Naroualis Posted July 6, 2008 Share Posted July 6, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Ευθυμία "Ναρουάλις" Δεσποτάκη Είδος: τρόμος και λίγη φαντασία Βία; Ναιαιαιαιαι, αλλά όχι διαρκείας Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Ελάχιστες. κάτι περισσότερες από 500. Αυτοτελής; Ναι, αν και είναι μέρος μιας συλλογής διηγημάτων που είχα γράψει παλιότερα. Σχόλια: Πριν από δύο χρόνια την είχα ξανανεβάσει, και μάλιστα είχε γίνει ολόκληρη κουβέντα σχετικά με την αληθοφάνειά της σε κάποια σημεία. Στο ενδιάμεσο την έφαγε καποιο βόρτεξ. Για τον Αντινόλ, που του αρέσουν οι τρόμοι. Α! έχει και γριές... Έχει δημοσιευτεί στην αγγλική της βερσίον, στην αγγλική έκδοση των Συμπαντικών Διαδρομών, στο 3 τεύχος. -------------- Η Νοτίτα και η Νόμενα είναι αδελφές. Είναι δυο μικροσκοπικές γριούλες και ζουν πλάι στη δημοσιά, ένα μήνα μακριά από το κοντινότερο χωριό. Η δημοσιά αυτή είναι ένας δρόμος που διασχίζει τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη, μέσα από θάλασσες και πάνω από βουνά, χωρίς λογική, σαν μια ευθεία χαραγμένη από όντα που ζουν στους ουρανούς, για να χωρίσουν τη γη στα δύο. Το σπιτάκι των δυο αδελφών είναι πάνω σε ένα από τα βουνά αυτά, κοντά στην ψηλότερη κορφή και κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκαν οι δυο τους να ζουν εκεί. Η Νοτίτα και η Νόμενα έχουν έξι κότες κι έναν κόκορα, μια κατσικούλα γριά σαν τις αφεντικίνες της κι ένα χήνο με σπασμένο το δεξί φτερό, δύστροπο και φωνακλά. Στην άκρη της αυλής έχουν έναν φούρνο, όπου ψήνουν το ψωμάκι τους και μαλακά γλυκά από σιμιγδάλι. Καμμιά φορά, αν σταθεί κανένας σπάνιος διαβάτης της δημοσιάς, του πουλάνε καρύδια από την καρυδιά τους ή πορτοκάλι γλυκό του κουταλιού ή γαλέτες για το δρόμο. Γενικά είναι δυο ευτυχισμένα γραΐδια, που τα βράδια του χειμώνα μασουλάνε βραστά κάστανα δίπλα στο τζάκι και γελούν χου, χου, χου με παλιές πονηρές ιστορίες. Η δημοσιά, σ’ αυτό το τμήμα της, δεν έχει πολλούς διαβάτες. Ελάχιστοι πραματευτές τολμούν να διασχίσουν το βουνό που ζουν η Νοτίτα και η Νόμενα. Μια αρχαία έχθρα χωρίζει τις χώρες που βρίσκονται από τη μία και την άλλη πλευρά του βουνού. Κι άλλωστε το βουνό αυτό είναι το πιο τρομακτικό, το πιο ψηλό βουνό του κόσμου, ή τουλάχιστον έτσι λένε οι γεωγράφοι κι οι σοφοί. Η Νοτίτα και η Νόμενα δε φαίνεται να το ξέρουν αυτό. Κι αν το ξέρουν δε δείχνουν να τις απασχολεί. Έχουν γενικά κάτι το μυστηριακό πάνω τους, σα να ‘ναι μάγισσες, αλλά ξέρεις ότι δεν είναι. Τα καραβάνια που περνούν από κει αναρωτιούνται πού βρίσκουν οι γριούλες τα πορτοκάλια και το στάρι σε τέτοιο μέρος, τόσο μακρυά από το κοντινότερο χωράφι. Αλλά σε κάθε ερώτηση, οι γιαγιούλες γελούν το γιαγιουλίστικο γέλιο τους, χου, χου, χου και δεν απαντούν ξεκάθαρα. Κι έχουν μια τάση οι πραματευτές να λένε παράλογες και τρομακτικές ιστορίες γύρω