Jump to content

Το Μάτι Του Μάρνους


WILLIAM

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: William
Είδος: Φαντασίας
Βία; Όχι κάτι φρικαλέο
Σεξ; Παραλίγο
Αριθμός Λέξεων: 3945
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Είναι η ιστορία συμμετοχή μου στο Πλοτς 5
Αρχείο: (επισυνάπτετε το έργο σας σε αρχείο)

Το Μάτι Του Μάρνους.doc

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία φίλε William, καλογραμμένη και με ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Δουλεύει όμορφα τα στοιχεία του παιχνιδιού. Μόνη μου ένσταση το γρήγορο τέλος -καταλαβαίνω βέβαια πως σε στρίμωχνε το όριο λέξεων- γιατί μου άρεσε και ήθελα κι άλλο. :)

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Η πρώτη ύλη που έχεις είναι καλή, αλλά χρειάζεται πάρα πολλή δουλειά για να φτάσει στο καλύτερο δυνατό επίπεδο όπου θα μπορούσε να βρίσκεται. Καταρχήν, πρέπει να αρχίσεις να προσέχεις λίγο περισσότερο τη σύνταξη και τη στίξη σου - ιδιαίτερα η δεύτερη πάει πολύ συχνά περίπατο, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η ροή του κειμένου. Μια καλή μέθοδος είναι να διαβάζεις τα κείμενά σου δυνατά και να δεις πώς ρέει ο λόγος. Πρέπει επίσης να δουλέψεις λίγο τους χαρακτήρες εδώ, φαίνονται τελείως επίπεδοι και generic. Και σίγουρα θα δούλευε υπέρ σου αν έβαζες κάποιο πρωτότυπο ή ανατρεπτικό στοιχείο γιατί, ως έχει, διαβάζεται λίγο σαν formulaic περιπέτεια για πρώτου level χαρακτήρες DnD. Συγγνώμη πραγματικά αν σε στεναχωρώ μ' αυτά που σου γράφω, τα λέω με κάθε καλή διάθεση κι ελπίζω να βοηθήσουν έστω και λίγο. Όπως και να'χει, καλή τύχη στο παιχνίδι :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με την elgalla. Θέλεις δουλειά στη σύνταξη και ναι, βοηθάει να διαβάζεις δυνατά το κείμενό σου. Κάπου λες για παράδειγμα:

 

 

Φωνές από παιδιά τρομοκρατημένα και γυναίκες αλλόφρονες γυναίκες ακούγονταν μαζί με γρυλίσματα που και από την απόσταση αυτή αναγνώρισε ότι ανήκαν σίγουρα σε γκόμπλιν.

 

 

Εκτός που έχεις δύο φορές τη λέξη γυναίκες εγώ μπερδεύτηκα όπως είναι γραμμένο (και μετά από τρεις αναγνώσεις το έπιασα) Τώρα βιβλία από παιχνίδια ρόλων θυμήθηκα και εγώ, αυτό το γκόμπλιν βρε παιδάκι μου, γιατί να είναι γκόμπλιν. Υποθέτω έτσι σε ενέπνευσε, ή ίσως έτσι το πρωτοσυνάντησες και είναι κατανοητό, αλλά έχουμε τόσο όμοφες λέξεις. Καλικάντζαρος. Παγανό. Κατσικοπόδης, Ανασκελάς, και γνώμος ακόμη.

 

http://www.openthesaurus.gr/synonyme/%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%82

 

Δες και τον παραπάνω σύνδεσμο. Ας πούμε το Γνοφώδες Όρος πολύ μου άρεσε. Το όνομα. Γενικά δεν ξέρω, θα πρότεινα να σκεφτείς λίγο περισσότερο ελληνική ονοματολογία.

 

Επίσης δεν κατάλαβα γιατί το γκόμπλιν του αποκάλυψε τη γιατρειά. Δύσκολη, απίθανη, δεν είχε κανένα λόγο να το πράξει. Εννοώ θα ήταν ασφαλέστερο ότι ο Φένορ θα πεθάνει αν δεν του έλεγε τίποτα, σωστά; Οπότε γιατί να το κάνει, γιατί να τον βοηθήσει;

 

Γιατί η Ρέιλα δεν άφησε τον νεκρομάντη να βοηθήσει τον ιππότη; Μετά δεν θα χρειαζόταν πια το Μάτι και ο ανταγωνισμός θα ήταν μικρότερος. Επίσης είπε, θα σε απαλλάξω αμέσως, άρα δεν είναι ότι θα χρονοτριβούσαν κιόλας.

 

Στην αρχή ο νεκρομάντης φαίνεται πρόθυμος να βοηθήσει, μετά γίνεται εχθρός. Το ξέρω ότι είναι για το πετράδι, αλλά είναι κάπως απότομη η αλλαγή του.

Α θα μου πεις θέλει να βοηθήσει γιατί μόνο ένας μη μάγος μπορεί να αγγίξει το Μάτι. Ναι, αλλά σε αυτή την περίπτωση πώς ήρθε ο νεκρομάντης μόνος του να το πάρει; Θα έπρεπε να είχε σκαρφιστεί έναν τρόπο για να το πάρει, έναν τρόπο που να μπορεί να το πάρει μοναχός του δηλαδή. Που το ήξερε ότι θα βρει εκεί πέρα κάποιον να το πιάσει για λογαριασμό του;

 

Μου αρέσει που δεν έμαθε ποια είναι, δεν τα φτιάξανε κ.λπ. Καλό κλείσιμο.

 

Λοιπόν, ελπίζω να σε βοήθησα με τις παρατηρήσεις μου. Είχες μία καλή ιστορία και νομίζω λόγω βιασύνης σου ξέφυγε. Μπορείς να κάνεις πολύ ωραία πράγματα είμαι σίγουρη. Κάπου έχω ξαναγράψει ότι η γλώσσα μας είναι σαν τα βασικά χρώματα στην παλέτα του ζωγράφου. Κόκκινο, κίτρινο, μπλε. Όλα μα όλα γίνονται από αυτά τα τρία χρώματα. Μάθε τις συμπεριφορές των βασικών χρωμάτων και ξέρεις χρωματολογία. Διάβασε λοιπόν κλασικούς Έλληνες που να ξέρουν να χειρίζονται τη γλώσσα. Μελέτησέ τους. Διάβασε θέατρο, να διαδαχτείς πώς χτίζονται οι χαρακτήρες και οι διάλογοι. Όλοι μας, ΟΛΟΙ ΜΑΣ τα χρειαζόμαστε αυτά.

Και προπαντώς μην διανοηθείς να απογοητευτείς! Η τέχνη είναι αγώνισμα, άθληση. Θέλει επιμονή, και ξανά, και ξανά, και διάβασμα, και γράψιμο, και σκίσιμο, και ξανά....

Τις καλύτερες ευχές μου για το παιχνίδι φίλε μου! (είδα και το blog, ωραίο είναι, σου άφησα κάποιο σχόλιο....)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Φίλε William,

Το κείμενό σου είχε κάποια ωραία στοιχεία, τα οποία αν αξιοποιούνταν λίγο καλύτερα, η ιστορία σου θα απογειωνόταν.

 

Ακολουθούν Spoilers, οπότε συνεχίζετε με δική σας ευθύνη

 

 

 

Υπάρχει ένα ζήτημα κυρίως στίξης, δηλαδη λείπουν κάμποσα κόμματα που θα καθοδηγούσαν τον αναγνώστη στην ανάγνωση του κειμένου, καθώς κι ορισμένες επαναλήψεις λέξεων που δεν ακούγονται καλά. Δεν μιλάω για τα σημεία που τονίζεις κάτι της λογικής "ήταν 3 γυναίκες, γυναίκες σαν τα κρύα τα νερά του ποταμού Μπέρβιν", αλλά όπως στο "όπου βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας ακριβώς κάτω από το θόλο της αίθουσας που συνεδρίαζε το κονκλάβιο των σκοτεινών μάγων".

 

Επιπλέον θα πρότεινα να χρησιμοποιείς εισαγωγικά αντί για παύλα, γιατί σε σημεία όπως το παρακάτω μπορεί να δημιουργηθεί προσωρινή σύγχιση στον αναγνώστη:

 

-Σας εύχομαι καλή τύχη, είπε ο Λουβίας και ξεκίνησε πάλι καλπάζοντας. Τον περίμενε μια συζήτηση με έναν νεκρό.

Αυτό βέβαια θα λυνόταν αν η τελευταία πρόταση έμπαινε σε διαφορετική παράγραφο.

 

Αυτά είναι περισσότερο ζήτημα επιμέλειας, που υποθέτω δεν έγινε λόγω χρόνου. (Πάντως γενικά μην παραγνωρίζεις την αξία της επιμέλειας, σχεδόν όσα προβλήματα επισημαίνονται κι από άλλους θα λύνονταν από αυτήν.)

 

 

Ένιωθε πάνω της τα βλέμματά τους, μίσους, αποστροφής, φόβου και ζήλειας ακόμα και πόθου ανάμεσα σε άνδρες

Αυτό το "πόθου ανάμεσα σε άνδρες" με πήγε προς στιγμήν αλλού.

 

Κι εμένα με ξένισαν λιγάκι τα γκόμπλιν, δηλαδή πάλι καλά που δεν ήταν ορκς :p, ενώ το Γνοφώδες Όρος μου άρεσε πολύ κι εμένα. Τα υπόλοιπα ονόματα που φάνηκαν κάπως τετριμμένα για το είδος, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό (πόση καινοτομία να χωρέσεις σε ένα διήγημα θα μου πεις;)

Το παραπάνω όμως είναι καθαρά δικό μου ζήτημα, που και πάλι υπό κάποιες προϋποθέσεις μπορεί όχι μόνο να μου αρέσουν (τα γκόμπλινς π.χ.) αλλά και να τα αποζητώ σε επόμενη περιπέτειά τους :p. Αρκεί να περιέχουν κάμποση φρεσκάδα, εννοώ.

 

Το σημείο που το Γκόμπλιν του λέει για το μάτι είναι προβληματικό. Εκτός αν το Γκόμπλιν μετάνιωσε για το νύχι κι αποφάσισε να επανορθώσει. :p

Επίσης προβληματικό το εξής σημείο:

-Θα σε απαλλάξω αμέσως από αυτό, είπε ο νεκρομάντης υψώνοντας το χέρι του αλλά η Ρέιλα παρενέβη.

