Jump to content

Το Παγωτό στο Τέλος του Κόσμου


Recommended Posts

3.114 λέξεις

 

 

Pagoto1.doc

 

 

Σταμάτησε το μουλάρι του στο ύψωμα και γύρισε να κοιτάξει πίσω. Το κενό, μουντό τοπίο δεν ήταν πια αυτό που θυμόταν, συνέχιζε να μεταλλάσσεται. Είδε μια αστραπή στο βάθος του ορίζοντα και σε λίγο έφτασε το μπουμπουνητό στα αφτιά του. Η έρημος των παιδικών του χρόνων εξαφανιζόταν. Έβρεχε όλο και πιο συχνά τον χρόνο, ακόμα και τα καλοκαίρια. Λάσπες γέμιζαν τα ψημένα λαγούμια, οι κροταλίες και οι σκορπιοί είχαν χάσει τα σπίτια τους, δεν τους έβρισκες πια στα παλιά λημέρια. Φύτρωνε γρασίδι, και βουβάλια από τα ανατολικά εισχωρούσαν δειλά στο πλάτωμα. Το μουλάρι χλιμίντρισε ενοχλημένο. Σήκωσε τα χέρια του από τα γκέμια και τα κοίταξε. Έτρεμαν. Ο Τζακ Νανς ήξερε βαθιά μέσα του ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά. Δεν θα επέστρεφε ξανά εδώ. Ήταν το τέλος της εποχής του.

 

Μέχρι να διασχίσει τα βουνά και να φτάσει στη Νέα Ακτή, ο καλοκαιρινός ήλιος έκαιγε πάλι ζεστός ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Κάτω, η θάλασσα άσπριζε σχεδόν από τα πλεούμενα που την όργωναν ασταμάτητα, ενώ οι λευκοί τρούλοι της Εδέμ άστραφταν στο φως του μεσημεριού. Καθημερινά έφταναν καράβια από το Νησί αλλά και τις υπόλοιπες αποικίες. Έβλεπε και την γραμμή από καραβάνια που χάραζαν την μακριά παραλιακή οδό προς το άγνωστο. Το βλέμμα του βρήκε παρηγοριά στη δική του πλευρά του οικισμού, την Παλιά Πόλη του Μπάρστοου, και προς εκεί τσίγκλησε το ζώο του.

 

Αφημένο στα στοιχεία, πνιγμένο στους θάμνους και τα ζιζάνια, το Μπάρστοου ήταν το μαυσωλείο του. Ο Μπεν Κόμπτον, ο μπαρμπέρης, είχε πεθάνει πριν έξι χρόνια, κι από εκείνη την μέρα ο Τζακ ήταν πλέον ο τελευταίος κάτοικος. Της περιοχής ή του πλανήτη, δεν ήταν σίγουρος. Κανείς δεν ήξερε. Τα νέα δεν ταξίδευαν όπως κάποτε. Τα τέρατα είχαν έρθει να τον συλλυπηθούν, και το είχε προσέξει στον τρόπο που τον κοιτούσαν. Τον συγχαίρονταν επειδή ήταν ο τελευταίος. Η αξία του είχε ανέβει, και μαζί με την πόλη ήταν τώρα κι αυτός μουσειακό είδος. Αναγκαστικά πήγαινε στην Εδέμ για τα βασικά είδη ανάγκης, προτιμούσε όμως την δική του πλευρά αυτής της συγκατοίκησης. Επισκεπτόταν ακόμα το μπαρμπέρικο του Μπεν για να ξυριστεί μόνος του μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη, αναμοχλεύοντας τις παλιές τους κουβέντες. Μετά καθόταν στο μπαράκι της Φλο για να πιεί τον καφέ του, να ακούσει την Έλλα στο τζουκ-μποξ, και να κάνει συζήτηση με τα φαντάσματα χαμένων, αγαπημένων προσώπων. Ο ίδιος διατηρούσε το ζαχαροπλαστείο του θείου του, και ίσως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον πλανήτη που ήξερε να φτιάχνει παγωτό. Το μαγαζί ήταν παλιό, με την ψευδοπρόσοψη να θυμίζει Μεξικάνικο καλύβι. Δίπλα στην είσοδο δέσποζε σκουριασμένος ένας γιγάντιος καουμπόης. Στην ακμή του ο Ice-Slim κουνούσε το δεξί χέρι, στο οποίο κρατούσε ένα μεγάλο χωνάκι, και πολύχρωμες ανταύγειες από νέον αναβόσβηναν πάνω στη φιγούρα του. Τώρα έστεκε σκοτεινός και ακίνητος, αφημένος στα στοιχεία των τελευταίων δέκα χρόνων. Δεν ήταν όμως το ντεκόρ, αλλά το παγωτό που καθιστούσε το μαγαζί κύριο πόλο έλξης στην περιοχή. Όλα τα τέρατα της Εδέμ περνούσαν την δική του πόρτα για ένα χωνάκι από το γλυκό του έδεσμα. Δεν μπορούσε να την καταλάβει ακόμα αυτή την περίεργη φάρα, τους Εδεμίτες. Λάτρευαν το παγωτό του, όμως δεν είχε σκεφτεί ούτε ένας τους να αντιγράψει την συνταγή, να το εκμεταλλευτεί, να το διαδώσει στην δική του πόλη ή στις άλλες, όπου και να έπεφταν αυτές. Όπως το έβλεπε, μάλλον είχε να κάνει με το ότι ήταν ακόμα καινούργιοι, ίσως επειδή είχαν ακόμα δρόμο μπροστά τους ως είδος.

 

Από το ζαχαροπλαστείο μπορούσε να ακούσει ξεκάθαρα την βαβούρα στην παραλία. Οι δρόμοι της παλιάς πόλης όμως ήταν άδειοι, δεν τριγυρνούσε κανείς τους στο αξιοθέατο σήμερα, μάλλον λόγω της μεγάλης ζέστης. Και ήταν ακόμα νωρίς για να αντιληφθούν την επιστροφή του. Έλειπε σχεδόν ένα μήνα στην έρημο. Όποτε του ερχόταν, καβαλούσε το μουλάρι του και έπαιρνε τα βουνά, δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν. Εκείνοι απέφευγαν, από όσο ήξερε, την ενδοχώρα, και ποτέ δεν τον ρωτούσαν για τα ταξίδια του. Με την σειρά του, κι εκείνος δεν ενδιαφερόταν τι έτρεχε πέρα από τον ορίζοντα που κύκλωνε τον κόσμο του. Ήταν πολύ γέρος για να έχει σημασία. Ή απλά θα τον πίκραινε αν γνώριζε ότι παντού ήταν ένα από τα ίδια. Αφού ξεδίψασε και τάισε το μουλάρι στον στάβλο, έκανε μια βιαστική φασίνα στο σπιτικό του πίσω από το μαγαζί. Άμμος είχε συσσωρευτεί στο σαλόνι από ένα σπασμένο παράθυρο. Πήρε και κάποιες ξαφνικές αποφάσεις. Έσυρε ένα μεγάλο μεταλλικό βαρέλι μπροστά στην αυλή και άναψε μια φωτιά. Έφερε εκεί όλα τα τετράδια που γέμιζε καθημερινά από παιδί και άρχισε να τα πετάει ένα-ένα στις φλόγες. Είχαν γεμίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο και είχαν αρχίσει να μουχλιάζουν. Καθώς η φωτιά ζωήρευε και χόρευε ψηλά, άνοιξε ένα από τα τετράδια και το διάβασε.

