Popular Post Ιρμάντα Posted July 15, 2015 Popular Post Share Posted July 15, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Ειρήνη ΜαντάΕίδος: Fairy Tale RetoldΒία; Ζαμέ των ζαμών.Σεξ; Έχει (και μάλιστα κάτι που δεν έχω ξανά διαχειριστεί)Αριθμός Λέξεων: 4217Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Η συμμετοχή μου για το Write-off#80(Εugenia Rose, elgalla, Nienor, nektarini, Ιρμάντα, MadnJim & SymphonyX13) Κι άλλα σχόλια: Ο τίτλος δεν μου αρέσει. Αλλά είχα κολλήσει και δεν έβρισκα άλλον. Καρδιά από Ασήμι Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Εγώ την είδα μία νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της. Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι και εγώ δεν ξέρω πού, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της. Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Πράγμα που σημαίνει πως όσοι την γνωρίζουν, δεν την γνωρίζουν αρκετά ώστε να μπορέσουν να δώσουν οποιαδήποτε, έστω και κατά προσέγγιση, περιγραφή. Δεν ξέρουν πόσο δυνατή μάγισσα μπορεί να γίνει και συνάμα τι γλυκύτητα θανατερή την κατατρέχει, τι συμπόνια αυτοκαταστροφική. Δεν τα ξέρει κανείς, εκτός βέβαια από μένα, όμως αυτό το πεδίο ύπαρξης στο οποίο έχω περιοριστεί, μπορεί άραγε να χαρακτηριστεί ζωή; Την είδα μία νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει στο μπαλκόνι. Την πρωτόειδα σε κείνο το μπαλκόνι θα ήταν ακριβέστερο. Αν και πάντα νιώθουμε πως γνωρίζουμε τον αγαπώμενο από καιρό, από πριν γεννηθούμε, αν αυτό είναι δυνατό. Το μπαλκόνι όπου στεκόταν εκείνη ήταν αυτό που το λέγαμε στην αγορά, το Μπαλκόνι των Μάγων. Και φυσικά δεν κρεμόταν στον αέρα –το πλουμισμένο κιγκλίδωμα περιέκλειε μία βεράντα, η βεράντα ήταν γεμάτη γλάστρες με μυριστικά, πίσω από τα μυριστικά υπήρχε μπαλκονόπορτα τζαμωτή και πίσω από τη μπαλκονόπορτα ένα σπίτι, από το παλιότερα αρχοντικά –στο εσωτερικό του οποίου ελάχιστοι μπορούσαν να παινευτούν πως είχαν κατορθώσει να κοιτάξουν. Το μπαλκόνι των μάγων, το σπίτι των μάγων, η ώρα των μάγων. Κάτω από το φεγγάρι, πάντοτε, είναι η ώρα και ο τόπος των μάγων. Το φεγγάρι είναι για τους μάγους ό,τι είναι για μας ο ήλιος. Όσον καιρό ήμουν παραγιός στο εργαστήρι του μπάρμπα μου δεν είχα δει κανέναν να βγαίνει στο μπαλκόνι των μάγων. Σκαλίζαμε μικρά έπιπλα, κόβαμε μεταλλικά φύλλα για καθρέφτες χειρός. Τραπεζάκια του μπουντουάρ, κονσόλες, σεκρετέρ, ήταν καλόγουστα τα έργα των χεριών μας. Ήμουνα καλός τεχνίτης, καλλιτέχνης σχεδόν, έλεγε ο μπάρμπας μου. Τα μυριστικά των μάγων είχαν την επιρροή τους στην έμπνευσή μου, αργά ή γρήγορα θα με έκαναν από καλλιτέχνη σχεδόν, καλλιτέχνη ολότελα. Τα μυριστικά γέμιζαν τα πνευμόνια μου με δημιουργικότητα και αίσθημα πληρότητας. Πρέπει να ‘ναι κανείς πλήρης για να μπορεί να δημιουργήσει, να ‘ναι γεμάτος εντός του, ούτως ώστε να του περισσεύουν πράγματα να μοιραστεί με τους έξω. Λοιπόν, τα μυριστικά. Τα βότανα. Ήταν πάντοτε φρεσκοποτισμένα, φουντωτά -φουντωτά σαν σγουρόμαλλα παιδικά κεφαλάκια. Σου παίρνανε τη μύτη, τις καλοκαιρινές νύχτες σου παίρνανε τα μυαλά. Αλλά ποιος τα κορφολογούσε, ποιος τα φρόντιζε δεν είχαμε δει. Σίγουρα είχαμε δει φώτα, κατά καιρούς, να πέφτουν στο σκοτεινό σοκάκι ανάμεσα στο σπίτι των Μάγων και στο εργαστήρι –ένα φως έντονο πορτοκαλί, χωρισμένο σε λωρίδες από τις κλειστές γρίλιες. Αλλά να βγαίνει κάποιος στο μπαλκόνι; Ποτέ, κανένας. Ούτε τότε την είδα να βγαίνει. Γυάλιζα το τελευταίο μου κομψοτέχνημα, έναν καθρέφτη από ασήμι με το σκάλισμά του ντυμένο φύλλα χρυσού, που μου το είχε παραγγείλει ένας κοσμηματοποιός για τη θυγατέρα του. Κοίταζα έξω, μια στο τόσο, όπου το φεγγάρι οδηγούσε τη νύχτα. Έπειτα το λυχνάρι που μου παράστεκε στο ξενύχτι, έπειτα τα μαλακά πανιά με τη σόδα. Τρίψιμο, γυάλισμα, έπειτα πάλι έξω. Εκείνη στεκόταν τώρα στο μπαλκόνι. Πριν όχι, αλλά τώρα την έβλεπα. Λες και κάποιος την είχε προσθέσει ανάμεσα στα μαγικά φυτά, μια λεπτομέρεια σε πίνακα. Πόσο ήταν όμορφη. Πόσο ήταν όμορφη. Άφησα τον καθρέφτη στο περβάζι, άνοιξα το παράθυρο, να τη δω καλύτερα. Το φεγγάρι ταξίδευε, μια κάτασπρη παγερή παντιέρα, οι δαίμονες μονάχα ήξεραν ποιου στρατού. Το φως σεργιανούσε στο περβάζι με τον καθρέφτη, στο φθαρμένο λιθόστρωτο, στους άγριους τοίχους, στάθηκε στο πρόσωπό της. Κάτι συνέβη ακριβώς τότε. Η γυναίκα με κοίταξε και πιστεύω πως ο λόγος για αυτό ήταν το ασήμι που είχα τόσο κοντά μου. Ήταν κομμάτι του ίδιου πράγματος, το φεγγάρι, το ασήμι, η μάγισσα. Με κοιτούσε, και εγώ ξανάπιασα τον καθρέφτη με μανία, θέλοντας να εντείνω αυτό που μας συνέδεε. Ένας άνεμος φύσηξε τότε, ίσως ήρθε από μέσα μου, βαθιά. Βρέθηκα να πετώ ψηλά παρασυρμένος. Μία κρυφή μετάγγιση με μεταστοιχείωνε, μπόλιαζε το αίμα μου με φλέβες ασημιού. Κρατούσα τώρα τον καθρέφτη τόσο σφιχτά, σαν να ήταν σπαθί, σαν να ορμούσα σε μάχη, -γιατί πετάω;- το φεγγάρι μου χαμογελούσε, υπήρχε αναγνώριση και αποδοχή και ολόκληρη η νύχτα έσταζε ασήμι. Μυρωδιά κρύα, και μεταλλική, και κρυστάλλινη, μία ουσία που με πότιζε ως τα κατάβαθα. Η γυναίκα μου χαμογέλασε. Πετούσα. Το έβλεπα να συμβαίνει. Τα πόδια μου σκάλωσαν στην κεραμιδένια σκεπή του γείτονα, μια γάτα ανατρίχιασε καμπουριάζοντας και τινάχτηκε του σκοτωμού. Κλότσησα και έριξα κάμποσα κεραμίδια. Η γυναίκα χαμογελούσε: αν οι άνθρωποι είχαν τον ήλιο και οι μάγοι το φεγγάρι, εγώ είχα το πρόσωπό της. Τη φλόγα στα μάτια της, τη φλόγα στην καρδιά της, που τροφοδοτούσε την παράδοξη μετάλλαξή μου. Τώρα πίσω από τη γυναίκα υπήρχε σκοτάδι, σχεδόν σπηλαιώδες, σχεδόν πρωτόγονο. Το σπίτι των Μάγων είχε ανοίξει για μένα. Η φλόγα στα μάτια της κατεύθυνε την πορεία μου. Ένιωθα να της ταιριάζω ολοκληρωτικά. Δεν ήμουν διόλου φοβισμένος. Από κάτω μου η πόλη, με τις μυρωδιές και τους νυχτερινούς ήχους και τα φώτα των τίμιων ανθρώπων. Από πάνω μου ακτινοβολούσε πλούσιος θόλος. Είχαν όλα γίνει δικά μου. Εκείνη μου τα είχε χαρίσει, με είχε πλάσει όπως ο δημιουργός είχε πλάσει τον πηλό και αυτό το νέο πλάσμα που είχα γίνει ήταν δικό της. Πώς το είχε κάνει; Σημασία για μένα είχε πως δεν θα έμπαινε στον κόπο να με αλλάξει αν στην καρδιά της δεν έκρυβε έστω ένα πενιχρό ενδιαφέρον. Ολοένα την πλησίαζα, γινόμουν ολοένα μικρότερος, ολοένα πιο άκαμπτος αλλά δεν είχε σημασία. Για την αγάπη της ήμουν πρόθυμος να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα. Άπλωσε το δεξί της χέρι, κατάλευκο, φωτεινό, το έστριψε και πλήθος μικροσκοπικές λάμψεις στροβιλίστηκαν ανάμεσά μας και με τράβηξαν με αυξημένη δύναμη. Ως να προσγειωθώ στο χέρι της. Με κράτησε σφιχτά, από τα πόδια μου που είχαν γίνει μεταλλικά, και κοίταξε το πρόσωπό της στο δικό μου σαν μέσα σε καθρέφτη. Συγκεκριμένα, σαν μέσα στον ίδιο καθρέφτη που γυάλιζα λίγο πριν. “Για φαντάσου” την άκουσα να λεει, και η μυρωμένη της ανάσα με θάμπωσε. “Έχω έναν μαγικό καθρέφτη.” Δεν ζει κανείς που να μπορεί να τη περιγράψει. Κανείς, που να έφτασε τόσο κοντά στη φλόγα της καρδιάς της και να μην πυρπολήθηκε, ή να μην άλλαξε. Με κρατά στο μπουντουάρ της, ναι, με το πρόσωπο γυρισμένο