από τη φωτιά της κατασκήνωσής τους, αλλά ποιος πιστεύει τους πραματευτές τους κυνηγούς και τους ψαράδες; Αν σε βρει ποτέ η νύχτα στη δημοσιά κοντά στο σπίτι αυτών των δυο γιαγιάδων κι είσαι μόνος σου, θα χτυπήσεις την πόρτα τους δειλά και θα ζητήσεις να διανυκτερεύσεις εκεί. Εκείνες θα σου δώσουν πρόθυμα να φας, να πιεις και να καπνίσεις κάτι πιο δυνατό από τον καπνό και θα γελάσουν χου, χου, χου με την έκπληξή σου, «ε, παιδάκι μου, αν δεν κάνεις κι ένα τσιγαράκι πού και πού πώς να περάσει η ώρα;» Κι όταν περάσει η ώρα και φανείς νυσταγμένος, τότε θα σου στρώσουν τις πιο καλές φλοκάτες και τις πιο χοντρές βελέντζες τους και πριν σε πάρει ο ύπνος θα κάνουν πάνω από το προσκέφαλό σου ένα σημάδι αποτρεπτικό, να σε προστατεύει από τα άσχημα όνειρα. Κι όταν εσύ θα έχεις κοιμηθεί γαλήνιος και ευτυχής, σα γάτος μες τη στάχτη, τότε θα έρθουν κι οι δυο κοντά σου και η Νοτίτα –η πιο δυνατή- θα σου πάρει το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι. Κι όπως θα γουργουρίζει το αίμα στον κομμένο σου λαιμό, δε θα έχεις ώρα να θυμηθείς τις ιστορίες των πραματευτών, για τις δυο ανθρωποφάγες παλιόγριες που ζουν πλάι στη δημοσιά. Edited July 6, 2008 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted July 6, 2008 Share Posted July 6, 2008 Μπλα μπλα δεν είναι τόσο αληθοφανής μπλα μπλα... Τα είχα πει τότε,μην τα ξαναλέω. Πολύ χαριτωμένη η παρουσιάση και η περιγραφή.Μου φαίνεται κάπως περίργος ο ενεστώτας πάντως.Η δημοσιά μου θυμίζει πλέον τον δρόμο των τσιγγάνων στην Εκδίκηση του Ρόδου του Μούρκοκ.Εγώ θα τις φοβόμουν όσο γλυκές και χαριτωμένες και φιλόξενες και να ήταν.Οι γριές είναι φοβισίμιες... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted July 6, 2008 Share Posted July 6, 2008 Τη θυμάμαι αυτή την ιστοριούλα και μου είχε αρέσει. Συνεχίζει να μου αρέσει, ειδικά τα παράξενα ονόματα των γριών. Τι είδους βόρτεξ ήταν αυτό που την είχε φάει? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 6, 2008 Share Posted July 6, 2008 «Πολύ καλός, ως συνήθως, ο γνωστός τρόπος αφήγησης σου.» Πες μου αν θα σου άρεσε ένα τέτοιο σχόλιο. Πες μου πως δεν θα σου άναβαν τα λαμπάκια. Έχω…καταντήσει πια να το ακούω κι εγώ και πέφτει σαν απαξίωση. Πρέπει πλέον να προσέχουμε και πως γράφουμε Ευθυμία, ίσως παραχτενίζουμε τις ιστορίες μας. Ζητώ συγνώμη που ξεσπάω εδώ, το χρειαζόμουν όμως. Μου άρεσε η ιστορία, χουχούλιασα ξεγελασμένος από τα χου-χου-χου των γιαγιάδων, με έκανες να θέλω να είμαι εγγόνι τους και να περνάω εκεί τις διακοπές μου. Μαθημένος όμως στο σπλάτερ, στο τέλος δεν με τρόμαξες. Μάλιστα…το απότομο κόψιμο άλλαξε το ύφος και έμοιαζε να μην ταιριάζει. Εγώ είδα αλλιώς το τέλος μου στα τρυφερά τους χέρια. Μου έδωσαν να πιώ κάτι που μου παρέλυσε το σώμα αλλά διατήρησε την συνείδηση μου. Μετά με σήκωσαν με προσοχή, με ξάπλωσαν στο τραπέζι, και