alucardos Posted June 20, 2016 Share Posted June 20, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νικόλαος ΚαλλίδηςΕίδος: (ηρωική φαντασία)Βία; (Όχι)Σεξ; (γυμνό)Αριθμός Λέξεων:3213 λέξειςΑυτοτελής; (Ναι) Η γυναίκα και ο πύργος Ο πύργος ήταν στη μέση της πεδιάδας. Ένας ασυνήθιστος πύργος, χωρίς προπύργια και επάλξεις, χωρίς τάφρο και πολεμίστρες. Από μακρυά έμοιαζε με ένα τεράστιο πήλινο ποτήρι, αλλά από κοντά το θέαμα σου έκοβε την ανάσα. Το κτίσμα ήταν κυλινδρικό (και βασικός λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να το αποκαλούν τουλάχιστον «πύργο») και θεόρατο. Από κοντά θα δυσκολευόσουν να καθορίσεις ακόμα και το σχήμα του, κοιτώντας με δέος το σμήνος των κόκκινων πλίνθων, που συγκροτούσαν τον συμπαγή τοίχο καθώς αυτός ορθωνόταν αχανής, ξύνοντας τον ουρανό. Τόσο κτηνώδες ήταν το κτίριο, που ένα μεγάλο μέρος των χρωμάτων της πεδιάδας, ήταν πάντα σκούρα, κάτω από την σκιά του. Ο θρύλος έλεγε πως στην κορυφή του πύργου ζούσε αιχμάλωτη μια νέα γυναίκα απερίγραπτης ομορφιάς που περίμενε κάποιον να την σώσει. Κανείς δεν ήξερε πως η γυναίκα φυλακίστηκε στον πύργο, ή πως έμενε νέα για τόσα πολλά χρόνια (μιας και ο θρύλος ήταν αρκετά παλιός). Αρκετές ήταν οι φορές που νεαροί ήρωες έφταναν στη πεδιάδα με σκοπό να λύσουν το μυστήριο του πύργου. Οι νέοι μαχητές που έφταναν στον πύργο, ήταν συνήθως γόνοι πλούσιων οικογενειών, μεγαλωμένοι από μικροί στην πολυτέλεια και τα χρήματα, μαθαίνοντας την θέση τους στον κόσμο. Δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους γιατί είχαν υποτακτικούς για αυτές τις δουλειές. Οι ευγενείς ήταν γεννημένοι για να αλλάζουν τη ρώτα του κόσμου. Από μικροί λοιπόν εκπαιδεύονταν σαν πολεμιστές, ούτως ώστε στην ενηλικίωση τους ήταν ειδήμονες στην τέχνη του πολέμου, του σπαθιού και της απληστίας, έτοιμοι να κατακτήσουν τα όνειρά τους και να πιουν αχόρταγα το ποτήρι της περιπέτειας. Τέτοιοι ευγενείς έφταναν στον πύργο με το πολεμικό άλογό τους, τα πολύχρωμα φάλαρα, την συμπαγή πανοπλία, τον περήφανο θυρεό του οίκου τους, ζωγραφιστό επάνω στον θώρακα, οπλισμένοι σαν αστακοί με το σπαθί στο θηκάρι, το στιλέτο, το απελατίκι, μα πάνω απ όλα τη σιγουριά και την αυτοπεποίθησή τους. Ξεπέζευαν από το άλογά τους, και έμπαιναν στον πύργο με ξεθηκαρωμένο το σπαθί έτοιμοι για μάχη. Μέσα στον πύργο ωστόσο τους περίμενε μια παράξενη (και μάλλον δυσάρεστη) έκπληξη. Δεν υπήρχε κανείς να τους σταματήσει, κανένας εχθρός για να βρέξουν με αίμα τα σπαθιά τους. Ούτε ένα συμβάν άξιο να τραγουδηθεί στις αυλές, μονάχα σκαλιά. Πολλά σκαλιά. Ο πύργος ήταν ουσιαστικά κενός, και τα σκαλιά ανέβαιναν περιμετρικά τον πύργο σαν μια αχανής εσωτερική γιρλάντα και εντοιχισμένες δάδες που δεν έσβηναν ποτέ. Ανέβαιναν τα σκαλιά, και ανέβαιναν, και ανέβαιναν και όλο και η πανοπλία τους φαινόταν ποιο βαριά, όλο και ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν αλλά το πείσμα τους δεν τους άφηνε. Όχι δεν θα τα παρατούσαν! Θα ανέβαιναν στην κορυφή του αναθεματισμένου πύργου για να σώσουν την γυναίκα, όχι τόσο επειδή νοιάζονταν τόσο για την θλιμμένη μοίρα της, όσο για την δόξα που θα κέρδιζαν. Όταν τελικά έφταναν στη κορυφή, τους περίμενε μια κλειστή συμπαγής πόρτα, φτιαγμένη από περήφανο, γερασμένο ξύλο και ασημένιους μεντεσέδες. Ρουνικά σύμβολα την διακοσμούσαν περιμετρικά, ακτινοβολώντας