πάνω σε ξύλο καρυδιάς που, σε μία άλλη ζωή, εγώ το είχα σκαλίσει με το μπάρμπα μου. Με σηκώνει τα βράδια και μου επιτρέπει να την κοιτάξω, βουρτσίζει τα μαλλιά της ως να γυαλίζουν, τονίζει το περίγραμμα των ματιών της με αντιμόνιο. Τα χείλη της είναι κατακόκκινα, αν και δεν την είδα ποτέ να τα βάφει. Έπειτα σταματά, κοιταζόμαστε, κι αν αυτό που της δείχνω την ικανοποιεί με ανταμείβει με ένα χαμόγελο. «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, μην είδες καμιάν άλλη, να με περνά στην ομορφιά, στη χάρη και στα κάλλη;» Πράγμα παράξενο, δεν μπορώ παρά να της απαντώ με ρύμες, από όταν έγινα ό,τι έγινα. Κι η φυσική της φωνή φτάνει στα όποια αυτιά έχω με ρύμες, όποτε απευθύνεται σε μένα. Έτσι, της λέω: «Στα πλάτη και στα πέρατα και στη χρυσή οικουμένη Δεν βρέθηκε στην ομορφιά άλλη πιο βλογημένη.» Κι έτσι να μην ήταν, εγώ έτσι την έβλεπα. Επειδή εκείνη έβλεπε έτσι τον εαυτό της. Κι ούτε είχα καμιά ελπίδα πια να ταξιδέψω, στα πλάτη και στα πέρατα, για να κάνω συγκρίσεις. Οι καθρέφτες, μαγικοί ή όχι, δεν έχουν άλλη υπόσταση από αυτή που τους δίνουν τα αφεντικά που τους κρατούν. Όσο περνούν οι μέρες -για μένα ημέρες είναι η φλόγα στα μάτια της, και νύχτες οι αμίλητες παύσεις όπου βυθίζομαι με το πρόσωπο στο τραπέζι- όσο περνούν οι μέρες της φωτιάς, οι νύχτες και οι παύσεις, υποψιάζομαι ολοένα και περισσότερο πως το σχέδιό της ήταν να μαζέψει εκείνο το βράδυ μία ψυχή, να την κυβερνήσει αμετάκλητα. Ένας καθρέφτης μαγικός που να τη λατρεύει, στο κάτω -κάτω, τι άλλο μπορεί να θέλουν οι γυναίκες, μάγισσες και μη; Έναν καθρέφτη που να τις αγαπά τόσο ώστε πάντα μα πάντα να τους δείχνει αυτό που θέλουν να δουν. Επίσης, είναι νεαρή μάγισσα και ίσως η αιχμαλωσία μου να ήταν ένα είδος δοκιμασίας. Στο Σπίτι των Μάγων υπάρχουν πολλά δωμάτια αλλά δεν έχω βρεθεί, και πολλοί Μάγοι, που ποτέ δεν γνώρισα. Ίσως να έπρεπε να αποδείξει σε κάποιους από αυτούς τι μπορούσε να κάνει. Στην αρχή της μεταστοιχείωσής μου πίστευα πως με νοιαζόταν, και ακόμη το πιστεύω, όμως έχω πια συνειδητοποιήσει πως δεν θα με δει ποτέ σαν κάτι περισσότερο από μία αντανάκλαση του εαυτού της. Την κοιτάζω όπως λούζεται, όπως δοκιμάζει φουστάνια. Ο πόθος, όταν δεν υπάρχει σώμα να τον υποστηρίξει, είναι πόθος μονάχα νοερός και για αυτό εφτά φορές πιο έντονος. Δεν ξέρει πώς με κάνει να νιώθω. Ήθελα να έχω χέρια και όλα τα άλλα που κάποτε είχα, και τότε να την έβλεπα αν θα γδυνόταν έτσι μπροστά μου. Ήθελα ο λόγος μας να μην είχε στεγνώσει σε τσιγκούνικα στιχάκια. Στο ένα της μπράτσο κρατά φόρεμα στο χρώμα της άμμου, στο άλλο της ένα ύφασμα ρουμπινί, και προσπαθεί να διαλέξει ενώ η τριγωνική της ήβη λάμπει ολοκάθαρη μέσα από αυτή τη δίχρωμη κουρτίνα. Με σκανταλιάρικο βλέμμα, χαμογελάει και ρωτά: «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου μην είδες καμιάν άλλη, να με περνά στην ομορφιά, στη χάρη και στα κάλλη; «Κλεισμένος μες στην κάμαρα, δοσμένος στη μορφή σου, Πόθος μου λιώνει την καρδιά, πόθος για το κορμί σου.» Κοκκινίζουμε και οι δύο, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Εδώ στο σπίτι των Μάγων έχουν περάσει μήνες, ίσως και χρόνια. Δεν ξέρω αν θα γεράσω στην κατάσταση που με έχει φέρει., δεν ξέρω αν και το είδος της γερνά. Η επικοινωνία μας είναι ουσιαστικότερη πλέον, αν και ακόμη της αρέσει να παίζουμε το παιχνίδι μας, το ποια είναι η ομορφότερη. Είναι γλυκιά, αλλά είναι ματαιόδοξη. Θέλει να είναι η πιο ωραία, και όταν νιώθει πως είναι η πιο ωραία προβάλει από μέσα της ό,τι πιο ευγενικό μπορεί να βρεθεί σε μια ανθρώπινη καρδιά. Την ακούω να μου μιλάει για τον έξω κόσμο, πώς ήρθε καινούριος παραγιός στου μπάρμπα μου το μαγαζί, πώς ο φετινός χειμώνας ήταν ο σκληρότερος από όλους, πώς έχει επιδοθεί να ευεργετεί τους ανθρώπους με τα χαρίσματα της μαγείας (αν και στο τάγμα της αυτό δεν το εγκρίνουν) - και πώς ο χηρευάμενος Βασιλιάς της χώρας ψάχνει για καινούρια γυναίκα. “Δες με! Μ' αυτήν την κίνηση” στρέφει τα δάχτυλά της, “κάνω να ζεσταθούνε -και με δυο ξόρκια μυστικά γεμίζω το τσουκάλι. Χόρτασαν και ζεστάθηκαν! Άκου, θα πάω πάλι!” Κάποτε, έρχονται φωνές από τα κάτω δωμάτια, φωνές και καυγάδες. Να έχει σχέση με τις αγαθοεργίες της ή με τί άλλο; Ώσπου ένα πρωί η Κυρά μου με ξυπνά, το φως του ήλιου με τυφλώνει, και με γρήγορα δάχτυλα με τυλίγει σε μαλακά πανιά. Καμία εξήγηση δεν μου δίνει, και όπως με έπαιρνε ο ύπνος ξανά αισθανόμουν τραντάγματα, σαν ξύλινες ρόδες πάνω σε καλντερίμι. Και είδα όνειρο πως οι δυο μας καλπάζουμε σε άλογο λευκό, και τα μαλλιά της με σκεπάζουν, και η κόκκινη εσάρπα της ανεμίζει σαν φλόγα αίματος ώσπου πιάνεται στο κλαδί ενός δέντρου και η Κυρά μου βρίσκεται να ταλαντεύεται, κρεμασμένη από την εσάρπα της και τη μπλαβή της γλώσσα να προεξέχει από τα χείλη. Ξυπνώ σε καινούριο χώρο. Σε εντελώς καινούριο χώρο, πολύ μεγάλο, πολύ φωτεινό, όπου όλα τα έπιπλα είναι λαμπρογυαλισμένα και τα μετάξια αντιγυρίζουν τις φλόγες πλήθους κεριών. Απέναντί μου έχει πόρτα λευκή, δίφυλλη, στολισμένη με χρυσαφιά σχέδια αγγέλων και στα δεξιά μου παραβάν με παραστάσεις κήπων, από όπου μισοφαίνεται μπανιέρα χτισμένη από ρόδινο μάρμαρο. Η Κυρά μου ωστόσο δείχνει απόμακρη και παράταιρη μέσα σε τούτον τον πλούτο, και πίσω της στέκει ένα άχαρο κορίτσι και χτενίζει τα μαλλιά της. «Ήθελα τόσο να σε γνωρίσω» της λέει και της ξαναλέει. Μοιάζει άγαρμπη και τα μάτια της δείχνουν μιζέρια, όσο τα μάτια της Κυράς μου δείχνουν πληρότητα. «Ο Βασιλιάς θα έρθει μετά τα μεσάνυχτα, δεν πιστεύω να κοιμάσαι νωρίς, η μητέρα πάντα ξενυχτούσε να τον περιμένει. Είσαι τόσο όμορφη, αν μονάχα είχα και εγώ τέτοια μαλλιά.» Ξαφνικά πιάνει μία μπούκλα της Κυράς μου και την χώνει, με την άκρη της βούρτσας, στο χώρισμα του στήθους. «Έτσι είναι καλύτερα. Ο Βασιλιάς είναι τρελός μαζί σου. Όλοι είναι τρελοί μαζί σου, αλλά αυτό φυσικά το ξέρεις.» Στέκει ακίνητη, με τα χέρια της στους ώμους της Κυράς μου. Είναι χέρια λεπτά και δυνατά, με δάχτυλα γεμάτα κόμπους, σαν χέρια πιανίστα. «Θα δεις πόσο όμορφα θα περάσουμε.» Όταν μένει μόνη της η Κυρά μου αναστενάζει, λύνοντας ένα κορδόνι από το σφιγμένο μπούστο της. Η μπούκλα τινάζεται πέρα. «Αν ήξερες τι μοναξιά!» αρχίζει, και έπειτα: «Με πάντρεψαν, το ξέρεις; Η μάνα μου κι ο Κύρης μου που μ’ είχαν ξεχασμένη -Τι από μικρή στων μαγισσών το τάγμα ήμουν δοσμένη- Στο τάγμα όμως με απόδιωξαν, φωνάξαν: Προδοσία! Γιατί γυρίζεις και ελεείς ανθρώπους με Μαγεία; Τυφλά οι γονείς μου μ’ άρπαξαν, κανείς δεν με ρωτάει, και μ’ έδωσαν του βασιλιά για νύφη- μα είναι γέρος! Αφού έχει κόρη της παντρειάς, την είδες τώρα μόλις Αχ, και με πνίγει σαν βουνό ετούτο εδώ το μέρος Αχ, πως μου λείπει ο ουρανός της όμορφής μας πόλης!» Την πάντρεψαν! Την πάντρεψαν; Και εγώ τι πρέπει να της απαντήσω; Και αν είναι κάποια μάγισσα τόσο δυνατή που να μπορεί να μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε καθρέφτες, κι ωστόσο να μην μπορεί να κυβερνήσει την ίδια της τη ζωή, τι αξία έχει τόση γνώση; «Άνθρωπος ποιος σε κέρδισε; Η σκέψη με ματώνει!» Σκουπίζει τα