Jump to content

Το Γούμπους


Nienor

Recommended Posts

Είδος: Παραμύθι

Βία; μπα

Σεξ;ξανά μπα

Αριθμός Λέξεων: 2980

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: για το plots #1 (υπάρχει αφιέρωση, αλλά άμα τελειώσουμε :))

 

 

 

 

 

 

Το Γούμπους

 

 

«Και γιατί, ρε, να μη φάει εσένα;» Ο μάγος ήταν άσχημος. Απαράδεκτα άσχημος. Το δέρμα του μαυριδερό, μα όχι γυαλιστερό, τα μαλλιά του γλοιώδη και κολλημένα στο κεφάλι του και το μούσι του αραιό. Οι μόνες τρίχες στο πρόσωπό του με κάποια, λιγοστή, αξιοπρέπεια ήταν σε λάθος σημείο: τα φρύδια του ήταν αφόρητα φουντωτά, πετούσαν προς τα έξω και είχαν μια μόνιμη κλίση προς τα επάνω. Μα η γλώσσα του ήταν ακόμη χειρότερη.

 

«Ακούστε… Κύριε, αν νομίζετε πως μπορείτε να απευθύνεστε με τον τρόπο αυτ-» ξεκίνησε να λέει ο Ζουρ για πολλοστή φορά, μα όπως συνήθως να τελειώσει δεν πρόλαβε.

 

«Αχαχούύύ, αρχίσαμε πάλι τα “κύριε”» είπε ο μάγος και γέλασε τρανταχτά ρουφώντας δυο μεγάλες γουλιές από το μπουκάλι με το πανάκριβο αρωματικό κρασί, δεκαετίας, που κρατούσε στα χέρια του.

 

Ο Κέρτος σιγομουρμούριζε ένα σκοπό. Έμοιαζε να ανήκει σε ένα παλιό παιδικό τραγούδι του οποίου τους στίχους θυμόταν αμυδρά ο Ζουρ -να δούμε ποιος, ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί, οε, οε, οε, οοε- και τον έκανε να ανατριχιάζει. Για άλλη μια φορά θυμήθηκε τη ματαιότητα της συζήτησής τους, ρούφηξε λίγο από το μπράντι του, κοίταξε μια το μάγο, μια τον Κέρτος κι αποφάσισε να σωπάσει.

 

 

 

Βρίσκονταν στο κελάρι σχεδόν μια ολόκληρη μέρα. Λογικά, έξω θα έπρεπε να έχει νυχτώσει πια. Όχι πως είχε καμιά σημασία. Εξάλλου, το Γούμπους δεν υπολόγιζε μέρες και νύχτες. Όταν θα αποφάσιζε να βγει απλά έβγαινε. Είτε ήταν μέρα έξω είτε νύχτα. Το θέμα ήταν πως είχαν κολλήσει εκεί κάτω και λύση δεν υπήρχε. Δε μπορούσαν ούτε να φύγουν από τον πύργο, ούτε να βγουν από το κελάρι –αν και κανείς τους δεν ήταν σίγουρος ότι τους προσέφερε κάποια προφύλαξη στ’ αλήθεια- ούτε και να κάνουν μια πολιτισμένη συζήτηση οι τρεις τους. Κι ενώ δυσκολευόταν αρκετά να δεχτεί έτσι κι αλλιώς όλα τα άλλα, τούτο το τελευταίο τον έφερνε στα όρια του. Καταρχάς ποτέ του δεν πίστευε πως θα χρειαζόταν να μπορέσει να συνεννοηθεί με δύο μάγους, αυτός, ένας γητευτής της υψηλότερης τάξης. Κατά δεύτερο, η μαγεία τους, που ξεχείλιζε από τις ταπεινές τους φιγούρες του δημιουργούσε δυσπεψία, μια ιδιαίτερη καούρα στο στομάχι σαν να είχε πιει φτηνή μπύρα και τρίτο, υπήρχε κι εκείνο το τρίτο –όχι τελευταίο ούτε και αμελητέο όμως- εκείνη η φαγούρα στο μυαλό, η ξινίλα στη μύτη του και το κάψιμο στα αυτιά, κάθε φορά που σκεφτόταν πως είχαν ακουμπήσει τα βρωμόχερά τους επάνω της.

 

 

 

«Ακούστε,» έκανε άλλη μια απόπειρα «τα πράγματα έχουν ως εξής: μόνο ένας από τους τρεις μας δεν κινδυνεύει. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως οι άλλοι δύο-»

 

«Α, ρε Ζουράκο, πες τα με το όνομά τους τα πράματα αφού κάνεις την αρχή! Ένας και μόνο θα ζήσει. Αυτό είναι. Και τελεία. Και τίποτα άλλο.»