απόκοσμο ασημί φως. Έργο ενός μάγου σίγουρα! Ο εχθρός ήταν σίγουρα πίσω από αυτή την πόρτα! Και κάπως έτσι οι ήρωες αναπτέρωναν τις ελπίδες τους για μια άξια αναμέτρηση και τίποτα δεν θα τους σταματούσε, ούτε καν η πόρτα που σίγουρα θα ήταν κλειδωμένη. Αλλά η πόρτα άνοιγε από μόνη της... Και οι ήρωες έμπαιναν ορμώντας με προτεταμένα τα σπαθιά τους, έτοιμοι να πολεμήσουν το άγνωστο, να νικήσουν και να γράψουν ιστορία! Το πρώτο που αντίκριζαν ήταν τα χρώματα. Χρώματα στους τοίχους και στην οροφή. Άλλα ζωηρά, ζεστά, ερωτικά, άλλα μουντά, σκοτεινά και στενάχωρα, έδεναν μεταξύ τους σε ένα ζωηρόχρωμο γαϊτανάκι, ερμηνεύοντας συναισθήματα και μεθώντας το βλέμμα. Εντοιχισμένα ράφια φιλοξενούσαν αμέτρητα ξύλινα δοχεία πάνω στους τοίχους. Αμέτρητα ξύλινα δοχεία, και στο δάπεδο, γεμάτα ξεραμένο χρώμα, άλλα ανοιχτά και άλλα ερμητικά κλειστά. Τίποτα δεν θύμιζε φυλακή. Δεν υπήρχαν αλυσίδες, ούτε εργαλεία βασανιστηρίων, ούτε δυσωδία, βρωμιά η σκοτάδι. Απεναντίας το αχανές δωμάτιο ήταν γεμάτο φως από τα μεγάλα ορθάνοιχτα παράθυρα. Ο δροσερός αέρας ανακατεμένος με την μυρωδιά του νεφτιού, ζάλιζε απόκοσμα το νου σαν εξωτικό κρασί. Οι ήρωες κοιτούσαν τριγύρω σαστισμένοι, ψάχνοντας για κάποια στοιχεία που θα συμβάδιζαν με την λογική τους αλλά μάταια. Και τότε αντίκριζαν την γυναίκα... Συνήθως την έβρισκαν να αγναντεύει από το παράθυρο τα πέρατα της πεδιάδας, στεκούμενη στις μύτες των ποδιών της. Γυμνή, όπως γεννήθηκε, χωρίς ίχνος ενδυμασίας επάνω της. Καμπυλωτή, χυμώδης και απόκοσμα ελκυστική, η επιδερμίδα της έλαμπε,κάνοντας την να δείχνει σαν πλάσμα εκτός πραγματικότητας. Ένα σχέδιο που συμβόλιζε την αντρική και την γυναικεία ένωση, την διακοσμούσε κατά μήκος της βελούδινης πλάτης της μέχρι τη μέση της. Είχε κοντά κοντά λευκά μαλλιά, εκτός από το κέντρο όπου φούντωναν σε ένα ασημί στεφάνι, που αγκάλιαζε το κεφάλι της από το μέτωπο, μέχρι τον αυχένα, όπου είχε ζωγραφισμένο ένα μικρό αλλά μεγαλειώδες στέμμα. Γύριζε να τους καλωσορίσει, αλλά η γύμνια της σόκαρε τους τους ήρωες. Τα πλούσια στήθη της χοροπηδούσαν εύθυμα σε κάθε της βήμα, και το εφήβαιο της ήταν άτριχο. Το πρώτο συναίσθημα που κατέκλυζε τους ήρωες, ήταν συνήθως ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένας κρύος ιδρώτας. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις γυναίκες που γνώριζαν στα κάστρα και στα χωριά τους. Γυναίκες υποτακτικές, χαμηλοβλεπούσες, σεμνότυφες, που θα έκαναν τα πάντα για ένα βράδυ μαζί τους με την ελπίδα να κάνουν τα παιδιά τους και να κερδίσουν μια ζωή άνεσης. Με κάθε της βήμα, η γυναίκα ανέδυε έναν αέρα ανεξαρτησίας και δύναμης, μα ήταν εκείνα τα παιχνιδιάρικα γατίσια μάτια της, που έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά. Ένοιωθαν την ψυχή τους εκτεθειμένη, και δεν ήθελαν ούτε οι ίδιοι να το παραδεχτούν. Πώς μια γυναίκα γυμνή και άοπλη μπορούσε να εμπνεύσει τόση πολλή δύναμη; Από πού πήγαζε; Τους γοήτευε, τους τρόμαζε... Τους εξόργιζε. Η γυναίκα, πάντα τους καλωσόριζε με ένα ειλικρινές χαμόγελο, και όταν την ρωτούσαν για την αιχμαλωσία της, αυτή απαντούσε πως δεν ήταν αιχμάλωτη και απλά ζούσε κατ επιλογή της στον πύργο. Ούτε μάγος, ούτε κατάρες. Ο ψηλός, θηλυκός τόνος της φωνής της δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Όταν την ρωτούσαν πόσο χρονών είναι, αυτή