Jump to content

Κιμωλίες


Naroualis
Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Ισόβαθμη ιστορία στο Πλοτς! #1

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a Naroualis)

Είδος: μάλλον dark fantasy (αν και δεν είμαι σίγουρη πόσο σκοτεινό είναι)

Βία; Ναι

Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων: 3.729 μαζί με τα αστεράκια. Ξέφυγα κι εγώ.

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Βαράτε με αλύπητα. Οι υπόλοιπες συμμετοχές του διαγωνισμού είναι εδώ.

Κιμωλίες

Ένα μοναχικό συννεφάκι κρεμόταν από την κορφή του μιναρέ, στη μέση του καταγάλανου καλοκαιριάτικου ουρανού. Υπήρχε κάτι ακαθόριστο στο κρέμασμά του, λες κι ήταν κομμάτι βαμβάκι που πιάστηκε σ’ ένα αγκάθι. Και κρεμόταν στ’ αλήθεια, το τραβούσε η γη προς τα κάτω και η μύτη του μιναρέ αγωνιζόταν να το συγκρατήσει.

 

Όπως αγωνιζόταν κι ο Ασουρμιμούξ, κλεισμένος μέσα στον μιναρέ διακόσια ολόκληρα χρόνια, να συγκρατήσει την οργή του. Οργή κι αγανάκτηση και θυμός και κάπου σε μια γωνιά της ψυχής του είχε και φόβο, τόσο τρομερό, που τον κρατούσε με νύχια και με δόντια η οργή, μην και της ξεφύγει.

 

Έστρωσε τη γενειάδα του, λερή και ψειροφαγωμένη, πέρασε τα δάχτυλά του από τις αραιές της τρίχες και ξεροκατάπιε. Η οργή τού έφερνε αναγούλα κι ο εμετός του έμοιαζε πια με ξερή σκόνη. Δεν ήταν ευχάριστο να φαντασιώνεται ότι αυτή η σκόνη ήταν στην πραγματικότητα το στομάχι του που έθριβε, σαν βράχος από ψαμμίτη στη λύσσα του ανέμου.

 

Άφησε το παράθυρο, όπου η άκρη από το συννεφάκι φαινόταν να κρέμεται από την κορφή του μιναρέ και γύρισε στο βιβλίο του. Διάβασε και πάλι τις γραμμές, με μαύρο αξεθώριαστο μελάνι γραμμένες, φοβερές, να αντιλαλούν οι λέξεις τους στο μυαλό του. Μόνο τρεις ολικές ηλιακές εκλείψεις κρατάει το ξόρκι της αθανασίας. Μόνο τρεις. Κι ύστερα έπρεπε ν’ αντιστραφεί το ξόρκι, σ’ εκείνη την τελευταία έκλειψη, αλλιώς η ύπαρξή του θα έμενε για πάντα φυλακισμένη στο Κενό Μεταξύ Των Αβύσσων.

 

Κι η τρίτη μερική έκλειψη είχε μόλις αρχίσει. Ούτε διακόσια χρόνια. Άδικο, μεγάλο άδικο ήταν αυτό, τι σόι αθανασία ήταν αυτή που κρατούσε μόνο διακόσια χρόνια; Είχε πράγματα να κάνει, ξόρκια να μάθει, γαίες να εξερευνήσει και αντιπάλους να νικήσει. Είχε αναβάλει τόσες και τόσες φορές εκείνο το μεγάλο ταξίδι που σχεδίαζε, και τώρα με την προοπτική του επικείμενου θανάτου, δεν ήταν δυνατόν να το πραγματοποιήσει καν.

 

Έπρεπε να αντιστρέψει το ξόρκι άμεσα. Να επιστρέψουν όσα είχε απομακρύνει ο ίδιος, για να μην τον σκοτώσει κανείς κατά λαθος -το ξόρκι εξασφάλιζε την αθανασία, αλλά δε σε έκανε κι άτρωτο, άτρωτος γινόσουν με το άλλο ξόρκι, εκείνο των τριών χρωμάτων. Και δεν είχε χρόνο να ετοιμάσει την τελετουργία, δεν είχε καν ένα βοηθό, ένα μαθητευόμενο, να του κάνει τις πιο απλές προετοιμασίες. Έπρεπε να βασιστεί στον εαυτό του και μόνο κι ο εαυτός του δεν είχε αρκετές δυνάμεις.

 

Δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό που έπρεπε να γίνει. Σπάνια τα γριμόρια περιείχαν τη λύση των ξορκιών για το λόγο αυτό ακριβώς, για να μείνει με τις συνέπειες εκείνος που θα είχε αποτολμήσει να τα κάνει. Όμως είχε μια μικρή ακόμη ελπίδα, μια τόση δα ακτίδα φωτός στο σκοτάδι της οργής του. Χτύπησε με το δάχτυλό του τις γραμμές με τα αρχαϊκά γράμματα στο βιβλίο, τρεις φορές κι ύστερα άλλες τρεις το πηγούνι του, εκεί όπου, στα νιάτα του, η θεά της ομορφιάς τον είχε ευλογήσει μ’ ένα αρρενωπό λακάκι και το αποφάσισε. Το αποφάσισε, δεν ήταν λόγος ο δισταγμός του να το καθυστερεί, ούτε κι υπήρχε λόγος να το αμελήσει. Το Κενό Μεταξύ Των Αβύσσων ήταν πολύ βαρετό για να το ανεχτεί για όλη την αιωνιότητα.