αδειάζοντας με από τα γλυκάδια μου με γέμισαν με άχυρα κι άλλα καθώς με ταρίχευσαν ζωντανό. Τις κοίταζα, ουρλιάζοντας βουβά, όπως με έραβαν, με τις καρφίτσες να εξέχουν από τα ρυτιδωμένα τους χείλη, πάντα χαμογελαστές, καφεδάκι και κουβέντα και χου-χου-χου μέχρι να με τελειώσουν. Τώρα κάθομαι όρθιος στο χωράφι τους, το αγαπημένο τους, πιο γοητευτικό, όπως μου λένε, σκιάχτρο τους. Το τσεκούρι όμως…τους κλέβει την γοητεία, έτσι δεν είναι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 7, 2008 Author Share Posted July 7, 2008 @Dain: Τα ποστ και το τόπικ που είχα ανοιξει πριν τον Οκτώβριο του 2006 δεν υπάρχουν πια. @Ντίνο: Εμ οι κακομοίρες δεν είναι του σπλάττερ. Λίγο κρεατάκι λαχταράνε, γιατί δε μπορουν να σκοτώσουν την κατσικούλα ή τα άλλα ζωντανά τους, τα λυπούνται... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted July 7, 2008 Share Posted July 7, 2008 @Ντίνο: Εμ οι κακομοίρες δεν είναι του σπλάττερ. Λίγο κρεατάκι λαχταράνε, γιατί δε μπορουν να σκοτώσουν την κατσικούλα ή τα άλλα ζωντανά τους, τα λυπούνται... Αρχικά, ο διαβάτης έπρεπε να προσέξει περισσότερο τις ιστορίες, κατα δεύτερον, ε, ας πρόσεχε να περάσει την ημέρα από εκεί αφού έπρεπε να περάσει... και επιπλέον ο διαβάτης πάει χορταμένος... κοιμάται κιόλας... Τι άλλο να ζητήσει κανείς πριν συναντήσει τον Δημιουργό του? (έναν παπά ίσως? μπα.... ) ερώτηση, πως καθαρίζουν μετά τις φλοκάτες από τα αίματα? Κατά τα άλλα, με βλέπω να αποφεύγω μοναχικές γιαγιάδες από δω και μπρός.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 8, 2008 Author Share Posted July 8, 2008 ερώτηση, πως καθαρίζουν μετά τις φλοκάτες από τα αίματα? Όπως όλες οι ξεχασμένες από θεό κι ανθρώπους γρίες: με αλυσίβα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 Μόλις σήμερα είδα την ιστοριούλα σου με τις γλυκύτατες, πλην όμως άκρως επικίνδυνες, γριούλες. Μού θύμισαν τις γιαγιούλες στο "Αρσενικό και παλιά δαντέλα", που υποψιάζομαι πως είχες υπόψιν όταν έγραφες το διήγημα. Τέλος πάντων! Να πω κι εγώ με τη σειρά μου πως είναι μια πανέμορφη ιστορία φαντασίας. Αλλά δυστυχώς δεν είναι τρομακτική. Για να γίνει τέτοια, το κείμενο χρειάζεται ανάπτυξη και να αφήνεις νύξεις για κάτι τερατώδες, που θα το χρησιμοποιήσεις στο τέλος. Για παράδειγμα, θα μπορούσες να μιλήσεις λίγο περισσότερο για τους ψιθύρους των πραματευτάδων με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφήνεις μια παγωμάρα στον αναγνώστη. Ύστερα συνεχίζεις την αφήγησή σου κανονικά, προσπαθώντας να κάνεις τον αναγνώστη να ξεχάσει την προηγούμενη μακάβρια αναφορά σου. Κι όταν χρησιμοποιήσεις το εύρημα των σκοτεινών νύξεων, ο αναγνώστης θα πιαστεί στον ύπνο. Αυτή, φυσικά, είναι μια τεχνική που πιθανώς θα χρησιμοποιούσα εγώ και σε καμία περίπτωση δεν είναι πάγια ούτε αλάθητη. Άλλωστε, το κλισέ του τύπου "αν το έγραφα εγώ θα..." με