απλώς χαμογελούσε. «Τι κάνεις μόνη σου στον πύργο;» Την ρωτούσαν, και αυτή τους έδειχνε το καβαλέτο της. Η μάλλον το τεράστιο ξύλινο καβαλέτο της. Απόκοσμο μα και ερεθιστικά όμορφο, το καβαλέτο ήταν μιάμιση φορές πιο ψηλό, και από τον ψηλότερο ιππότη, διακοσμημένο με ρουνικά σύμβολα σαν αυτά της πόρτας, και η κορυφή του έστριβε κομψά, σαν τον κοχλία ενός κοντραμπάσου. Επάνω στο καβαλέτο ήταν κρεμασμένο ένας τεράστιος μουσαμάς. Τόσο μεγάλος, που άνετα θα μπορούσαν να καλπάσουν δύο καβαλάρηδες, πλάι πλάι. Τεράστιος και και άδειος, σε αντίθεση με τους τοίχους και την οροφή που ήταν βουτηγμένοι μέσα στο χρώμα. «Είμαι ζωγράφος» Τους απαντούσε ειλικρινά. «Είμαι εδώ γιατί μου αρέσει να ζωγραφίζω». Η γυναίκα ήταν όντως μια παθιασμένη ζωγράφος. Όταν μιλούσε για την ζωγραφική, η φωνή της ζωντάνευε ακόμα περισσότερο, τα μάτια της πετούσαν φωτιές, κοιτώντας αχόρταγα τα ξύλινα βάζα με χρώματα, καθώς τα δάχτυλά της ψηλαφούσαν τους τοίχους. Οι ήρωες όμως δεν ενδιαφέρονταν για την ζωγραφική. Την έβρισκαν βαρετή και ανούσια. Η ζωγραφική είναι για τους καλλιτέχνες, και οι καλλιτέχνες δεν αλλάζουν τη ρώτα του κόσμου. Οι καλλιτέχνες δημιουργούν έργα για να διακοσμούν τοίχους σε κάστρα, για να υμνούν ήρωες με τραγούδια και αγάλματα. Οι καλλιτέχνες ήταν ασήμαντοι. Ο πύργος λοιπόν δεν είχε κάποιον άθλο άξιο αναφοράς και οι ήρωες γενικά απογοητεύονταν, άλλα όχι απολύτως. Η γυναίκα αυτή, εξωτική και ερωτική καθώς ήταν, φάνταζε σαν τρόπαιο στα μάτια τους. Ένα σπάνιο στολίδι για την κάμαρά τους. Προσπαθούσαν λοιπόν να την φλερτάρουν, άλλοι με κομψό τρόπο, και άλλοι όχι με τόσο κομψό. Η γύμνια της, τους έκανε να πιστεύουν ότι είναι εύκολος στόχος. “Είμαι νέος, όμορφος, δυνατός και πλούσιος, τι παραπάνω να θέλει” σκέπτονταν. Όμως η γυναίκα τους απέρριπτε όλους έναν προς έναν. Με ευγενικό και κομψό τρόπο βέβαια, προσπαθώντας να μην πληγώσει τον εγωισμό τους, ο οποίος πληγώνονταν έτσι και άλλως. Κάποιοι, απλά έφευγαν εξοργισμένοι κοπανώντας με κρότο την πόρτα, κάποιοι επέμεναν δήθεν ενδιαφερόμενοι, αλλά δεν έπειθαν ούτε τον εαυτό τους και στο τέλος έφευγαν. Η κατάβαση του πύργου αν και λιγότερο επίπονη στο σώμα, ήταν περισσότερο επίπονη για την υπερηφάνεια τους, εκτός από έναν ιππότη που προσπάθησε να της επιβάλλει τον ανδρισμό του, και βρέθηκε να πετάει από το παράθυρο. Στη σύντομη διάρκεια του ταξιδιού του, προς το έδαφος και το βέβαιο θάνατο, το αν τον πόνεσε περισσότερο ο εγωισμός του η κάτι άλλο, κανείς δεν θα μάθει. Αυτές οι επισκέψεις ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα για την γυναίκα. Η συναναστροφή με κοινούς θνητούς, όσο αποκρουστικές και να ήταν οι σκέψεις τους. Ήταν αν μη τι άλλο, ζωντανοί άνθρωποι, με σφάλματα και πάθη, και για να λέμε την αλήθεια, η γυναίκα λάτρευε τη ζωή. Είχε πάθος με τη ζωή, και γι'αυτό περνούσε όλο της τον χρόνο δημιουργώντας την. Ο πύργος ήταν δημιούργημα της. Και η πεδιάδα γύρω από τον πύργο, και τα βουνά πέρα από την πεδιάδα, τα σύννεφα, η βαθιά θάλασσα, τα πλάσματα, τόσο της ημέρας, όσο και της νύχτας. Όλα δικά της. Έπλασε και τους ανθρώπους και τους αγάπησε. Τους αγάπησε τόσο πολύ που χάραξε το σύμβολο της ένωσης τους, πάνω στην πλάτη της. Οι άνθρωποι σκλήρυναν, έγιναν κακοί και σκότωναν ο ένας τον άλλο για το συμφέρον, αλλά η γυναίκα ακόμα τους αγαπούσε. «Θα