δάκρυά της, τα μόνα δάκρυα που θα μπορέσω ποτέ να χύσω. «Θα σε κρατήσω ανοιχτό» μου λεει, καθώς ακούμε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Αλλιώς θα νιώθω μόνη.....» Με την πλάτη κόντρα σε ένα κουτί κοσμημάτων, η σκέψη μου γυρίζει στον κοσμηματοποιό για τον οποίο φτιάχτηκε ο καθρέφτης, που έχει γίνει τώρα ο τάφος μου- και επιδιώκω να με συνεπάρουν πλήθος άσχετες σκέψεις, μήπως τυχόν γλιτώσω αυτό που ξέρω πως θα επακολουθήσει. Αν δεν την είχα ερωτευτεί το βράδυ που πρόβαλε στο μπαλκόνι της δεν θα ήμουν τώρα εδώ. Αν δεν με είχε βρει η αγάπη της απροστάτευτο, όπως άλλους τους βρίσκει η μπόρα. Ο Βασιλιάς διαβαίνει το κατώφλι της και εκείνη περιμένει με στόμα σφιγμένο, με κεφάλι σκυφτό. Είναι ενοχλητικά γέρος, τόσο γέρος που καταντά προσβολή σε οτιδήποτε ζωντανό. Πολύ αβρά η Κυρά μου σηκώνει το χέρι, και ο Βασιλιάς το παίρνει, οδηγώντας το στα χείλη του για χειροφίλημα. Όμως όχι: τελικά, βγάζει έξω την άσπρη γλώσσα του και τη σέρνει στην παλάμη του χεριού της. Θέλω να γίνω χίλια κομμάτια και το κάθε ένα να βουλιάξει στη σάρκα του, κατασκίζοντάς τον. Θέλω, αλλά το σημαντικότερο από όλα, δεν μπορώ. Ο Βασιλιάς οδηγεί την Κυρά στο οβάλ μεταξοντυμένο κρεβάτι. Εκείνη με κοιτά διαρκώς, με τα μάτια δακρυσμένα. Ο Βασιλιάς είναι τόσο πολύ παραλυμένος και τόσο γέρος που χρειάζεται να την αναγκάσει να του κάνει πλήθος αισχρότητες, μέχρι η στύση του να σκληρύνει ικανοποιητικά. Για να μην νιώθει μόνη έπρεπε να το δω αυτό. Ίσως το ότι το αντέχω δείχνει πόσο βαθιά την αγαπώ. Και όσο περισσότερο παρακολουθώ τόσο περισσότερο την συμπονώ και την λαχταρώ και τη μισώ και τη λατρεύω. Οι επόμενες νύχτες κυλούν παρόμοια. Η Κυρά μου κλαίει, σφαδάζει, παραπονιέται για τη μοίρα της, για την καλή της καρδιά που την έριξε στη δυσμένεια των Μαγισσών, εν συνεχεία πίσω στα χέρια των γονιών της και τελικά σε αυτό το κολαστήριο. “Ω να γινόμουν άφαντη. Να φύγω σαν αέρας. Σαν πάχνη να γοργόλιωνα στο πρώτο φως της μέρας.” Ακουμπά το καυτό της μέτωπο στο πρόσωπό μου. Τα μάγια της δεν θέλει να τα χρησιμοποιήσει για να βλάψει τον γέρο. Δεν ξέρω και αν, διώχνοντάς την από την κάστα τους, οι άλλες Μάγισσες της αφαίρεσαν κάποιες γνώσεις. Μακάρι να γινόταν να πισωγυρίσει και το δικό μου κατάντημα. Θα είχαν να λένε για το Βασιλοκτόνο που βρέθηκε ξαφνικά στην κάμαρη του βασιλικού ζεύγους, χωρίς κανείς ποτέ να μάθει από που μπήκε. Θα φίλευα τους βάρδους με κάμποσα κατορθώματα πριν με κλείσουν σε φυλακή χειρότερη από τούτη που βρίσκομαι. Ο Βασιλιάς είναι πρόστυχος, φθονερός, κτητικός. Κατανοώντας ότι μια τόσο όμορφη γυναίκα δεν μπορεί παρά να τραβά τα αντρικά βλέμματα, προτιμά να την κρατά κλειδωμένη. Μονάχα η άχαρη κόρη του επιτρέπεται να την επισκέπτεται -όχι, σωστότερα, επιδιώκει να την επισκέπτεται. Είναι πριγκίπισσα μα αγαπά να της κάνει τη δούλα. Τη λούζει, χτενίζει τα μαλλιά της, τη βοηθά να διαλέξει φουστάνια. Την κοιτάζει με βλέμμα σαν να είναι αυτές οι υπηρεσίες το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωή της. Αργώ να καταλάβω το πώς και το γιατί. Κάποτε, η Χιονάτη έρχεται με ένα βελούδινο κουτί. Ανοίγει το καπάκι παρουσιάζοντας ένα κόσμημα με ρουμπίνια και με σκάλισμα άφταστης τέχνης. “Ήταν της μητέρας μου” λέει στην μητριά της. Η Κυρά μου κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Κι εγώ θα κοιτούσα έτσι ακριβώς, αν είχα στόμα. Η Χιονάτη πετά το κουτί και δένει το περιδέραιο γύρω από το λαιμό της Κυράς μου, κι έπειτα σκύβει να τη φιλήσει στον ώμο. “Θέλω να το φοράς και να το χαίρεσαι.” Να μια σκηνή που είχα φανταστεί άπειρες φορές, μα πάντα να βρίσκομαι εγώ στη θέση της Χιονάτης. Δεν καταλαβαίνω, κι ωστόσο όλα συντελούνται μπροστά μου. “Έλα. Θα ετοιμάσω το λουτρό σου.” Με κινήσεις αργές, σχεδόν τελετουργικές, η Χιονάτη ρίχνει νερό στα στήθη της Κυράς μου με ασημένια κανάτα. “Είναι ο πατέρας καλός βασιλιάς; Μπορεί και να είναι” συνεχίζει η πριγκίπισσα. “Ας πούμε, δεν έκανε πολλούς πολέμους. Και όποτε έκανε, πάντα γυρνούσε νικητής (να παρατηρήσω πως η φωνή της Χιονάτης είναι στυφή και άχαρη, όσο στυφή και άχαρη είναι η όψη της, τουλάχιστον.) Δεν έχει αυξήσει τους φόρους για χρόνια, ο λαός τον αγαπά περισσότερο από τον πατέρα του. Όσοι δηλαδή θυμούνται ακόμη τον πατέρα του. Έτσι λοιπόν, ο πατέρας είναι ένας καλός βασιλιάς. Αλλά είναι ο βασιλιάς ένας καλός πατέρας; Έχασα τη μάνα μου πολύ μικρή. Σχεδόν δεν τη θυμάμαι. Ο πατέρας έλεγε πως της μοιάζω. Σε σημείο που να το θεωρεί σωστό να πλαγιάζει μαζί μου όπως ακριβώς πλάγιαζε κάποτε με κείνη.” Σκύβει το κεφάλι, καθώς η εξομολόγηση έχει τουλάχιστον καταφέρει να πυρπολήσει τα μάγουλά της με μια επίφαση υγιούς όψης. “Σιχάθηκα τον εαυτό μου και επίσης το αντρικό άγγιγμα.” Η Κυρά μου σηκώνεται από το μπάνιο της, με το νερό να κάνει το κορμί της να λάμπει σαν άγαλμα από χαλκό. Η προγονή της κρατά μια χνουδάτη πετσέτα και την τυλίγει με αδημονία, με τρυφερότητα ανατριχιαστική. “Σιχάθηκα όλους τους άντρες.” Η Κυρά μου γελάει κάπως αμήχανα, αλλά δεν διώχνει τα λιγνά χέρια που καθυστερούν επάνω της, ακόμη κρατώντας την πετσέτα. “Είμαι τελείως μόνη στον κόσμο, τελείως.” Μέσα στα παλάτια, όλοι το λένε, πάντα ανακαλύπτει κανείς πως έχει περισσότερους εχθρούς από ότι συμμάχους. Ακόμη και εγώ, πλάσμα καρφωμένο στη θέση μου σαν με καρφιά γιγάντων, ανακαλύπτω ξαφνικά πως έχω δύο αντίζηλους αντί για έναν. Σας παρακαλώ, δείξτε κατανόηση. Μπορούσα να αντέξω τη μισερή μου ύπαρξη όσο ήμουν ο μοναδικός της φίλος. Έχει μια ηδονή, μια παρηγοριά -αξιοθρήνητη, σύμφωνοι- να είσαι το μοναδικό καταφύγιο ενός αγαπημένου. Ιδίως όταν ξέρεις ότι ποτέ δεν θα μπορέσεις να τον αποκτήσεις διαφορετικά. Όσο δεν ήταν δυνατόν να αγαπήσει το βασιλιά περισσότερο από όσο θα αγαπούσε ένα γυμνοσάλιαγκα, όσο η Χιονάτη της ήταν πιο αδιάφορη και από το ξύλο όπου κρεμούσε τα γουναρικά της, όσο ο καθρέφτης της ήταν το μοναδικό της αποκούμπι -ναι, μπορούσα να υποφέρω το βάσανό μου. Όπως όλοι οι άνθρωποι που δεν τους έλαχε να τους μεταμορφώσουν σε μαγικούς καθρέφτες, έτσι και εγώ δεν μπορούσα να κατανοήσω την αξία αυτού που είχα μέχρι που το έχασα. Η Κυρά μου βρήκε την πριγκίπισσα για να μοιράζεται μαζί της την απέχθεια για το γέρο Βασιλιά. Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, μην είδες καμιάν άλλη; Αυτό τουλάχιστον δεν μου το στερεί. Αν και έχει πια και τη Χιονάτη για να της το επαναλαμβάνει. Πόσο όμορφη είσαι. Όμορφη. Πληγωμένες από τον ίδιο άνθρωπο, αηδιασμένες από το ίδιο άγγιγμα, πλάγιαζαν μαζί και σαν πληγωμένα ζωντανά παρηγορούνταν γλείφοντας τις πληγές τους. Με ξεχνά ολοένα και πιο συχνά ξυπνητό, με τη ράχη στο μπουκάλι της με το άρωμα ή στην κοσμηματοθήκη της, που γίνεται ολοένα και πλουσιότερη με τα δώρα της Χιονάτης. Η πριγκίπισσα ανεβαίνει στην Κυρά μου και την φιλά βαθιά όπως μονάχα εγώ θα έπρεπε να κάνω. Όταν τελειώνουν αγκαλιάζονται, γελάνε και κλαίνε. “Σε έχω στο νου μου κάθε στιγμή” λέει η Χιονάτη φιλώντας το χέρι της. “Εσύ άραγε, θα μπορούσες ποτέ να με αγαπήσεις, έστω και λίγο;” Μπλέκει τα δάχτυλά της στα μαλλιά της Κυράς μου. “Νομίζω πως όχι. Είσαι γυναίκα εσύ. Για αυτό σε αγαπώ. Για αυτό δεν με αγαπάς.” Η Κυρά μου έχει ένα χλιαρό χαμόγελο στα χείλη. “Να μην μου ξαναφέρεις δώρα, Χιονάτη.” Μπροστά στα μάτια μου, όλα. Το παιχνίδι μας έχει καταντήσει η μοναδική μου παρηγοριά. Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, μην είδες καμιάν άλλη, να με περνά στην ομορφιά, στη χάρη και στα κάλλη. Πού να δω, μα τις φωτιές της κόλασης που με τυλίγουν κάθε φορά που την πλησιάζει η Χιονάτη. Που να δω. Πώς ζηλεύω την πριγκίπισσα. Το νοερό πάθος είναι εφτά φορές πιο βασανιστικό, γιατί όλο το βάρος εστιάζει μονάχα σε ένα σημείο. Πόσο δυσκολότερο είναι να σηκώσεις ένα κάρο γεμάτο κρασοβάρελα με το ένα χέρι, ενώ θα χρειάζονταν φυσιολογικά εφτά; Αλίμονο σε μένα. Ένα βράδυ, μεγάλη αναστάτωση ταράζει την αυτολύπησή μου: Δούλες που δεν έχω ξαναδεί έρχονται να χτυπήσουν την πόρτα της Κυράς μου και με φωνές την τραβούν από το κρεβάτι της (όπου, ευτυχώς, καθόταν μοναχή της και διάβαζε κάποιο βιβλίο.) Η μια της φορά την ρόμπα της, η άλλη την σπρώχνει έξω και αν έχω καταλάβει καλά η φασαρία γίνεται για χάρη του Βασιλιά, που -παρέφαγε; παραήπιε; Πάντως τώρα ήταν αδιάθετος και τη γύρευε. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε ό,τι θορύβους έρχονταν απέξω: ποδοβολητά, κλάματα, έπειτα κι άλλα ποδοβολητά. Έπειτα σιωπή. Μακριά σιωπή. Και έπειτα η πόρτα βρόντηξε, και μέσα πέρασαν η Κυρά μου με την πριγκίπισσα, λαχανιασμένες. Η Χιονάτη δείχνει τόσο ξαναμμένη που λες πως θα της κοπεί η αναπνοή. “Πέθανε αγάπη μου, πέθανε!” Η Κυρά μου της κλείνει το στόμα. “Σσσσσς. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.” Οι τοίχοι, δεν ξέρω, οι καθρέφτες πάντως σίγουρα. “Είμαστε ελεύθερες, το καταλαβαίνεις αυτό;” Η πριγκίπισσα την τραβάει από τα χέρια, την αγκαλιάζει και τη σέρνει σε ένα παλαβό ταγκό στη μέση της κάμαρας. Τη γέρνει προς τα πίσω, διεκδικητικά, και προσπαθεί να τη φιλήσει. Η Κυρά μου απομακρύνεται “πες μου μονάχα πως δεν το έκανες εσύ” λέει, με τις παλάμες της να υψώνονται σαν τείχος ανάμεσά τους. “Πες ότι δεν είχες καμία σχέση.” Η Χιονάτη κάθεται στο κρεβάτι. Τόσο ζωηρή ποτέ μου δεν την είδα. “Μισώ τον πατέρα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ό,τι μου έκανε δεν ξεγίνεται. Γιατί να τον σκοτώσω όμως τώρα ειδικά, που έχει πάνω από χρόνο να μαγαρίσει το κρεβάτι μου;” Η Κυρά μου την κοιτάζει, περιμένοντας τη συνέχεια. Η Χιονάτη παίζει με τα χρυσαφιά κροσσάκια του παπλώματος. “Μπορεί όμως να το έκανα τώρα για να σώσω εσένα. Να του γλίστρησα φαρμάκι στην κούπα για να μείνουμε οι δυο μας. Κάτι τέτοιο θα με έκανε κακιά στα μάτια σου;” Η Κυρά μου αφήνει ένα στεναγμό, αλλά δεν απαντά. “Θα βασιλέψουμε μαζί” συνεχίζει η Χιονάτη. “Δεν θα χρειάζεται καν να κρυβόμαστε. Θα φτιάξουμε καινούριους νόμους-” Φανταζόμουν κάποτε πως ήταν αρκετό να πεθάνει ο Βασιλιάς. Τώρα βλέπω πως, αλίμονο, η κατάστασή εξελίσσεται ακόμη χειρότερη. Είμαι κακός όσο και η Χιονάτη, φθονερός όσο και ο μακαρίτης. Ναι, είμαι. Ελάτε κάποιος να με πετάξει να σπάσω. Εφτά χρόνια γρουσουζιά ένας σπασμένος καθρέφτης, εφτά φορές το εφτά ένας μαγικός σπασμένος καθρέφτης. Ας με βρει ό,τι μαρτύριο μπορεί ο σκληρότερος τιμωρός να φανταστεί. Τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτό που τώρα βιώνω. Τη γυναίκα μου, τη χάνω. Τη μάγισσα μου. Τη χάνω ολότελα, αν εντυπωσιαστεί από το έγκλημα της Χιονάτης. Ας ερχόταν κάποιος να με σπάσει, αφού δεν έχω πόδια να περπατήσω ως την άκρη του τραπεζιού. Ας γινόταν να στρέψω τη μία γυναίκα εναντίον της άλλης. Να πάψει η Κυρά μου να τη λυπάται, να τη συμπαθεί, να την ανέχεται, ό,τι τέλος πάντων και αν είναι αυτό που νιώθει. Δεν μπόρεσα να την απαλλάξω από τον άθλιο άντρα της με το σπαθί μου, δεν μπόρεσα να την απαλλάξω από το χωλό αγκάλιασμα της Χιονάτης με το δικό μου αντρίκειο αγκάλιασμα. Ποτέ δεν θα μπορέσω, αλλά ίσως μπορέσω να γίνω ξανά η μοναδική συντροφιά της αφού εκείνη -εκείνη, με έκανε ανίκανο να είμαι οτιδήποτε άλλο ή να νιώσω οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτή την αγάπη που με καταπίνει μέρα με τη μέρα. Αν η Κυρά μου ήταν ερωτευμένη το σχέδιό μου δεν θα πετύχαινε. Το ήξερα όμως πως δεν είναι. Από όλους όσους την γνώρισαν εγώ μονάχα την ξέρω. Τουλάχιστον δεν είναι ακόμη ερωτευμένη, και έτσι εγώ πρέπει να βιαστώ. Το παιχνίδι μας, που ποτέ δεν το ξεχνάει. Τα στιχάκια μας. Η απόδειξη της διαρκούς γυναικείας ματαιοδοξίας της. Αν αυτό μονάχα έχει απομείνει από την παλιά Κυρά μου, εκεί θα πατήσω. Την περιμένω να με ρωτήσει ξανά, Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, μην είδες καμιάν άλλη, να με περνά στην ομορφιά, στη χάρη και στα κάλλη; Και απαντώ: “Καλή είσαι και περίκαλη, όμως σαν τη Χιονάτη Πανώρια και πεντάμορφη δεν είδε ανθρώπου μάτι. Εκείνη λάμπει σαν αυγή, εκείνη σαν αστέρι Και τέτοια δεν γεννήθηκε καμιά, σ’ αυτά τα μέρη.” Με κοιτάζει σαν να της μιλώ άγνωστη γλώσσα. Και έπειτα, τα χείλη της μορφάζουν, το πρόσωπό της τρεμίζει όπως καθρεφτίζεται πάνω μου σαν την επιφάνεια λίμνης όταν πετάς ένα βότσαλο. “Πώς -πώς είπες;” με ρωτάει, και ξέρω πως είμαι στο σωστό δρόμο, επιτέλους, για να πετύχω το σκοπό μου. 10 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted July 15, 2015 Share Posted July 15, 2015 Ίσως με έχεις κακομάθει, δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται πως ετούτο εδώ δείχνει την πίεση χρόνου κάτω από την οποία γράφτηκε. Όχι ότι δεν είναι καλογραμμένο, είναι, αλλά έχω συνηθίσει τόσο πολύ ό,τι διαβάζω δικό σου να είναι υπέροχα γραμμένο που μάλλον έχω γίνει υπεραπαιτητική. Πολλές επαναλήψεις στην αρχή του κειμένου (ενδεικτικά, μέσα σε 9 γραμμές αναφέρεις 5 φορές τη λέξη μπαλκόνι και 2 τη λέξη μπαλκονόπορτα!). Αυτό που με κέρδισε, όμως, ήταν η ιστορία σου κι η φωνή του ήρωά σου. Πολύ ωραία απόδοση του παραμυθιού, περισσότερο origin story της κακιάς μητριάς αντί για Χιονάτη, βέβαια, όμως δουλεύει πάρα πολύ καλά, είναι πρωτότυπο (και το λέω έχοντας διαβάσει πάμπολλα retellings του συγκεκριμένου παραμυθιού κι έχοντας γράψει κι ένα η ίδια - νομίζω ήταν κι η πρώτη μου ιστορία που σχολίασες εδώ), έχει ωραία κλιμάκωση και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Μόνο λίγο γυάλισμα μου φαίνεται πως θέλει, έτσι για να λάμψει, γιατί κατά τα άλλα μου φάνηκε πολύ καλή. Καλή επιτυχία! 