 

Σηκώθηκε από το εβένινο θρονί του, έσπρωξε πέρα τις περγαμηνές και τους παπύρους που υψώνονταν βουνό πάνω στο εβένινο γραφείο του και πήρε μια από τα χρωματιστές κιμωλίες που κυκλοφορούσαν εδώ κι εκεί, ανέμελες. Αυτή που διάλεξε ήταν τρίχρωμη, κόκκινη, κίτρινη και μπλε, και διαμαρτυρήθηκε που τη διέκοψαν. Είχε ήδη σχεδιάσει κάτι πολύ ενδιαφέρον στο εβένινο πάτωμα κι ήθελε μόνο μερικές πινελιές για να ολοκληρώσει ένα ξόρκι που είχε στο μυαλό της. Πάνω στο ξόρκι της, περγαμηνές και πάπυροι θρόιζαν στο ελάχιστο αεράκι που έμπαινε από τα τρία παράθυρα.

 

Όχι χωρίς ένα κάποιο ύφος, η κιμωλία αφέθηκε να χρησιμοποιηθεί από τα έμπειρα χέρια του Ασουρμιμούξ. Πρώτα σχεδίασε τον μιναρέ με το συννεφάκι που κρεμόταν από την κορφή του. Μετά σχεδίασε την πόλη που περιέβαλε το μιναρέ, τους λόφους που περιέβαλαν την πόλη. Στο παράθυρο του μιναρέ σχεδίασε έναν υπέργηρο άντρα να σχεδιάζει. Κι όλα αυτά τα σχεδίασε και με τις τρεις ακμές της, έτσι ώστε το χρώμα να μην είναι ούτε κόκκινο, ούτε κίτρινο, ούτε μπλε.

 

Ύστερα ο Ασουρμιμούξ ανασήκωσε το αριστερό μανίκι του μανδύα του, το κούμπωσε στο κουμπί του ώμου και με το αριστερό του χέρι έγειρε την κιμωλία έτσι ώστε να ζωγραφίζει μόνο κόκκινα. Διάλεξε ένα σημείο της πόλης, εκεί όπου ήξερε ότι ζούσαν οι σιδεράδες και σχεδίασε ένα ζευγάρι κέρατα και μια λεπτή ποντικίσια ουρά.

 

***

Το Σοσουμπελέλ το ιμπ υλοποιήθηκε μέσα στο καμίνι ενός σιδερά την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να τραβήξει από τη φωτιά ένα δοχείο με μισολυωμένο χαλκό. Ένας παραγιός μπήκε μέσα ουρλιάζοντας ότι ο ήλιος εξαφανιζόταν κι ότι ερχόταν το τέλος του κόσμου, τρομάζοντας το δάσκαλό του. Το δοχείο αναποδογύρισε κι ο σιδεράς ούρλιαξε τσουρουφλισμένος. Το Σουσουμπελέλ γέλασε και κάθησε μέσα στις υψηλές θερμοκρασίες του καμινιού να απολαύσει το αστείο θέαμα.

 

Όσο παρακολουθούσε τα γεγονότα -τον παραγιό του σιδερά να τρέχει έντρομος για βοήθεια, τη γυναίκα του να μπαίνει ουρλιάζοντας και να προσπαθεί να τον σηκώσει να τον τραβήξει ως το σπίτι και να τον κλειδαμπαρώσει μέσα, όντως ερχόταν το τέλος του κόσμου- το ιμπ άρχισε σιγά-σιγά ν’ αναρωτιέται για ποιο λόγο είχε υλοποιηθεί ακριβώς. Πού ήταν εκείνος που το είχε καλέσει; Τι ήθελε από αυτό; Γιατί δεν το είχε περιορισμένο μέσα σε πεντάλφα από καρβουνιασμένο οστό εκτελεσμένου; Έξυσε το κεφάλι του ανάμεσα στα κέρατα κι ύστερα έξυσε και τη βάση της ουράς του. Χμ. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Εδώ υπάρχουν τρύπες λογικής.

 

Χαρχάρισε με τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν παράξενο ιμπ το Σοσουμπελέλ. Δεν του άρεσαν πολύ οι φωτιές. Του άρεσαν μεν οι πλάκες, αλλά όχι τόσο όσο των αδελφών του. Κι ύστερα είχε κι αυτό το θέμα με τη λογική. Όσο το καλοσκεφτόταν, τόσο πιο παράλογο του φαινόταν, ένα ιμπ με λογική. Αλλά εκεί ακριβώς η σκέψη του έκανε μια λούπα και το έκανε να δυσφορεί.

 

Έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στα τεκταινόμενα μέσα στο σιδεράδικο κι η προσοχή του αμέσως επικεντρώθηκε στο χυμένο χαλκό. Είχε πάρει ένα πολύ ενδιαφέρον σχήμα και το Σοσουμπελέλ ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο όταν κάπου κοντά βρίσκεται ένα πλάσμα των Έξω Αβύσσων. Μήπως ο επικλητής του είχε αφήσει κάτι εκεί;

 

Κοίταξε λίγο καλύτερα. Ο χαλκός σχημάτιζε ένα καθάριο μισοφέγγαρο κι οι γωνίες του ήταν κοφτερές. Το ιμπ σήκωσε τα μάτια του λίγο πιο ψηλά, έξω. Από την πόρτα του σιδεράδικου μπορούσε να ξεχωρίσει έναν μιναρέ, μ’ ένα συννεφάκι κρεμασμένο στην κορφή του και πίσω τον ήλιο σε έκλειψη.