εκνευρίζει απίστευτα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η γραφή σου είναι αναγνωρίσιμη και στα στοιχεία του φάνταζυ είσαι δεξιοτέχνις, ακόμη και με ψίχουλα λέξεων. Ωστόσο, αν θέλεις να επιτύχεις λίγο τρόμο, καλό θα ήταν να ξαναδουλέψεις την ιστορία. Και μια παράκληση: θέλω να διαβάσω ξαναδουλεμένο τον "Όσκαρ". Α! Και επί τη ευκαιρία, σ' ευχαριστώ για την αφιέρωση. :tongue: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted July 21, 2008 Share Posted July 21, 2008 «Πολύ καλός, ως συνήθως, ο γνωστός τρόπος αφήγησης σου.» Πες μου αν θα σου άρεσε ένα τέτοιο σχόλιο. Πες μου πως δεν θα σου άναβαν τα λαμπάκια. Έχω…καταντήσει πια να το ακούω κι εγώ και πέφτει σαν απαξίωση. Πρέπει πλέον να προσέχουμε και πως γράφουμε Ευθυμία, ίσως παραχτενίζουμε τις ιστορίες μας. Ζητώ συγνώμη που ξεσπάω εδώ, το χρειαζόμουν όμως. Μου άρεσε η ιστορία, χουχούλιασα ξεγελασμένος από τα χου-χου-χου των γιαγιάδων, με έκανες να θέλω να είμαι εγγόνι τους και να περνάω εκεί τις διακοπές μου. Μαθημένος όμως στο σπλάτερ, στο τέλος δεν με τρόμαξες. Μάλιστα…το απότομο κόψιμο άλλαξε το ύφος και έμοιαζε να μην ταιριάζει. Εγώ είδα αλλιώς το τέλος μου στα τρυφερά τους χέρια. Μου έδωσαν να πιώ κάτι που μου παρέλυσε το σώμα αλλά διατήρησε την συνείδηση μου. Μετά με σήκωσαν με προσοχή, με ξάπλωσαν στο τραπέζι, και αδειάζοντας με από τα γλυκάδια μου με γέμισαν με άχυρα κι άλλα καθώς με ταρίχευσαν ζωντανό. Τις κοίταζα, ουρλιάζοντας βουβά, όπως με έραβαν, με τις καρφίτσες να εξέχουν από τα ρυτιδωμένα τους χείλη, πάντα χαμογελαστές, καφεδάκι και κουβέντα και χου-χου-χου μέχρι να με τελειώσουν. Τώρα κάθομαι όρθιος στο χωράφι τους, το αγαπημένο τους, πιο γοητευτικό, όπως μου λένε, σκιάχτρο τους. Το τσεκούρι όμως…τους κλέβει την γοητεία, έτσι δεν είναι; Ντινο παιζεις οπως παντα μια κατηγορια μονος σου! Απιθανη βεβαια η ιστορια της Ευθυμιας αλλα το δικο σου φιναλε ηταν...... (ξεμεινα απο επιθετα!) Ασχετο-αμα βρεις κανεναν ευφανταστο τροπο θανατωσεως θειας που πρηζει 26χρονη ανιψια να βρει γαμπρο γιατι γερασε (!) πες τον μου. Εγω ξεροσταλιασα να παρακαλαω το Λελεκι να αλλαξει διαιτολογιο και να της φαει καμια γλωσσα αλλα δεν με ακουει! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted December 14, 2008 Share Posted December 14, 2008 (edited) Α να χαθείς, με κοψοχόλιασες μεσημεριάτικα. Όλο χου χου χου και χου χου χου και στο τέλος...Πάντως και το εναλλακτικό τέλος του Ντίνου δουλεύει πολύ καλά θα έλεγα. Dark desire τέτοιου είδους θείες είναι απέθαντες. Edited December 14, 2008 by kitsos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted December 14, 2008 Share Posted December 14, 2008 Dark desire τέτοιου είδους θείες είναι απέθαντες. Οχι ρε γαμωτο!!!!!!!!!!