Jump to content

Μαύρο και Κόκκινο


OxAp0d0

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος

Είδος: Φαντασίας

Βία; Έχει λίγα

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3842 λέει το word.

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: -

Αρχείο: Μαύρο και Κόκκινο.doc

Μαύρο και Κόκκινο uncut.doc Η διορθωμένη μορφή της ιστορίας

 

 

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

 

Αυτός που με έφερε μέχρι εδώ, σε ένα δωμάτιο τρεις ορόφους κάτω από τη γη, έκλεισε απότομα την πόρτα πίσω του κάνοντας τις φλόγες των κεριών να τρεμοπαίξουν. Μαζί τους άρχισαν να τρεμοπαίζουν και οι σκιές στο γραφείο του Ράμος, του αρχηγού των κλεφτών. Έτρεχαν πάνω στα χρυσά τρόπαια στους τοίχους, κυλούσαν πάνω στα παχιά χαλιά του πατώματος, έπαιζαν κρυφτό πίσω από τις κολώνες που το στήριζαν, χόρευαν παρέα με τον καπνό της πίπας του που είχε σχηματίσει μικρές συννεφιασμένες αποικίες στον αέρα.

Ο Ράμος με κοίταξε ξεφυσώντας ένα σύννεφο καπνού και άφησε την πίπα του παράμερα. Είχε διαμορφώσει το χώρο έτσι ώστε να φαίνεται περισσότερο επιβλητικός. Με λάμπες λαδιού στον τοίχο πίσω του έριχνε άπλετο φως στο συνομιλητή του και συνάμα έκανε το πρόσωπό του να είναι κρυμμένο στη σκοτεινιά ενώ το επιβλητικό παχύσαρκο σώμα του έμοιαζε τεράστιο στον άτυχο που καθόταν απέναντί του.

Οι σκιές στο γραφείο του φαίνονταν να κινούνται παιχνιδιάρικα, σαν αμέτρητα σώματα πιασμένα χέρι – χέρι που έσερναν ένα περίεργο χορό. Έμοιαζαν να μου κλείνουν το μάτι και να μου γνέφουν να ακολουθήσω καθώς ο Ράμος άπλωσε το χέρι του να πάρει το δέμα που είχα ακουμπήσει πάνω στο βαρύ, φορτωμένο από παπύρους, χαρτιά και βιβλία γραφείο.

«Τι έπαθε το πρόσωπό σου;» με ρώτησε.

«Μια άτυχη συνάντηση σε ένα σκοτεινό δρομάκι, τίποτα σημαντικό.» Ένοιωθα το κάτω χείλος μου πρησμένο, αλλά δεν είχε αρχίσει να πονάει ακόμα. Το σκίσιμο στο φρύδι το ένοιωθα να σφυροκοπάει σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου.

«Άργησες» είπε.

«Έχεις ιδέα τι γίνεται εκεί πάνω; Επικρατεί πανικός εδώ και τρεις μέρες.»

«Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι άργησες. Και η αργοπορία σου μου κόστισε τη μισή τιμή της μάσκας.»

«Ράμος, η Ανήλιαγη Οδός ήταν πήχτρα στους φρουρούς. Δύο σπίτια σχεδόν γκρεμίστηκαν και δε ξέρω και ‘γω πόσα καταστράφηκαν όταν αφήνιασαν δυο αγάλματα ενός μάγου κι όλα αυτά πολύ κοντά στο μουσείο.»

«Ναι, την άκουσα την ιστορία με τα Γκόλεμ. Ο πανικός ήταν ο μόνος λόγος που τα εκθέματα άργησαν να φύγουν από την πόλη, ο μόνος λόγος που τελικά κατάφερες να φέρεις αυτό που σου είχα ζητήσει. Ο αγοραστής όμως δεν ήταν τόσο υπομονετικός. Έπρεπε να τον πείσω να μείνει άλλες δυο μέρες στην πόλη ρίχνοντας την τιμή.»

Άρχισε να ξετυλίγει το καραβόπανο λέγοντας αυτό που φοβόμουν, αλλά και περίμενα: «Πρέπει να ξέρεις, πως δεν είμαι ικανοποιημένος από την απόδοσή σου.»

Κάτω από τις δίπλες του πανιού ξεπρόβαλε το αντικείμενο που έκανα τόσο κόπο να φέρω. Μια χρυσή μάσκα που σύμφωνα με το μουσείο άνηκε σε τεχνοτροπία της αυτοκρατορίας της Έλεγκαρντ, κατασκευασμένη σε μια άλλη παλιά, πιο λαμπρή εποχή, σχεδόν ανεκτίμητη σε ορισμένους συλλέκτες, νοσταλγούς της παλιάς δόξας. Το φως των κεριών λαμπύριζε πάνω στη γυαλισμένη, στιλπνή επιφάνειά της, αλλά εγώ πρόσεχα περισσότερο τις σκιές. Σκιές που ταξίδευαν γελώντας στις αυλακιές της μάσκας, έριχναν κλεφτές ματιές πίσω από τις κόχες της, τραγουδούσαν στο κενό του στόματος.

 

Μου ήρθε πάλι στο μυαλό η εικόνα του πατέρα μου. Θυμήθηκα ξανά μια από εκείνες της στιγμές που γύρναγε στο καταγώγιο που είχαμε για σπίτι, έπαιρνε στα πόδια του εμένα και την αδερφή μου και μας διασκέδαζε με μια λάμπα λαδιού, κάνοντας σκιές στον τοίχο. Έφτιαχνε κεφάλια ζώων, λαγούς, σκυλιά, έφτιαχνε ανθρώπους που έτρεχαν, πεταλούδες. Έκανε τις σκιές να κινούνται σα μαγεμένες πάνω στο λερωμένο από υγρασία τοίχο. Τραγουδούσαν μαζί του, χόρευαν μαζί του. Τον ακολουθούσαν στις ιστορίες που μας έλεγε, έτρεμαν όταν μας έλεγε για σκοτεινά μυστικά, γελούσαν όταν μας έλεγε αστεία. Ήταν οι μόνες στιγμές ξενοιασιάς στην άθλια ύπαρξή μας και στην φτώχεια μας. Ήταν οι μόνες φορές που ο πατέρας μου έβγαζε το διάσημο καπέλο του.

 

«Ράμος…»

«Μμ;»

«Μου είχες πει πως αυτή η δουλειά θα ήταν η τελευταία.»

Με κοίταξε κατεβάζοντας τα γυαλιά που είχε φορέσει για να περιεργαστεί τη μάσκα. «Και θα ήταν αν το είχες φέρει αυτό εδώ δυο μέρες πριν. Φοβάμαι όμως πως σύμφωνα με το συμβόλαιο που έχουμε υπογράψει δε μπορώ να σε αποδεσμεύσω ακόμα. Όπως είπα. Δεν είμαι ικανοποιημένος.»

«Νομίζω ότι έχω πληρώσει αρκετά για την ελευθερία της αδερφής μου.»

«Νομίζεις ε;» είπε και άφησε προσεκτικά τη μάσκα πάνω στο καραβόπανο.

«Πόσες φορές ακόμα θα…»

«Άκου λοιπόν τι νομίζω εγώ!» είπε χτυπώντας το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι του στο γραφείο κάνοντας τα κηροπήγια να αναπηδήσουν και τις σκιές να ξαφνιαστούν.

«Νομίζω πως το χρέος που μου άφησε ο γερο-διάολος δε σβήνει τόσο απλά. Η αδερφή σου ανήκει στη συντεχνία και θα παραμείνει μέχρι να τηρήσεις αυτά που υποσχέθηκες.»