-Ας το βρούμε πρώτα και μετά αποφασίζουμε ποιος θα το κρατήσει.

-Ξέρω που είναι, είπε ο Λουβίας, ακολουθείστε με.

Πέραν του ότι το "που" τονίζεται εδώ, είναι πολύ ξαφνική η μεταστροφή. Πρέπει ο λόγος, που αντί να πει "-Μουχαχαχα, ξέρω πού είναι, αλλά δεν θα προλάβετε, είπε κι έφυγε σαν τον άνεμο" είπε "Ακολουθήστε με να το βρούμε μαζί", να είναι καθαρός στον αναγνώστη. Αν δηλαδή σκέφτηκε ότι χρειαζόταν έναν μη μάγο για να το πάρει, κάντο να φανεί σαν παγίδα, προοικονόμησέ το λίγο, δώστου και λίγο δισταγμό (αυτό θα θέλει και άλλες εξηγήσεις βέβαια, όπως το τι θα έκανε αν δεν πετύχαινε τον ιππότη).

 

Γενικά το κείμενο ακολουθεί μια φόρμουλα, όπως προφανώς επιδίωκε το παιχνίδι (έπρεπε να ακολουθήσεις έναν σκελετό), αλλά αυτό καταντάει κάπως διεκπαιρεωτικό από ένα σημείο και μετά, ακόμη και για τον ίδιο τον αναγνώστη, μόλις καταλάβει τη δομή. Ενώ δηλαδή η υπόθεση δεν είναι καθαρά γραμμική, ο τρόπος που παρουσιάζεται την κάνει προβλέψιμη.

 

Τελευταίο ζήτημα (συγγνώμη αν φαίνονται πολλά τα αρνητικά, αλλά ελπίζω πως αυτά μπορούν να σε βοηθήσουν σε μια βελτίωση του κειμένου - θεωρώ ότι η πρώτη ύλη υπάρχει) η δράση, που σε ορισμένα σημεία μου φάνηκε πολύ ασαφής (βλέπε μάχη με ξόρκια) και σε άλλα πολύ βιαστική ή "εύκολη" (ο τρόπος που ξεπάστρευε ο ιππότης τα γκόμπλινς).

 

Και για να κλείσω με κάτι καλό, μου άρεσε το σημείο με τη βεβήλωση του τάφου. Δεν ξέρω αν είναι κάτι εξαιρετικά συνηθισμένο ή κοινότοπο, αλλά εκεί είδα μια έξυπνη ιδέα που θα με τραβούσε να μάθω περισσότερα για εκείνη.

 

 

 

Φιλικά, προφανώς :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Οι elgalla, Ιρμάντα και Morfeas με κάλυψαν απόλυτα στις παρατηρήσεις και με το παραπάνω.

 

Η ιστορία σου μου άρεσε και διαβάστηκε νεράκι. Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τους ήρωές σου να ξεκινούν το ταξίδι τους, καθένας για δικό του λόγο, τις περιπέτειες που είχε ο καθένας στο ενδιάμεσο και τη διαφορετική τροπή που πήρε η αναζήτησή τους. Αυτό που ήθελε περισσότερη μελέτη ήταν η τελική σκηνή. Λίγο ο περιορισμός των λέξεων, λίγο οι ευκολίες που προέκυψαν, αποδυνάμωσαν κάπως την κατάληξη της ιστορίας. Φυσικά, αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να ξεπεραστεί όταν θα έχεις το χρόνο και το χώρο που χρειάζεσαι για να στήσεις καλύτερα το διήγημά σου.

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όμορφη ιστορία! Δυνατοί χαρακτήρες, ενδιαφέρουσα πλοκή. Η αδυναμία που εντοπίζω εγώ είναι στο στήσιμο, μου φάνηκε πολύ βιαστικό, αν και το αποδίδω κυρίως στον περιορισμό των λέξεων. Επίσης το τέλος θα μπορούσε να εξελιχθεί πιο ομαλά, να "δέσει" καλύτερα με το ύφος του υπόλοιπου κομματιού ( ωραίο εύρημα όμως!)

 

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το Μάτι του Μάρνους εκμεταλλεύτηκε εξαιρετικά καλά όλα τα στοιχεία που δόθηκαν για το Πλοτ!

Είναι μια κλασική περιπέτεια φαντασίας, με τα συν και τα πλην αυτού του είδους, όπου πέφτουν στο τέλος τόσα ξόρκια και χρησιμοποιούνται τόσα όπλα, όλα μαζί σε μάχη.

Θεωρώ ότι άνοιξες λίγο πιο μεγάλο μέτωπο απ' όσο σε έπαιρναν οι λέξεις -γι' αυτό θα συμφωνήσω και με τους προηγούμενους ότι χρειάζεται λίγο παραπάνω χώρο για να αναπνεύσει αυτή ιστορία.

 

Μου άρεσε ο "εύκολος" τρόπος για να βεβηλώσει τον τάφο και να καλέσει τον νεκρό και το ότι αναφέρεις πως αν ήθελε κάτι άλλο πέρα από κουβέντα έπρεπε να κάνει περισσότερα πράγματα, αλλά δεν μας λες τι είναι και μας αφήνεις να τα φανταζόμαστε.

Link to comment
Share on other sites

Πάνε μέρες που το διάβασα, αλλά περίμενα να τελειώσει το παιχνίδι για να σου γράψω σχόλια.

Μου φάνηκε ότι το έγραψες πολύ βιαστικά, και σχεδόν διεκπεραιωτικά (το άγχος να φτάσουν οι λέξεις φαίνεται). Του λείπει η ζωντάνια, ό,τι θα το έκανε απολαυστικό.

Link to comment
Share on other sites

Να αρχίσω με την προφανή δήλωση ότι δεν μου φτάνανε οι λέξεις, είχα κι άλλα που θα κάνανε την εξέλιξη πιο ομαλή αλλά δεν χωρούσαν. Στην πιο εκτεταμένη έκδοση - αύριο μεθαύριο - θα είναι πιο ομαλή η εξέλιξη και θα φανεί τι ρόλο παίζουν και κάποια πράγματα που εδώ δεν οδηγούσαν κάπου, όπως το τι γίνεται στα σπήλαια και γιατί το γκόμπλιν είπε για την θεραπεία στον Φένορ.

Κάποια πράγματα που ξεφύγανε στην επιμέλεια ήταν γιατί υπήρξε πίεση χρόνου εξαιτίας και μιας αναπάντεχης άρνησης της σύνδεσης και φοβήθηκα μην δεν προλάβω.

 

Τώρα μερικά επιμέρους σχόλια ανά αναγνώστη.

Elgalla, δεν με πείραξε η παρομοίωση, μην ξεχνάμε ότι τα φαντασίας γεννήθηκαν από τα παιχνίδια ρόλων, δεν είναι περίεργο λοιπόν μια μικρή ιστορία να θυμίζει περιπέτεια μικρού επιπέδου τέτοιου παιχνιδιού. 

Ιρμαντα, αυτό που έδειξες μου ξέφυγε και έχω και άλλα να φτιάξω. Τώρα γιατί γκόμπλιν; Αφ' ενός ήθελα ένα γνωστό είδος για να μην πιάσω να περιγράφω κάτι που θα έπρεπε να κάνω αν διάλεγα κάποιο από τα δικά μου ( όπως μετά στη σπηλιά και θα ήταν πρόβλημα μετον περιορισμό των λέξεων )  αλλά και γιατί αφού δεν ήταν αυτή η κύρια μάχη ήθελα να είναι ένας εύκολος αντίπαλος.

Οι καλικάντζαροι είναι σκανταλιάρικα όντα, κάνουν ζημιές και ανακατωσούρες αλλά πουθενά δεν περιγράφονται ως φονικά ή κακά όντα οπότε δεν ταίριαζε. 

Η αλήθεια είναι ότι είμαι πιο καλός με την πλοκή και την ιστορία παρά με τους χαρακτήρες, μου είπαν κάποτε ότι αυτό θα το μάθω παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω μου και ίσως εκεί είναι η αδυναμία μου γιατί δεν το κάνω αυτό συνήθως.

Μορφέα, τα σχόλια για τα λάθη επιμελείας χρήσιμα και τα άλλα επίσης αν και οφείλονται στο ότι έβγαλα ένα κομμάτι - μεγάλο κιόλας - του πως οδηγήθηκαν όλοι εκεί, δεν είναι όλα συμπτώσεις. Ελπίζω θα διαβάσεις και την μεγαλύτερη εκδοχή που θα έχει χώρο να εξηγηθούν όλα.

Μesmer ευχαριστώ για την ανάγνωση και τα σχόλια, σύντομα θα ανέβει και η πλήρης εκδοχή ( στο οποίο θα χρειαστώ τη βοήθειά σου γιατί δεν μπορώ να κάνω edit )

Νεμο εννοείς το πως αντιμετώπισε το θάνατο της Ρέιλα; 

Τiessa ελπίζω να σε εξέπληξα με την ιστορία και να μην ήταν κάτι που θα περίμενες. Πράγματι άνοιξα μεγάλο μέτωπο, προσπαθώ να μάθω να γράφω πιο μικρές ιστορίες εδώ στο φόρουμ, συνήθως οι πιο μικρές μου έχουν άλλες τόσες λέξεις.

Κασσάνδρα πράγματι είχα πρόβλημα με τις λέξεις, όπως είδα είχε και συ. Ήταν απολαυστικό παιχνίδι ωστόσο και το χάρηκα.

Edited by WILLIAM
Link to comment
Share on other sites

Elgalla, δεν με πείραξε η παρομοίωση, μην ξεχνάμε ότι τα φαντασίας γεννήθηκαν από τα παιχνίδια ρόλων, δεν είναι περίεργο λοιπόν μια μικρή ιστορία να θυμίζει περιπέτεια μικρού επιπέδου τέτοιου παιχνιδιού. 