 

Κάτι πολύ πρακτικό άρχισε να φυτρώνει στα σπλάχνα του και το πλάσμα βρήκε την ιδέα πολύ στέρεα. Ίσως τελικά ο μυστηριώδης επικλητής να μην ήταν και πολύ χαζός. Έγινε αόρατο, βγήκε απ’ το καμίνι, μάζεψε από κάτω το χυμένο χαλκό που είχε πια κρυώσει αρκετά ώστε να διατηρεί το σχήμα του και πλατάγισε τα φτερά του. Κάτι το ωθούσε να πετάξει ως το μιναρέ. Και κατά βάθος ήθελε και το ίδιο να πάει προς τα ‘κει. Ήθελε πάρα πολύ να κυκλοφορούσαν εκεί γύρω τίποτε άλλα πλάσματα υπερφυσικά. Κανένας ξιπασμένος ρουχ ή ακόμα καλύτερα, καμιά αλαζονική λίλιθ.

 

Και στο συγκεκριμένο μιναρέ, είχε την πεποίθηση ότι μπορεί και να τα έβρισκε τέτοιες ευκαιρίες για πλάκα.

 

***

Στο εβένινο τραπέζι του πάνω, ο Ασουρμιμούξ τέλεψε να σχεδιάζει την κόκκινη φιγούρα κι έγειρε την κιμωλία από την άλλη ακμή της. Τώρα ζωγράφιζε με το κίτρινο, στη γειτονιά των ευγενών και το πλάσμα ήταν ακαθόριστο στο σχήμα του, σαν μουτζούρα παιδική. Η κιμωλία φάνηκε να διασκεδάζει όση ώρα ο ρουχ έπαιρνε σάρκα και οστά.

 

***

Μια παρθένα προσευχόταν. Ήταν γονατιστή μπροστά στο αγαλματάκι που απεικόνιζε τη Θεία Δύναμη κι ανακάτευε παιδικές προσευχές, παρακαλετά και τάματα κι αναφιλητά. Οι επιλογές του πατέρα της δεν της άρεσαν καθόλου και χρειαζόταν όλη τη βοήθεια των ουρανών για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Μήπως αυτή η έκλειψη ήτα σημάδι ότι δεν έπρεπε να τον υπακούσει;

 

Ο Μαγιλώ ο ρουχ υλοποιήθηκε πάνω από το αγαλματάκι της. Ήταν κάπως αποπροσανατολισμένος. Πάντα ένιωθε άβολα να παρακολουθεί την προσευχή ενός πλάσματος, αόρατος, δίπλα σε άλλους ρουχ, όταν ένας τους μετέφερε το μήνυμά του. Ωστόσο αυτή τη φορά ένιωθε άβολα και για κάτι ακόμη. Ήταν μόνος του, ολομόναχος. Δεν είχε άλλους ρουχ δίπλα του, αόρατους, να τον ευλογούν με ύμνους για τη θεία του αποστολή.

 

Μετασχηματίστηκε από άυλη ενέργεια σε μια σφαίρα κιτρινόλευκου φωτός, για να μπορέσει να τον αντιληφθεί η κόρη. Όταν έκρινε ότι της είχε επαρκώς τραβήξει την προσοχή -όταν δηλαδή το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια του και προσπάθησε να ουρλιάξει- άνοιξε το στόμα του, το κρυμμένο απ’ τη λάμψη του, για να της μεταφέρει το μήνυμα. Και σάστισε.

 

Μήνυμα δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε, απλά. Όλες τις φορές, οι αδελφοί του έκαναν το μακρύ ταξίδι από τις Έσω Αβύσσους έως ετούτη την Άβυσσο χωρίς να ξέρουν ποιο ήταν το μήνυμα που μετέφεραν, φέροντάς το μέσα τους, σαν μέρος του σώματός τους. Δηλαδή αυτό ήξερε πως γινόταν, δεν το είχε κάνει ποτέ ο ίδιος, άλλωστε κάθε ρουχ ένα μόνο μήνυμα μετέφερε σ’ όλη του την ύπαρξη. Όμως μέσα του υπήρχε μόνο το κενό.Υπήρχε μόνο η γνώση του ότι είχε σταλεί σε αυτό το σημείο από τη Θεία Δύναμη.

 

Α, ναι, υπήρχε και κάτι ακόμη. Υπήρχε το τσιμπιδάκι στα μαλλιά της παρθένας μπροστά του. Κι ο μιναρές που δέσποζε στο τοπίο έξω από το παράθυρό της, με την έκλειψη του ήλιου πίσω του. Ήταν ένα απλό τσιμπιδάκι από κασσίτερο, μ’ ένα υαλωμένο λουλούδι στη γωνία του, βαμμένο με ζωηρά χρώματα. Κι ήταν ένα ψηλός μιναρές, μ’ ένα συννεφάκι κρεμασμένο στην κορφή του, σαν κουρέλι που το παρέσυρε ο άνεμος, ένα λευκό κουρελάκι κόντρα στον κοκκινόμαυρο τρόμο τ’ ουρανού.

