laas7 Posted May 29, 2012 Share Posted May 29, 2012 'Ονομα Συγγραφέα: Μαριάντζελλα- Λαας7 Είδος: Φαντασυ Αριθμός λέξεων: 3.480 Σεξ: οχι Βια: οχι Αυτοτελής:ναι Σχόλια: Μετα απο μια ιωση που με κατατρεχει εδω και 2 σχεδον βδομαδες, ενα αφιερωμα στα χαικου που με πωρωνει, πολλες διορθωσεις, απιστευτο τρεξιμο με την δουλεια και αλλες υποχρεωσεις που σερνω τελευταια, με χαρα και τιμη που καταφερα να ανεβασω.... σας παρουσιαζω την ιστορια μου και ελπιζω να την βρειτε καλη! Για τον διαγωνισμο φαντασυ λοιπον μια υπόσχεση... «Ξέρω πως πρέπει να φύγεις. Μα υποσχέσου μου πως θα γυρίσεις.» «Το υπόσχομαι» Αυτά ήταν τα τελευταία μας λόγια. Και μετά ήταν το όνειρο που έβλεπα σχεδόν κάθε βράδυ. Την μορφή της να μου μιλά: «Μου έδωσες μια υπόσχεση, να επιστρέψεις.» «Ναι, αλλά δεν ξέρω πως.» Της απαντώ κάθε φορά που ξυπνάω. Είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνη την μέρα που χωριστήκαμε. Από την μέρα που όλα ξεκίνησαν. Είχε περάσει τόσος καιρός, που δεν θυμόμουν πια πώς να γυρίσω πίσω. Υπήρχαν τόσες στιγμές αμφιβολίας να μας χωρίζουν. Θα με περίμενε ή θα είχε προχωρήσει; Θα με σκεφτόταν ακόμα ή θα μ’ είχε αφήσει πίσω, όπως την άφησα και εγώ για έναν σκοπό, που πια δεν ήξερα αν άξιζε τον κόπο. Κάποτε είχα σιγουριά για όλα, μετά πια για τίποτα. Στον δρόμο της επιστροφής η πανοπλία έμοιαζε ασήκωτη. Το σπαθί στο χέρι μου άχρηστο. Ασπίδα ποτέ δεν κράτησα. Η πίστη μου έφτανε. Μα η ψυχή μου ήταν ακόμα γεμάτη πόλεμο. Νεκρά κορμιά. Αίμα και λάσπη. Και τέρατα. Τα τέρατα που σκότωνα κάθε μέρα, ερχόντουσαν και πάλι μόλις έκλεινα τα μάτια να πάρουν εκδίκηση. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα ζούσα τον πόλεμο μέσα μου και έξω. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να επιβιώσω. Τελικά όλα τ’ άλλα έσβησαν και έμεινε μόνο αυτό. Πως γίνεται ένας πολεμιστής να γυρίσει στο πριν, δεν ξέρω. Στην μάχη ήταν σημαντικός. Είχε ένα νόημα η ζωή του. Να πολεμήσει. Να παλέψει. Να βγει νικητής. Να γίνει ήρωας. Να ζήσει. Στην ζωή μετά τον πόλεμο τι έπρεπε να κάνω; Κανείς δεν σε προετοιμάζει για την επιστροφή όταν ξεκινάς. Θα έπρεπε να βρω ένα καινούργιο νόημα… υπήρχε άραγε; Αυτό αναρωτιόμουν περνώντας δίπλα από καμένα λιβάδια, διαλυμένα σπίτια, από τοπία γεμάτα τάφους. Πως γινόταν νίκη μ’ όλα αυτά; Το να βλέπω υψωμένες νικητήριες σημαίες δίπλα από τόση καταστροφή φαινόταν τουλάχιστον ειρωνικό. Δεν άργησα να βρω έναν ακόμη στρατιώτη κρεμασμένο από ένα πετρωμένο δένδρο. Είχε μπήξει το σπαθί του στην γη και είχε χρησιμοποιήσει την ζώνη του για να κρεμαστεί. Ξεπέζεψα απ’ το άλογο, τον κατέβασα και τον έθαψα. Την ζώνη θηλιά του την πέρασα στα χέρια. Το σπαθί το κάρφωσα μπροστά από τον τάφο να θυμίζει ποιός βρισκόταν εκεί. Θα έπρεπε να λειτουργώ πια πιο συνετά και να κρατάω δυνάμεις. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μακρύ. Μα κάτι μέσα μου, απροσδιόριστο και όμως οξύ, πόναγε να βλέπω έναν συμπολεμιστή να μένει έρμαιο στα όρνια. Δεν είχε σημασία που δεν τον ήξερα. Ή ίσως και να τον ήξερα, κάτι να μου θύμιζε. Ίσως μέσα στην μάχη τα σπαθιά μας να συμπορεύτηκαν. Ίσως και όχι, να ήταν όλα στο μυαλό μου. Η ανάγκη να σκεφτώ ρομαντικά πάντα με καταλάμβανε τις στιγμές εκείνες που δεν είχα άλλον τρόπο. Δεν είχε λοιπόν σημασία, αν δεν τον ήξερα. Είχε πολεμήσει κι αυτός. Είχε ζήσει ό,τι και εγώ. Άξιζε να έχει μια αξιοπρεπή ταφή. Εκείνη την ώρα που χρειάστηκα για να τον θάψω, ανοίγοντας τον λάκκο σχεδόν με τα χέρια, δεν έθαβα έναν ακόμα άγνωστο. Έθαβα ένα κομμάτι μου. Το κομμάτι εκείνο που είχα αφήσει για πάντα στο πεδίο της μάχης να περιπλανιέται βουβό ανάμεσα σε πτώματα. Πώς να πω με λέξεις όλα όσα έγιναν, όλα όσα πέρασα; Ακόμα και αν προσπαθούσα οι άλλοι δεν θα καταλάβαιναν, δεν θα ένιωθαν. Ακόμα και αν προσπαθούσα να εξηγήσω θα ήταν μάταιο. Άνθρωποι και τέρατα. Τέρατα και άνθρωποι. Η διαφορά που πριν ήταν τόσο ξεκάθαρη, τώρα πια έμοιαζε θολή. Όταν θα με ρωτούσαν στο σπίτι, τι θα έπρεπε ν’ απαντήσω; Μια φωνή. Η φωνή της αντηχώντας στα αυτιά μου μ’ επανέφερε. «Γύρνα σε μένα. Γύρνα σε μένα.» Πόσο δύσκολη έμοιαζε τώρα η υπόσχεση που τόσο εύκολα έδωσα. Δεν την είχα σκεφτεί καλά. Την είχα θεωρήσει δεδομένη. Μα ήμουν πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Τι με έκανε λοιπόν να προσπαθώ να την εκπληρώσω; Ούτε και σ’ αυτό είχα απάντηση. Ήταν τόσες οι ερωτήσεις που δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Συνέχιζα μόνο τον δρόμο μου. Αυτό το είχα μάθει καλά. Να μην σταματώ ακόμα και όταν οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Και είχε γίνει τέτοια συνήθεια που δεν μπορούσα παρά μόνο να πηγαίνω. Το να τελειώσει η πορεία με τρόμαζε. Τι θα έμενε μετά; Μα οι λέξεις εκείνες της υπόσχεσης που τόσο είχε στιγματίσει την ψυχή μου, με κρατούσαν στην πραγματικότητα. Έπαιζα στο νου μου ξανά και ξανά την σκηνή της επανασύνδεσης, τι θα έλεγα, τι θα μου έλεγε, τι θα έκανα, τι θα έκανε. Αυτό μου έδινε ελπίδα. Ελπίδα… σχεδόν δεν ήξερα τι σήμαινε αυτή η λέξη. Η καθημερινή μάχη με τα τέρατα με είχε κάνει να μην πιστεύω πια σε λέξεις χωρίς απτό νόημα. Αναγνώριζα μόνο ό,τι μπορούσα να πιάσω με τα δύο μου χέρια, ό,τι μπορούσα να ορίσω. Τα τέρατα μάλιστα, ήταν αληθινά. Όταν τα σκότωνα με το σπαθί που μου είχαν δώσει, που μόνο εμένα ήξερε να υπακούει, τα ένιωθα να πεθαίνουν χωρίς λύπη. Πώς να λυπηθείς ένα πλάσμα με τέσσερα στραβά χέρια, ένα ολοστρόγγυλο μάτι και αντί για στόμα ένα ράμφος με μυτερά δόντια στις άκρες; Ήταν λογικό να χαίρομαι ν’ αφανίζω από την χώρα μου αυτά τα πλάσματα. Μα εκείνες τις στιγμές που ήμουν σ’ απόσταση αναπνοής, που έπεφτα πάνω τους και τα ένιωθα να πεθαίνουν από το χέρι μου, σαν κάτι άλλο να έβλεπα. Το σιχαμερό μάτι σχεδόν δάκρυζε και μια ανεπαίσθητη κραυγή, σαν λυγμός, έβγαινε από το ράμφος που άνοιγε πονεμένο. Ποτέ δεν μπόρεσα να το εκμυστηρευτώ σε κανέναν. Μα ένιωθα κάτι σαν… τύψεις, πώς να το πω; Θα έλεγαν σίγουρα πως τρελάθηκα. Και έτσι το κρατούσα μέσα μου μαζί με όλα τ’ άλλα, που στιγμές-στιγμές με έπνιγαν σαν κόμπος στον λαιμό. Κάπου-κάπου συναντούσα στις άκρες του δρόμου πλανόδιους μάγους, που έστηναν πάγκους με την πραμάτεια τους. Περισσότερο πουλούσαν φίλτρα λήθης. Είχαν πολλή πέραση στους στρατιώτες που έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να ξεχάσουν. Και συνήθως δεν είχαν. Έφταναν στο σημείο να δώσουν και την καρδιά ή την ψυχή τους σ’ αυτούς τους αγύρτες, με μόνη ανταμοιβή την λήθη… μα και αυτό δεν κρατούσε πολύ. Όπως όλα τα ημίμετρα. Ξυπνούσαν μετά από λίγες μέρες με τις αναμνήσεις να ουρλιάζουν να βγουν απ’ το μυαλό τους. Οι αναμνήσεις ποτέ δεν υποχωρούν. Είναι πάντα εκεί να σου θυμίζουν όλα όσα έκανες. Και όλα όσα δεν έκανες. Θα έπρεπε να το ξέρουν. Θα ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, ένα μαγικό ματζούνι να είναι αρκετό για να αφήσεις πίσω σου τον όλεθρο. Κούνησα το κεφάλι όλο αποδοκιμασία, όταν είδα μια μάγισσα από δαύτους να μου κάνει νόημα. «Δεν έχω χρυσά νομίσματα γριά. Αλλά και να είχα δεν θέλω φίλτρο λήθης.» Της απάντησα ξερά. Και ψέματα δεν έλεγα. Το μόνο που έδειχνε να με κρατά ακόμα ήταν η υπόσχεση μου. Όλα τ’ άλλα έμοιαζαν ξεθωριασμένα. Περνούσα δίπλα από ανθρώπους και καταστάσεις αδιαφορώντας σχεδόν ολοκληρωτικά. Όταν αντιμετωπίσεις τον θάνατο, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που σ’ αλλάζει τόσο και όσα πριν σ’ έκαναν να στέκεσαι, πλέον δεν υπάρχουν. Αλλά η μάγισσα επέμεινε. Και τελικά ξεφυσώντας την πλησίασα. Να δω τι μπορούσε να θέλει…. Την καρδιά η την ψυχή μου; Δεν σκόπευα να της δώσω τίποτα... Έμοιαζε και δεν έμοιαζε με τους άλλους του είδους. Είχε μια περίεργη αυτάρκεια στα μάτια που με προβλημάτισε, αν και ήταν το ίδιο γελοία ντυμένη. Με αυτό το μυτερό καπέλο που στράβωνε και έπεφτε στο πλάι, γεμάτο κακοραμμένα αστέρια. Και την ασορτί σκούρα κελεμπία, φθαρμένη στους αγκώνες και στην λαιμόκοψη. «Δεν θέλω να μου δώσεις κάτι. Μόνο να διαβάσω το χέρι σου.» Μου είπε κοιτάζοντας με κατευθείαν στα μάτια. Μπα… καινούργιο είναι αυτό. Κάποιον λάκκο θα έχει δεν μπορεί, σκέφτηκα. Κούνησα το σπαθί μου ελαφρώς τυχαία, αλλά στην πραγματικότητα απειλητικά. Αν έκανε κανένα αστείο θα την έκοβα στην μέση με μια κίνηση. Αλλά η γριά μάγισσα έβαλε πίσω από τ’ αυτιά μια δύο λευκές τούφες μαλλιών που ξέφευγαν κάτω από το μεγάλο καπέλο και δεν φάνηκε να ενοχλείται. Αν και ήμουν σίγουρος πως είχε καταλάβει. Πήρε στα ζαρωμένα χέρια της το δικό μου, το αριστερό της καρδιάς όπως μου είπε και άρχισε να το επεξεργάζεται. Με