 

Υποθέτω ότι εννοείς "επηρεάστηκαν" και όχι "γεννήθηκαν", έτσι; Η απάντηση σε αυτό είναι: πολύ λιγότερο απ' όσο νομίζεις. Το αντίστροφο έχει συμβεί κυρίως και είναι και απόλυτα λογικό. Παρόλα αυτά, για να μην είμαι και off topic, θα πω ότι θα περιμένω την πιο εκτενή εκδοχή για να επανέλθω, αν χρειαστεί, με πιο συγκεκριμένα σχόλια.  

Link to comment
Share on other sites

Οι εντυπώσεις που μου άφησε αυτή η ιστορία ήταν μοιρασμένες.

 

Διαβάστηκε εύκολα, ήταν κατανοητή και η ανάγνωση δεν έκρυβε "παγίδες", με την έννοια ότι αυτός που τη διάβαζε δεν ήταν απαραίτητο να υποθέσει ή να μαντέψει κάτι στην πλοκή. Επίσης οι χαρακτήρες ήταν σχετικά αληθοφανείς και, ειδικά ο ιππότης και η μάγισσα, αρκετά συμπαθητικοί.

 

Απο την άλλη, είχε πολλές εικόνες. Ναι, συνήθως αυτό είναι θετικό, αλλά σε μια ιστορία αυτού του μεγέθους, το όριο λέξεων ήταν ολοφάνερο ότι σε πίεσε ασφυκτικά, δεν λειτούργησε και τόσο καλά. Οι εικόνες ήταν εν πολλοίς ασύνδετες, η ενδιάμεση δράση, η "κόλλα" που θα τις ένωνε αρμονικά, δεν ήταν αρκετά δυνατή και ένα μεγάλο μέρος του κειμένου δινόταν άψυχα, σχεδόν τηλεγραφικά(έκανε αυτό-στοπ-σκέφτηκε κάτι-στοπ-είπε το άλλο-στοπ).

Επίσης, κάτι που δεν μου έκατσε καλά στην πλοκή ήταν όταν το γκόμπλιν τον τραυμάτισε με το μαγεμένο νύχι κι έπειτα, φόρα-παρτίδα, τού αποκάλυψε με τι ακριβώς τον είχε χτυπήσει. Θα ήταν προτιμότερο ο ιπποτης να έχει την "παιδεία" και να το καταλάβει μόνος του από τα συμπτώματα(ίσως και να παρουσίαζες αυτού του είδους τη μαγεία σαν χαρακτηριστική των γκόμπλιν).

 

Γενικά, ένα εύγευστο κομμάτι, αλλά πριν το καταπιώ, μου άφησε μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα. Άφησέ το λίγο, μετά ασχολήσου μαζί του με άλλη διιάθσεη, και δίχως τους περιορισμούς τού διαγωνισμού, και κάτι καλό μπορεί να βγει. Εξάλλου η ιστορία σου έχει ενδιαφέροντα παρακλάδια και τους αξίζει λίγος, ή μάλλον αρκετός, χώρος για να αναπνεύσουν.

Edited by John82
Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Κάτι που είχα ξεχάσει να κάνω, να ανεβάσω την πλήρη μορφή της ιστορίας που εξηγεί και τα κενά που είχε αφήσει η εκδοχή για το παιχνίδι. Δεν φτάνανε οι λέξεις όπως είναι προφανές μιας και εδώ έχει 1500 ακόμα πάνω από το όριο.

 

Αρχείο σε doc αλλά και το κείμενο για όποιον δε θέλει να κατεβάζει.

 

Ι

 

-Σερ Φένορ το άλογό σας είναι έτοιμο.

Ο Ιππότης στράφηκε στον νεαρό σταβλίτη που είχε έρθει να του ανακοινώσει ότι μπορούσε να ξεκινήσει το ταξίδι του και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα και με ένα ατσάλινο νόμισμα που έριξε στον αέρα και αμέσως ο μικρός άρπαξε. Δεν είχε ανάγκη χρημάτων για την επιβίωση όντας στην υπηρεσία των βασιλικών στάβλων αλλά πάντα κάτι παραπάνω είναι καλοδεχούμενο.

Κοίταξε πέρα από τις πύλες του Στόρμγκαρντ, την πεδιάδα που έφτανε ως τους πρόποδες του όρους των Καταιγίδων ξεκινώντας από το Γνοφώδες Όρος και τον ποταμό Σίλβαν ανατολικά και τα όρη Ταμπόρα δυτικά. Προς τα εκεί θα έπρεπε να κατευθυνθεί. Ανέβηκε στη σέλα με άνεση και ξεκίνησε με ελαφρύ τροχασμό, ως που να απομακρυνθεί λίγο από την πρωτεύουσα δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα με ταξιδιώτες και πραγματευτές να γεμίζουν το δρόμο.

Το όνομά του ήταν Φένορ του Άκρεν, ήταν ένας νέος γεροδεμένος άνδρας, αποτέλεσμα της εντατικής πολεμικής εκπαίδευσης στην Ιπποσύνη, με καστανά μαλλιά κοντοκομμένα και γαλανά σαν τον ανέφελο ουρανό μάτια. Είχε μόλις πάρει το χρίσμα της Ιπποσύνης και αυτή ήταν η πρώτη του επίσημη αποστολή. Καταγόταν από την βορειότερη επαρχία της Εσπέρια, το Άκρεν ήταν το βόρειο ακροσημείο του βασιλείου και είχε να το δει τρία χρόνια που διαρκούσε η εκπαίδευση στο κάστρο.

Καθώς ξεχυνόταν επιτέλους σε καλπασμό στο δρόμο μια λάμψη τράβηξε την προσοχή του. Μια αστραπή είχε φωτίσει τα μόνιμα σύννεφα του Γνοφώδους όρους, που του χάριζαν και το όνομά του. Χαμογέλασε στη σκέψη του μέρους που ήταν το σπίτι του τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα με την πρωτεύουσα, και έδρα του Υψηλού Βασιλιά, δεν τον συνέδεε τίποτα και χαιρόταν που την άφηνε. Έφτασε στη διασταύρωση με το δρόμο για την βαρονία του Έινουρ και τα όρη Ταμπόρα και έστριψε προς την κατεύθυνση αυτή.

Ήταν ένας μεγάλος δρόμος κατάλληλος για άλογα αλλά και άμαξες μέρος του κεντρικού οδικού δικτύου που ένωνε την πρωτεύουσα με τις μεγαλύτερες πόλεις. Περνούσε ανάμεσα σε καλλιεργημένες εκτάσεις και βοσκοτόπια και μπορούσε να δει αρκετά μακριά. Το μυαλό του γύρισε στην αποστολή του.

Ταξίδευε στα όρη Ταμπόρα αλλά δεν θα ανέβαινε ούτε λίγο σε αυτά, αντίθετα ο προορισμός του ήταν τα αχανή σπήλαια κάτω από τα βουνά, οι τεράστιες αποικίες των μεταλλωρύχων και τα βαθιά σπήλαια όπου ελάχιστοι είχαν πάει. Μια από τις βαθύτερες αποικίες, αυτή του Γκολντ Γκλόρυντιπ, είχε πάψει να στέλνει μεταλλεύματα, χρυσό και λευκόχρυσο, αλλά και οποιοδήποτε σημείο ζωής, ούτε μηνύματα, ούτε αγγελιοφόροι, τίποτα. Σαν να είχε ξαφνικά πάψει να υπάρχει! Αποστολή του ήταν να πάει να μάθει τι συμβαίνει και να επιστρέψει να το αναφέρει για να αντιμετωπιστεί ο όποιος κίνδυνος. Δεν ήταν δουλειά του να προσπαθήσει να τον αντιμετωπίσει μόνος του ή να εισέλθει στα βαθύτερα σπήλαια από όπου ήταν πιθανόν να είχε προέλθει το όποιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι μεταλλωρύχοι.

Αναρωτώμενος τι συνέβαινε και τι επρόκειτο να βρει στα έγκατα της μεγαλύτερης οροσειράς της Εσπέρια, συνέχισε να καλπάζει προς αυτήν και το πεπρωμένο του.

 

Το ξόρκι συνέτριψε έναν μεγάλο βράχο στο πλάι του δρόμου και τον μετέτρεψε σε γκρίζα λεπτή σκόνη που παρέσυρε ο άνεμος. Ο νεαρός μάγος γέλασε με ένα δυνατό γέλιο που θύμιζε γάργαρο νερό. Αυτό ήταν το πρώτο για σήμερα. Καθημερινά ξεκινούσε την εξάσκησή του με το ξόρκι αυτό, τη γροθιά του Μακασόρ. Ετοιμάστηκε για ένα ακόμη ξόρκι που θα έκοβε στα δύο ένα μοναχικό κυπαρίσσι δίπλα στο δρόμο αλλά δεν πρόλαβε. Άκουσε φωνές από πιο κάτω στο δρόμο.

Αναθεμάτισε με μερικές πρωτότυπες κατάρες τους ταξιδιώτες που πλησίαζαν και κατεβάζοντας τα μανίκια του μανδύα του πήγε κοντά στο άλογό του. Πήρε μια μποτίλια από μια θήκη στη σέλα και κατέβασε μια γερή γουλιά από το κόκκινο σαν το αίμα κρασί.

Το όνομά του ήταν Λουβίας Κοχ, ήταν μάγος και – μυστικά μιας και στην Εσπέρια απαγορευόταν η νεκρομαντεία επί ποινή θανάτου στην πυρά – νεκρομάντης. Ήταν αρκετά δυνατός αλλά όχι τόσο δυνατός όσο οι φιλοδοξίες του θα ήθελαν. Διψούσε για εξουσία και έλεγχο, θα έκανε τα πάντα για να τα αποκτήσει. Τώρα κατευθυνόταν προς τα όρη Ταμπόρα με τη σκέψη ότι στις βαθιές σπηλιές μπορεί να έβρισκε αντικείμενα χρήσιμα. Κάποιος λαός ιδιαίτερα προικισμένος στη μαγεία ζούσε κάποτε εκεί. Το μαρτυρούσαν τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί εκεί, μαγικά ή μη.