 

«Ο θείος μου Όσβαλντ, μου έλεγε ιστορίες. Αυτή ήταν η πιο σπουδαία όλων: Όταν ήταν παιδάκι στο δημοτικό, ο κόσμος είχε αρχίσει να συζητάει τα διαστημόπλοια που είχαν φανεί στα όρια του ηλιακού μας συστήματος. Την μέρα που ήταν να μπει στο κολλέγιο, η Γη κυκλώθηκε από εκείνα τα διαστημόπλοια, κι έμειναν ακίνητα στη θέση τους για τρεις μήνες, χωρίς καμία απόκριση ή τάση επικοινωνίας στο κάλεσμα των ανθρώπων. Και μια μέρα, όλοι οι άνθρωποι ξύπνησαν έχοντας ονειρευτεί το ίδιο πράγμα. Έτσι ξαφνικά και απλά, ο κάθε Γήινος γνώριζε την ίδια πληροφορία.

 

Ένα εκατομμύριο χρόνια πριν, ο άνθρωπος είχε προστεθεί στην πανίδα αυτού του πλανήτη, από τους ίδιους αυτούς εξωγήινους. Απογοητευμένοι από το πείραμα, τώρα μας καταργούσαν και ταυτόχρονα έστηναν στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας ένα νέο είδος για να κυριαρχήσει στη Γη. Σήκωσαν ένα τεράστιο νησί στο κέντρο του Ειρηνικού ωκεανού και αποβίβασαν εκεί τον νέο, εκλεκτό λαό. Μετά, τα διαστημόπλοια έφυγαν.

 

Οι άνθρωποι αντέδρασαν. Όχι συντονισμένα στην αρχή. Υπήρξε πανικός και μαζικές αυτοκτονίες πριν την παγκόσμια συμμαχία κατά του Νησιού. Δεν θα παραδιδόμασταν χωρίς μάχη στον εισβολέα. Το Νησί όμως προστατευόταν από άγνωστη τεχνολογία. Από θάλασσα ή αέρα δεν υπήρχε τρόπος να πλησιάσεις τις ακτές του. Κάθε προσπάθεια αποδεικνυόταν καταστροφική. Χάθηκαν αρκετές ζωές μέχρι οι στρατοί να κάνουν πίσω και να κρατήσουν μια μόνιμη πολιορκία. Μέχρι και οι δορυφόροι αδυνατούσαν να μεταδώσουν εικόνες από την επιφάνεια της μυστηριώδους γης.

 

Ήμουν από τα τελευταία μωρά που γεννήθηκαν πριν η ανθρωπότητα καταλάβει την ξαφνική, παγκόσμια στειρότητα στις γυναίκες. Από εκεί και μετά, μαζί με την ψυχοφθόρα αναμονή και την παράνοια, ξεκίνησε μια κόλαση. Όσοι δεν αφαιρούσαν την ίδια τους τη ζωή, έπεφταν σαν τα άγρια ζώα στον γείτονα τους σε μια έκρηξη ασύστολης βίας. Χώρες και λαοί χάθηκαν στις φλόγες μέσα σε μήνες. Όχι, ο εξωγήινος δεν γκρέμισε τον πολιτισμό μας, έλεγε ο θείος. Μόνοι μας το κάναμε. Κι όσοι λιγοστοί επιβίωσαν στα χαλάσματα, ανησυχούσαν για τα τέρατα που μεγάλωναν στο Νησί, τα τέρατα που θα έρχονταν στο τέλος να κατασπαράξουν εμάς τους υπόλοιπους.»

 

Έκλεισε το τετράδιο και το πέταξε κι αυτό στη φωτιά. Δεν είχε νόημα ύπαρξης. Ποιος θα το διάβαζε; Κάπως έτσι, χωρίς νόημα θα έσβηνε σύντομα και ο ίδιος. Δεν θα περίμενε όμως το τέλος ξαπλωμένος σε έναν λάκκο. Είχε την καθιερωμένη του εργασία στο ζαχαροπλαστείο. Οι γεννήτριες της Εδέμ τροφοδοτούσαν και την Παλιά Πόλη με ρεύμα. Αύριο αναμενόταν μια επίσης ζεστή μέρα και η αμμουδιά της Νέας Ακτής θα γέμιζε κόσμο. Το αγαπούσαν το νερό και την ηλιοθεραπεία οι Εδεμίτες. Ανάμεσα στις βουτιές περπατούσαν πότε-πότε στα χαλάσματα των ανθρώπων και πάντα σταματούσαν στο μαγαζί του για παγωτό. Μετά από τόσες εβδομάδες απουσία, είχε να ξεκινήσει ολόφρεσκο στοκ. Θα κατέβαινε τις επόμενες μέρες στην Εδέμ για φρέσκο γάλα, φρούτα και κακάο, για αρχή όμως θα έπρεπε να αρκεστεί στα αποθέματα χημικής σκόνης που του είχαν μείνει από τις μέρες του θείου Όσβαλντ. Τα τελευταία χρόνια κοιμόταν ελάχιστα και ξυπνούσε ενοχλημένος από βαριά όνειρα που δεν θυμόταν. Προτιμούσε να δουλεύει έως αργά πάνω από τα μίξερ του, ανακατεύοντας με υπομονή τα υλικά του, κι ας μην έδειχναν οι πελάτες του να προσέχουν την διαφορά στην ποιότητα. Έριχνε περισσό μεράκι στα έργα του, το μοναδικό όπλο αντίστασης που είχε ενάντια στην υπεροχή τους.

 

Εκείνο το μεσημέρι, μετά τον κύριο όγκο της πελατείας του, το καμπανάκι της εισόδου τον κάλεσε για να αντικρίσει ένα γνώριμο πρόσωπο.

«Αθλίνα» είπε χαμογελώντας στην ψηλή θηλυκιά.

Είχε μπει στο μαγαζί με τη μικρή της, την Λίνθια.

«Γειά σου μικρή» είπε σκύβοντας προς το παιδί.

Η Λίνθια κρύφτηκε ντροπαλά πίσω από την φούστα της μαμάς της. Δεν κοκκίνιζαν, είχε προσέξει ο Τζακ. Ούτε μαύριζαν στον ήλιο. Το δέρμα τους ήταν ολόλευκο, λείο, αψεγάδιαστο.