μάθουν» σκεφτόταν. Θα μπορούσε πάντα να επέμβει και να τους σταματήσει, αλλά η ελευθερία είναι η αδερφή της ζωής, γιατί κανένας δεν μπορεί να δηλώσει πως είναι πραγματικά ζωντανός, αν δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Έτσι λοιπόν η γυναίκα παρακολουθούσε τα ατοπήματα των δημιουργημάτων της, με την ελπίδα ότι μια μέρα θα έβρισκαν τον δρόμο τους. Η ίδια ωστόσο συνέχιζε να γεννάει εκεί στον πύργο, καινούρια δημιουργήματα. Εκεί, πάνω στο μουσαμά γεννιόταν η ζωή. Με τα δάκρυα της πότιζε τα διψασμένα χρώματα όπως η βροχή το ξεραμένο χώμα, και αυτά έπιναν με λαχτάρα και ζωντάνευαν. Τα έβαζε στη παλέτα και ζωγράφιζε με τα δάχτυλα. Ποτέ με πινέλο. Ήθελε το κάθε δημιούργημα της να είναι άμεσα συνδεδεμένο μαζί της, και όχι μέσω ενός εργαλείου. Ήθελε να νοιώθει στα δάχτυλά, όλα της τα δημιουργήματα. Τους τραχείς κορμούς των πεύκων, το γαργαλιστικό τσίμπημα των πευκοβελονών, τις μυώδεις ιδρωμένες ράχες των αλόγων, το λείο ρύγχος των δελφινιών, τα αφράτα σύννεφα, τις σκληρές κορυφές των βουνών, τα αλμυρά αφρισμένα κύματα της θάλασσας. Και κάθε τι που ζωγράφιζε, αφού το καμάρωνε με μητρική υπερηφάνεια, εκείνο περίμενε την στιγμή που η ημέρα αγκάλιαζε τη νύχτα για να ξεχυθεί από τον πίνακα, έξω από τον πύργο, πάνω από τον κόσμο και αγκαλιάζοντας τον αποκτούσε υλική υπόσταση παίρνοντας τη θέση του μαζί με τα υπόλοιπα δημιουργήματα. Η θεά, δεν έμενε πάντα στον πύργο. Μερικές φορές έφευγε από τον πύργο σαν τα δημιουργήματά της, για να επισκεφθεί και να θαυμάσει από κοντά τον κόσμο. Μπορεί την μία στιγμή να πετούσε μέσα στα σύννεφα, και την επόμενη να κολυμπούσε στα ποιο σκοτεινά νερά της θάλασσας. Αγαπούσε όλα τα δημιουργήματα της, τόσο τα έμβια όσο και τα άβια. Από τα ζωντανά δημιουργήματά της, έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον στον άνθρωπο, γιατί σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πλάσματα που ήξεραν τη θέση τους στον κόσμο, ο άνθρωπος ήταν μπερδεμένος. Την γοήτευε ο τρόπος που οι άνθρωποι, έψαχναν για το νόημα της ζωής, μαγευόταν από τις φιλοσοφίες τους, και δεν ήταν λίγες οι φορές οι η θεά διδάσκονταν από αυτούς. Από την άλλη όμως, ένοιωθε έντονη αποστροφή για τον τρόπο που φέρονταν ο ένας στον άλλο, την εκμετάλλευση, τους πολέμους, την απληστία, και αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο κρατούσε μια σχετική απόσταση από αυτούς. Ένα απόγευμα ενώ πετούσε, το βλέμμα της έπεσε πάνω σε έναν μοναχικό άνθρωπο. Έναν αγρότη. Η ρόδα της άμαξας του είχε σπάσει με αποτέλεσμα να κινείται δύσκολα. Η θεά τον παρακολουθούσε καθώς ο ήλιος έδυε. Ο άνθρωπος έσπρωχνε την άμαξα μαζί με τον γάιδαρο του, και έκανε τακτικά διαλείμματα, γιατί το ζωντανό ξεφυσούσε και κουραζόταν. Μπορεί να είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, αλλά αυτός δεν ήθελε να τον ζορίσει. Μάλιστα όταν τον ξεκούραζε, του χάιδευε τη χαίτη και του έλεγε αστεία. Αν και ο γάιδαρος δεν φαινόταν να διασκεδάζει με τα αστεία, η θεά γελούσε με τη ψυχή της. Κοίταξε μέσα του, και της άρεσε αυτό που είδε. Είδε ότι τον είχαν αδικήσει, τον είχαν κακομεταχειριστεί, αλλά αυτός δεν γονάτιζε. Αποφάσισε να μην κρατάει κακία σε κανέναν γιατί απλώς δεν θα τον ωφελούσε πουθενά. Απέφευγε τις συγκρούσεις όχι γιατί δεν είχε δύναμη, αλλά γιατί είχε χρησιμότερα πράγματα να κάνει μ'αυτήν. Την