Στο δρόμο συνέχιζε να μελετά και εξασκείται, μόνος πάντα αφού δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί όσα γνώριζε ή επιτύγχανε με κανέναν. Διάλεγε ερημικές τοποθεσίες για να κάνει την εξάσκηση και να μελετά τα αποτελέσματα των μαγικών του πειραμάτων αλλά αυτή τη φορά κάποιοι είχαν εμφανιστεί στο δρόμο του για να τον διακόψουν. Ανέβηκε στο άλογό του και χτύπησε με τις φτέρνες του τα πλευρά του για να προχωρήσει. Δεν άργησε να διασταυρωθεί ο δρόμος του με τους κατόχους των φωνών, ένα καραβάνι που ερχόταν από τα δυτικά. Ήταν πολλοί άνδρες αλλά υπήρχαν και γυναίκες με παιδιά που ταξίδευαν σε μικρές άμαξες ή κάρα. Από τα ρούχα αλλά και τα εργαλεία που έβλεπε κρεμασμένα σε άλογα και κάρα μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν μεταλλωρύχοι από τα όρη Ταμπόρα. Ακριβώς προς τα εκεί που πήγαινε.

-Τι νέα από τα σπήλαια; ρώτησε.

-Μείνε μακριά ξένε, είπε ένας άνδρας, ένας κουρασμένος μεσήλικας με αξύριστο σαγόνι και λερωμένα ρούχα. Κάτι δαιμονικό συμβαίνει εκεί μέσα. Η κοινότητα του Γκολντ Γκλόρυντιπ έπαυσε να δίνει σημεία ζωής και πολλοί φύγανε από τις γειτονικές, και εμείς αφήσαμε το  Ντέρικ Ντηπ από φόβο για τις ζωές μας. Πολλοί είδανε περίεργα θεάματα και είπαν ότι οι νεκροί γυρίζουν στη ζωή και περπατάνε.

Ο Λουβίας άκουσε την τελευταία φράση με αγαλλίαση, ήταν σαν οιωνός, σαν κάλεσμα να πάει εκεί. Αν υπήρχαν νεκρομαντικές δυνάμεις θα μπορούσε να τις τιθασεύσει και να τις χρησιμοποιήσει.

-Εσείς τα είδατε; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά του.

-Ο γέρο Γκέηγκορ είδε, και τον στοίχειωναν μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Σήμερα το πρωί τον θάψαμε. Θα δεις τον τάφο του αν πηγαίνεις δυτικά, όχι πολύ μακριά από δω.

-Σας εύχομαι καλή τύχη, είπε ο Λουβίας και ξεκίνησε πάλι καλπάζοντας. Τον περίμενε μια συζήτηση με έναν νεκρό.

 

-Η κατηγορούμενη να σηκωθεί όρθια.

Εν μέσω αποδοκιμασιών η νεαρή γυναίκα με το μαύρο μανδύα σηκώθηκε όρθια στο μικρό, υπερυψωμένο βήμα όπου βρισκόταν στο κέντρο του χώρου ακριβώς κάτω από το θόλο της αίθουσας που συνεδρίαζε το κονκλάβιο των σκοτεινών μάγων, το ανώτερό τους δικαστικό όργανο, μια αρχή που δεν τολμούσαν να αψηφήσουν. Απέναντί της και πιο ψηλά καθισμένοι σε επτά έδρες ήταν οι δικαστές της, άνδρες και γυναίκες. Πίσω της το κοινό παρακολουθούσε. Ένιωθε πάνω της τα βλέμματά τους, μίσους, αποστροφής, φόβου και ζήλειας ακόμα και πόθου από τους άνδρες. Ο μανδύας με το πλούσιό του ύφασμα δεν αποκάλυπτε τίποτα από το σώμα της αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο για ανθρώπους που η μαγεία τους ήταν τόσο συνήθης όσο και η αναπνοή τους.

-Ρέιλα Γιαρόν Μαντοβάρ, κατηγορήθηκες για την χρήση μαγικών ξορκιών ανωτέρων από την τάξη σου για προσωπικό σου όφελος.

«Ενώ κανένας από εσάς δεν το έχει κάνει αυτό, ε υποκριτές;» σκέφθηκε η κοπέλα αλλά έπνιξε τη σκέψη. Μπροστά στους ισχυρότερους μάγους της σκοτεινής πλευράς και οι σκέψεις ήταν επικίνδυνες.

-Καταδικάζεσαι σε εξορία στα σπήλαια της Ταμπόρα. Θα μείνεις στην περιοχή της αποικίας του Γκολντ Γκλόρυντιπ, για τρία χρόνια, δεν θα απομακρυνθείς από εκεί και δεν θα επιχειρήσεις να μιλήσεις με κανέναν και δεν θα πλησιάσεις τα βαθύτερα σπήλαια.

Τρία χρόνια εξορία, σκέφθηκε με πικρία η Ρέιλα, για κάτι που όλοι έκαναν αλλά εκείνη είχε την ατυχία να πιαστεί. Βέβαια στη σκοτεινή πλευρά δεν περίμενε να βρει κανείς δικαιοσύνη ή φιλία, μόνο δύναμη. Και γι’ αυτήν διψούσε από παιδί. Για τη δύναμη της μαγείας, την ισχύ των ξορκιών και των φίλτρων, τη γητεία των μαγικών τεχνουργημάτων.

Είχε ασπαστεί την σκοτεινή πλευρά γιατί πάντα ήθελε να είναι ελεύθερη, ήθελε να χρησιμοποιεί τη δύναμή της για εκείνα που η ίδια επιθυμούσε χωρίς να νοιάζεται για κανόνες και δεσμεύσεις. Ήξερε ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στη σκοτεινή πλευρά, και τώρα δεν θα δικαζόταν αν δεν ήταν χρήσιμο σε κάποιον. Ή κάποιον είχε ενοχλήσει;

Αυτό θα έπρεπε να το μάθει μετά την εξορία της, τώρα θα έπρεπε να φύγει από το κονκλάβιο ντροπιασμένη και θύμα του οποιουδήποτε θα επέλεγε να τη ληστέψει αν θεωρούσε ότι έχει κάτι που να θέλει ή όποιου θα αποφάσιζε να τη σκοτώσει.

-Η ποινή θα εκτελεστεί αμέσως!

Δύο μάγοι πλησίασαν και στάθηκαν δεξιά και αριστερά της, το κονκλάβιο σηκώθηκε από τις θέσεις του και όλοι υποκλίθηκαν. Εκείνη έμεινε όρθια, στητή και αλύγιστη σε μια τελευταία πράξη αψηφισιάς, δεν θα καταδεχόταν να δείξει φόβο, δεν θα ικέτευε για οίκτο.

Αφού το κονκλάβιο αποχώρησε, οι περισσότεροι με ξόρκι τηλεμεταφοράς, και οι θεατές ακολούθησαν οι δύο μάγοι της ένευσαν να προχωρήσει προς μια μικρή πλαϊνή πόρτα. Την πέρασαν και βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο και από εκεί σε ένα δωμάτιο με  χαμηλή θολωτή οροφή χωρίς καμία άλλη πόρτα ή παράθυρο. Η Ρέιλα κατάλαβε, θα τη μετέφεραν από εδώ.

 

 

 

 

ΙΙ

 

Ο Φένορ είχε σχεδόν μόλις ξαναβγεί στο δρόμο για να συνεχίσει το ταξίδι του μετά από μια μικρή στάση για φαγητό σε ένα πανδοχείο, όταν άκουσε κραυγές να καλούν σε βοήθεια. Φωνές από παιδιά τρομοκρατημένα και αλλόφρονες γυναίκες ακούγονταν μαζί με γρυλίσματα που και από την απόσταση αυτή αναγνώρισε ότι ανήκαν σίγουρα σε γκόμπλιν.

Χωρίς να διστάσει ο Ιππότης έστρεψε το άλογό του προς τα εκεί και αφήνοντας τον κύριο δρόμο κάλπασε προς τις φωνές. Ήταν ένας μικρός οικισμός που εκτεινόταν εκατέρωθεν του μικρού βοηθητικού δρόμου που οδηγούσε στα καλλιεργημένα κτήματα.

Μια συμμορία γκόμπλιν από αυτές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο κάποιες φορές είχε επιτεθεί στο χωριό. Ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και μπήκε στο κεντρικό δρομάκι όπου έπεσε πάνω σε μισή ντουζίνα από τα πλάσματα φορτωμένα με σακιά με λάφυρα, τρόφιμα κυρίως μιας και το χωριό δεν είχε τίποτα άλλο αξίας. Επιτέθηκε αμέσως θερίζοντας τρία γκόμπλιν πριν καταλάβουν καν τι είχε συμβεί. Τα άλλα τρία τράβηξαν κυρτά σπαθιά και επιτέθηκαν καλώντας τους συντρόφους τους σε βοήθεια. Ως που να καταφτάσουν αυτοί, ο Φένορ είχε εξοντώσει και τους άλλους τρεις της αρχικής εξάδας. Στράφηκε να αντιμετωπίσει τους καινούριους αντιπάλους. Τα γκόμπλιν δεν φημίζονταν για τη γενναιότητά τους, οι συνήθεις στόχοι τους ήταν ανυπεράσπιστοι, απέναντι σε οργανωμένο αντίπαλο δεν κρατούσαν τη θέση τους. Τώρα δεν είχαν τραπεί σε φυγή γιατί αντιμετώπιζαν έναν και μόνο αντίπαλο έστω και Ιππότη.

Ο Φένορ σίγουρος ότι μπορούσε να τα καταφέρει συνέχισε την επίθεσή του σκοτώνοντας ακόμα δύο γκόμπλιν που είχαν το θάρρος να σταθούν απέναντί του με δύο κοντές λόγχες. Μια κραυγή τράβηξε την προσοχή του και ύψωσε το βλέμμα του για να δει ένα γκόμπλιν να πηδάει από τη στέγη του κοντινότερου σπιτιού προς το μέρος του. Ύψωσε τη σπάθα και κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στο πλάσμα που τον έριξε όμως από τη σέλα εξ’ αιτίας της ορμής του.