 

«Ακούστε να δείτε, Κύριε Μπαρδάζορ, για τελευταία φορά το όνομά μου είναι Σιθαζούρ Αλζουράκ. Σι-θα-ζούρ Αλ-ζου-ράκ!» Ξέσπασε τακτοποιώντας το ακριβό χιτώνιό του κι ορθόνωντας όπως όπως την πλάτη του να δείχνει πιο ψηλός παρόλο που καθόταν όλη μέρα στις υγρές πλάκες στο κελάρι.

 

«Χαχαχα,» του γέλασε στα μούτρα ο άλλος -για άλλη μία φορά «Κέρτος, το πιασες;»

 

«Μάλιθτα, Θιδαδούρ Αλδουράκ» πετάχτηκε ο Κέρτος σαν να τον είχαν μαλώσει εκσφενδονίζοντας απειροελάχιστα σταγονίδια προς το μέρος των άλλων δύο.

 

Ο μάγος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια ενώ ο Ζουρ αισθανόταν το πρόσωπό του να ζεσταίνεται επικίνδυνα και τη μύτη του να καίει και να κοκκινίζει από το κακό του.

 

«Είμαστε σε θέση εξαιρετικά δεινή για να-»

 

«Δεινή λέει, χαχαχαχαχα, νεκροί είμαστε ρεεε! Ψώφιοι! Πάρ’το απόφαση!»

 

Ο Ζουρ πετάχτηκε όρθιος σαν να είχε αναπηδήσει πάνω σε ελατήριο άπλωσε τα χέρια του μπροστά, είπε δύο λέξεις –ελαφρά κακόηχες είναι η αλήθεια- και φωτιά έκανε να πεταχτεί προς το Μπάρδα, μέχρι που ο Κέρτος πρόλαβε να ρίξει νερό από το παγουράκι του και να του βρέξει τα χέρια.

 

«Θε παρακαλώ μεγάλε Θιδαδούρ Αλδουράκ, θα πεθάνουμε όλοι άμα θυνεχίθεις. Θε παρακαλώ…»

 

Μα ο Ζουρ έβραζε κι ο Μπάρδας απλώς γελούσε άλλη φορά μισοξαπλωμένος στο πάτωμα. Πήγε να μιλήσει και να καπνίσει ταυτόχρονα κι η άκρια του μουστακιού του άναψε στιγμιαία πριν προλάβει ο Μπάρδας να τη σβήσει. Ο Ζουρ συνειδητοποίησε δύο πράγματα: Πρώτο οι τρίχες του μάγου δεν ήταν από φυσικού τους τόσο άθλιες και δεύτερο, ήταν η πρώτη και μόνη φορά στη ζωή του που παραλίγο να τα βάλει με έναν μεθυσμένο.

 

 

 

***

 

 

 

Γύρω από τα μαλλιά της ανέμιζαν φτερά και πούπουλα. Ένας δροσερός μαΐστρος τα σήκωνε κι αυτά χόρευαν σε όλο τον εξώστη του ψηλού της πύργου. Μαζί με τα χαμηλά, σχεδόν ντροπαλά, κρωξίματα από τα πουλιά της, κοράκια και κουρούνες, περιστέρια και δεκοχτούρες, κότσυφες και κίσσες κι άλλα πολλά, ο χώρος έμοιαζε ολόκληρος να ίπταται. Ο χώρος ήταν κυλινδρικός, χωρίς πάτωμα, με μονάχα μια πέτρινη σκάλα που ακολουθούσε κυλινδρικά τη δομή του τοίχου. Και πάνω, στο ψηλότερο σημείο μεγάλα αψιδωτά παράθυρα, πολλές φορές ψηλότερα από έναν άνθρωπο, από όπου μπαινόβγαιναν τα πουλιά της και παρατάσσονταν, όπως τους είχε ζητήσει, καθισμένα στο ψηλό γείσο, επάνω από τον στενό εξώστη στον οποίο βρισκόταν. Περνούσε ανάμεσά τους, κρεμούσε στα πόδια τους από μια ελάχιστη, τοσοδούλα αλυσιδίτσα με ένα ίδιου μεγέθους κλειδάκι, άγγιζε με τα ακροδάχτυλά της ένα ένα τα κεφάλια τους και τους ψιθύριζε γλυκά από ένα όνομά κι ένα αντίο. Τα αποχαιρετούσε με ένα απαλό φιλί, τα χείλη της ίσα που άγγιζαν τις μύτες τους, κι αυτά έφευγαν μακριά πετώντας στον άνεμο. Που και που σταματούσε κι έμοιαζε κουρασμένη. Τραβούσε μια μεγαλύτερη αλυσίδα από τον κόρφο της και κοιτούσε τη στάθμη ενός βαθυκόκκινου υγρού που βρισκόταν μέσα σε ένα φυλακτό μενταγιόν.