Ο Κύνεας που στεκόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο άνοιξε την πόρτα να δει τι τρέχει, αλλά με ένα νεύμα ο Ράμος τον έκανε να την ξανακλείσει.

«Σου έχω δώσει την ευκαιρία να την ελευθερώσεις, αλλά μέχρι να γίνει αυτό θα κάνεις ότι σου λέω εγώ, κατάλαβες τώρα τι νομίζω;»

Τόσα χρόνια η ίδια ιστορία. Οι ίδιες δικαιολογίες. Ανάθεμα τους Σινάρι και την τέχνη τους.

Έκλεισα τα μάτια και πίεσα τη βάση της μύτης μου για να καθαρίσει λίγο το κεφάλι μου.

«Θέλω να δω το συμβόλαιο» του είπα.

«Μάλιστα…» είπε τυλίγοντας προσεκτικά τη μάσκα πάλι στο καραβόπανο. «Κυνέα!»

Η πόρτα άνοιξε πάλι.

«Κυνέα παιδί μου, ο φίλος μας εδώ ο Κέλεν θέλει να δει το συμβόλαιό του.»

«Μάλιστα αφεντικό» είπε και μπήκε μέσα. Ούτε καν προσποιήθηκε πως πήγε να το φέρει, το κρατούσε πάνω του ο αχρείος.

«Ορίστε Κέλεν» είπε ο Ράμος ξετυλίγοντας τον πάπυρο. «Μελέτα το όσο θέλεις, από αυτό το χαρτί εξαρτάται εξάλλου η καλή συνεργασία μας.»

Προσπάθησα να αγνοήσω το μειδίαμα στο πρόσωπο του παχύσαρκου άντρα, αλλά και το γλοιώδες γελάκι του Κυνέα καθώς έπαιρνα το χαρτί στα χέρια μου. Ήξερα το κείμενο σχεδόν απ’ έξω, είχα μπόλικες ευκαιρίες να το μελετήσω άλλωστε. Ήταν ένα συμφωνητικό φτιαγμένο με την αρχαία τέχνη των Σινάρι που δέσμευε αμετάκλητα όποιον το υπέγραφε. Όσο κι αν ήθελα, δε θα μπορούσα να το αθετήσω. Όσο κι ήθελα για παράδειγμα να ορμήσω πάνω από το γραφείο και να χώσω το μαχαίρι μου στην καρδιά του μισητού άντρα που καθόταν απέναντί μου, το χέρι μου θα σταματούσε μόνο του πριν καν η λεπίδα χαράξει το δέρμα του.

 

Θυμήθηκα πάλι τον πατέρα μου, την τελευταία φορά που τον είδα στητό, καθαρό και περήφανο. Φορούσε το καπέλο του με το πλουμιστό φτερό όταν μας αποχαιρέτησε, το καπέλο που φορούσε πάντα όταν δεν ήταν μόνος του. Θυμάμαι πως με πήρε παράμερα για να μη μας ακούει η Λέιβα και μου ψιθύρισε εκείνα τα λόγια που με γέμισαν χαρά και με έβαλαν στον ίδιο δρόμο με αυτόν.

«Είσαι ελεύθερος Κέλεν» μου είχε πει. «Και αν όλα πάνε καλά σήμερα θα είναι ελεύθερη και η Λέιβα.»

 

Το χαρτί που κρατούσα ήταν υπογεγραμμένο από εμένα και τον Ράμος. Το κύριο σώμα του συμβολαίου δε με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή. Εκεί έλεγε απλά πως θα ήμουν στη δούλεψη του Ράμος με σκοπό να ελευθερώσω την αδερφή μου. Το κομμάτι που είχε τυλίξει τις σκουριασμένες αλυσίδες του στο λαιμό μου το θυμόμουν απ’ έξω: “Εγώ ο Ράμος δηλώνω πως θα χαρίσω στη Λέιβα Ντάκεν την ελευθερία της εφόσον είμαι ικανοποιημένος από την απόδοση του Κέλεν Ντάκεν”. Το ότι την είχα πατήσει σαν αρχάριος το ήξερα από την πρώτη “δουλειά” που έκανα για τον Ράμος, ήξερα πως δεν πρόκειται να τον ικανοποιήσει η “απόδοσή” μου ποτέ. Αυτό που με ένοιαζε τούτη τη στιγμή όμως ήταν τα ψιλά γράμματα, κάποιοι από τους όρους του συμβολαίου, μάλλον το 9:

 

9. Το συμβόλαιο αυτό μπορεί να λυθεί μετά από τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκομένων, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι όροι του.

 

Μπα, δεν ήταν το 9. Πήγα λίγο πιο πάνω.

 

8. Το συμβόλαιο έχει ισχύ μέχρι να τηρηθούν όλοι οι ανωτέρω όροι, με συμφωνία όλων των υπογεγραμμένων (όρος 9) ή όταν φύγει από τη ζωή κάποιος από αυτούς.

 

Μάλιστα.

 

7. Διασφαλίζεται η υγεία και η ζωή των εμπλεκομένων. Δε μπορεί κανείς από τους υπογράφοντες να προκαλέσει το θάνατο ή σωματικές βλάβες στους υπολοίπους εν γνώση του. Απαγορεύεται η χρήση σωματικής βίας, χρήση μαγείας, δηλητήρια, παγίδες ή εντολές σε τρίτους που να έχουν σαν αποτελέσματα θάνατο ή σωματικό πόνο.

 

Ναι, το είχα υπογράψει αυτό, ήμουν τόσο άτυχος.

 

Τρεις μέρες πριν όμως κάτι άλλαξε, κάτι που θα μπορούσε να μου δώσει μια ευκαιρία.

Είχα ξυπνήσει το σούρουπο από μια αίσθηση πως το κρεβάτι μου ήταν καταμεσής μιας αφηνιασμένης καταιγίδας στη μέση του πελάγους. Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα ένα μέρος που έμοιαζε με εφιάλτη, με παρωδία των καλύτερων παιδικών αναμνήσεών μου. Οι σκιές στους τοίχους είχαν ζωντανέψει και σάλευαν τα πλοκάμια τους σε όλο το δωμάτιο, κινούνταν αφύσικα γρήγορα και σχημάτιζαν πρόσωπα, μάτια, στόματα γεμάτα δόντια. Γέλαγαν με τον τρόμο μου, με κορόιδευαν, έτρεχαν να με πιάσουν με γαμψά νύχια και σταματούσαν την τελευταία στιγμή.

Έκλεισα τα μάτια ουρλιάζοντας και τις ένοιωθα να κινούνται γύρω μου, πάνω μου. Πίεσα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια και άρχισα να σιγοκλαίω.

Μέσα στον πανικό μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω έφερα στο νου μου τον πατέρα μου και τα παιχνίδια που έκανε με τις σκιές. Θυμήθηκα τις χαρούμενες στιγμές μας, αλλά και τις δυσκολίες της ανέχειάς μας. Θυμήθηκα το θρήνο μου την τελευταία φορά που τον είδα. Είχε καταφέρει να γυρίσει στο σπίτι. Πληγωμένος από δυο βέλη, ένα στο μηρό και ένα στα πλευρά, λερωμένος από τις λάσπες του δρόμου, είχε βρει τη δύναμη να συρθεί μέχρι το κατώφλι και να χτυπήσει αδύναμα την πόρτα. Θυμήθηκα τα λόγια που μου είχε πει με την τελευταία του ανάσα πριν ξεψυχήσει στα χέρια μου.

Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα τον πραγματικό κόσμο προς ανακούφισή μου. Οι σκιές είχαν σταματήσει το τρελό χορό τους. Μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχα όντως δει εφιάλτη και με την καρδιά μου να χτυπά τρελά άρχισα να ψάχνω μήπως κάποια από τις σκιές που έκαναν οι γρίλιες του παραθύρου κουνιόταν αφύσικα, μήπως κάποιο κομμάτι σκοτεινιάς γελούσε χαιρέκακα στις γωνιές. Με έβγαλε όμως από τη συγκέντρωσή μου ο χαμός που γινόταν έξω.

 

«Θέλω να δω την αδερφή μου» είπα στον Ράμος.

«Δε νομίζω πως έχω τέτοια υποχρέωση σύμφωνα με το συμβόλαιό μας» μου απάντησε.

«Δεν έχει σχέση με το συμβόλαιο Ράμος, απλά θέλω να δω την αδερφή μου.»

«Γιατί, αμφιβάλεις πως φερόμαστε καλά στη Λέιβα; Σε διαβεβαιώνω πως η συντεχνία της φέρεται όπως ακριβώς της αξίζει.»

Ο Κυνέας γέλασε πίσω μου και έκανα τρομερή προσπάθεια να το αγνοήσω. «Ράμος μπορεί να σου κόστισα τη μισή τιμή της μάσκας, αλλά και πάλι πιστεύω πως η τιμή που θα πιάσει θα είναι πολύ καλή.»

«Αυτό είμαι σε θέση να το κρίνω μόνο εγώ.»

«Δεν έχω σκοπό να σε αμφισβητήσω» του είπα τυλίγοντας πάλι το συμβόλαιο και δίνοντάς το πίσω. «Απλά μου έχει λείψει η αδερφή μου, έχω να τη δω ένα μήνα σχεδόν. Στο ζητάω σα χάρη πριν φύγω. Μετά ξέρεις που να με βρεις όταν με χρειαστείς ξανά.»

«Φοβάμαι πως θα πρέπει να κόψω την αμοιβή σου για αυτή τη δουλειά Κέλεν. Θα σου δώσω τα μισά, μιας και το ίδιο θα συμβεί και με εμένα» είπε κάνοντας αργά την καρέκλα του πίσω για να σηκωθεί. «Όσο για την Λέιβα, θα σε συνοδεύσω ο ίδιος στο δωμάτιό της.» Σηκώθηκε και έκανε ένα νεύμα στον Κυνέα να μας ακολουθήσει.

 

Δε ξέρω και ποτέ δεν έμαθα τι είχε ακριβώς συμβεί τρεις μέρες πριν. Είδα μόνο το αποτέλεσμα. Ήταν σαν να είχε τρελαθεί όλη η μαγεία στην Έντρικ και από ότι έμαθα μετά το φαινόμενο έγινε αντιληπτό μέχρι και τις φάρμες έξω από την πόλη. Βγήκα από το σπίτι για να αντικρίσω πανικό παντού. Μια κόκκινη ακτίνα στη νότια πλευρά της πόλης καρφωνόταν στον ουρανό σαν πυρωμένη βέργα, ενώ από τα δυτικά που ήταν οι συντεχνίες των αλχημιστών υψώνονταν πυκνοί καπνοί και φαίνονταν μερικές γλώσσες φωτιάς.

Στο δρόμο για το μουσείο στην Ανήλιαγη Οδό πέρασα από το ναό του Ναθάριεν. Οι ιερείς μετά βίας στέκονταν στα πόδια τους, ένας από αυτούς μάλιστα ξερνούσε ακατάπαυστα, ενώ δυο άλλοι προσπαθούσαν να τον υποβαστάξουν. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι φρουρούς που φώναζαν, έδιναν οδηγίες και άλλοτε έμοιαζε να τρέχουν πανικόβλητοι χωρίς σχέδιο.

Στρίβοντας σε μια γωνία έπεσα πάνω στο Μελάνθας, τον τρελό που χρησιμοποιούσα για κλεπταποδόχο κάποιες φορές. Ήξερα πως ασχολείται με τη μαγεία, τις περισσότερες φορές τα είχε χαμένα από μαντζούνια που δοκίμαζε στον εαυτό του. Δεν με πρόσεξε καν, αλλά δε μπορούσα να μην τον προσέξω εγώ. Είχε μια περίεργη μωβ φωτεινή αύρα και κινούνταν γλιστρώντας στον αέρα, με τα πόδια του δυο – τρεις πόντους πάνω από το έδαφος.

Στην Ανήλιαγη Οδό είχε περισσότερους φρουρούς και από συνάθροιση ζητιάνων σε πανηγύρι. Δυο τεράστια τερατώδη αγάλματα είχαν πάθει αμόκ, έσπαγαν τοίχους, πετούσαν κάρα στον αέρα, έπιαναν τα δίχτυα που τους έριχναν οι φρουροί και τους έσερναν πίσω τους καθώς έτρεχαν αφηνιασμένα. Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ήξερα πως κάθε προσπάθεια να μπω στο μουσείο εκείνη τη μέρα ήταν καταδικασμένη. Γυρίζοντας πίσω έμαθα πως έτσι ήταν σε όλη την Έντρικ, με τους μάγους να είναι σε κατάσταση λιποθυμίας και ότι λειτουργούσε με μαγεία να έχει παρανοήσει.

Πίσω στο σπίτι, όταν ηρέμησα λίγο, άρχισε να μου μπαίνει η ιδέα πως ο εφιάλτης των σκιών δεν ήταν ούτε όνειρο ούτε κάτι τυχαίο. Ίσως ήταν παρενέργεια των όσων συνέβαιναν έξω στην πόλη. Ίσως κάτι που κοιμόταν μέσα μου, μια κληρονομιά από τη γενιά του πατέρα μου να ξύπνησε. Άναψα ένα κερί και προσπάθησα μάταια να κάνω τις σκιές στον τοίχο να χορέψουν, όπως τις έκανε κι εκείνος. Ένοιωθα πως μου έκλειναν το μάτι, πως με περιπαίζανε, αλλά δε μου έκαναν το χατίρι να με υπακούσουν. Ξέχασα το γεγονός λοιπόν. Το ξέχασα μέχρι το συμβάν με το φύλακα του μουσείου δυο μέρες μετά.

Με είχε ξαφνιάσει, ανοίγοντας την πόρτα του διαδρόμου, κρατώντας μια λάμπα στο δεξί του χέρι και ένα στριφτό τσιγάρο στο αριστερό. Είχα κολλήσει στη γωνία που ήμουν, προσπαθώντας να μην αναπνέω καν ακούγοντάς τον να έρχεται και βλέποντας το φως της λάμπας του να σκίζει το σκοτάδι. Οι σκιές από τις πανοπλίες στους τοίχους έμοιαζαν να στρίβουν το κεφάλι τους και να μου χαμογελούν καθώς περπατούσε και με πλησίαζε. Έφτασε κοντά μου και γύρισε να γυαλίσει με το μανίκι του την πανοπλία που ήταν λίγα βήματα μακριά από εμένα. Η λάμπα του έκανε τη σκιά της πανοπλίας να με καλύψει και η καρδιά μου έχασε μερικούς χτύπους.

Το μόνο που με έκρυβε ήταν μια σκιά. Μια μικρή κίνηση και θα με έβλεπε. Μερικά εκατοστά πιο ‘κει… Αλλά όταν κούνησε τη λάμπα του, η σκιά δεν κουνήθηκε μαζί της. Έμεινε κολλημένη πάνω μου, με σκέπασε σα κουβέρτα, κρύβοντάς με από το βλέμμα του. Σαν ένα σκοτεινό, μαύρο χέρι με είχε καλύψει και με είχε προφυλάξει από το βλέμμα του φύλακα.