κάθισε σε ένα παλιό σκαμπό κάτω από την τέντα που έκοβε τον ήλιο και χωρίς να παίρνει τα μάτια της από το χέρι μου άρχισε να μου λέει: « Βλέπω πόνο, θάνατο. Βλέπω εσένα και μια γυναίκα. Μια υπόσχεση που σε κρατά.» «Παράτα με γριά. Όλο βλακείες λέτε όλοι. Τι έκατσα να σ’ ακούσω;» Αλλά η αλήθεια ήταν πως με είχε πικάρει. Πως το είδε αυτό με την υπόσχεση; Φαινόταν στο χέρι μου; Αυτό με θύμωνε ακόμα πιο πολύ, από το ότι ενώ δεν τους πίστευα είχα κάτσει να μου διαβάσει το χέρι μια ψευτομάγισσα. Τι σκεφτόμουν; Αλλά η γριά δεν άφησε το χέρι μου και συνέχισε: « Η καρδιά σου στρατιώτη είναι απόρθητη. Η ψυχή σου κλειδωμένη.» Τράβηξα με δύναμη το χέρι μου και σχεδόν έφτυσα τις επόμενες λέξεις μου. « Ακόμα και αν είναι έτσι, δεν φταίω εγώ. Έτσι φτιάχτηκα. Αυτός είμαι. Εκτός αυτού δεν καταλαβαίνω τον σκοπό της όλης συζήτησης...» «Και ποιος σου είπε παιδί μου πως ο άνθρωπος δεν φταίει για όσα είναι;» Η απάντηση και ο τρόπος που με κοίταξε με χτύπησαν κατευθείαν σε ότι νόμιζα πως δεν είχα πια. Είχε κάτι μητρικό ο τόνος της φωνής της και αυτό το βλέμμα, που σαν να με είχε διαπεράσει ολόκληρο και να ήξερε κάθε κομμάτι μου. Ήθελα να φύγω αμέσως από εκεί. Σηκώθηκα, μα με σταμάτησε. «Δεν θα βοηθήσεις μια γριά γυναίκα, αν στο ζητήσει;» «Εσύ δεν είπες πως δεν θέλεις να σου δώσω κάτι;» Την ρώτησα σηκώνοντας το σπαθί. Ήξερα τους νόμους. Δεν θα με έπιανε κορόιδο εμένα. Αν κάποιος ήθελε πληρωμή έπρεπε να κάνει την συζήτηση εξ αρχής, όχι εκ των υστέρων. «Μην με απειλείς παιδί μου. Δεν είμαι από αυτούς που πρέπει να φοβούνται αυτό το σπαθί. Δεν ζητώ πληρωμή. Ζητώ έλεος» Σηκώθηκε από την θέση της και όπως περπατούσε αργά και κουρασμένα, σαν ν’ ακουγόταν ένας μεταλλικός ήχος με τα βήματα της. Κοίταξε δεξιά και αριστερά τον δρόμο, δεν ερχόταν κανείς. Με πλησίασε και σήκωσε το ρούχο τόσο όσο να φανεί ο γδαρμένος αστράγαλος με το βαρύ βραχιόλι. Τότε κατάλαβα. Ήταν κάποτε σκλάβα. Και το βραχιόλι που πρέπει να κουβαλούσε πολλά χρόνια, γιατί είχε μαυρίσει σε πολλά σημεία, ήταν ακόμη στο πόδι της. Δεν είχε βρει τρόπο να το βγάλει. Δεν ήταν και εύκολο. Ήταν μαγικό. Δεν είχε σημείο ένωσης, ήταν ένας τέλειος κύκλος δημιουργημένος ειδικά γι αυτήν, όπως το σπαθί για μένα. Με σφραγίδα το αίμα μας. Μόνο οι άρχοντες είχαν τέτοια ανώτερη μαγεία. Και που μπόρεσε να το σκάσει φορώντας το ακόμα, ήταν μεγάλη υπόθεση. Πόσοι και πόσοι δεν ακρωτηριάστηκαν, για να ανακαλύψουν πως το βραχιόλι παρέμενε δεμένο με το σώμα τους; Και οι λίγοι σαν και αυτήν, που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν ζούσαν μια ζωή στο περιθώριο κρύβοντας το. Αν τους ανακάλυπταν τους κρέμαγαν επί τόπου χωρίς να το αφαιρέσουν όπως όριζαν κανονικά οι νόμοι, για παραδειγματισμό και για να μένει δεμένο το άτομο και στον θάνατο. Αυτή η σκέψη πάντα μ’ ανατρίχιαζε. « Είμαι γριά γυναίκα. Έζησα από μικρό κοριτσάκι δεμένη. Ίσως ξέρεις το συναίσθημα και εσύ είσαι δεμένος κατά κάποιον τρόπο.» Μου είπε δείχνοντας το σπαθί. «Δεν θέλω να το έχω μια ζωή πάνω μου. Μπορεί να μην έχει πια σημασία, έχασα την ζωή μου αλλά βρήκα επιτέλους τρόπο να το αφαιρέσω. Μια σφραγίδα αίματος μπορεί να σπάσει μόνο με μια άλλη. Το σπαθί σου έχει την δύναμη να με απελευθερώσει και εσύ, το είδα στα μάτια σου, το θάρρος και την καλοσύνη να το κάνεις. Χρόνια ψάχνω κάποιον που να έχει και τα δύο να έρθει στον δρόμο μου. Βοήθησε με παιδί μου. Σε εκλιπαρώ.» Την κοίταξα και κοντοστάθηκα. Έπαιρνε ρίσκο να μου μιλήσει. Δεν μπορούσε να ξέρει αν θα την καταδώσω. Η αμοιβή ήταν πάντα θελκτική αν παρέδιδες έναν φυγά, ακόμα και αν ήταν ετοιμοθάνατος. Και μετά δεν είχα καμιά όρεξη να μπλέξω. Αν με ανακάλυπταν θα γινόμουν και εγώ σκλάβος. Αρκετά είχα περάσει ήδη. Αρνήθηκα παρά τα παρακάλια της. Έφτασα μέχρι τα μισά του δρόμου, όταν δεν ξέρω τι με έκανε να επιστρέψω. Είχα κάνει το ίδιο λάθος όπως με την υπόσχεση, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Πήρα φόρα, έσφιξα το σπαθί στο χέρι μου και χωρίς να πω κουβέντα, χωρίς να κοιτάξω αν έρχεται κανείς, την άρπαξα και τέντωσα το πόδι της. Η μάγισσα σχεδόν έπνιξε ένα ουρλιαχτό, γιατί δεν ήξερε τι πήγαινα να κάνω. Θα την σκότωνα για να πάρω μια μικρή έστω αμοιβή ή θα έσπαγα το δέσιμο; Με όση δύναμη είχα χτύπησα το βραχιόλι. Ο μεταλλικός ήχος ακούστηκε σε όλη την κοιλάδα. Αυτό πραγματικά με τρόμαξε. Μας είχαν ακούσει σίγουρα σε μια τεράστια απόσταση. Τι τις ήθελα τις καλοσύνες; Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα. Ορίστε, τζάμπα κόπος. Τι τα θελα εγώ αυτά; Αλλά ένα λεπτό μετά το βραχιόλι άρχισε να σκούζει, όπως το ξύλο που καίγεται αργά στην φωτιά και τελικά έκανε ένα κράκ. Άνοιξε στα δύο και έπεσε στο έδαφος αφήνοντας ένα σημάδι σαν έγκαυμα στο πόδι της. Άρχισε να θολώνει και ν’ αλλάζει χρώμα, μέχρι που εξαφανίστηκε. Το σπαθί μου είχε απομείνει με μια έντονη χαρακιά στο σημείο που το είχε ακουμπήσει. Φαινόταν πως κάτι είχα κάνει. Άρπαξα την γριά από το λαιμό. «Με έκαψες! Το ήξερες πως αφήνει σημάδι και δεν μου το είπες επίτηδες! Θα σε σκοτώσω!» Καθώς ένιωσα τον ρυτιδιασμένο της λαιμό να υποχωρεί μέσα στην γροθιά μου και την είδα να προσπαθεί να μιλήσει σαν να συνήλθα λίγο. Την άφησα να μου εξηγήσει πρώτα. Αν δεν μου έβρισκε λύση θα την καρύδωνα. Έπεσε στα πόδια μου. Αλλά ακόμα δεν είχα καταλάβει αν μ’ είχε παγιδέψει ή δεν το ήξερε. «Σ΄ ευχαριστώ παιδί μου! Σ’ ευχαριστώ! Θα σε βοηθήσω όπως με βοήθησες. Μην ανησυχείς. Έχεις ακούσει ποτέ για το νερό της αλληγορίας; Ο,τι πλυθεί σ’ αυτό το νερό γίνεται καινούργιο, όποιος το κολυμπήσει ξανανιώνει. Έχει την δύναμη να σβήνει όλα τα σημάδια και όποιος πιει λένε πως γεύεται ό,τι επιθυμεί περισσότερο απ’ όλα.» «Και που θα το βρω;» Ρώτησα σίγουρος πια πως μ’ είχε παγιδέψει. Μα δεν είχα κι άλλη επιλογή. Αν το σημάδι στο σπαθί μου το έβλεπε κάποιος άρχοντας ήταν αρκετό για να με ρίξει για χρόνια στην φυλακή. Η μάγισσα πήρε ένα παλιό βιβλίο που είχε διπλωμένο μέσα σε υφάσματα και μου είπε πως θα έκανε το ξόρκι της επίκλησης του νερού. Δεν ήξερα τι θα κάνει, ούτε μπορούσα να είμαι σίγουρος για τίποτα. Αλλά είχα μπει στον χορό. Την έβλεπα να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της με κλειστά μάτια, μουρμουρίζοντας ακατανόητα λόγια. Σε κάθε στροφή δυνάμωνε την φωνή της και εγώ κοίταζα τον δρόμο που περιέργως ήταν άδειος για πολλή ώρα. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος, όταν η γριά σταμάτησε. Και εγώ δεν έβλεπα καμία διαφορά. Όταν ένιωσα κάτι να δροσίζει το δεξί μου πόδι. Έσκυψα να κοιτάξω μια μικρή λίμνη νερού γύρω από την μπότα μου, που είχε διαπεράσει το μαλακό της δέρμα και μ’ είχε ακουμπήσει. Μέχρι να ξανασηκώσω τα μάτια μου, η γριά, η τέντα και όλα της τα πράγματα είχαν εξαφανιστεί. Το παράξενο νερό σαν να κινήθηκε. Σήκωσα αμέσως το πόδι. Και όντως έγινε ρυάκι που άρχισε να κυλάει ανάποδα προς την φορά του εδάφους. Σαν να με καλούσε προς τα βουνά στον ορίζοντα. Μήπως τελικά είχα τρελαθεί πραγματικά; Να εμπιστευτώ μια γριά μάγισσα που δεν ήξερα σίγουρα αν είχε αληθινά υπάρξει; Μα κάτι μέσα μου με έκανε να το ακολουθήσω. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Και χωρίς να το καταλάβω άφησα πίσω μου τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι, την πολύτιμη υπόσχεση μου και βρέθηκα να το ακολουθώ. Τα βουνά έμοιαζαν συνεχώς να ξεμακραίνουν παρά να πλησιάζουν. Το άλογο μου τελικά δεν άντεξε. Το άφησα νεκρό στις όχθες ενός ποταμού που είχε στερέψει και προχώρησα. Η δίψα με κυρίευε, η πείνα με βασάνιζε. Η υπόσχεση δεν μ’ άφηνε να δώσω ένα τέλος. Να σκοτώσω έναν ακόμα, έναν ακόμα. Ίσως τον μόνο που θα έπρεπε να είχα σκοτώσει από την αρχή, για να μην τυραννιέμαι. Μα τι ειρωνεία, λες και ήξεραν, μου είχαν δώσει σπαθί που δεν με σκότωνε όσο και αν το διέταζα. Κανέναν άλλον δεν υπάκουγε, μα ούτε εμένα όταν το ήθελα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σ’ όλους ένα τέτοιο σπαθί είχαν δώσει. Έπρεπε να βρεις έναν άλλον τρόπο να πεθάνεις, αν το επιθυμούσες. Έναν ατιμασμένο τρόπο που θα έριχνε όλη την οικογένεια στην ντροπή. Και αυτό δεν μπορούσα να το κάνω. Είχα δείξει θάρρος στην μάχη, μα πώς να δείξω θάρρος απέναντι στην φάρα; Ήθελε άλλου τύπου κότσια, κότσια που φοβούμουν πως δεν είχα. Και αυτή η καταραμένη σκέψη πως άλλοι θα υπέφεραν για τις δικές μου επιλογές, δεν μ‘ άφηνε ν’ αποφασίσω ανεπηρέαστα. Έκατσα σ’ έναν βράχο να ξαποστάσω. Πόσο είχα κουραστεί να σκέφτομαι. Πόσο ο ίδιος μου ο εαυτός μου μ’ είχε κουράσει. Πόσο ήλπιζα να γίνει κάτι και να με βγάλει απ’ αυτό το τέλμα που ένιωθα πως έχω βρεθεί. Έκλεισα τα μάτια. Σαν να ξαναείδα την εικόνα της, που όμως πια όλο ξεμάκραινε, να με καλεί. «Έλα και πάλι σε μένα. Έλα.» Μα η ζωή για μια ακόμη φορά με είχε στείλει μακριά της και έπρεπε πρώτα να καθαρίσω το σπαθί, αν ήθελα να ελπίζω πως θα μπορούσα να ζήσω ήσυχα μαζί της. Περπάτησα όσο ποτέ κανείς δεν είχε περπατήσει. Μέχρι που έλιωσα τις μπότες μου, μέχρι που μάτωσαν τα πόδια μου, μέχρι που πίστεψα πως θα πεθάνω περπατώντας. Μα που τέτοια τύχη. Αντίθετα έζησα, για να συναντήσω στην κορυφή του βουνού μια παράξενη πηγή νερού που το νερό της καθώς έπεφτε στο έδαφος έμοιαζε με καθρέφτη. Το ρυάκι που είχα ακολουθήσει σχεδόν μου φάνηκε πως έτρεξε τα τελευταία μέτρα μέχρι να ενωθεί με την γάργαρη πηγή. Νευρικά έσφιξα το σπαθί στο χέρι μου και έμεινα σε εγρήγορση. Μα τίποτα δεν έγινε. Μόνο η πηγή ανάβλυζε νερό, που με κάποιον τρόπο ξαναεπέστρεφε σ’ αυτήν. Το χώμα γύρω έμοιαζε περισσότερο νοτισμένο παρά βρεγμένο. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Μόνο θυμήθηκα πως διψούσα. Είχα μέρες να πιω έστω και μια σταγόνα. Πως άντεξα; Έβαλα την χούφτα μου να πιώ και στην επιφάνεια είδα το πρόσωπο μου. Την ουλή στο ένα μου μάτι που έπιανε το μισό σχεδόν μάγουλο και την έκφραση του προσώπου μου. Μα ήταν σαν κοιτώ έναν ξένο. Ρούφηξα με λαχτάρα το νερό που με μέλωσε. Είχε μια πραγματικά γλυκιά γεύση και άρωμα από μέλι. Μ’ έκανε να θέλω κι άλλο. Την δεύτερη φορά που ήπια με λίγωσε, με γεύση και άρωμα από ώριμα φρούτα. Την τρίτη ξέχασα τα πάντα. Την υπόσχεση που είχα δώσει, την μορφή της που με καλούσε να γυρίσω πίσω, τον πόλεμο, το σπίτι και το χωριό, την ιστορία με την μάγισσα, τον εαυτό μου. Όλα. Δεν ξέρω πόσο καιρός πέρασε. Έμεινα εκεί, δίπλα στην παράξενη πηγή με το κρυστάλλινο νερό που σε κάθε γουλιά είχε άλλη γεύση. Σε κάθε γουλιά μου έλεγε μια καινούργια ιστορία και με έκανε να ξεχνάω όσα ήθελα να ξεχάσω. Το νερό της αλληγορίας. Το νερό που μπορούσε να είναι τα πάντα. Ο,τι επιθυμούσες. Για μένα φαίνεται έγινε ένα πραγματικό φίλτρο λήθης. Πρέπει εκεί να έζησα ευτυχισμένος μέσα στην άγνοια μου. Ή για την ακρίβεια να πίστεψα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πως βρήκα την ευτυχία. Ώσπου μια μέρα, έτσι απλά όπως όλα ξεκίνησαν άρχισαν να τελειώνουν. Η πηγή στέρεψε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Να το εξηγήσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σαν να θυμήθηκα μερικά πράγματα χωρίς τις πολύτιμες γουλιές να με ταξιδεύουν και αποφάσισα να γράψω στο παλιό σημειωματάριο που είχα στον σάκο μου. Δεν γράφω για να κερδίσω κάτι. Γράφω για ν’ ακουστώ. Για να πω την αλήθεια μου. Την αλήθεια μέσα μου που πλέον συνειδητοποιώ. Αυτή είναι η ιστορία μου. Αυτή είναι η ιστορία όλων όσων έδωσαν υπόσχεση που δεν κράτησαν. Δεν γράφω για μένα. Γράφω για σένα που μπορεί να συναντήσεις στον διάβα σου το νερό της αλληγορίας. Θα το καταλάβεις γιατί είναι το μόνο νερό που δεν κυλά μαζί με την γη. Μην πιεις, όσο και αν διψάς. Θα σε μαγέψει, θα γίνει ό,τι θέλεις να γίνει και μαζί του θα ξεχάσεις και θα ξεχαστείς. Μην πιεις, μόνο προσπέρασε το. Κάθε τόσο και ένα βήμα παραπάνω. Μην ακούς τις αμφιβολίες που θέλουν να σε μπερδέψουν. Κάποτε έδωσα μια υπόσχεση, την σημαντικότερη που έδωσα ποτέ. Την μόνη που δεν τήρησα. Δεν ξέρω πως κατάφερα όλα σωστά να τα κάνω, εκτός απ’ όσα αφορούσαν αυτήν. Έχει περάσει πια ο καιρός μου. Η ευκαιρία να την εκπληρώσω. Πια ανήκω στο νερό. Δεν μπορώ να φύγω. Βλέπω το σώμα μου να γίνεται υγρό και καθώς ποτίζει το έδαφος ενώνεται με την πηγή. Γίνομαι μια στάλα του και με ρουφάει. Δεν αφήνει ούτε μια σταγόνα να ξεφύγει. Και τι δεν θα έδινα να μπορέσω να της πω πόσο λυπάμαι, να γίνω ένα δάκρυ στα μάτια της, για τελευταία φορά να ακουμπήσω το μάγουλο της. Φύγε! Φύγε και μην γυρίσεις ποτέ να βρεις το νερό της αλληγορίας! Και αν ποτέ η τύχη σε φέρει σ’ ένα μικρό χωριό, το Τιρεόν και την δεις να στέκεται στο κατώφλι με καρφωμένα μάτια στον ορίζοντα, μίλησε της. Την λένε Τίλα. Πες της πως ο Ναέν δεν θα έρθει πια, μα πως την αγάπησε αληθινά και ας την πρόδωσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted May 30, 2012 Share Posted May 30, 2012 Μαριάντζελλα είχες μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιδέα, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν ενθουσιάστηκα με τον τρόπο που επέλεξες να την παρουσιάσεις. Η ιστορία σου με δυσκόλεψε στην ανάγνωση. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που σκέφτηκα να μην ολοκληρώσω το διάβασμα ενός διηγήματος. Δεν είμαι θιασώτης του "Show don't tell", δε θυμάμαι να έχω χρησιμοποιήσει ποτέ αυτήν την παρατήρηση, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δε μπορώ να πω κάτι διαφορετικό. Ανάλωσες σχεδόν όλο σου το χώρο στην περιγραφή της τσακισμένης ψυχολογίας του ήρωα, θέλησες να μας κάνεις να ταυτιστούμε μαζί του, αλλά αυτή σου η απόπειρα δεν ήταν πετυχημένη. Τουλάχιστον για εμένα. Κάτι ακόμα. Απεκόμισα την εντύπωση, και συγχώρεσέ με αν σφάλω, πως η ιστορία σου ήταν του στυλ "Εμείς γι' αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει". Δηλαδή, αλλιώς το είχες σχεδιάσει στην αρχή, κάπου σου ήρθε η επιθυμία να βάλεις μια άλλη ιδέα και τελικά του έδωσες ένα τελείως διαφορετικό φινάλε από αυτό που αρχικά ήθελες. Δεν ξέρω, αυτό του συναίσθημα μου άφησε η ιστορία σου. Και κάτι τελευταίο. Η παράγραφος με την οποία κλείνεις την ιστορία σου ήταν υπέρ του δέοντος δραματική. Έμοιαζε σα να ήθελε να εκβιάσει την δραματικότητα, σε ένα κείμενο ήδη αρκετά δραματικό. Θα μπορούσε να λείπει ή να είναι κάπως διαφορετική. Λυπάμαι αν τα λόγια μου φάνηκαν ιδιαιτέρως σκληρά ή άδικα, αλλά πραγματικά δε μπορούσα να πω κάτι διαφορετικό. Όπως και να' χει, καλή σου επιτυχία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted June 3, 2012 Author Share Posted June 3, 2012 Μιαου... πρεπει να ανησυχησω; Κανεις δεν σχολιαζει εμενα.... Με ξεχασατε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Esteldor Posted June 3, 2012 Share Posted June 3, 2012 Ορίστε παραπονιάρα: Μου άρεσε η απογοήτευση που δίνεις στο τέλος. Ο ήρωας ψάχνει κάτι που θα τον σώσει, μα βρίσκει το ακριβώς αντίθετο. Ο λόγος που το ψάχνει όμως, δεν μου φαίνεται αρκετός. Είτε δεν μου φαίνεται τόσο σημαντική ένα σημάδι στο σπαθί κάποιου είτε θα έπρεπε να δείξεις ότι έχει μεγαλύτερη σημασία. Πέρα από αυτό δεν έχω κάτι άλλο να σχολιάσω όμως... μου άρεσε η ιστορία σου, μου άρεσε ο χαρακτήρας του στρατιώτη αν και μου φάνηκε περίεργο που επέστρεφε μόνος στο σπίτι του... Και με βάση το προσωπικό μου γούστο, θα ήθελα να μην αναφέρεις τόσο πολύ τη λέξη "υπόσχεση" σε ένα κείμενο του οποίου το θέμα είναι η υπόσχεση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ayu Posted June 3, 2012 Share Posted June 3, 2012 (edited) Να ορίστε κι εγώ, να μη στενοχωριέσαι: Μου άρεσε πολύ η αρχή και νομίζω ότι κάθε φορά που διαβάζω καινούρια ιστορία σου ο λόγος σου είναι αισθητά βελτιωμένος σε σχέση με την προηγούμενη. Μερικές προσωπικές παρατηρήσεις: Πολλά λόγια για τα γούστα μου. Πχ. στη σκηνή που θάβει τον άλλο πολεμιστή, στην αρχή με είχες, αλλά από ένα σημείο και μετά νομίζω το υπεραναλύει το πράγμα. Οι διάλογοι κατά τη γνώμη μου δεν είναι ιδιαίτερα αληθοφανείς. Το «κάτι μέσα μου μ’ έκανε να» το χρησιμοποιείς συχνά, και νομίζω πως δεν είναι αρκετό για να φτιάξει χαρακτήρα. Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι λίγο πιο ευφάνταστος... αν μη τι άλλο δε σου λείπει η φαντασία. Μου άρεσε που έγινε ο τύπος νερό. Αλλά δεν μου δικαιολογήθηκε επαρκώς η γριά. Δεν ήξερε τι ήταν πραγματικά το νερό της αλληγορίας; Θεώρησε ότι αυτός θα ήθελε να φτιάξει το σπαθί του κι όχι να ξεχάσει; Τον εξαπάτησε; Γενικά μου άρεσε η ατμόσφαιρά της και αυτό το ύφος του σκληρού παραμυθιού. Ελπίζω να βρεις κάτι χρήσιμο στις παρατηρήσεις μου. Edited June 3, 2012 by Ayu Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 4, 2012 Share Posted June 4, 2012 (edited) Αυτά που ξεχώρισα περισσότερο στην ιστορία είναι η επιβλητική ατμόσφαιρα, ενός μεταπολεμικού τοπίου, σ’ ένα φάντασυ κόσμο, και η νοσταλγία του ήρωα, γι’ αυτά που έπρεπε να κάνει, αλλά δεν έκανε. Η υπόσχεση της ιστορίας μού φάνηκε πολύ αδύναμα δεμένη με την υπόθεση, και δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη. Ακόμη και με τη συγκεκριμένη πλοκή, πιστεύω ότι θα μπορούσες να δώσεις ένα διαφορετικό τέλος, που θα έδινε πιο πολύ δύναμη στην υπόσχεση. Έχεις μερικές πολύ μεγάλες παραγράφους, οι οποίες χτυπάνε άσχημα στο μάτι και η ανάγνωσή τους κουράζει, από τη μία λόγω μεγέθους «κατεβατού», αλλά κι επειδή μπλέκονται διαφορετικές νοηματικές ενότητες, που μπερδεύουν τον αναγνώστη. Χώρισέ τες σε μικρότερες παραγράφους, για να βοηθήσεις τους αναγνώστες σου να καταλάβουν πιο εύκολα την ιστορία, αλλά και να την διαβάσουν πιο εύκολα. Edited June 5, 2012 by Mesmer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted June 4, 2012 Share Posted June 4, 2012 Νοιώθω πως θα έπρεπε να τονισθεί περισσότερο το κομμάτι της υπόσχεσης. Το σημείο που μου άρεσε ήταν αυτό της επιστροφής και της ταφής του συμπολεμιστή εν μέσω ενός γκρίζου, ρημαγμένου τοπίου. Μετά στο σημείο της περιγραφής των μάγων και της επαφής με τη μάγισσα, με έχασε καθώς οι διάλογοι και η περαιτέρω ανάλυση των χαρακτήρων δεν είχαν το βάθος που θα ήθελα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 4, 2012 Share Posted June 4, 2012 Αυτό εδώ είναι ένα κείμενο συνειρμικό. Κοίτα τώρα να δεις, δεν ξέρω αν είναι δομή διηγήματος ή όχι, αλλά προφανώς και δεν ανακάλυψες εσύ τον συνειρμικό τρόπο γραφής, υπήρχε κι από πριν εμάς εδώ τώρα, επομένως εγώ δεν νομίζω πως υπάρχει σωστό ή λάθος στη δομή σου. Βέβαια, ναι, από την άλλη πλευρά, ασχέτως στυλ, θα έπρεπε να χωρίζεται σε μερικές παραγραφούλες παραπάνω, ρε αδερφέ, ένα έντερ η κάθε μία είναι όλο κι όλο. Καταλαβαίνω αντικειμενικά πως μάλλον είναι κουραστικό σαν στυλ, παρόλο που εμένα προσωπικά δε με κούρασε και μια χαρά νεράκι το διάβασα μέχρι το τέλος. Επίσης, το ότι η δομή της δράσης δεν είναι σφικτή κι είναι λίγο "έξω απ' την πόρτα σου περνώ και καθαρίζεις ψάρια κτλ" δεν με προβλημάτισε παρά όταν το διάβασα από τα παιδιά πάνω, οπότε και το σκέφτηκα. Τέλος, εμένα το δέσιμο με το θέμα της υπόσχεσης δε μου φαίνεται και πολύ χαλαρό. Ίσα ίσα που τον νοιάζει και τον κόφτει, κι όχι πλέον το να την ξαναδεί, αλλά σαν μονομανία το να τηρήσει την υπόσχεση που της έδωσε τον κινεί και του δίνει κουράγιο για να γυρίσει πίσω. Σε περίπτωση που δεν το έχεις καταλάβει μέχρι εδώ, εμένα πολύ μου άρεσε το κείμενο. Μου άρεσε πολύ όλο το σέτινγκ και οι ιδέες του, η μαγεία και τα ματζούνια που δε διαρκούν πολύ, οι τρόποι πληρωμής τους, η αίσθηση της απόγνωσης μετά τον πόλεμο, το τέλος... το τέλος μου άρεσε πάρα πολύ και με ενόχλησε εξίσου πολύ -αλλά μετά αυτά. Μου άρεσε ακόμα ο τρόπος που το ξεκινάς, το μικρό διαλογάκι το οποίο το περίμενα να επαναλαμβάνεται σε όλο το μήκος του κειμένου, και παρόλο που αυτό δεν έγινε εμένα όσο διάβαζα το έπαιζε λούπα το μυαλό μου. Με χάλασαν δύο πολύ περίεργα πράγματα μόνο στο κείμενο. Και τα λέω περίεργα γιατί δεν μπορώ ούτε να στα εξηγήσω, ούτε να σου πω και τι θα μπορούσες να κάνεις για αυτά. Το ένα είναι ότι ενώ ήξερα πάρα πολύ καλά ότι είναι άντρας ο ήρωας από την πρώτη πρόταση του κειμένου, μόλις ξεχνιόμουνα κι άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο να παρακολουθήσει τη σκέψη του άκουγα τη φωνή του γυναικεία στο κεφάλι μου. Κι όταν κάποιες λίγες στιγμές -μάτσο στιγμές, με το σπαθί- θυμόμουνα ότι είναι άντρας, έπρεπε να προσπαθήσω λίγα δευτερόλεπτα για να με πείσω για αυτό. Το δεύτερο είναι το τέλος, εδώ είναι πιο εύκολο γιατί ενώ μου αρέσουν αυτά που μας λέει σαν κλείσιμο, όπως μου αρέσει και το ότι μαθαίνουμε τα ονόματά τους μόνο την τελευταία στιγμή, δεν μου αρέσει ο μελό τρόπος με τον οποίο μας τα λέει. Εδώ είναι πιο εύκολο γιατί έχω λέξεις: μου άρεσε πάρα πολύ το νόημα κι επειδή ακριβώς μου άρεσε πάρα πολύ το νόημα με χάλασε το ίδιο πολύ το ύφος. Το ύφος που, κατά τα άλλα, σε όλο το υπόλοιπο διήγημα, το παρακολούθησα άνετα και ζώντας την πορεία του σε κάθε βήμα. Καλή επιτυχία Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 5, 2012 Share Posted June 5, 2012 Μου άρεσε τόσο που έχω να γράψω τα λιγότερα. Είναι πανέμορφο, τραγικό, συγκινητικό, με πλήγωσε και με κέρδισε. Δεν ξέρω πως να το αναλύσω ή γιατί να το αναλύσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
abuno Posted June 7, 2012 Share Posted June 7, 2012 (edited) Πανέμορφο διήγημα. Σε βάζει στον κόσμο του από την αρχή. Λυρικός λόγος, όμορφες περιγραφές. Ωραία υπόθεση, χωρίς τυμπανοκρουσίες για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Και ένα συγκινητικό τέλος. Μπράβο και καλή επιτυχία. Edited June 7, 2012 by abuno Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 7, 2012 Share Posted June 7, 2012 Χμμμ. Μου άρεσαν οι φάντασυ ιδέες, η γριά, ο μαγεμένος κρίκος, το μαγεμένο σπαθί, το νερό, και επίσης η προσπάθεια να δείξεις τη φρίκη του πολέμου που ένιωθαν οι στρατιώτες και ήθελαν να την ξεχάσουν ή το ότι δεν έβρισκαν νόημα σε μια νίκη γεμάτη νεκρούς και καταστροφές. Δε μου άρεσε το σκόρπιο της ιστορίας, το ότι δε φαίνεται να ενώνονται όλα αυτά μαζί πέρα από το ότι συμβαίνουν στον ίδιο άνθρωπο, αλλά είναι σαν να έριξες ατάκτως τις (όμορφες και ποιητικές) σκέψεις σου στο χαρτί. Καλή η ευαισθησία, αλλά για να φτιάξεις ένα καλό διήγημα χρειάζεται περισσότερος σχεδιασμός και οργάνωση όλων αυτών των ποιητικών ιδεών που σου κατεβαίνουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
OxAp0d0 Posted June 10, 2012 Share Posted June 10, 2012 Εμένα μου άρεσαν οι αναλύσεις στην αρχή. Έδιναν μια χροιά παραμυθιού σε όλο σκοτεινό τοπίο. Θα συμφωνήσω με την Κιάρα πως φαίνεται να έχει γραφεί συνειρμικά, με τη διαφορά πως προσωπικά δε μου άρεσε και τόσο (θέμα γούστου, περί κολοκυθόπιτας κτλ). Γενικά δε μου αρέσει να διαβάζω για άσχημα πράγματα που γίνονται χωρίς να φταίει ο ήρωας της ιστορίας. Εδώ έχουμε τον στρατιώτη με το μαγεμένο σπαθί που δε διαφέρει από έναν σκλάβο. Το σπαθί έχει διπλή κόψη και η χειρότερη είναι γι' αυτόν που το κρατάει. Στη συνέχεια από την καλή του την καρδιά προσπαθεί να σώσει τη γριά. η οποία αντί για ανταμοιβή τον εκδικείται στέλνοντάς τον στην πηγή της λήθης και τον καταριέται να γίνει ο ίδιος το νερό της αλληγοριάς. Όσον αφορά τη γραφή, θα συμφωνήσω με τα παραπάνω σχόλια και να προσθέσω πως αν το ξαναδουλέψεις μετά το διαγωνισμό, ρίξε και μια ματιά στους διαλόγους, υπάρχουν μερικές φράσεις που θα θέλαν αλλαγή, όπως το "Εκτός αυτού δεν καταλαβαίνω τον σκοπό της όλης συζήτησης". Δε μας είχε δείξει τέτοιο λόγο ο στρατιώτης πριν και η φράση φαίνεται λίγο αφύσικη. Καλή επιτυχία σου εύχομαι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted June 11, 2012 Share Posted June 11, 2012 (edited) Λοιπόν λοιπόν. Η ιδέα σου είναι καλή και φυσικά με τόσο τρέξιμο που έριξες σου αξίζει ένα μπράβο για το αποτέλεσμα. Τα μάγια και ο κόσμος που έπλασες ακόμα και τα τέρατα είναι πολύ γοητευτικά. Αυτό που παρατηρώ εγώ στο κείμενο είναι ότι σε πολλά σημεία μοιάζει με ποίημα. Η γλώσσα σου δηλαδή είναι σαν να γράφεις ένα ποίημα παρά ένα διήγημα. Σε αντίθεση πχ. με το τελευταίο σου κείμενο που διάβασα για το παιχνίδι (εκείνο με την λίμπο μην με κάνεις τώρα να θυμηθώ το όνομα) αυτό εδώ δεν έχει τόση πολύ αφήγηση όσο μια ποιητική, πιο tell αν θες, απόδοση των σκέψεων και των συναισθημάτων του ήρωα. Νομίζω ότι αυτό συνέβη επειδή αποφάσισες να το γράψεις σε πρώτο πρόσωπο και έτσι μπήκες στον πειρασμό να περιγράψεις περισσότερο τον ψυχικό του κόσμο. Επειδή έχει πολλές καλές ιδέες μέσα θα σου πρότεινα ή να το ξαναδουλέψεις σε τρίτο πρόσωπο ή να κάνεις την αφήγηση πιο εξωτερική/αντικειμενική. Μου άρεσε. Καλή επιτυχία! Edited June 11, 2012 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RedAlf Posted June 12, 2012 Share Posted June 12, 2012 Πολύ όμορφη τρυφερή ιστορία. Ξεκινάει βέβαια λίγο κοινότυπα, αλλά σύντομα απογειώνεται. Το θέμα ενός φαντάρου που γυρίζει αλλά τίποτα δεν είναι ίδιο πια είναι κλασσικό αλλά το τοποθετείς πολύ όμορφα, ο κόσμος έχει βάθος, η συζητήσεις ωραίες, χωρίς να είναι τίποτα το ιδιαίτερα πρωτότυπο, είναι μία πολύ όμορφη ιστορία που με έκανε να μη θέλω να σταματήσω να τη διαβάζω. Και η πικραμένη αλληγορία στο τέλος νομίζω ότι είναι σαφής. Πάντως νομίζω ότι το νερό (η πηγή) δεν θα έπρεπε να λέγεται της "αλληγορίας" γιατί αφενός δεν σημαίνει αυτό που κάνει, αφετέρου δεν χρειάζεται να πεις στον αναγνώστη μερικά πράγματα. Άσε να τα καταλάβει ο ίδιος. Δεν ξέρω αν είμαι λίγο αντισυμβατικός με τα γούστα μου αλλά η ιστορία σου ξεχώρισε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Loch Moors Posted June 12, 2012 Share Posted June 12, 2012 (edited) Χμμμ, χμμμμ... λοιπόν Μαριάντζελα διαβάζοντας την ιστορία μου έμειναν πολλές διάσπαρτες και μπερδεμένες εντυπώσεις που θα προσπαθήσω