 

Η ανθρωπότητα αντίκρισε τα τέρατα για πρώτη φορά όταν ο Τζακ ήταν οκτώ χρονών. Ήταν μια εποχή όπου δεν είχε μείνει πια καράβι να φυλάει τις ακτές ή να πολιορκεί το Νησί. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είδαν την απόβαση. Συνέβη τόσο νωρίς το πρωί, τόσο ήσυχα, τόσο λάθος. Άκουσε με τον θείο του την φασαρία στον δρόμο και πετάχτηκαν έξω από το μαγαζί για να δουν. Στη μέση της κεντρικής λεωφόρου περπατούσε μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Όχι δεν ήταν ακριβώς άνθρωποι, αλλά ήταν. Είχαν τέλεια ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Είχαν λευκό δέρμα και ήταν ντυμένοι με απλά, άσπρα ρούχα. Ήταν ψηλοί και αιθέριοι, με απαστράπτοντα, φωτεινά μαλλιά, άντρες, γυναίκες και μερικά παιδιά ανάμεσα τους. Αυτοί ήταν τα τέρατα που μόλις είχαν καταφθάσει από το Νησί. Το συμβάν ονομάστηκε “η Πρώτη Εξάπλωση” καθώς πλεούμενα εγκατέλειπαν το Νησί και απλώνονταν στις ακτές που πλαισίωναν τον Ειρηνικό. Αυτό το πρώτο τσούρμο που αντίκριζε ο Τζακ, είχε περικυκλωθεί από έναν εξοργισμένο όχλο, που τους έβριζε, τους πετούσε πέτρες, καδρόνια, ότι εύρισκε εύκαιρο. Και τα τέρατα δεν έδειχναν τρομαγμένα, αντίθετα κοίταζαν όλες αυτές τις κοκκινισμένες γκριμάτσες με απορία. Ακολουθούμενος από τον Τζακ, ο θείος Όσβαλντ πλησίασε τη σκηνή από συμπόνια.

«Δεν είναι σωστό αυτό» μουρμούρισε ο άντρας με την τρεμάμενη φωνή του.

Από κοντά μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι παρά τις πετριές που δέχονταν οι ξένοι, δεν είχαν ούτε μία γρατζουνιά πάνω τους. Μέχρι που μέσα από το πλήθος βγήκε ένας άντρας που κρατούσε μια καραμπίνα. Σημάδεψε το πρόσωπο του πρώτου αρσενικού τέρατος και πίεσε την σκανδάλη. Η έκρηξη ξάφνιασε τον όχλο που έκανε πίσω ένοχα. Κι όταν καθάρισε το κουρνιαχτό του μπαρουτιού, το τέρας δεν είχε κανένα σημάδι στο στιλπνό του πρόσωπο. Κι αυτό θαρρείς ήταν από μόνο του ό,τι πιο τρομακτικό. Μια απεγνωσμένη κραυγή αναδύθηκε από τους συγκεντρωμένους που σκόρπησαν οι περισσότεροι πανικόβλητοι. Στις επόμενες μέρες πολλοί ακόμα θα αυτοκτονούσαν, άλλοι θα συνέχιζαν άσκοπα την εκτονωτική βία ενάντια στα τέρατα, μέχρι να κουραστούν και να τα παρατήσουν σαν τους υπόλοιπους. Ο νέος κυρίαρχος του πλανήτη ήταν άφθαρτος. Οι παλιά φρουρά πέθαινε, ανίκανη να δημιουργήσει απογόνους, και η νέα τάξη έδειχνε αθάνατη ενώ τεκνοποιούσε.

 

Ένα αγόρι πετάχτηκε μέσα από τον κόσμο, πλησίασε ένα από τα κοριτσάκια των τεράτων και το έριξε κάτω με μια σπρωξιά. Γέλασε ικανοποιημένο με την πράξη του και αποχώρησε μαζί με τους γονείς του. Οι ξένοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ήταν ο θείος Όσβαλντ που έτεινε το χέρι του στη μικρή και την βοήθησε να σηκωθεί.

«Πως είσαι μικρή μου, είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Πως σε λένε;»

«Αθλίνα.»

«Γειά σου Αθλίνα. Αυτός είναι ο ανιψιός μου ο Τζακ. Θα ήθελες να σε κεράσω ένα παγωτό;»

«Τι είναι παγωτό;» ρώτησε το κορίτσι.

 

«Αθλίνα, πόσο μου θυμίζει η Λίνθια εσένα όταν ήσουν μικρή» της είπε.

Το θηλυκό χαμογέλασε αχνά. Όσο και να του θύμιζε εκείνα τα πανέμορφα ξωτικά που τον μάγευαν μικρό στα παραμύθια, βγαλμένη θαρρείς κατευθείαν από τις εικόνες των παλιών βιβλίων, του ήταν αδύνατο να τη δει σαν γυναίκα. Το μέτωπο της ήταν καθαρό, χωρίς ρυτίδες, τα μάτια της μεγάλα, βαθιά και αινιγματικά, τα χείλη της χλωμά και σε ένα συνεχόμενο, ελάχιστο χαμόγελο. Η ξανθιά της κόμη, υγρή από την θάλασσα, περνούσε πάνω από τον ώμο της και κατέληγε πάνω από το αριστερό της στήθος. Κολυμπούσαν με τα λευκά, λινά τους ρούχα, τα οποία κολλούσαν πάνω τους στο νερό, κι όταν έβγαιναν στην ξηρά στέγνωναν αμέσως στον ήλιο. Η Λίνθια ήταν μια μικρογραφία της μαμάς της. Σίγουρα η Αθλίνα δεν κατανοούσε την παρατήρηση του για την ομοιότητα. Δεν είχαν παρόμοιους, δικούς τους χαριεντισμούς. «Αθώους» τους είχε αποκαλέσει ο θείος του, σαν τους πρωτόπλαστους πριν την πτώση. Ρίγησε. Θυμήθηκε την Άννα, την καλή του. Είχε πεθάνει υποφέροντας από καρκίνο στα χέρια του, παραμορφωμένη στην αγωνία της. Είχαν περάσει κιόλας δέκα χρόνια. Στις αρχές του καλοκαιριού είχε δει την Αθλίνα στη θάλασσα με τους γονείς της. Άφθαρτοι στην εμφάνιση, θα μπορούσαν να ξεγελάσουν για αδέλφια. Καλλιεργούσαν τη γη, ασκούσαν κτηνοτροφία, ήταν καλοί στις χειρονακτικές εργασίες, κατασκεύαζαν οι ίδιοι κάποια εργαλεία, έραβαν τα ρούχα τους και έχτιζαν τα σπίτια τους. Είχαν και κάποιου είδους θρησκευτικές τελετές όπου έψελναν ευχαριστίες για την εξελιγμένη τεχνολογία που τους είχαν αφήσει οι μεγάλοι πατέρες. Αντάλλασσαν αγαθά αλλά δεν είχαν νόμισμα, ούτε νόμους, και δεν έτρωγαν κρέας. Και είχαν απίστευτους, πανέμορφους κήπους, που δικαιολογούσαν τόσο την ονομασία που είχε δώσει στην πόλη τους ο θείος Όσβαλντ. Πριν την Εδέμ, ο Τζακ δεν είχε φάει ποτέ αληθινές φράουλες, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ αληθινό κακάο.