 

Ο Μαγιλώ αναστέναξε. Άπλωσε την ύπαρξή του σ’ ολόκληρη την πόλη κι ένιωσε σημεία σκοτεινά και σημεία φωτεινά. Τεντώθηκε λίγο περισσότερο κι αναγνώρισε κι άλλες παρουσίες ένα γύρω, ιμπ, στρίγγες, λίλιθ, μια γελλώ που μασούλιζε κάτι απαίσιο, μια βαλκυρία να ξεγελάει τους νέους τάζοντάς τους δόξα και φήμη. Αναστέναξε, το βάρος της ευθύνης έπεφτε βαρύ στους φωτεινούς του ώμους. Νιώθοντας βαθιά μέσα του τη Θεία Δύναμη να τον οδηγεί, άπλωσε ένα πάμφωτο χέρι, έκοψε το υαλωμένο λουλούδι από το τσιμπιδάκι και τινάχτηκε από το ανοιχτό παράθυρο έξω στο φως.

 

***

Ο Ασουρμιμούξ κούνησε κάπως αλαζονικά το κεφάλι του και αναστέναξε. Οι σκέψεις του ρουχ ήταν μάλλον απογοητευτικές, όπως κουδούνιζαν μέσα στο μυαλό του. Θεία Δύναμη… Φυσικά και δεν τον είχε βάλει η Θεία Δύναμη το Μαγιλώ ανάμεσα στα ρουχ. Ο ίδιος ο Ασουρμιμούξ τον είχε βάλει, για να τον κρύψει, για να μην τον βρει ποτέ κανείς.

 

Ο γέρος διψούσε, αλλά δε σταμάτησε να σχεδιάζει. Είχε φτάσει στο πιο δύσκολο σημείο, με το ιμπ και το ρουχ δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου, γιατί το ένα ως ουδέτερο κι άφυλο δεν είχε τίποτε που ο Ασουρμιμούξ να μην το ξέρει και ο άλλος, ως αρσενικός ήταν πάντοτε πιο κοντά στη φύση του σχεδιαστή του. Αλλά το τρίτο και τελευταίο πλάσμα που σχεδίασε, με την κιμωλία ηδονικά γερμένη από τη μπλε πλευρά της, πάνω στο σημείο όπου ζούσαν της Θείας Δύναμης οι ιερείς κι οι μοναχοί, δεν το γνώριζε καλά, τουλάχιστον όχι τόσο καλά όσα θα ήθελε ώστε να το ζωγραφίσει τέλεια, να του δώσει πνοή μόνο με μερικές γραμμές.

 

Έφτιαξε ένα φιλήδονο στόμα, με σουβλερά δόντια να προβάλουν από τα γαλάζια χείλη. Και για να βοηθήσει τη διαδικασία, να σιγουρευτεί ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ο Ασουρμιμούξ ψιθύρισε το όνομα του πλάσματος.

 

***

Η λίλιθ Βεχααγκί. Ήταν έτοιμη και πρόθυμη. Ήταν γεννημένη να είναι έτοιμη και πρόθυμη, να εμφανίζεται υλοποιημένη από το τίποτα μέσα σε αντρικά δωμάτια, δίπλα σε αντρικά κρεβάτια, πάνω σε αντρικά σώματα. Ήταν προορισμένη να βλέπει τους άντρες γυμνούς, την ώρα της μεγαλύτερής τους παράδοσης, τη στιγμή που δε μπορούσαν να πουν ψέματα ούτε καν στον ίδιο τον εαυτό τους. Δε μπορούσες να της κρυφτείς, γιατί ζούσε στο Κενό Ανάμεσα Στις Αβύσσους κι εκεί ούτε ιερέας ούτε μοναχός μπορούσε να φτάσει και να την αιχμαλωτίσει.

 

Παρακολούθησε τον άντρα που είχε μπροστά της, αθέατη, κρυμμένη στις σκιές, να ζει στο μυαλό του τη φαντασίωσή του, να πλάθει τον κόσμο της απόλαυσης όπως ακριβώς τον επιθυμούσε το σώμα του. Διάβασε τις σκέψεις του, απελπισμένες κι έντρομες, πίστευε στ’ αλήθεια πως ίσως αυτή η έκλειψη να ήταν η τιμωρία των ουρανών για φαύλους όπως ο ίδιος, που δεν άντεχε να κρατήσει τους όρκους αγνότητάς που είχε πάρει. Τον είδε να τελειώνει και τότε μόνο κάθισε επάνω του, να του κλέψει τους τελευταίους σπασμούς της ηδονής του.

 

Ο άντρας βόγκηξε άθελά του, αλλά κράτησε τα μάτια του κλειστά. Πάντα έτσι ήταν στην αρχή, πάντα πίστευαν ότι απλά είχε πετύχει πολύ η φαντασίωση. Μετά άνοιγαν τα μάτια και την έβλεπαν και τότε άρχιζαν να συμπεριφέρονται αστεία. Πολύ αστεία, μα τη σάρκα.

 

Αυτή τη φορά όμως ήταν κάπως διαφορετικά. Αυτή τη φορά η Βεχααγκί δεν κατάφερε να συγκεντρωθεί, να συγκρατήσει όλο το σπέρμα μέσα της. Αυτή τη φορά ένιωθε κι η ίδια ηδονή, έσφιξε τα πόδια της γύρω από τα πλευρά του άντρα, έριξε το κεφάλι της πίσω, έσυρε τα νύχια της στο στήθος του, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το τρέμουλο, την ανάσα ή τον οργασμό της. Ούρλιαξε, συσπάστηκε, ελευθερώθηκε από τη φόρτισή της κι ύστερα κοίταξε κάτω.

