elgalla Posted April 22, 2014 Share Posted April 22, 2014 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: ΤρόμοςΒία; ΛίγηΣεξ; Λίγο κι απ'αυτόΑριθμός Λέξεων:2.990Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Για τον 36ο Διαγωνισμός Σύντομης Σουφουφίτικης Ιστορίας, Κατηγορία: Τρομος. Είναι revised version μιας ιστορίας που είχα γράψει κάνα-δυο χρόνια πριν. Τη συνάντησα στο τελευταίο μέρος όπου θα περίμενα ποτέ να συχνάζει κάποια όπως αυτή. Ήταν παράξενο· ταίριαζε απόλυτα με το χώρο και τους ανθρώπους που την περιέβαλλαν κι όμως, έμοιαζε τόσο παράταιρη ταυτόχρονα. Δεν ήταν τα ρούχα της ούτε το παρουσιαστικό της, αυτό το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Ήταν περισσότερο μια αύρα που εξέπεμπε, την οποία ακόμη και σήμερα αδυνατώ να προσδιορίσω ακριβώς. Το αλαβάστρινο δέρμα της αντανακλούσε αμυδρά το χαμηλό φωτισμό. Μακριά, εβένινα μαλλιά τύλιγαν τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τα μάτια της ήταν μαύρα, δίδυμα αβαθή πηγάδια που έμοιαζαν να καταπίνουν κάθε ίχνος φωτός. Κάθε τόσο, μια ρόδινη γλώσσα πετάριζε αφηρημένα στα αιμάτινα χείλη της. Ήταν ντυμένη μ’ένα λεπτό φόρεμα στο χρώμα της παλιάς δαντέλας κι αυθόρμητα σκέφτηκα πως θα έπρεπε να κρύωνε. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ και παρήγγειλα. Πίνοντας το ποτό μου, την παρατήρησα διακριτικά και δεν άργησα να καταλάβω πως το ίδιο έκαναν κι άλλοι. Εκείνη, αντίθετα, δεν έμοιαζε να κοιτάζει κανέναν συγκεκριμένα. Τα φτιαγμένα από αχάτη μάτια της ήταν καρφωμένα στο κενό και το πρόσωπό της ήταν μια πέτρινη μάσκα. Εγκατέλειψα τη θέση μου στο μπαρ με το αλκοόλ να καίει στο λαιμό και τις φλέβες μου. Το επόμενο λεπτό, στεκόμουν μπροστά της και τουλάχιστον δέκα ζευγάρια μάτια είχαν καρφωθεί επάνω μου με έκπληξη κι ενδιαφέρον. Όχι το δικό της. Εκείνο παρέμεινε σταθερά στο κενό, ακόμη κι όταν τράβηξα την καρέκλα και κάθισα απέναντί της. «Καλησπέρα», της είπα διστακτικά. Αυτό της τράβηξε την προσοχή. Αργά, πολύ αργά, τα κατάμαυρα μάτια στράφηκαν προς το μέρος μου, αργά, σαν να είχε άπειρο χρόνο στη διάθεσή της κι η παρουσία μου να μην ήταν παρά μια ασήμαντη και παροδική στιγμή. Έκλινε το κεφάλι της στο πλάι και μοβ φως εξερράγη εντυπωσιακά στον εβένινο χείμαρρο των μαλλιών της. Τώρα που βρισκόμουν κοντά της μπορούσα να διακρίνω τα λεπτά οστά που εξείχαν κάτω από το διάφανο δέρμα της. «Καλησπέρα», είπε αργόσυρτα και μου άπλωσε ένα ντελικάτο χέρι με μακριά, περιποιημένα νύχια. Περάσαμε τις επόμενες τρεις ώρες μιλώντας για μένα. Είχε μια σπάνια ικανότητα να ακούει, σιωπηλά και προσεκτικά, χωρίς ποτέ να δείχνει ότι δεν σε έπαιρνε στα σοβαρά, ακόμη κι όταν έλεγες τα πιο γελοία πράγματα στο σύμπαν. Η ίδια άρθρωσε ελάχιστες φράσεις κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης μας συνάντησης. Αρνήθηκε ευγενικά όταν προσφέρθηκα να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της. Μου έδωσε, όμως, το τηλέφωνό της και καταδέχτηκε να μου χαρίσει ένα χαμόγελο που γλύκανε, μεν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλά δεν έφτασε μέχρι τα μάτια της. Άραγε είχε φτάσει...θα έφτανε ποτέ; Τη βρήκα ξανά δυο νύχτες μετά, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος. Φορούσε πάλι λευκά κι ένα ρουμπινένιο μήλο στο λαιμό, το οποίο κινιόταν στο ρυθμό της ανάσας της. Μισοχαμογέλασε πλησιάζοντάς με και, με το γνώριμο, αργόσυρτο, βγαλμένο από αλλοτινούς καιρούς τρόπο της, με ρώτησε γιατί την είχα ξεχάσει. Δεν είχα καμιά ικανοποιητική απάντηση να της δώσω κι έτσι ψέλλισα μια δικαιολογία, την οποία κι οι δύο υποκριθήκαμε πως πίστεψε. Στοιχειωμένες μελωδίες έντυναν τα λόγια μου – γιατί, όπως και την προηγούμενη φορά, εκείνη δεν έδειχνε πρόθυμη να μου χαρίσει ούτε ένα μικρό κομμάτι από τον εαυτό της. Εκείνο το βράδυ δεν της πρότεινα να τη συνοδεύσω, όταν όμως πήγα να την αποχαιρετήσω, χαμογέλασε μυστήρια και λίγο απόμακρα και με πήρε από το χέρι. Έμενε στον πάνω όροφο ενός ανακαινισμένου νεοκλασσικού, σε μια από τις πιο ακριβές γειτονιές της πόλης. Δεν είπε καμία από τις συνηθισμένες κοινοτυπίες που επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις, απλά με τράβηξε στην κρεβατοκάμαρά της. Το μόνο που πρόλαβα να δω από το υπόλοιπο διαμέρισμα ήταν ένα πετρόχτιστο τζάκι, στο οποίο αναπαύονταν οι ζωγραφισμένες φιγούρες επτά πήλινων νάνων. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο κεριά και καθρέφτες και, με το που έκλεισε η πόρτα, αισθάνθηκα το χώρο γύρω μου να μικραίνει απειλητικά, σαν να βρισκόμουν μέσα σ΄ένα γυάλινο κουτί. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα, οι παλάμες μου ίδρωσαν και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Ένα ασήκωτο βάρος πλάκωσε το στήθος μου και πικρή χολή ανέβηκε στο λαιμό μου. Η όρασή μου θόλωσε. Σαν να κατάλαβε, ένευσε καθησυχαστικά και με φίλησε κι ευθύς ξέχασα τα πάντα. Το φόρεμα γλίστρησε από τους ώμους της και, με κάποια έκπληξη, είδα πως ήταν γυμνή κάτω απ’ αυτό. Η μορφή της γέμισε τους καθρέφτες κι υπήρχε κάτι παράδοξα ερεθιστικό στην εικόνα αυτή. Για λίγο, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από το να τη θαυμάζω καθώς άναβε τα κεριά ένα-ένα, μέχρι που μου χαμογέλασε και πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Τα ρούχα έφυγαν από πάνω μου και, με κάθε ένα που έπεφτε στο πάτωμα, ένιωθα λες κι ένα ακόμη κομμάτι του εαυτού μου στεκόταν εκτεθειμένο μπροστά της. Η νύχτα κύλησε κι η επόμενη μέρα το ίδιο αλλά, μέσα σ’εκείνο το δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν καπνός από κεριά και χλωμές αντανακλάσεις σε καθρέφτες, ήταν απολύτως αδύνατο να συνειδητοποιήσει κανείς το πέρασμα του χρόνου. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, κάναμε έρωτα και μετά γλιστρούσαμε πάλι σε λήθαργο. Παράξενοι εφιάλτες με βασάνιζαν κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών. Άλλες φορές έβλεπα έναν άντρα να μου προσφέρει ένα κατακόκκινο, λαχταριστό, ρουμπινένιο μήλο που, όταν το δάγκωνα, αποκαλυπτόταν πως ήταν σάπιο και σκουληκιασμένο. Άλλες φορές έβλεπα σειρές ολόκληρες από εβένινα φέρετρα θαμμένα στο χιόνι, σειρές επί σειρών, ως εκεί που έφτανε το μάτι, ως τον ορίζοντα κι ακόμη παραπέρα. Ξυπνούσα ουρλιάζοντας ακατάληπτα πράγματα κι εκείνη ήταν στο πλάι μου και με καθησύχαζε με φιλιά και χάδια. Έδειχνε πάντα πιο ροδαλή και λιγότερο εύθραυστη μετά από τέτοια περιστατικά, θεώρησα όμως πως ήταν ιδέα μου. Δεν ξέρω αν χάσαμε έτσι τρεις μέρες ή τρεις βδομάδες. Κάποια στιγμή, όμως, αποκοιμήθηκε επιτέλους πριν από μένα. Μισοσηκώθηκα στο κρεβάτι και την περιεργάστηκα για λίγο, χαϊδεύοντας τον ώμο της, την καμπύλη της μέσης, το γοφό της. Δεν ξύπνησε. Κατάφερα να ξεμπλεχτώ από τα σεντόνια κι άνοιξα αθόρυβα την πόρτα που οδηγούσε στο υπόλοιπο σπίτι και, κατ’επέκταση, στον έξω κόσμο. Είπα στον εαυτό μου πως όλο αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο αν κουβαλούσε ποτέ επάνω της κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να μου επιβεβαιώσει την ταυτότητά της. Είπα στον εαυτό μου πως αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο είχα παραβιάσει τον πρώτο κανόνα του επαγγέλματος· η φωτογραφία της που είχα δει είχε τραβηχτεί πάνω από δέκα χρόνια πριν κι είχα προλάβει να τη μελετήσω για κάτι παραπάνω από τριάντα δευτερόλεπτα προτού την αρπάξει από τα χέρια μου η γυναίκα που με είχε προσλάβει. Ήξερα καλά, όμως, ότι υπήρχαν κι άλλοι τρόποι. Ασφαλείς τρόποι. Σωστοί τρόποι. Θα μπορούσα να την έχω ακολουθήσει μέχρι το σπίτι της και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Δεν είχε καν συναγερμό κι η διάρρηξη θα ήταν παιχνιδάκι. Το μόνο στο οποίο μπορούσα να αποδώσω την παράλογη και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά μου ήταν αυτή η διαολεμένη αύρα που με τραβούσε σχεδόν αθέλητα κοντά της. Σε αντίθεση με την κρεβατοκάμαρα, τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν σκοτεινά και παγωμένα. Καθώς έψαχνα το γραφείο, δεν μπορούσα να αποδιώξω την αίσθηση πως κάτι με παρακολουθούσε. Όχι κάποιος, κάτι. Κοιτούσα κάθε τόσο πίσω μου και γύρω μου, μα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε κάμερες, ούτε κάποιο κατοικίδιο που δεν είχα προσέξει, ούτε κάποιος συγκάτοικος – τίποτα. Κι είχα φροντίσει να έχω διαρκώς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας στο οπτικό μου πεδίο. Θαμμένο κάτω από στοίβες λευκών χαρτιών και αποδείξεων, βρήκα, επιτέλους, ένα διαβατήριο. Το άνοιξα, κρατώντας την ανάσα μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ευχόμουν να είχα κάνει λάθος. Δεν είχα κάνει. Με την άκρη του ματιού μου, μου φάνηκε πως είδα τις σκιές στο χώρο να πυκνώνουν και να κινούνται κι αναπήδησα, περιμένοντας ότι θα την έβλεπα να στέκεται στην πόρτα κι όλο το σχέδιο θα τιναζόταν στον αέρα. Κι όμως, όχι. Ακινησία και ησυχία επικρατούσαν παντού. Μηχανικά, έβαλα πάλι το διαβατήριο στο συρτάρι, κάνοντας μια κίνηση να το σπρώξω στον πάτο, όπου το είχα βρει. Τα δάχτυλά μου άγγιξαν κάτι ψυχρό κι ελαφρώς υγρό και, με έκπληξη, συνειδητοποίησα πως ήταν χιόνι. Εκεί όπου λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα υπήρχαν χαρτιά, δεν υπήρχε πλέον τίποτα πέρα από χιόνι. Λευκό, φρέσκο, αφράτο και τόσο παράλογο που το μυαλό μου επαναστάτησε κι ένα ουρλιαχτό που με δυσκολία κατάφερα να πνίξω ανέβηκε στο λαιμό μου. Έκλεισα το συρτάρι κι όρμησα βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς να νοιάζομαι για το θόρυβο που θα έκανα. Κοιμόταν ακόμη. Καθώς έψαχνα με πυρετική μανία τις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν μου, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ήθελα να τελειώνω με τη δουλειά και να φύγω από κει μέσα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Έβγαλα τη σύριγγα με το άχρωμο υγρό κι έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της. Ανέπνεε γαλήνια, ανίδεη για το τι επρόκειτο να της συμβεί, και τα μάγουλά της ήταν πιο ρόδινα από κάθε άλλη φορά. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι αργά και με μεγάλη προσοχή, για να μην την ξυπνήσω. Όπως ήταν γυρισμένη στο πλευρό της, παραμέρισα ελαφρά τα μαλλιά της και κατηύθυνα τη σύριγγα προς τη βάση του κρανίου. Τα βλέφαρά της πετάρισαν τη στιγμή που η βελόνα απείχε ελάχιστα μόλις χιλιοστά από το δέρμα της και στράφηκε απότομα. Το βλέμμα της πήγε από τη βελόνα στο πρόσωπό μου κι αμέσως κατάλαβε. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα πρόβλημα να ολοκληρώσω τη δουλειά όταν ο στόχος μου με κοίταζε. Ούτε με τα παρακάλια και τα δάκρυα είχα πρόβλημα. Όμως εκείνη δεν παρακάλεσε ούτε έκλαψε, μόνο αιχμαλώτισε τα μάτια μου με τα δικά της κι ένιωσα τον εαυτό μου να χάνεται, να πέφτει και να πέφτει και να πέφτει σ’εκείνα τα δίδυμα, αβαθή πηγάδια. Έμεινε ακίνητη, να με κοιτάει, τελείως ατάραχη˙ θαρρείς και το γεγονός ότι ετοιμαζόμουν να δώσω τέλος στην ύπαρξή της δεν είχε την παραμικρή σημασία γι’αυτήν. Το χέρι μου που κρατούσε το επίδοξο εργαλείο του θανάτου της έπεσε άψυχο στο πλάι. Χαμήλωσα το βλέμμα. Απαλά, μου πήρε τη σύριγγα και την άφησε κάπου δίπλα. Έφερε το χέρι μου στα χείλη της κι η γλώσσα της έπαιξε για λίγο με τα δάχτυλά μου. Οι αντοχές μου δεν άργησαν να εξαντληθούν και την τράβηξα κοντά μου, ψιθυρίζοντας ακατάληπτα πράγματα μέσα στα μαλλιά της. Μετά από ώρες, αγκαλιά κι εξαντλημένες κι οι δυο, μου είπε την ιστορία της. Πως η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα και πως ο πατέρας της είχε παντρευτεί ξανά όταν ήταν μικρή. Πως η μητριά της ήταν μια όμορφη, ευγενική γυναίκα που την αγαπούσε και της φερόταν σαν να ήταν κόρη της. Πως, μεγαλώνοντας, είχε αρχίσει να διαφαίνεται η αφύσικη ομοιότητα που είχε με τη μητέρα της και πως ο πατέρας της έβρισκε περισσότερο ελκυστικό το αντίγραφο της νεκρής του συζύγου από τη ζωντανή που είχε στο πλευρό του. Πως η συμπεριφορά της μητριάς της άλλαξε όταν κατάλαβε τι συνέβαινε και πως έριξε το φταίξιμο για τον αποτυχημένο της γάμο όχι στον άντρα της, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στη θετή της κόρη. Πως η βία έγινε καθημερινότητα στο σπίτι τους. Πως περίμενε να γίνει δεκαοχτώ για να έχει πρόσβαση στην περιουσία που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της