«Τι γεύση παγωτό θέλεις σήμερα; Φράουλα;»

«Μέντα με σοκολάτα» είπε το μικρό.

«Μέντα με σοκολάτα λοιπόν» είπε ισιώνοντας όσο μπορούσε την κορμοστασιά του. «Απ’αυτό μού’μεινε λίγο.»

Έτριξαν τα γόνατα του όπως πήγε πίσω από την βιτρίνα του ψυγείου, κρατώντας το χαμόγελο του με κόπο.

«Εσύ Αθλίνα;» ρώτησε, «Τι να σε φιλέψω;»

«Ευχαριστώ Τζακ, όχι σήμερα» απάντησε τραγουδιστά η παλιά του γνώριμη.

Έκαναν παρέα από την μέρα της γνωριμίας τους, οι ανθρώπινοι του φίλοι όμως δεν ήθελαν την Αθλίνα στον κύκλο τους. Συναντιούνταν κάποιες φορές, χώρια από τους άλλους, αλλά δεν είχαν ταιριάξει απόλυτα. Την Αθλίνα δεν την συγκινούσαν τα ανθρώπινα παιχνίδια. Της άρεσε να παρακολουθεί τις αλλαγές των χρωμάτων στον ουρανό. Με την πάροδο του χρόνου μεγάλωσε η απόσταση μεταξύ τους. Εκείνος γνώρισε την Άννα, και η Αθλίνα του ανακοίνωσε μια μέρα ότι θα τεκνοποιούσε με κάποιον από το είδος της. Η Λίνθια θα έπρεπε να είναι είκοσι σήμερα, αλλά έδειχνε λιγότερο κι από δέκα. Στους τελευταίους περιπάτους με την Αθλίνα, συζητούσαν κυρίως τις διαφορές τους. Εκείνη, όπως και οι δικοί της, δεν μπορούσε να κατανοήσει ποτέ την πίκρα του. Κάποια στιγμή ξέκοψαν, έμεινε όμως πιστή πελάτης του ζαχαροπλαστείου.

 

Γέμισε το ζαχαρωτό χωνάκι με δύο γενναιόδωρες κουταλιές παγωτό σοκολάτα με μέντα.

«Ορίστε μικρή μου, γλυκό και δροσερό για σένα.»

Το έδωσε στα ανυπόμονα παιδικά χεράκια. Έστω και λίγο, στο παγωτό του, τα μικρά αντιδρούσαν σαν αληθινά παιδιά. Του θύμιζαν σχεδόν ανθρώπους. Όλοι οι Εδεμίτες έβγαζαν ένα ανθρώπινο στοιχείο μπροστά στη βιτρίνα με τις ποικιλίες του.

«Τι λέμε στον Τζακ;» το ρώτησε η μάνα του.

«Ευχαριστώ.»

«Παρακαλώ» της είπε υποκλινόμενος.

Γύρισε προς την Αθλίνα.

«Τελευταία προσφορά αν άλλαξες γνώμη» της είπε, «δεν θα μ’έχεις εδώ να σας φτιάχνω παγωτό για πολύ ακόμα.»

«Γιατί Τζακ;» ρώτησε εκείνη, και υπήρχε μια χροιά ειλικρινούς ανησυχίας στη φωνή της.

Της έδειξε τα λιπόσαρκα, γεμάτα χοντρές φλέβες χέρια του. Έτρεμαν ελαφρά.

«Μα γεράματα. Τι άλλο; Νόμιζες ότι θα ζούσα για πάντα; Πλησιάζει η σειρά μου.»

«Λυπάμαι που το ακούω Τζακ.»

Τον πλησίασε και απλώνοντας το χέρι της τον άγγιξε στον ώμο.

«Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Κανείς μας δεν θα σε ξεχάσει» του είπε

«Ποιος στη χάρη μου…» πρόλαβε να πει πριν αρχίσει να βήχει ανεξέλεγκτα.

Η μικρή Λίνθια βρήκε την όλη συμπεριφορά, τους ήχους, τις γκριμάτσες, αστεία και άρχισε να γελάει μέχρι να της κάνει νόημα η μητέρα της να σταματήσει.

«Είσαι καλά Τζακ;» ρώτησε η Αθλίνα.

«Ναι, δεν είναι τίποτα, στραβοκατάπια κάτι…»

 

Κάθισε μελαγχολικά στη σκιά του Ice-Slim και ατένισε τις δύο φιγούρες που απομακρύνονταν προς τη θάλασσα. Η βαβούρα των Εδεμιτών έφτανε ως την πόρτα του. Θα μπορούσε να μισοκλείσει τα μάτια του και να φανταστεί τους λουόμενους της Κυριακής, την φασαρία της παλιάς ξύλινης προβλήτας, με τον κοσμάκη που ήξερε πριν την Εξάπλωση, με τα λουκάνικα, τα ψητά καλαμπόκια και τα αεριούχα αναψυκτικά. Γέλια, τσιρίδες, πειράγματα… Ένας κόμπος του έκλεισε τον λαιμό και του ήρθαν δάκρυα. Ήθελε να βυθιστεί στο μικρό καταφύγιο που φύλαγε βαθιά μέσα στην καρδιά του, να αντλήσει μνήμες, αλλά δεν πρόλαβε. Άκουσε κραυγές από την ακτή. Αυτό ήταν πολύ περίεργο, σχεδόν αδύνατο, αλλά δεν τον ξεγελούσαν τα αφτιά του. Υπήρχε μια αναταραχή που ερχόταν ξεκάθαρα από την πλευρά της θάλασσας. Σηκώθηκε, και όσο του το επέτρεπαν τα γόνατα του κατευθύνθηκε προς την πηγή της φασαρίας.

 

Είχαν μαζευτεί καμιά τριανταριά Εδεμίτες πάνω σε ένα σημείο της στεγνής άμμου. Περισσότεροι έρχονταν ακόμα, κι άλλοι έβγαιναν από το νερό. Πλησιάζοντας είδε το πεσμένο χωνάκι καταγής. Η λιωμένη σοκολάτα απλωνόταν προς το ακίνητο χεράκι της Λίνθιας. Η μητέρα της ήταν γονατισμένη από πάνω και την έσπρωχνε, φώναζε το όνομα της. Ο Τζακ ήρθε και γονάτισε δίπλα στην Αθλίνα, έπιασε τον καρπό της μικρής.

«Τι έπαθε η Λίνθια, Τζακ;» ρώτησε η Αθλίνα.

Τα μεγάλα, σκούρα μάτια της βούρκωσαν και άφησαν ριπές δακρύων να χαράξουν τα μάγουλα της ως τα τρεμάμενα της χείλη. Πόσο όμορφη έδειχνε στον πόνο της, σκέφτηκε.