 

Τα νύχια της είχαν χαράξει ένα παράξενο μονοπάτι πάνω στο δέρμα του άντρα. Κόμποι αίματος στόλιζαν τις νυχιές, κυματιστές σαν απεικόνιση νερού σε αρχαίο τάφο. Ο ίδιος ο άντρας δε φαινόταν να καταλαβαίνει, φαίνεται ζούσε ακόμη την προσωπική του απόλαυση κι ούτε καν το ουρλιαχτό της δεν τον είχε αποσπάσει από τα νύχια της ηδονής.

 

Αλλά της Βεχααγκί δεν της άρεσε καθόλου όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα. Συνήθως δεν τρεφόταν έτσι και δεν ήξερε τι συνέπειες θα είχε αυτή η αλλαγή. Αποφάσισε ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω γρήγορα, στην ασφάλεια του τίποτα, να γεννήσει τα τέρατα της μήτρας της χωρίς αναβολή, πριν κάτι πάει στραβά. Ένιωθε ήδη μέσα της το σπόρο να σαλεύει, έπρεπε να βιαστεί. Ο μιναρές που ήταν χτισμένος πάνω στην Πύλη του Κενού δεν ήταν πολύ μακριά, κι η έκλειψη θα τη βοηθούσε να περάσει πιο εύκολα, αλλά έπρεπε με κάποιον τρόπο να πάρει μαζί της και το σχέδιο των νυχιών της. Το σκέφτηκε λίγο, όσο να νιώσει την αντρική σάρκα να χαλαρώνει και ν’ αφήνεται στον ύπνο κι ύστερα απότομα, με μια κίνηση για να μην το σκίσει και το καταστρέψει, ξήλωσε από το στήθος του άντρα το δέρμα του και το πήρε μαζί της, βγαίνοντας από το παράθυρο.

 

Δεν άκουσε ούτε ουρλιαχτά, ούτε φωνές ούτε καν κλαψουρίσματα. Τέλεια. Της Βεχααγκί της λίλιθ της άρεσε όταν κάποιος πέθαινε ευτυχισμένος. Άραγε θα ολοκληρωνόταν η ευτυχία της; Θα έβρισκε κανέναν αγνό ρουχ να τον πασαλείψει με την υγρασία που είχε στα χέρια της;

 

***

Τώρα ο Ασουρμιμούξ δεν είχε άλλη δύναμη μέσα του.

 

Ο ήλιος είχε αρχίσει να κρύβεται στη σκιά της γης, όταν τελείωσε με το σχεδίασμα. Άφησε την κιμωλία να του πέσει από τα χέρια κι εκείνη απομακρύνθηκε ζαλισμένη, χαράζοντας πολύχρωμες κορδέλες στο πάτωμα. Σωριάστηκε στο εβένινο θρονί, τα χέρια του κρέμασαν, το ψειροφαγωμένο του γένι απλώθηκε σαν σκέπασμα πάνω στα γόνατά του. Έπρεπε να περιμένει, αλλά δεν είχε άλλη δύναμη. Έπρεπε να μιλήσει στα πλάσματα, τα μόνο τρία πλάσματα που είχε τη δύναμη να καλέσει κοντά του.

 

Οίκτιρε τον εαυτό του. Ένα ιμπ, ένας ρουχ και μια λίλιθ. Ο ένας να μισεί τον άλλον, να προσπαθεί να του επιβληθεί. Δεν θα τα κατάφερναν ποτέ.

 

Δε θα τα κατάφερνε ποτέ.

 

***

Πλησίασαντο μιναρέ, πετώντας. Έβλεπαν ο ένας τον άλλο, έβλεπαν και το μιναρέ. Ανέβηκαν στροβιλιστά, με τους θησαυρούς τους σφιχτά στα χέρια τους. Τα μάτια τους πέταγαν φλόγες μίσους, ο καθένας ήθελε να εξαφανίσει τους άλλους δυο.

 

«Είναι ζώα,» σκεφτόταν το Σοσουμπελέλ. «Δεν έχουν λογική, να ξεχωρίσουν την ευχαρίστησή τους από το αναγκαίο. Είναι ανάγκη να έρθω εδώ να βρω τον επικλητή μου κι αυτοί νομίζουν ότι παίζουμε.»

 

«Είναι λεροί,» οργιζόταν ο Μαγιλώ. «Βρώμικοι. Μου προκαλούν κακά συναισθήματα. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο τρομερό είναι για ένα ρουχ να μην έχει μέσα του το μήνυμάτου..»

 

«Είναι άχρηστοι,» αδιαφορούσε η Βεχααγκί. «Δεν έχουν πάνω τους κάτι από το οποίο να τραφώ. Δε θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά αν ήθελα θα μπορούσα να τους πάρω μαζί μου και τους κατασπαράξω στο τίποτα.»

 

Όταν τελικά έφτασαν στην κορφή και μπήκαν από τα παράθυρα στο δωμάτιο του μιναρέ, ο Ασουρμιμούξ είχε ήδη κλείσει τα μάτια του μισοπεθαμένος. Και τα τρία πλάσματα κοιτάχτηκαν, με ψυχρό υπολογισμό, με μίσος, με πάθος.

 

«Μπορώ να αποκτήσω την ψυχή αυτού του γέρου,» σκέφτηκε το Σοσουμπελέλ. «Θα τη σιγοψήσω σε μια αιώνια φωτιά κι εκείνη θα μου πει ποιος είναι ο επικλητής μου και τι κρατάω στα χέρια μου, τι είναι αυτό το πράγμα που μοιάζει με μισοφέγγαρο.»

