αυτούς, που επέλεξαν, με τα φρούτα την λαιμαργία τους να έσβηναν, τους πλησίασαν. Όμως ξαφνικά, τα πρόσωπα τους, σκούρυναν. Τα μάτια τους γούρλωσαν. Ένας έντονος πόνος τους καθήλωσε. Κάτω έπεσαν. Η αναπνοή τους κόπηκε. Κομμάτια από το σώμα τους, άρχισαν να χάνονται. Ψημένο κρέας να γίνονται. Στην γη σπαρταρούσαν, έσβηναν. Ο Γιάννης, πήγε να τους βοηθήσει, κάποιος τον συγκράτησε. Αυτοί που το κρέας μάσησαν, τον εαυτό τους έφαγαν και το τραπέζι, αυτοί έγιναν.

 

Ουρλιαχτά, άκουσε η Μαρία. Το κεφάλι της, προς τις φωνές, το έστριψε. Είδε γυναίκες να πετάγονται. Από κάποιο αόρατο ον, να εκσφενδονίζονται. Στον αέρα μαγικά, να στηρίζονται, να ενώνονται και μονοπάτι να κτίζουν. Σοκαρίστηκε. Έτρεμε. Ακόμα ήταν ζωντανές. Τσίριζαν. Το σταυρό της έκανε. Θεέ μου, έτσι θα πέθαινε. Σκέφτηκε. Όμως πως να μιλήσει, δεν ήξερε. Το αίμα τους έφτυναν. Μια δύναμη, στα δυο τις έσκισε. Τα υγρά από το σώμα τους, σαν ρυάκια, στην άβυσσο έσταζαν. Την βρόμιζαν. Σε ξύλα μεταμορφώθηκαν και γέφυρα έγιναν. Όσες απέμειναν, μέσα σε μια στιγμή, ξέχασαν, ότι έζησαν. Καθώς όταν μια γέφυρα διαβείς, για το ξύλο που πατάς, δεν πρόκειται , ποτέ να αναρωτηθείς.

 

Πάνω της περπάτησαν. Στην πόλη έφταναν. Αποσβολωμένες έβλεπαν, την πόλη να συρρικνώνετε, τα σπίτια της, να εξαφανίζονται. Όσα ξύλα γίνανε, τόσα σπίτια σβήσανε. Εφόσον πια, στα σπίτια αυτά, κάνεις δεν θα έμενε.

 

Ο τόπος αυτός, ήταν γεμάτος με λευκόχρυσα πεζοδρόμια, που σε κάθε τους πατημασιά, φωσφόριζαν. Τις καλωσόριζαν. Τα δέντρα, αντικριστά του δρόμου, μισό μέτρο , πάνω από την γη αιωρούνταν. Οι ρίζες τους, το χώμα, δεν το άγγιζαν. Πολύχρωμα άνθη, από τον ουρανό, έπεφταν. Η Μαρία, άνοιξε την χούφτα της. Μάζεψε, όσα στην παλάμη της χωρούσαν και το άρωμα τους, οσμίστηκε. Τα δάχτυλα της, άνοιξε και αυτά πέφτοντας στην γη, τον προορισμό τους ολοκλήρωσαν. Τα καναρινιά, πάνω από τις σμαραγδένιες στέγες των σπιτιών, τραγουδούσαν. Όλες μαζί, ακούγοντας το νερό που κύλαγε, στο πρώτο δρόμο, αριστερά έστριψαν. Σιντριβάνια είδαν, που μέσα τους, χρυσόψαρα κολυμπούσαν. Στα σπίτια για να πήγαινες, από σκάλες, δεν ανέβαινες, σε ένα ουράνιο τόξο περπατούσες. Στο κατώφλι τους, σαν έφτανες, πόρτα δεν έβλεπες, αλλά μικρούς καταρράκτες, όπου το νερό, σαν έρεε, σε ουράνιο τόξο κατέληγε. Το έφτιαχνε και η διαδρομή του, εκεί τερμάτιζε. Τα σπίτια, από τούβλα και μπετόν, δεν αποτελούνταν, αλλά από πλατίνα χτίσθηκαν. Τα παράθυρα τους, διαμαντένια. Ο ήλιος σαν τα χτυπούσε, γυάλιζαν και γράμματα σχημάτιζαν. Ένα όνομα γράφανε. Τους έδειχναν, για ποιες γυναίκες, το καθένα από αυτά, προορίζονταν.

 

Η Μαρία, σαν είδε το που ανήκε, η καρδία της, ευφράνθηκε και ένα χαμόγελο, στο πρόσωπο της, έλαμψε. Εδώ θα έμενε. Έκανε πάνω στο ουράνιο τόξο να διαβεί, στο σπιτικό της να έμπαινε, ξοπίσω της όμως φασαρία άκουσε. Δέκα γυναίκες μαλλιοτραβιόντουσαν. Ένα σύννεφο, τον ήλιο σκιάσε και τα ονόματα τους, σβήστηκαν. Όλες τους, το πιο μεγάλο από όλα τα σπίτια, διεκδικούσαν. Τις συνήθειες τους, δεν τις ξέχασαν. Βλέποντάς τες, αηδίασε. Χλόμιασε. Εκεί που μαλώνανε, το μεγάλο σπίτι, ζωντάνεψε. Ο καταρράκτης, σε στόμα και το νερό, σε κοφτερά δόντια, μεταμορφώθηκαν . Κατά αυτές όρμισε. Εκείνες, ούτε να το δουν, δεν πρόλαβαν. Με μια κίνηση, τα κεφάλια τις έκοψε. Οι γυναίκες, σε μάρμαρο μετουσιώθηκαν και με τα σπίτι μαζί, σε σιντριβάνια μετατράπηκαν. Καμία τους δεν ξανά μάλωσε. Όπου η καθεμία άνηκε, όδευσε και τα σπίτια, άλλαξαν μορφή. Όμοια έγιναν. Όμως από την αίγλη τους, σε τίποτα δεν υστέρησαν. Μπροστά από της υδάτινες εξώπορτες των σπιτιών τους, στάθηκαν. Να τις διαβούν όμως, δεν μπόρεσαν. Η ορμή του νερού, αυξήθηκε. Το χέρι της άπλωσε. Καθώς πλησίασε το υδάτινο τοίχος, ζεματίστηκε. Πόσο γελάστηκε!. Νερό μέσα από τα σωθικά του, δεν ανέβλυζε. Οξύ κύλαγε και το ουράνιο τόξο, από το οξύ προερχόταν. Κοίταξε όλες τις γυναίκες που απέμειναν, υπομονετικά να περιμένουνε. Εγκράτεια έδειξε και το παράδειγμα τους, ακολούθησε. Το βλέμμα της, χαμήλωσε και κοιτάχτηκε. Ρούχα δεν φορούσε. Έκπληκτη, παρατήρησε την γύμνια των γυναικών τριγύρω της, όμως ντροπή, δεν αισθάνθηκε. Οικία ένιωθε. Λες και παντού, τον εαυτό της έβλεπε.