«Η Λίνθια πέθανε» είπε και η φωνή του βγήκε βραχνή.

Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το ξεστόμισε.

«Πέθανε;» είπε εκείνη με ένα παράπονο που τον έκαψε σχεδόν.

Οι Εδεμίτες κοιτάχτηκαν και υπήρχε κάτι πρωτόγνωρο στο βλέμμα τους. Απορία και φόβος ανάμικτα. Ο Τζακ σηκώθηκε και κοίταξε την μικρή. Ναι ήταν όντως ένα κοριτσάκι. Τα μισάνοιχτα μάτια, τα χειλάκια λεκιασμένα με σοκολάτα, τίποτα δεν ήταν όπως το είχε φανταστεί. Όμορφη σαν σπασμένη, μονάκριβη κούκλα, τόσο τραγικά άψυχη.

 

Γύρισε την πλάτη του στην αναστάτωση και απομακρύνθηκε. Θα τους άφηνε να χωνέψουν τον θάνατο, έναν δικό τους θάνατο. Υπήρχε λοιπόν σχέδιο στην κατασκευή τους. Η αφθαρσία τους ήταν με ημερομηνία λήξης. Ο Τζακ δεν θα το φανταζόταν ποτέ. Δεν είχε τέτοιες ελπίδες. Η ιδέα του ήρθε από την μέρα που ανέλαβε το μαγαζί και έφτιαξε μόνος το πρώτο του παγωτό. Δεν την εφάρμοσε όμως παρά αφού πέθανε η Άννα. Δεν θα ήταν το ίδιο να φτύνει στο παγωτό που σέρβιρε στα τέρατα. Ήταν άφθαρτοι. Κροταλίες και σκορπιοί του παρείχαν το υλικό που πρόσθετε στην συνταγή των ποικιλιών του. Είχε πάντα έναν κάδο από αγνό παγωτό για τους τελευταίους κατοίκους του Μπάρστοου, μετά την κηδεία του μπαρμπέρη όμως δεν χρειάστηκε. Ο ίδιος δεν το κατανάλωνε πλέον. Όλο του το στοκ ήταν για τους Εδεμίτες. Τα τελευταία χρόνια ούτε καν το συνειδητοποιούσε ότι το έπραττε. Πρόσθετε το φαρμάκι μηχανικά, χωρίς καν να αναλογίζεται τα αρχικά του κίνητρα. Ποια ήταν αυτά; Ήταν τέρατα, ήταν οι Εδεμίτες, οι άφθαρτοι, οι αιώνιοι. Υπήρχε όμως κάποια αντίστροφη μέτρηση και σήμερα είχε χτυπήσει μηδέν, κάνοντας κλικ πάνω σε ένα αθώο παιδί.

 

Επέστρεψε στο μαγαζί του, το άφησε ξεκλείδωτο και πήγε να καθίσει στην κουνιστή πολυθρόνα της βεράντας του. Είχε ώρες μέχρι να δύσει ο ήλιος, δεν είχε όμως διάθεση για τίποτα άλλο. Η δική του ιστορία είχε ολοκληρωθεί. Αύριο θα ξεκινούσε ένα νέο κεφάλαιο για τον πλανήτη. Θα τους έδινε λίγο χρόνο να γνωρίσουν την θλίψη, τον πόνο της απώλειας, να χωνέψουν τον θάνατο. Μετά θα πήγαινε να τους χαρίσει την οργή. Θα τους έλεγε τι είχε κάνει. Θα ομολογούσε στον φόνο του κοριτσιού. Κι αν σκεφτόντουσαν να τον ρωτήσουν το γιατί το έκανε, θα τους απαντούσε ότι στη Γη δεν μπορεί να υπάρξει Εδέμ χωρίς ένα τουλάχιστο φίδι.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη και μελαγχολική ιστορία. Σου πέτυχε πολύ η συνταγή του παγωτού. Ο τρόπος που έχτισες την είσοδο αυτού του νέου είδους στο κόσμο ήταν πολύ φυσικός.

Σαν τον ερχομό μιας νέας ανθρώπινης φυλής. Πολύ ωραίο και το τραγικό τέλος καθώς και η αντιστοιχία με την Εδέμ και τον καταραμένο όφη. Μου έβγαλε μια αίσθηση νοσταλγίας. Το μόνο που μπορώ να πω ότι μου έλειψε είναι ένα κίνητρο ή μια δικαιολογία αν θες γιατί κάνουν ότι κάνουν οι εξωγήινοι. Γιατί ασχολούνται γεμίζοντας και αδειάζοντας έναν πλανήτη με είδη.

Καλή επιτυχία! :good:

 

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Παρα πολυ ομορφη και καλογραμμενη ιστορια Ντινο. Οι εξωγιηνοι ηταν πάντα ενα κλασσικο μοτιβο που ερεθιζε την φαντασια των απανταχου συγγραφεων..Θα γινοταν βαρετο και συνηθισμενο αν εβαζες τους εξωγιηνους να εξοντωνουν τους κατοικους της γης αλλα με ενα πανεξυπνο κολπο τοποθετει τους εισβολεις σε μια θεση, φαινομενικα ισχυως, και μετα αφηνεις το ανθρωπινο ειδος να κάνει αυτο που ξερει καλυτερα απο ολα τα πραγματα..Να πανικοβληθει δηλαδη και να κινειται μονο με σπασμωδικες κινησεις ουσιαστικα καταστρεφοντας τον εαυτό του..Παρα πολυ καλη προσεγγιση των εξωγιηνων εισβολεων..Και επειδη εμενα προσωπικα μου αρεσουν οι εντονες εικονες σε αυτα που διαβαζω λατρεψα την φιγουρα του καουμποη με το χωνακι, του Ice-Slim.. Πολυ καλη ιστορια.

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Μια από τις πέντε πιό καλογραμμένες ιστορίες του διαγωνισμού. Στα πολλά συν της η φυσικότητα με την οποία εξοικειώνεσαι σε ένα τρομακτικό κόσμο. Χωρίς κλισέ ε,φ (με κλισέ από φαρ-ουεστ ίσως αλλά εδώ είναι συν) καταφέρνει να σε προβληματίσει, να σε βάλει στον κόσμο του και να σου αφήσει μιά γεύση μελαγχολίας ανάμικτη με φράουλα-σοκολάτα.

Μπράβο Ντίνο, καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά η ιστορία σου μου άφησε ανάμικτες εντυπώσεις.

 

Ήταν σίγουρα καλογραμμένη(παρά τα κάποια μικράορθογραφικά και συντακτικά λάθη), ο λόγος έρεε άνετα και τη διάβασα πολύ εύκολα. Απέφυγες να δώσεις μιαν εικόνα της εξέλιξης όπως την ξέρουμε επιστημονικά και προτίμησες τη λύση της εξέλιξης μέσω της παρέμβασης ενός ανώτερου είδους και αυτό το στοιχείο έδωσε μιαν άλλη πνοή στην ιστορία σου.