και πως το έσκασε από το σπίτι. Πως είχε πιστέψει ότι είχε ξεφύγει, μέχρι που εμφανίστηκα εγώ, με τη θανατηφόρα μου σύριγγα, για να την τραβήξω πάλι πίσω σ’έναν εφιάλτη στον οποίο δεν είχε κανένα σκοπό να επιστρέψει. Και, κάπως έτσι, παραβίασα και το δεύτερο κανόνα του επαγγέλματος και άλλαξα εργοδότη. Περάσαμε καιρό σχεδιάζοντας πώς θα γλιτώναμε τον κόσμο από τον πατέρα και τη μητριά της. Ήθελα να είναι όλα τέλεια – κανείς δεν έπρεπε να την υποψιαστεί. Όλο αυτό το διάστημα, οι εφιάλτες είχαν ενταθεί κι η επικείμενη δουλειά είχε κυριεύσει το μυαλό μου σε βαθμό εμμονής. Κι όσο εγώ γινόμουν ολοένα και πιο χλωμή, όσο το δέρμα μου υποχωρούσε γύρω από τα κόκκαλά μου και τα μάτια μου βούλιαζαν στις κόγχες τους, τόσο εκείνη έμοιαζε υγιέστερη. Ήταν λες κι όλο το χρώμα στράγγιζε από πάνω μου κι αυτή το ρουφούσε, λαίμαργα και αλύπητα, μέχρι να ξεθωριάσω εντελώς. Έλεγα στον εαυτό μου πως έφταιγε το άγχος και η αϋπνία, μα ήξερα καλά πως ήταν ψέμα. Η αλήθεια ήταν πως οι εφιάλτες είχαν αρχίσει να κυριεύουν το νου μου ακόμη και τις ώρες που ήμουν ξύπνια. Είχα διαρκώς την αίσθηση ότι δεν ήμασταν μόνες στο σπίτι. Αόρατα ζευγάρια μάτια ήταν μόνιμα καρφωμένα επάνω μου κι άκουγα πίσω μου, στις σκιές, ήχους από συρσίματα και κροταλίσματα δοντιών. Εκείνη με διαβεβαίωνε πως ήταν ιδέα μου και, ως ένα βαθμό, αναγνώριζα κάποιο δίκιο στα λόγια της. Πράγματι, είχα αφήσει αυτήν την υπόθεση να γίνει υπερβολικά προσωπική. Αν κάποιος με ρωτούσε, θα ισχυριζόμουν πως το έκανα από κάποια διεστραμμένη αίσθηση δικαίου. Τόσο αυτή, όσο κι εγώ, βέβαια, ξέραμε πως τίποτα τέτοιο δεν ίσχυε. Τρεις μήνες μετά, εμφανίστηκα στη γυναίκα που με είχε προσλάβει και της είπα πως η δουλειά είχε γίνει. Απαίτησε να δει τα πειστήρια και της έδειξα το ρουμπινένιο μήλο. Φανερά ανακουφισμένη, μου γύρισε την πλάτη κι άνοιξε το χρηματοκιβώτιο. Την πλησίασα αθόρυβα, την αγκάλιασα – σχεδόν τρυφερά, με τα γαντοφορεμένα χέρια μου κι έχωσα τη σύριγγα ανάμεσα στα μαλλιά της. Μισοστράφηκε προς το μέρος μου, με βλέμμα γεμάτο τρόμο. «Τι εκ…» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει γιατί το δηλητήριο νίκησε τη θέλησή της. Ένας πνιχτός γδούπος από τα έγκατα του σπιτιού τράβηξε την προσοχή μου. Μου είχε πει πως θα αναλάμβανε εκείνη τον πατέρα της. Μην κατέβεις στο υπόγειο, με είχε προειδοποιήσει. Υπό κανονικές συνθήκες, θα υπάκουα. Ωστόσο, κάτι με τραβούσε προς τα εκεί και δεν μπορούσα να αντισταθώ. Όσο κατέβαινα τα σκαλιά, τόσο πύκνωναν γύρω μου οι σκιές. Με το που πάτησα το πόδι μου στο στενό διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα του υπογείου, το ένιωσα να βυθίζεται σε κάτι κρύο και μαλακό. Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα μέσα σ’εκείνο το πηχτό, δυσβάσταχτο έρεβος, αλλά ήμουν βέβαιη πως επρόκειτο για χιόνι. Κάτι σερνόταν στο σκοτάδι, κάτι αδηφάγο και πεινασμένο, του οποίου τα μυτερά, καμωμένα από ατσάλι και νύχτα δόντια έτριζαν ανυπόμονα στην προοπτική να με κατασπαράξουν. Όλο μου το είναι ούρλιαζε να την αφήσω πίσω και να εξαφανιστώ προτού να είναι αργά. Κι όμως, τα πόδια μου συνέχιζαν να κινούνται μηχανικά, θαρρείς κι είχαν αποκτήσει ξαφνικά δική τους θέληση. Πίσω από την κλειστή πόρτα, φωνές έφτασαν στ’ αφτιά μου. «Όχι!» ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός άντρα. «Δεν είσαι η κόρη μου! Είσαι ένα μίασμα που φοράει το πρόσωπό της!» Ακολούθησαν υγροί ήχοι και αγκομαχητά. Αμέσως μετά, ένα εκκωφαντικό χαστούκι κι ένα κλαψούρισμα από τον άντρα. «Αχάριστε. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, έτσι δεν είναι; Είμαι η κόρη σου. Ζητήσατε ένα παιδί κι Εκείνη σας το έδωσε. Ποτέ δεν μπόρεσες να αποδεχτείς πως ήμουν ξεχωριστή, πως με είχε σημαδέψει» του είπε εκείνη περιφρονητικά κι ήταν λες κι όλο το χιόνι είχε φύγει, ως δια μαγείας, από το πάτωμα κι είχε εισχωρήσει στη φωνή της. Έκανα μερικά ακόμη βήματα προς την πόρτα. «Ξεχωριστή; Δεν είσαι ξεχωριστή! Ένα τέρας είσαι, που σκότωσε τη γυναίκα μου και διέφθειρε την κόρη μου!» Προσεκτικά, έσπρωξα ελαφρά τη μισάνοιχτη πόρτα. Δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχουν λόγια ικανά να περιγράψουν το θέαμα μπροστά στο οποίο βρέθηκα. Το δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από ένα γυμνό γλόμπο που ταλαντευόταν άρρυθμα μπρος-πίσω. Οι τοίχοι και το δάπεδο ήταν καλυμμένοι με χιόνι και αίμα και, στο επίκεντρο όλων αυτών, ήταν ξαπλωμένος ένας μεσόκοπος άντρας. Τα πόδια του ήταν δυο άμορφες, πολτοποιημένες μάζες από σάρκα και κόκκαλα και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Σκαρφαλωμένη επάνω του κι εντελώς γυμνή, ήταν εκείνη κι η παλινδρομική κίνηση του σώματός της δεν άφηνε καμία αμφιβολία σχετικά με το τι ακριβώς έκανε. Το κορμί της δεν ήταν παρά μια μικρογραφία του δωματίου – χιόνι και αίμα. Το στομάχι μου κλώτσησε βίαια. «Άνοιξε τ’αφτιά σου, ανόητε!» τον επέπληξε αυστηρά. «Είμαι η κόρη σου. Η γυναίκα σου ήξερε ποιο θα ήταν το αντίτιμο για τη χάρη που Της ζήτησες και το δέχτηκε, σε αντίθεση μ’εσένα». «Ξέρω το όνομά σου» επανέλαβε ξεψυχισμένα ο άντρας. «Ερέσκιγκαλ». Έφτυσε με μίσος την παράξενη λέξη κι αμέσως δέχτηκε ένα ακόμη ηχηρό χαστούκι. «Μην αναφέρεις το όνομά Της! Δεν έχεις το δικαίωμα. Την πρόδωσες». «Σκάσε!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Δεν έχεις ιδέα τι μου ζήτησε!» Εκείνη γέλασε παγερά. «Φυσικά και έχω ιδέα. Ήταν χρέος σου να τη φέρεις στον κόσμο μας μέσω εμού. Δεν ήθελες να μολύνεις την αγνή και άσπιλη κορούλα σου με το σπέρμα σου; Με δημιούργησε γι’αυτό το σκοπό! Πώς τόλμησες να πιστέψεις ότι θα μπορούσες να αντισταθείς στη θέλησή Της;» Ο άντρας κλαψούρισε, ψιθυρίζοντας κάτι που δεν κατόρθωσα να ακούσω. «Ήταν τόσο εύκολο» μονολόγησε αυτή γεμάτη οργή. «Σου τα είχε όλα έτοιμα κι εσύ τι πήγες κι έκανες; Παντρεύτηκες μια καριόλα και με κλείδωνες στο υπόγειο κάθε φορά που τα δώρα Της σε ξεβόλευαν! Κι είχες την ελπίδα πως θα σε ξεχνούσε, λες και πλάσματα όπως Εκείνη ξεχνούν ποτέ! Αν με είχες απλά γαμήσει όταν έπρεπε, δεν θα χρειαζόταν τώρα να πεθάνετε για να κατευνάσετε την οργή της, ούτε εσύ, ούτε η γυναικούλα σου, ούτε…» Ούτε εγώ. Το ένιωσα μέσα μου, παρόλο που η ίδια δεν ολοκλήρωσε την πρότασή της. «Δεν ήταν δώρα» μουρμούρισε ο άντρας ψυχορραγώντας. «Ήταν κατάρα. Δεν ήσουν σαν τα άλλα παιδιά. Τρεφόσουν με εφιάλτες και φόβο και το σκοτάδι άκουγε τις προσταγές σου. Τι έπρεπε να κάνω, δηλαδή;» «Να τηρήσεις τη συμφωνία που έκανες μαζί Της» είπε άχρωμα εκείνη και, προτού καν το καταλάβω, τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στο στήθος του και, μ’έναν ανατριχιαστικό ήχο αποκόλλησης και σπασίματος, εκεί που κάποτε ήταν η καρδιά του, έχασκε πια μια άδεια τρύπα. Στράφηκε προς το μέρος μου, χαμογελώντας αργά και λάγνα, σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτε από όλα αυτά. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια» μου είπε γλυκά κι έτεινε το ματωμένο της χέρι προς το μέρος μου, καλώντας με να πάω κοντά της. Δεν πήγα. Έχωσα το χέρι μου στο μπουφάν μου, τράβηξα το όπλο μου και την πυροβόλησα ανάμεσα στα μάτια. Στιγμιαία έκπληξη διαγράφηκε στο πρόσωπό της πριν σωριαστεί πάνω στο κατακρεουργημένο πτώμα του πατέρα της. Κάτι μέσα στις σκιές ούρλιαξε με λύσσα. Δεν του έδωσα σημασία. Επέστρεψα στον πάνω όροφο και πήρα το ρουμπινένιο μήλο. Το πέρασα στο λαιμό μου κι ένιωσα το βάρος του να αναπαύεται ανάμεσα στα στήθη μου. Ξεγλίστρησα από κει μέσα, αθέατη, κι έβαλα τα ακουστικά στ’ αφτιά μου. Οι στίχοι με τύλιξαν και τους παραδόθηκα όπως είχα παραδοθεί και σ’εκείνη. Nothing but the knife to live for One life, all I need Give me one good reason Give me more… 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted April 23, 2014 Share Posted April 23, 2014 Θεματικά μπορώ να πω ότι μου άρεσε πάρα πολύ. Όπως και η γραφή σου μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Νομίζω έπειτα από αυτό το διήγημα- το οποίο κατατάσσω μέχρι τώρα στα αγαπημένα μου για τον διαγωνισμό- θα ψάξω περισσότερα πράγματα από εσένα. Η εξέλιξη της ιστορίας ήταν απρόβλεπτη. Χτίζεις την ατμόσφαιρα μέσα από ζωντανές περιγραφές και λυρισμό που δεν ξεπερνά το μέτρο. Μπράβο 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted April 27, 2014 Share Posted April 27, 2014 Πολύ ωραίο κείμενο, με ωραίες εικόνες, περιγραφές και ιστορία. Τα καλά: Μου άρεσε πολύ ο λυρισμός της γραφής σου, το κείμενο γενικά κυλούσε άνετα. Η ιστορία, η οποία αποδείχθηκε πιο πυκνή απ’ όσο περίμενε κανείς λαμβάνοντας υπόψη του το μέγεθος του διηγήματος. Η ίδια ιδέα θα μπορούσε να αναπτυχθεί και σε μεγαλύτερο κείμενο όπως μυθιστόρημα, καθώς είχε εξελίξεις κι ανατροπές καθ’ όλη τη διάρκεια του κειμένου. Το γεγονός ότι η ηρωίδα ήταν γυναίκα, δεν το περίμενα- μια ευχάριστη λογοτεχνική έκπληξη. Το αμφιλεγόμενο: Το όνομα της κοπέλας και γενικά το τέλος με μπέρδεψε. Καταρχάς, δεν ήξερα τι σήμαινε το όνομα, οπότε αρχικά ήμουν λίγο χαμένος("έχασα κάνα επεισόδιο;"). Μετά το γκούγκλαρα και τότε κατάλαβα κάποια πράγματα, αν και ακόμα μένουν μυστήρια κάποια άλλα (στα περισσότερα κείμενα του διαγωνισμού μένω με απορίες οπότε μπορεί να είναι καθαρα δικό μου θέμα):Γιατί κάλεσαν τη θεά; Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς παιδιά; Δεν ήθελε εκείνος να κάνει παιδιά από το σπέρμα του;(" Ήταν χρέος σου να τη φέρεις στον κόσμο μας μέσω εμού. Δεν ήθελες να μολύνεις την αγνή και άσπιλη κορούλα σου με το σπέρμα σου;" Μήπως αυτό έχει διαφορετική ερμηνεία απ’ ό,τι κατάλαβα αρχικά; Μήπως η θεά έχει σχέση με το σεξ(τρέφεται από αυτό για παράδειγμα); Μήπως η «μόλυνση» αφορούσε την ίδια τη γέννηση της κόρης του κι όχι μια αιμομικτική ερωτική επαφή;)Απλώς δεδομένου ότι δε γνώριζα γι’ αυτήν, το τέλος μου φάνηκε ελλιπές (ξέρω ότι το να εξηγείς πράγματα που θεωρείς προφανή είναι βαρετό και μειώνει τη χαρά της συγγραφής, αλλά θα μπορούσες μέσω των σκέψεων της ηρωίδας να μας μεταφέρεις κάποιες πληροφορίες, π.χ. να αναγνώριζε το όνομα και να συνειδητοποιούσε τι είχε συμβεί, εξηγώντας το διακριτικά στην αφήγηση). Συνολικά, πολύ ωραίο διήγημα. Καλή τύχη με το διαγωνισμό! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted April 27, 2014 Share Posted April 27, 2014 -Πολύ μου άρεσε ο λόγος σου! Τον ευχαριστήθηκα, τόσο για τον άνετο, χωρίς λόξιγκες ρυθμό του, όσο κι επειδή ένιωθα πως μου έδινε με εικόνες την ιστορία σου. -Πήγαινα μια χαρά, μέχρι το σημείο που αρχίζει η συζήτηση στο υπόγειο, ανάμεσα στον πατέρα και τη γυναίκα/πλάσμα. Αυτός ο διάλογος με πέταξε έξω από την ιστορία. Έμοιαζε να είναι βαλμένος εκεί, μονάχα για να μάθουμε τι πάνω-κάτω συμβαίνει. Θέλω να πω, αφού κι οι δυο γνωρίζουν ήδη αυτά που λένε, για ποιον λόγο να τα ξαναπούν; -Ερέσκιγκαλ. Οκ, αλλά μείναμε σ' αυτό και δεν μάθαμε τίποτα άλλο. Ποια ήταν τελικά; -Επίσης, τι πλάσμα είναι η γυναίκα που 'ερωτεύεται' η αφηγήτρια; Βρυκόλακας; ''Αργά, πολύ αργά, τα κατάμαυρα μάτια στράφηκαν προς το μέρος μου, αργά, σαν να είχε άπειρο χρόνο στη διάθεσή της κι η παρουσία μου να μην ήταν παρά μια ασήμαντη και παροδική στιγμή.'' -Τι ωραίο! ''Μετά από ώρες, αγκαλιά κι εξαντλημένες... ...δεν είχε κανένα σκοπό να επιστρέψει.'' -Κατά τη γνώμη μου εδώ παίζει λίγο infodumping. -Το κλείσιμο κάπως άνευρο, κι ίσως όχι τόσο αληθοφανές. -Και πάλι μπράβο για τον λόγο σου. υγ: έμεινα στο ντεμί με το λεσβιακό του πράγματος, κυρίως επειδή για μένα δεν φάνηκε να εξυπηρετεί το κάτι παραπάνω στην ιστορία (εννοώ ότι κι αν ήταν άντρας-γυναίκα το ζευγάρι, πάλι την ίδια ιστορία θα είχαμε 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