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 16, 2015 Share Posted July 16, 2015 Όλους μας έχεις κακομάθει και τούτο δω έχει λόξυγκα, να του δώσεις νεράκι να του περάσει. Θυμήθηκα εκείνο το ανέκδοτο που λέει: "το βαλες που το βαλες, δεν το σιδέρωνες λίγο πρώτα;" Εκτός των άλλων, δες και τι θα κάνεις με τη ρήμα, όχι στα μεταξύ τους στιχάκια, αλλά σε άλλα σημεία του κειμένου που σου βγαίνει, μόνη της κι ανεξέλεγκτη. Ή να έχει στοχευμένα (πχ όταν παρασέρνεται από κακες σκέψεις, δεν ξέρω) ή να μην έχει και να είναι πεζό. Οκ, και κάπου εδώ σκάω, έτσι κι αλλιώς θα ξέρεις πάρα πολύ καλά τι να κάνεις μαζί του όταν θα το περιλάβεις, ποτέ δεν τα αφήνεις αχταρμά. Πέρα από αυτό, όλα του τα υπόλοιπα τα σπάνε. Μου αρέσει τρελά το όριτζιν του καθρέφτη (και η σκηνή που γίνεται αυτό που ξέρουμε ότι είναι), μου αρέσει πάρα πάρα πολύ η επιλογή σου να βλέπουμε την ιστορία από τα δικά του μάτια. Η ιστορία που παίζει μέσα στο παλάτι είναι πολύ καλή και το σεξ (που λες ότι ανησυχούσες) παίζει να είναι το πιο καλογραμμένο κομμάτι του διηγήματος (άσε που δεν έχει και πολύ, ούτε περιγραφές ούτε τίποτα, όσο σου χρειάζεται μόνο για να το κάνεις καθαρό το τι συμβαίνει). Επίσης, με έπεισες πως ο καθρέφτης την αγαπάει και τη μισεί την ίδια στιγμή, και είναι δύσκολο αυτό να το βγάλεις σαν συναίσθημα. Πολύ καλό το σημείο στο οποίο το σταμάτησες, ναι, από κει και πέρα ξέρουμε τι θα γίνει και, ναι, θα γίνουνε όλα έτσι όπως τα ξέρουμε γιατί με έχεις πείσει για το ποιόν του καθρέφτη και για τα θέλω του. Το ξέρεις γενικά ότι με τα παραμύθια αγαπιόμαστε, το ξέρεις ότι μου αρέσουνε τα κείμενά σου και οι λέξεις σου και ο τρόπος που τις χρησιμοποιείς. Όταν θα το διορθώσεις τούτο δω θα είναι ένα πολύ καλό διήγημα. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 16, 2015 Author Share Posted July 16, 2015 Γεια Κιάρα και ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις και τα καλά σου λόγια! Δες βρε παιδάκι μου που είναι οι σκόρπιες ρήμες εκτός των διαλόγων τους και πες μου με κανα πμ αν μπορείς γιατί δεν τα βρίσκω! Ευχαριστώ και πάλι για τη βοήθεια και το χρόνο σου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted July 16, 2015 Share Posted July 16, 2015 Και εκεί που καθόμουνα στη γωνίτσα μου και ψοφολογούσα (όσο εσείς κάνατε πάρτι με τον διαγωνισμό, κατάλαβες φίλε μου; ) είπα να ξεκινήσω να διαβάζω τις ιστορίες. Και ως εκ θαύματος ήδη άρχισα να νιώθω καλύτερα με το που τελείωσα ετούτην εδώ. Μέχρι να διαβάσω και την τελευταία θα έχω γίνει περδίκι δηλαδής! Εμένα μου άρεσε πολύ και σαν ιστορία από μόνη της και σαν retelling όμως. Η αρχή μου φάνηκε λίγο δυσνόητη, μετά την εισαγωγή, ίσως εκεί να θέλεις να την κάνεις να ρέει καλύτερα. Χαλαρά πάντως αν το μετέφραζες αγγλικά το έβλεπα σε ανθολογία με σκοτεινές version των παραμυθιών. Βασικά και εγώ τα κλασικά για γυάλισμα θα έλεγα αλλά κυρίως στην αρχή μετά τις πρώτες 1-2 παραγράφους φαίνεται σαν να βρήκες τη φωνή σου και να κύλησαν όλα όπως έπρεπε. Πολύ καλή ατμόσφαιρα, με ένοιαζε πολύ η πρωταγωνίστρια και γενικά σκιαγράφησες πολύ καλά τους χαρακτήρες. Να δω τι θα κάνει ο καθρέφτης όταν θα την βάλουνε σε εκείνα τα πυρωμένα παπούτσι την κυρά του. Καλή επιτυχία! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 16, 2015 Author Share Posted July 16, 2015 (edited) Να δω τι θα κάνει ο καθρέφτης όταν θα την βάλουνε σε εκείνα τα πυρωμένα παπούτσι την κυρά του. Καλή επιτυχία! Έχει τέτοια η Χιονάτη κοπελιά; Πω ρε είμαι πολύ άσχετη.... Και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Και περαστικά, εννοείται! Edited July 16, 2015 by Ιρμάντα 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted July 16, 2015 Share Posted July 16, 2015 Να δω τι θα κάνει ο καθρέφτης όταν θα την βάλουνε σε εκείνα τα πυρωμένα παπούτσι την κυρά του. Καλή επιτυχία! Έχει τέτοια η Χιονάτη κοπελιά; Πω ρε είμαι πολύ άσχετη.... Και ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Και περαστικά, εννοείται! Καλέ ναι! Την βάζουνε να χορέψει με πυρωμένα παπούτσια μέχρι θανάτου. Ωραία ιδέα για sequel, ε; 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 17, 2015 Author Share Posted July 17, 2015 Το θέμα είναι ότι όντως αυτά τα παραμύθια είναι πολύ πιο σκοτεινά από ότι τείνουμε να φανταζόμαστε/πιστεύουμε/θυμόμαστε. Και τώρα που το λες αν θυμάμαι είχε και κάτι άλλες κακιές που τις δένανε στα τέσσερα άλογα (και αμολούσανε τα άλογα) Θα υπήρχαν πολύ λιγότερα σκοτεινά retellings αν είχαν επικρατήσει ευρέως αυτές οι uncensored εκδοχές. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted July 17, 2015 Share Posted July 17, 2015 Το θέμα είναι ότι όντως αυτά τα παραμύθια είναι πολύ πιο σκοτεινά από ότι τείνουμε να φανταζόμαστε/πιστεύουμε/θυμόμαστε. Και τώρα που το λες αν θυμάμαι είχε και κάτι άλλες κακιές που τις δένανε στα τέσσερα άλογα (και αμολούσανε τα άλογα) Θα υπήρχαν πολύ λιγότερα σκοτεινά retellings αν είχαν επικρατήσει ευρέως αυτές οι uncensored εκδοχές. Ναι κάτι τέτοιο ήταν στο "Goose Girl" νομίζω. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted July 17, 2015 Share Posted July 17, 2015 (edited) Αυτό που τα παραμύθια κρύβουν πίσω από τις χαριτωμένες φράσεις τους τρομερά θρίλερ πάντα με εντυπωσίαζε! Κακές μάγισσες, προδοσίες, δηλητηριάσεις αγαπημένων προσώπων, νεκροφάνειες, παιδιά να παρατιούνται μόνα στο δάσος, μάγισσες να τρώνε παιδάκια, λύκοι, τα πιο dark fantasy μεταμφιεσμένα σε fairy tales. Ειρήνη μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έγραψες. Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο να "δω" τις εικόνες κατά την μεταμόρφωση, αλλά μετά ήταν σαν να πήρε φόρα και με παρέσυρε ως το τέλος. Βρήκα την ιδέα σου έξυπνη, ένα pre-origin όχι της Χιονάτης, όχι της Κακιάς Βασίλισσας, αλλά του Μαγικού Καθρέφτη! Μπράβο! Σκληρή η απόδοση του καλού -κατά το παραμύθι- βασιλιά, αλλά ενδιαφέρουσα. Μου άρεσαν και οι ρίμες σου πολύ, ταίριαζαν στη χαρακτηριστική σου γραφή. Έχεις δει τη σειρά "Once Upon A Time"; Αν όχι αυτοτιμωρήσου και ξεκίνα την αμέσως, σου εγγυώμαι ότι θα σε ξετρελάνει. Καλή επιτυχία! Edited July 17, 2015 by MadnJim 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 17, 2015 Author Share Posted July 17, 2015 Αυτό που τα παραμύθια κρύβουν πίσω από τις χαριτωμένες φράσεις τους τρομερά θρίλερ πάντα με εντυπωσίαζε! Κακές μάγισσες, προδοσίες, δηλητηριάσεις αγαπημένων προσώπων, νεκροφάνειες, παιδιά να παρατιούνται μόνα στο δάσος, μάγισσες να τρώνε παιδάκια, λύκοι, τα πιο dark fantasy μεταμφιεσμένα σε fairy tales. Ειρήνη μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έγραψες. Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολο να "δω" τις εικόνες κατά την μεταμόρφωση, αλλά μετά ήταν σαν να πήρε φόρα και με παρέσυρε ως το τέλος. Βρήκα την ιδέα σου έξυπνη, ένα pre-origin όχι της Χιονάτης, όχι της Κακιάς Βασίλισσας, αλλά του Μαγικού Καθρέφτη! Μπράβο! Σκληρή η απόδοση του καλού -κατά το παραμύθι- βασιλιά, αλλά ενδιαφέρουσα. Μου άρεσαν και οι ρίμες σου πολύ, ταίριαζαν στη χαρακτηριστική σου γραφή. Έχεις δει τη σειρά "Once Upon A Time"; Αν όχι αυτοτιμωρήσου και ξεκίνα την αμέσως, σου εγγυώμαι ότι θα σε ξετρελάνει. https://www.youtube.com/watch?v=Rga4rp4j5TY Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια, τη σύσταση και για τα σχόλιά σου Σπύρο! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted July 18, 2015 Share Posted July 18, 2015 Μαγευτική ιστορία που την απόλαυσα πραγματικά! Καταπληκτικό, παραμυθένιο αλλά και σκοτεινό prequel της "Χιονάτης" που όσο διάβαζα τόσο με μάγευε. Η όλη σκέψη του τι ήταν στην αρχή ο καθρέφτης και το twist ότι για όσα δεινά θα περάσει η Χιονάτη, θα φταίει αυτός και η ζήλια του ήταν πανέξυπνη. Πολλά μπράβο Ειρήνη και καλή επιτυχία! Υ.