 

Βρήκα όμως το τέλος κάπως αδύναμο. Ειδικά η προτελευταία παράγραφος είναι βιαστικά δοσμένη και δεν έχω αμφιβολία πως θα μπορούσες να την είχες αναπτύξει κάπως περισσότερο. Είχες το περιθώριο, αλλά δεν το έκανες καιαυτό αφαιρεί κάποιους πόντους από την ιστορία.

 

Γενικά καλό, αλλά θα μπορούσε να είναι και πολύ καλύτερο.

 

 

 

ΥΓ. Ο τίτλος πάντως είναι αρκετά ευρηματικός

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα και καλογραμμένο. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει υπόθεση, όλο το ζήτημα είναι μέχρι να μάθουμε τι έχει συμβεί και φτάσαμε ως εδώ, αλλά για μένα αυτό είναι συν. Ζωντανές εικόνες με καθημερινές λεπτομέρειες. Κλώτσησα μόνο στην ιδέα ότι

οι εξωγήινοι ήταν αυτοί που είχαν βάλει τον άνθρωπο στη γη από την αρχή και τώρα τον αντικαθιστούν ως αποτυχημένο πείραμα.

Αν θέλουμε να είμαστε πολύ αυστηροί, αυτό δεν είναι εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, είναι ένα καινούριο είδος που παίρνει τη θέση του. Ωραία και η φράση του τέλους.

 

edit για μια επισήμανση: έγραψε ο Χατζηγιώργης διήγημα για πλάσματα που ΔΕΝ τρώνε κρέας! :dazzled::rofl: Να ξαναπέσω σε κώμα;

Edited by wordsmith
Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία μου άρεσε πάρα πολύ. Αποπνέει αυτή την αίσθηση παρακμής που σε ρουφάει και περιγράφει, σε ορισμένα σημεία, μια πραγματικότητα ήρεμη. αλλά και λίγο θλιβερή για εμάς.

 

Είναι, προφανώς, επιστημονική φαντασία και είναι και μέσα στο θέμα:

Ασχολείται με την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη και με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, απλώς όχι από την άποψη της φυσικής επιλογής. Ήταν κι αυτό μέσα στα πλαίσια.

 

 

Το τέλος μου άρεσε πάρα πολύ και, εγώ προσωπικά, δεν το περίμενα.

 

Νομίζω οτι είχα την ελπίδα οτι θα δίδασκε τη συνταγή του παγωτού στην Αθλίνα για να τον θυμούνται. Αλλά ναι, φυσικά ήταν άνθρωπος, ίσως έπρεπε να το έχω ψυλιαστεί.

 

 

 

Αυτά.

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιδέα και πολύ καλά εκτελεσμένη. Το κείμενο έβγαζε μια θλίψη και μια συγκίνηση.

 

Αν κάτι μου έλειψε είναι η αίσθηση της εξέλιξης από την μεριά των τεράτων. Πχ, όπως ανέφερες και στο διήγημα, οι άνθρωποι υπήρχαν στη Γη για ένα εκατομμύριο χρόνια. Ενώ τα τέρατα μέσα σε 50-60 χρόνια ανέλαβαν την κυριαρχία της Γης.

 

Θα ήθελα και μια καλύτερη μορφοποίηση στο κείμενο, επειδή φαινόταν σχετικά αδόμητο, με μεγάλες παραγράφους που κούραζαν την ανάγνωση.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ομορφη ιστορία. Γενικά μου αρέσουν οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες (αναφορά σε ανθρώπινες ατέλειες/συμπεριφορές όπως τις έχουμε συνηθίσει) σε φανταστικό φόντο γιατί έτσι είναι πιο εύκολο για τον αναγνώστη να αναγνωρίζει το όποιο σκηνικό σαν πιθανή εξέλιξη του παρόντος. Συνεπώς το τέλος ήταν πολύ καλό, με έκανε να σκεφτώ αν πράγματι ο τελευταίος άνθρωπος θα επέλεγε τέτοια "έξοδο" απο την ύπαρξη και δεν βρήκα λόγο γιατί όχι.

Link to comment
Share on other sites

Άλλη μια αγαπημένη μου ιστορία που μάλλον θα έχω στην πεντάδα μου. Πολύ κινηματογραφική και αυτή με απρόσμενο τέλος. Μπορείς να διακρίνεις τις ευαισθησίες αλλά και την πονηριά του ανθρώπου. Καλή επιτυχία Ντίνο!

Link to comment
Share on other sites

Η πρώτη ιστορία που διάβασα-μιας και την ανέβασες από τους πρώτους. Τίτλος που τραβάει και θέμα που ανταμοίβει.

Είχα την έντονη περιέργεια να δω τελικά τι γινόταν με αυτά τα πλάσματα και μπορώ να πω πως λίγο πριν το τέλος είχα εκπλαγεί που

η ανθρώπινη απληστία θα εκδηλωνώταν μόνο με τον πόλεμο. Σκεφτόμουν λοιπόν πως "Εντάξει, τουλάχιστον ο τελευταίος άνθρωπος

θα αφήσει καλό όνομα για το είδος μας.."

Και εκεί με διέψευσες...Πολύ καλή ιστορία, για το γράψιμο σου δε μπορώ να πω κάτι, κυλά σα γάργαρο νερό και σε παρακαλεί να συνεχίσεις.

Link to comment
Share on other sites

(Στα σχόλιά μου πιθανόν να επαναλαμβάνω προηγούμενα σχόλια άλλων. Το κάνω, αφενός για να μην ψάχνω τι να αφαιρέσω από τα ήδη έτοιμα σχόλιά μου και αφετέρου γιατί έτσι επιβεβαιώνω / ενισχύω αυτά που επαναλαμβάνω.)

 

Αφού δεν υπάρχουν πια χρήματα, υποθέτω ότι ο ήρωας αμείβεται από τα τέρατα σε είδος. Μάλλον του δίνουν φαγητό, ένδυση κλπ. αλλά θα ήταν καλό να το αναφέρεις.

Δεν αναφέρεις πώς τα τέρατα γνωρίζουν τη γλώσσα των ανθρώπων (ή το αντίστροφο), ούτε και ότι αυτό εντυπωσιάζει τους τελευταίους.

Το παιδί δεν θα πέθαινε από τη μια στιγμή στην άλλη. Θα παρουσίαζε κάποια συμπτώματα. Αδυναμία, εμετούς, αιμορραγίες κλπ. Φυσικά αυτό θα απαιτούσε να αλλάξεις κάποιες σκηνές, αλλά θα έκανε το τέλος πολύ πιο πιστευτό.

Όμορφες εικόνες εγκατάλειψης και μελαγχολίας για την εξαφάνιση του ανθρώπου. Ίσως θα έπρεπε να παίξεις λίγο περισσότερο στον τομέα αυτό. Να δείξεις πιο πολύ τη λύπη του για την απώλεια όλων των άλλων ανθρώπων (Άννα, φίλοι κλπ.) ώστε να έρθει κάπως πιο ομαλά η πράξη του.