Στενοχωρεθηκα τωρα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted June 20, 2009 Share Posted June 20, 2009 Είναι κάπως σύντομο ε; Όμως έχει το γούστο του και από τη μέση (Αν σε βρει ποτέ η νύχτα...) ως το τέλος, όπου και χρησιμοποιούνται πολλά «θα», κερδίζει πόντους μιας και γίνεται πιο προσωπικό για τον αναγνώστη... σα να τον προειδοποιείς για την απειλή. Η αναληθοφάνειά του δε με απασχολεί. ΥΓ:«ε, παιδάκι μου, αν δεν κάνεις κι ένα τσιγαράκι πού και πού πώς να περάσει η ώρα;» Αυτό μοιάζει λίγο περιτό. Είναι η μοναδική ατάκα που εμφανίζεται και δε νομίζω ότι έχει να κάνει με κάτι σημαντικό για την ιστορία. Κατά τη γνώμη μου. Λοιπόν... γιαγιάδες που την πίνουν και μετά σου κόβουν το κεφάλι με τσεκουριές... εντάξει είμαστε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MountainRoot Posted June 20, 2009 Share Posted June 20, 2009 Γενικά μου άρεσε και την ευχαριστήθηκα. Χουχούλιασα με την περιγραφή καιαν ήταν και χειμώνας ή ήμουν κάπου που έκανε κρύο (αντι για την Αθήνα) θα με τραβούσε ακόμα περισσότερο. Δεν μου έκατσε πολύ καλά το απότομο τέλος. Θα το ήθελα ποιο παραμυθένιο ή να αφήσεις να εννοηθεί το τι του κάνανε μετά. Μία εικόνα ίσως απο την κηδεία του και τους συγγενείς του να μιλάνε για τον περίεργο τρόπο που πέθανε. Δεν ξέρω. Πάντως για τόσο μικρή ιστορία μου άρεσε πολύ. Και τα ονόματα τα σπάνε. Δεν μπορώ να καταλάβω πως σου ήρθαν!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 21, 2009 Author Share Posted June 21, 2009 Ευχαριστώ για τα σχόλια παιδιά... Να δώσω και μερικες απαντήσεις. Dagoncult, το θέμα του τσιγάρου, με έχει απασχολήσει κι εμένα κατά καιρούς (γιατί η ιστορία είναι από το 2004). Όποτε την ξανακοιταώ, νομίζω ότι πρέπει να το βγάλω από 'κει, αλλά υστερα το μετανιώνω. Για τον έναν ή τον άλλον λόγο. Ίσως κάποια στιγμή να πρέπει να κάνω το μεγάλο βήμα και να το απαλείψω από το κείμενο. Δεν έχω ακόμη τη δύναμη δυστυχώς... Mountain Root, για τα ονόματα, βοηθάει πολύ να στείνεις αυτί όταν μιλάνε οι Φιλιππινέζες (ή Ταϋλανδέζες, δεν τις ξεχωρίζω) στο τηλέφωνο, όταν κάθονται δίπλα σου στο λεωφορείο. Θα ακούσεις φράσεις όπως "πρόια νόμενα να γκλου". Τουλαχιστον αυτό κατάλαβα ότι έλεγε η γυναικούλα. Φυσικά, οι λέξεις καταγράφηκαν στο κινητό πάραυτα (σε πρόχειρο sms) και στο σπίτι μπήκαν σε λίστα με πιθανά ονόματα χαρακτήρων. Μέχρι να περάσει μια εβδομάδα και πάνω στην αναζήτηση για το όνομα της μιας γιαγιάς, η Νόμενα έκατσε πολύ καλά και η Νοτίτα δεν άργησε να γεννηθεί, ως αντίστηξη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 22, 2009 Share Posted June 22, 2009 Όντως το πιο ανατριχιαστικό στην ιστορία είναι που οι καλές 'γιαγιούλες' σε τρώνε γλυκά-γλυκά, με το γελάκι τους. Αυτό πάντως που μου άρεσε περισσότερο είναι το πόσο πολλές εικόνες χώρεσαν μέσα σε τόσο λίγες λέξεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted December 11, 2011 Share Posted December 11, 2011 Πολύ ωραίοοοοοο! Μια γεμάτη γοητευτικές