DinoHajiyorgi Posted November 2, 2009 Share Posted November 2, 2009 (edited) [Για την Άννα] Ξεκλείδωσαν την ασήκωτη γρανιτένια καταπακτή με τις ατσάλινες υποστηρίξεις και την άνοιξαν τραβώντας την γιγάντια αλυσίδα με τους άκαμπτους κρίκους. Μέσα από εκεί, τον μαύρο πάτο, αδιαπέραστο και από την πιο ισχνή ηλιαχτίδα, έβγαλαν τον Κυνόδοντα, τσακισμένο μετά τον δίχρονο εγκλεισμό του. Και το πιο αμυδρό φως πόνεσε τα μάτια του αλλά αρνήθηκε να τα κλείσει. Ποτέ ξανά το σκοτάδι. Τα ρουθούνια του ρούφηξαν λαίμαργα τον φρέσκο αέρα και νόμισε πως ανέπνεε για πρώτη φορά. Ήθελε να φωνάξει το όνομα του, να γελάσει και να ευχαριστήσει τους δεσμώτες του, δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφευγαν μόνο απανωτοί λυγμοί. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Τον σήκωσαν και τον έσυραν άπονα μπράτσα, από το μπουντρούμι στα τρίσβαθα του Φιλντισένιου Κάστρου μέχρι την Κυκλική Αίθουσα των Νομοτηρητών στον τρίτο, τον ψηλότερο πύργο. Εκεί κάθονταν και οι πέντε, γύρω-γύρω στα μαρμάρινα τους καθίσματα, στα λινά, λευκά τους πανωφόρια. Πανάσχημα, γκρίζα και ρυτιδιασμένα πρόσωπα με άψυχα, σκοτεινά μάτια, που έδειχναν τρομερά στις γκριμάτσες που πάσχιζαν να προσομοιώσουν ευσπλαχνία, οίκτο ή τρυφερότητα. Σε όλη την ανάβαση ο κόσμος φάνταζε μια πολύχρωμη θολούρα στο βλέμμα του Κυνόδοντα. Τα δάκρυα του έτρεχαν ασταμάτητα. Το σκοτάδι, η μοναξιά, η σιωπή, το ατέλειωτο τίποτα, του είχαν στοιχίσει. Μόλις είχε αρχίσει να νιώθει σαν σκουλήκι, άρρηκτο μέλος της αιώνιας νύχτας. Πόσες φορές είχε τσαλαβουτήσει στα νερά της τρέλας; Παρακαλούσε τώρα να του είχε μείνει ελάχιστη λογική για να εκτιμήσει την ελευθερία του. Τόσα γνώριμα χρώματα, λευκά πατώματα, κόκκινα χαλιά, πράσινο γρασίδι, ορμούσαν σαν πρωτόγνωρα στο μάτι και του τάρασσαν τις αισθήσεις. Ήταν χωρίς αμφισβήτηση μετανιωμένος. Είχε σφάλλει και άρα είχε τιμωρηθεί δίκαια. Δεν θα έκανε ποτέ ξανά τα ίδια λάθη. Καλύτερα να του ξερίζωναν τη γλώσσα και τα χέρια από το να τον πετάξουν πάλι στη μαύρη εκείνη τρύπα. Όχι, δεν θα γυρνούσε πίσω. Το είχε μάθει το μάθημα του. Θα έπεφτε να φιλήσει τα πόδια των Νομοτηρητών, θα δήλωνε την μεταμέλεια του, θα ζητούσε συγχώρεση και θα έδινε βαρύ όρκο πως δεν θα επαναλάμβανε τις παλιές του απρέπειες. Ήταν τόσο ευγνώμον για την ελευθερία του. Η φρουροί τον άφησαν στο κέντρο της Κυκλικής Αίθουσας και έκαναν πίσω. Ξεδιπλώθηκε πάνω στα κρύα, φιλντισένια πλακάκια αφήνοντας μουτζούρες από την βρώμα που κάλυπτε το αποστεωμένο του σώμα. Φοβόταν και να αναπνεύσει. Προσπαθούσε άδικα να καταπνίξει τους ασυγκράτητους λυγμούς του. «Κυνόδοντα παιδί μου» είπε μια φωνή που αντήχησε