 

«Μπορώ να αποκτήσω την ψυχή αυτού του γέρου,» σκέφτηκε ο Μαγιλώ. «Θα τον βάλω να σκύψει πάνω από τις περγαμηνές και τα βιβλία του και να διαβάσει στ’ αστέρια τι μήνυμα φέρει ετούτο το υαλωμένο λουλούδι. Κι ύστερα θα το πάω στην όμορφη παρθένα.»

 

«Μπορώ να αποκτήσω την ψυχή αυτού του γέρου;» αναρωτήθηκε η Βεχααγκί. «Μπορώ να ξυπνήσω τη σάρκα του, να τον ρωτήσω την ώρα της απόλαυσής του τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Να γδάρω το στήθος του με τα ίδια νύχια που έγδαρα κι αυτό το στήθος;»

 

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, μετά κοίταξαν τον αναίσθητο γέρο. Οι κιμωλίες στροβιλίζονταν σαν τρελές ανάμεσα στα πόδια τους, χαράζοντας πολύχρωμες γραμμές χωρίς νόημα πια. Τα μάτια των τριών πλασμάτων έλαμπαν από υπολογισμό, μίσος, πάθος. «Πρέπει ν' αποκτήσω το γέρο», σκεφτόταν το καθένα τους. «Πρέπει να εμποδίσω τους άλλους δύο να τον αποκτήσουν.»

 

Κι ο Ασουρμιμούξ ονειρευόταν. Είχε πέσει σ’ εκείνη την κατάσταση που πέφτουν όλοι οι άνθρωποι λίγο πριν πεθάνουν. Ήξερε ότι θα είχε άλλη μια αναλαμπή και προσπαθούσε να οργανώσει έτσι τη σκέψη του ώστε να προλάβει στην αναλαμπή του να πει στα πλάσματα τι έπρεπε να κάνουν. Αλλά δεν τα κατάφερνε, η σκέψη του ήταν γεμάτη από τυχαίες διαπιστώσεις, από αφηρημένες έννοιες και βαρύγδουπες διατυπώσεις αποφθεγμάτων που είχε πάψει να πιστεύει εδώ και πολύ καιρό.

 

Τριπλή η ανθρώπινη υπόσταση. Αντηχούσαν οι λέξεις μέσα στο μυαλό του από μόνες τους, χωρίς να τις έχει προσκαλέσει εκεί κανείς. Σάρκα, συναίσθημα, λογική. Η λογική του μιλάει πρακτικά, του δείχνει τον πιο εύκολο δρόμο, τον πιο προσοδοφόρο. Το συναίσθημα τον οδηγεί ν’ ακολουθήσει την τιμή και την υπόληψη, να έχει πίστη. Η σάρκα τον οδηγεί να κατασπαράζει και να ηδονίζεται. Κάθε ένα σκέφτεται μόνο τη δική του επιβίωση. Κάθε ένα θέλει να κυριαρχήσει, η λογική να θριαμβεύει, το συναίσθημα να πλημμυρίζει, η σάρκα να οργιάζει.

 

«Αυτό το πλάσμα είμαι εγώ», συνειδητοποίησαν ξαφνικά κι οι τρεις τους. «Αυτοί οι δύο θέλουν να μου το πάρουν. Δε θα τους επιτρέψω. Αυτό το πλάσμα είναι δικό μου. Αυτό το πλάσμα είναι δικό μου.»

 

Έπεσαν λυσσαλέα ο ένας απάνω στον άλλο. Τα κέρατα του ιμπ, η τσουρουφλιστή λαμπρότητα του ρουχ, τα νύχια της λίλιθ. Αν είχαν αίμα, θα χυνόταν. Αν είχαν σάρκα πραγματική κι όχι αιθέρια, θα την κομμάτιαζαν. Αν είχαν πνοή θα την έχαναν, την τελευταία τους θα άφηναν, εκεί, πάνω από το σχεδόν νεκρό σώμα του Ασουρμιμούξ, του πλάσματος που τους είχε δημιουργήσει.

 

Και κάποια στιγμή, το Σοσουμπελέλ κάρφωσε με τα κέρατά του το Μαγιλώ κι η Βεχααγκί προσπάθησε να ξεριζώσει την καρδιά του ρουχ με τα χέρια της κι ο Μαγιλώ εξέπεμψε τέτοια φλόγα από τον πόνο του που οι άλλοι δυο λαμπάδιασαν. Το ιμπ μόνο μια στιγμή γέλασε χεραίκακα, γιατί η λίλιθ κατάφερε να πέσει πάνω του και να τον δαγκώσει στο λαιμό. Πρόλαβε να της καρφώσει τη μυτερή ουράτου στο υπογάστριο πριν πάψει να υπάρχει.

 

Οι κιμωλίες συνέχισαν να χορεύουν γύρω και πάνω τους. Έγραφαν πράγματα που δεν είχαν γραφτεί ποτέ. Μόνο μία τους στεκόταν ακίνητη, σχεδόν διστακτική, μια τρίχρωμη κιμωλία που διατηρούσε ένα είδος μνήμης. Ακόμα κι όταν αποφάσισε να σμίξει με τις αδελφές της, προτίμησε να σκαρφαλώσει στο σώμα του γέρου, αντί να στροβιλιστεί στο επίπεδο πάτωμα.