giorgos lagonas Posted April 30, 2014 Share Posted April 30, 2014 είχα να γράψω πολλά, αλλά με κάλυψε απόλυτα ο Άκης. υπέροχη, στρωτή γραφή και φινέτσα (για μένα το πιο επιτυχημένα στυλιζαρισμένο κείμενο του διαγωνισμού) σε μια όμορφη ιστορία - διεστραμμένο παραμύθι (γιατί μόνο οι γυναίκες μπορείτε να αντλείτε τόσο ωραίο horror υλικό από τα παραμύθια;)... ...αλλά δυστυχώς όλα τα αρνητικά του κειμένου συμπυκνώνονται στην τελευταία μιάμιση σελίδα. Όσο το πήγαινες εκεί που το πήγαινες, άριστα. Η Ερίσκιγκαλ με το που έσκασε μύτη, (ποιός, πού; πότε; γιατί; να το googlάρω; και έτσι θα αποκτήσει περισσότερη αξία η ιστορία; Απάντηση : ΟΧΙ) σου το χάλασε 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Natasha Posted April 30, 2014 Share Posted April 30, 2014 Καταρχήν, ξαφνιάστηκα που η αφηγήτρια ήταν γυναίκα! Μου άρεσε πολύ, απλά θα προτιμούσα να το είχα μάθει νωρίτερα γιατί καθώς διάβαζα "άκουγα" το κείμενο μέσα μου με την αντρική φωνή του αφηγητή και μετά μπερδεύτηκα λίγο. Πάντως, δεν είναι τόσο σημαντικό, παραξενιά δική μου να φαντάζομαι πώς ακούγεται ο αφηγητής. Στα πιο ουσιώδη: το κείμενο είναι καλογραμμένο και μου άρεσαν πολύ κάποιες εικόνες (τα εβένινα φέρερτα στο χιόνι, όπως και το χιόνι στο συρτάρι). Το αρνητικό του κειμένου είναι όπως είπε και ο Γιώργος και ο Άκης το τέλος, η φάση με την Ερέσκιγκαλ. Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο, μόνο αυτό χρειάζεται να δουλευτεί, ώστε να μη μένουν απορίες και χαλάει μια κατά τα άλλα ατμοσφαιρική ιστορία 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 2, 2014 Share Posted May 2, 2014 (edited) Όντως από τη μέση και μετά ήταν σαν να διάβαζα μια διαφορετική ιστορία. Στο δεύτερο μέρος ξαφνικά βαθαίνει πάρα πολύ η ιστορία, προχωράει πολύ γρήγορα η πλοκή και ο αφηγητής γίνεται αφηγήτρια. Νομίζω αυτό που χρειαζόταν ήταν: 1. Να μας γράψεις από την αρχή ότι η ηρωίδα ήταν γυναίκα ώστε να τη φανταστούμε στο μυαλό μας. (Αφού δεν θέλεις να χρησιμοποιήσεις το φύλο για κάποια ανατροπή) 2. Να αρχίζεις να μας προϊδεάζεις για το επάγγελμα της αφηγήτριας από την αρχή. Να πετάς σκόρπια χιντς δηλαδή. Ακόμα και στο διαβατήριο δεν είπε κάτι και το άφησες, και δεν κατάλαβα γιατί το έψαχνε. Ακόμα και η σύριγγα μου ήρθε πολύ ξαφνικά. Θα μπορούσες να πεις για παράδειγμα ότι κάτι έσφιγγε στο μπαρ, κτλ κτλ. Για τη γραφή συμφωνώ ότι ήταν σούπερ! Και μ' άρεσε το παιχνίδι που έκανες με το χιόνι ;) Edited May 2, 2014 by Διγέλαδος 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted May 2, 2014 Share Posted May 2, 2014 Μια από τις εκπλήξεις του διαγωνισμού και το πρώτο διήγημα που έτυχε να διαβάσω. Μου άρεσε πάρα πολύ η γραφή, αλλά και οι συνεχείς ανατροπές που κρατάνε τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Το διάβασα μονορούφι και δεν μπορώ να πω πως έχω κάτι ουσιαστικό να παρατηρήσω. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted May 4, 2014 Share Posted May 4, 2014 Από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Κι εγώ που νόμιζα ότι το όνομά της ήταν Χιονάτη! Forgive my ignorance, αλλά την Ερέσκιγκαλ δεν την είχα ξανακούσει και μάλιστα έψαξα να βρω αν ήταν καμιά μετάφραση της Χιονάτης σε άλλη γλώσσα . Παρόλα αυτά, η ιστορία μου άρεσε. Ειδικά το πρώτο της κομμάτι με τη συνάντηση στο μπαρ και τους εφιάλτες και την αίσθηση ότι κάπου έχουμε να κάνουμε με βαμπίρ. Μετά, μου πέφτουν κάπως πολλά ορισμένα πράγματα και κυρίως δεν καταλαβαίνω πολύ καλά τι ακριβώς περιλάμβανε η συμφωνία και τι ήταν τα «δώρα». Πολύ ατμοσφαιρικές και οι σκηνές όπου νομίζει ότι κάτι την παρακολουθεί. Το στοιχείο της απόκρυψης του φύλου του αφηγητή ήταν για μένα ουδέτερο. Δεν θα είχε διαφορά αν ήταν άντρας με μόνη διαφορά τη σκηνή στο τέλος όπου παίρνει και φοράει το μήλο. Καλή δουλειά γενικά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 5, 2014 Share Posted May 5, 2014 Γενικά: Ξεκινάς αργά και με τρόπο που υπό άλλες συνθήκες θα βογκούσα καρτερικά ως να τελειώσει. Αλλά συνέχισες με απίστευτο τρόπο και με σωστό ρυθμό και κορύφωσες άψογα. Μου άρεσε: οι επιλογές σου. Πάει να πει, η βασική, αρχική ιστορία, η επιλογή του φύλου του αφηγητή, η Ερεσκιγκάλ (καλά βρε παιδιά, μόνο εγώ ξέρω ότι είναι μεσοποτάμια θεότητα του κάτω κόσμου;), εκείνη η φράση που με τσάκισε Αν με είχες απλά γαμήσει όταν έπρεπε Πωπω. Δε μου άρεσε: έχω αρχίσει να ψιλοβαριέμαι το μοτίβο των διεστραμμένων παραμυθιών. Αυτό όμως έχει να κάνει με μένα, κι όχι με το κείμενό σου. Μπράβο σου χίλιες φορές. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
xrusaki Posted May 5, 2014 Share Posted May 5, 2014 Eίχα καταλάβει ότι η ηρωίδα ήταν γυναίκα. Δεν ξέρω πως . Πάντως δεν με παραξένεψε. Ισως γιατί και σε προηγούμενο διήγημα σου είχες ηρωίδες γυναίκες πολεμίστριες άρα είχα το ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Πράγματι η ιστόρια μετά απο ένα σημείο μπερδέυεται επικίνδυνα..αποκτά ένα μυθολογικό υπόβαθρο που δεν το περιμέναμε και οι πληροφόριες είναι αρκέτες και περίπλοκες. Ασε που είναι και λίγο κλισέ , με το ζευγάρι που δεν μπόρει να τεκνόποιησει κτλ..αυτό το μέρος καύτερα να έλειπε. Μπόρουσε απλα η αφηγήτρια να καταλάβαινε ότι η δαίμονισσα την σαγήνευσε και την χρησλιμοποιούσε και να την σκότωνε..Και έκει θα ήταν και μία ενδιαφερουσα ανατρόπη. Χείριζεσαι πολύ καλά και αυτό το ειδος γραφής του τρόμου..και το ταίριαξες με ένα ζοφερο αισθησιάσμο που του έδωσε κάτι διαφόρετικο. Κάτα τα άλλα ωραίο διήγημα, εγώ δεν μπορώ να ψηφίσω λόγω ελλειψης ποστς.. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted May 5, 2014 Share Posted May 5, 2014 εγώ δεν μπορώ να ψηφίσω λόγω ελλειψης ποστς.. Έχεις ξεπεράσει το minimum όριο των 50 posts. Άρα ψήφισε ελεύθερα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cyrano Posted May 6, 2014 Share Posted May 6, 2014 Κάποια επιπλέον σχόλια. Ξέρω τ' όνομά σου - παρατηρήσεις, σχόλια.doc 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted May 9, 2014 Share Posted May 9, 2014 + Πολύ-πολύ καλογραμμένο, πολύ ωραίος ρυθμός και ολοζώντανες εικονες. Πυκνό και γεμάτο, χωρίς όμως να κουράζει! Μπράβο, Αταλάντη! + Μου άρεσε που έβαλες την Ερεσκιγκάλ στο στόρυ, δεν το περίμενα και είμαι και sucker για μυθολογικούς δαίμονες, ειδικά από Μεσοποταμία, Βαβυλώνα κλπ. Στην αρχή νόμιζα ότι θα είχαμε αλλη μία βαμπιροιστορία... - Θα συμφωνήσω με τον Νταγκον για τον διάλογο στο τέλος, με πέταξε έξω από το στόρυ και εμένα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 12, 2014 Share Posted May 12, 2014 Σ' εμένα δεν δούλεψε καθόλου καλά αυτή η ιστορία. Και ήθελα, γιατί μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Σκάλωσα σε κάτι προβλήματα (ή έτσι τα είδα εγώ) : 1) Οι περιγραφές που είναι ακριβώς αυτό που εννοούσα στο τόπικ των κλισέ στη συγγραφή. Όλα τα πετρώματα μαζί για να περιγράψεις μία γυναίκα; Βρισκόμαστε στη σύγχρονη εποχή, και, εκτός κι αν είναι κάποιος κολλημένος μέχρι μανίας στη λογοτεχνία του δεκάτου ενάτου αιώνα, δεν θα είναι αυτά το πρώτο που θα του έρθει στο μυαλό όταν κοιτάζει έναν άνθρωπο. Είναι αφύσικο, βεβιασμένο. Επίσης, οι επαναλήψεις τους χτυπάνε άσχημα. Μια συγκεκριμένη περιγραφή τη βρήκα απλά λάθος. Είναι τα αβαθή πηγάδια. Αν είναι αβαθή, δεν είναι πηγάδια. Κάπως αλλιώς θα έπρεπε να το εκφράσεις, δεν ξέρω, μπορεί και να κάνω εγώ λάθος. 