χρησιμοποιούσε για να βοηθάει όποιον το είχε ανάγκη, και για να σηκώνεται όρθιος ότι και να του έχει συμβεί χωρίς να το βάζει κάτω. Χωρίς να το καταλάβει, με την αγνότητά και τις καλές προθέσεις του, αυτός ο άνθρωπος είχε λύσει το ανθρώπινο πρόβλημα, εκεί που άνθρωποι πολύ ποιο πλούσιοι και μορφωμένοι από αυτόν, είχαν αποτύχει. Θέλησε να τον προσεγγίσει στα αλήθεια. Σε αντίθεση με τους ήρωες που επισκέπτονταν τον πύργο, αυτός θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αυτή θα επέλεγε να προσεγγίσει πρώτη. Πέταξε από πάνω του και προσγειώθηκε μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά από το κάρο χωρίς να την δει.Καθώς ο άντρας έσπρωχνε το κάρο την είδε με την άκρη του ματιού του, να στέκεται στην άκρη του δρόμου, ακουμπισμένη πάνω σε ένα δέντρο. Γυμνή, με τα χέρια της να καλύπτουν επίτηδες τα επίμαχα σημεία. Ο άντρας σάστισε για μια στιγμή, μιας και μια γυμνή γυναίκα, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να αντικρίσει μέσα στο βαθύ σούρουπο. Αν και σκοτεινά, η πλούσια μορφή της γυναίκας φαινόταν καθαρά, λες και είχε δικό της φως που ακτινοβολούσε, όμως αν και φανερά γοητευμένος από την μορφή της, ο άντρας με το κάρο σκεφτόταν άλλα πράγματα. “Γιατί να είναι έξω αυτή η γυναίκα, ολόγυμνη τέτοια ώρα; Μήπως κάποια γυναίκα που ξέφυγε από το σπίτι της για να γλιτώσει την οργή του άντρα της; Μήπως μια πόρνη;” Έπιασε τον εαυτό του να βγάζει μηχανικά το πανωφόρι του. Μια τυπική υποσυνείδητη κίνηση ενός ανθρώπου υποκινημένου από την φιλευσπλαχνία. Την πλησίασε αργά για να μην την τρομάξει με το πανωφόρι στο χέρι. «Κυρία μου φαίνεστε να έχετε ανάγκη από λίγη βοήθεια». Της έτεινε το χέρι με το ρούχο. « Το ξέρω ότι δεν είναι και πολύ καθαρό, μα δεν έχω κάτι άλλο να σας δώσω. Αν πεινάτε, μπορώ να σας φιλοξενήσω σπίτι μου, σας υπόσχομαι δεν θα σας βλάψω». Η θεά τον κοιτούσε μέσα του όσο ποιο ψύχραιμα μπορούσε. Στην πραγματικότητα ένοιωθε κάτι που δεν είχε ξαναζήσει ποτέ. Λεγόταν σοκ. Είναι δυνατόν να υπήρχε τόση καλοσύνη μέσα στη μέση του πουθενά; Τόσοι φιλόσοφοι, τόσοι καλλιτέχνες, τόσοι δάσκαλοι, και αυτός ο άνθρωπος που ουσιαστικά να μην έχει τίποτα, να είναι έτοιμος να μοιραστεί τα πάντα; Ο άνθρωπος στερήθηκε τα πάντα; Τι γεννούσε τόση γενναιοδωρία και καλοσύνη μέσα του;Δεν άντεξε. Έκανε ένα βήμα μπροστά του και τον άγγιξε με την παλάμη στο στήθος. Τον διαπέρασε ένα κύμα σαν κεραυνός, και ξαφνικά έχασε την επαφή με τον κόσμο. Όλα γύρω του φώτισαν και έπειτα σκοτείνιασαν... Κοίταξε προς τα πάνω και είδε τα αμέτρητα αστέρια να μετρούν τον ουρανό. Έπειτα κοίταξε κάτω και είδε τα σκοτεινά σύννεφα να λούζονται με το βαθύ μπλε φως του φεγγαρόφωτος πολύ μακρυά κάτω από τα βρώμικα παπούτσια του. Αιωρούνταν. Τότε είδε και την γυναίκα. Αιωρούνταν και εκείνη, γυμνή και όμορφη όπως την είδε στη γη, μόνο που τώρα έλαμπε σαν μικρός ήλιος πλησιάζοντας τον, και δεν έμοιαζε πλέον αβοήθητη. Μάλλον το αντίθετο. Η ανάσα του ήταν κοφτή και άρχισε να ζαλίζεται. Κρύος ιδρώτας έβρεχε την πλάτη του. «Ποια είσαι;» Ψέλλισε. «Μη φοβάσαι, δεν θα σε βλάψω» του απάντησε. «Είμαι εδώ για σένα. Θέλω κάτι να μοιραστώ μαζί σου». Ένοιωσε το φως της, να ζεσταίνει γαλήνια το κορμί του, και ξαφνικά δεν φοβόταν πια. Ένοιωσε σαν νυχτιάτικη καλοκαιρινή θάλασσα. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. «Γιατί εμένα;» τη ρώτησε. «Γιατί το αξίζεις» είπε αυτή, και τον φίλησε, απαλά, διστακτικά. Δεν είχε ξαναφιλήσει άνθρωπο. Η εμπειρία που βίωσε τότε ο άντρας ήταν κάτι που άνθρωπος στην γη, όχι απλά δεν έζησε ποτέ, αλλά δεν θα μπορούσε και ποτέ να συλλάβει. Ξαφνικά ήταν μαζί της στον πύργο. Μέσα της. Ζωγράφιζε εκείνη και ήταν σαν να ζωγράφιζε αυτός. Τα δέντρα, τα πουλιά, οι θάλασσες, τα βουνά, τα ζωγράφιζε όλα εκείνη με τα δικά της δάχτυλα που ήταν τώρα και δικά του. Μπορούσε να τα αισθανθεί όλα, ενώνοντας τα συναισθήματα του με όλο τον κόσμο. Ποτέ του δεν ένοιωσε ποιο γεμάτος στη ζωή του, λες και όλα τα πλάσματα ήταν με κάποιο τρόπο δεμένα μεταξύ τους, και αυτός μαζί... Και ήταν. Η συγκίνηση ήταν τόσο μεγάλη που του ήρθε να κλάψει μέσα της, και έκλαψε αλλά δεν σταμάτησε. Έκλαιγε και ζωγράφιζε... Όλα κινούνταν τόσο γρήγορα, και όμως κάθε στιγμή, είχε την βαρύτητα χιλίων χρόνων, και κάπου μέσα σε αυτό ντελίριο ήταν πάλι μόνος μαζί της, πρόσωπο με πρόσωπο. «Κατάλαβες ποια είμαι;» Τον ρώτησε. Αυτός συγκεντρώνοντας τον νέο του νου, πήρε μια ανάσα. «Ναί» κατένευσε, κοιτώντας την πράος μέσα στα μάτια. «Είσαι η βασίλισσα του κόσμου» είπε, καθώς τα ακροδάχτυλά του, χάιδευαν το μάγουλό της. Ενστικτωδώς, οδήγησε το κεφάλι του κοντά, για να ενώσει τα διψασμένα χείλη του με τα δικά της, και εκείνη δεν τον εμπόδισε. Η γλώσσα του γύρεψε την δική της και εκείνη, ξαφνιάστηκε. Σιγά σιγά όμως, όπως αυτός ένοιωσε τη χάρη μιας θεάς, ήταν ώρα για τη θεά να νοιώσει το ανθρώπινο πάθος. Οι γλώσσες τους συναντήθηκαν επιτέλους στην αρχή διστακτικά, έπειτα ποιο έντονα, ώσπου στο τέλος αφέθηκαν ελεύθερες σε έναν υγρό και παθιασμένο χορό. Άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια του και αντίκρισε τις καλαμιές στην οροφή της καλύβας του. Άρχισαν να σαπίζουν και έπρεπε να μαζέψει καινούριες. Έξω ο ήλιος είχε ανατείλει και τα πουλιά είχαν ξεκινήσει το χαρούμενο τιτίβισμα τους. Η στυφή μυρωδιά από τα ιδρωμένα και ταλαιπωρημένα του ρούχα τον χτύπησε στη μύτη. Σήμερα έπρεπε οπωσδήποτε να κατέβει στο ποτάμι και να πλύνει τα ρούχα του, και ειδικά το πανωφόρι του... Πανωφόρι... Και τότε θυμήθηκε... Πετάχτηκε γυμνός και αλαφιασμένος έξω από την καλύβα και ούτε και αυτός δεν ήξερε τι έψαχνε. Πλησίασε το κάρο. Η ρόδα είχε επισκευαστεί, και ο γάιδαρος λίγο ποιο πέρα, μασουλούσε αμέριμνος το πλούσιο χορτάρι πού είχε φυτρώσει δίπλα στην καλύβα. Ο άντρας κοιτούσε γύρω συνοφρυωμένος. Δεν θυμόταν πως γύρισε πίσω, πως πήγε για ύπνο, ούτε πως διορθώθηκε η ρόδα από μόνη της, αλλά αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην εμπειρία του. Την ξανάφερε στο νου του. Τον καινούριο του νου... Και χαμογέλασε. «Ώστε ήταν αλήθεια» μουρμούρισε. Η γυμνή γυναίκα που τελικά ήταν θεά, οι αισθήσεις, η δημιουργία, τα εκατομμύρια πλάσματα και μέρη που έπλασε και ένοιωσε. Αλήθεια. Τότε αντιλήφθηκε κάτι και ένα βάρος έπεσε πάνω στη χαρά του. «Ήταν αλήθεια... Αλλά τελείωσε». Η θεά αγνάντευε από το παράθυρο του πύργου. Γυμνή όπως πάντα, με τις πατούσες ανασηκωμένες. Ο δροσερός αέρας χάιδευε γλυκά το πρόσωπό της, σε έναν χρυσαφένιο ουρανό δίχως σύννεφα. Ο ήλιος πάλι έδυε και σήμερα κανένας ήρωας δεν φάνηκε για να γυρέψει την δόξα του. Είχε όλο τον χρόνο να ζωγραφίσει σήμερα, αλλά δεν το έκανε, γιατί κάτι άλλο μονοπωλούσε το