 

 

 

Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν τελείωσε κι ένα μικρό διαμαντένιο δάκρυ κυλούσε στο φιλντισένιο της μάγουλο καθώς αποχαιρέτησε τον τελευταίο κότσυφα και τον παρακολούθησε να χάνεται στον σκούρο μπλε ουρανό, ανάμεσα σε φουντωτά σύννεφα. Το σκούπισε στα γρήγορα με την ανάστροφη του χεριού της, ρουθούνισε και μάλωσε τον εαυτό της νοερά. Ύστερα, πέρασε από τον εξώστη στη σκάλα κι άρχισε να κατηφορίζει, κρατώντας τη ματιά της στο πελώριο αντικείμενο που βρισκόταν στο πάτωμα του ψηλότερου δωματίου.

 

 

 

***

 

 

 

Ο Σιθαζούρ Αλζουράκ ήταν ο γητευτής και σύμβουλος του βασιλιά του βορρά και ζούσε σαν άρχοντας –που ήταν- κοντά στο βασιλιά του με κάθε τιμή. Κι η αλήθεια είναι πως καθόλου συνηθισμένος δεν ήταν να βρίσκει ζωντανές μπεκάτσες στο δωμάτιό του, ειδικά μετά από μια κουραστική μέρα που είχε συμβούλια, ακροάσεις, συνεδρίες και δεξίωση στις πρέσβειρες της δύσης στο τέλος. Μα όπως λένε για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά κι εκείνο το βράδυ ήταν που του έλαχε να ζήσει τη συγκεκριμένη. Και παρόλο που το πουλί αν ήταν σοταρισμένο σωστά και καρυκευμένο κατάλληλα στο τραπέζι του θα ήταν ένα μάλλον ευγενές γεύμα, τίποτα το ευγενές δεν υπήρχε στην τωρινή εμφάνισή του ανάμεσα στα ράφια της βιβλιοθήκης του να τον κοιτάζει εξεταστικά. Όταν μάλιστα, ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο δεν υπήρχε.

 

Πήγε κοντά του διστακτικός με σκοπό να ανοίξει να το βγάλει έξω και πρόσεξε κάτι που στραφτάλιζε στο πόδι του τελευταία στιγμή πριν να του κάνει «ξου». Μαζί με την μικρούλα καδένα που συγκρατούσε το ακόμα πιο μικρό κλειδάκι, υπήρχε μια ακόμα μικρότερη –αν είναι δυνατόν!- περγαμηνή τυλιγμένη σε ρολάκι. Όταν την ξεδίπλωσε από το πόδι του –ομολογουμένως- ήσυχου πουλιού, αυτή του μίλησε «βρες τον τρόπο να χρησιμοποιήσεις το κλειδί, αν τα καταφέρεις θα έχεις επιλεγεί και θα ξέρεις τι να κάνεις στη συνέχεια, είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Ανέλεντιθ Θιντανάλις» κι έγινε σκόνη.

 

Ο Ζουρ έμεινε σύξυλος. Είχε να ακούσει το όνομά της, και μάλιστα έτσι, ολόκληρο κι από τα χείλη της, από τα νιάτα του. Δεν είχε καταφέρει να την ξεπεράσει ποτέ του. Έγινε γητευτής για χάρη της, μπας κι έμενε μαζί του λίγο περισσότερο. Όμως εκείνη αυτά τα είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής. Η ζωή της δεν της ανήκε. Μόνο αυτό του είχε πει, κι εκείνη το θεωρούσε αρκετό. Είχε δοκιμάσει κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο για να την κρατήσει κοντά του, είχε κλάψει, είχε απειλήσει, είχε φωνάξει και είχε κοπανήσει τα πόδια του στο πάτωμα. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε γεννηθεί άντρας και δε μπορούσε να μείνει έγκυος στο παιδί της. Της είχε κάνει σεξ μερόνυχτα ολόκληρα με ό,τι καλύτερο διέθετε σε τεχνική και χάρη. Τίποτα δεν είχε πιάσει. Κι είχε πάντα αυτή την αίσθηση, ότι παρόλο που το κορμί της έμοιαζε κορμί συνομηλίκου του, τα μάτια της όχι.

 

Αργότερα, όταν εντρύφησε στην τέχνη των γητευτών, όταν μπόρεσε να ψάξει τα γριμόρια και τα βιβλία της αρχαίας τέχνης είχε μάθει λίγο περισσότερα από όσα είχε θελήσει. Γιατί το όνομά της ήταν τίτλος, τίτλος που ήταν άρρηκτα δεμένος με τη συνοχή του κόσμου, με την ενότητά του με τους άλλους εβδομήντα εφτά κόσμους του σύμπαντος, με το πλέγμα της μαγείας. Κι είχε ακόμα μάθει για το Γούμπους και για την ώρα της γέννησης. Για το πεπρωμένο και τη μοίρα των ονομάτων. Και για να είμαστε ειλικρινείς, είχε τρομάξει.