 

«Εδώ είμαστε» είπε ο Ράμος καθώς ο Κυνέας ξεκλείδωνε την πόρτα. Είχαμε ανέβει στο πρώτο υπόγειο και το “δωμάτιο” της αδερφής μου έμοιαζε περισσότερο με κελί. Μας είχαν συνοδεύσει άλλα δυο τσιράκια της συντεχνίας. «Πες της τα χαιρετίσματά σου γρήγορα. Σε μια ώρα θα έρθουν για τη μάσκα και πρέπει να ετοιμαστώ.»

Με έπιασε από τον ώμο όταν πήγα να ανοίξω την πόρτα. «Ξέρεις Κέλεν, ο γέρο-Ντάκεν ο πατέρας σου, παρά τις παραξενιές του…»

«Ναι αυτή την εμμονή με το καπέλο του» πετάχτηκε ο Κυνέας.

«Ναι, παρά τις παραξενιές του, ο γερο-διάβολος ήταν σπουδαίος σε αυτό που έκανε. Ήταν… ήταν σαν να τον αγαπούσε η νύχτα, έμπαινε και έβγαινε από όπου ήθελε χωρίς να τον παίρνει κανείς χαμπάρι. Μπορούσε να σου κρυφτεί ενώ του μιλούσες. Εσύ και η Λέιβα φαίνεται να του έχετε μοιάσει σε αυτό. Το να σας αποχωριστώ θα ήταν μεγάλο πλήγμα για όσα έχουμε στήσει εδώ στην Έντρικ.»

«Φαίνεται πως του παραμοιάσαμε δυστυχώς» του απάντησα και έσπρωξα την πόρτα.

Το δωμάτιο της Λέιβα ήταν σκοτεινό και οι πυρσοί του διαδρόμου έκαναν τις σκιές να κομματιαστούν και να σκορπίσουν, πρόλαβα όμως να δω πως μερικές έτρεξαν προς το μέρος της, σα φοβισμένα από το φως τρωκτικά που ψάχνουν κάπου να κρυφτούν. Όταν πάτησα το πόδι μου μέσα στο λιτό χώρο κατάλαβα πως τα πράγματα γι’ αυτήν ήταν χειρότερα. Φοβισμένα πρόσωπα έκλαιγαν κάτω από το κρεβάτι, μάτια γεμάτα φόβο με κοιτούσαν από τους τοίχους, χέρια που ζητούσαν έλεος σχηματίζονταν από τις σκιές της καρέκλας της. Όλα κράτησαν για μια στιγμή, μετά η αδερφή μου κατάλαβε πως η πόρτα άνοιξε. Οι σκιές ηρέμησαν και έμειναν να περιμένουν.

Ήταν κουλουριασμένη σε μια γωνία του “δωματίου” της, μακριά από το κρεβάτι και φαινόταν να κλαίει.

«Κέλεν;» έκανε με σιγανή φωνή. Την πλησίασα και την κράτησα από τους ώμους.

«Σσσ. Εγώ είμαι Λέιβα.» Το αριστερό της μάτι ήταν μαυρισμένο. Κάποιος την είχε χτυπήσει, κάποιες μέρες πριν, ο μώλωπας είχε πάρει ένα κιτρινόμαυρο χρώμα.

Έβγαλε μια μικρή τρομαγμένη κραυγή όταν ο Κυνέας άναψε τη λάμπα που ήταν πάνω στο τραπέζι. Για μια στιγμή άπλωσε το χέρι της και γύρισε με μάτια γεμάτα φόβο να κοιτάξει τη σκιά του πάνω στον τοίχο.

«Λέιβα κοίτα με.» Για δυο στιγμές κλείδωσαν τα βλέμματά μας και κατάλαβα πως ότι πέρναγα εγώ το πέρναγε και αυτή.

«Κέλεν, δε ξέρω τι μου συμβαίνει.»

«Ξέρω εγώ μικρή» είπα και έσκυψα στο αυτί της. Δεν ήθελα να με ακούσουν ο Ράμος και τα τσιράκια του. Της μίλησα για τον πατέρα μας, της είπα πως σύντομα όλα θα τέλειωναν, της είπα τι είχα συμπεράνει από την κατάστασή μας. Τα μάτια της δάκρυσαν και άρχισε να τρέμει το κάτω χείλος της όταν της είπα με λίγα λόγια για το τι θα επακολουθούσε. Ταυτόχρονα είπα στα πρόσωπα κάτω από το κρεβάτι να ηρεμήσουν, στα μάτια στους τοίχους να κοιτάξουν πίσω μου τους άντρες της συντεχνίας και στα χέρια να ετοιμαστούν.

 

Κατάλαβα τι θα μπορούσε να συμβεί όταν μερικά τετράγωνα μακριά από το μουσείο που μόλις είχα κλέψει προσπάθησαν να με ληστέψουν. Έπρεπε να προσέχω περισσότερο σε αυτές τις κακόφημες γειτονιές, αλλά ήμουν τόσο ταραγμένος από την εμπειρία μου με τον φύλακα και τη σκιά που δεν τους κατάλαβα μέχρι που ήταν πολύ αργά. Ήταν τέσσερις, με αφόπλισαν γρήγορα και άρχισαν να με γρονθοκοπούν.

Προσπάθησα όσο μπορούσα, αλλά ήταν περισσότεροι. Προσπάθησα με μανία, γιατί είχα στα χέρια μου ένα λάφυρο που έλπιζα να μαλακώσει τον Ράμος και να αφήσει την αδερφή μου ελεύθερη. Με το στόμα μου να τρέχει αίμα έμεινα να κοιτάω ανήμπορος τον άντρα που με είχε καθηλώσει βάζοντας το γόνατό του στο στήθος μου, όταν άκουσα ένα σφύριγμα.

«Ε, ρεμάλια.» Ήταν κάποιος που το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στην κουκούλα από το πανωφόρι του. «Αφήστε τον ήσυχο.»

«Μπα, κι εσύ ποιος είσαι ο εκλεκτός του Λάεβωρ;»

«Είπα αφήστε τον ήσυχο.»

«Αλλιώς;»

Ο άγνωστος τράβηξε ένα λεπτό σπαθί που γυάλιζε από τις λάμπες του δρόμου πίσω του και το έτεινε προς τους κλέφτες. «Αλλιώς θα αναγκαστώ να σας κάνω να τον αφήσετε.»

«Να σου πω» είπε ο άντρας που με κρατούσε κάτω σφίγγοντας τη γροθιά του. «Δεν έχω απολύτως καμία…» έφερε τη γροθιά του με δύναμη στο πρόσωπό μου.

«…διάθεση…»

Το δεύτερο χτύπημα με έκανε να ζαλιστώ. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως το φως του δρόμου πίσω από το φιλόδοξο σωτήρα μου χαμήλωσε και θάμπωσε.

«…να τον αφήσω!»

Το τρίτο του χτύπημα με έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Η σκοτεινιά με κάλυψε. Μετά άνοιξε τα μάτια της και μου χαμογέλασε. Και άρχισε να ουρλιάζει.

 

«Τρέξε, όσο πιο μακριά μπορείς» είπα στη Λέιβα. Όση ώρα μιλούσαμε οι σκιές είχαν απλώσει τα δάχτυλά τους σε όλους τους τοίχους του δωματίου και του διαδρόμου, ύπουλα σαν ερπετά που παραμονεύουν. Στα τελευταία μου λόγια όρμησαν.

«Τι στη Γέενμμμχφφ» πρόλαβε να πει ένας μπράβος πριν τον αρπάξουν και τον φιμώσουν.

«Λέιβα, τρέξε!»

«Τι σκατά έκανες Κέλεν;» ρώτησε ο Ράμος. Τα χέρια του, τα πόδια του, όλο του το σώμα ήταν ακινητοποιημένο από μικρές λωρίδες σκιάς. Η αδερφή μου μου έσφιξε το χέρι για τελευταία φορά και βγήκε από το δωμάτιο.