Τα υπόλοιπα γκόμπλιν ξεχύθηκαν να τον σκοτώσουν αλλά κατάφερε να σηκωθεί εγκαίρως και να αποκρούσει την επίθεση του πρώτου σκοτώνοντάς το με ένα χτύπημα που έστειλε το κεφάλι του να κυλίσει μακριά. Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τράπηκαν σε άτακτη φυγή ουρλιάζοντας. Με τη σπάθα του ακόμα έτοιμη στα χέρια, ο Φένορ έριξε μια ματιά για τυχόν κινδύνους και δεν είχε άδικο.

Πίσω από ένα μικρό χωριατόσπιτο ξεπρόβαλλε ένα τελευταίο γκόμπλιν σπρώχνοντας μπροστά του ένα αγοράκι. Στο χέρι του κρατούσε κάτι σαν μακρύ νύχι από κάποιο τεράστιο ζώο και είχε την αιχμή στο λαιμό του παιδιού.

-Κάνε πίσω αλλιώς θα τρυπήσω το μικρό.

Ο Φένορ πισωπάτησε αναζητώντας τρόπο να βοηθήσει το παιδάκι χωρίς να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.

-Ρίξε το σπαθί σου, είπε το γκόμπλιν.

Ο Φένορ υπάκουσε, δεν είχε καμία αξία να διακινδυνεύσει τη ζωή του παιδιού για ένα γκόμπλιν. Το γκόμπλιν με μια θριαμβευτική κραυγή έσπρωξε το παιδί στο πλάι και εκτόξευσε εναντίον του Ιππότη το νύχι. Εκείνος βούτηξε στο έδαφος για να αποφύγει το περίεργο βλήμα αλλά είδε με έκπληξη να αλλάζει τροχιά και να κατευθύνεται προς αυτόν. Ήταν μαγεμένο!

Κύλισε στο χορταριασμένο έδαφος για να το αποφύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το νύχι καρφώθηκε στο μηρό του με έναν ανατριχιαστικό υπόκωφο ήχο. Παραδόξως δεν πόνεσε περισσότερο από ότι αν θα είχε τρυπηθεί με μια βελόνα αλλά ένιωσε μια αίσθηση ναυτίας να τον κυριεύει και παρά την προσπάθειά του να σηκωθεί δεν μπόρεσε.

-Δηλητήριο γκαλάκ, κόμπασε το γκόμπλιν. Δεν υπάρχει θεραπεία, μόνο το μάτι! Το μάτι του Μάρνους αν μπορέσεις να το βρεις ως τη δύση του αυριανού ήλιου!

Το μάτι του Μάρνους, ο Φένορ είχε ακούσει γι’ αυτό. Ήταν ένα πανίσχυρο διαμάντι, κάποτε το μάτι του γιγαντιαίου αγάλματος του αρχαίου θεού των σπηλαίων Μάρνους. Η μαγική του δύναμη ήταν σχεδόν αστείρευτη και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους του ισχυρούς μάγους άσχετα με το ποιον υπηρετούσαν. Αλλά μπορούσε να θεραπεύσει κάθε ασθένεια και κάθε δηλητήριο, αν το άγγιζες γινόσουν υγιής. Έπρεπε να το βρει πριν να είναι αργά. Τώρα έπρεπε να παρακούσει τις εντολές των ανωτέρων του και να μπει στα βαθύτερα σπήλαια όπου βρισκόταν το μάτι. Σύμφωνα με πολλούς ακόμα πάνω στο αρχαίο παγανιστικό άγαλμα.

Αλλά πρώτα έμενε μια λεπτομέρεια, ένας λογαριασμός να κλείσει. Ανακάθισε και τράβηξε το νύχι από το σώμα του. Το πέταξε πέρα και αρπάζοντας τη σπάθα του την πέταξε στο γκόμπλιν που αιφνιδιάσθηκε τελείως καθώς πίστευε ότι ο Ιππότης δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η λάμα το διαπέρασε και το τίναξε πίσω.

Μετά από λίγο κατάφερε να σηκωθεί από το έδαφος. Ένιωθε καλά αλλά ήξερε ότι ήταν απατηλή αυτή η αίσθηση. Το δηλητήριο ήδη εγκαθιστούσε την θανατηφόρα κυριαρχία του. Ανέβαινε στο άλογό του όταν πλησίασαν δύο φτωχικά ντυμένοι άνθρωποι, οι γονείς του παιδιού. Ήθελαν να τον ευχαριστήσουν που το είχε σώσει. Ήταν αμήχανοι κάπως ντροπιασμένοι, όλοι είχαν καταλάβει τι τίμημα είχε απαιτήσει η σωτηρία του παιδιού.

-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε, είπε ο Ιππότης, το καθήκον μου έκανα, όσο για το δηλητήριο θα πρέπει να βρω το διαμάντι.

Έφυγε καλπάζοντας για τα όρη Ταμπόρα.

 

Ο Λουβίας Κοχ στάθηκε μπροστά στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Μετά ούρησε πάνω στο χώμα που σκέπαζε τον νεκρό. Ήταν μέρος αυτού που ήθελε να κάνει. Για να μπορέσει να καλέσει ένα πνεύμα που αναπαυόταν χωρίς να είναι στην υπηρεσία κάποιου νεκρομάντη ή απέθαντου ή να βαρύνεται από κάποια κατάρα έπρεπε να βεβηλώσει τον τάφο. Με τα χρόνια είχε καταλήξει ότι αυτή ήταν η πιο εύκολη πράξη βεβήλωσης. Αν ήθελε περισσότερα από το να μιλήσει με το νεκρό χρειαζόταν άλλες πράξεις αλλά για τώρα θα του αρκούσε η βεβήλωση που είχε τελέσει. Κουμπώθηκε και μετά πρόφερε ένα ξόρκι.

Μια αχλή σηκώθηκε από τον τάφο και πήρε τη μορφή ενός άνδρα. Στάθηκε μπροστά στον νεκρομάντη μετεωριζόμενος πάνω από τον τάφο. Ο Λουβίας πρόφερε μια ακόμα μαγική επίκληση και πρόσταξε.

-Μίλα σε μένα, πέρα από τα σύνορα του τάφου.

-Τι θέλεις να μάθεις από τον κόσμο των σκιών;

-Θέλω να μάθω από εσένα τι είδες όσο ήσουν ζωντανός. Τι τρομοκρατεί τα βαθιά σπήλαια;

-Ένας απέθαντος, ένας άρχοντας του παγωμένου βασιλείου της φθοράς. Βρήκε το διαμάντι του Μάρνους και προσπαθεί να ενισχύσει τη δύναμή του για να καταλάβει τα σπήλαια. Σκοτώνει ανθρώπους γι’ αυτό.

-Το μάτι του Μάρνους! Ξέρεις που είναι;

Το πνεύμα του απάντησε. Ο Λουβίας χαμογέλασε. Ήξερε την θέση ενός πανίσχυρου αντικειμένου. Θα το έπαιρνε και θα μπορούσε να προωθήσει τα φιλόδοξά του σχέδια επιτέλους. Σχέδια που προφανώς είχε και ο απέθαντος, αλλά αυτόν θα τον τακτοποιούσε. Δεν θα ήταν εξάλλου ισχυρός αν προσπαθούσε να ενισχύσει το μάτι. Όχι αυτό ήταν αδύνατο… Κάτι άλλο θα σχεδίαζε αλλά δεν θα είχε υπολογίσει τον Λουβίας Κοχ στα σχέδιά του.

Άφησε το νεκρό να επιστρέψει στον αιώνιο ύπνο του και μετά ετοιμάστηκε για το ξόρκι που θα τον μετέφερε στο σημείο που του είχε υποδείξει.

 

Ο ένας μάγος πρόφερε ένα ξόρκι. Η Ρέιλα ήξερε τι ήταν, δέσμευε τις δυνάμεις της, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει κανένα ξόρκι. Ο μάγος χαμογέλασε με κακία. Δεν υπήρχε τρόπος να λυθεί αυτό το ξόρκι παρά μόνο από ένα δυνατό μάγο ή ένα τεχνούργημα που… Υπήρχε ένα τέτοιο κάπου στα σπήλαια, είχε ακούσει…

-Γδύσου, είπε ο μάγος που είχε δεσμεύσει την μαγεία της διακόπτοντας τις σκέψεις της.

Η Ρέιλα του έριξε μια μάτια γεμάτη τρόμο.

-Ο μανδύας είναι παραπάνω από ύφασμα, είναι εμποτισμένος με ισχυρή μαγεία, με προστατεύει.

-Ακριβώς, απάντησε ξερά ο μάγος, το κονκλάβιο αποφάσισε να την στερηθείς, θα ντυθείς με έναν απλό μανδύα. Τώρα γδύσου.

Η Ρέιλα υπάκουσε μην έχοντας άλλη επιλογή, άφησε το μαύρο μανδύα να κυλίσει από πάνω της και να μαζευτεί σε πτυχές γύρω από τους αστραγάλους της. Ένιωσε ακόμα πιο γυμνή από ότι ήταν, φορώντας πια μόνο ένα εσώρουχο, έχοντας αποξενωθεί από την τελευταία της άμυνα. Στάθηκε εκεί μπροστά τους με τα μάτια της να κοιτάνε ευθεία μπροστά και τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές στα πλευρά της.

Οι δυο μάγοι την έπιασαν από τα χέρια και πρόφεραν ένα ξόρκι. Η αίθουσα άρχισε να στροβιλίζεται γύρω της ως που χάθηκε από τα μάτια της και αντικαταστάθηκε με ένα σπήλαιο. Το κρύο την έκανε να ριγήσει.

-Χρειάζομαι ρούχα, είπε. Δεν θα με αφήσετε έτσι.

Οι μάγοι την κοίταξαν και είδε τα μάτια του μάγου που την είχε προστάξει να γδυθεί να γεμίζουν πόθο και να απλώνει το χέρι του. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν για τα στήθη της, όπως πρόβαλλαν σφριγηλά διαθέσιμα στο άγγιγμά του αλλά ήξερε καλά τι είχε τραβήξει την προσοχή του, το μενταγιόν που φορούσε. Ήταν ένα ισχυρό τεχνούργημα, τη δύναμη του ακόμα και η ίδια δεν την ήξερε σε όλη της την έκταση, κληρονομιά από τη μητέρα της, μια από τις πιο ισχυρές μάγισσες της σκοτεινής πλευράς. Το χέρι του έκλεισε γύρω από το μενταγιόν και την επόμενη στιγμή ούρλιαξε από πόνο. Τράβηξε το χέρι του για να το δει να έχει μεταμορφωθεί σε μια καψαλισμένη μάζα κατεστραμμένο.