φοβερή μέσα στην αίθουσα. Αναγνώρισε ποιος μιλούσε. Ήταν ο Νομοτηρητής Φύρον. «Ορίστε σεβασμιότατε» κατάφερε να πει πριν ελευθερωθούν πάλι δάκρυα, μύξες, σάλια. «Σήμερα έληξε η ποινή σου παιδί μου. Είσαι πάλι ανάμεσα μας. Είσαι ελεύθερος.» «Ναι σεβασμιότατε. Σας ευχαριστώ σεβασμιότατε» κλαψούρισε ο Κυνόδοντας. «Πονέσαμε την απουσία σου. Ήταν όμως αναγκαίο. Για το καλό σου, Κυνόδοντα.» Αυτός ήταν ο Νομοτηρητής Κάλφας. «Ναι σεβασμιότατε, καταλαβαίνω.» «Το κάναμε με πόνο καρδιάς ελπίζοντας να βρεις τον σωστό δρόμο…» Ο Νομοτηρητής Εαρίον. «Ναι σεβασμιότατε.» Ακολούθησε ο νομοτηρητής Σβίγος. «Και κατάλαβες τα λάθη σου; Κατάλαβες για ποιο λόγο έπρεπε να τιμωρηθείς;» «Ναι σεβασμιότατε. Είχα σφάλλει. Ήμουν ασεβής και αχάριστος. Το έμαθα όμως το μάθημα μου. Ξέρω πως έφταιγα.» «Χαιρόμαστε που το ακούμε αυτό Κυνόδοντα.» «Εμείς σε αγαπάμε Κυνόδοντα. Αγαπάμε την μουσική και τα τραγούδια σου.» «Μοχθούμε να φροντίζουμε για σένα. Έπρεπε να μάθουμε αν μας αγαπάς κι εσύ.» «Ήταν ανάγκη να μάθεις κι εσύ αν αγαπάς εμάς.» «Σας αγαπώ! Σας αγαπώ! Είστε τα πάντα για μένα! Τα πάντα! Δεν αντέχεται η μοναξιά!» «Σήκω παιδί μου. Σήκω να σε δούμε. Κοίταξε μας.» Με τις κλειδώσεις του να διαμαρτύρονται κατάφερε μόνο να ανασηκωθεί λίγο, έμεινε γονατιστός. Τράβηξε τα λιγδιασμένα του μαλλιά και ξεσκέπασε το πρόσωπο του. Το μέτωπο και η μύτη του είχαν ανοιχτές, κόκκινες πληγές, σκουληκάκια στριφογύριζαν μέσα στη γενειάδα του. Ήταν συγκλονιστικό να τους αντικρίζει πάλι τους Νομοτηρητές. Είχε καθίσει κάποτε στο ίδιο τραπέζι μαζί τους, είχε μοιραστεί φαγητό μαζί τους, είχαν τσουγκρίσει γεμάτα ποτήρια στην υγειά τους, είχε γελάσει μαζί τους, είχε τραγουδήσει γι αυτούς και τον είχαν χειροκροτήσει. Άλλες εποχές. Όταν οι στίχοι του ήταν αποδεκτοί. Τον καιρό που έβλεπε καλούς συμπολίτες να τιμωρούνται ή να εξορίζονται για ασήμαντες απρέπειες αλλά διάλεγε να το αγνοεί. Όποτε είχε τολμήσει να κάνει μια νύξη είχε νιώσει την αλλαγή στο βλέμμα τους. Κάτι άλλο φώλιαζε μέσα σε εκείνα τα σκοτεινά μάτια. Το είχε δει ξεκάθαρο την μέρα που του έριξαν την ποινή του. Τους το επισήμανε βαρύνοντας χειρότερα τη θέση του. Δεν κρίνεις τους Νομοτηρητές. Ήταν κανόνας. Δεν τον είχε ορίσει ο Νομοθέτης, αιωνία του η μνήμη. Ήταν κανόνας των Νομοτηρητών. Για άλλη μια φορά ήταν αντιμέτωπος με τον ίδιο εφιάλτη. Φάνταζαν τερατώδεις και τρομακτικοί καθώς μιμούνταν εκείνα τα παλιά χαμόγελα και ο Κυνόδοντας έτρεμε ξανά μπροστά τους. Και ήταν φτιασιδωμένοι. Πως δεν το είχε προσέξει ποτέ πριν; Πούδρα κάλυπτε το πρόσωπο τους, κοκκινάδια τα μάγουλα τους και τα χείλη τους άστραφταν αισχρά από κόκκινο κραγιόν. Το σκοτάδι