 

Σοκαρισμένοι, το δάσος, ξοπίσω τους το άφησαν. Στης όχθες μιας λίμνης, έφτασαν. Ο Γιάννης με τους συνοδοιπόρους του, αποσβολωμένοι κοιτάχτηκαν. Αμήχανα προχώρησαν. Αντί για άμμο, τα πόδια τους σε χρυσόσκονη τα πάτησαν. Αντί για βότσαλα, ράβδοι χρυσού την στόλιζαν. Ο όγκος της τεράστιος. Πώς θα την διέσχιζαν. Πώς θα την περνούσαν. Στην γυναίκα του, πώς θα έφτανε. Πώς θα την έσωνε. Όταν, μια βοή άκουσε. Είδε, υδάτινα χέρια από την λίμνη να πετάγονται. Δέκα άτομα να αρπάζουν. Έτρεξε, πάνω στον ξανθό άντρα πήδηξε, από την μέση του αγκιστρώθηκε. Το χέρι όμως, μαζί με τον ξανθό άντρα και αυτόν τράβηξε. Στην άμμο τους έσυρε. Σέρνοντάς τους , γραμμή χάραξε και άλλοι έτρεξαν να τους βοήθαγαν. Σκόνη σηκώθηκε, στα μάτια τους μπήκε, τα έκαψε. Το χέρι, στον αέρα σηκώθηκε, όλους τους παρέσυρε. Με δύναμη ταλαντεύτηκε. Πέντε μέτρα, πάνω από την γη κρεμνιόντουσαν. Όταν, τα χέρια του Γιάννη, στο ιδρωμένο σώμα του ξανθού άντρα γλίστρησαν, στο κενό βρέθηκαν και χάμω, μαζί με όσους τον βοήθησαν, έπεσαν. Ο Γιάννης λιποθύμησε. Το χέρι, έχοντας πλέον τον άνθρωπο που επέλεξε, μέσα στην λίμνη τον έχωσε. Τα άλλα χέρια ακολούθησαν και τα νερά, κόκκινα βάφτηκαν.

 

Μετά από λίγο, όταν τα μάτια του άνοιξε, δέκα βάρκες στην όχθη της λίμνης τους περίμεναν, που η κάθε μια τους, τριάντα άτομα θα χώραγε. Με κόπο σηκώθηκε και προς την βάρκα, όσο μπορούσε, έτρεξε. Οι βάρκες όμως, είδη στα νερά αμολήθηκαν. Άλλες με δύο, άλλες με τρείς, μια με μόνο έναν επιβάτη πάνω της αναχώρησε. Μα γιατί να φεύγουν άδειες, εφόσον θα μπορούσαν όλους τους, να τους μεταφέρουν; αναρωτήθηκε. Όταν τα πέλματα των ποδιών του, το νερό άγγιξαν, ένα δάκρυ έσταξε, που το παράπονο του απεικόνιζε και το νερό ανακάτεψε. Απότομα, ένα τεράστιο κύμα δημιουργήθηκε, που με απίστευτη ταχύτητα κινήθηκε. Ως τον ουρανό έφτασε και τις βάρκες, μέσα στην λίμνη αναποδογύρισε. Μόλις από τον ορίζοντα χάθηκαν, το κύμα, σε μεταξωτό σεντόνι μεταμορφώθηκε. Ένα πέπλο πάνω από τα νερό έριξε, ώστε όσοι απέμειναν, πάνω του να περπάταγαν.

 

Ο Γιάννης, κοιτώντας την πόλη που ολοένα και την πλησίαζε, έχοντας τον νου του βαρύ από σκέψεις , δεν πρόσεξε, τριάντα σπίτια που εξαερώθηκαν. Κάποιου είδους δοκιμασίας τους επιβάλλανε. Λες και κανόνες τους ορίζανε. Μόνο αν απαρνιόταν το παρελθόν, από τον θόλο θα δραπέτευαν. Το τραπέζι στο δάσος, θυμήθηκε. Αν σκότωναν, η αν τους συνανθρώπους τους εγκατέλειπαν και στον θάνατό τους, τους οδηγούσαν. Μόνο, αυτοί θα πέθαιναν. Το γιατί όμως, κάποιοι αθώοι, τυχαία θυσιάστηκαν. Τα υδάτινα χέρια, γιατί μονάχα αυτούς που επέλεξαν , σκότωσαν. Όσο και να αναρωτιόταν , απάντηση δεν έβρισκε.

 

Διψούσαν. Το στόμα τους στέγνωσε. Ξεράθηκαν τα χείλη τους. Πάνω από το νερό προχωρούσαν, νερό όμως δεν είχαν. Για ένα πηγάδι ευχήθηκαν. Σαν να το είδαν. Η ευχή τους πραγματοποιήθηκε ή οπτασία έβλεπαν! Όχι, αλήθεια ήταν. Το άγγιξαν. Τα κορμιά τους λύγησαν, έσκυψαν, το νερό άκουσαν. Κουβά όμως, δεν έβλεπαν. Πώς το νερό του, θα έπιναν. Ο Γιάννης νόημα έκανε, από τα πόδια του να τον βαστήξουν, γερά να τον κρατήσουν. Στο πηγάδι να βουτήξει και ενώνοντας της χούφτες του, νερό να μαζέψει. Τον κατάλαβαν. Τέσσερα άτομα, προθυμοποιήθηκαν και τον έπιασαν. Άλλοι τέσσερεις, μαζί του βούτηξαν. Στο σκοτάδι καταρριχήθηκε. Νερό γέμιζε και καθώς τον ήλιο και πάλι αντίκρισε, σε αυτούς που τον βοήθησαν, τους το πρόσφερε. Οι άλλοι, δεν αντιστάθηκαν και πρώτοι την δίψα τους δρόσισαν. Μετά από ώρα ,όλοι ήπιαν και ξεδιψασμένοι, από το πηγάδι, απομακρύνθηκαν. Ξαφνικά, κάποιοι ξέρασαν . Στα δυο δίπλωσαν. Οι μυς τους, συσπάστηκαν. Η γλώσσα τους, γύρισε. Τα σωθικά τους, καίγονταν. Μια τρύπα στο στομάχι τους άνοιξε και έξω από το σώμα τους, πετάχτηκε. Το στομάχι τους, πέτρωσε και σε γαβάθα μεταλλάχτηκε. Αυτοί που νερό δεν μοίρασαν, αιώνια πια, νερό θα πρόσφεραν.