νου της. Σκεφτόταν τον άντρα που είχε συναντήσει το προηγούμενο βράδυ. Τον άντρα που εμπιστεύτηκε την πεμπτουσία της δικής της ύπαρξης. Της δημιουργίας. Χαμογελούσε άλλα δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Ο ήλιος έδυε και εκείνη είχε πάρει ήδη την απόφασή της. Θα πήγαινε να τον ξαναβρεί για να τον μάθαινε και αυτόν να ζωγραφίζει. Τα πόδια της ανασηκώθηκαν από το πάτωμα και αυτή αιωρήθηκε με τα χέρια ανοιχτά, έτοιμη να πετάξει. Φώτισε ολόκληρη στο φως του ηλίου, και μαζί με αυτήν και το τατουάζ στην πλάτη της, αυτό που έπλασε για να τιμήσει τους ανθρώπους, και μαζί με αυτό και ένα καινούριο. Ένα στέμμα στον αυχένα της. Το απέκτησε από τον μοναδικό άνθρωπο που αξιώθηκε να την βαπτίσει. Το στέμμα της βασίλισσας του κόσμου... H γυναίκα και ο πύργος.pdf Edited June 20, 2016 by alucardos 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted June 20, 2016 Share Posted June 20, 2016 Καλησπέρα φίλε Νικόλα. Διάβασα την ιστορία σου και μπορώ να πω ότι την απόλαυσα! Έχεις πολύ ωραία ροή του λόγου, γεμάτες και ζωντανές περιγραφές, όμορφο λεξιλόγιο. Δεν κουράζεις,δεν επαναλαμβάνεσαι. Η ιστορία μου θύμισε παραμύθι για μεγάλους ή έστω μεγάλα παιδιά. Πίστευα ότι το πας κάπου αλλού, αλλά προφανώε ήθελες απλά να δώσεις μία διαφορετική και πιο αγνή εκδοχή της δημιουργίας του κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι ίσως και να ήθελα ένα διαφορετικό τέλος...ίσως και όχι. Πάντως η συνολική εικόνα είναι πολύ θετική και θα ήθελα να διαβάσω κι άλλα έργα σου ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted June 20, 2016 Share Posted June 20, 2016 Μια πολύ ωραία ιστορία γεμάτη με ωραίες εικόνες και καλογραμμένη. Έχεις μερικά λαθάκια αλλά είναι ασήμαντα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted July 8, 2016 Share Posted July 8, 2016 Πολύ καλή ιστορία. Μικρολαθάκια μόνο. Θα ήθελα λίγο πιο ανατρεπτικό τέλος ίσως, αλλά μια χαρά είναι και έτσι. Και περισσότερη σαφήνεια στο εύρημα της ζωγραφικής. Γιατί ακριβώς ο μουσαμάς ήταν πάντα άδειος και τέτοια. Μπράβο όμως, ήταν πολύ ωραίο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alucardos Posted July 9, 2016 Author Share Posted July 9, 2016 (edited) Παιδιά, σας ευχαριστώ όλους για την κριτική σας. Με βοηθάει πραγματικά. Edited July 9, 2016 by alucardos 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 10, 2016 Share Posted September 10, 2016 Ωραία ιδέα, συμπαθητική εκτέλεση. Ένα παραμύθι, ουσιαστικά, που θέλει να πει και πέντε πραγματάκια -και τα λέει. Ξεκινάει και συνεχίζει για ώρα χωρίς πρωταγωνιστή κάτι που δεν μ’ ενόχλησε καθόλου, ίσα-ίσα έδωσε τον σωστό τόνο. Κι η αναφορά σε ένα πλήθος ηρώων ήταν καλή: έδινε αυτό το ύφος παραμυθιού, το οποίο έχω την αίσθηση πως προσπάθησες να μεταφέρεις λίγο και στο γράψιμό σου. Το οποίο έχει ωραίες στιγμές αλλά θέλει λίγο ακόνισμα ακόμα. Είναι βατό και με ρυθμό αλλά σε κάποια σημεία γίνεται άγαρμπο ενώ συχνά θυμίζει μετάφραση απ’ τα αγγλικά. Θέλει επίσης ένα ξεσκόνισμα από λέξεις που φέρνουν σε έκθεση ιδεών παρά σε διήγημα. Οι παρενθέσεις δουλεύουν κι ευτυχώς έχουν χρησιμοποιηθεί με μέτρο. Τα ορθογραφικά δεν είναι εγκληματικά αλλά δεν είναι και λίγα. Γενικά έχει κάμποσα λάθη. Κι εδώ πρέπει να γίνω μαλάκας και να πω πόσο άβολα νιώθω όταν ένα κείμενο έχει τόσα λάθη, που δείχνει