 

Έγειρε την κόκκινη πλευρά της και χάραξε στο μέτωπο του γέρου δυο κέρατα και μια ποντικίσιαουρά. Μετά ταξίδεψε ως το στήθος του και στόλισε το ρούχο του με μια κίτρινη ακαθόριστη μουντζούρα. Κι ύστερα, λίγο πριν πέσει κάτω άψυχη κι αυτή, πρόλαβε να ζωγραφίσει στο υπογάστριό του ένα φιλήδονο στόμα με δόντια σουβλερά.

 

Τα πλάσματα ήταν νεκρά.

 

Ο Ασουρμιμούξ ήταν νεκρός.

 

Οι ζωντανές του κιμωλίες νεκρές κι αυτές.

 

Μόνο τρία πράγματα σάλευαν μέσα στο δωμάτιο του μιναρέ. Ένα μισοφέγγαρο από χαλκό,ένα υαλωμένο λουλούδι κι ένα κουρέλι ανθρώπινου δέρματος χαρακωμένο από νυχιές. Σάλευαν, σαν κάτι να τα τραβούσε προς το κέντρο του εβένινου πατώματος. Με απαλά πηδηματάκια, πλησίασαν εκεί όπου ο αέρας είχε παρασύρει μια μισάνοιχτη περγαμηνή. Έπεσαν πάνω της, την έκαναν με το βάρος τους ν’ ανοίξει διάπλατα, να φανερώσει στον κόσμο το περιεχόμενό της.

 

Κι ύστερα τα πάντα πήραν φωτιά κι από τον καπνό ο Ασουρμιμούξ ξύπνησε, στην αναλαμπή που έχει κάθε ετοιμοθάνατος. Βλαστήμησε μ’ αυτό που είδε, τα τρία πλάσματα που περιείχαν την αθανασία του να έχουν αλληλοσκοτωθεί. Κάτι του ζέσταινε παράξενα το μέτωπο, το στήθος και το υπογάστριο, αλλά δεν έκατσε να το σκεφτεί. Στο μισοσκόταδο της έκλειψης, ένιωθε μια παρουσία που τον τρόμαζε.

 

Σήκω, καμπάνισε η φωνή της παρουσίας.

 

-Είσαι η Θεία Δύναμη; έκανε ο γέρος ψιθυριστά, με δέος.

 

Είμαι αυτός που θα λήξει αυτό που ξεκίνησες. Αυτός που θα σε τιμωρήσει για την τρέλα σου, να προσπαθήσεις να χωρίσεις την ύπαρξή σου για να μείνεις άτρωτος κι αθάνατος. Είμαι αυτός που ήρθε να το διορθώσει αυτό.

 

-Δεν ήμουν ποτέ ολόκληρος, έκανε ο γέρος διστακτικά. Πάντα κάτι απ’ όλα υπερτερούσε μέσα μου, πότε η λογική, πότε το συναίσθημα, πότε η σάρκα. Αν δεν είσαι η Θεία Δύναμη πώς θα τα διορθώσεις αυτά; Άρα αυτό είσαι, μην προσπαθείς να με μπλέξεις.

 

Εσύ είσαι ο μπλεγμένος. Εκείνος που κάθε φορά προσπαθείς να πολεμήσεις εκείνο που επιθυμείς. Επιθυμείς να είσαι λογικός και το πολεμάς. Επιθυμείς να ακολουθείς την καρδιά σου και το πολεμάς. Επιθυμείς να ικανοποιήσεις τη σάρκα σου και το πολεμάς.

 

-Είμαι σίγουρος πια πως είσαι η Θεία Δύναμη. Σίγουρος! Σίγουρος!

 

Όχι, ήρθε η αναπάντεχη απάντηση. Είμαι η πληρότητα του θανάτου.

 

Ο Ασουρμιμούξ ένιωσε ξαφνικά ανάλαφρος. Ένιωσε, δεν ήξερε πώς να το πει αλλιώς, ολόκληρος. Τα σχέδια πάνω του δεν τον έκαιγαν. Τα τρία αντικείμενα πάνω στην περγαμηνή είχαν γίνει στάχτη, γύρω του οι φλόγες είχαν θεριέψει κι έκαιγαν το μιναρέ. Το ιμπ, ο ρουχ κι η λίλιθ ήταν αμετάκλητα νεκροί, ο ένας από το χέρι του άλλου, κι οι τρεις από το χέρι του αφέντη τους.

 

-Νομίζω… δίστασε, νομίζω ότι είμαι έτοιμος.

 

Οι φλόγες έπεσαν μετά από λίγο. Έφαγαν τους παπύρους, τις περγαμηνές, τον έβενο στο θρονί, το γραφείο και το πάτωμα κι ύστερα τους έμειναν οι πέτρες που είναι πολύ σκληρές ακόμη και για τη φωτιά. Ύστερα υποχώρησε η έκλειψη, ο ήλιος ξαναπρόβαλε στον ουρανό, όλοι οι σιδεράδες, όλες οι παρθένες αλλά όχι όλοι οι μοναχοί βγήκαν στα παράθυρά τους, με ανακούφιση.

 

Κι απ’ την κορφή του μιναρέ, συννεφάκι δεν κρεμόταν πια.