 

Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που τρόμαξε –εκείνος προτιμούσε να λέει στον εαυτό του πως ανησύχησε πολύ- όταν επιτέλους μετά από μερόνυχτα διαβάσματος, συγκέντρωσης εξάσκησης, πειθαρχίας και αναζήτησης στα αστέρια των κόσμων κατάφερε να βρει πώς να χρησιμοποιήσει το κλειδί.

 

 

 

Πόρτες. Πόρτες κι άλλες πόρτες στη σειρά. Τις ανήγε μία μία και περνούσε, σα να κυλούσε σε νερό. Στην αρχή μετρούσε. Μία δύο τρεις τέσσερις… κάπου το έχασε. Κοιτούσε μόνο τα σκαλίσματα, τα διαφορετικά χρώματα, τη διαφάνεια, τα χερούλια τους που συσπώνταν σαν ζωντανά. Κάθε που έβαζε το κλειδί σε μια από τις κλειδωνιές τους εκείνο άλλαζε σχήμα, χρώμα και υφή κι εφάρμοζε τέλεια. Τις άνοιγε και προχωρούσε. Άνοιγε και προχωρούσε. Και τέλος είχε φτάσει στον πύργο της. Το ήξερε πως ήταν ο πύργος της κι ας μην τον είχε ξαναδεί ποτέ του. το ήξερε όπως ήξερε πως και οι πόρτες που άνοιξε ήταν εβδομήντα και εφτά. Κι ήξερε ακόμα, το γνώριζε σε κάθε χιλιοστό της ύπαρξής του πως αυτό στον ώμο του ήταν το χέρι της κι αυτή η φωνή της. «Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα. Αν μπορείς να δεις θα τα θυμάσαι όλα. Και θα θυμάσαι πως μόνο ένας μπορεί να το φυλάξει, μόνο ένας από τους τρεις σας. Κι αυτός θα γίνει ο νέος φύλακας κι οι άλλοι θα χαθούν, γιατί όταν το Γούμπους ξυπνήσει, ο φύλακάς του θα είναι νεογέννητος. Δε θα μπορεί να το σταματήσει.»

 

Κοίταξε μπροστά του και είδε. Το ψηλότερο δωμάτιο του πύργου της, παράθυρα στην οροφή τεράστια και πολλά, πουλιά μπαινόβγαιναν από αυτά. Κι η μορφή της τώρα βρισκόταν πάνω από έναν όγκο που έπιανε όλο τον τεράστιο χώρο του μεγαλύτερου και ψηλότερου δωματίου που είχε δει ποτέ του. Το σχήμα που είχε ήταν ωοειδές, για την ακρίβεια ήταν αυγό. Μπορούσε μέσα του να νιώσει την πανίσχυρη μορφή ζωής, ακόμα κι έτσι, ακόμα και στην εμβρυακή αυτή μορφή της.

 

«Βλέπεις. Ίσως σε στέλνω στο χαμό σου.» Η φωνή της τώρα ακούστηκε πονεμένη. «Να θυμάσαι το αίμα του στο φυλακτό. Ξύπνα τώρα.»

 

 

 

***

 

 

 

Ο πύργος της ήτανε πάντοτε το κάστρο της, το απόρθητο φρούριο μέσα στο οποίο είχε ζήσει όλη τη ζωή της. Κι η ζωή της ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Περνώντας ανάμεσα σε μπουκαλάκια με σπάνια έλαια, βιβλία τσακισμένα από το χρόνο, ξύλινα χοντρά ράφια, πέτρες και πολύτιμους λίθους από κάθε γωνιά του κόσμου, έφτασε περπατώντας με σταθερό βήμα στο κέντρο του άντρου της. Εκεί επάνω σε ένα μακρόστενο, ξύλινο τραπέζι βρισκόταν ένα φέρετρο. Απλό, μα με μαλακή επένδυση από ακριβό βελούδο. Απέναντι από αυτό στεκόταν αγέρωχος ένας μεγάλος καθρέφτης με σκαλιστή κορνίζα που απεικόνιζε τους ήλιους και τα φεγγάρια κι όλα τα αστέρια και τις μορφές των θεών ανάμεσά τους, με τα νερά και τα βότανα της γης. Στάθηκε μπροστά τους και του είπε «δείξε μου». Στην αρχή φαινόταν μόνο εκείνη: νέα και πανέμορφη σε όλα τα άλλα, εκτός από τα μάτια της, εκεί ήταν ζωγραφισμένη η κούραση αιώνων, χιλιάδες μεσημεριανοί ήλιοι είχαν θαμπώσει το άλλοτε λαμπερό πράσινο χρώμα τους, κι άλλες τόσες λύπες είχαν αυλακώσει τις ίριδες και τις είχαν στενέψει. Μα ρυτίδα το πρόσωπό της δεν είχε, ούτε μία για να ανακουφίσει τον κόπο των ματιών.