είχε παίξει παιχνίδια με τις αισθήσεις του. Σα να το άκουγε ξαφνικά από μακριά να τον καλεί πίσω. Κατάπνιξε άλλον έναν λυγμό. «Όχι» σκέφτηκε και το επανέλαβε απανωτά. Τρεμούλιασαν τα χέρια του, συσπάστηκαν τα ακροδάχτυλα του. Πόσο του είχε λείψει η κιθάρα του. Εκεί στην μαύρη τρύπα την είχε ξεχάσει. Τι μεγάλο αμάρτημα. Ασυγχώρητο. Τον πρώτο καιρό άκουγε μόνο τα ίδια του τα ουρλιαχτά. Μετά ακολούθησαν τα κλαψουρίσματα του. Στο τέλος ήρθε η σιωπή. Νόμισε πως είχε κουφαθεί. Δεν άκουγε ούτε τις σκέψεις του. Σερνόταν μόνο πάνω σε αόρατη, κρύα, σκληρή πέτρα. Χάθηκε και η μελωδία από την μνήμη του. Νομίζεις και το σκοτάδι κατάφερε να σβήσει την μουσική από την ψυχή του. «Είσαι λοιπόν έτοιμος για μια νέα αρχή;» ρώτησε ο Φύρον. «Θα είσαι φρόνιμος και υπάκουος; Πιστός στους κανόνες;» συμπλήρωσε ο Κάλφας. «Θα συνυπάρχεις αρμονικά με τους συμπολίτες σου χωρίς ποτέ να ταράζεις τα νερά;» πρόσθεσε ο Εαρίον. «Θα είσαι κόσμιος με τους στίχους σου;» συνέχισε ο Σβίγος. «Ναι σεβασμιότατοι» απάντησε με τρεμάμενη φωνή. «Έχεις κατανοήσει επιτέλους την έννοια του σεβασμού;» Είχε μιλήσει ο Νομοθέτης Οφθίς. Ο Κυνόδοντας τον κοίταξε συγκλονισμένος. Ο Οφθίς ήταν αυτός που είχε διατάξει την σύλληψη του. Ο ίδιος είχε προτείνει και την ποινή. Το σκληρότερο βλέμμα. Στόμα χωρίς χείλη ή συμπόνια. «Κοίταξε με Κυνόδοντα. Έχω επιτέλους τον σεβασμό σου;» «Ναι άρχοντα μου…» «Δεν με αμφισβητείς πλέον;» «Όχι άρχοντα μου…» «Πλανιόνται ακόμα ιδέες στο μυαλό σου που σπέρνουν αμφισβήτηση για το τι θεωρείται ορθή νομιμότητα;» Ο Οφθίς ξεδίπλωσε την περγαμηνή που κρατούσε. «Θυμάσαι τους λόγους για τους οποίους καταγγέλθηκες; Θυμάσαι τους λόγους για τους οποίους καταδικάστηκες;» Το σκληρό βλέμμα του Οφθίς έκοβε την αναπνοή του Κυνόδοντα. Δίστασε να απαντήσει. «Ναι…άρχοντα μου.» «Τραγουδούσες ακάλεστος σε δημόσιους χώρους αποσπώντας την προσοχή του λαού από τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Πρόσφερες με τους στίχους σου ανάρμοστα σχόλια χωρίς να σου ζητηθεί…» «Όταν σοβάρευαν τα πράγματα υπήρχε δυστυχία. Προσπαθούσα να ελαφρύνω τα πνεύματα, να δείξω μια άλλη…» «Δικαιολογείς ακόμα τις πράξεις σου;!» «Όχι άρχοντα μου. Συγχώρεσε με άρχοντα μου…» «Αντίθετα με το ταλέντο που διαθέτεις και που σου αναγνωρίσαμε όλοι μας, δοκίμασες στίχους άκομψους και κακόγουστους! Και όταν σε προειδοποιήσαμε, όταν σου ζητήσαμε να αλλάξεις κατεύθυνση στράφηκες εναντίον μας! Το αρνείσαι;!» «Όχι άρχοντα μου. Έτσι έγινε…» «Οδηγήθηκες αμετανόητος στον εγκλεισμό σου Κυνόδοντα. Φώναζες τις ύβρεις σου μέχρι να σε αποκλείσει η καταπακτή από τα αφτιά μας. Θυμάσαι τι φώναζες Κυνόδοντα;» «Άρχοντα