2) Νομίζω ότι ήρθε αργά η αποκάλυψη του επαγγέλματος της ηρωίδας. Κάποιο στοιχείο θα την ενδυνάμωνε, ενώ τώρα έρχεται απότομα. 3) Ακόμη πιο αργά και απότομα έρχεται η αποκάλυψη του φύλλου της! Δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία, ή δεν κατάλαβα, πάντως θα ήταν ωραίο να είχαμε ένα-δυο στοιχεία πιο πριν, μια ματιά διαφορετική. Τώρα δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άντρα ήρωα. Και δεν εννοώ χοντροκομμένα, σεξιστικά πράγματα. Απλές σκέψεις ίσως. (Τώρα θυμήθηκα μία: "το φόρεμά της είχε το χρώμα παλιάς δαντέλλας", σκέφτηκε η ηρωίδα σου για την άγνωστη στο μπαρ. Κανένας άντρας δεν θα σκεφτόταν δαντέλλα. Ναι, κάτι τέτοια εννοώ! Αν έβαζες άλλο ένα; Και πάλι όμως, λίγο πιο σύγχρονο; Γιατί πιστεύω ότι πια είναι λίγο δύσκολο ακόμη και μία γυναίκα να σκεφτεί δαντέλλα, τουλάχιστον μία πληρωμένη δολοφόνος). Η σκηνή στο υπόγειο δεν ήταν καθόλου καλή. Όλες οι πληροφορίες χύμα, και αφύσικα καλή κατάσταση από κάποιον που έχει λιωμένα πόδια. Μου άρεσε η άνετη, αργή κίνηση της γυναίκας στο μπαρ, όταν γύρισε να κοιτάξει τον άγνωστο που την πλησίασε. Μου άρεσε το χιόνι στο συρτάρι. Μου άρεσαν οι νάνοι, αλλά δεν μου άρεσε το ότι δεν είδα να έχουν αξιοποιηθεί κάπως, να έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted May 14, 2014 Author Share Posted May 14, 2014 (edited) Να σας ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου για την ανάγνωση και τα σχόλια. Η αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκω μεγάλη ευχαρίστηση στο να εξηγώ τις ιστορίες μου, οπότε δεν θα απαντήσω στις απορίες, θα σας αφήσω απλά με την υπόσχεση πως όταν -σύντομα, ελπίζω- βρω χρόνο να το ξεσκονίσω, θα λάβω πολύ σοβαρά υπόψη τις παρατηρήσεις σας. Εύχομαι το v.3 να σας αρέσει περισσότερο. Καθαρά για το ενδιαφέρον της υπόθεσης, ανεβάζω και την πρώιμη εκδοχή της ιστορίας, που είχα γράψει κάνα-δυο χρόνια πριν. Όποιος δεν βαριέται, μπορεί να τη διαβάσει κι αυτή. Υπάρχει κάτι σπάνιο και απροσδιόριστα ερωτικό στον τρόπο που ορισμένοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη γλώσσα, αναμφίβολα θα το έχετε προσέξει. Μοιάζουν να έχουν βγει από άλλη εποχή ή ίσως να γεννήθηκαν σε λάθος εποχή, ποιος στ' αλήθεια μπορεί να γνωρίζει; Εξωτερικά, δεν υπάρχει τίποτα που να τους προδίδει, τίποτα που να είναι εξώφθαλμα εκτός τόπου και χρόνου, ωστόσο είναι κάτι στον τρόπο τους που ελκύει και ταυτόχρονα απωθεί τους γύρω τους. Η στάση του σώματός τους, η ομιλία τους, αυτή η παράδοξη νωχελικότητα με την οποία περιφέρουν τον εαυτό τους, σαν ο κόσμος να είναι υπό τους, σαν τίποτα να μην είναι αρκετό. Σαν να ήρθαν σ'αυτή τη γη με μια άδεια τρύπα στη θέση της καρδιάς και να μην υπάρχει ούτε ένα άτομο, ούτε ένα πράγμα, ούτε μια ιδέα ικανά να τη γεμίσουν. Φυσικά, όλα αυτά δεν τα σκέφτηκα παρά μονάχα πολύ αργότερα. Όταν με είχε ήδη τραβήξει στον προσωπικό της εφιάλτη και ήταν πλέον απολύτως αδύνατο να βρω διαφυγή. Ίσως και να μην ήθελα, μου είναι πια δύσκολο να πω. Την είχα συναντήσει στο τελευταίο μέρος όπου θα περίμενα ποτέ να συναντήσω κάποια όπως αυτή. Ήταν παράξενο· ταίριαζε απόλυτα με το χώρο και τους ανθρώπους που την περιέβαλλαν κι όμως...έμοιαζε τόσο παράταιρη ταυτόχρονα. Δεν ήταν τα ρούχα της ούτε το παρουσιαστικό της, αυτό το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Όχι πως δεν ήταν εντυπωσιακή με τον τρόπο της, όμως υπήρχαν κι άλλες εντυπωσιακές παρουσίες γύρω της εκείνο το βράδυ. Ήταν περισσότερο μια αύρα που εξέπεμπε, σαν να είχε τον έλεγχο της κατάστασης και να μην υπήρχε απολύτως τίποτα ικανό να την ταράξει. Το αλαβάστρινο δέρμα της αντανακλούσε αμυδρά το χαμηλό, γεμάτο υπονοούμενα φωτισμό. Μακριά, εβένινα μαλλιά τύλιγαν τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά του προσώπου της και μάτια μαύρα, δίδυμα, αβαθή πηγάδια που έμοιαζαν να καταπίνουν κάθε ίχνος φωτός. Μια ρόδινη γλώσσα πετάριζε στα αιμάτινα χείλη της αφηρημένα. Ήταν ντυμένη μ' ένα λεπτό φόρεμα στο χρώμα της παλιάς δαντέλας κι αυθόρμητα σκέφτηκα πως θα έπρεπε να κρύωνε. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ. Την παρατήρησα διακριτικά και δεν άργησα να καταλάβω πως το ίδιο έκαναν κι άλλοι. Εκείνη, αντιθέτως, δεν έμοιαζε να κοιτάει κανέναν συγκεκριμένα. Τα φτιαγμένα από αχάτη μάτια της ήταν καρφωμένα στο κενό κι έμοιαζε σκεφτική κι αδιόρατα θλιμμένη. Εγκατέλειψα τη θέση μου στο μπαρ μαζί με το άδειο μου ποτήρι. Αλκοόλ έκαιγε στο λαιμό μου και τις φλέβες μου και, για μια στιγμή, αναρωτήθηκα πώς είχε βρεθεί εκεί. Αλλά το επόμενο λεπτό στεκόμουν μπροστά της και τουλάχιστον δέκα ζευγάρια μάτια στο χώρο είχαν καρφωθεί επάνω μου με έκπληξη κι ενδιαφέρον. Όχι το δικό της. Εκείνο παρέμεινε σταθερά στο κενό, ακόμη κι όταν τράβηξα την καρέκλα και κάθισα απέναντί της. “Καλησπέρα”, της είπα διστακτικά. Αυτό της τράβηξε την προσοχή. Αργά, πολύ αργά, τα κατάμαυρα μάτια της στράφηκαν πάνω μου, αργά, λες κι είχε άπειρο χρόνο στη διάθεσή της κι εγώ δεν ήμουν παρά μια μικρή, παροδική ενόχληση. Έκλινε το κεφάλι της στο πλάι και μωβ φως εξερράγη εντυπωσιακά στον εβένινο χείμαρρο των μαλλιών της. Τώρα που βρισκόμουν κοντά της μπορούσα να διακρίνω τα λεπτά οστά που εξείχαν κάτω από το διάφανο δέρμα της. “Καλησπέρα”, είπε αργόσυρτα και μου άπλωσε ένα ντελικάτο χέρι με μακριά, περιποιημένα νύχια. Περάσαμε τις επόμενες τρεις ώρες μιλώντας για μένα˙ ένα ακόμη από τα πράγματα που άργησα να συνειδητοποιήσω. Είχε μια σπάνια ικανότητα να ακούει, σιωπηλά και προσεκτικά και χωρίς ποτέ να δείχνει ότι δεν σε έπαιρνε στα σοβαρά, ακόμη κι όταν έλεγες τα πιο γελοία πράγματα στο σύμπαν. Η ίδια άρθρωσε ελάχιστες λέξεις κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης μας συνάντησης κι εγώ άπλωσα την ψυχή μου στα πόδια της. Σχεδόν. Μερικά μυστικά ήταν μονάχα για μένα και κανείς, ούτε καν εκείνη, δεν έπρεπε να τα μάθει. Ειδικά εκείνη. Αρνήθηκε ευγενικά όταν προσφέρθηκα να πάω μαζί της μέχρι το σπίτι της, παρότι ήταν αργά για να κυκλοφορεί στο δρόμο μόνη της, μια κοπέλα τόσο εύθραυστη και όμορφη όπως αυτή. Δεν επέμεινα περισσότερο γιατί δεν ήθελα να την τρομάξω, παρόλο που είχα την ακαθόριστη αίσθηση ότι πολύ λίγα πράγματα σ' αυτόν τον κόσμο θα μπορούσαν να την τρομάξουν. Ίσως και τίποτα. Μου έδωσε, όμως, το τηλέφωνό της και καταδέχτηκε να μου χαρίσει ένα χαμόγελο που γλύκανε, μεν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλά δεν έφτασε μέχρι τα μάτια της. Άραγε είχε φτάσει...