 

Ο καταρράκτης στέρεψε. Η ροή του, διακόπηκε. Πλέον, τίποτα από το καινούργιο της σπιτικό, δεν την εμπόδισε. Η Μαρία, διστακτικά περπάτησε. Ένα μικρό βήμα προχώρησε, φοβότανε. Δεν ήξερε, το τι θα αντίκριζε. Πιστεύοντας, ότι ίσως τον Γιάννη της, θα έβρισκε, τον καταρράκτη προσπέλασε. Ο άντρας της όμως, μέσα στο σπίτι αυτό, δεν την περίμενε. Στο εσωτερικό του, είδε σε διάφορα σχήματα, μικρά σύννεφα που αιωρούταν. Τα πλησίασε. Με τα δάχτυλα της, τα ένιωσε. Την αύρα τους γεύτηκε. Το ένα σύννεφο, την κύκλωσε και στον αέρα την σήκωσε. Πάνω του, την ξάπλωσε. Την νανούρισε. Αναμνήσεις από τον άντρα της, την τροφοδότησε και την αποκοίμισε. Σε κάποια άλλα σπίτια, τα σύννεφα όμως, μαύρισαν. Όνειρα, δεν πρόσφεραν, αλλά τους εφιάλτες τους ζωντάνεψαν. Σαν φίδια, γύρο από τις γυναίκες, τυλίχτηκαν. Τις έσφιγγαν. Τις έπνιγαν. Αυτές παρέλυσαν. Δεν μπορούσαν να αποτραβηχτούν. Παγιδευτήκαν. Ξαφνικά, η αύρα που τις τύλιγε, χάθηκε. Στα γόνατα έπεσαν, τα στόματα τους άνοιξαν. Οξυγόνο να έπαιρναν. Όταν, χιλιάδες έντομα, μέσα στο στόμα τους εισέβαλαν. Στην μύτη τους, στα αυτιά τους εισχώρησαν και φρικιαστικά πέθαναν. Το άψυχο κουβάρι του κορμιού τους, σε χιλιάδες κομμάτια διασπάστηκαν. Τροφή έγιναν και ο αέρας την παρέσυρε, ταΐζοντας τα χρυσόψαρα που μέσα στα σιντριβάνια κολυμπούσαν.

 

Ο Γιάννης μετά από ώρα, την λίμνη, επιτελούς την διέσχισε . Όταν και ο τελευταίος σύντροφος του, στην γη πάτησε, το πέπλο τραβήχτηκε και ο ήλιος και πάλι, τα νερά της λίμνης, θέρμανε. Με δέος, κοιτούσε τους βράχους, που μπροστά του ορθωνόταν. Στην κορυφή αυτόν, η περιπλάνηση τους τερμάτιζε. Η πόλη, εκεί τους περίμενε. Όλοι τους απλώθηκαν. Το μέρος ερεύνησαν. Κάποιο δρόμο να ανακάλυπταν, ώστε και αυτό το τελευταίο τους εμπόδιο, να ξεπέρναγαν. Ένας τους κάλεσε. Τα χέρια του σήκωσε. Ένα στενό, δύσβατο, μονοπάτι εντόπισε και στον βράχο, την ράχη του ακούμπησε. Κάνοντας μικρά, προσεκτικά, πλάγια βήματα, την αναρρίχηση του, ξεκίνησε. Είδε δύο άντρες που κλαίγανε. Το ύψος θα φοβόντουσαν. Έτρεμαν. Ηττημένοι από τις αδυναμίες τους, εγκατέλειψαν και η διαδρομή τους, για αυτούς, εκεί διακόπηκε. Μόνο ο Γιάννης, από ψηλά, για λύγο τους κοίταξε και ποτέ κανείς, για αυτούς, δεν έμαθε. Το μονοπάτι, περιμετρικά του βράχου, τους οδηγούσε. Βλέποντας από χαμηλά την πόλη, να αγγίζει τα σύννεφα, την είδαν μικρότερη, από όσο την νόμιζαν. Όσοι απέμειναν, παρακαλούσαν τον θεό, το ταίρι τους να έβρισκαν. Χωρίς να ξέρουν, αν ο θεός που γνώριζαν, ήξερε για αυτό το μέρος που βρέθηκαν. Τα πετρώματα του βράχου έκαιγαν. Τα πέλματα τους, καιγόντουσαν. Οι πλάτες τους, από τις αμυχές των βράχων, σκίστηκαν. Οι θάμνοι, τους γρατζουνούσαν. Τα δέντρα τους εμπόδιζαν. Τα πόδια τους, από την εξάντληση, έτρεμαν. Ο ιδρώτας τους, έσταζε, τις πληγές τους έτσουζε. Ένας παραπάτησε και στο κενό έπεσε, την ζωή του έχασε. Ο Γιάννης, τον γάμο του θυμόταν. Τον άγγελο του, στην μνήμη του ζωγράφισε. Κουράγιο να έπαιρνε. Τα ξανθά της τα μαλλιά και πάλι να άγγιζε. Στοργικά, μέσα στην αγκαλιά του, να την κράταγε.

 

Σε κάποιες απόκρυφες πλαγιές, είδαν αετοφωλιές. Άκουγαν τα όρνια, που πάνω από το κεφάλι τους, τριγυρνούσαν. Τους παρακολουθούσαν. Ο Γιάννης, το πόδι του έσυρε, όμως σε μια πέτρα γλίστρησε. Αστραπιαία με τα χέρια του, από ένα θάμνο γαντζώθηκε. Στο κενό βρέθηκε. Οι ρίζες τεντώθηκαν. Για πόσο ακόμα, το βάρος του κορμιού του, θα το άντεχαν. Με τα πόδια του, έψαχνε ένα πάτημα. Κάτι να βρει, κάπου να στηριχτεί. Η βαρύτητα και άλλο προς την γη τον έλκυε. Τον τράβηξε. Κρακ… Κρακ… Κρακ… οι ρίζες κόπηκαν. Ο Γιάννης κομμάτια θα γινόταν. Μια απότομη ώθηση προς τα κάτω αισθάνθηκε, που ξαφνικά, διακόπηκε. Τέσσερα άτομα τον βάσταξαν και με ρυθμικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις, προς αυτούς τον τράβηξαν. Το χέρι τους έπιασε. Άλλοι από τα πλευρά του, τον σήκωσαν και στο δρομάκι, εξαντλημένος ξάπλωσε. Δύο βαθιές ανάσες πείρε και το χέρι του, στην καρδιά του το ακούμπησε. Δείχνοντας τους, ότι τους ευχαριστούσε. Τις δυνάμεις του μετά από λύγο ανέκτησε και με τους συνοδοιπόρους του, προχώρησε.

 

Και το ίδιο το μονοπάτι, από την διαδρομή του ξαπόστασε και σε ένα τεράστιο άνοιγμα κατέληξε. Ανάσα να έπαιρνε και προς την κορυφή και πάλι να συνέχιζε.

 

Βαριαναστενάζοντας όλοι τους, κάτω έπεσαν. Καταπονημένοι. Ταλαιπωρημένοι. Άλλο δεν άντεχαν. Τρομοκρατημένοι αντιλήφτηκαν, βήματα που τους πλησίαζαν. Ο ένας προς τον άλλον σύρθηκε. Ένα κύκλο σχημάτισαν, να ήταν κοντά. Προστασία να ένιωθαν. Τα βήματα ολοένα και τους έφταναν. Τότε τις είδαν και κοκάλωσαν. Εκατό νεράιδες, που είχαν απαράμιλλη ομορφιά, μπροστά τους στάθηκαν. Μελαχρινές, όλες τους , με γαλάζια μάτια. Η επιδερμίδα τους ,έλαμπε. Ρούχα, ούτε αυτές, δεν φόραγαν. Με πόθο τους κοιτούσαν. Με λαγνεία τους ζητούσαν. Τα στήθια τους άγγιζαν. Τα κορμιά τους ζητούσαν. Από ανάμεσα τους πέρασαν. Τους χάιδευαν . Οι περισσότεροι, τις ερωτεύτηκαν. Τις ήθελαν και σε μια στιγμή, τις γυναίκες τους ξέχασαν. Ο Γιάννης, τα μάτια του έκλυσε. Να μην τις έβλεπε, όταν μετά από λίγο τα ξανάνοιξε, εκεί που ήταν οι συνοδοιπόροι του, μόνο βράχοι υπήρχαν. Εφόσον τις γυναίκες τους λησμόνησαν, πλέον να ζουν, δεν άξιζαν. Σύρθηκε όσο μπορούσε, από αυτές να αποτραβηχτεί. Όταν, μέσα στο μυαλό του, του μίλησαν. Μην φοβάσαι, του είπαν. Από το χέρι του, τον έπιασαν και μαζί με όλους τους εναπομείναντες συντρόφους του, πέταξαν και σαν αετοί, μέσα στον ορίζοντα, χάθηκαν. Ανάμεσα από τα σύννεφα πέρασαν και μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού τους, τους οδήγησαν.