 

Ο καθρέφτης θόλωσε σταδιακά και μέσα του η μορφή της σαν να έσπασε στα τρία. Ήταν τρεις άντρες που κρατούσαν στα χέρια τους από ένα κλειδί. «Μπαρδάζορ, Σιθαζούρ, Κέρτορος» είπε σχεδόν άηχα σαν οι μορφές υλοποιήθηκαν πλήρως κι ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ανέβηκε σε μια καρέκλα, μπήκε στο φέρετρό της και ξάπλωσε. Με μια ρευστή κίνηση έχωσε το χέρι της στον κόρφο της τράβηξε έξω το μενταγιόν. Ήταν σχεδόν διάφανο πια, μια ελάχιστη σταγόνα υγρό είχε απομείνει μέσα του, το κόκκινο χρώμα της μόλις φαινόταν. Είπε δυο λέξεις και το πέταξε στον αέρα, λίγο πιο ψηλά από την ίδια, εκείνο την υπάκουσε και στάθηκε εκεί όπου του είπε. Το αίμα χάθηκε. Ύστερα, βολεύτηκε στο φέρετρο, σταύρωσε τα χέρια της στον κόρφο της, έριξε μια ικανοποιημένη ματιά γύρω της κι έκλεισε τα μάτια της για τελευταία φορά.

 

 

 

***

 

 

 

 

 

Είχαν σχεδόν τρεις μέρες κλεισμένοι στο κελάρι. Έτρωγαν παστά κρέατα και λουκάνικα κι έπιναν ακριβά κρασιά, μπράντι, λικέρ και μπύρα πρώτης ποιότητας. Είχαν κοιμηθεί λίγο, ο Μπάρδας περισσότερο κι ο Κέρτος, ενώ ο Ζουρ δυσκολευόταν περισσότερο από τους πιο εκπαιδευμένους στις κακουχίες μάγους να κοιμηθεί στις κρύες και υγρές πέτρες του πατώματος.

 

 

 

«Αχ, ρε Άντις… ήτανε πολύ ωραία γκόμενα, απλά από αυτές που δεν πρέπει να μπλέκει κανείς…» έλεγε ο Μπάρδας καπνίζοντας –ο Ζουρ είχε χάσει το μέτρημα- το τριακοσιοστό τσιγάρο –αν έπρεπε να μαντέψει.

 

«Μπαρδάζορ» ξεκίνησε ο Ζουρ

 

«Μπάρδας φιλαράκι.»

 

«Έχεις πρόβλημα το ξέρεις;»

 

«Πλάκα μου κάνεις, ρε Ζουρ; Εσύ δηλαδή δεν έχεις;»

 

«Όχι δεν εννοώ αυτό, εννοώ, να, αυτό με τα ονόματα…»

 

«Δηλαδή;»

 

«Ήτανε η μεγαλύτερη γητεύτρα των εβδομήντα εφτά διαστάσεων, κράτησε ζωντανό το Γούμπους της και τις πύλες τους ανοιχτές για χιλιάδες χρόνια, τόσα που δεν ξέρουμε καν πόσα επειδή δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να στέκει, τίποτα καταγεγραμμένο που να θεωρείται απόλυτα τεκμηριωμένο. Τίποτα!»

 

«Ε, και;»

 

«Ανέλεντιθ Θιντανάλιθ» έκανε με στόμφο ο Κέρκος.

 

«Ορίστε μέχρι και το καθυστερημένο κατάλαβε!» είπε ο Ζουρ κι αμέσως «συγνώμη Κέρκος, συγνώμη.»

 

«Δεν πειράδει» απάντησε εκείνος κι άναψε τσιγάρο.

 

«Τι κατάλαβε;» συνέχισε ο Μπάρδας.

 

«Ό,τι δεν είναι δυνατόν να αναφέρεσαι στο πρόσωπό της λέγοντας “Άντις” και “γκόμενα”, Μπάρδα!»

 

Ο Μπάρδας κοίταξε γύρω του κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. «Μα δε με ακούει!» Αναφώνησε μετά από λίγο. «Γιατί είναι τόσο σημαντικό;»

 

«Είναι πάρα πολύ σημαντικό, περισσότερο σημαντικό από ό,τι θα κάνεις ποτέ στην άθλια ζωή σου, μάγε. Αυτός ο τίτλος είναι έργο ζωής: Θιντανάλις, Θιντανάλις! Είναι εκείνη που κρατάει τους κόσμους ενωμένους, τη ροή των γεγονότων ανοιχτή, το Γούμπους κρυφό. Θιντανάλις!» Τα ‘πε και ησύχασε. Ή μάλλον όχι, δεν είχε ησυχάσει ακόμα: «Αλζουράκ! Σιθαζούρ Αλζουράκ! Είμαι εκείνος που θα συνεχίσει τη ζωή. Κέρτορος: αυτός που θα κρατάει την ελπίδα, ο φύλακας των μυστικών!» η φωνή του όσο πήγαινε και δυνάμωνε «Μπαρδάζορ…» είπε τέλος «Μπαρδάζορ, είσαι αυτός που ενώνει τους κόσμους…» είπε πιο σιγά τώρα κι ύστερα, σχεδόν ψιθυριστά πια, πιάνοντας την κορυφή της μύτης του ανάμεσα στα μάτια με τον αντίχειρα και το δείκτη του «δεν καταλαβαίνεις… δεν καταλαβαίνεις… τα ονόματα είναι οι χρησμοί μας… δεν καταλαβαίνεις…»