θα έφτανε ποτέ; Τη βρήκα ξανά δυο νύχτες μετά, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος. Φορούσε πάλι λευκά κι ένα ρουμπινένιο μήλο κινιόταν στο ρυθμό της ανάσας της. Μισοχαμογέλασε πλησιάζοντάς με και με το γνώριμο, αργόσυρτο, βγαλμένο από περασμένους καιρούς τρόπο της με ρώτησε γιατί την είχα ξεχάσει. Δεν υπήρχε τίποτα που να είχα να απαντήσω σ' αυτό χωρίς να κινδυνεύω να γίνω ρεζίλι κι έτσι ψέλλισα μια δικαιολογία, την οποία υποκρίθηκε πως πίστεψε, κάτι που εκτίμησα. Στοιχειωμένες μελωδίες έντυναν τα λόγια μου -γιατί, όπως και την προηγούμενη φορά, εκείνη δεν έδειχνε πρόθυμη να μου χαρίσει ούτε ένα μικρό κομμάτι από τον εαυτό της. Βαθιά μπάσα αντηχούσαν στους τοίχους καθώς της πρόσφερα ένα ακόμη μέρος από την προσεκτικά κατασκευασμένη ιστορία που είχα στήσει. Ούτε στιγμή δεν έδειξε να υποπτεύεται πως όσα της έλεγα ήταν ψέματα, αλλά, από την άλλη, οι εκφράσεις ήταν τόσο σπάνιες στο πρόσωπό της που θα μπορούσα να κάνω και λάθος. Εκείνο το βράδυ δεν της πρότεινα να τη συνοδεύσω, αλλά όταν πήγα να την αποχαιρετήσω χαμογέλασε μυστήρια και λίγο απόμακρα και με πήρε από το χέρι. Έμενε στον πάνω όροφο ενός ανακαινισμένου νεοκλασσικού, σε μια από τις πιο ακριβές γειτονιές της πόλης. Δεν είπε καμία από τις συνηθισμένες κοινοτυπίες που συνήθως επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις, απλά με τράβηξε στην κρεβατοκάμαρά της. Το μόνο που πρόλαβα να δω από το υπόλοιπο διαμέρισμα ήταν ένα πετρόχτιστο τζάκι, στο οποίο αναπαύονταν οι ζωγραφισμένες φιγούρες εφτά πήλινων νάνων. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καθρέφτες, έτσι που όταν έκλεισε την πόρτα, για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσα το χώρο γύρω μου να μικραίνει απειλητικά, σχεδόν σαν να βρισκόμουν μέσα σ'ένα γυάλινο κουτί. Θαρρείς και κατάλαβε την αναπάντεχη κλειστοφοβία μου, ένευσε καθησυχαστικά και με φίλησε κι ευθύς ξέχασα τα πάντα. Το φόρεμα γλίστρησε από τους ώμους της και με κάποια έκπληξη είδα πως ήταν γυμνή κάτω απ' αυτό. Η μορφή της γέμισε τους καθρέφτες κι υπήρχε κάτι παράδοξα ερεθιστικό σ' αυτήν την εικόνα. Για λίγο, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο από το να τη θαυμάζω, μέχρι που μου χαμογέλασε και πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Τα ρούχα έφυγαν από πάνω μου και με κάθε ένα που έπεφτε στο πάτωμα ένιωθα λες κι ένα ακόμη κομμάτι του εαυτού μου στεκόταν εκτεθειμένο μπροστά της. Η νύχτα κύλησε κι η επόμενη μέρα το ίδιο, αλλα μέσα σ'εκείνο το δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν καπνός από κεριά και χλωμές αντανακλάσεις σε καθρέφτες ήταν απολύτως αδύνατο να συνειδητοποιήσει κανείς το πέρασμα του χρόνου. Θα μπορούσαν να είχαν περάσει ώρες ή μήνες και να μην είχαμε καταλάβει τη διαφορά. Κοιμόμασταν ταυτόχρονα, ξυπνούσαμε ταυτόχρονα, κάναμε έρωτα και μετά γλιστρούσαμε πάλι σε λήθαργο. Μέχρι που, κάποια στιγμή, επιτέλους ξύπνησα πριν απ' αυτήν. Μισοσηκώθηκα στο κρεβάτι και την περιεργάστηκα για λίγο, χαιδεύοντας τον ώμο της, την καμπύλη της μέσης, το γοφό της. Δεν ξύπνησε. Κατάφερα να ξεμπλέξω τον εαυτό μου από τα σεντόνια κι άνοιξα τη μέσα τσέπη του μπουφάν μου όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, ούτως ώστε να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Έβγαλα τη σύριγγα με το άχρωμο υγρό κι έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της. Εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια, ανίδεη για το τι επρόκειτο να της συμβεί. Η γυναίκα που με είχε προσλάβει ήταν πολύ συγκεκριμένη ως προς τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να πεθάνει ο στόχος μου. Με είχε πληρώσει καλά και, άλλωστε, δεν ήταν δουλειά μου να κάνω ερωτήσεις. Τα βλέφαρά της πετάρισαν τη στιγμή που η βελόνα απείχε ελάχιστα μόλις χιλιοστά από τις γαλάζιες φλέβες που ξεχώριζαν κάτω από το δέρμα της, λευκό, τόσο λευκό όπως το πρώτο χιόνι. Το βλέμμα της πήγε από τη βελόνα στο πρόσωπό μου κι αμέσως κατάλαβε. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχα πρόβλημα να το κάνω όταν ο στόχος μου με κοίταζε. Ούτε με τα παρακάλια και τα δάκρυα είχα πρόβλημα. Όμως εκείνη δεν παρακάλεσε ούτε έκλαψε, μόνο αιχμαλώτισε τα μάτια μου στα δικά της κι ένιωσα τον εαυτό μου να χάνεται στιγμιαία σ' εκείνα τα δίδυμα, αβαθή πηγάδια. Έμεινε ακίνητη να με κοιτάει, τελείως ατάραχη, λες και το γεγονός ότι ετοιμαζόμουν να δώσω τέλος στην ύπαρξή της δεν είχε την παραμικρή σημασία γι' αυτήν. Εκείνη τη στιγμή ήταν που κατάλαβα ακριβώς πόσο διαφορετική ήταν, πόσο έξω και πέρα απ' αυτόν τον κόσμο. Και το χέρι μου που κρατούσε το επίδοξο εργαλείο του θανάτου της έπεσε άψυχο στο πλάι. Χαμήλωσα το βλέμμα. Απαλά, μου πήρε τη σύριγγα και την άφησε κάπου δίπλα. Έφερε το χέρι μου στα χείλη της κι η γλώσσα της έπαιξε για λίγο με τα δάχτυλά μου. Οι αντοχές μου δεν άργησαν να εξαντληθούν και την τράβηξα κοντά μου ψιθυρίζοντας ακατάληπτα πράγματα μέσα στα μαλλιά της, ενώ κατέβαλλα κάθε δυνατή προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα που λίμναζαν πίσω από τα μάτια μου απαιτώντας να απελευθερωθούν. Μετά από ώρες, αγκαλιά κι εξαντλημένες κι οι δύο, μου είπε την ιστορία της. Πως