 

Ο Γιάννης είδε την πόλη από ψηλά, μόνο από τριάντα σπίτια να αποτελείται. Πλέον τα πάντα κατανόησε. Την γη σαν ακούμπησε, η νεράιδα, μπροστά του υποκλίθηκε. Το χέρι της άπλωσε και του έδειξε, την γυναίκα του, που θα την έβρισκε. Προς αυτήν έτρεξε, στο σπίτι μπήκε. Την είδε που κοιμόταν. Την χάιδεψε και ένα φιλί της έδωσε. Αυτή, τα μάτια της άνοιξε και χαμογέλασε. «Σ’ αγαπώ» του ψιθύρισε.

 

«Και εγώ, αγάπη μου» της είπε. Αποκτώντας και η δυο τους και πάλι μιλιά. Γιατί με τον άνθρωπό σου, αν δεν μπορείς να την μοιραστείς, τι να την κανείς. Αλήθεια, τα λόγια, σε τι να τα χρειαστείς. Έξω από το παράθυρο τους, κοίταξαν. Είδαν χιλιάδες πόλεις να απλώνονται, ως πέρα, μακριά, όμως καμία, δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτήν.

 

ΤΕΛΟΣ

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

Πολύ φαντασία,απρόβλεπτη ιστορία, λέξεις ποιητικές,το κείμενο σου είναι παραστατικό,δίνει εικόνες.

Αν ήμουν ο συγγραφέας θα έβαζα γιά τίτλο < Η ΠΟΛΗ ΔΙΑΛΕΓΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ >

Κατά την ταπεινή μου γνώμη ,υπάρχουν πολλά κόμματα που κόβουν την ροή της ιστορίας.

Επίσεις έχεις ένα ιδιαίτερο τρόπο γραφής, βάζοντας συνεχώς το ρήμα στο τέλος τής πρότασης,αλλά μου αρέσει σαν αποτέλεσμα.

Καλή Επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής που αναφέρει και η σαλονικιά, αν και έκανε το κείμενο να ρέει σαν ευχάριστο τραγουδάκι μέσα στο κεφάλι μου, μετά απο αρκετή ώρα κουράστηκα κάπως. Οι σκηνές που περιγράφεις είναι ονειρικές. Υπάρχει συναίσθημα, ομορφιά και δύναμη. Συγχαρητήρια και καλή επιτυχία.

 

edit: ποιοτικό κείμενο και με πλήθος νοημάτων

Edited by David1778
Link to comment
Share on other sites

Είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που γράφεις, όπως είπαν και τα παιδιά. Σαν ποίημα θα έλεγα, αλλά μου άρεσε παρά πολύ. Δεν με κούρασε καθόλου. Σαν ιστορία είναι πολύ ερωτική και η πόλη είναι παραμυθένια. Θα μου άρεζε να μένω εκεί χωρίς βέβαια να περάσω από τις δοκιμασίες. :p

Edited by *Arwen*
Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά, καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που μας μάθαιναν συντακτικό στο σχολείο... Νίκο, η γραφή σου αναδίδει μια μουσικότητα, που όμως είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί πέρα από τη γοητεία της, αποσυντονίζει τον αναγνώστη και δεν τον αφήνει ίσως να απολαύσει όσο θα έπρεπε την ιστορία σου. Η ιστορία σου μού άρεσε πολύ ως ιδέα, όπως και τα διδάγματα που απορρέουν απ’αυτή. Πολύ εμπνευσμένη πόλη, έξυπνες οι δοκιμασίες. Σε κάποια σημεία, όμως, ομολογώ πως μπερδεύτηκα.

Πρώτον, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το σημείο αυτό, μπερδεύτηκα σχετικά με το ποιος (γαμπρός και κουμπάρος) έκανε τι στην αρχή. Τέλος, με μπέρδεψε αρκετά το τέλος, που αναφέρεις κι άλλες πόλεις, που όμως ήταν πιο μικρές από τη δική τους. Ήταν δυνατό να έχουν οι άλλες πόλεις λιγότερα από 30 σπίτια; Πέρα από τα παραπάνω, θα με ενδιέφερε επίσης να μάθω ποιοι ήταν αυτοί που τους είχαν απαγάγει, με ποιο κριτήριο και για ποιο λόγο.

Αν εξαιρέσεις αυτές τις ανακρίβειες καθώς και την –υπερβολική ίσως- χρήση των σημείων στίξης, πιστεύω πως το τωρινό γραπτό σου είναι πολύ πιο ωραίο από αυτό του προηγούμενου διαγωνισμού. Πολύ πιο ευκολοδιάβαστο και πιο κατανοητό. Πρόσεξε μόνο λίγο τα κόμματα. Για τη θεαματική βελτίωσή σου και όχι μόνο, αξίζουν πιστεύω συγχαρητήρια! :) Καλή επιτυχία σου εύχομαι!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου ήταν αρκετά καλή, τόσο που αυτή τη φορά δε με ενόχλησε καθόλου ο "ιδιαίτερος" τρόπος που γράφεις.

Σαφώς βέβαια σε κάποια σημεία μπερδεύτηκα, αλλά με μια πιο προσεχτική ανάγνωση κατάφερα και δε μου έμειναν άλυτες απορίες.

Πολύ ωραίες περιγραφές, αρκετά ρομαντικό και γεματο με πολλές αλληγορίες.

Μου άρεσε η ιδέα πως άξιοι για την αληθινή αγάπη είναι μόνο όσοι νοιάζονται για τους άλλους περισσότερο απ' ό,τι για τον εαυτό τους. Βέβαια με δυσαρέστησε η "τύχη" των υπολοίπων αλλά εφόσον το κείμενο είναι αλληγορικό μόνο ικασίες μπορούμε να κάνουμε για την πραγματική φύση της τιμωρίας τους.

Γενικά, πολύ καλή προσπάθεια και σίγουρα πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες συμμετοχές.

Καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

+Τραβηχτικός τίτλος

 

-Ζούμε στην εποχή της ατομικότητας και της αυτοσυνείδησης, άρα η ενέργεια έρχεται πρώτα από το υποκείμενο.

 

- Ο επικός χαρακτήρας του λόγου σου δεν βοηθάει την ροή, αν το θέμα σου ήταν κάτι σαν ελεγεία τότε ίσως λειτουργούσε, γιατί ο ήρωας σου θα ήταν το αντικείμενο θαυμασμού. Εδώ σε μερικές προτάσεις υπάρχει πρόβλημα ταυτοποίησης του υποκειμένου και μπερδεύεται με το αντικείμενο.