να τις βάλω σε μια τάξη. Υπάρχουν σημεία που μου άρεσαν (μου άρεσαν όμως πολύ!) κι άλλα που νομίζω ήθελαν διαφορετική διαχείριση. Θα βάλω όλα μου τα σχόλια σε σπόιλερ γιατί είναι ανάκατες παρατηρήσεις με στοιχεία της υπόθεσης: Αρχικά το διήγημα μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν θα μου αρέσει. Νομίζω φταίνε 1-2 πολύ μεγάλες παράγραφοι που μιλούν για το τσακισμένο ηθικό ενός στρατιώτη - που οκ είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά εγώ δεν το ξέρω ακόμα - κι εκεί πέφτει πολύ μαυρίλα από post-war συναισθήματα που μοιάζουν κάπως τετριμμένα όταν αναφέρονται σε έναν ήρωα που μόλις πρωτοσυναντήσαμε. Πάμε παρακάτω, το περιστατικό με τη μάγισσα είναι το μεταβατικό μας στάδιο - οι διάλογοι ήθελαν λίγο περισσότερο "ταίριασμα" στο χωροχρόνο της ιστορίας - το θέμα με το διάβασμα του χεριού θα μπορούσε και να μην υπάρχει και να δούμε κατευθείαν τι παίζεται με τον κρίκο της σκλαβιάς και τα δύο αυτά μαγεμένα αντικείμενα - και... από εκεί και πέρα είναι σα να διαβάζω άλλη ιστορία. Και το λέω με την καλή έννοια γιατί με στέλνεις μ' αυτές τις πολύ ωραίες σουρεαλιστικές περιγραφές των συνεπειών που είχε το νερό πάνω στον πρωταγωνιστή Πια ανήκω στο νερό. Δεν μπορώ να φύγω. Βλέπω το σώμα μου να γίνεται υγρό και καθώς ποτίζει το έδαφος ενώνεται με την πηγή. Γίνομαι μια στάλα του και με ρουφάει. Δεν αφήνει ούτε μια σταγόνα να ξεφύγει. Και τι δεν θα έδινα να μπορέσω να της πω πόσο λυπάμαι, να γίνω ένα δάκρυ στα μάτια της, για τελευταία φορά να ακουμπήσω το μάγουλο της.[/color]] κι αναρωτιέμαι... γιατί δεν αφήνεις την ιστορία να "εμποτιστεί" απ' αυτό το νερό που δημιουργεί τις παραισθήσεις, να διαβάσουμε τις εικόνες που περιέγραψες στην αρχή για τα μεταπολεμικά συναισθήματα του πολεμιστή σα να καθρεφτίζονται μέσα σ' αυτό. Να γίνει όλο το διήγημα πιο σουρεαλιστικό, ακόμα και χωρίς τόσες πληροφορίες για τα πρόσωπα ή τη χώρα που ζουν και έτσι να νιώσουμε κι εμείς αυτό το διχασμό του "να ξεχάσω" ή "να κρατήσω μια υπόσχεση που δεν ξέρω πια τι αντιπροσωπεύει για μένα"? Επειδή η ιστορία σου μου δημιούργησε τις σκέψεις αυτές, δεν έχει νόημα να πω ότι μου άρεσε ή όχι, αλλά μπορώ να πω ότι σ' αυτό που γράφεις βγαίνουν κάποια πράγματα προκαλούν συναισθήματα και σκέψεις και νομίζω ότι αυτό πρέπει να το χρησιμοποιήσεις περισσότερο. Μπράβο πάντως για την προσπάθεια και μην παρεξηγήσεις τα σχόλιά μου ε? Σε καμία περίπτωση δεν εννοώ το "αν της αλλάξεις τα φώτα έτσι, κι έτσι κι έτσι θα είναι μια καλή ιστορία", απλώς σκέψεις και προτάσεις ίσως και για τις συγγραφικές προσπάθειες γενικότερα Edited June 12, 2012 by Σουσαμένια Άνοιξη Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βαγγέλης Posted June 15, 2012 Share Posted June 15, 2012 Ωραίο και μελαγχολικό. Όταν το διάβαζα είχα στου νου μου μια ελαφρώς μπλε ομίχλη για κάποιο λόγο. Γενικά περνά την ατμόσφαιρα που θέλει.Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν η εισαγωγή. Ήταν σα να την έβαλες για να καλύψεις το θέμα του διαγωνισμού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 15, 2012 Share Posted June 15, 2012 (edited) Γενικά: Αρχετυπικό κι όχι τυπικό, με ενδιαφέρουσες εικόνες. Μου άρεσε: Μπορείς και φέρνεις τις εικόνες εκεί που τις θέλεις να εμφανίζονται κι αυτό είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Σου δίνει ένα προσωπικό ύφος που πιστεύω αν το δουλέψεις θα γίνει, εκτός από αναγνωρίσιμο, και εκπληκτικό. Μου αρέσει επίσης κι ο τρόπος που κλείνει η ιστορία, επίσης αρχετυπικά αλλά ταυτόχρονα και πρωτότυπα. Θεωρώ πως είσαι σε πολύ καλό δρόμο, αρκεί να μην τεμπελιάσεις. Δε μου άρεσε: Υπήρχαν φορές που η ιδέα σου δεν εξυπηρετούσε ακριβώς την πλοκή σου κι εσύ της το επέτρεπες να περιφέρεται. Πρώτα και κύρια θα πρέπει να εξυπηρετείται η πλοκή κι ύστερα η ιδέα. Αν όχι, κρατάμε την ιδέα για άλλο διήγημα, χαμένη δεν πρόκειται να πάει. Επίσης κάποιες φορές είδα την πένα σου να σου ξεφεύγει προς το λυρισμό, όχι πολύ αλλά ωστόσο αισθητά. Αν την τιθασεύσεις και να την θέσεις στην υπηρεσία της ατμόσφαιρας του διηγήματος, τότε πραγματικά θα έχεις κερδίσει πολλαπλά στοιχήματα. Edit: ορθογραφικούλια Edited June 15, 2012 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 15, 2012 Share Posted June 15, 2012 (edited) Κακά τα νέα, Μαριάντζελλα. Αυτό το κείμενο ξεκινάει από κάπου, στη μέση αλλάζει δρόμο και τελικά καταλήγει κάπου αλλού, ή μάλλον, μένει στη διαδρομή. Δεν ολοκληρώνεται τίποτα, η υπόσχεση (το θέμα του διαγωνισμού) δεν έχει κεντρικό ρόλο, ούτε καν το είδος (fantasy) δεν έχει λόγο ύπαρξης, θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ πραγματικό και τίποτα δεν θα άλλαζε. (Η μάγισσα μοιάζει εντελώς σφήνα, δεν την χρειαζόταν για να αλλάξει δρόμο, ήταν ήδη χαμένος). Ένας πολεμιστής που δεν κατάφερε να γυρίσει στην αγαπημένη του, όχι επειδή δεν μπορούσε, αλλά επειδή τα ψυχολογικά του τραύματα δεν τον άφησαν. Επίσης έχεις αναποφάσιστο ύφος. Ενώ όλο το κείμενο είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, έχεις αφήσει να εισχωρήσουν κάτι ατυχείς εκφράσεις (όπως εκείνο το "σκαμπό" στη σκηνή της μάγισσας ρε αδελφούλα, με σκότωσε, σκαμνί θα ήταν καλύτερα, δεν νομίζεις; ) και τόπους-τόπους παρασύρεσαι από τις σκέψεις σου και ξεστρατίζεις από αυτό που λες στην παρούσα παράγραφο. Μου έδωσε την εντύπωση ότι ήθελες να πεις πολλά, πάρα πολλά πράγματα, αλλά δεν κατάφερες να τα κάνεις κουμάντο και σε έκαναν ό,τι ήθελαν. Edited June 15, 2012 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted June 15, 2012 Share Posted June 15, 2012 Στο εκάστοτε νήμα γράφω τα γενικά σχόλιά μου πάνω στην κάθε ιστορία. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για πιο αναλυτικά σχόλια, πάνω στο ίδιο το κείμενο, ας μου στείλει πμ. Πρώτ' απ' όλα, σίγουρα μπορούσες να βρεις έναν καλύτερο τίτλο, κι όχι τον απολύτως προφανή. Η γενική εντύπωσή μου είναι ότι η ιστορία ήταν πάρα πολύ φλύαρη. Υπάρχουν ωραίες στιγμές μέσα, η ιδέα με το νερό είναι καλή, και το τέλος πολύ όμορφο, είναι όμως κουραστικό να φτάσεις ως εκεί. Το αρχικό κομμάτι ανακυκλώνει συνέχεια τις ίδιες πληροφορίες, ενίοτε με αντιφάσεις – τελικά ένιωθε τα τέρατα να πεθαίνουν χωρίς λύπη ή ένιωθε τύψεις; Με την ευκαιρία, αφενός δυσκολεύομαι να πιστέψω πως κάποιος θα νιώθει τύψεις για το κακό που έκανε σε κάτι το οποίο αποκαλεί τέρας (εξαιρετικά υποτιμητική λέξη), αφετέρου νομίζω πως έτσι κι αλλιώς πρέπει να τα ονομάσεις οτιδήποτε εκτός από τέρατα. Πες τα πχ λάμιες (λέμε τώρα) ή φτιάξε μια δική σου λέξη. Η λέξη “τέρατα” δίνει έναν αφελή τόνο, που δε θέλεις. Στη συνέχεια έχουμε τη συνάντηση με τη γριά, η οποία τον πείθει αρκετά εύκολα να διαβάσει το χέρι του, ενώ ο ίδιος δηλώνει πως δεν ασχολείται με μάγους. Στη συνέχεια ο αφηγητής μας λέει τις σκέψεις του εκτενέστατα, με πολύ περισσότερα λόγια από όσα χρειάζονται. (Με την ευκαιρία, φράσεις όπως “Αυτό πραγματικά με τρόμαξε” και “Ορίστε, τζάμπα κόπος” όχι μόνο περιττεύουν, αλλά μάλλον καλό θα ήταν να τις αποφεύγεις). Νομίζω πως δεν έχω κάτι περισσότερο να πω. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ιστορία, όπως την έχεις γράψει, μοιάζει να είναι πολύ μικρότερη από την έκτασή της. Χρειάζεται να συμπυκνωθεί, ή αλλιώς να φύγουν περιττά σημεία και να εμπλουτιστεί με καινούργια πράγματα (πχ φλας μπακ από την παλιά του ζωή – ξέρουμε κάτι για μια υπόσχεση, που είναι όμως πολύ συνηθισμένη για να προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted June 15, 2012 Share Posted June 15, 2012 (edited) Γενικά, σαν ιστορία μου τράβηξε το ενδιαφέρον, αλλά έχει μερικά μικρά φάουλ που της στερούνε. Το κυριότερο ίσως πρόβλημα είναι πως ο πρωταγωνιστής φλυαρεί αρκετά και αυτό κάπως κουράζει στην ανάγνωση. Το άλλο πρόβλημα που έχω είναι πως ενώ έχεις στα χέρια σου έναν ιδανικό πρωταγωνιστή για character-developping, με όλα αυτά τα τραύματα που κουβαλαέι απ'τον πόλεμο, δεν το πολυκάνεις( Πολύ δυνατή η σκηνή με που θάβει τον στρατιώτη, αλλά δεν αρκεί ) και μας δίνεις μία κάπως κλασική ιστορία, που με εναν κάπως πιο ανεπτυγμένο πρωταγωνιστή θα μου είχε αφήσει ,θαρρώ, πολύ καλύτερη εντύπωση. Καλή επιτυχία! Edited June 15, 2012 by jjohn Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted June 16, 2012 Share Posted June 16, 2012 -Χμ, όπως το είδα, δεν έγιναν και πολλά. Αυτή η απουσία δράσης, καθώς επίσης κι οι συνεχείς πληροφορίες σχετικά με τους προσωπικούς προβληματισμούς του ήρωα, με κούρασαν κάπως. -''Είχε μια περίεργη αυτάρκεια στα μάτια