μου…» «Σίγουρα παραδέχτηκε το λάθος του και δήλωσε την μεταμέλεια του…» διέκοψε ο Εαρίον. «Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρος γι αυτή τη μεταμέλεια» γρύλισε ο Οφθίς. «Ίσως του χρειάζεται άλλος ένας χρόνος. Ή δύο.» «Όχι άρχοντα μου!» Ο Κυνόδοντας σωριάστηκε στα φιλντισένια πλακάκια, ένα τρεμάμενο κακάδι πάνω στην άσπιλη καθαριότητα της αίθουσας. Ο Οφθίς κοίταξε τον πάπυρο που κρατούσε. «Έγραψες Κυνόδοντα πως είμαστε “τζουτζέδες εξουσίας με την δύναμη να ορίζουμε τα όρια και την ελευθερία των άλλων, μια δύναμη που την χρησιμοποιούμε αυθαίρετα, ασχέτως των νόμων, έχοντας στεφανώσει τους εαυτούς μας θεούς, κυρίαρχους στους θρόνους μας, τυλιγμένους στους μακριούς πορφυρούς μας τηβέννους, επιβάλλοντας τους δικούς μας προσωπικούς κανόνες στον υποτελή μας λαό.” Είμαστε εμείς “θεοί;” “Κυρίαρχοι;” Είναι ο λαός “υποτελής” σε μας;!» Ο λαιμός του Κυνόδοντα είχε κλείσει. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Τον λόγο πήρε ο Νομοτηρητής Σβίγος. «Καταλαβαίνουμε την οργή σας αδελφέ μου. Εκείνα τα άστοχα σχόλια μας πλήγωσαν όλους.» «Τα έγραψε όμως. Και πριν προλάβουμε να παρέμβουμε τα διάβασαν αρκετοί. Πόσοι θα χρειαζόντουσαν να δώσουν βάση σε αυτές τις κακοήθειες πριν καταλυθούν τα θεμέλια της κοινωνίας μας;» «Αν αμφισβητηθεί η εξουσία θα ακολουθήσει το χάος» συμφώνησε ο Εαρίον. «Καταλαβαίνουμε αδελφέ μου» είπε ο Κάλφας, «Μόνο όμως κάποιος χωρίς σώας τας φρένας θα έγραφε τέτοιες βλαστήμιες. Ο Κυνόδοντας έχει ορθή κρίση, μας έχει δείξει σύνεση στο παρελθόν και ήταν απλά μια ατυχή στιγμή όταν έγραψε εκείνες τις ασυναρτησίες. Μας βλέπει και τώρα. Ούτε θεοί είμαστε, ούτε κυρίαρχοι, ούτε μπαμπούλες.» «Και σίγουρα δεν φορούμε πορφυρούς τηβέννους» είπε ο Φύρον και γέλασαν όλοι τους. Η ηχώ που σήκωσε εκείνο το γέλιο στριφογύρισε πάνω από τα κεφάλια τους και καρφώθηκε σαν τρυπάνι στο κεφάλι του Κυνόδοντα. «Γιατί τα μπουντρούμια τότε; Γιατί τόσοι εξόριστοι; Γιατί η φίμωση;» Τις σκέφτηκε αυτές τις ερωτήσεις ο Κυνόδοντας, δεν τόλμησε να τις ρωτήσει. Και μόνο που έσκασαν όμως μέσα στο κεφάλι του ήταν αρκετό. Άρχισε να τρέμει πάλι. Αυτή τη φορά ήταν πιο τρομοκρατημένος από ποτέ. «Είμαστε εδώ για να φροντίζουμε την τάξη. Να προσέχουμε την τήρηση των νόμων και να εμποδίζουμε κάθε παρεκτροπή από τα αποδεκτά. Είμαστε υπεύθυνοι της εξουσίας που μας δόθηκε. Εμείς υπηρετούμε τον λαό. Δεν είμαστε τύραννοι» είπε ο Σβίγος. «Ήταν επιβαλλόμενο να παραδειγματιστούν όλοι από την τιμωρία σου παιδί μου» είπε ο Κάλφας. «Δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε την καρποφορία μιμητών» δήλωσε ο Εαρίον. «Κυνόδοντα. Δήλωσε μας την μετάνοια σου» είπε