 

Ο Μπάρδας τον κοίταζε κι έμοιαζε σχεδόν εμβρόνητος, ή ίσως αστείος γιατί ήταν πολύ μεθυσμένος για να μοιάζει πως κοιτάει σοβαρά οτιδήποτε, ενώ ο Κέρκος έμοιαζε σχεδόν θυμωμένος αυτή τη φορά.

 

«Εντάξει» είπε ο Μπάρδας τελικά «εντάξει, Σιθαζούρ; Σιθαζούρ.»

 

 

 

Ο Ζουρ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Για λίγο έμειναν απλά να κοιτούν ο ένας τον άλλο, ενώ ο Ζουρ αισθανόταν ήδη τη μύτη του και πάλι να παίρνει φωτιά. Μα μόλις έκανε να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει ο Κέρκος σηκώθηκε, τινάχτηκε, τίναξε τα χέρια του και τους χτύπησε με τις θεόρατες παλάμες του στην πλάτη έναν έναν.

 

«Άντε! Άντε! Θηκωθείτε. Φτάνει πια. Φτάνει.» τους είπε.

 

Τον κοίταξαν και οι δύο λίγο σαν ζαβλακωμένοι.

 

«Τι θα γίνει, θα θυνεχίθουμε να κρυβόμαθτε εδώ θαν τιθ γριεθ; Ε; μεγαλοι άντρεθ!»

 

«Σας τις ποιές;» ρώτησε ο Ζουρ λίγο σαν χαμένος.

 

«Τιθ γριέθ! ΤΙΘ ΓΡΙΕΘ! Που φοβούνται να πεθάνουν άμα έρχεται η ώρα τουθ! Θηκωθείτε από κει. Τέλοθ!»

 

Σηώθηκαν. Και οι δύο. Πιο πολύ από περιέργεια.

 

«Η κατάθταθη έχει ωθ εκθής: Η Ανέλεντιθ Θιντανάλιθ πέθανε. Πέθανε. Τελείωθ. Καπούτ. Αυτό θα βγει από τ’ αυγό. Θέλουμε δε θέλουμε. Και θα πρέπει να φάει. ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ. Και μόνο έναθ μαθ μπορεί να το συγκρατήθει να μη φάει όλο τον κόδμο. ΜΟΝΟ ΕΝΑΘ. Τι να κάνουμε τώρα; Μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο; Αυτό μαθ έλαχε. Και θειθ καθοθαθτε και θυδητάτε θαν τιθ γριέθ για ονόματα και τίτλουθ και μοίρεθ και γκόμενεθ και μαλακίεθ. Το θέμα είναι ότι αυτό θα βγει, θα φάει και κάποιοθ πρέπει να το κάνει καλά. Αυτά. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο μάγκεθ. Πρέπει να τα βρείτε και καταφέρουμε να θυνενοηθούμε μπαθ και προλάβουμε να τη γλυτώθουμε. Εντάκθει;»

 

***

 

Οι τρεις άντρες καθόντουσαν σε ένα από τα μεγάλα δωμάτια του πύργου αμίλητοι. Όχι όμως τσακωμένοι. Μοναχά αμίλητοι, με μια οικειότητα σιωπηλή καλλιεργημένη από τα χρόνια. Είχαν ζήσει ήδη τρία χρόνια συντροφιά, είχαν μάθει τα χούγια ο ένας του άλλου, είχαν συνηθίσει οι ανάσες τους.

 

Ο Ζουρ διάβαζε ένα από τα πάμπολα βιβλία που είχε η γητέυτρα στις υπερμεγέθης βιβλιοθήκες του πύργου της, ο Μπάρδας έτριβε βοτάνια και γέμιζε με αυτά ένα πολύχρωμο κουτί, ενώ ο Κέρτος απλώς κοιτούσε τη φωτιά. Ο Ζουρ, σήκωσε τα μάτια του στον Κέρτος και θυμήθηκε ξανά εκείνες τις πρώτες στιγμές της συνειδητοποίησης.

 

«Θα κθυπνήθει και θα μαθ φάει κι αν δεν κάνουμε κάτι, αν δεν είμαθτε έτοιμοι –και οι τρειθ, αφού δεν κθέρουμε ποιοθ είναι ο φύλακαθ- θα φάει όλουθ τουθ άλλουθ. Δεν καταλαβαίνετε; Εβδομήντα εφτά κόδμοι! Ένα ολόκληρο θύμπαν…» είχε πει τελικά ο Κέρκος τότε κι επιτέλους είχαν σταματήσει να λυπούνται τους εαυτούς τους και είχαν συμβιβαστεί.