«Είχες δει ποτέ τον πατέρα μου χωρίς το καπέλο του Ράμος;» τον ρώτησα.

«Κέλεν σταμάτα αυτό το πράμα τώρα. Σε διάτάζω!»

«Μπάσταρδε θα σε μμμμχχχ» πετάχτηκε ο Κυνέας πριν τον φιμώσουν πάλι οι σκιές.

«Ο πατέρας μου δε κυκλοφορούσε ποτέ χωρίς το καπέλο του. Δε το έκανε γιατί είχε κάποια μανία με τα καπέλα.»

«Κέλεν σε προειδοποιώ…»

«Η νύχτα τον αγαπούσε; Δεν έχεις ιδέα. Ο πατέρας μου της έκανε ότι ήθελε.»

«Κέλεν αν δε με λύσεις τώρα η αδερφή σου θα πληρώσει για όσο πόνο δε μπορώ να σου προκαλέσω.»

«Γιατί νομίζεις είχε αυτό το παρατσούκλι; Ο γέρο-διάβολος;» Γύρισα να τον κοιτάξω και στο βλέμμα μου είδε τι τον περίμενε.

«Δε μπορείς» μου είπε. «Έχουμε υπογράψει…»

«Βλέπεις το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του δεν ήταν εξολοκλήρου ανθρώπινο. Οι Ντάκεν είναι καταραμένη γενιά, τα αμαρτήματα των προγόνων μας μερικές φορές φαίνονται, μερικές όχι.»

«Κέλεν, άκου, είναι μάταιο αυτό που κάνεις…»

«Το καπέλο που φόραγε ήταν για να κρύψει από τον κόσμο δυο μικρά κέρατα που φύτρωναν στο κεφάλι του.»

«… έχουμε συμβόλαιο! Συμβόλαιο συνταγμένο από Σινάρι!»

«Ναι…» απομακρύνθηκα από αυτόν και πλησίασα τον τοίχο. «Και σύμφωνα με τον έβδομο όρο δε μπορώ να σε βλάψω.» Γύρισα και του χαμογέλασα. «Τουλάχιστον εν γνώσει μου» και με μια απότομη κίνηση χτύπησα με φόρα το κεφάλι μου στην κρύα πέτρα του κελιού της αδερφής μου.

 

Όταν συνήλθα στο σκοτεινό δρομάκι, ο άγνωστος που προσπάθησε να με σώσει ήταν ακόμα εκεί, αλλά τώρα έτεινε το σπαθί του προς το δικό μου μέρος. Ακόμα το σκοτάδι έκρυβε το πρόσωπό του και δε μπορούσα να τον δω, αλλά ένοιωθα τον φόβο σαν αύρα γύρω του. Το σπαθί του έτρεμε, οπισθοχωρούσε με αβέβαια βήματα. Γύρω μου ήταν τα άψυχα σώματα αυτών που προσπάθησαν να με κλέψουν. Δε ξέρω αν ήταν και οι τέσσερις νεκροί, τα κομμάτια ήταν πάρα πολλά για να ξεχωρίσω αριθμό.

Όταν γύρισα στο σπίτι μου και πριν ξεκινήσω για τη συνάντηση με τον Ράμος, δοκίμασα πάλι το κόλπο με το κερί και τις σκιές. Αυτή τη φορά κατάφερα να τις κάνω να χορέψουν. Κατάφερα να τις κάνω ότι θέλω. Να κάνουν πολλά περισσότερα.

 

Παραπάτησα, αλλά δεν ήταν αρκετό. Πήρα φόρα πάλι και χτύπησα δεύτερη φορά το κεφάλι μου στον τοίχο. Ο πόνος έκανε τα μάτια μου να δακρύσουν και τα δόντια μου να τρίξουν. Ένοιωσα έναν πόνο στον ώμο και είδα ένα μικρό βέλος να ξεπροβάλει. Ο Κυνέας είχε καταφέρει να ελευθερώσει το ένα χέρι του και κρατούσε ένα μικρό μηχανικό τόξο. Γύρισα να τον κοιτάξω καθώς οι σκιές μου ξέσκιζαν τη σάρκα του και σκόρπιζαν τα κομμάτια του στο δωμάτιο. Δεν είχα υποσχεθεί τίποτα για τη δική του ασφάλεια άλλωστε.

Ο Ράμος τώρα ούρλιαζε με όλου του τη δύναμη.

«Δεν έχεις ακούσει που λένε» του είπα «να μην κάνεις ποτέ συμφωνίες με δαίμονες;»

Όταν χτύπησα για τρίτη φορά το κεφάλι μου στον τοίχο ο κόσμος γύρω μου έσβησε. Με μια τελευταία ματιά, ένα τελευταίο ίχνος συνείδησης, είδα τις σκιές στο δωμάτιο να απελευθερώνονται και να αποκτούν τη δική τους ζωή, να ορμάνε μανιασμένα, να τρέφονται από την οργή μου και το μίσος μου, να ανοίγουν δρόμο μέσα από ρούχα, σάρκα, ξύλο και πέτρα. Είδα το μαύρο να ανακατεύεται με κόκκινο.

 

Και θυμήθηκα τα τελευταία λόγια του πατέρα μου, αυτά που μου είπε καθώς έσβηνε στην αγκαλιά μου, θυμήθηκα την υπόσχεση που του είχα δώσει.

«Να σώσεις την αδερφή σου Κέλεν. Να σώσεις τη Λέιβα. Εγώ δε μπόρεσα παιδί μου, πρέπει να το κάνεις εσύ. Μη σταματήσεις ποτέ να προσπαθείς, να τη σώσεις, ότι κι αν χρειαστεί να κάνεις.»

Αφέθηκα στην αγκαλιά του σκότους χαρούμενος που κατάφερα να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου, μα και κλαίγοντας για το δικό μου χαμό, για το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

Edited by aScannerDarkly
Προσθήκη uncut εκδοχής
Link to comment
Share on other sites

Ωραία η ιδέα σου πάνω στις «συμφωνίες με τον διάβολο», και ποιος να το έλεγε πως αυτός που μας αφηγήθηκε την ιστορία ήταν «ο διάβολος».

Νομίζω θα προτιμούσα να ήταν σε τρίτο πρόσωπο γιατί η ιστορία σου βασίζεται πάνω σε αυτή την αποκάλυψη του τέλους. Γράφοντας την σε πρώτο πρόσωπο νομίζω μας αποκάλυψες λίγα περισσότερα απ΄ όσα θα έπρεπε για να δημιουργήσεις την κατάλληλη ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Μου άρεσε ο κόσμος που έφτιαξες καθώς και το γεγονός πως κάτι έγινε και η μαγεία έπαθε κάποιο βραχυκύκλωμα. Βέβαια στην αρχή το μυαλό μου πήγε στο ότι αυτό το βραχυκύκλωμα στην μαγεία, θα δημιουργούσε το «κενό» που χρειαζόταν ο πρωταγωνιστής στο συμβόλαιο του για να κάνει την κίνηση του. Καλή περιπέτεια και οι σκιές τρομακτικές, προσθέσανε σε όλο αυτό το σατανικό κλίμα.:devil2:

Καλή επιτυχία.:good:

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο διήγημα, με την αβανταδόρικη ιδέα των σκιών. Δημιουργεί όμορφες, ζωντανές εικόνες. Ολοκληρωμένο, γρήγορο, δεν μου άφησε απορίες και το διασκέδασα. Αν είναι έτσι και τα επόμενα, καταλαβαίνω τον βαθμό δυσκολίας που κρύβει αυτή η ψηφοφορία. Ξέρω ότι έτσι δεν συνεισφέρω στο να "βοηθάω" τον συγγραφέα, όπως λέγεται συχνά, αλλά δεν βλέπω να χρειάζεται βοήθεια εδώ.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ.