 

-Τα άτιμα τα ορθογραφικά σε προδίδουν εκεί που δεν το περιμένεις πχ «και η ζωές τους για πάντα ενώθηκαν», ΟΙ ζωές τους.

 

 

 

+ Η αλληγορία μπερδεύεται με την πραγματικότητα σε ένα ονειρικό περιβάλλον, υπάρχει μια κρυμμένη τελετή μύησης που χρειάζεται τη γλώσσα της ποίησης αλλά όχι την ποιητική γλώσσα.

 

+Μου αρέσει που επιμένεις στο τρόπο σου και δημιουργείς παράξενες εκφράσεις, αλλά υποβαθμίζεις την ιδέα σου.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ. Προσπαθείς, και καταφέρνεις ως ένα σημείο, να έχει λυρικότητα στο κείμενό σου. Για να το καταφέρεις όμως αυτό θυσιάζεις άλλα πράγματα. Για παράδειγμα μεγαλύτερες προτάσεις. Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου, την πρώτη περιγραφική παράγραφο, έχεις 12 προτάσεις για 100 λέξεις. Εντάξει, ωραία ακούγεται αυτό που κάνεις, αλλά κουράζει. Άσχημα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να παντρέψεις τον τρόπο σου με κλασική σύνταξη. Έτσι, όποτε θα το χρησιμοποιείς, θα δίνεις μια πολύ μεγαλύτερη έμφαση, μια μεγαλύτερη ζωντάνια, χωρίς να γίνεται κουραστικό.

 

Όσον αφορά το περιεχόμενο του κειμένου, δεν έχω να σχολιάσω κάτι παραπάνω από τους άλλους.

Link to comment
Share on other sites

Το διήγημα με προσοχή το διάβασα.

Την ιδέα και την περιπέτεια καλές τις βρήκα. Η Πόλη ελκυστική μού φάνηκε.

Όπως και την προηγούμενη φορά, με τη σύνταξη πολύ ζορίστηκα. :)

 

ΟΚ. Και σοβαρά τώρα, μην με παρεξηγήσεις, μη θυμώσεις με το αστειάκι παραπάνω, αλλά δυσκολεύομαι να διαβάσω τόσο μεγάλο κείμενο με όλη τη σύνταξη αντεστραμμένη.

Είχες μια καλή ιδέα, ήσουνα εντός θέματος -πολύ καλή η θέα της πόλης από μακριά και η εξήγηση που έρχεται στο τέλος- αλλά όταν ζορίζομαι να καταλάβω τι λες, νιώθω σαν να διαβάζω σε μια ξένη γλώσσα που δεν κατέχω καλά. Μοιραία, χάνω την ουσία και την ευχαρίστηση.

Link to comment
Share on other sites

Εμένα η σύνταξη και με κούρασε και με εκνεύρισε. Τόσο που ήμουν σχεδόν έτοιμος να το παρατήσω και να μην ασχοληθώ άλλο.

 

Η ιδέα του διηγήματος ήταν καλή, ο μύθος όμως δεν με έπεισε τελείως. Η πόλη που διαλέγει τους κατοίκους της, όπως τους επιλέγει, σαν πρακτική μου κάθισε φασίζουσα. Το παραβλέπουμε καθώς ο γαμπρός και η νύφη που ξεκίνησαν την ιστορία μας καταλήγουν πάλι μαζί, με το μήνυμα ότι η αληθινή αγάπη επιβραβεύεται και άρα happy end. Οι άλλοι, που τους απήγαγαν παρά τη θέληση τους, και δεν πέρασαν τα τεστ, τι έφταιγαν δηλαδή; Οι ζωές τους ήταν λιγότερο άξιες για να συνεχίσουν (πίσω στη Γη);

 

Και μια πόλη που λειτουργεί με τέτοια φασιστική λογική, δεν θα συνεχίσει τα "τεστ" στα ζευγάρια που απέμειναν; Από το τι είδους καφέ είναι σωστό να πίνουν μέχρι τι παιδιά, αγόρια ή κορίτσια, πρέπει να γεννήσουν το καθένα; Όσο τέλειος και να ήμουν, θα ήταν σκέτος εφιάλτης να ζήσω σε μια τέτοια πόλη.

 

Ξέρω ότι ίσως το πάω μακριά. Αναλογιστείτε όμως κι αυτό: Το διήγημα θα ήταν άλλος δυναμίτης αν τελικά ο ήρωας κατέληγε ζευγάρι με άλλη γυναίκα, γιατί τα τεστ της πόλης έδειξαν αυτούς σαν ιδανικό ζευγάρι!

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Είχες μια πολύ καλή ιδέα. Αυτές οι συνεχείς δοκιμασίες, σε δύο διαφορετικές ομάδες, είχαν κάτι που σε ελκύει και σε κάνει να θέλεις να πας παρακάτω. Από κάποιο σημείο και έπειτα καταλαβαίνουμε τον σκοπό των δοκιμασιών, φαντάζομαι πως οι άντρες και οι γυναίκες θα έπρεπε να ήταν πιο ψυλλιασμένοι με το τι παίζει. Μικρολεπτομέρεια, βέβαια. Το τέλος μού άρεσε, πολύ καλά δοσμένο.

 

Κάτι παραπάνω που θα ήθελα, είναι οι εξηγήσεις. Γιατί έγινε όλο αυτό; Μόνο και μόνο για να δοκιμάσει την αγάπη των ζευγαριών; Θα ήθελα να φαίνεται ότι είναι κάτι υπερφυσικό κρυμμένο πίσω απ’ αυτό, χωρίς να ξεκαθαρίζεται τελείως. Επίσης, σε κάποιες από τις δοκιμασίες χάθηκαν κάποιοι/ες αθώοι/ες. Γιατί έγινε αυτό, εφόσον ήταν αντίθετο στο όλο πνεύμα των δοκιμασιών;

 

Πέρα από τα της ιστορίας. Επέλεξες και πάλι τον ίδιο τρόπο γραφής με τον προηγούμενο διαγωνισμό. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, δεν λειτούργησε καλά για μένα, και σε ένα τόσο μεγάλο κείμενο με κούρασε. Νομίζω ότι έπρεπε να ακολουθήσεις τις συμβουλές από εκείνη την ιστορία, όσον αφορά το γράψιμο. Επίσης, υπήρχαν πολλά ορθογραφικά και γραμματικά λάθη, που προκαλούσαν παύσεις στην ανάγνωση.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σαφης βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο. Είχε μια συγκεχυμένη προσέγγιση, αφηρημένη, που μαζί με το προφανές παράταιρο της σύνταξης δυσκολευει τον αναγνώστη, όχι στο να διαβάσει, αλλά στο επικεντρωθεί στην ιστορία την ίδια. Όμορφες εικόνες και συναίσθημα. Τα happy end σπάνια μου αρέσουν. Καλή επιτυχία.

 

ΥΓ: Το ρήμα στο τέλος το έβαζε και ο Κάφκα. Βέβαια, εκεί βολεύει και η γερμανική γλώσσα, ευνοεί μια τέτοια σύνταξη, οπότε είναι άλλη ιστορία...