Όπως είναι τώρα, υπάρχει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην ειλικρινή, όπως φαίνεται ευγένειά του προς τα τέρατα και στο σχέδιό του, αν και ομολογώ ότι βρήκα αυτή την «ασυμφωνία» αρκετά ενδιαφέρουσα.

Καλό κλείσιμο με την τελευταία πρόταση.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστοριά Ντίνο. Κατ'αρχάς πολύ πρωτότυπο το σενάριο. Το σκηνικό δείχνει μια ωραία νοσταλγία. Το παγωτατζίδικο, τα μαγαζιά που τριγυρίζει μονος του... Άργησα λίγο να μπω μέσα στο κλίμα και να καταλαβω τι γίνεται γύρω μου αλλά τελικά μπήκα με το παραπάνω....Καλη επιτυχία!!!

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη,μελαγχολική και νοσταλγική ιστορία, κάτι διαφορετικό από αυτό που εγώ περίμενααπό σένα. Ωραία η ανατροπή και η τελευταία φράση, οι περιγραφές των «τεράτων»και του σκηνικού εγκατάλειψης. Μου άρεσε, επίσης, το γεγονός ότι τους ανθρώπουςτους είχαν βάλει εξαρχής οι ίδιοι, αν και κάπως φορεμένο θέμα, από τα ελάχισταπου γνωρίζω από την ε.φ. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με το σχέδιο τουπρωταγωνιστή και για το αν πράγματι μπορούν να εξολοθρευτούν, αυτοί οι «άφθαρτοι»,με αυτόν τον τρόπο. Καλή επιτυχία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία μου άρεσε πολύ. Ο τίτλος με τράβηξε εξαρχής και δεν με απογοήτευσε το περιεχόμενο. Καλογραμμένη, διαβάζεται μονορούφι, το όλο concept δεν είχε καμιά σχέση με άλλα μυθιστορήματα τύπου "ο τελευταίος άνθρωπος στη γη". Ο τελευταίος άνθρωπος σε αυτή τη γη είναι ένας μνησίκακος... παγωτοποιος, χωρίς high tech όπλα, χωρίς υπερδυνάμεις, αργός, αλλά τελικά, τρομακτικά αποτελεσματικός. Ο κεντρικός χαρακτήρας μου άφησε μια περίεργη αίσθηση συμπάθειας(για δολοφόνος αθώου παιδιού) μετά απ' όλη την ανάλυση της κατάστασης του.hmm.gif

Link to comment
Share on other sites

Ήταν ωραία ιστορία. Μου άρεσε που ο κόσμος των ανθρώπων χανόταν αργά και μελαγχολικά και ο τελευταίος άνθρωπος συνέχιζε να κάνει τα παγωτά του, επίσης αργά και μελαγχολικά! Οι περιγραφές ήταν πολύ καλές, μάλιστα μπορούσα να δω τα τέρατα μπροστά στα μάτια μου! Ο ήρωας μου άρεσε κι ας έκανε ότι έκανε! Πιθανότατα να υπήρχαν κάποια προβλήματα αναληθοφάνειας σχετικά με το δηλητήριο και το κορίτσι, αλλά για να είμαι ειλικρινής μου άρεσε η ιστορία και ο τρόπος διήγησης ώστε να τα αφήσω στην άκρη εντελώς!

 

Αρχικά πάντως είναι σα να μην υπάρχει ιστορία καν! Αναρωτιόμουν κάπως που το πας αλλά το δυνατό τέλος με αποζημίωσε!

Link to comment
Share on other sites

Μια ιστορία με τη χρήση του μεγάλου συγγραφικού σου όπλου, Ντίνο: το συναίσθημα. Απ' την αρχή μέχρι το τέλος ένιωθα την καρδιά μου ν' αλλάζει ρυθμό. Πότε να συγκινούμαι, πότε να εκπλήσσομαι, πότε να ενθουσιάζομαι. Είσαι μάστερ του συναισθήματος και γι' άλλη μία φορά στο αναγνωρίζω! Η ιστορία δεν είχε κάτι το τρομερά πρωτότυπο, αλλά η διαχείριση της κι οι μικρές ωραίες λεπτομέρειες την απογείωσαν στα μάτια μου! Θα 'θελα το νέο σου είδος να 'χει λίγη προσωπικότητα. Μου φαίνονται να συμπεριφέρονται πολύ σαν άνθρωποι όποτε μιλάνε και να χρησιμοποιούν δικές μας φράσεις. Επίσης πως ανέπτυξαν επικοινωνία με τους ανθρώπους τόσο γρήγορα; Δεν υπήρχε θέμα με τη γλώσσα; Ο εξωγήινος που μας έφερε κι εμάς, υποτίθεται, μας έφερε σαν πιθηκοειδή που εξελιχτήκαμε, αυτοί γιατί ήρθαν τόσο μοναδικοί και άτρωτοι; Αυτές ήταν κάποιες πρακτικές απορίες που μου δημιουργήθηκαν, αλλά ειλικρινά έμειναν πολύ στην άκρη στο μυαλό μου. Το τέλος ήταν μια σφαλιάρα για μένα, ήταν η τέλεια κορύφωση!

 

Συγχαρητήρια και καλή επιτυχία!;-)

Link to comment
Share on other sites

Στα συν βάζω τον ήρωα, την απόδοση της ψυχολογία του και την ατμόσφαιρα «παρακμής» που μεταφέρεται στον αναγνώστη. Είναι ενδιαφέρον ότι οι «ξένοι» δεν μας καταστρέφουν, αλλά αφήνουν εμάς τους ίδιους να κάνουμε τη δουλειά. Η ανατροπή του τέλους είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά κάπως αναληθοφανής με όλα αυτά που έχεις προαναφέρει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι έδειχνε απίθανο να αντέχουν σε πυροβολισμούς και να πεθαίνουν από δηλητηρίαση. Φυσικά δεν ξέρουμε τη φυσιολογία τους, αλλά θα ήταν πιο πιθανό να δείξουν κάποια ενόχληση στην σταδιακή κατανάλωση του δηλητηρίου πριν πεθάνουν μια κι έξω. Αν αυτό το κομμάτι το δούλευες καλύτερα, ώστε να μην υπάρχει τέτοια αντίθεση, τότε θα ήταν πολύ πιο επιτυχημένη και η κατάληξη. Μου άρεσε η σύνδεση της αρχής με το τέλος μέσω των σκορπιών και των φιδιών.

Edited by khar
Link to comment
Share on other sites

Αυτή εδώ η ιστορία με ξετρέλανε, είναι μια από τις φορές που λέω "τι καλά που το διάβασα".

 

Τι να σου πω; Για το

"όπλο" που ίσα που το αναφέρεις στην αρχή, έτσι, στα πεταχτά, για να μην το συγκρατήσουμε αλλά να το θυμηθούμε

όταν έρθει η ώρα;

Για τις κλιματικές αλλαγές που κάνει μπαμ ότι είναι καλές, αλλά ο ήρωας τις βλέπει με κακό μάτι; (Πολύ καλή αυτή η λεπτομέρεια).