 

 

Η χρήση του πρώτου προσώπου πολύ καλή, σε σημείο μάλιστα που με έκανε να πιστεύω ότι η αποκάλυψη δεν ήταν το ότι ο αφηγητής ήταν ο δαίμονας, μα η ίδια του η έκπληξη ως προς αυτό.

Θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο αν στην περιγραφή του αποτελέσματος στο σοκάκι που του την έπεσαν οι κακοποιοί, ο τύπος που είχε προσπαθήσει να τον σώσει ήταν άφαντος. ή νεκρός. Θα έδινε ένα λόγο για την εμμονή του να φύγει η αδερφή του από το δωμάτιό της πριν εξαπολύσει τις σκιές. Σαν να μην είχε κανέναν έλεγχο πάνω τους όταν ήταν αναίσθητος.

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό, πράγματι πολύ καλό. Δεν μπορώ να φανταστώ πως κάποιο άλλο διήγημα θα ήταν περισσότερο μέσα στο θέμα. Και συμφωνία και υπόσχεση που το ένα αναιρούσε το άλλο παρόλο που έλεγαν τα ίδια. Αγαπώ τις σκιές και τον τρόπο που τις χρησιμοποιείς. Σε μένα το πρώτο πρόσωπο είχε θετική επίδραση όπως και η κλιμάκωση, από τη σχετικά αδιάφορη αρχή και το ανέβασμα του ρυθμού ολοένα και περισσότερο μέχρι το αποκορύφωμα του τέλους. Ένα πολύ καλό διήγημα στο σύνολό του.

 

Καλή επιτυχία :)

Link to comment
Share on other sites

Όντως μία πολή καλή ιστορία και οι δύο-τρεις "εκπληξούλες" που είχε κατάφεραν να μου κράτησουν την προσοχή σε όλη την διάρκεια της ιστορίας.

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

We have a winner! Πολύ ωραίο και οπωσδήποτε ατμοσφαιρικό, με μια αρκετά πειστική υπόθεση, πετυχημένους χαρακτήρες και φάντασυ κόσμο, μου θύμισε έργα γνωστών συγγραφέων του χώρου. Το τέλος με έκανε να απορήσω λίγο:

νόμιζα ότι χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο απλώς θα έμενε αναίσθητος έτσι ώστε οι σκιές να δράσουν χωρίς τη θέλησή του. Ήταν ανάγκη να πεθάνει κιόλας; Και επίσης, γίνεται να αυτοκτονήσει κάποιος χτυπώντας ο ίδιος το κεφάλι του στον τοίχο;

Χμμμ... τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα γίνεται, αλλά δεν το έχω ξανακούσει και μου φάνηκε περίεργο.

Δε μπορώ να πω ότι με πείραξε το πρώτο πρόσωπο, αλλά το να διηγείται κάποιος που

στο τέλος πεθαίνει

είναι ούμπερ ασυνήθιστο.

Κατά τα άλλα οι παρομοιώσεις και τα επίθετα πλησιάζουν τα όρια του υπερβολικού, αλλά δεν τα ξεπερνάνε. Επίσης υπάρχουν λίγα λαθάκια έκφρασης και στίξης, αλλά δεν είναι τίποτα και δεν το χαλάνε. Συγχαρητήρια!

 

Το κατάλαβε και ο κος Χατζηγιώργης, παρά τα χρονικά περαδώθε! :rolleyes: Να ζηλέψω;:p

Edited by wordsmith
Link to comment
Share on other sites

Guess what, κι αυτό μ' άρεσε. :lol: Γενικά αυτός ο διαγωνισμός έχει πολλές καλές ιστορίες.

 

Ωραία ατμόσφαιρα, ειδικά με το βραχυκύκλωμα της μαγείας στην αρχή. Επίσης έχει μερικές ενδιαφέρουσες ανατροπές.

 

Αυτό που δεν κατάλαβα:

 

 

Γιατί πεθαίνει στο τέλος, την προηγούμενη φορά που λιποθύμησε είχα την εντύπωση οτι οι σκιές ξεφύγανε απλώς από τον έλεγχό του, πάθανε αμόκ και ξεκοκαλίσανε όλους τους υπόλοιπους, αλλά αυτόν δεν τον πείραξαν.

 

 

Καλή επιτυχία!:good:

Link to comment
Share on other sites

Νομίζω ότι είναι η πρώτη ιστορία σου που διαβάζω και μπορώ να μπω ότι ο τρόπος που γράφεις μου άρεσε πάρα πολύ. Ζωντανές εικόνες, αληθινοί χαρακτήρες με πραγματικές αντιδράσεις, φυσικοί διάλογοι και πολύ ωραία μυθοπλασία.

 

Γενικά, η ιστορία είναι πολύ «γεμάτη» και είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά για κρατήσει το ενδιαφέρον μου από την αρχή μέχρι το τέλος. Πολύ καλή συμμετοχή.

Link to comment
Share on other sites

Εδώ έχουμε ένα ατόφιο Dark Fantasy διήγημα.

Κατάφερες από τις πρώτες κιόλας γραμμές να δημιουργήσεις την σκοτεινή ατμόσφαιρα που ήθελες με πολύ ωραία πλοκή.

Βέβαια, δεν είναι και το πιο πρωτότυπο θέαμα οι σκιές που ζωντανεύουν, αλλά ήταν πολύ έξυπνο που τις κράτησες σιωπηλές.

Πολύ καλή συμμετοχή.

 

Καλή τύχη.

Edited by abuno
Link to comment
Share on other sites

 

νόμιζα ότι χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο απλώς θα έμενε αναίσθητος έτσι ώστε οι σκιές να δράσουν χωρίς τη θέλησή του. Ήταν ανάγκη να πεθάνει κιόλας; Και επίσης, γίνεται να αυτοκτονήσει κάποιος χτυπώντας ο ίδιος το κεφάλι του στον τοίχο;

Χμμμ... τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα γίνεται, αλλά δεν το έχω ξανακούσει και μου φάνηκε περίεργο.

Δε μπορώ να πω ότι με πείραξε το πρώτο πρόσωπο, αλλά το να διηγείται κάποιος που

στο τέλος πεθαίνει

είναι ούμπερ ασυνήθιστο.

 

Δεν έχεις ακούσει που λένε "περνάει όλη σου η ζωή μπροστά από τα μάτια σου???" :p :p :p

Link to comment
Share on other sites

Στο εκάστοτε νήμα γράφω τα γενικά σχόλιά μου πάνω στην κάθε ιστορία. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για πιο αναλυτικά σχόλια, πάνω στο ίδιο το κείμενο, ας μου στείλει πμ.

 

Η ιδέα για το συμβόλαιο μού άρεσε πάρα πολύ. Το κομμάτι όπου διαβάζουμε τους όρους της συμφωνίας ήταν από τα καλύτερα στο κείμενο. Λείπουν όμως οι πληροφορίες σχετικά με την αιχμαλωσία της αδερφής του ήρωα και την εν συνεχεία δέσμευσή του με το συμβόλαιο αυτό, όπως και σχετικά με η δέσμευση του πατέρα τους προηγουμένως.