Γ. Σήμερα που την διάβαζα για ακόμα μια φορά, σκέφτηκα ότι σε ΠΟΛΛΑ χρόνια από τώρα, θα μου άρεσε να την διάβαζα στις κόρες μου, όπως όταν ήταν μικρούλες και τους διάβαζα παραμύθια για να κοιμηθούν. Αν και το πιο πιθανό είναι αντι να ακούνε με θαυμασμό και να κρέμονται από τα χείλη μου όπως τότε, να με κοιτάνε παράξενα σκεπτόμενες:"Πάει, το`χασε αυτός!" 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 18, 2015 Author Share Posted July 18, 2015 Βρε στα παιδακια να διαβάσεις για τέτοιες διαστροφές; α πα πα! Πολύ προχώ μπαμπάς θα είσαι! Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted July 19, 2015 Share Posted July 19, 2015 Λοιπόν αυτή την ιστορία την αγάπησα! Θέλεις η αδυναμία στα παραμύθια, ο λυρισμός της, η ιδέα και το θέμα ταμπού; Εξαιρετική πραγματικά. Ξεκινάμε από έναν πρωτότυπο τύπο αφηγητή που καθρεφτίζει πρακτικά τις εξελίξεις και τις παρουσιάζει με φορτισμένο λόγο μεν αλλά χωρίς να χάνει το μέτρο. Παράλληλα η ιδέα είναι φοβερή και την διαχειρίστηκες πολύ όμορφα. Από την πικρία της μάγισσας μέχρι τον έρωτα του καθρέφτη. Πραγματικά δεν έχω να παρατηρήσω τίποτα αρνητικό. Μπράβο σου και καλή επιτυχία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 19, 2015 Author Share Posted July 19, 2015 Λοιπόν αυτή την ιστορία την αγάπησα! Θέλεις η αδυναμία στα παραμύθια, ο λυρισμός της, η ιδέα και το θέμα ταμπού; Εξαιρετική πραγματικά. Ξεκινάμε από έναν πρωτότυπο τύπο αφηγητή που καθρεφτίζει πρακτικά τις εξελίξεις και τις παρουσιάζει με φορτισμένο λόγο μεν αλλά χωρίς να χάνει το μέτρο. Παράλληλα η ιδέα είναι φοβερή και την διαχειρίστηκες πολύ όμορφα. Από την πικρία της μάγισσας μέχρι τον έρωτα του καθρέφτη. Πραγματικά δεν έχω να παρατηρήσω τίποτα αρνητικό. Μπράβο σου και καλή επιτυχία. Δεν ξέρω πως αλλά είχα την αίσθηση πως ένα άτομο που λέγεται oceanborn θα ειχε ιδιαίτερη αγάπη στα παραμύθια. Ευχαριστώ για τα σχόλια! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted July 19, 2015 Share Posted July 19, 2015 Έχει και αγάπη και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον... Οπότε αν αποφασίσεις να φτιάξεις prequel εκτενέστερης μορφής μη μας ξεχάσεις. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mors Planch Posted July 22, 2015 Share Posted July 22, 2015 Δεν ξέρω αν υπάρχουν λάθη η όχι στη δομή, που είπαν κάποιοι παραπάνω, για τον απλούστατο λόγο ότι το σύνολο σαν ιδέα και πλοκή τα σκεπάζει άνετα. Και αν μετράει για κάτι, το ότι το διάβασε μονορούφι άνθρωπος σαν την αφεντιά μου που εχμ. .. συνήθως παρατάει τα περισσότερα fantasy από τη δεύτερη παράγραφο, θέλω να πιστεύω ότι είναι καλό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Natasha Posted July 23, 2015 Share Posted July 23, 2015 Μου άρεσε πολύ η ιστορία σου! Η πλάκα είναι ότι στα παραμύθια που ξαναλέγονται νιώθω λίγο χορτασμένη τελευταία, σκέφτομαι καλά τι άλλο θα σκεφτούνε, κι έρχεσαι εσύ τώρα και σκέφτεσαι αυτό το πολύ ωραίο! Μου άρεσε η γραφή (πολύ!), μου άρεσε και η πλοκή. Όμως το πώς φτιάχνει τον καθρέφτη η μάγισσα μου φάνηκε σαν λόγος για να θύμωνε ο καθρέφτης αντί να χαίρεται που την βλέπει. Όντως την περιγράφεις σαν αιθέρια ύπαρξη αλλά δεν αρκεί αυτό για να την αγαπάει χωρίς όρους και να μην τον νοιάζει που δεν είναι πια άνθρωπος. Αφού τη βάζεις ούτως ή άλλως να κάνει αγαθοεργίες, ίσως θα ταίριαζε το εξής: ο τύπος αυτός την βλέπει και από την ταραχή του παθαίνει κάτι (έμφραγμα; πέφτει από τα σκαλιά και ανοίγει το κεφάλι του;) και πριν πεθάνει η μάγισσα τον κάνει καθρέφτη για να τον αφήσει να "ζήσει" έστω και αυτή την ιδιότυπη ζωή. Έτσι όντως θα της έχει ευγνωμοσύνη και δε θα εκπλήξει τόσο τον αναγνώστη η καλή της πλευρά με την αγαθοεργία. Για τον βασιλιά, νομίζω παραείναι σιχαμένος. Εγώ δε θα κρατούσα όλα του τα σιχαμένα στοιχεία: γλείψιμο του χεριού της μάγισσας, την βάζει να κάνει προστυχιές, ασελγούσε στην κόρη του, γιατί είναι μάλλον απίστευτο να είναι κανείς τόσο τερατώδης, θα το έσπαγα λίγο. Για τη Χιονάτη τώρα μου αρέσει η σχέση που προσπαθεί να αναπτύξει με τη μάγισσα. Απλά η ματαιοδοξία μου φαίνεται αδύναμο κίνητρο για να τη σκοτώσει τελικά. Σε αυτό φυσικά δε φταίει η ιστορία σου, φταίει το προδιαγεγραμμένο τέλος του παραμυθιού, απλά με την ανθρώπινη "μητριά" που μας έδειξες δε ταιριάζει τόσο το απάνθρωπο κυνήγι που κάνει μετέπειτα στη Χιονάτη. Αν μας μεγάλωνες την ιστορία και μας έδινες ένα καλό τέλος; Μου αρέσουν τα καλά τέλη Τα σχόλια περί "γυναικείας" ματαιοδοξίας και το κομμάτι "Ένας καθρέφτης μαγικός που να τη λατρεύει, στο κάτω -κάτω, τι άλλο μπορεί να θέλουν οι γυναίκες, μάγισσες και μη;" μου κάνουν τον καθρέφτη αρκετά αντιπαθή. Δεν ξέρω αν το θέλεις αυτό, οπότε το αναφέρω. Γενικά, είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη από το ανάγνωσμα! Καλή επιτυχία 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 24, 2015 Author Share Posted July 24, 2015 Έχει και αγάπη και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον... Οπότε αν αποφασίσεις να φτιάξεις prequel εκτενέστερης μορφής μη μας ξεχάσεις. Νομίζω λοιπόν πως θα το απολαύσεις αυτό! Είναι μικρό και γνωστό παραμύθι! http://community.sff.gr/topic/16182-%CE%BC%CE%B7%CE%BD-%CE%BB%CF%8D%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%B1/ Μου άρεσε πολύ η ιστορία σου! Η πλάκα είναι ότι στα παραμύθια που ξαναλέγονται νιώθω λίγο χορτασμένη τελευταία, σκέφτομαι καλά τι άλλο θα σκεφτούνε, κι έρχεσαι εσύ τώρα και σκέφτεσαι αυτό το πολύ ωραίο! Μου άρεσε η γραφή (πολύ!), μου άρεσε και η πλοκή. Όμως το πώς φτιάχνει τον καθρέφτη η μάγισσα μου φάνηκε σαν λόγος για να θύμωνε ο καθρέφτης αντί να χαίρεται που την βλέπει. Όντως την περιγράφεις σαν αιθέρια ύπαρξη αλλά δεν αρκεί αυτό για να την αγαπάει χωρίς όρους και να μην τον νοιάζει που δεν είναι πια άνθρωπος. Αφού τη βάζεις ούτως ή άλλως να κάνει αγαθοεργίες, ίσως θα ταίριαζε το εξής: ο τύπος αυτός την βλέπει και από την ταραχή του παθαίνει κάτι (έμφραγμα; πέφτει από τα σκαλιά και ανοίγει το κεφάλι του;) και πριν πεθάνει η μάγισσα τον κάνει καθρέφτη για να τον αφήσει να "ζήσει" έστω και αυτή την ιδιότυπη ζωή. Έτσι όντως θα της έχει ευγνωμοσύνη και δε θα εκπλήξει τόσο τον αναγνώστη η καλή της πλευρά με την αγαθοεργία. Για τον βασιλιά, νομίζω παραείναι σιχαμένος. Εγώ δε θα κρατούσα όλα του τα σιχαμένα στοιχεία: γλείψιμο του χεριού της μάγισσας, την βάζει να κάνει προστυχιές, ασελγούσε στην κόρη του, γιατί είναι μάλλον απίστευτο να είναι κανείς τόσο τερατώδης, θα το έσπαγα λίγο. Για τη Χιονάτη τώρα μου αρέσει η σχέση που προσπαθεί να αναπτύξει με τη μάγισσα. Απλά η ματαιοδοξία μου φαίνεται αδύναμο κίνητρο για να τη σκοτώσει τελικά. Σε αυτό φυσικά δε φταίει η ιστορία σου, φταίει το προδιαγεγραμμένο τέλος του παραμυθιού, απλά με την ανθρώπινη "μητριά" που μας έδειξες δε ταιριάζει τόσο το απάνθρωπο κυνήγι που κάνει μετέπειτα στη Χιονάτη. Αν μας μεγάλωνες την ιστορία και μας έδινες ένα καλό τέλος; Μου αρέσουν τα καλά τέλη Τα σχόλια περί "γυναικείας" ματαιοδοξίας και το κομμάτι "Ένας καθρέφτης μαγικός που να τη λατρεύει, στο κάτω -κάτω, τι άλλο μπορεί να θέλουν οι γυναίκες, μάγισσες και μη;" μου κάνουν τον καθρέφτη αρκετά αντιπαθή. Δεν ξέρω αν το θέλεις αυτό, οπότε το αναφέρω. Γενικά, είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη από το ανάγνωσμα! Καλή επιτυχία Νατάσα ευχαριστώ για τις ωραίες ιδέες. Και για τα σχόλια. Και για το χρόνο σου! Δεν ξέρω αν υπάρχουν λάθη η όχι στη δομή, που είπαν κάποιοι παραπάνω, για τον απλούστατο λόγο ότι το σύνολο σαν ιδέα και πλοκή τα σκεπάζει άνετα. Και αν μετράει για κάτι, το ότι το διάβασε μονορούφι άνθρωπος σαν την αφεντιά μου που εχμ. .. συνήθως παρατάει τα περισσότερα fantasy από τη δεύτερη παράγραφο, θέλω να πιστεύω ότι είναι καλό. Όντως κοπλιμέντο φίλε μου. Ευχαριστώ! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 19, 2015 Share Posted September 19, 2015 (edited) Το μπαλκόνι των μάγων, το σπίτι των μάγων, η ώρα των μάγων. Κάτω από το φεγγάρι, πάντοτε, είναι η ώρα και ο τόπος των μάγων. Το φεγγάρι είναι για τους μάγους ό,τι είναι για μας ο ήλιος. Όσον καιρό ήμουν παραγιός στο εργαστήρι του μπάρμπα μου δεν είχα δει κανέναν να βγαίνει στο μπαλκόνι των μάγων. Ενοχλητική επανάληψη της λέξης "μάγος". Μυρωδιά κρύα, και μεταλλική, και κρυστάλλινη Εξοχη παράβαση των γραμματικών κανόνων. (Απαραίτητες οι ανάσες που έδωσαν τα κόμματα). Παράδειγμα του πόσο οι κανόνες υπάρχουν μόνο για να μας διευκολύνουν και τίποτα παραπάνω. σχεδόν σπηλαιώδες, σχεδόν πρωτόγονο. Προτείνω να βγάλεις το δεύτερο "σχεδόν". Και... κάπου εκεί σταμάτησα να κρατάω σημειώσεις. Το κουφό είναι ότι δεν μου αρέσουν οι ξαναειπωμένες ιστορίες (εκτός... ε, δεν το λέω), και σίγουρα δεν μου αρέσουν τα ψυχολογικά δράμματα. Μα, με τίποτα. Και πάνω που έλεγα ότι κι αυτό έτσι, ανικανοποίητη θα με άφηνε, σαν τέτοιο, (ψυχολογικό δράμμα χιλιο-ξαναειπωμένου παραμυθιού), αυτή η παράγραφος στο τέλος με έφτιαξε. Πραγματικά, σου λέω, με έφτιαξε. Μπορεί να μην είναι του γούστου μου "κάτι τέτοια" (ερμηνείες γνωστών παραμυθιών, γιατί μια ερμηνεία ήταν), αλλά το έκανες πολύ καλά και έκανα πολύ καλά που το διάβασα. Σημείωση: όσο η μάγισσα κλαιγόταν "ω, τι έπαθα η καημένη, που με πάντρεψαν", εγώ σκεφτόμουν "τι λες μωρή σκρόφα, τον ανθρωπάκο που μεταμόρφωσες σε μπουντουάρ τον ξέχασες; Τα σχόλια περί "γυναικείας" ματαιοδοξίας και το κομμάτι "Ένας καθρέφτης μαγικός που να τη λατρεύει, στο κάτω -κάτω, τι άλλο μπορεί να θέλουν οι γυναίκες, μάγισσες και μη;" μου κάνουν τον καθρέφτη αρκετά αντιπαθή. Δεν ξέρω αν το θέλεις αυτό, οπότε το αναφέρω. Α, ναι. Κι αυτό που λέει η Νατάσσα. Ξέχασα να σου το πω. Edited September 19, 2015 by Cassandra Gotha 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted September 19, 2015 Share Posted September 19, 2015 (edited) Είδα πως άλλες σχολιάστριες είπαν πως τις έχεις κακομάθει και πως αυτή η ιστορία θέλει χτένισμα. Αν αυτή λοιπόν η ιστορία είναι, έστω και ελάχιστα, ατελής, αναρωτιέμαι πώς θα είναι οι άλλες! Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ένας "Όμπερον" - ο βασιλιάς των ξωτικών και σύζυγος της Τιτάνιας - να μη λατρέψει αυτή την ιστορία, που τον έπιασε από το μαλλιά (ο αληθινός Όμπερον έχει μαλλιά. Εγώ, ως Διονύσης, παίζει πολύ αν έχω πια ) και τον εκσφενδόνισε σε ένα κόσμο με τόσα μάγια, τόσα πολλά, ασημένια μάγια, μάγια σαν σταγόνες υδράργυρου που λάμπουν και μαγεύουν ό,τι αγγίξουν; Βλέπεις; H ποίηση που υπάρχει στην ιστορία σου με έκανε και μένα να γράφω ποιητικά (ας πούμε δηλαδή, γιατί ισχύει και το "ποιητής εκ του προχείρου" στη δική μου περίπτωση). Ναι, είναι γεγονός, λατρεύω τα παραμύθια, τη mythic fiction γενικότερα, και τα διάσημα παραμύθια που τα διηγείται κάποια/ος από μια άλλη σκοπιά, μου αρέσουν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, συχνά αυτή η άλλη σκοπιά σε σημερινά "ρεβιζιονιστικά" παραμύθια, είναι για μένα κάπως τεμπέλικη. Κι αυτό γιατί απλώς παίρνουν μια εκδοχή του παραμυθιού, συνήθως την πιο γνωστή και αθώα (α λα Disney) και απλά την κάνουν μία σπλατεροχοροριά, βασιζόμενοι απλά στη φρίκη που προκαλεί το σπλάτερ, και αυτό το ονομάζουν "dark". Η δική σου ιστορία είναι "σκοτεινή" από κάποιες απόψεις. Κι αυτό συμβαίνει γιατί κανένας χαρακτήρας δεν είναι μονοδιάστατος ή δυσδιάστατος, κανείς δεν είναι ούτε άσπρος, ούτε μαύρος, ούτε μια γκρίζα σούπα. Μόνη εξαίρεση ίσως ο βασιλιάς που σαν άνθρωπος δεν έχει καμμία ποιότητα που να ελαφραίνει κάπως τη σιχασιά που προκαλεί μέσα και έξω. Οι άλλοι τρεις χαρακτήρες ωστόσο, χορεύουν ένα χoρό μέσα σε όλο το φάσμα χρωμάτων και αποχρώσεων από το πάλλευκο και αγνό, μέχρι το σκοτεινό και επικίνδυνο. Και είναι όλοι υφασμένοι μέσα στην πλοκή τόσο όμορφα, τόσο αριστοτεχνικά που παρά το τραγικό τέλος, κυρίως γιατί φανταζόμαστε τι θα επέλθει μετά, η επίγευση της ιστορίας συνεχίζει να είναι μαγευτική, και ονειρική χωρίς να γυρίσει, σε μας τους αναγνώστες τουλάχιστον, σε έναν εφιάλτη. Αυτό συμβαίνει γιατί από την αρχή της διήγησης, η ομορφιά, η ποιητικότητα, το μυστηριακό στοιχείο, το ονειρικό - ειδικά στο πώς μεταμορφώνεται ο βοηθός σε καθρέφτη που είναι σχεδόν σαν ταξίδι σε μία άλλη διάσταση - είναι τόσο δυνατά που υπερφωτίζουν (και επισκιάζουν) ολόκληρη τη διήγηση. Έτσι ο αναγνώστης μεταφέρεται κυριολεκτικά σε ένα μυθικό τόπο και χρόνο. Όμως δεν χάνεται εκεί, στη Faerieland, για να "ξυπνήσει" το άλλο πρωί και αυτό που νόμιζε πως ήταν χρυσός (ή ασήμι εν προκειμένω) να αποδειχτεί πως είναι στάχτη γιατί η εμπειρία, το βίωμα της ιστορίας του μένει και στον "πραγματικό" κόσμο. Κι αυτό γιατί οι χαρακτήρες είναι τόσο καλά δουλεμένοι και τόσο εύκολα μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί τους, με το πώς νιώθουν, με τα κίνητρά τους, κι ας μην εγκρίνει αναγκαστικά τις πράξεις τους. Και δεν αναφέρομαι φυσικά, σαν "μη έγκριση" στην ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες. Δεν το θεωρώ "σκοτεινό" αυτό. Σκοτεινό είναι μόνο το γιατί που τελικά γίνεται τραγικό όχι μόνο γιατί γνωρίζουμε τι θα συμβεί αλλά λόγω της ωραίας σύλληψης να δούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια, και την καρδιά, του καθρέφτη, αλλά και από τo twist της πλοκής και, φυσικά, από το ότι πήρες τους τρεις χαρακτήρες και τους άλλαξες ρόλους ενώ συνεχίζουν να παραμένουν κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι και γνώριμοι χαρακτήρες του παραμυθιού! Μάλιστα ξέφυγες και από το δίπολο "θύτης-θύμα", ανεξάρτητα πώς βλέπουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες τους εαυτούς τους, γιατί είναι και θύματα αλλά και θύτες τελικά. Όπως και η Σελήνη, η ασημιά νυχτερινή βασίλισσα της μαγείας, λειτουργεί πολύ με το chiaroscuro, τις εναλλαγές φωτός και σκότους, όπου αυτό που φαίνεται δεν είναι αυτό που είναι πραγματικά, και αυτό που είναι πραγματικά δεν φαίνεται τι είναι, και αλλάζει και μεταμορφώνεται καθώς η σελήνη φαίνεται να μετακινείται στον ουρανό, έτσι μεταμορφώνονται και οι χαρακτήρες σου μέσα από μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και