Για τη συναισθηματική φόρτιση που τόσο καλά την χειρίστηκες;

Για τις ολοζώντανες εικόνες εγκατάλειψης, με την αντίθεση της καινούργιας, ελπιδοφόρας αρχής;

Για το ψυχογράφημα του Ανθρώπου;

 

Τι να πρωτοπώ; Για 'μένα, ένα αριστοτεχνικά γραμμένο κείμενο γεμάτο φαντασία. Ευχαριστώ για ένα ωραίο, εποικοδομητικό πρωινό διάβασμα!

Link to comment
Share on other sites

Είμαι σάκερ νομίζω για τις ιστορίες του Ντίνου. Πάντα τις διαβάζω άνετα, ταχύτατα και με ενδιαφέρον. Δεν συνέβη κάτι διαφορετικό με το ‘Παγωτό στο τέλος του κόσμου’. Το μόνο που δεν μου έκατσε ήταν ότι το βρήκα να έχει μικρή σχέση με το θέμα Εξέλιξη.

Link to comment
Share on other sites

Νοσταλγικό, τρυφερό, ευαίσθητο, σκληρό. Κυλάει αργά, νωχελικά, σε παρασέρνει ύπουλα ως την τελευταία σκηνή για να σε κοπανήσει αλύπητα τη στιγμή (και με τρόπο) που δεν το περιμένεις. Η δε σκηνοθεσία της σκηνής ήταν εξαιρετική. (Υπάρχει βέβαια το πρόβλημα με το δηλητήριο, που επισημάνθηκε).

 

Και κατιτί ακόμα. Βρήκα τις ιστορικές πληροφορίες πολλές και η συγκέντρωσή τους στο ίδιο περίπου σημείο "μ' έβγαλε" απ' το διήγημα για περισσότερη ώρα απ' όση ήθελα.

 

Ντίνο, συγχαρητήρια για την εύστοχη κλοτσιά στ' αχαμνά.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία, γλυκιά, μελαγχολική ιστορία. Ως το τέλος :)

 

Δεν ξέρω αν βρίσκω κάτι αρνητικό, ίσως να είναι λίγο αργή στην αρχή επειδή βλέπουμε πολύ υπόβαθρο και όχι τόσο ''δράση''. Αν κατάλαβα καλά, υπήρχε ένα χρονικό όριο προστασίας για το νέο είδος που έληξε ή κάτι τέτοιο?

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχα παραπλανητικός τίτλος. Σίγουρα δεν περίμενα κάτι τόσο μελαγχολικό και γαλήνιο.

 

Έχει δυο τρία θεματάκια αληθοφάνειας, αλλά αφ' ενός τα προσπερνάς για να απολαύσεις την ιστορία, αφ' ετέρου είναι ΕΦ, αλλά από το παραμυθένιο είδος, εκεί όπου μπορείς να δεχθείς και μερικά όχι τόσο Ε στοιχεία. Αλλά ακόμη κι αν θέλεις να δικαιολογήσεις κάποια πράγματα, η παράξενη πχ αντίδραση στο δηλητήριο μπορεί να οφείλεται στη φαινομενική τους ατρωτότητα (υπάρχει άραγε αυτή η λέξη;) ή εκείνοι απλά να μην ήταν μαθημένοι να προσέχουν σημάδια ασθένειας.

 

Δεν ξέρω αν έχει πει κανείς κάτι σχετικό παραπάνω, αλλά εμένα ΔΕΝ μου έλειψε περισσότερη ενημέρωση για το τι ήταν αυτοί οι νέοι άποικοι. Εμείς βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός απλού γέροντα, βλέπουμε το πώς έζησε τις εξελίξεις στο διάστημα της ζωής του. Αν υπάρχει ένα ελάττωμα, είναι οι μαζεμένες πληροφορίες από το τετράδιο. Κάπως προσχηματική σκηνή που φωνάζει ότι βρίσκεται εκεί για αυτόν ακριβώς το λόγο. Καταλαβαίνω όμως ότι όλα αυτά πρέπει να τα πεις. Σκέφτομαι ότι ίσως να ήταν πιο πειστικό αν δεν αναφερόσουν σε εκατοντάδες τετράδια που έχει γράψει ο ήρωας σε όλη τη ζωή του, από τα οποία ξαφνικά νιώθει την ανάγκη να διαβάσει ένα, αλλά ίσως σε ένα που είχε πχ κρατήσει σε κάποια ξεχωριστή θέση.

 

Όσο για το τέλος... Στην αρχή απογοητεύτηκα (ναι, είχα αγαπήσει τον παππού ο οποίος έχει αποδεχτεί τη μοίρα της φυλής του και αντιμετωπίζει φιλικά τους νέους), αλλά με τον τρόπο που το έκλεισες δεν μπορώ παρά να σε χειροκροτήσω.

 

Εξαιρετικά δυνατό και το στοιχείο ότι οι "εισβολείς" δεν σήκωσαν ούτε δάχτυλο απέναντι στους ανθρώπους, εκείνοι καταστράφηκαν μόνοι τους.

 

Μέχρι στιγμής (τις διαβάζω και τις σχολιάζω με τη σειρά που ανέβηκαν), η καλύτερη ιστορία που έχω διαβάσει - και είναι οπωσδήποτε εντός θέματος.

Link to comment
Share on other sites

Νοσταλγική ιστορία ΕΦ. Νόστιμος τίτλος, ζωντανοί ήρωες με οικεία συμπεριφορά, ωραίες εικόνες. Κουράστηκα πολύ να βρω τι δεν μου πήγαινε καλά, δεν είναι καλά στημένο το τέλος, μας το πέταξες απότομα χωρίς να το έχεις στήσει αρκετά.

 

καλή επιτυχία ;-)

 

Link to comment
Share on other sites

Κι εμένα η ιστορία μου άρεσε πάρα πολύ. Ειδικά οι σύντομες περιγραφές των τοπίων στην αρχή ήταν πολύ ζωντανές, παρά τις λίγες λέξεις.

Η γενικότερη ιδέα για την αντικατάσταση του ανθρώπινου γένους ίσως δεν είναι αυτό που θα σε καταπλήξει με την πρωτοτυπία (εξάλλου νομίζω πως δεν ήταν και αυτός ο στόχος), αλλά ο τρόπος μέσα από τον οποίο είναι δοσμένη είναι σίγουρα πολύ ιδιαίτερος.

Πάρα πολύ ωραίο ύφος και γλώσσα. Πολύ ώριμο:)

 

Το αρνητικό για μένα είναι ότι στο τέλος έμεινα με μια-δυο απορίες όσο αναφορά το τι ακριβώς συνέβη με την αφθαρσία των "τεράτων"... περίμενα να διαβάσω και κάτι ακόμα πριν τελειώσει.

 

Πολλά συγχαρητήρια!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..