 

Όσο για τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να απελευθερωθεί από το συμβόλαιο, έχω κάποιες αντιρρήσεις. Κατ' αρχάς, νομίζω πως τελικά, αυτό που κάνει είναι να χρησιμοποιήσει μαγεία και μάλιστα εν γνώσει του – απλώς ο τρόπος να κάνει το ξόρκι είναι κάπως ιδιόμορφος. Άσε που, σύμφωνα με τον όρο 8, απλά και μόνο με την αυτοκτονία του, μπορούσε να λύσει τα δεσμά (μιας και φτάνει σε αυτήν έτσι κι αλλιώς). Θα προτιμούσα επίσης έναν πιο έντεχνο τρόπο να αποκαλυφθούν τα μυστικά του ήρωα, από το να τα εξηγήσει όλα στον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή, αν και στο συγκεκριμένο κείμενο δικαιολογείται εν μέρει η φλυαρία του. Και, βέβαια, ήμουν απολύτως βέβαιος πως τη λύση θα τη δώσουν οι σκιές.

 

Μέτρησα 28 εμφανίσεις της λέξης “σκιά” στο κείμενο, και μπορεί να μου έχει ξεφύγει και κάποια. Από πολύ νωρίς έχω υποψιαστεί ότι οι σκιές θα παίξουν κάποιο ρόλο στο τέλος. Η υπερβολική εμμονή στο να περιγράφεις σκιές στους τοίχους, εκτός του ότι αποκαλύπτει αρκετά μεγάλο μέρος των προθέσεών σου, κουράζει πάρα πολύ. Ιδίως η εισαγωγή είναι αδικαιολόγητα βαρυφορτωμένη, ενώ σε όλο το κείμενο, οι περιγραφές είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Η γνώμη μου είναι πως οι σκιές σαφώς και πρέπει να έχουν παρουσία σε αρκετά σημεία του κειμένου, να είναι όμως πολύ πιο διακριτική.

 

Μια πολύ ωραία ιδέα, που χρειάζεται όμως αρκετή δουλειά στην ανάπτυξή της.

Link to comment
Share on other sites

-Πολύ καλογραμμένη ιστορία. Την διάβασα πραγματικά νεράκι.

 

-Ευχαριστήθηκα σε πολλά σημεία το πρώτο σου πρόσωπο.

 

-Η αποκάλυψη

της ιδιότητας του πατέρα τους

δεν λειτούργησε καλά για εμένα. Θα έλεγα ότι μάλλον με μπέρδεψε και με αποδιοργάνωσε. Επιπλέον, το συγκεκριμένο κομμάτι (με την αποκάλυψη) μού φάνηκε σαν να παραέδινε εξηγήσεις, λες κι ο Κέλεν εξηγούσε στον Ράμος για να ακούσουμε εμείς.

 

-Νομίζω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχα, ήταν ότι όσο προχωρούσε η ιστορία προς το κλείσιμο, μπερδευόμουν περισσότερο, αντί να ξεμπερδεύομαι. Έμεινα, λοιπόν, με διάφορες απορίες. Πχ:

Ποιος είναι ο άγνωστος που τους βοηθάει; Μήπως είναι ο δαίμονας πατέρας τους; Γιατί εμφανίζεται μόνο στο δρομάκι κι όχι στο δωμάτιο της Λέιβα; Και τι ακριβώς χρέος άφησε ο πατέρας τους στον Ράμος, ώστε η Λέιβα να ανήκει στη συντεχνία, κι ώστε ο Ράμος κι ο Κέλεν να κάνουν το συμβόλαιο;

 

 

-Αν το πράγμα ήταν πιο ξεκάθαρο, σίγουρα θα είχα απολαύσει περισσότερο το Μαύρο και Κόκκινο.

Link to comment
Share on other sites

Έχω ανάμικτα συναισθήματα.

 

Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να εκφράσω σαφώς το πρόβλημα που έχω με την πλοκή, αλλά θα προσπαθήσω. Γιατί συμβαίνουν τώρα όλα αυτά; Γιατί ξεκινάει όταν ξεκινάει η ιστορία; Η απάντηση αυτήν τη στιγμή, αν κατάλαβα καλά το τι συμβαίνει, είναι ότι τώρα έτυχε ν’ ανακαλύψει την πραγματική του φύση ο Κέλεν, κι αυτό παραείναι βολικό για να είναι πειστικό.

Επίσης, ενώ έχει γίνει κατάλληλα συναισθηματικό στο τέλος, βρήκα την τελευταία φράση ("το τίμημα που έπρεπε να πληρώσω") πολύ αποστασιοποιημένη στη διατύπωσή της.

 

 

Από την άλλη, η γραφή είναι πολύ καλή, αν και κάνει κάποια γυρίσματα (πχ. «το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι του») που προσωπικά δεν μου αρέσουν.

Το πιο θετικό απ' όλα όμως, για μένα, είναι η πολύ καλή ιδέα

της αντιστροφής της "συμφωνίας με το διάβολο".

 

Αυτό το βρήκα πανέξυπνο. good.gif

Καλή συνέχεια. chinese.gif

Edited by Ayu
Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ με όλα τα σχόλια (θετικά κι αρνητικά) του aScannerDarkly. Κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις, στις επισυνάπτω στο αρχείο. Καλή επιτυχία.

 

Βλέπω αυτά που έχεις μαρκάρει, αλλά όχι τα σχόλια στο αρχείο, λες να φταίει το office μου; hmm.gif

Link to comment
Share on other sites

Γιώργο, η εντύπωση που μου άφησε η ιστορία σου ήταν μάλλον χλιαρή.

Μέχρι ένα σημείο, χρησιμοποιείς αρκετά καλή αφήγηση. Δεν εννοώ σημείο του κειμένου, ήταν περισσότερο σχήμα λόγου. Από το σημείο αυτό κι ύστερα, λες υπερβολικά πολλά πράγματα μέσα από το διάλογο, οπότε θα συμφωνήσω με τον Scanner στο αίτημα για έναν πιο έντεχνο τρόπο αποκάλυψης πληροφοριών.

Επίσης, θα συμφωνήσω με την, Ευγενία, νομίζω, που θα προτιμούσε τρίτο πρόσωπο. Κι εγώ το ίδιο θα προτιμούσα. Νομίζω πως σου ταιριάζει καλύτερα σαν στυλ, και θα σε βοηθούσε να μην αποκαλύψεις πάρα πολλά από νωρίς, να χτίσεις λίγο σασπένς.

Να σου πω ακόμα πως... έλα τώρα, ο αρχηγός των ληστών μιας πόλης είναι παχύσαρκος; Θα το δεχόμουν αν τουλάχιστον είχε καραμπινάτες μαγικές ιδιότητες που να του προσθέτουν λίγο prestige, αλλά δεν παρατήρησε κάτι τέτοιο. Ασήμαντο σημείο, ξέρω, όμως ήθελα να το αναφέρω.

Τώρα, σαν ιδέα, αν και θεωρώ πως θα μπορούσε, με αρκετές λέξεις ακόμα να αναπτυχθεί και να σερβιριστεί πολύ, ΠΟΛΥ καλύτερα, μου άρεσε. Και να ξέρεις πως λάτρεψα το concept της αντιστροφής της συμφωνίας, και τον θάνατο του πρωταγωνιστή. Αναπνέω για κάτι τέτοια, no shit!

 

 

Καλή επιτυχία φίλε μου!