εμπειριών από την αθωότητα στην ενοχή, ή το έγκλημα, από την αγάπη στο μίσος που μοιάζει με αγάπη, από την ελπίδα στην απελπισία και πάλι στην ελπίδα, από το ρόλο του θύματος σε αυτόν του θύτη. Και το παραμύθι συνεχίζεται. Σ'ευχαριστώ γι'αυτήν την ιστορία, Ειρήνη. Όπως είπα η επίγευση δεν ήταν πικρή για μένα, παρά την τραγικότητα της ιστορίας (την οποία γνωρίζουμε βέβαια) αλλά κάτι διαφορετικό. Ένα τριπ ίσως, μια εμπειρία, μια πολύ ωραία διείσδυση στον ψυχισμό τριών χαρακτήρων, σ'αυτή την αθέατη πλευρά που βρίσκεται μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου, συνειδητού και υποσυνείδητου, ονείρου και πραγματικότητας. Και τελικά όλα αυτά ακριβώς δεν είναι η έννοια της λέξης "παραμύθι"; Edited September 19, 2015 by Oberon 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 20, 2015 Author Share Posted September 20, 2015 Να κατάλαβες; Και στον φαντασοδιαγωνισμό δεν θα ανεβάσω αν δεν το μετρήσω με υποδεκάμετρο πια. Κάπως αυτό το μας έχεις καλομάθει με έστειλε. Λοιπόν παιδιά από καρδιάς ευχαριστώ για τα σχόλιά σας. Από τα βάθη της ασημένιας καρδιάς μου. Μπι μπλέσντ! Είδα πως άλλες σχολιάστριες είπαν πως τις έχεις κακομάθει και πως αυτή η ιστορία θέλει χτένισμα. Αν αυτή λοιπόν η ιστορία είναι, έστω και ελάχιστα, ατελής, αναρωτιέμαι πώς θα είναι οι άλλες! Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ένας "Όμπερον" - ο βασιλιάς των ξωτικών και σύζυγος της Τιτάνιας - να μη λατρέψει αυτή την ιστορία, που τον έπιασε από το μαλλιά (ο αληθινός Όμπερον έχει μαλλιά. Εγώ, ως Διονύσης, παίζει πολύ αν έχω πια ) και τον εκσφενδόνισε σε ένα κόσμο με τόσα μάγια, τόσα πολλά, ασημένια μάγια, μάγια σαν σταγόνες υδράργυρου που λάμπουν και μαγεύουν ό,τι αγγίξουν; Βλέπεις; H ποίηση που υπάρχει στην ιστορία σου με έκανε και μένα να γράφω ποιητικά (ας πούμε δηλαδή, γιατί ισχύει και το "ποιητής εκ του προχείρου" στη δική μου περίπτωση). Ναι, είναι γεγονός, λατρεύω τα παραμύθια, τη mythic fiction γενικότερα, και τα διάσημα παραμύθια που τα διηγείται κάποια/ος από μια άλλη σκοπιά, μου αρέσουν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, συχνά αυτή η άλλη σκοπιά σε σημερινά "ρεβιζιονιστικά" παραμύθια, είναι για μένα κάπως τεμπέλικη. Κι αυτό γιατί απλώς παίρνουν μια εκδοχή του παραμυθιού, συνήθως την πιο γνωστή και αθώα (α λα Disney) και απλά την κάνουν μία σπλατεροχοροριά, βασιζόμενοι απλά στη φρίκη που προκαλεί το σπλάτερ, και αυτό το ονομάζουν "dark". Η δική σου ιστορία είναι "σκοτεινή" από κάποιες απόψεις. Κι αυτό συμβαίνει γιατί κανένας χαρακτήρας δεν είναι μονοδιάστατος ή δυσδιάστατος, κανείς δεν είναι ούτε άσπρος, ούτε μαύρος, ούτε μια γκρίζα σούπα. Μόνη εξαίρεση ίσως ο βασιλιάς που σαν άνθρωπος δεν έχει καμμία ποιότητα που να ελαφραίνει κάπως τη σιχασιά που προκαλεί μέσα και έξω. Οι άλλοι τρεις χαρακτήρες ωστόσο, χορεύουν ένα χoρό μέσα σε όλο το φάσμα χρωμάτων και αποχρώσεων από το πάλλευκο και αγνό, μέχρι το σκοτεινό και επικίνδυνο. Και είναι όλοι υφασμένοι μέσα στην πλοκή τόσο όμορφα, τόσο αριστοτεχνικά που παρά το τραγικό τέλος, κυρίως γιατί φανταζόμαστε τι θα επέλθει μετά, η επίγευση της ιστορίας συνεχίζει να είναι μαγευτική, και ονειρική χωρίς να γυρίσει, σε μας τους αναγνώστες τουλάχιστον, σε έναν εφιάλτη. Αυτό συμβαίνει γιατί από την αρχή της διήγησης, η ομορφιά, η ποιητικότητα, το μυστηριακό στοιχείο, το ονειρικό - ειδικά στο πώς μεταμορφώνεται ο βοηθός σε καθρέφτη που είναι σχεδόν σαν ταξίδι σε μία άλλη διάσταση - είναι τόσο δυνατά που υπερφωτίζουν (και επισκιάζουν) ολόκληρη τη διήγηση. Έτσι ο αναγνώστης μεταφέρεται κυριολεκτικά σε ένα μυθικό τόπο και χρόνο. Όμως δεν χάνεται εκεί, στη Faerieland, για να "ξυπνήσει" το άλλο πρωί και αυτό που νόμιζε πως ήταν χρυσός (ή ασήμι εν προκειμένω) να αποδειχτεί πως είναι στάχτη γιατί η εμπειρία, το βίωμα της ιστορίας του μένει και στον "πραγματικό" κόσμο. Κι αυτό γιατί οι χαρακτήρες είναι τόσο καλά δουλεμένοι και τόσο εύκολα μπορεί κανείς να ταυτιστεί μαζί τους, με το πώς νιώθουν, με τα κίνητρά τους, κι ας μην εγκρίνει αναγκαστικά τις πράξεις τους. Και δεν αναφέρομαι φυσικά, σαν "μη έγκριση" στην ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες. Δεν το θεωρώ "σκοτεινό" αυτό. Σκοτεινό είναι μόνο το γιατί που τελικά γίνεται τραγικό όχι μόνο γιατί γνωρίζουμε τι θα συμβεί αλλά λόγω της ωραίας σύλληψης να δούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια, και την καρδιά, του καθρέφτη, αλλά και από τo twist της πλοκής και, φυσικά, από το ότι πήρες τους τρεις χαρακτήρες και τους άλλαξες ρόλους ενώ συνεχίζουν να παραμένουν κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι και γνώριμοι χαρακτήρες του παραμυθιού! Μάλιστα ξέφυγες και από το δίπολο "θύτης-θύμα", ανεξάρτητα πώς βλέπουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες τους εαυτούς τους, γιατί είναι και θύματα αλλά και θύτες τελικά. Όπως και η Σελήνη, η ασημιά νυχτερινή βασίλισσα της μαγείας, λειτουργεί πολύ με το chiaroscuro, τις εναλλαγές φωτός και σκότους, όπου αυτό που φαίνεται δεν είναι αυτό που είναι πραγματικά, και αυτό που είναι πραγματικά δεν φαίνεται τι είναι, και αλλάζει και μεταμορφώνεται καθώς η σελήνη φαίνεται να μετακινείται στον ουρανό, έτσι μεταμορφώνονται και οι χαρακτήρες σου μέσα από μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και εμπειριών από την αθωότητα στην ενοχή, ή το έγκλημα, από την αγάπη στο μίσος που μοιάζει με αγάπη, από την ελπίδα στην απελπισία και πάλι στην ελπίδα, από το ρόλο του θύματος σε αυτόν του θύτη. Και το παραμύθι συνεχίζεται. Σ'ευχαριστώ γι'αυτήν την ιστορία, Ειρήνη. Όπως είπα η επίγευση δεν ήταν πικρή για μένα, παρά την τραγικότητα της ιστορίας (την οποία γνωρίζουμε βέβαια) αλλά κάτι διαφορετικό. Ένα τριπ ίσως, μια εμπειρία, μια πολύ ωραία διείσδυση στον ψυχισμό τριών χαρακτήρων, σ'αυτή την αθέατη πλευρά που βρίσκεται μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου, συνειδητού και υποσυνείδητου, ονείρου και πραγματικότητας. Και τελικά όλα αυτά ακριβώς δεν είναι η έννοια της λέξης "παραμύθι"; Ομπερον έχω ανεβάσει διάφορα στη βιβλιοθήκη ποίησης. Αν κρίνω από την εντύπωση που σου έκανε αυτό θα περάσεις καλά. Περίκαλα θα έλεγα. Και πρέπει να πω ευχαριστώ για την ανάλυση που κάνεις τελικά. Εγώ σε καμία περίπτωση δεν το είχα ψάξει τόσο. Και πάλι σε χιλιοευχαριστώ!!! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 24, 2015 Share Posted October 24, 2015 Διάβασα την ιστορία σου και την βρήκα αρκετά καλή, όμως έχει ένα μεγάλο μείον (για μένα τουλάχιστον) που δεν με άφησε να την απολαύσω όσο θα 'θελα. Αυτό φυσικά για την ιστορία της Χιονάτης, γιατί πλέον έχει παιχτεί τόσες πολλές φορές σε πάρα πολλές εκδοχές που έχει χάσει πλέον την πρωτοτυπία της, αλλά στην ιστορία σου έχει μερικά πραγματάκια που τουλάχιστον δεν έχουν ξαναφανεί ή έχουν φανεί πολύ λίγο και αυτό όσο να ναι μου άρεσε. Η γραφή σου από την άλλη μου άρεσε πολύ όπως και τα ποιηματάκια που σκίζουν. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.