 

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Το ερωτευμένο σύννεφο ρε Ευθυμία! Το ερωτευμένο σύννεφο, κι εσύ και οι κιμωλίες σου. (Δεν είναι τίποτα, μερικές φορές γίνομαι ακατανόητη. Γι' αυτό σταμάτησα να πίνω! :crazy: )

 

Τι να πω τώρα, εκτός από το πόσο μου άρεσε αυτό εδώ; Μια πολύ ωραία ιστορία μαγείας. Σ' ευχαριστώ για τον ευχάριστο χρόνο που πέρασα μαζί της. :holiday: (Απ' τα πολλά emoticons μάλλον είναι εύλολο να καταλάβεις πόσο μου άρεσε).

 

 

Ξέχασα: Νομίζω πως χρησιμοποίησες με άνεση το πλοτ του Πλοτς1. ^_^

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα μου άρεσε πολύ αυτό εδώ :)

Πολύ ωραίος ο χειρισμός του πλοτ(ς) και μάλιστα σχεδόν γραμμικός (πράγμα που ξέρω πόσο δύσκολο σου είναι - όσο κι εμένα :p νομίζω) και κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι τελευταία στιγμή.

Νομίζω, πως η σκηνούλα που δαγκώνονται, χτυπιούνται κτλ, χρειαζόταν χμμμ... κάτι. Ίσως λίγο περισσότερο νεύρο ή έκταση. Δεν είμαι σίγουρη γιατί δεν είμαι σίγουρη για το τι ακριβώς έπρεπε να αισθανθώ εκεί. Υποθέτω συμπόνια και μια αίσθηση ματαιότητας και για αυτό ίσως θέλει κάτι ψιλά παραπάνω.

Μου άρεσε πολύ η τοποθέτηση της κάθε μίας φύσης επάνω στο μάγο, φυσικά τα τρία απίστευτα πλασματάκια και η ψυχή του που κρεμότανε. Α! Και οι κιμωλίες! Ίσως τους αξίζει κι ένα δικό τους δικό τους διήγημα ρε κοπελιά :)

Link to comment
Share on other sites

Ομορφη ιστορία. Τη διάβασα με ευχαρίστηση. Η ιδέα με τις κιμωλίες μου άρεσε πάρα πολύ και ειδικά επεδή μπορούσαν να γράψουν ταυτόχρονα με τρία χρώματα, αλλά και με το καθένα ξεχωριστά. Μαγεία!

Πράγματι, οι κιμωλίες απαιτούν τη δική τους ιστορία, αν και νομίζω ότι και σε αυτήν πρωταγωνιστούσαν. Μου θύμισαν την "Φαντασία" του Ντίσνεϋ και γι' αυτό όταν διάβαζα το διήγημα χαμογελούσα.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ πολύ όμορφη φαντασία, όπως μας συνηθίζεις. Οι κιμωλίες, υπέροχες. Τις άξιζε περισσότερος χώρος, και ναι, γιατί όχι, μια ολόκληρη ιστορία για πάρτι τους. Τα πλάσματά σου, ιδιαίτερα και ξεχωριστά. Τουλάχιστον σε μένα, που δεν διαβάζω πολύ φάντασυ, μου άρεσαν και ήθελα να μάθω περισσότερα γι' αυτά.

 

Η σκηνή που τα πλάσματα αλληλοσκοτώνονται χρειαζόταν λίγο παραπάνω νεύρο, για να γίνει λιγάκι πιο ντάρκερ το φάντασύ σου.

 

Πολύ καλός ο τρόπος που χρησιμοποίησες το πλοτ. Το πώς τα κομμάτια ενώνονται σιγά-σιγά για να μας αποκαλύψουν τι αντιπροσωπεύει το καθένα και ποιος είναι ο σκοπός τους.

 

ΥΓ: Ασουρμιμούξ :lol:

Link to comment
Share on other sites

O.T.

 

Έτσι όπως τις κανακεύετε, μου φάινεται ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα ίσως διαβάσετε και το από που προέρχονται οι κιμωλίες.;-)

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ καλή ιστορία.

Πολύ μαγική, πολύ σωστά τοποθετημένη πάνω στο σκελετό του Πλοτ#1.

Μου άρεσαν και τα πλάσματα και ο περιβάλλων χώρος. Δηλώνω πολύ ικανοποιημένη.

 

Α, και αν ξέρεις από πού μπορώ να προμηθευτώ κι εγώ τέτοιες κιμωλίες, στείλε ένα pm, έτσι; :lol:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Λοιπόοοον καιρός να σχολιάσω για το πλοτς 1 μιας και ψήφισα :devil2: Μου άρεσε πολύ η ιστορία και φυσικά οι περιγραφές των πλασμάτων ήταν καταπληκτικές να μην μιλήσω για τα ονόματα :shok: Γενικά η όλη ιδέα μου άρεσε πάρα πολύ και το πως εκμεταλεύτηκες τον σκελετό που σου δώθηκε. Η μόνη ένστασή μου είναι προς το τέλος του διηγήματος θα ήθλενα να κρατήσει περισσοτερο και η σκηνή της μάχης αλλά και το τέλος διότι δίνεται πολύς χώρος στην περιγραφή των πλασμάτων (όπως και θα έπρεπε) και φαίνεται κάπως άνισο, άσε που με τόσο ενδιαφέροντα πλάσματα θα ήθελα να υάρχουν μερικές σειρές ακόμη που να περιγράφουν τις μεταξύ τους στοιχομυθίες. Επίσης οι κιμωλίες Κ Α Τ Α Π Λ Η Κ Τ Ι Κ Ε Σ δηλαδή τι να πω...

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..