 

Link to comment
Share on other sites

Σαφής βελτίωση σε σχέση με το κείμενο του προηγούμενου διαγωνισμού. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν με κούρασε στο διάβασμα του κι όλας... Αλλά όντως έχεις μία πολύ καλή ιδέα και αυτή τη φορά στηρίχτηκες πάνω της.

 

Ωραίο το happy end, αλλά όπως λέει και ο Χατζηγιώργης, ούτε εγώ θα ήθελα να ζήσω σε μία τέτοια πόλη...

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορια σου μου φανηκε σαν ονειρο που αλλοτε γινεται εφιαλτης και αλλες φορες ειναι ευχαριστο. Οι δοκιμασιες των πρωταγωνιστων ηταν αρκετα πρωτοτυπες και εκριναν τους ανθρωπους σε πολλες πλευρες της ζωης. μου αρεσαν οι πειρασμοι που τιθονται στους ανθρωπους, αλλα δε μου αρεσαν οι περιπτωσεις που η πολη επελεγε απο μονη της ποιους ηθελε χωρις δοκιμασια. ακομα, και σε αυτες τις περιπτωσεις θα προτιμουσα οι ανθρωποι να κρινονται με βασει τις επιλογες τους και οχι τυχαια.( αν και βεβαια στην πραγματικη ζωη υπαρχει και αδικια στις επιλογες της φυσης).

 

Ο ποιητικος τροπος γραφης δουλεψε καλα σε αρκετα σημεια και ταιριαζει με το περιεχομεο της ιστοριας και το διδακτικο στοιχειο που εμπεριεχει. σε καποια σημεια το ρημα που εμπαινε στο τελος δεν ταιριαζε με την υπολοιπη προταση και η αναγνωση κολλουσε λιγο.

 

Συνολικα, ταξιδεψα με αυτο το διηγημα που περιεχει πολυ μεγαλη φαντασια, αλλα δοσμενη μεσα απο ρεαλιστικα διλημματα που θετει η ζωη. η λυρικη γραφη τονιζει και κανει ακομα πιο ομορφο αυτο το ονειρο που περιγραφεις και το οποιο με μαγεψε μεχρι το τελος. αν δουλεψεις λιγο περισσοτερο τα ρηματα και τη συνταξη θα κυλαει ακομα καλυτερα. το τελος μου αρεσε που ηταν ευχαριστο, καθως εδινε στους πρωταγωνιστες μια επιβραβευση για τους κοπους και τις επιλογες τους.

Edited by Αλχημιστής
Link to comment
Share on other sites

Στα υπέρ η ιδέα είναι καλή, η ιστορία ρομαντική. Οι ήρωες μας βέβαια είναι εκθέματα ζωολογικού κήπου έστω κι αν έχουν την τύχη να βρεθούν ξανά μαζί.

 

Στα μείον η γλώσσα. Αν το είχες γράψει στα Γερμανικά που το ρήμα πάει στο τέλος της φράσης θα δούλευε. Στα Ελληνικά να κάνεις κωλοτούμπα τη σύνταξη απλά δε δουλεύει. Το κείμενο μόνο χάνει από αυτό.

Link to comment
Share on other sites

Πρώτη φορά διαβάζω μια ιστορία που έχει μια ροή σαν τα όνειρα που βλέπουμε. Όλα γίνονται γρήγορα και πηδάνε από την μία κατάσταση στην άλλη χωρίς να συνδέονται με λογική εξήγηση και νιώθεις διαρκώς ανήσυχος και αβοήθητος. Μια βαθιά αγωνία ήταν που ένιωθα όσο προσπαθούσα να μπω στο πνεύμα της ιστορίας. Πολύ καλή ιδέα. Η ένταση της ιστορίας ήταν σταθερή και κορυφώθηκε με ένα ευτυχισμένο τέλος που όμως αφήνει αμφιβολία και πάλι για την συνέχεια. Όπως στα όνειρα δηλαδή.

 

Αυτό το είδος γραφής δεν το έχω ξαναδεί… Σίγουρα δεν έχω τα κατάλληλα εφόδια για να το κρίνω. Είναι περίεργο και αξιοθαύμαστο το πόσο πρωτότυπο είναι αλλά εγώ που είμαι αναγνώστης κουράστηκα λίγο. Χρειάστηκε να το ξαναδιαβάσω. Αυτό είναι το μόνο αρνητικό. Καλή επιτυχία εύχομαι

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ο τρόπος που γράφεις δεν μου φάνηκε ενοχλητικός στην αρχή, αλλά μετά τη μέση μου έβγαλες το λάδι. Είναι κουραστικό για τόσο μεγάλο κείμενο. Ίσως θα μπορούσες να έγραφες κανονικά και να άλλαζες τη γραφή σε ορισμένα σημεία για να τονίσεις κάτι.

 

Πάντως οι δοκιμασίες ήταν ενδιαφέρουσες και κάποιες αρκετά έξυπνες, αν και θα συμφωνήσω με το Χατζηγιώργη για τη συμπεριφορά της πόλης.

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Είμαι σε δύσκολη θέση, γιατί πάλι τα ίδια θα πω. Όλο το κείμενο ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: "Ο Τάδε το κλειδί έβγαλε. Την πόρτα άνοιξε. Στο σπίτι μπήκε" (ή το αντίστοιχο με κόμματα αντί για τελείες). Πίεσα τον εαυτό μου να το διαβάσω και να μην πηδάω γραμμές. Δεν είναι μόνο η ανάποδη σύνταξη, η οποία σαφώς και δεν προσθέτει λυρισμό ή οτιδήποτε άλλο στη γλώσσα όταν χρησιμοποιείται συνέχεια, αλλά και οι συνεχόμενες μικρές προτάσεις, ολόιδιες στη μορφή, όπως το παράδειγμα παραπάνω. Επίσης η στίξη έχει σοβαρό πρόβλημα, ή δε θα χρησιμοποιείς καθόλου ή θα της αλλάζεις τα φώτα.

 

Όσο για το νόημα, όσο κατάφερα να το ακολουθήσω, για άλλη μία φορά προσπαθείς να καταλήξεις σε ένα πολιτικά ορθό "δίδαγμα", το οποίο από μόνο του το βρίσκω αρνητικό, αλλα και με το αποτέλεσμα, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, να είναι ακριβώς ό,τι έχει πει ο Ντίνος παραπάνω.

 

Αγαπάς, όπως δείχνεις, τη συγγραφή, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να γράφεις σωστά.

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητέ NIKANTHI

(ό,τι θυμάμαι από τα μαθήματα γλωσσολογίας στη σχολή)

για να πετύχουμε επικοινωνία (=για να καταλαβαίνουμε τι γράφεις χωρίς να κουραζόμαστε)

απαιτούνται

1)ένας πομπός (=συγγραφέας)

2)ένας δέκτης(=αναγνώστης)

3)ένα μήνυμα(=το τι θέλεις να πεις)

4)ένας κώδικας που να τον γνωρίζουν και οι δύο (=γλώσσα)

 

Εσύ επιμένεις να χρησιμοποιείς έναν δικό σου κώδικα, δηλαδή να αλλάζεις το συντακτικό της γλώσσας και να θέλεις να το περάσεις αυτό σαν προσωπικό σου στυλ. Αλλά, όπως βλέπεις, έτσι χάνεται η 4η από τις παραπάνω προϋποθέσεις και δυσχεραίνεται η επικοινωνία. Αν μπορείς να γράψεις σε κώδικα που να τον κατέχουν πιο πολλοί αναγνώστες (=σωστή γλώσσα), κάν' το, γιατί, όπως βλέπεις, το να βαφτίζεις τα συντακτικά λάθη προσωπικό σου στυλ δεν αρκεί για να διαβάζουμε το κείμενό σου εύκολα. Και δεν είναι σχολαστικισμός αυτό - σωστή γλώσσα θεωρείται αυτή που πετυχαίνει ευκολότερη επικοινωνία.