ο Φύρον με τη σειρά του. «Παραδέξου την φαυλότητα των παλαιότερων σου σχολίων και υποσχέσου πίστη στην ορθή νομιμότητα και στην κόσμια συμπεριφορά. Μετά θα σου επιστρέψουμε την κιθάρα σου και θα είσαι ελεύθερος να ενταχθείς ξανά στον κύκλο της κοινωνίας μας. Είμαστε σίγουροι πως θα σου έλειψε η μουσική.» «Η κιθάρα μου» σκέφτηκε. Του είχε λείψει περισσότερο κι απ’το ζεστό κορμί μιας γυναίκας. Να την έπαιρνε άλλη μια φορά στην αγκαλιά του, να χάιδευε τις χορδές της. Του ξέφυγε άλλο ένα, τελευταίο δάκρυ. Ακολούθησε μια σιωπή που έμοιαζε να κρατάει για πάντα. Οι Νομοτηρητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι. Άκουσαν έναν αναστεναγμό να ξεφεύγει από τον Κυνόδοντα. Ο Φύρον άνοιξε το στόμα του να πει κάτι όταν ο γονατιστός άντρας με το μέτωπο στα πλακάκια άπλωσε το τρεμάμενο αριστερό του χέρι μπροστά. Με την ορθάνοιχτη του χούφτα σχεδόν να σέρνεται στο πάτωμα την τσίτωσε όσο πιο πολύ μπορούσε προς το μαρμάρινο κάθισμα του Νομοτηρητή. Μετά, με το μπράτσο πάντα τεντωμένο, έκλεισε την χούφτα του σε μια γροθιά. «Κυνόδοντα παιδί μου, τι κάνεις;» «Τίποτα σεβασμιότατε. Άρπαξα την ανύπαρκτη άκρη της ανύπαρκτης σας τηβέννου.» «Σαχλαμάρες.» Υπήρχε άμεση ανησυχία στον τόνο της φωνής του Φύρον. «Σταμάτα» φώναξε ένας άλλος. «Μην ανησυχείτε…αγαπητοί μου σεβασμιότατοι…» είπε με τρεμάμενη φωνή ο τσακισμένος άντρας. «Είναι ένα αστείο. Κρατάω αέρα κοπανιστό.» Τρέμοντας άπλωσε και την δεύτερη χούφτα δίπλα στην πρώτη. Την έκανε κι εκείνη γροθιά. «Τώρα κρατάω και με τις δύο χούφτες την ανύπαρκτη άκρη της ανύπαρκτης σας τηβέννου» είπε γεμάτος ταραχή. Ο Φύρον τινάχτηκε όρθιος αλλά δεν κουνήθηκε από την θέση του. «Σταμάτα τώρα αμέσως!» Ο Κυνόδοντας γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον Φύρον στα μάτια. «Τι κάνω άρχοντα μου; Δεν κρατώ τίποτα άλλο από αέρα.» Η απάντηση ήταν εκεί. Στον κρόταφο του γκρίζου, σταφιδιασμένου προσώπου. Η σταγόνα του ιδρώτα που χάραζε το πουδραρισμένο δέρμα. Ο τρόμος μέσα στα νεκρά μάτια. «Καταδικάζεις τον εαυτό σου σε ισόβιο σκοτάδι» γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Νομοτηρητής. «Εγώ σας προειδοποίησα» είπε ο Οσφίς. «Σταμάτα ασεβή πριν να είναι πολύ αργά για σένα!» ούρλιαξε ο Εαρίον. «Μα τι κάνω;! Είναι ένα αστείο!» ανταπόδωσε κραυγάζοντας αγανακτισμένος ο Κυνόδοντας. Ανασηκώθηκε, έφερε μπροστά του τις ενωμένες του γροθιές και τις απομάκρυνε βίαια σχίζοντας την ανύπαρκτη τήβεννο. Η τσιρίδα που σήκωσαν οι Νομοτηρητές ήταν απόκοσμη. Η αγωνία αποτυπώθηκε εντονότερα στον Φύρον, που έστω σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε το βλέμμα του εστιασμένο στο ξεσχισμένο πορφυρό