που με προβλημάτισε'' Αυτάρκεια;; -''Κάποιον λάκκο θα έχει δεν μπορεί, σκέφτηκα.'' Εντάξει, πάω πάσο. Δεν κολλάει η φάβα με το φάντασυ. :) -Οκ, δεν μπορεί να σκοτωθεί από το ίδιο του το σπαθί, αλλά αν το θέλει τόσο, υποθέτω θα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να την 'κάνει', όμως γιατί θεωρούνται αυτοί οι άλλοι τρόποι ατιμωτικοί; -''Είχα μέρες να πιω έστω και μια σταγόνα'' Λίγο υπερβολικό μου φάνηκε αυτό το 'μέρες'. Επίσης, σαν στρατιώτης που είναι, δεν θα πρέπει να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που δεν έχει πιει νερό εδώ και μέρες, θα πρέπει να το πάει λάου-λάου με το νερό της πηγής, αντί να το ρουφήξει με λαχτάρα, όπως λέει; -Το κλείσιμο δεν το πολυέπιασα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 16, 2012 Share Posted June 16, 2012 Δεν υπάρχει περίπτωση να είμαι πρωτότυπη –η μοίρα του αργοπορημένου σχολιαστή. Ό,τι και να πω θα το έχει ήδη πει κάποιος προηγουμένως, γι αυτό και θα είμαι σύντομη. Σχέση με το θέμα: Σαφέστατη. Όλα ξεκινάνε από μια υπόσχεση, όπως λέει και στον τίτλο εξάλλου. Εδώ βλέπουμε έναν από τους λόγους που μπορούσαν να οδηγήσουν στην αθέτησή της. Το συν: Απλή και κατανοητή ροή και επαρκές συναίσθημα. Μου άρεσαν επίσης οι περιγραφές και το τοπίο μετά τον πόλεμο. Το ποιητικό κλείσιμο με το νερό. Το πλην: Υπάρχει μια ασύμμετρη κατανομή του χώρου σου. Σπαταλάς μεγάλο μέρος να μας πεις πώς γνώρισε τη γριά, πώς παρασύρθηκε, πώς μπλέχτηκε και πώς ψάχνει να διορθώσει το κακό που έγινε και πολύ λιγότερο στο κυρίως θέμα της ιστορίας. Είναι ένα από τα κλασικά προβλήματα των ορίων των λέξεων: ξαφνικά ξεμένεις και αναγκάζεσαι να κλείσεις μια ιστορία που είχε δυναμικό για περισσότερα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted June 17, 2012 Author Share Posted June 17, 2012 Ηθελα να ευχαριστησω πολυ για ολες τι κριτικες, ειδικα οσους ειχαν να πουν εναν καλο λογο. Αλλα ολες ειναι χρησιμες και θα τις μελετησω οσο περισσοτερο μπορω. Για την ιστορια ηθελα να πω πως η Νιενορ καταλαβε επακριβως (επακριβως ομως!) τι ηθελα να παρουσιασω και πως η Τιεσσα το μυριστηκε, οντως δεν μου εφτανε το οριο και αναγκαστικα να περιοριστω. Ανεβασα το κομματι αρκετα βιαστικα οποτε υπηρχαν σημεια που ηθελαν δουλεια και θα ειχα παρουσιασει αλλιως αν προλαβαινα-βεβαια αυτο δεν το λεω ως δικαιολογια γιατι δεν μου αρεσει να δικαιολογουμαι. Οπως και να εχει περασα πολυ ωραια! Νομιζω ολοι περασαμε. Δεν εχω ξαναπαρει μερος σε διαγωνισμο με τοσες συμμετοχες... στην αρχη μου φανηκαν πολλες (και ηταν) για να διαβασω και σχολιασω, αλλα χαρη σε αυτο ολοι πηραμε πολλες και διαφορετικες κριτικες που νομιζω πως μονο καλο κανουν γιατι ειναι οπτικες γωνιες στο ιδιο κειμενο και πως το αντιλαμβανονται διαφορετικα ατομα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted January 1, 2013 Author Share Posted January 1, 2013 (edited) Το να διορθωσω ενα ηδη παρουσιασμενο κειμενο μου ειναι σχεδον θαυμα για μενα για δύο βασικούς λογους... λογω διαθεσης-σπανια μου κανει κεφι να ξαναδουλεψω παλια κομματια μου και ελλειψης χρονου-τον τελευταιο καιρο πραγματικα κοντεψα να εξαφανιστω απο προσωπου γης για να προλαβω την δουλεια ... Οπως και να εχει ειμαι στην ευχαριστη θεση να αναφερω πως τα καταφερα! Γιουπιιι!! Θελω να ευχαριστησω ειδικα τον Ντινο και τον Abuno για τα πολυ καλα τους λογια (με βοηθησαν να ξαναμπω στην διαδικασια της δουλειας του συγκεκριμενου κομματιου) και ολες τις κριτικες που ειχα παρει τοτε γιατι διαβαζοντας τες μετα απο καποιον καιρο τις ειδα με αλλο ματι. Ενα μεγαααλο ευχαριστω οφειλω last but not least στην Naroualis για την αναλυτικοτατη κριτικη της και στην Γαληνη για το ιδιο (δεν ειναι στο φορουμ) . Ελπιζω πως θα βρειτε χρονο να το διαβασετε τωρα και να μου πειτε τις εντυπωσεις σας... Καινούργιος τίτλος "Ο δρόμος της επιστροφής" «Ξέρω πως πρέπει να φύγεις. Μα υποσχέσου μου πως θα γυρίσεις.» «Το υπόσχομαι» Αυτά ήταν τα τελευταία μας λόγια. Και μετά το όνειρο που έβλεπα σχεδόν κάθε βράδυ. Την μορφή της να μου μιλά: «Μου έδωσες μια υπόσχεση, να επιστρέψεις.» «Ναι, αλλά δεν ξέρω πώς.» της απαντώ κάθε φορά που ξυπνάω. Είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνη την μέρα που χωριστήκαμε. Από την μέρα που όλα ξεκίνησαν. Είχε περάσει τόσος καιρός, που δεν θυμόμουν πια πώς να γυρίσω πίσω. Υπήρχαν τόσες στιγμές αμφιβολίας να μας χωρίζουν. Θα με περίμενε ή θα είχε προχωρήσει; Θα με σκεφτόταν ακόμα ή θα μ’ είχε αφήσει πίσω, όπως την άφησα και εγώ για έναν σκοπό, που δεν πια ήξερα αν άξιζε τον κόπο; Κάποτε είχα σιγουριά για όλα. Μετά για τίποτα. Στον δρόμο της επιστροφής η πανοπλία έμοιαζε ασήκωτη. Το σπαθί στο χέρι μου άχρηστο. Ασπίδα ποτέ δεν κράτησα. Η πίστη μου έφτανε. Μα η ψυχή μου ήταν ακόμα γεμάτη πόλεμο. Νεκρά κορμιά. Αίμα και λάσπη. Τα πλάσματα που σκότωνα κάθε μέρα έρχονταν και πάλι μόλις έκλεινα τα μάτια να πάρουν εκδίκηση. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα ζούσα τον πόλεμο μέσα μου και έξω. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να επιβιώσω. Τελικά όλα τ’ άλλα έσβησαν και έμεινε μόνο αυτό. Πώς γίνεται ένας πολεμιστής σαν εμένα να γυρίσει στο πριν, δεν ξέρω. Στην μάχη ήταν σημαντικός. Είχε ένα νόημα η ζωή του. Να πολεμήσει. Να παλέψει. Να βγει νικητής. Να γίνει ήρωας. Να ζήσει. Στην ζωή μετά τον πόλεμο τι έπρεπε να κάνω; Κανείς δεν σε προετοιμάζει για την επιστροφή, μόνο για το πήγαινε. Θα έπρεπε να βρω ένα καινούργιο νόημα… υπήρχε άραγε; Αυτό αναρωτιόμουν περνώντας δίπλα από καμένα λιβάδια, διαλυμένα σπίτια, από λόφους και τοπία γεμάτα τάφους. Πώς γινόταν νίκη μ’ όλα αυτά; Το να βλέπω τις τεράστιες υψωμένες σημαίες της νίκης δίπλα σε τόση καταστροφή φαινόταν τουλάχιστον ειρωνικό. Οι άρχοντες σ’ ένδειξη δύναμης και επιβολής είχαν γεμίσει την μισοερειπωμένη χώρα με σημαίες ντροπής, κατά την γνώμη μου. Δεν άργησα να βρω έναν ακόμη κρεμασμένο στρατιώτη από ένα πετρωμένο δένδρο. Είχε μπήξει το σπαθί του στη γη και είχε χρησιμοποιήσει την ζώνη του για να κρεμαστεί. Ξεπέζεψα απ’ το άλογο, τον κατέβασα και τον έθαψα. Την ζώνη θηλιά τού την πέρασα στα χέρια. Το σπαθί του, άδειο από δύναμη, το κάρφωσα μπροστά από τον τάφο να θυμίζει ποιός βρισκόταν εκεί. Θα έπρεπε να λειτουργώ πια πιο συνετά και να κρατάω δυνάμεις. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν μακρύ. Μα κάτι μέσα μου, απροσδιόριστο και όμως οξύ, πονούσε στην θέα ενός συμπολεμιστή να μένει έρμαιο στα όρνια. Του άξιζε μια αξιοπρεπής ταφή. Εκείνη την ώρα που χρειάστηκα ανοίγοντας το λάκκο σχεδόν με τα χέρια, δεν έθαβα έναν ακόμα άγνωστο. Έθαβα ένα κομμάτι μου. Το κομμάτι εκείνο που είχα αφήσει για πάντα στο πεδίο της μάχης να περιπλανιέται βουβό ανάμεσα σε πτώματα. Πώς να πω με λέξεις όλα όσα έγιναν, όλα όσα πέρασα; Οι άλλοι δεν θα καταλάβαιναν, δεν θα ένιωθαν. Ακόμα και αν προσπαθούσα να εξηγήσω θα ήταν μάταιο. Άνθρωποι και τέρατα. Τέρατα και άνθρωποι. Η διαφορά που πριν ήταν τόσο ξεκάθαρη, τώρα πια έμοιαζε θολή. Όταν θα με ρωτούσαν στο σπίτι, τι έπρεπε ν’ απαντήσω; Μια φωνή. Η φωνή της αντηχώντας στ’ αυτιά μου με έστειλε σε βαθύτερες θολές σκέψεις. «Γύρνα σε μένα. Γύρνα σε μένα.» Πόσο δύσκολη έμοιαζε τώρα η υπόσχεση που τόσο εύκολα έδωσα. Δεν την είχα σκεφτεί δεύτερη φορά. Την είχα θεωρήσει δεδομένη. Μα ήμουν πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Τι μ’ έκανε λοιπόν να προσπαθώ να την εκπληρώσω; Ούτε και σ’ αυτό είχα απάντηση. Ήταν τόσα τα ερωτήματα που δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Συνέχιζα μόνο τον δρόμο μου. Αυτό το είχα μάθει καλά. Να μην σταματώ ακόμα και όταν οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Και είχε γίνει τέτοια η συνήθεια που δεν μπορούσα παρά μόνο να προχωράω. Το να τελειώσει η πορεία με τρόμαζε. Τι θα έμενε μετά; Μα οι λέξεις εκείνες της υπόσχεσης που τόσο είχε στιγματίσει την ψυχή μου, με κρατούσαν στην πραγματικότητα. Έπαιζα στο νου μου ξανά και ξανά την σκηνή της επανασύνδεσης, τι θα έλεγα, τι θα μου έλεγε, τι θα έκανα, τι θα έκανε. Αυτό μου έδινε ελπίδα. Ελπίδα… σχεδόν δεν ήξερα τι σήμαινε αυτή η λέξη. Η καθημερινή μάχη με τα πλάσματα με είχε κάνει να μην πιστεύω πια σε λέξεις χωρίς απτό νόημα. Αναγνώριζα μόνο ό,τι μπορούσα να πιάσω με τα δύο μου χέρια, ό,τι μπορούσα να ορίσω. Τα τέρατα μάλιστα, ήταν αληθινά. Όταν τα σκότωνα με το σπαθί που μου είχαν δώσει, που μόνο εμένα ήξερε να υπακούει, τα ένιωθα να πεθαίνουν χωρίς λύπη. Πώς να λυπηθείς ένα πλάσμα με τέσσερα στραβά χέρια, ένα ολοστρόγγυλο μάτι και