Με άλλα λόγια, όπως είπαν και οι από πάνω, μας κουράζεις. Και, αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να τα διαβάσουμε όλα για να ψηφίσουμε στο διαγωνισμό, θα έχανες και τη 2η από τις παραπάνω προϋποθέσεις.

 

Ως προς το περιεχόμενο, έχεις αρκετή φαντασία και ο κόσμος που φτιάχνεις είναι ονειρικός. Αλλά όλες αυτές οι δοκιμασίες εμένα μου έδωσαν μια εντύπωση αυστηρότητας και ηθικολογίας κάπως υπερβολικής, σαν να τις πήρες από θρησκευτική παραβολή: οι αμαρτωλοί να καούν στην κόλαση. Και για ποιο λόγο όλα αυτά; Ποιος τους απήγαγε και τους επέβαλε την ηθική του τόσο βαρύγδουπα;

Κατά τα άλλα σίγουρα έχεις βελτιωθεί σε σχέση με το προηγούμενό σου κείμενο, αλλά θέλεις πολλή δουλειά ακόμα...

Link to comment
Share on other sites

Να με συμπαθάτε που θα χρησιμοποιήσω ποδοσφαιρο-οπαδική ορολογία για κάτι πολύ ανώτερο του γηπεδικού πολιτισμού, όπως είναι η συγγραφή, αλλά έχασα την μπάλλα! :thumbsup:

Link to comment
Share on other sites

Με συγχωρείτε, αλλά θέλω να επανέλθω περί γερμανικών. Ο λόγος νομίζω θα γίνει αντιληπτός. Στα γερμανικά, όπως παντού, το ρήμα μπαίνει αυστηρά στη δεύτερη θέση, μετά το υποκείμενο, ακολουθούμενο από το αντικείμενο.

πχ: Ich bin ein Autor. -----> (Εγώ) είμαι (ένας) συγγραφέας,

Στο τέλος της πρότασης μπαίνει όταν πρόκειται για απαρέμφατο, ή μετοχή, περίπτωση στην οποία τη θέση του ρήματος παίρνει το βοηθητικό.

πχ: Ich will ein Autor werden. -----> Θέλω να γίνω συγγραφέας, ή, αν το μεταφράσουμε αυτολεξεί: (Εγώ) θέλω (ένας) συγγραφέας να γίνω.

Θα έλεγε κανένας Γερμανός λοιπόν, "Συγγραφέας να γίνω θέλω;" Όχι!

 

 

Τι σημαίνουν όλα αυτά λοιπόν. Η σύνταξη, τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές γλώσσες, που ακολουθούν την ίδια λογική με τα ελληνικά, δίνει συγκεκριμένες προτεραιότητες στα μέρη της πρότασης, οι οποίες έχουν πολύ απλά να κάνουν με τη σημασία του κάθε μέρους στο νόημα και τη σειρά με την οποία το μυαλό μας προσλαμβάνει τις πληροφορίες, ώστε να τις συνθέσει. Ποιος-κάνει-τι. Η αντιστροφή αυτής της λογικής θα μπορούσε να δουλέψει ίσως σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου, όπου ο εκάστοτε συγγραφέας θέλει επίτηδες να αλλάξει τη σειρά, ώστε να δώσει ένταση νοήματος σε κάποιο μέρος της πρότασης που πρέπει να τονιστεί. Το να δίνονται όλα τα νοήματα σε λάθος σειρά, απλούστατα θα κάνει και τον αναγνώστη να μην μπορεί να ταξινομήσει τις έννοιες στον εγκέφαλό του.

Link to comment
Share on other sites

Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής δεν με ξετρέλανε να σου πω την αλήθεια. Είναι αρκετά κουραστικός και σε κάνει να σταματάς σε κάποια σημεία για να καταλάβεις τι διάβασες. Στην ιστορία σου τώρα...αν και έχει φαντασία, και ωραίο νόημα στο τέλος, είναι λίγο μπερδεμένη. Η πολλές αλλαγές σκηνικού με ψηλοζάλισαν. Αυτά από εμε΄να. Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Ο τρόπος που είναι γραμμένη η ιστορία, εμένα προσωπικά με κούρασε πολύ… Αναρωτιέμαι αν το κάνεις επίτηδες για να προσδώσεις μια ποιητικότητα στο λόγο σου (κάτι που δεν είναι κακό και ίσως να λειτουργούσε καλύτερα αν δεν το χρησιμοποιούσες τόσο εκτεταμένα) ή αν απλά σου βγαίνει έτσι… Επίσης οι εναλλαγές των σκηνών σου θα μπορούσαν να είναι πιο ομαλές.

 

Στα θετικά οι πολύ καλές περιγραφές σε κάποιες σκηνές βίας.

 

 

Link to comment
Share on other sites

 

Την Παρασκευή το βράδυ επί ώρα έβλεπα τον απέναντι τοίχο από το κρεβάτι μου. ενώ η καύτρα του τσιγάρου μου πυρακτώθηκε από μια ακόμα τζούρα, σκαφτόμουνα με απλανές το βλέμμα μου..Μόνο ένας παλιός πίνακας μου κρατούσε συντροφιά από ένα τοπίο των Άλπεων, έχοντας χιονισμένα τα βουνά της, με καληνύχτιζε κάθε βράδυ και το πρωί με καλωσόριζε και πάλι κοντά της..Κάτι έλειπε, κάτι δεν ήταν σωστό . το υπολόγισα μες στο μυαλό μου και το πρωί σαν ξύπνησα ξεκίνησα για το ΙΚΕΑ. μετά από λίγη ώρα εντατικού ψαξίματος επέλεξα αυτό που πραγματικά ήθελα να αγοράσω. Μένοντας φτωχότερος κατά 15 ευρώ το πλήρωσα και έφυγα,. Φτάνοντας στο σπίτι άνοιξα το πρώτο ντουλάπι της κουζίνας, πήρα ένα σφυρί και μπήκα στο δωμάτιο μου ,στην θέση του πίνακα τοποθέτησα το καινούργιο ράφι που μόλις αγόρασα,. τελειώνοντας πήρα τον πίνακα,, τι να τον έκανα… και κατέβηκα να τον πετάξω στα σκουπίδια. Σαν με είδε ο γείτονας απόρησε «ανακαίνιση ?» με ρώτησε «όχι, το βατόμουρο» του είπα και έφυγα… το βατόμουρο μου που να το έβαζα.