Link to comment
Share on other sites

Σε γενικές γραμές μου άρεσε η ιστορία. Πρώτα απ' όλα με τράβηξε πολύ η σκοτεινή ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργείς επιτυχημένα μέσα απ' τις περιγραφές σου. Θα μπορούσες βέβαια να μη χρησιμοποιήσεις τόσες πολλές φορές τη λέξη σκιά. Το σενάριο είναι αρκετό ενδιαφέρον αλλά έχει τρύπες. Τι προκάλεσε αυτό το μαγικό βραχυκύκλωμα που αναφέρει ο ήρωας? Αφού ο πατέρας του πρωταγωνιστή ήταν τόσο δυνατός πως κατάφερε,να τον παγιδεύσει ο άλλος? Αυτό με τα κέρατα του πατέρα πάντως μου ακούστηκε πολύ κλισέ. Το τέλος επίσης , το βρήκα κάπως άκυρο. Ο τρόπος που σκότωσε τον εκμεταλλευτή του ήταν μάλλον φθηνός. Απ' την άλλη εμένα μου άρεσε το πρώτο πρόσωπο, με τράβηξε πιο εύκολα και σίγουρα είναι πρωτότυπο να περιγράφει κάποιος το θάνατό του.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ μου άρεσε αυτό! Έχει ένα κλίμα που πάντα με συνεπαίρνει, σκοτάδι σε σοκάκια μιας πόλης όπου ύποπτα ή τρελά πράγματα συμβαίνουν. Επίσης πολύ καλές σκηνές, εικόνες, όπως εκεί με τη σκιά της πανοπλίας που τον έκρυψε. Μου άρεσε το είδος της συμφωνίας και το ότι ψάχναμε να βρούμε έναν τρόπο να την σπάσουμε. Μου άρεσε το καπέλο και το ότι ο λόγος που το φόραγε ήταν άλλος από ό,τι σκέφτηκα.

Δεν έχω πρόβλημα με το γιατί η αδερφή του ήταν αιχμάλωτη. Όταν διαβάζω ένα διήγημα μου αρκεί το "έστω ότι" του συγγραφέα. Ξεκινάμε από μια κατάσταση χωρίς να έχω την ανάγκη να μάθω όλο το ιστορικό. Αλλά είχα πρόβλημα με κάτι λεπτομέρειες της πλοκής, όπως το πώς επηρρέασε η μαγική κρίση τον ίδιο και την αδερφή του, το γιατί δεν ήξερε τι ήταν ο ίδιος και η αδερφή του (ο πατέρας τους δεν τους είχε πει; ), που αν μου γίνονταν πιο κατανοητά θα είχα απολαύσει το διήγημα τελείως απερίσπαστη.

 

 

 

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημά μου είναι το εξής: Γιατί έπρεπε να πεθάνει; Όχι ότι μου φαίνεται άδικο, λυπηρό ή κάτι τέτοιο, μου φαίνεται απλά περιττό. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι ίσως να μην γίνεται να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο τόσο δυνατά ώστε να λιποθυμήσεις (αλλά να σταματήσεις εκεί). Εγκεφαλική αιμοραγία, και κοιτάς τα ραδίκια ανάποδα. Οπότε; Αν είχε προμηθευτεί μια ένεση ναρκωτικού πριν πάει να τους βρει; Αυτό θα παραβίαζε το συμβόλαιο; Μα και το χτύπημα στο κεφάλι τον παραβιάζει. Χμ... είδες; Πρόβλημα.

 

 

Και, για το κλείσιμο:

η τελευταία πρόταση (κλαίγοντας για το δικό μου χαμό, για το τίμημα...)

βρίσκω πως θα ήταν καλύτερα να έλειπε. Εμπιστεύσου τους αναγνώστες, καταλάβαμε τι θα συνέβαινε.

 

Όμως, να επαναλάβω μετά από όλα αυτά, ότι μου άρεσε η ιστορία σου και πιστεύω ότι θα είναι αρκετά ψηλά στην κατάταξή μου.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Πολύ έξυπνη ιδέα η χρήση του συμβολαίου ως υποχρεωτικού. Ενδιαφέρουσα και γενικά η χρήση της σκιάς. Η γραφή σου όμως,

αν και επιχειρούσε να παίξει με τη σκιά, ήταν κατά τη γνώμη μου λιγότερο καλή από όσο έπρεπε. Ήθελε λίγο δουλειά ακόμα.

Και για να μη ξεχάσω! Μου άρεσε πολύ το κολπάκι "ψάχνω το σημείο 9. Όχι πιο πάνω." όπως το έβλεπε ο αναγνώστης μέσα από

τα μάτια του πρωταγωνιστή! Πολύ ρεαλιστικό!

Link to comment
Share on other sites

Ειναι μια πολλη καλη συμμετοχη, ειδικα γιατι νομιζω πως χρησιμοποιει τοσο καλα το θεμα του διαγωνισμου. Το συμβολαιο που δεν μπορει να σπασει μου αρεσε παρα πολυ, γιατι ενω δεν ειναι τοσο πρωτοτυπο (νομιζω πως το εχω ξανακουσει) το παρουσιαζεις παρα πολυ καλα με ωραιες χορταστικες περιγραφες που γεμιζουν το κειμενο και εμας που το διαβαζουμε. Τα σχολια του Skanner νομιζω πως ειναι πολυ σωστα ως προς την επαναληψη της λεξεις σκιες και τα υπολοιπα, πιστευω πως αν το ξαναεγραφες με αυτα υποψην σου θα απογειωνοταν για στρατοσφαιρα μερια!

Το τελος θα ηθελα να ειναι λιγο διαφορετικο... θα μου αρεσε να τους σκοτωνει η αδερφη του...και να φευγουν μαζι... καθως ισως την παιρνει αγκαλια και της μιλα αφυπνιζεται και αυτη και τελικα τους σκοτωνει εκεινη (που δεν εχει προβλημα γιατι δεν εχει υπογραψει το συμβολαιο) οχι γιατι την διεταξε αλλα γιατι παιρνει εκδικηση για οσα εχει υποφερει... ειναι μια προταση σκεψου την.

Link to comment
Share on other sites

O.T.

για το σχόλιο της laas7:
Το τελος θα ηθελα να ειναι λιγο διαφορετικο...

Τσκ τσκ τσκ... γυναίκες... είμαστε μαλακές σαν βαμβάκι, ε; laugh.gif

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Εχεμ... με θεωρω βαλκυρια χρυσο μου... απλα στην προκειμενη περιπτωση σκεφτηκα ενα διαφορετικο τελος... οπου να σημειωθει παρακαλω πολυ την εκδικηση την παιρνει η γυναικα. ^_^

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε παρά πολύ ο κόσμος, ο τρόπος που έδειχνες το συμβόλαιο μέσα από τον πρωταγωνιστή και ο τρόπος που το έσπασε στο τέλος. Θα συμφωνήσω με τους υπόλοιπους στο ότι η αποκάλυψη σχετικά με τη φύση του πρωταγωνιστή θα έπρεπε να γίνει σε τρίτο πρόσωπο. Αυτό που δε μου άρεσε καθόλου όμως είναι ο θάνατος του στο τέλος για τους λόγους που ανέφεραν και οι προηγούμενοι.

Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Μια ευχάριστα σκοτεινή έκπληξη. Πρακτικώς κλασσικό φάντασυ, που με γύρισε πίσω, την εποχή που πρωτοδιάβαζα Ωρόρες.

 

 

 

Μου άρεσε: Η ιδέα κι η οπτική γωνία, η σκιώδης (pun intended) ατμόσφαιρα, η σκηνή δράσης, η ανθρώπινα σκληρή κατάσταση (με την έννοια ότι μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός κι απατεώνας με το συνάνθρωπό του), και πάνω απ’ όλα ίσως, το ότι ο ήρωας παραδέχεται ότι ήταν αρκετά μπούφος να υπογράψει αυτό που υπέγραψε πριν του το φωνάξει έξαλλος ο αναγνώστης.

 

 

 

Δε μου άρεσε: Κάποια πράγματα ήθελαν το χώρο τους ν’ απλωθούν και ν’ αναδειχθούν. Κυρίως η σχέση του ήρωα με την αδελφή του, αλλά και η καταγωγή του πατέρα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..