αντί για στόμα ένα ράμφος με μυτερά δόντια στις άκρες; Ήταν λογικό να χαίρομαι να τα αφανίζω από την χώρα μου. Μα εκείνες τις στιγμές που ήμουν σ’ απόσταση αναπνοής, που έπεφτα πάνω τους και τα ένιωθα να πεθαίνουν από το χέρι μου, σαν κάτι άλλο να έβλεπα. Το σιχαμερό μάτι σχεδόν δάκρυζε και μια ανεπαίσθητη κραυγή, σαν λυγμός, έβγαινε από το ράμφος που άνοιγε πονεμένο. Ποτέ δεν μπόρεσα να το εκμυστηρευτώ σε κανέναν. Μα ένιωθα κάτι σαν… τύψεις, πώς να το πω; Θα έλεγαν σίγουρα πως τρελάθηκα. Και έτσι το κρατούσα μέσα μου μαζί με όλα τ’ άλλα. Καβαλούσα το άλογο που μαζί με το σπαθί είχα παραλάβει όταν κατατάχτηκα και έτρεχα μακριά. Όσο μακριά μπορείς να τρέξεις δεμένος με τόσο ισχυρή μαγεία… Το άλογο επέστρεφε πάντα πίσω. Δεν είχε δική του ζωή, δική του θέληση. Οι άρχοντες του την είχαν πάρει. Ίσως είχαν πάρει και την δική μου και δεν το ήξερα. Στα άδεια μάτια του ζώου, που δεν χρειαζόταν τροφή ή ξεκούραση απέφευγα να κοιτάξω, μην δω κάτι που να θυμίζει τα ανέκφραστα πρόσωπα των συμπολεμιστών μου. Και επιβεβαιώσω αυτό που ενδόμυχα φοβόμουν. Πως όταν μας έδεσαν με το σπαθί, πήραν ένα κομμάτι της ψυχής μας για αντάλλαγμα. Κάπου-κάπου στις άκρες του επαρχιακού δρόμου συναντούσα πλανόδιους μάγους, που έστηναν πάγκους με την πραμάτεια τους. Οι περισσότεροι πουλούσαν φίλτρα λήθης. Είχαν πολλή πέραση στους στρατιώτες που έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να ξεχάσουν. Και συνήθως δεν είχαν. Έφταναν στο σημείο να δίνουν και την καρδιά ή την ψυχή τους σ’ αυτούς τους αγύρτες, με μόνη ανταμοιβή την λήθη… μα δεν κρατούσε πολύ. Όπως όλα τα ημίμετρα. Ξυπνούσαν μετά από λίγες μέρες με τις αναμνήσεις να ουρλιάζουν για να βγουν απ’ το μυαλό τους. Οι αναμνήσεις ποτέ δεν υποχωρούν. Είναι πάντα εκεί να σου θυμίζουν όλα όσα έκανες. Και όλα όσα δεν έκανες. Θα έπρεπε να το ξέρουν. Θα ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, ένα μαγικό ματζούνι να ‘ναι αρκετό για να αφήσεις πίσω σου τον όλεθρο. Κούνησα το κεφάλι όλο αποδοκιμασία, όταν είδα μια μάγισσα από δαύτους να μου κάνει νόημα. «Δεν έχω χρυσά νομίσματα γριά. Αλλά και να είχα δεν θέλω φίλτρο λήθης.» της απάντησα ξερά. Ψέματα δεν έλεγα. Το μόνο που έδειχνε να με κρατά ακόμα ήταν η υπόσχεση μου. Όλα τ’ άλλα έμοιαζαν ξεθωριασμένα. Περνούσα δίπλα από ανθρώπους και καταστάσεις αδιαφορώντας σχεδόν ολοκληρωτικά. Όταν αντιμετωπίσεις τον θάνατο, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που σ’ αλλάζει τόσο και όσα πριν σ’ έκαναν να στέκεσαι, πλέον δεν υπάρχουν. Αλλά η μάγισσα επέμεινε. Περπάτησε δίπλα μου για αρκετή ώρα τραβώντας μου το χέρι. Την έσπρωξα για να με αφήσει ήσυχο, σχεδόν δεν άκουγα τι μου έλεγε. Αλλά τελικά σαν να με επανέφερε από τον λήθαργο των σκέψεων μου και ξεφυσώντας νευρικά την άφησα να μου δείξει τι θέλει…. Την καρδιά ή την ψυχή μου; Δεν σκόπευα να της δώσω τίποτα. Έμοιαζε και δεν έμοιαζε με τους άλλους του είδους. Είχε μια περίεργη αυτάρκεια στα μάτια που με προβλημάτισε, αν και ήταν το ίδιο γελοία ντυμένη. Με αυτό το μυτερό καπέλο που στράβωνε και έπεφτε στο πλάι, γεμάτο κακοραμμένα αστέρια. Και την σκούρα κελεμπία, φθαρμένη στους αγκώνες και στον γιακά. «Δεν θέλω να μου δώσεις κάτι στρατιώτη. Μόνο να διαβάσω το χέρι σου.» μου είπε κοιτάζοντας με κατευθείαν στα μάτια. Μπα… καινούργιο είναι αυτό, σκέφτηκα. Κούνησα το σπαθί μου ελαφρώς τυχαία, αλλά στην πραγματικότητα απειλητικά. Αν έκανε κανένα αστείο θα την έκοβα στην μέση με μια κίνηση. Αλλά η γριά έβαλε πίσω από τ’ αυτιά μια δύο λευκές τούφες μαλλιών που ξέφευγαν κάτω από το μεγάλο καπέλο και δεν φάνηκε να ενοχλείται. Αν και ήμουν σίγουρος πως είχε καταλάβει. Πήρε στα ζαρωμένα χέρια της το δικό μου, το αριστερό της καρδιάς όπως μου είπε και άρχισε να το επεξεργάζεται. Με τράβηξε με τρόπο κάτω από την αυτοσχέδια τέντα της που έκοβε τον ήλιο και χωρίς να παίρνει τα μάτια της από το χέρι μου άρχισε να λέει: « Βλέπω πόνο, θάνατο. Βλέπω εσένα και μια γυναίκα. Μια υπόσχεση που σε κρατά.» Δαγκώθηκα. Πως το είδε αυτό με την υπόσχεση; Φαινόταν στο χέρι μου; Αυτό με θύμωσε ακόμα πιο πολύ, από το ότι ενώ δεν τους πίστευα κάθησα ν’ ακούσω μια ψευτομάγισσα. Τι σκεφτόμουν; Αλλά η γριά δεν άφησε το χέρι μου και συνέχισε: « Η καρδιά σου στρατιώτη είναι απόρθητη. Η ψυχή σου κλειδωμένη.» Τράβηξα με δύναμη το χέρι μου και σχεδόν έφτυσα τις επόμενες λέξεις. « Ακόμα και αν είναι έτσι, και τι έγινε; Αυτός είμαι.» «Και ποιος σου είπε παιδί μου πως ο άνθρωπος δεν φταίει για όσα είναι;» Η απάντηση και ο τρόπος που με κοίταξε με χτύπησαν κατευθείαν στην καρδιά, σε ότι νόμιζα πως δεν είχα πια. Είχε κάτι μητρικό ο τόνος της φωνής της και αυτό το βλέμμα, που μ’ είχε διαπεράσει ολόκληρο και έμοιαζε να ξέρει κάθε κομμάτι μου. Ήθελα να φύγω αμέσως από εκεί, μα με σταμάτησε. «Δεν θα βοηθήσεις μια γριά γυναίκα, αν στο ζητήσει;» «Εσύ δεν είπες πως δεν θέλεις να σου δώσω κάτι;» την ρώτησα νευριασμένος. Αφού δεν είχε ορίσει πληρωμή εξ αρχής δεν είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει τώρα. Και αν ήταν απλά μια ζητιάνα, πραγματικά σιχαινόμουν τους ζητιάνους. «Μην με απειλείς παιδί μου. Δεν είμαι από αυτούς που πρέπει να φοβούνται αυτό το σπαθί. Δεν ζητώ πληρωμή. Ζητώ έλεος.» Καθώς περπατούσε αργά και κουρασμένα, μου φάνηκε πως άκουγα ένα μεταλλικό ήχο με τα βήματα της. Κοίταξε δεξιά και αριστερά τον δρόμο, δεν ερχόταν κανείς. Με πλησίασε και σήκωσε το ρούχο τόσο όσο να φανεί ο κοκκαλιασμένος της αστράγαλος με το βαρύ βραχιόλι. Τότε κατάλαβα. Ήταν κάποτε σκλάβα. Και το βραχιόλι που πρέπει να κουβαλούσε πολλά χρόνια, γιατί είχε μαυρίσει σε πολλά σημεία, ήταν ακόμη στο πόδι της. Το δέρμα γύρω-γύρω είχε αποκτήσει μια σκληρή εμφάνιση σαν χονδρό κάπαλο. Δεν είχε βρει τρόπο να το βγάλει. Δεν ήταν και εύκολο. Ήταν μαγικό. Δεν είχε σημείο ένωσης, ήταν ένας τέλειος κύκλος δημιουργημένος ειδικά γι αυτήν, όπως το σπαθί για μένα. Με σφραγίδα το αίμα μας. Μόνο οι άρχοντες είχαν τέτοια ανώτερη μαγεία. Και που μπόρεσε να το σκάσει φορώντας το ακόμα, ήταν μεγάλη υπόθεση. Πόσοι και πόσοι δεν ακρωτηριάστηκαν, για να ανακαλύψουν πως το βραχιόλι παρέμενε δεμένο με το σώμα τους; Και οι λίγοι σαν και αυτήν, που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν ζούσαν μια ζωή στο περιθώριο κρύβοντας το. Αν τους ανακάλυπταν τους κρέμαγαν επί τόπου χωρίς να το αφαιρέσουν όπως όριζαν οι νόμοι, για παραδειγματισμό και για να μένει δεμένος σκλάβος το άτομο και στον θάνατο. Αυτή η σκέψη πάντα μ’ ανατρίχιαζε. « Είμαι γριά γυναίκα. Έζησα από μικρό κοριτσάκι δεμένη. Ίσως ξέρεις το συναίσθημα και εσύ είσαι δεμένος κατά κάποιον τρόπο.» Μου είπε δείχνοντας το σπαθί. «Δεν θέλω να το έχω μια ζωή πάνω μου. Μπορεί να μην έχει σημασία πια , έχασα την ζωή μου αλλά βρήκα επιτέλους τρόπο να το αφαιρέσω. Μια σφραγίδα αίματος μπορεί να σπάσει μόνο με μια άλλη. Το σπαθί σου έχει την δύναμη να με απελευθερώσει και εσύ, το είδα στα μάτια σου, το θάρρος και την καλοσύνη να το κάνεις. Χρόνια περιμένω κάποιον που να έχει και τα δύο να έρθει στο δρόμο μου. Βοήθησε με παιδί μου. Σε εκλιπαρώ.» Κοντοστάθηκα. Έπαιρνε ρίσκο να μου μιλήσει. Δεν μπορούσε να ξέρει αν θα την καταδώσω. Η αμοιβή ήταν πάντα θελκτική αν παρέδιδες ένα φυγά, ακόμα και αν ήταν ετοιμοθάνατος. Και μετά δεν είχα καμιά όρεξη να μπλέξω. Αν με ανακάλυπταν θα γινόμουν και εγώ σκλάβος. Αρκετά είχα περάσει ήδη. Αρνήθηκα παρά τα παρακάλια της. Έφτασα μέχρι τα μισά του δρόμου, όταν δεν ξέρω τι με έκανε να επιστρέψω. Είχα κάνει το ίδιο λάθος όπως με την υπόσχεση, δεν το σκέφτηκα καλά. Πήρα φόρα, έσφιξα το σπαθί στο χέρι μου και χωρίς να πω κουβέντα, χωρίς να καν κοιτάξω αν έρχεται κανείς, την άρπαξα και τέντωσα το πόδι της. Η μάγισσα σχεδόν έπνιξε ένα ουρλιαχτό, γιατί δεν ήξερε τι θα κάνω. Θα την σκότωνα για να πάρω μια μικρή έστω αμοιβή ή θα έσπαγα το δέσιμο; Με όση δύναμη είχα χτύπησα το βραχιόλι. Ο μεταλλικός ήχος αντήχησε σε όλη την κοιλάδα. Μας είχαν σίγουρα ακούσει σε μεγάλη απόσταση. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα. Αλλά ένα λεπτό μετά το βραχιόλι άρχισε να σκούζει, όπως το ξύλο που καίγεται αργά στην φωτιά και τελικά έκανε κράκ. Άνοιξε στα δύο και έπεσε στο έδαφος αφήνοντας ένα σημάδι σαν έγκαυμα στο πόδι της. Άρχισε να θολώνει και ν’ αλλάζει χρώμα, μέχρι που εξαφανίστηκε. Στο σπαθί μου είχε απομείνει μια έντονη χαρακιά στο σημείο που το είχε ακουμπήσει. Αλλά το σπαθί ήταν μαγικό δεν μπορούσε να στιγματιστεί, εκτός και αν έκανες κάτι έξω από τους νόμους. Άρπαξα την γριά από το λαιμό. «Με έκαψες! Το ήξερες πως αφήνει σημάδι και δεν μου το είπες επίτηδες! Θα σε σκοτώσω!» Καθώς ένιωσα τον ρυτιδιασμένο της λαιμό να υποχωρεί μέσα στην γροθιά μου και την είδα να προσπαθεί να μιλήσει σαν να συνήλθα λίγο. Την άφησα να μου εξηγήσει πρώτα. Αν δεν μου έβρισκε λύση θα την καρύδωνα. Έπεσε βήχοντας στα πόδια μου. Αλλά ακόμα δεν είχα καταλάβει αν μ’ είχε παγιδέψει ή δεν το ήξερε. «Σ΄ ευχαριστώ παιδί μου! Σ’ ευχαριστώ! Θα σε βοηθήσω όπως με βοήθησες. Μην ανησυχείς. Έχεις ακούσει ποτέ για το νερό της αλληγορίας; Ο,τι πλυθεί σ’ αυτό το νερό γίνεται καινούργιο, όποιος το κολυμπήσει ξανανιώνει. Έχει την δύναμη να σβήνει όλα τα σημάδια και όποιος πιει λένε πως γεύεται ό,τι επιθυμεί περισσότερο απ’ όλα.» «Και που θα το βρω;» ρώτησα σίγουρος πια πως μ’ είχε παγιδέψει. Μα δεν είχα κι άλλη επιλογή. Αν το σημάδι στο σπαθί μου το έβλεπε κάποιος και το έλεγε, ήταν αρκετό για να με ρίξει για χρόνια στην φυλακή. Η μάγισσα πήρε ένα παλιό βιβλίο που είχε φυλαγμένο μέσα σε πολλά υφάσματα και μου είπε πως θα έκανε το ξόρκι της επίκλησης του νερού. Δεν ήξερα τι θα κάνει, ούτε μπορούσα να είμαι σίγουρος για τίποτα. Αλλά είχα μπει στον χορό. Την έβλεπα να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της με κλειστά μάτια, μουρμουρίζοντας ακατανόητα λόγια. Σε κάθε στροφή δυνάμωνε την φωνή της και εγώ κοίταζα τον δρόμο που περιέργως ήταν άδειος όλη την ώρα. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος, όταν η γριά σταμάτησε. Και εγώ δεν έβλεπα καμία διαφορά. Όταν ένιωσα ξαφνικά κάτι να δροσίζει το δεξί μου πόδι. Έσκυψα για να κοιτάξω μια μικρή στάμπα νερού που είχε διαπεράσει το μαλακό δέρμα της μπότας μου και μ’ είχε ακουμπήσει. Μέχρι να ξανασηκώσω τα μάτια, η γριά, η τέντα και όλα της τα τσιμπράγκαλα είχαν εξαφανιστεί. Σαν να την άκουσα να μου λέει: «Λυπάμαι παιδί μου, δεν είχα άλλο τρόπο.» Το παράξενο νερό κινήθηκε. Σήκωσα αμέσως το πόδι. Και όντως έγινε ένα μικροσκοπικό ρυάκι που άρχισε να κυλάει ανάποδα προς την φορά του εδάφους. Σαν να με καλούσε προς τα βουνά στον ορίζοντα. Μήπως τελικά είχα τρελαθεί πραγματικά; Να εμπιστευτώ μια γριά μάγισσα που δεν ήξερα σίγουρα αν είχε αληθινά υπάρξει; Μα κάτι μέσα μου με έκανε να το ακολουθήσω. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Και χωρίς να το καταλάβω άφησα πίσω τον δρόμο της επιστροφής, την πολύτιμη υπόσχεση μου και βρέθηκα να το ακολουθώ. Τα βουνά έμοιαζαν συνεχώς να ξεμακραίνουν παρά να πλησιάζουν. Το άλογο το άφησα στις όχθες ενός ποταμού που είχε στερέψει και προχώρησα. Δεν με ακολούθησε και δεν έκατσα να το πολυσκεφτώ. Η δίψα με κυρίευε, η πείνα με βασάνιζε. Η υπόσχεση δεν μ’ άφηνε να δώσω ένα τέλος στην ζωή μου. Να σκοτώσω έναν ακόμα, έναν ακόμα. Ίσως τον μόνο που θα έπρεπε να είχα σκοτώσει από την αρχή, για να μην τυραννιέμαι. Μα τι ειρωνεία, λες και ήξεραν, μου είχαν δώσει όπλο που δεν με σκότωνε όσο και αν το διέταζα. Κανέναν άλλον δεν υπάκουγε, μα ούτε εμένα όταν το ήθελα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σ’ όλους ένα τέτοιο όπλο είχαν δώσει. Έπρεπε να βρεις άλλον τρόπο να πεθάνεις, αν το επιθυμούσες. Έναν ατιμασμένο τρόπο που θα έριχνε όλη την οικογένεια στην ντροπή. Και αυτό δεν μπορούσα να το κάνω. Είχα δείξει θάρρος στην μάχη, μα πώς να δείξω θάρρος απέναντι στην φάρα; Ήθελε άλλου τύπου κότσια, κότσια που φοβούμουν πως δεν είχα. Και αυτή η καταραμένη σκέψη πως άλλοι θα υπέφεραν για τις δικές μου επιλογές, δεν μ‘ άφηνε ν’ αποφασίσω ανεπηρέαστα. Οι άρχοντες που κάποτε είχα μάθει να υπακούω και να σέβομαι, πλέον φάνταζαν στο μυαλό μου χειρότεροι απο δαίμονες. Μας είχαν δέσει όλους με τα μάγια τους και τους αυστηρούς νόμους από τους οποίους κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έφτανε μια νεκρομαντική επίκληση για να μάθουν όλοι πως και γιατί κάποιος είχε πεθάνει. Ούτε στον θάνατο υπήρχε λύτρωση. Αυτή η σκέψη με βασάνιζε περισσότερο απ’ όλα. Τι άλλο μου έμενε; Να συνεχίσω να ζω μια δεμένη ζωή; Έκατσα σ’ ένα βράχο να ξαποστάσω. Πόσο είχα κουραστεί να σκέφτομαι. Πόσο ο ίδιος ο εαυτός μου μ’ είχε κουράσει. Πόσο ήλπιζα να γίνει κάτι και να με βγάλει απ’ αυτό το τέλμα που ένιωθα πως έχω βρεθεί. Έκλεισα τα μάτια. Σαν να ξαναείδα την εικόνα της, που όμως όλο και ξεμάκραινε, να με καλεί. «Έλα και πάλι σε μένα. Έλα.» Μα η ζωή για μια ακόμη φορά με είχε στείλει μακριά της και έπρεπε πρώτα να καθαρίσω το σπαθί, αν ήθελα να ελπίζω πως θα μπορούσα να ζήσω ήσυχα μαζί της. Το σπαθί ήταν πλέον, όχι απλά ένα όπλο, αλλά ένα σύμβολο της νίκης που είχαμε καταφέρει και έπρεπε να το παραδώσω στα τρόπαια της φάρας. Καθαρό. Περπάτησα όσο ποτέ κανείς δεν είχε περπατήσει. Μέχρι που έλιωσα τις μπότες μου, μέχρι που μάτωσαν τα πόδια μου, μέχρι που πίστεψα πως θα πεθάνω περπατώντας. Μα που τέτοια τύχη. Αντίθετα έζησα, για να συναντήσω στην κορυφή του βουνού μια παράξενη πηγή που το νερό της καθώς έπεφτε στο έδαφος έμοιαζε με καθρέφτη. Το ρυάκι που είχα ακολουθήσει μου φάνηκε πως σχεδόν έτρεξε τα τελευταία μέτρα μέχρι να ενωθεί με την γάργαρη πηγή. Έσφιξα νευρικά το σπαθί στο χέρι μου και έμεινα σε εγρήγορση. Μα τίποτα δεν έγινε. Μόνο η πηγή ανάβλυζε νερό, που με κάποιον τρόπο ξαναεπέστρεφε σ’ αυτήν. Το χώμα γύρω έμοιαζε περισσότερο νοτισμένο παρά βρεγμένο. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Μόνο θυμήθηκα πως διψούσα. Είχα μέρες να πιω έστω και μια σταγόνα. Πως άντεξα; Έβαλα την χούφτα μου να πιώ και στην επιφάνεια είδα το πρόσωπο μου. Την ουλή στο ένα μου μάτι που έπιανε το μισό σχεδόν μάγουλο και την έκφραση μου. Ήταν σαν κοιτώ έναν άγνωστο. Ρούφηξα με λαχτάρα το νερό που με μέλωσε. Είχε μια πραγματικά γλυκιά γεύση και άρωμα από μέλι. Μ’ έκανε να θέλω κι άλλο. Την δεύτερη φορά που ήπια με λίγωσε, με γεύση και άρωμα από ώριμα φρούτα. Την τρίτη ξέχασα τα πάντα. Την υπόσχεση που είχα δώσει, την μορφή της που με καλούσε να γυρίσω πίσω, τον πόλεμο, το σπίτι και το χωριό, την ιστορία με την μάγισσα, τον εαυτό μου. Όλα. Δεν ξέρω πόσο καιρός πέρασε. Έμεινα εκεί, δίπλα στην παράξενη πηγή με το κρυστάλλινο νερό που σε κάθε γουλιά είχε άλλη γεύση. Σε κάθε γουλιά μου έλεγε μια καινούργια ιστορία και με έκανε να ξεχνάω όσα ήθελα να ξεχάσω. Το νερό της αλληγορίας. Το νερό που μπορούσε να είναι τα πάντα. Ο,τι επιθυμούσες. Για μένα φαίνεται έγινε ένα πραγματικό φίλτρο λήθης. Πρέπει εκεί να έζησα ευτυχισμένος μέσα στην άγνοια μου. Ή για την ακρίβεια να πίστεψα περισσότερο από κάθε άλλη φορά πως βρήκα την ευτυχία. Ώσπου μια μέρα, έτσι απλά όπως όλα ξεκίνησαν άρχισαν να τελειώνουν. Η πηγή στέρεψε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Να το εξηγήσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Σαν να θυμήθηκα μερικά πράγματα χωρίς τις πολύτιμες γουλιές να με ταξιδεύουν και αποφάσισα να γράψω στο παλιό σημειωματάριο που είχα στον σάκο μου. Δεν γράφω για να κερδίσω κάτι. Γράφω για ν’ ακουστώ. Για να πω την αλήθεια μου. Την αλήθεια μέσα μου που πλέον συνειδητοποιώ. Αυτή είναι η ιστορία μου. Όση θυμάμαι. Αυτή είναι η ιστορία όλων όσων έδωσαν υπόσχεση που δεν κράτησαν. Δεν γράφω για μένα. Γράφω για σένα που μπορεί να συναντήσεις στον διάβα σου το νερό της αλληγορίας. Θα το καταλάβεις γιατί είναι το μόνο νερό που δεν κυλά μαζί με την γη. Μην πιεις, όσο και αν διψάς. Θα σε μαγέψει, θα γίνει ό,τι θέλεις να γίνει και μαζί του θα ξεχάσεις και θα ξεχαστείς. Μην πιεις, μόνο προσπέρασε το. Κάθε τόσο και ένα βήμα παραπάνω. Μην ακούσεις τις αμφιβολίες που θέλουν να σε μπερδέψουν. Κάποτε έδωσα μια υπόσχεση, την σημαντικότερη που έδωσα ποτέ. Την μόνη που δεν τήρησα. Δεν ξέρω πως κατάφερα όλα σωστά να τα κάνω, εκτός απ’ όσα αφορούσαν αυτήν. Έχει περάσει πια ο καιρός μου. Η ευκαιρία να την εκπληρώσω. Ανήκω πλέον στο νερό. Δεν μπορώ να φύγω. Βλέπω το σώμα μου να γίνεται υγρό και καθώς ποτίζει το έδαφος ενώνεται με την πηγή. Γίνομαι μια στάλα που ρουφάει. Είναι αδηφάγο, δεν αφήνει ούτε μια σταγόνα να ξεφύγει. Όλα τελικά είναι δικά του. Η μορφή της είναι μόνο μια κουκίδα στον ορίζοντα των ματιών μου. Και η φωνή της χαμένη ηχώ. Και τι δεν θα έδινα να μπορέσω να της πω πόσο λυπάμαι, να γίνω ένα δάκρυ στα μάτια της, για τελευταία φορά να ακουμπήσω το μάγουλο της. Να της πω πως την αγάπησα αληθινά και ας την πρόδωσα. Μα είναι αργά. Χάνομαι… χάθηκα μέσα στο νερό, στην λήθη που τόσο αναζητούσα. Φύγε, ακούς; Φύγε και μην γυρίσεις ποτέ στο νερό της αλληγορίας! Edited January 1, 2013 by laas7 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.