 

Και είχαν διαβάσει, είχαν εκπαιδευτεί, είχαν μάθει τον τρόπο για να πάρουν το αίμα γρήγορα, να προλάβουν, ήταν έτοιμοι. Ήταν έτοιμοι και να πεθάνουν, όχι μόνο για τους κόσμους, όχι μόνο για το σύμπαν, αλλά κι ο ένας για τον άλλο.

 

Ψηλά, πολύ ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους, στο ψηλότερο δωμάτιο όπου δεν μπαινόβγαιναν πια τα πουλιά, στον πελώριο όγκο του αυγού εμφανίστηκε μια μικρούτσικη ρωγμή.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν...

Η ιστορία αυτή έχει να πει πολλά περισσότερα απ' όσα διαβάσαμε. Την ξεκίνησα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μεγάλες προσδοκίες. Ο τρόπος που προσπάθησες να εκμεταλλευτείς τη "ραχοκοκαλιά" του πλοτς νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον, αλλά στο τέλος μου έμεινε η εντύπωση ότι κάποια πράγματα έγιναν κάπως βιαστικά. Νομίζω ότι αυτό φαίνεται και από το σχόλιό σου όταν τελικά παραδίδεις την ιστορία λίγα λεπτά πριν τη λήξη της διορίας.

Το τελείωμα της ιστορίας παραλίγο να μου δώσει μια εικόνα που τα έλεγε όλα, αλλά ακριβώς επειδή η ιστορία δεν αναπτύχθηκε πιο πολύ, τελικά δεν τα κατάφερε. Οι χαρακτήρες έχουν πολύ ενδιαφέρον, αλλά ζητούσαν λίγο περισσότερο βάθος.

Η αρχή, όπως και το τέλος ης ιστορίας μου άρεσαν πάρα πολύ, αλλά στο κυρίως μέρος του διηγήματος έγιναν νομίζω κάποια λάθη. Αυτό δεν οφείλεται στην ιδέα, η οποία είναι πολύ καλή, αλλά στο πόσος χρόνος αφιερώθηκε στην ανάπτυξη.

Link to comment
Share on other sites

Κιάρα, νομίζω πως έχω βασικές απορίες, πράγμα που δεν μου συμβαίνει με κείμενά σου. Ενώ με ενδιέφερε η ιστορία δεν κατάφερε να με συνεπάρει, λόγω της φορτισμένης αίσθησης του τρεχαλιτού. Συγνώμη, αλλά δεν θέλω να σου πω τι χρειάζεται και τι όχι, ξέρεις καλύτερα από 'μένα.

Θέλω μόνο να σου πω ότι θα τη διαβάσω όταν τελειώσεις μαζί της και την ανεβάσεις.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά:Χμ.

 

Μου άρεσε: το χιούμορ, η ιδέα, οι χαρακτήρες.

 

Δε μου άρεσε: Ξαναχμ. Δύο πράγματα μπορεί συμβαίνουν εδώ. Είτε βιάστηκες να τελειώσεις το κείμενο, είτε έκοψες πράγματα (πιθανόν και να μην τα έγραψες καθόλου) για να χωρέσουν στις 3000 λέξεις. Μάλλον το πρώτο, γιατί έχεις κι αρκετά ορθο-τυπογραφικά. Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο είναι το μπέρδεμα. Ήταν δύσκολο να καταλάβω με τη μία τι ήταν το Γούμπους ή τι ήταν η μάγισσα που το έκρυβε. Ή ακόμη κα γιατί το έκρυβε. Είναι μια από εκείνες τις φορές που -όπως έχεις πει κι εσύ παλιότερα- ή την ιστορία θα πεις ή τον κόσμο θα στήσεις.

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η ιδέα της ιστορίας, με τους πολλούς κόσμους, πως κάποιοις πρέπει να τους «ελέγχει», το λιγάκι ασαφές Γούμπους, οι πόρτες. Πολύ καλή η γραφή σου, όπως πάντα, μόνο που μου τα χάλασες λίγο στους διαλόγους: ναι, ήθελες να δώσεις έναν πιο ανάλαφρο τόνο εκεί, αλλά δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο ύφος του κειμένου. Γένικα, όμως, ήταν γρήγορη ιστορία, την διάβασα πολύ εύκολα και μου κράτησε το ενδιαφέρον.