η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα και πως ο πατέρας της είχε παντρευτεί ξανά όταν ήταν μικρή. Πως η μητριά της ήταν μια όμορφη, ευγενική γυναίκα που την αγαπούσε και της φερόταν σαν να ήταν κόρη της. Πως μεγαλώνοντας είχε αρχίσει να φαίνεται η αφύσικη ομοιότητα που είχε με τη μητέρα της και πως ο πατέρας της είχε αρχίσει να βρίσκει περισσότερο ελκυστικό το αντίγραφο της νεκρής του συζύγου από τη ζωντανή που είχε στο πλευρό του. Πως η συμπεριφορά της μητριάς της άλλαξε όταν κατάλαβε τι συνέβαινε και πως έριξε το φταίξιμο για τον αποτυχημένο της γάμο όχι στον άντρα της, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στη θετή της κόρη. Πως η βία έγινε καθημερινότητα στο σπίτι τους. Πως περίμενε να γίνει δεκαοχτώ για να έχει πρόσβαση στην περιουσία που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της και πως το έσκασε από το σπίτι. Πως είχε πιστέψει ότι είχε ξεφύγει, μέχρι που εμφανίστηκα εγώ με τη θανατηφόρα μου σύριγγα για να την τραβήξω πάλι πίσω σ' έναν εφιάλτη στον οποίο δεν είχε κανένα σκοπό να επιστρέψει. Κι έτσι κάπως ήταν που άλλαξα εργοδότη. Περάσαμε καιρό σχεδιάζοντας πώς θα γλιτώναμε τον κόσμο από τον πατέρα της και τη μητριά της. Ήθελα να είναι όλα τέλεια όταν θα εκτελούσαμε τελικά το σχέδιό μας γιατί κανείς δεν έπρεπε να την υποψιαστεί. Ανέκαθεν ήμουν τελειομανής κι αυτό ήταν που με έκανε τόσο καλή στη δουλειά μου. Παρά το πώς έβγαζα τα προς το ζην, βέβαια, δεν έμοιαζε να με φοβάται καθόλου. Και παρότι η δική μου μάσκα είχε πέσει, η δική της παρέμενε σταθερά στη θέση της. Άκουγε πολύ και μίλαγε λίγο και το πρόσωπό της ποτέ δεν αποκάλυπτε τίποτα. Ήταν εξοργιστικό και ταυτόχρονα απίστευτα θελκτικό. Κι όταν ακόμα μιλούσε, ο απαρχαιωμένος λόγος της με έλκυε αντί να με απωθεί. Οι λέξεις κύλαγαν από τα χείλη της με μια ροή και μια γραμματική και συντακτική τελειότητα που από κάποιον άλλον θα φάνταζαν επιτηδευμένες, αλλά σ' εκείνη ήταν δεύτερη φύση. Εμφανίστηκα στη γυναίκα που με είχε προσλάβει κάποιους μήνες μετά και της είπα πως η δουλειά είχε γίνει. Απαίτησε να δει τα πειστήρια και της έδειξα το ρουμπινένιο μήλο. Ποτέ δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσα να το έχω αποκτήσει με άλλα μέσα. Αυτό ήταν που, τελικά, της στέρησε τη ζωή. Το ότι με εμπιστεύτηκε αρκετά ώστε να μου γυρίσει την πλάτη έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Τη σκότωσα με την ίδια σύριγγα που προοριζόταν για τη θετή της κόρη. Με τον πατέρα ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Εκείνος έπρεπε να υποφέρει κι έπρεπε να υποφέρει από τα δικά της χέρια. Είχαμε συμφωνήσει κι οι δυο σ' αυτό. Κατέβηκα στο υπόγειο αφού τέλειωσα με τη μητριά και τη βρήκα με τα χέρια της μέχρι τους αγκώνες στο αίμα κι ένα κατακρεουργημένο, αγνώριστο πτώμα στα πόδια της. Κι ένα χαμόγελο ευδαιμονίας στα χείλη. Κάναμε έρωτα εκεί, μέσα στο αίμα, το σκοτάδι και τη μυρωδιά της μούχλας. Σηκώθηκε και φόρεσε τα ρούχα της, καταφανώς ευχαριστημένη με τον εαυτό της. “Ευχαριστώ για τη βοήθεια”, μου είπε μ' ένα γλυκό χαμόγελο. “Πάντα μου άρεσε αυτό το σπίτι, αλλά, βλέπεις όταν ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και άρχισαν τα προβλήματα στο γάμο τους έχασα κάθε ελπίδα να το κληρονομήσω. Προσπάθησα να τον πείσω να μου γράψει τα πάντα χρησιμοποιώντας την ομοιότητα με τη νεκρή μου μητέρα και πέτυχα, αλλά, βλέπεις, η μητριά μου δεν ήταν ανόητη και κατάλαβε ότι θα κατέστρεφα τις πιθανότητές της να βγει απ' αυτό το γάμο έχοντας κερδίσει κάτι. Προσπάθησε κι άλλη φορά να με δολοφονήσει, ξέρεις. Ο πατέρας μου με προστάτευσε, φυσικά”, είπε γελώντας. “Με λάτρευε. Μερικές φορές όταν με πήδαγε με φώναζε με το όνομα της μητέρας μου. Πόσο άρρωστο είναι αυτό, μου λες”; Δεν της είπα. Άπλωσα το χέρι μου στη λίμνη από ρούχα στο πάτωμα, τράβηξα το όπλο μου και την πυροβόλησα ανάμεσα στα μάτια. Ντύθηκα και καθάρισα μεθοδικά τα ίχνη μου. Επέστρεψα στο γραφείο και πήρα το ρουμπινένιο μήλο. Το πέρασα στο λαιμό μου κι ένιωσα το βάρος του να αναπαύεται ανάμεσα στα στήθη μου. Ξεγλίστρησα από το σπίτι, αθέατη σαν σκιά κι έβαλα τα ακουστικά του mp3 στα αφτιά μου. Σχεδόν αμέσως, οι στίχοι με τύλιξαν και τους παραδόθηκα όπως είχα παραδοθεί και σ' εκείνη. Nothing but the knife to live for One life, all I need Give me one good reason Give me more... Edited May 14, 2014 by elgalla Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
GeorgeDamtsios Posted May 12, 2015 Share Posted May 12, 2015 Πολύ ωραία γραφή και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Το υπόβαθρο στο οποίο ήταν στημένη μου φάνηκε εξαρχής σκοτεινό και τρομακτικό, κάτι που είναι φυσικά μόνο καλό, αφού μιλάμε για ιστορία τρόμου. Υπάρχει και η –απαιτούμενη από τους όρους του διαγωνισμού– αγάπη και είναι έντονη, ενισχύει σημαντικά την ιστορία. Αυτό που με χάλασε λιγάκι είναι που άργησα να πάρω γραμμή ότι η αφηγήτρια είναι γυναίκα. Όπως και η σκηνή του έρωτα. Είναι κάπως σαν να λείπει. Και επειδή η υπόλοιπη ιστορία είναι γεμάτη εικόνες, υποψιάζομαι ότι η συγγραφέας της κάπου δίστασε λιγάκι να τη γράψει όπως θα μπορούσε, επειδή ίσως και να φοβήθηκε ότι κάποιοι θα κάνουν περίεργους συνειρμούς με την ίδια. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε θα της έλεγα να μη σκέφτεται έτσι. Μιλάμε για τέχνη. Και αφού είδε στο μυαλό της δύο γυναίκες στο κρεβάτι, ας μη διστάζει να το γράψει. Οι κακοπροαίρετοι είναι παντού και θα βρουν ούτως ή άλλως κάτι άλλο ''πανέξυπνο'' να της πουν. Όλη η υπόλοιπη ιστορία ήταν εξαίσια. Μου άρεσε πολύ και το τέλος. Θα ψάξω κι άλλα γραπτά από την ίδια! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted May 12, 2015 Author Share Posted May 12, 2015 Γεώργιε, σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου σχόλια, χαίρομαι που σου άρεσε τόσο η ιστορία μου. Να πω απλά πως η ιστορία ειναι για διαγωνισμό και είχε περιορισμό λέξεων, εξ ου και δεν μπορούσα να συμπεριλάβω μια ερωτική σκηνή. Πάντως το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν το αν θα με κρίνει κανείς γι' αυτό 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.