εικόνες αναβίωση του αγαπημένου κλισέ "μυστηριώδεις γριες σε ερημική τοποθεσία κάτι κρύβουν", όπως και στο "Αρσενικό και παλιά δαντέλα", που λέει και κάποιος πιο πάνω. Δε με τρόμαξε, δε θεωρώ ότι έχει υπόθεση, αλλά είναι πολύ γλυκό και παραμυθένιο και τσακ! γίνεται μαύρο την τελευταία στιγμή. Μπράβο! Σε κάτι τέτοια δεν παίζεσαι. Εγώ είδα αλλιώς το τέλος μου στα τρυφερά τους χέρια. Μου έδωσαν να πιώ κάτι που μου παρέλυσε το σώμα αλλά διατήρησε την συνείδηση μου. Μετά με σήκωσαν με προσοχή, με ξάπλωσαν στο τραπέζι, και αδειάζοντας με από τα γλυκάδια μου με γέμισαν με άχυρα κι άλλα καθώς με ταρίχευσαν ζωντανό. Τις κοίταζα, ουρλιάζοντας βουβά, όπως με έραβαν, με τις καρφίτσες να εξέχουν από τα ρυτιδωμένα τους χείλη, πάντα χαμογελαστές, καφεδάκι και κουβέντα και χου-χου-χου μέχρι να με τελειώσουν. Τώρα κάθομαι όρθιος στο χωράφι τους, το αγαπημένο τους, πιο γοητευτικό, όπως μου λένε, σκιάχτρο τους. ΧΑ-ΤΖΗ-ΓΙΩΡΓΗΗΗΗΣ!! Θέλει να τις σκοτώσει ταΐζοντάς τες με τριγλυκερίδια! ερώτηση, πως καθαρίζουν μετά τις φλοκάτες από τα αίματα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted December 11, 2011 Share Posted December 11, 2011 Μου άρεσε. Εκεί που λέει είδος βέβαια, θα έπρεπε οι λέξεις να είναι αντίστροφα, "Φαντασία με λίγο τρόμο". Ξεκινάει σαν παραμύθι, λίγο σουρεαλ (με τους δρόμους που σκίζουν ευθεία ότι συναντούν), και συνεχίζει σαν τέτοιο μέχρι το τέλος που έρχεται σκοτεινό. Αν το άλλαζες λίγο με μια δικαίωση για κάποιον ήρωα θα ήταν παραμύθι τύπου Χανσελ και Γκρετελ, Κοκκινοσκουφίτσας κλπ που είναι πιο τρόμου από όσο τα παρουσιάζουν οι σύγχρονες εκδοχές για μικρά παιδιά. Αν ξετύλιγες την ιστορία ακόμη περισσότερο θα μπορούσες να δημιουργήσεις έναν μυθο για τις δυο αυτές γριούλες που θα σήκωνε κάτι περισσότερο απο ένα φλασάκι 500 λέξεων. Το "αόρατο" δεύτερο πρόσωπο (που φαίνεται μόνο σε ένα-δύο σημεία που απευθύνεται ο αφηγητής στον αναγνώστη) δουλεύει υπέροχα. Ήδη απο τις πρώτες σειρές είναι εμφανές ότι η αφήγηση είναι προσωπική, για τον αναγνώστη και μόνο. Πολύ καλή δημιουργία ατμόσφαιρας. Για εμένα πάντως στέκεται και αυτόνομα. 500 λέξεις για μια ιστορία που μπορείς να πεις γύρω από μια φωτιά στο κάμπινγκ (στο δάσος) κάποια νύχτα στο τέλος του καλοκαιριού. Τα παραμύθια δεν χρειάζονται αληθοφάνεια άλλωστε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 12, 2011 Author Share Posted December 12, 2011 Κέλλυ, ξεθάβεις πράγματα μού φαίνεται... Πού το θυμήθηκες καλέ;; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted December 12, 2011 Share Posted December 12, 2011 Κέλλυ, ξεθάβεις πράγματα μού φαίνεται... Πού το θυμήθηκες καλέ;; Κάποιος διάβαζε το τόπικ με τις ατάκες και είχε και απ' αυτό ένα κομμάτι, οπότε το έψαξα. Κολλάει κάπως και με αυτό που γράφω τώρα για το διαγωνισμό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.