-Θα το πληρώσεις αυτό!

Όρμησε πάνω της και την χτύπησε ρίχνοντάς τη στο έδαφος. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ύστερα κοίταξε το σύντροφό του.

-Ποιος θα το μάθει; Δεν θα επιβιώσει εδώ κάτω αυτή για να γυρίσει πίσω.

Κατάλαβε τις προθέσεις τους και ούρλιαξε ενώ ο ένας την καθήλωνε στο έδαφος και ο άλλος την απάλλασσε και από το τελευταίο ρούχο της.

 

 

ΙΙΙ

 

Τα χέρια του μάγου απλώθηκαν άπληστα στο κορμί της αλλά για μια στιγμή μόνο. Μετά τραβήχτηκαν και ο μάγος βόγκηξε από τον πόνο, ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε από τα χείλη του και σωριάστηκε νεκρός δίπλα στην Ρέιλα. Ο σύντροφός του ανέβλεψε για να δει μια κοφτερή λάμα να κατεβαίνει προς το κεφάλι του. Έπεσε για να μην ξανασηκωθεί.

Η Ρέιλα κοίταξε το σωτήρα της. Εκείνος θηκάρωσε τη σπάθα του και της έτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Η Ρέιλα το έπιασε και σηκώθηκε. Ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από τον Φένορ έβγαλε το μανδύα του και της τον πρότεινε. Εκείνη τον φόρεσε με ευγνωμοσύνη. Τον κοίταξε σκεπτόμενη πόσο περίεργο ήταν μετά τους μαύρους χιτώνες της να φοράει κάτι ολόλευκο.

-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, είπε ο άνδρας, τι δουλειά έχεις εδώ κάτω; Ζεις σε κάποια κοινότητα μεταλλωρύχων;

-Όχι, είπε η Ρέιλα, είμαι εδώ αναζητώντας το μάτι του Μάρνους.

-Και αυτό μας κάνει τρεις!

Στην άλλη άκρη του σπηλαίου είχε εμφανισθεί ο Λουβίας Κοχ.

-Για ποιο σκοπό το αναζητάς; ρώτησε ο Φένορ.

-Για να αυξήσω τη δύναμή μου, είπε ο νεκρομάντης, εσύ τι το θες; Δεν είσαι μάγος.

-Είναι η μόνη θεραπεία σε ένα δηλητήριο που κυκλοφορεί στο αίμα μου.

-Και’ συ; στράφηκε ο νεκρομάντης στην Ρέιλα. Δεν είσαι μάγισσα επίσης, πάσχεις από καμία ασθένεια και’ συ;

Η νεαρή μάγισσα κατάλαβε ότι το ξόρκι που δέσμευε τις δυνάμεις της την έκανε να δείχνει σαν κοινή θνητή. Για μια στιγμή σκέφθηκε να μην αποκαλύψει την μαγική της ιδιότητα αλλά δεν είδε κάποιο όφελος από αυτό και είπε:

-Είμαι μάγισσα, το κονκλάβιο μου στέρησε τις δυνάμεις μου και θέλω να τις πάρω πίσω. Αρκεί να το αγγίξω.

-Άρα και  οι δυο απλά πρέπει να το αγγίξετε, είπε ο Λουβίας υπολογιστικά, και θα έχετε κερδίσει και οι δύο κάτι, άρα είναι δίκαιο να το πάρω εγώ μετά.

Ο Φένορ δέχθηκε χωρίς δισταγμό, η Ρέιλα μετά από μια μικρή σκέψη.

 -Πρέπει να το βρούμε βέβαια, είπε.

-Ξέρω που είναι, είπε ο Λουβίας, ακολουθείστε με.

 

Δεν ήταν εύκολη διαδρομή μέσα στα σκοτεινά και συχνά κακοτράχαλα σπήλαια τα περισσότερα μονοπάτια ήταν φυσικά και κάποια ανοιγμένα από μεταλλωρύχους για να μπορούν να δουλεύουν. Ο Λουβίας πήγαινε μπροστά με ένα μαγικά δημιουργημένο αιωρούμενο φως να του δείχνει το δρόμο, ακολουθούσε η άοπλη και ανυπεράσπιστη τελείως Ρέιλα αφού δεν είχε μαγεία ή όπλα, και ακολουθούσε με τη σπάθα ανά χείρας ο Φένορ.

Ακόμα δεν ένιωθε το δηλητήριο να τον επηρεάζει παρότι ήξερε ότι δε θα αργούσε η ώρα αυτή. Ένιωθε μόνο κουρασμένος από το ταξίδι και την πορεία στα σπήλαια. Υπολόγιζε ότι έξω νύχτωνε παρότι μέσα στα σπήλαια δεν έκανε καμία διαφορά.

-Να σταματήσουμε για λίγες ώρες, είπε ο Ιππότης.

Οι δυο μάγοι είχαν τηλεμεταφερθεί και δεν είχαν ταξιδέψει για να κουραστούν αλλά η Ρέιλα ένιωθε αποκαμωμένη από όσα είχαν συμβεί και συμφώνησε μαζί του. Ο Λουβίας βιαζόταν αλλά δεν το έδειξε, δέχθηκε να ξεκουραστούν.

 

Η Ρέιλα ξύπνησε και κοίταξε την οροφή του σπηλαίου τελείως αποπροσανατολισμένη. Στο όνειρο που έβλεπε ακριβώς πριν ξυπνήσει βρισκόταν σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί εδώ αλλά μετά θυμήθηκε όλες τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της προηγούμενης μέρας. Υπήρχε ωστόσο κάτι από το όνειρο που την είχε ακολουθήσει και μετά το ξύπνημα. Η βαθιά επιθυμία για έρωτα. Ήθελε πολύ να κοιμηθεί με έναν άνδρα. Σηκώθηκε όρθια.

Πήγε λίγο πιο πέρα που κοιμόταν ο Φένορ του Άκρεν. Τον είχε ονειρευθεί, είχε ονειρευθεί ότι έκανε μαζί του έρωτα με καρπό ένα όμορφο κοριτσάκι. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχε γελάσει και θα είχε διώξει με ένα απλό ξόρκι αυτήν την επιθυμία που έκαιγε το σώμα της. Αλλά τώρα ένιωθε την επιθυμία τόσο έντονη και ακαταμάχητη. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει ή να την καταπνίξει.

Κατάρα! Γιατί δεν είχε ονειρευθεί τον νεκρομάντη; Θα μπορούσε να καταπνίξει την επιθυμία της, της ήταν απεχθής λόγω της μαγείας του. Ό,τι είχε σχέση με νεκρούς την απωθούσε από όταν ήταν παιδί.

Είδε τον Φένορ να ξυπνάει. Και στα μάτια του έκαιγε ο πόθος.

 

Ο Φένορ ξύπνησε με το μυαλό του να βασανίζεται από το όνειρο που είχε δει. Και το όνειρο είχε να κάνει με το γυμνό κορμί της Ρέιλα που είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα. Ήταν κατά των προσωπικών του πεποιθήσεων αλλά και των κανόνων της Ιπποσύνης αυτές οι σκέψεις, μια γυναίκα που είχε ατυχώς δει έτσι γυμνή δεν έπρεπε να την σκέφτεται με τέτοιο τρόπο.

Και όμως τώρα δεν μπορούσε να το νικήσει και να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό του. Είδε την Ρέιλα να πλησιάζει. Στάθηκε μπροστά του και άφησε το μανδύα που της είχε δώσει να πέσει από πάνω της. Κοίταξε αχόρταγα το σώμα της ενώ εκείνη γονάτιζε μπροστά του. Κοίταξε τα λεπτά πόδια της, τη σφιχτή κοιλιά της κοσμημένη με ένα ασημένιο φυλαχτό στον αφαλό, τα στητά στήθη της, το πρόσωπό της και τα σκοτεινά της μάτια που τον καλούσαν να χαθεί στα βάθη τους.

-Τι μου έκανες μάγισσα; ψιθύρισε ενώ την τραβούσε στην αγκαλιά του.

Η Ρέιλα τον άφησε να την πάρει στην αγκαλιά του, ανακάλυψε έκπληκτη πόσο πολύ την ήθελε και το μέγεθος του ερεθισμού του. Άρχισε να ξεκουμπώνει το χιτώνιό του ψιθυρίζοντας:

-Δεν έκανα τίποτα, δεν έχω δυνάμεις. Δεν ξέρω τι μας συμβαίνει.

Η τελευταία της φράση χάθηκε σε ένα μικρό βογγητό καθώς τα χείλη του Φένορ εξερευνούσαν αχόρταγα το λαιμό της κατεβαίνοντας προς τα στήθη της.

-Ας αφεθούμε, είπε ξέπνοα.

Και αυτό ακριβώς έκαναν.

 

Όταν ο Λουβίας ξύπνησε τους βρήκε να κοιμούνται. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν γίνει αλλά τώρα δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει όπως τους έβλεπε να κοιμούνται αγκαλιασμένοι σκεπασμένοι με το μανδύα του Φένορ. Τους ξύπνησε άγαρμπα σκουντώντας τους με το πόδι και δεν είχε την ευγένεια να κοιτάξει αλλού καθώς η Ρέιλα φορούσε και πάλι το μανδύα.

Ξεκίνησαν και πάλι για να βρουν το Μάτι του Μάρνους.

Ο Λουβίας προπορευόταν και ακολουθούσε και πάλι η Ρέιλα. Η μάγισσα ήταν ανήσυχη, χωρίς τη μαγεία της δεν ήξερε αν το φυλακτό της ήταν ενεργό. Το κόσμημα στον αφαλό της ήταν ένα φυλακτό που απέτρεπε την εγκυμοσύνη. Σε ένα σώμα που έρεε η μαγεία η σύλληψη ενός παιδιού δεν ήταν απλή διαδικασία και θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες γι’ αυτό και όλοι οι χρήστες της ήταν πολύ προσεκτικοί σε αυτό το θέμα. Τώρα αντιμετώπιζε με φόβο την πιθανότητα να είχε συλλάβει όπως είχε δει στο όνειρο, βέβαια δεν είχε πια μαγικές δυνάμεις αλλά δεν θα αργούσε να τις πάρει πίσω.