πως ο δημιουργός δεν μπήκε στον κόπο να το διορθώσει έστω 3-4 φορές. Και μόνο γι’ αυτά τα λάθη προσωπικά θα το παρατούσα αν δεν υπήρχε η υποχρέωση να γράψω 3 κριτικές μπας κι αξιωθώ να συμμετέχω στο διαγωνισμό. Το οποίο θα ήταν κρίμα γιατί η ιστορία μου άρεσε. Είχε αρχή, μέση και ένα όμορφο τέλος, είχε ατμόσφαιρα, είχε και νόημα, ήταν ευκολοδιάβαστη… Ήταν καλή. Κι είχε και άλλες αρετές, όπως η επιλογή της οπτικής γωνίας για παράδειγμα που ήταν πετυχημένη (αν και η προσπάθεια του αφηγητή να επεμβαίνει με λεπτότητα δεν με κέρδισε) ή το μέτρο στα στολίδια και στις παρομοιώσεις –αν και κάποια δεν λειτουργούσαν πάντα. Στα λιγότερο σημαντικά η γύμνια της τύπισσας ήρθε ετεροχρονισμένα και μ’ έκανε να ψάχνομαι αν το ανέφερες νωρίτερα. Επίσης το λογικό κενό του «γιατί αφού έφευγαν από τον πύργο όσοι την έβλεπαν, τη γνώριζαν και τη φλέρταραν, ο μύθος εξακολουθούσε να ζει», δεν κλείνει. Συνολικά όμορφη ιστορία που θέλει λίγη προσοχή ακόμη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted September 18, 2016 Share Posted September 18, 2016 Όμορφος μύθος, που η αξία του είναι κυρίως στις πολλές και πλούσιες εικόνες, αλλά μου φάνηκε σαν ανολοκλήρωτος, σαν όλο αυτό το κείμενο να είναι μια λεπτομέρεια κάποιας άλλης, μεγαλύτερης, ιστορίας ή σαν να ήθελες να γράψεις ποίημα και το γύρισες σε πεζό. Με ενόχλησαν πολύ τα λάθη: λάθη στίξης (κόμματα σε λάθος θέσεις), λάθη στην ακολουθία των χρόνων (βάλε και κανέναν υπερσυντέλικο), λάθη ορθογραφικά ("ρώτα" και "ποιο" - αν εννοείς "πορεία", είναι "ρότα" με ο και το "πιο σκοτεινό" γράφεται με ι), κάπως υπερβολικά πολλά επίθετα και επαναλήψεις (πχ "γυμνή" σημαίνει "χωρίς ίχνος ενδυμασίας", δε χρειάζεται να τα πεις και τα δύο). Γενικά φαίνεται ότι χρειάζεσαι περισσότερη εξάσκηση στο γράψιμο. Αλλά κράτα τις ιδέες και τις εικόνες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
South of Heaven Posted September 28, 2016 Share Posted September 28, 2016 Ωραία ιστορία με ωραίες περιγραφές που βάζουν τον αναγνώστη στον κόσμο της αμέσως. Το θέμα της δημιουργίας / δημιουργικότητας είναι πολύ ενδιαφέρον. Στο δικό μου μυαλό φάνηκε σαν μια παρομοίωση της ευθύνης του δημιουργού / καλλιτέχνη προς στο κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ίσως γιατί έδωσα αρκετή σημασία στο θέμα της ζωγραφικής της θεάς. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν ήταν στους στόχους της ιστοριάς (και ίσως θα αλλοίωνε την αίσθηση παραμυθιού που δημιουργεί). Λίγα θέματα επιμέλειας που διορθώνονται εύκολα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
LoL4NevEr Posted September 28, 2016 Share Posted September 28, 2016 Όπως προαναφέρθηκε, πολύ όμορφο. Η αίσθηση του παραμυθιού ταιριάζει με το ύφος και την φύση της πλοκής, καθώς και μερικές λεπτομέρειες που υπάρχουν από εδώ και από 'κει κάνουν το γραπτό ενδιαφέρον. Πέρα από κάτι λαθάκια που υπήρχαν στην εκτέλεση, το σύνολο άφησε θετικό συναίσθημα. Απλά, προσωπικά, θα ήθελα λίγο περισσότερες λεπτομέρειες για το πως έφυγαν από τα παράθυρα αυτοί οι κακοί ιππότες :3 Το τέλος θα είχε ενδιαφέρον αν ήταν λίγο πιο ελεύθερης φύσεως, δηλαδή σαν να μην γνωρίζουμε την τελική της απόφαση, όμως τα περισσότερα παραμύθια προβλέψιμα είναι, so i guess that's not much of a comment. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.