 

Και τελικά πήρα το ασημένιο βατόμουρο έχω ένα χρυσό και ένα ασημένιο ήδη στην συλλογή μου , παρεμπιπτόντως στο διήγημα μου αναφέρθηκα σε σμαράγδια, σε διαμάντια ,σε χρυσό, σε πλατίνα , σε ασήμι όμως δεν αναφέρθηκα εμμέσως όμως εμπλούτισα το διήγημα μου και με ασήμι ,κερδίζοντας το ασημένιο βατόμουρο.

 

Προσπάθησα πολύ αυτήν την φορά, τήρησα όλες σας τις υποδείξεις εκτός του τρόπου γραφής, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα , το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον , όσο θα γράφω κατά αυτόν τον τρόπο, προβλέπω να πηγαίνω πολλές φορές στο ΙΚΕΑ και στο τέλος βλέπω να μετακομίζω σε μεγαλύτερο σπίτι… όλα μου τα τρόπαια που θα χωρέσουν.

 

Θα προσπαθήσω στον επόμενο διαγωνισμό, αν καταφέρω και συλλέξω τις όποιες δυνάμεις μου, να γράψω διαφορετικά η έστω ,να παντρέψω τον τρόπο μου με τον σωστό τρόπο γραφής ,μπας και το ράφι μείνει άδειο τούτη την φορά .

 

Παλιότερα έγραφα κανονικά, αλλά κάτι έπαθα, πιθανόν να μου άρεσε αυτή η γραφή και εθίστηκα, ίσως σαν την νικοτίνη που όσο και να γνωρίζεις ότι είναι λάθος, πάλι συνεχίζεις να την καπνίζεις, θα προσπαθήσω να πάω σε κάποιο ίδρυμα αποκατάστασης μπας και συνέρθω. Ευχαριστώ για τα σχόλια σας , μπορεί βεβαίως να με στενοχώρησαν αλλά από ανεκαθεν είμαι υπέρμαχος της αλήθειας όσο και αν αυτή πονά.

 

 

 

Για την ιστορία ήθελα να φτιάξω μια διαφορετική πραγματικότητα αντί οι άνθρωποι να καταστρέφουν τις πόλεις, οι πόλεις αν όφειλαν να κατέστρεφαν τους ανθρώπους με μια διαφορά όμως, οι άνθρωποι χωρίς λόγο καταστρέφουν τα πάντα στο πέρασμα τους, στην πόλη μου μόνο αν έφταιγες θα πλήρωνες. Οι δοκιμασίες και ποινές ήταν ανάλογες κάθε ζευγάρι καταμετρούνταν ως μια υπόσταση , όπως όταν παντρεύεσαι ακούγοντας τα λόγια στην εκκλησία που σου λέει ο παπάς , όταν πέρασαν οι άντρες τον θόλο οπισθοχώρησε και η ομίχλη που περικύκλωνε τις γυναίκες , αν έσφαλαν οι άντρες όπως στο δείπνο μέσα στο δάσος , οι γυναίκες τους έγιναν γέφυρα που θα οδηγούσε τις εναπομένουσες στην πόλη, η αυτοί που πρόσφεραν νερό στους συνοδοιπόρους τους, στις γυναίκες τους επιτράπηκε να διασχίσουν τον καταρράκτη και να εισέρθουν στα καινούργια τους σπίτια, όσοι πήραν τις βάρκες μη νοιαζομενοι για τους συντρόφους τους ήταν φυσικό που τους εκδικήθηκε η λίμνη , αλλά πνίγηκαν και οι γυναίκες τους, από το καπνό που μεταμορφώθηκε σε χιλιάδες έντομα.

 

Πιθανόν να μην το αναλύω καλά ,πιθανόν να ζαλιστήκατε όπως το έγραψα και να μην το παρατηρήσατε ίσως θα έπρεπε να κάνω εκτενέστερη αναφορά πάνω σε αυτό, αλλά δεν ήθελα να ακούσω πάλι ότι σας κάνω κήρυγμα.

 

Επίσης δεν ήθελα να γίνω πιο αναλυτικός και να κολλήσω σε νούμερα και αριθμούς, μόνο σε μια περίπτωση το ανέφερα, εκεί που μάλωσαν οι δέκα γυναίκες για το ποια από αυτές θα έπαιρνε το μεγαλύτερο σπίτι, στην άλλη άκρη της ιστορίας μου εμφανίστηκαν τα τεράστια υδάτινα χέρια σκοτώνοντας τους άντρες τους και τους μεταμόρφωσαν σε δέκα βάρκες.

 

Η πόλη συρρικνωνόταν ανάλογα με το πληθυσμό της , όταν πέθαιναν οι κάτοικοι της εξαφανιζόντουσαν και τα σπίτια τις .

 

Στο τέλος ,όπου το νεαρό ζευγάρι έβλεπε από μακριά τις χιλιάδες πόλεις που ήταν ίδιες σε μέγεθος με την δικιά τους , ήθελα να δείξω ότι πάμπολλες φορές στο παρελθόν είχαν επαναληφτεί οι ίδιες δοκιμασίες και από τα χίλια ζευγάρια που κατά προσέγγιση ανέκαθεν ξεκινούσαν , στο τέλος ούτε τριάντα δεν τα κατάφερναν να επιβιώσουν.

 

Για το τέλος που μου πρότεινε οDinoHajiyorgi μου άρεσε , αλλά ήθελα να έχει ρομαντικό στοιχείο η ιστορία μου , σαν παραμύθι.

 

Kαι αυτό που αναφέρεται ο aScannerDarkly Περί κηρύγματος… Μου αρέσουν τα βαθύτερα νοήματα σε ότι και αν γράφω ,έστω και κατά αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο.

 

Κατά τα αλλά σας ευχαριστώ που ασχοληθήκατε μαζί μου, θα προσπαθήσω ως ένα βαθμό να αλλάξω τον τρόπο γραφής μου για να καταλαβαίνεται το τι σας γράφω και να μην σας κουράζω σαν αναγνώστες μου .

Edited by NIKANTHI
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Πολύ μου άρεσε η ιδέα σου. Ναι, πρέπει όντως να περάσεις από διάφορες δοκιμασίες για να έρθεις κοντά στον άλλο.

Θα μου άρεσε αν ανακάλυπτα κάποιον συμβολισμό πίσω από κάθε δοκιμασία

(όπως το ότι πρέπει να μείνουν γυμνοί για να περάσουν ή το ότι πρέπει να μην ενδώσουν στις νεράιδες)

. Ίσως βέβαια αυτοί οι συμβολισμοί να υπάρχουν, κι εγώ απλώς να μην τους βρήκα επειδή δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος…

…ή επειδή ο λόγος σου με δυσκόλεψε τόσο που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο κείμενο. Δεν λειτούργησε για ‘μένα αυτό το στυλ. Έρχονταν φράσεις από εκεί που δεν τις περίμενα, ενώ συχνά υπήρχαν κόμματα σε σημεία που δεν τα χρειαζόμουν καθόλου.

Υγ: Μια σκέψη:

Αν τα ζευγάρια τις ιστορίας σου πρέπει να περάσουν όλα αυτά για να έρθουν κοντά… τότε φαντάσου τι τους περιμένει για να συνεχίσουν να είναι μαζί… στο σίκουελ βλέπω να μην μένει ρουθούνι. :) :)

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..