Ο Φένορ, που ερχόταν τελευταίος, ήταν επίσης προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τον πόθο αυτό που τους είχε οδηγήσει σε μια παθιασμένη ένωση. Και ήταν τόσο ξένο προς αυτόν, να κοιμηθεί με μια κοπέλα που δεν ήξερε καν το όνομά της.

-Φτάσαμε, ανακοίνωσε ο Λουβίας καθώς έμπαιναν σε ένα μεγαλύτερο σπήλαιο.

Στάθηκαν στην είσοδο αντικρίζοντας το θέαμα εντυπωσιασμένοι.

Το άγαλμα ήταν τεράστιο, τα πόδια του πατούσαν στο γρανιτένιο δάπεδο της σπηλιάς και το κεφάλι του ακουμπούσε στην οροφή. Το ένα μάτι του έλαμπε ακόμα και στο ημίφως της σπηλιάς. Το Μάτι του Μάρνους ήταν στη θέση του.

Πέρα από το άγαλμα η σπηλιά ήταν άδεια αλλά ήταν εμφανές ότι κάποτε αποτελούσε σημαντικό χώρο για κάποιους, το δάπεδο και οι τοίχοι ήταν λειασμένοι τέλεια ενώ στα πόδια του αγάλματος υπήρχαν κάποια σκαλίσματα που οι αιώνες είχαν στερήσει το σχήμα τους. Πλησίασαν το άγαλμα αλλά ο Λουβίας και η Ρέιλα σταμάτησαν απότομα.

-Μόνο ένας μη μάγος μπορεί να το πάρει, είπε η Ρέιλα, προχώρησε σερ Φένορ.

Ο Ιππότης πλησίασε το άγαλμα και πιάστηκε από τα σταυρωμένα στο στήθος μπράτσα για να σκαρφαλώσει και από εκεί έφτανε στο μεγάλο διαμάντι. Χωρίς να διστάσει έπιασε το διαμάντι. Την επόμενη στιγμή ένιωσε μια θερμή αίσθηση να τον διατρέχει σαν να είχε μπει κάτω από ζεστό νερό. Το μάτι τον θεράπευσε. Κατέβηκε προσεχτικά από το άγαλμα. Η Ρέιλα ήρθε κοντά του. Με τη μετακίνηση του διαμαντιού είχε εξαφανιστεί η μαγική ασπίδα. Ο Φένορ σωριάστηκε της έδωσε το διαμάντι. Η Ρέιλα το πήρε και ένιωσε τη δύναμή της να επιστρέφει σαν πύρινο ποτάμι, η αίσθηση του κρύου και ο φόβος εξαφανίστηκαν.

Ένας εκκωφαντικός ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα δόνησε το σπήλαιο και μια πλευρά του τοιχώματος της σπηλιάς άρχισε να ανοίγει αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή μορφή.

-Καλώς ήρθατε στον τόπο του θανάτου σας, είπε μια φωνή παγωμένη και απόκοσμη σαν να ερχόταν πέρα από τον τάφο.

Στο άνοιγμα στεκόταν μια μορφή ντυμένη με μια πανοπλία που κάποτε ήταν λευκή αλλά τώρα είχε μαυρίσει από το χρόνο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο σπαθί που εξέπεμπε ένα ανίερο φως. Το πρόσωπο, το μόνο μέρος που άφηνε η πανοπλία ακάλυπτο, ήταν αυτό ενός νεκρού στην παγωμένη φθορά του θανάτου.

-Ένας απέθαντος, είπε με φόβο η Ρέιλα.

-Ποιος είσαι και τι θέλεις από’ μας, απαίτησε ο Ιππότης.

Ο απέθαντος γέλασε και το γέλιο του αντήχησε στο σπήλαιο, δυνατό και μακάβριο. Ο Φένορ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του ενώ η Ρέιλα στάθηκε δίπλα του με το διαμάντι ακόμα στα χέρια της.

-Είμαι πολύ πιο αρχαίος και δυνατός από εσένα Ιππότη, υποκλίσου στη δύναμη του Βαλκόρ και μπορεί να ζήσεις.

Ο Φένορ αναγνώρισε το όνομα. Αιώνες πριν ο σκοτεινός μάγος Βελκόρ είχε προσπαθήσει να καταλάβει την Εσπέρια, η Ιπποσύνη τον είχε νικήσει σε μια σκληρή μάχη. Ο μάγος βλέποντας το τέλος κοντά είχε μετατρέψει τον εαυτό του σε απέθαντο. Σκοτώθηκε και για να μην επιστρέψεις τη ζωή οι Ιππότες τον είχαν θάψει βαθιά στα σπήλαια της Ταμπόρα, όχι αρκετά βαθιά όπως φαινόταν.

-Άθελά τους οι μεταλλωρύχοι του Γκλόρυντιπ με ελευθέρωσαν και σκόρπισα ανάμεσά τους το θάνατο, είπε ο Βελκόρ σαν να διάβαζε τις σκέψεις του Φένορ.

-Και θέλεις να σκοτώσεις και εμάς τώρα υποθέτω.

-Εσάς; Όχι ακριβώς, είπε ο Βαλκόρ. Εσείς έχετε άλλο σκοπό. 

Ο Φένορ έριξε μια ματιά στη μάγισσα δίπλα του και στον Λουβίας, κανείς δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι εννοούσε ο απέθαντος. Η μάγισσα ήταν έτοιμη να αμυνθεί αν ο απέθαντος επιτιθόταν ενώ ο νεκρομάντης δεν έδειχνε να ανησυχεί.

-Μετά την εξόντωση των μεταλλωρύχων ένιωσα ενισχυμένος, είπε ο Βαλκόρ, αλλά όχι τόσο για να αφήσω τα σπήλαια. Οπότε μηχανεύτηκα τον τρόπο να γίνω πιο δυνατός. Συνέχισα να σκοτώνω, ήξερα ότι η Ιπποσύνη θα έστελνε κάποιον να δει τι συμβαίνει, έστειλα τα γκόμπλιν για να είμαι σίγουρος ότι θα έμπαινες στα βαθύτερα σπήλαια. Όσο για εσένα μικρή μάγισσα δεν είχα παρά να επέμβω στο μυαλό των μελών του κονκλαβίου. Καταδικάστηκες και στάλθηκες εδώ κάτω, σε νοιάζει να σου πω ότι τις τελευταίες ώρες οδηγήθηκαν και οι επτά στην τρέλα και την αυτοκτονία. Ο νεκρομάντης βρέθηκε τυχαία εδώ αλλά δεν μου είναι άχρηστος.

-Μπήκες σε πολύ κόπο για να μας φέρεις εδώ, είπε ο Φένορ, αλλά για ποιο σκοπό;

-Περάσατε μια ωραία νύχτα εσείς οι δυο, είπε ο απέθαντός.

Ο Φένορ και η Ρέιλα κοιτάκτηκαν ξαφνιασμένοι ενώ ο Λουβίας κάγχαζε ειρωνικά. Τώρα εξηγείτο η ξαφνική επιθυμία της νύχτας και η τόσο έντονη ερωτική τους ένωση.

-Έγινα απέθαντος για να επιζήσω αλλά είναι καιρός να αποκτήσω ένα σώμα κατάλληλο και το πιο κατάλληλο είναι ο καρπός ενός Ιππότη και μιας Σκοτεινής μάγισσας.

Η Ρέιλα έφερε το ένα χέρι στην κοιλιά της. Είχε συλλάβει όντως;

-Δεν θα πάρεις το παιδί αυτό, είπε ο Φένορ και με τη σπάθα του υψωμένη προχώρησε προς τον Βαλκόρ που ύψωσε το χέρι του και εξαπέλυσε μια ριπή μαύρης ενέργειας. Η ριπή χτύπησε τον Ιππότη και τον τίναξε στο δάπεδο με μια χαίνουσα πληγή στο στήθος. Η μάγισσα γονάτισε δίπλα του και έβαλε το χέρι της στην πληγή που αιμορραγούσε. Ψιθύρισε ένα ξόρκι και αμέσως η πληγή έκλεισε, το δέρμα έμεινε ανέπαφο σαν να μην είχε ποτέ χτυπηθεί. Ο Ιππότης σηκώθηκε όρθιος.

Ο Λουβίας έτεινε το χέρι του στο οποίο λαμπύριζαν δύο δακτυλίδια και πρόφερε μια νεκρομαντική κατάρα. Πορφυρές δέσμες φωτιάς εκτοξεύθηκαν προς τον Βαλκόρ. Δεν τον ένοιαζε η μοίρα του Φένορ και της Ρέιλα αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ο απέθαντος αν ήταν να φύγει ζωντανός από εδώ με το Μάτι του Μάρνους. Ο απέθαντος άνοιξε το στόμα του αφύσικα πολύ και κατάπιε τις φλόγες. Ο νεκρομάντης ένιωσε να εξασθενεί. Έπεσε στα γόνατα ενώ ο απέθαντος απομυζούσε τη δύναμή του.

Ο Βαλκόρ έκανε ένα σχήμα στον αέρα και την επόμενη στιγμή τρία γκόμπλιν εμφανίστηκαν γεμίζοντας το χώρο με την βαριά οσμή τους. Επιτέθηκαν κραδαίνοντας σπαθιά με κυρτές λάμες. Ο Φένορ προχώρησε μπροστά και αντιμετώπισε τα τρία πλάσματα. Όπως και την προηγούμενη φορά που είχε αντιμετωπίσει μερικά από αυτά η μάχη ήταν σύντομη και νικηφόρα. Ο απέθαντος εκμεταλλεύθηκε τον περισπασμό και εξαπέλυσε μια μαγική επίθεση, μια δέσμη μαγικής ενέργειας ξεπήδησε από το απλωμένο χέρι του και χτύπησε την Ρέιλα χωρίς να τη βλάψει καθώς το μενταγιόν της απορρόφησε την ενέργεια.