ύφασμα. Μετά χάθηκε ο πόνος και αντικαταστάθηκε από την οργή και το μίσος. Ο Κυνόδοντας όμως δεν έτρεμε πια. Είχε δει τον φόβο στα μάτια τους. Φώναξαν τους φρουρούς και τους διέταξαν να τον πετάξουν πίσω στον μαύρο πάτο. «Δεν θα ξαναδείς ποτέ το φως της ημέρας παραβάτη» γρύλισαν με μια φωνή. Τους χαμογέλασε. «Τώρα όμως ξέρω. Τώρα το ξέρουμε όλοι» είπε. Έπεσε πίσω του βαριά η ασήκωτη γρανιτένια καταπακτή με τις ατσάλινες υποστηρίξεις, μόνο που αυτή τη φορά είχε κουβαλήσει μαζί του λίγη ηλιαχτίδα. Προσευχήθηκε να του φτάσει μέχρι την άφιξη της τρέλας. Είχε ακούσει πως υπήρχαν απέραντα ηλιόλουστα λιβάδια εκεί μέσα. Και πολλές γλυκές μελωδίες. Τέλος Edited November 2, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted November 2, 2009 Share Posted November 2, 2009 Χαστούκι που δεν μπορεί να κριθεί σαν άλλο από αυτό που υποθάλπει. Μια επώδυνη νύξη από την καλοακονισμένη ατσάλινη αιχμή του ελεύθερου λογου.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted November 8, 2009 Share Posted November 8, 2009 (edited) Πάρα πολύ όμορφο. Απλό μα εντυπωσιακό. Ώντας 18 και νέος στο site δεν μπορώ να πω οτι είμαι και ο πλέον κατάλληλος στο να κρίνω το διήγημα σας αλλά προσωπικά μου αρεσε η έλλειψη λεπτομερούς περιγραφής των προσώπων και της ΄΄αίθουσας δικαστηρίου΄΄- Δώσατε μια σκοτεινή και μυστηριώδη υπόσταση στο κείμενο που την βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Θα ψάξω και θα διαβάσω σίγουρα και αλλα δικά σας έργα. Edited November 8, 2009 by Nocturnal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Soluna Posted November 19, 2009 Share Posted November 19, 2009 Έχω ήδη φανταστεί αυτό το διήγημα σαν κινηματογραφική ταινία ... εποχής ή και όχι. Με ταξίδεψε και με αφύπνισε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted December 13, 2009 Share Posted December 13, 2009 (edited) Πολύ καλό διήγημα Dino. Με "άρπαξε" απ' αρχής και δέν ήθελα να βγάλω τα μάτια μου πάνω απ' το κείμενο. Η αλληγορία που ενυπάρχει μέσα στην ιστορία σου, με άγγιξε και με συγκίνησε, όπως και η αληθινή αναλογία της, με την πραγματικότητα της ζωής μας, που όλοι λίγο - πολύ βιώνουμε. Ταυτίστηκα με τον ήρωα, αλλά όχι τόσο κατά την διάρκεια της, όσο πρός την κορύφωση της ιστορίας σου. Kαι αυτό, είναι που κάνει την διαφορά. Γιατί, η συγγραφική δέν λειτουργεί απλά σάν μια διαδικασία ταύτισης. Είναι ένας απλοϊκός μηχανισμός κάτι τέτοιο. Είναι, αυτή η παρακολούθηση του αναγνώστη ώς την ανύψωση, την κορύφωση, όπου ακριβώς "εκεί πάνω θα συντελεσθεί αυτή η ταύτιση" (όπως θα έλεγε ο Γιώργος Χειμωνάς). Εκεί, όπου βλέπουμε αυτό το "μέγα" αυτού του πλάσματος και κάθε πλάσματος. Αυτό το Μέγα που υπάρχει και συναντάμε μέσα στον άνθρωπο. Έτσι, αυτό που έγραψες δεν είναι παρά: Τέχνη. Μπράβο σου. Edited December 13, 2009 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 30, 2011 Author Share Posted September 30, 2011 Bump. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 30, 2011 Share Posted September 30, 2011 Αυτό το κείμενο μου άφησε μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας. Όχι οτι έμοιαζε υπερβολικά στη δομή και τη θεματολογία, αλλά το γενικότερο αίσθημα. Επίσης έκανα ένα συνειρμό με πρόσφατες καταστάσεις. Μου άρεσε πολύ, είναι σκληρό και σε βάζει να σκεφτείς. Ίσως διαχρονικό. Κάτι που παρατήρησα: Ήθελε να φωνάξει το όνομα του, να γελάσει και να ευχαριστήσει τους δεσμώτες του, δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφευγαν μόνο απανωτοί λυγμοί. Νομίζω οτι ήθελες να πεις δέσμιοι. Δεσμώτης ήταν ο ίδιος, όπως λέμε Προμηθέας δεσμώτης. Άμα κάνω λάθος κάποιος να με διορθώσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 30, 2011 Author Share Posted September 30, 2011 Ήθελε να φωνάξει το όνομα του, να γελάσει και να ευχαριστήσει τους δεσμώτες του, δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφευγαν μόνο απανωτοί λυγμοί. Νομίζω οτι ήθελες να πεις δέσμιοι. Δεσμώτης ήταν ο ίδιος, όπως λέμε Προμηθέας δεσμώτης. Άμα κάνω λάθος κάποιος να με διορθώσει. Έχεις εν μέρη δίκιο. Μόνο που "δέσμιος" και "δεσμώτης" είναι το ίδιο πράγμα. Εννοούσα "δεσμοφύλακες". Το διήγημα είναι αρκετά παλιό και δεν μπορώ να το κάνω edit. Θα το διορθώσω όμως στο αρχείο μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 30, 2011 Share Posted September 30, 2011 Ήθελε να φωνάξει το όνομα του, να γελάσει και να ευχαριστήσει τους δεσμώτες του, δεν τα κατάφερε όμως. Του ξέφευγαν μόνο απανωτοί λυγμοί. Νομίζω οτι ήθελες να πεις δέσμιοι. Δεσμώτης ήταν ο ίδιος, όπως λέμε Προμηθέας δεσμώτης. Άμα κάνω λάθος κάποιος να με διορθώσει. Έχεις εν μέρη δίκιο. Μόνο που "δέσμιος" και "δεσμώτης" είναι το ίδιο πράγμα. Εννοούσα "δεσμοφύλακες". Το διήγημα είναι αρκετά παλιό και δεν μπορώ να το κάνω edit. Θα το διορθώσω όμως στο αρχείο μου. Ότι να 'ναι. Δεσμοφύλακες είχα σκεφτεί όταν το διάβαζα, αλλά μετά στο σχόλιο έγραψα Δέσμιοι, Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 (edited) Καλά έκανες και το μπούμπιασες, Ντίνο. Τι γαμάτο πράμα ήταν αυτό; Μιλάμε το διάβασα με κάτι μάτια σαν πιατάκια του καφέ, κοφτή ανάσα και μια καρδιά να βροντάει. Εκεί που σκίζει την τήβενο, έμπηξα τις τσιρίδες. Πώ πωωωω. Ακόμα να συνέλθω... Edited October 9, 2011 by KELAINO Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.