 

Όπως είπαν και οι προηγούμενοι, κάποια σημεία μάλλον δόθηκαν κάπως βιαστικά. Υπήρξαν κάποια πράγματα, για το οποία ήθελα λίγο παραπάνω, όπως για το ποιοι ήταν αυτοί οι τρεις και τι τους έκανε τόσο σημαντικούς και γιατί θα έπρεπε να θυσιαστούν γι' αυτό που πήγαιναν να κάνουν (που ενώ προσπαθείς να μας το πεις, τελικά δεν το εξηγείς καλά, τουλάχιστον έτσι όπως το είδα εγώ), για τη σχέση που είχαν με την κοπέλα (η οποία μου φάνηκε καθαρά σαρκική -η αναφορά της λέξης «γκόμενα» πχ-, που δεν δικαιολογεί την επιλογή τους, κατ' εμέ και πάλι).

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ που διαβάζετε και σχολιάζετε, και γενικά ξέρετε πως θεωρώ τα σχόλιά σας ανεκτίμητα, όπως κι ότι δεν απαντάω ποτέ πριν να τελειώσουμε. Απλά εδώ θέλω να πω, σε αυτούς που θα διαβάσουν από δω και πέρα και συγνώμη (χίλια συγνώμη σε όσους μου γράψατε ήδη) που δεν τα έβαλα στα σχόλια νωρίτερα, το θεώρησα αυτονόητο από την όλη φάση στο τόπικ του διαγωνισμού: ναι, σαφέστατα, υπάρχουν γύρω στις πέντε σκηνές που δεν πρόλαβα να γράψω, ναι, δεν την έχω ξανακοιτάξει (και φοβάμαι και λίγο να το κάνω το ομολογώ :p), ναι έχετε απόλυτο δίκιο σε όλα. Απλά είχα την εντύπωση πως το είχατε πιάσει από την όλη φάση στο τόπικ του διαγωνισμού και ξανά συγνώμη που δεν το είπα και στην αρχή.

 

Η φάση είναι η εξής: 1. Είχατε φάει δυο μέρες παράταση στα μούτρα (μόνο για μένα) 2. Ήταν το πρώτο και δεν ήθελα να παίξει λειψό, ήθελα να είμαστε και οι πέντε 3. Την ήξερα την ιστορία γιατί την είχα σκεφτεί και ζημώσει, οπότε ήθελα να σας δείξω πώς το σκέφτηκα.

 

Αλλά δε θέλω να μπαίνετε στη διαδικασία να σκεφτόσαστε πώς να μου πείτε ευγενικά ότι είναι λειψό ή κακό. Το ξέρω, το ξέρετε, όλοι το ξέρουμε (ή έτσι νόμιζα και ξανά συγνώμη), βρίστε με και χέστε με άνετα και ευχαριστήθείτε το (για το χρόνο που μου αφιερώσατε να το διαβάσετε) ή απλά διαβάστε τη στο χαζό, πάντως μη σπαταλάτε το χρόνο σας προσπαθώντας να μου κάνετε εποικοδομητικά σχόλια για ... αυτό. Δεν μου αξίζει στην προκειμένη και δε θέλω να σας βάζω σε αυτή τη διαδικασία.

Link to comment
Share on other sites

OK, μια που λες να μην σου γράψουμε και πολλά επειδή ήταν ένα βιαστικό πόνημα, δεν θα σχολιάσω.

Εξάλλου είναι αλήθεια ότι με έχουν καλύψει οι προηγούμενοι και ο κόσμος αυτός έχει πολλά αξιόλογα πράγματα και του αξίζει κάτι παραπάνω.

 

Θα πώ όμως το σημείο που μου έκανε εντύπωση σε ό,τι αφορά τα Plots

 

 

Οι δική σου τριάδα ήταν η μόνη που δεν αλληλοσκοτώθηκε, αλλά βρήκε τρόπο συνεργασίας. Και αυτό ήταν ένα πολύ καλό γύρισμα από την πεπατημένη, χωρίς να κλέψει σε τίποτα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ω! Φυσικά και να σχολιάσετε, ό,τι θέλετε να κάνετε κι ό,τι έχετε διάθεση, απλά να μην προσπαθείτε να το κάνετε ευγενικά και να θεωρείτε ό,τι υπάρχει και η παραμικρή πιθανότητα να με στεναχωρήσετε. Απλά δεν υπάρχει. Κάντε ό,τι σας αρέσει ελέυθερα. :)

Link to comment
Share on other sites

Λοιπό εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα, η γραφή και οι ήρωες. Ακόμη και με τον βιαστικό τρόπο με τον οποίο γράφτηκε μου βγάζει κάτι το έντονα μυστικιστικό. Αν αποφασίσεις να την γράψεις όπως της αξίζει θα ήθελα να μας έλεγες όλη την ιστορία όσο και αν σου έπαιρνε και φυσικά να εμβάθυνες σε όλους τους ήρωες περισσότερο. Προσωπικά εγώ θα την διάβαζα και πιστευω θα περνούσες και το νόημα της ιστορίας σου καλύτερα. Είναι μια πολύ καλή γεύση από μια πολλά υποσχόμενη ιστορία. ;-)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..