Ο Λουβίας με ένα ξόρκι σήκωσε από το έδαφος τα νεκρά πλάσματα που κινήθηκαν εναντίον του πρώην αφέντη τους. Ο Βαλκόρ τράβηξε τη σπάθα από το πλευρό του που τυλίχθηκε στο ανίερο φως που τύλιγε όλη τη μορφή του. Με μια κίνηση μετέτρεψε σε σκόνη τα τρία νεκροζώντανα γκόμπλιν. Ύστερα έδειξε με τη σπάθα του τον Λουβίας, με ένα μουγκρητό πόνου έπεσε στα γόνατα. Το πρόσωπό του έγινε σταχτί και μετά ωχρό σαν πεθαμένου.

-Το άγγιγμα του απέθαντου, είπε η Ρέιλα με φωνή που πάσχιζε να κρατήσει σταθερή, θα τον κάνει όμοιο του.

Ο Φένορ σήκωσε τη σπάθα του και την κατέβασε στο λαιμό του Λουβίας, αποκεφαλίζοντάς τον, το άψυχο σώμα σωριάστηκε στο πέτρινο δάπεδο με έναν υπόκωφο ήχο.

-Αναπαύσου εν ειρήνη, μακριά από την κατάρα των απέθαντων.

Ο Βαλκόρ απήγγειλε ένα ξόρκι και κάτι τρομερά επικίνδυνο υλοποιήθηκε μέσα στη σπηλιά, ένα μεγάλο ον σαν αρκούδα με διπλό μέγεθος όμως και με χαυλιόδοντες να εξέχουν από το στόμα του και φονικά νύχια στα οκτώ δάκτυλα κάθε ποδιού.

-Ένα σαλκ, είπε η Ρέιλα.

Ο Φένορ ζύγιασε τη σπάθα έτοιμος για επίθεση αλλά η μάγισσα τον σταμάτησε.

-Μόνο με τη σπάθα σου δεν μπορείς να νικήσεις Ιππότη, χρειάζεσαι βοήθεια.

Πήρε τη σπάθα και κράτησε το Μάτι του Μάρνους πιεσμένο στη λαβή, το διαμάντι βυθίσθηκε στην κάτω άκρη της λαβής με την ευκολία που το μαχαίρι βυθίζεται στο βούτυρο. Ο Φένορ πήρε πίσω τη σπάθα του και την κράτησε στο χέρι του, δεν φαινόταν να έχει αλλάξει κάτι αλλά καταλάβαινε τη δύναμη μέσα της.

Με μια προσταγή του απέθαντου το σαλκ όρμησε πάνω τους. Ο Ιππότης έκανε έναν ελιγμό αποφεύγοντας το φονικά οπλισμένο πόδι του και κατέβασε με ορμή τη σπάθα στο κεφάλι του.

Ο Βαλκόρ έβγαλε μια κραυγή δυσπιστίας βλέποντας το σαλκ να πέφτει νεκρό. Ο Φένορ επιτέθηκε πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη και με ένα αποφασιστικό χτύπημα διαπέρασε με τη σπάθα του τον αντίπαλο. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα, ύστερα ο χρόνος που είχε τόσα χρόνια μείνει στάσιμος πήρε την εκδίκησή του εν ριπή οφθαλμού και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ιππότη ο απέθαντος μετατράπηκε σε λεπτή γκρίζα σκόνη.

Στράφηκε προς τη Ρέιλα και στάθηκε αιφνιδιασμένος από το θέαμα που αντίκριζε. Η νεαρή μάγισσα δεν είχε αποφύγει το χτύπημα από το σαλκ. Ένα από τα τερατώδη νύχια του την είχε ξεσκίσει στο στήθος και η πληγή ήταν τεράστια για να υπάρχει ελπίδα επιβίωσης. Αν την κρατούσε ακόμη κάτι όρθια ήταν το πείσμα της. Καθώς ο Φένορ πήγαινε κοντά της σωριάστηκε στο έδαφος.

Ο Φένορ κοίταξε το μάτι του Μάρνους στη σπάθα του και μετά την νεκρή κοπέλα στο δάπεδο. Άξιζε τέτοιες θυσίες η δύναμη; Θα μετέφερε στο κάστρο στο Γνοφώδες όρος το όπλο του όπου οι ανώτεροί του θα φρόντιζαν για την ασφάλεια του ισχυρού τεχνουργήματος. Θηκάρωσε τη σπάθα του και σήκωσε το σώμα της Ρέιλα, θα την έθαβε έξω, δεν της άξιζε να μείνει για πάντα στα έγκατα της γης όποια και αν ήταν.

Και θα τη θυμόταν πάντα. Η κοπέλα που πολέμησε μαζί του στην πρώτη του αποστολή.

 

Τέλος

 

 

 

625. Το Μάτι Του Μάρνους.doc

Link to comment
Share on other sites

Διάβασα την δεύτερη εκδοχή και σίγουρα καλύπτει αρκετά από τα κενά που άφηνες στο προηγούμενο... Ωραία και γρήγορη πλοκή που δεν σε κάνει να βαριέσαι. Ελπίζω να δούμε κι άλλες ιστορίες με τον Φένορ... ίσως την συνέχεια αυτής της ιστορίας γιατί όπως κατάλαβα στην τελευταία παράγραφο αυτός παίρνει το πετράδι άρα  η ιστορία συνεχίζεται ή κάνω λάθος; :) 

Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε και βρίσκεις ότι εξηγεί τα κενά.

Χμ δεν ξέρω αν θα εμφανιστεί και σε άλλη ιστορία το Μάτι του Μάρνους πάντως σωστά κατάλαβες.

Ο Φένορ παίζει ρόλο και σε μια αρκετά μεγαλύτερη ιστορία της Εσπέρια. Αν έχεις όρεξη για μια ιστορία δες εδώ: http://community.sff.gr/topic/16130-%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%83%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%B1-i-%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%B9%CE%AC%CF%82/

Edited by WILLIAM
Link to comment
Share on other sites

Γειά σου William,

 

Λοιπόν η ιστορία είναι απο εγχειρίδιο φάντασυ: τέρατα, μάγοι, ιππότες, μαγικά αντικείμενα και φυσικά μια αποστολή για το επικόν του πράγματος. Οπότε εξαρχής ήμουν άριστα προδιατεθημένος. Βρήκα και θετικά και αρνητικά. Στα θετικά:

 

Ξεθηκάρωσε τη σπάθα του...

 

Με έκανε να χαμογελάσω (και ακόμη το κάνει!)

 

Η βεβήλωση του τάφου πολύ ωραία πινελιά.

 

Στα αρνητικά:

 

-Δηλητήριο γκαλάκ, κόμπασε το γκόμπλιν. Δεν υπάρχει θεραπεία, μόνο το μάτι! Το μάτι του Μάρνους αν μπορέσεις να το βρεις ως τη δύση του αυριανού ήλιου!

 

Δεν θα έπρεπε να του το πει. Υποτίθεται οτι θέλει το κακό του. Φάνηκε οτι προσπαθούσες να πληροφορήσεις τον αναγνώστη.

 

-Όχι, είπε η Ρέιλα, είμαι εδώ αναζητώντας το μάτι του Μάρνους.

 

Αυτή είναι μια πληροφορία που δεν τη μοιράζεσαι τόσο εύκολα.

 

Γενικά, οι διάλογοι ήταν λίγο περισσότερο χαρούμενοι, αγαθοί απο οτι θα έπρεπε αν αναλογιστείς τον κόσμο που έπλασες. Θέλει για μένα λίγο περισσότερο σκοτάδι η συνταγή.

Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε και ευχαριστώ για τα σχέδια.

Το γκόμπλιν του το είπε γιατί ήταν μέσα στο σχέδιο του Βαλκόρ, που ήθελε να τον στείλει εκεί κάτω για τους δικούς του σκοπούς.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πολύ ωραία ιστορία. Διάβασα καταλάθως την πρώτη αλλά κοίταξα μετά και την δεύτερη που όντως είναι πολύ καλύτερη.

Οι χαρακτήρες προσωπικά μου άρεσαν όλοι έστω και γι' αυτό το μικρό ρόλο που παίξανε.

Όπως και να χει πολύ ωραία η περιπέτεια του Φένορ και θα κοιτάξω σίγουρα τα Χρονικά της Εσπέρια.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Εδώ ομολογώ την πάτησα. Τι εννοώ;  Διάβασα   την ιστορία από το πρώτο post και  καθώς scrollara προς το τέρμα τη σελίδας για να αφήσως και εγώ τα δυο μου  cent  βλέπω ξαφνικά   μία νέα εκδοχή! Θα την διαβάσω  και αυτήν σε   καμμιά βδομάδα, για να 'ξεχάσω' λίγο  την πρώτη εκδοχή  και να μπορέσω να την απολαύσω καλύτερα :) Θα σου στείλω PM.

 

Anyway,  πολύ μου άρεσε η ιστορία σου φίλε Γούιλ.  Και εσύ αξιοποίησες καλά τα συστατικά του δοθέντος πλοτς(και όπως είπα στο νήμα με την ιστορία της Άννας ήταν αρκετά  δύσκολο το συγκεκριμένο). Η γραφή σου ήταν πολύ απλή και δεν με κούρασε πουθενά. Το παράπονο μου είναι ότι όλα  πολύ εύκολα συμβαίνουν για τον Φένορ.  Για παράδειγμα, η μάχη με το Σαλκ. Μας παρουσιάζεται σαν ένα  ολάκερο θηρίο και ο Φένορ το σκοτώνει σε μισή πρόταη.  Επίσης,  που είναι ο  σκοτεινός άρχοντας που μας υποσχέθηκε το δεύτερο μέρος; Φαντάζομαι, θα κάνει την εμφάνιση του στην δεύτερη εκδοχή.

 

Όπως και να έχει, παρά τις ελλείψεις του,   ήταν μία ιστορία που διασκέδασα!

 

 

εδιτ: Αν ναι! Ξέχασα να αναφέρω κάτι: Η ιδέα του ταξικών  ξορκιών είναι αρκετά ενδιαφέρουσα.

Edited by jjohn
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..