Martin Ocelotl Posted November 13, 2009 Share Posted November 13, 2009 (edited) Λέξεις: 3583 Είδος: ΤΡΟΜΟΥ Σέξ: ΝΑΙ Βια: ΝΑΙ GECKO Write Off 44 “O ήλιος είχε δύσει και οι δρόμοι είχαν ερημώσει, εγώ όμως βρισκόμουν στη μέση του δρόμου και κοίταζα το ερειπωμένο σπίτι απέναντί μου. Έσφιξα μια τελευταία φορά το όπλο που έκρυβα κάτω από τα ρούχα μου και έσφιξα τα δόντια μου πριν κάνω το πρώτο βήμα που θα με οδηγούσε στο σπίτι και το ανόσιο πλάσμα που κατοικούσε μέσα του. Μόνο ένας από εμάς θα έβγαινε απόψε από εκεί μέσα, και σκόπευα να είμαι εγώ αυτός.” (Start Up script By Nihilio in Late Write-Off #44). Το ίδιο το σπίτι δεν ήταν τίποτα καλύτερο από τα ερείπια που γέμιζαν την υπόλοιπη γειτονιά, μα ήταν δικό μου και θυμάμαι πως κάποτε ήταν όμορφο. Αυτός ο φράχτης, που στέκεται εκεί σα ξεδοντιασμένη μασέλα, ήταν έργο των χεριών μου. Όμορφος και φρεσκοβαμμένος πάντα. Και η ξύλινη κούνια δίπλα στο γκαράζ , που τώρα σμπαράλιασε ζωσμένη απ’ τον κισσό και τα αγριόχορτα, ήταν φτιαγμένη από μένα. Θυμάμαι ότι τους καλούς καιρούς άστραφτε ολοκόκκινη στον ήλιο σαν βαρύτιμο έπιπλο από το παχύ λούστρο. Όπως και κείνη η σακατεμένη, κουτσή τσουλήθρα… ήτανε καλοφτιαγμένη κι όμορφη κάποτε · έτσι ήταν και τα παρτέρια με τα βοτάνια της γυναίκας μου· και η σκεπή της τραπεζαρίας· και η καινούργια κουζίνα στην πίσω πλευρά που έβλεπε στην παλιά γέφυρα· και τα ρημαγμένα παραπέτα της βεράντας και οι κουπαστές. Τώρα στέκομαι μες τη νύχτα και κοιτάω τούτα τα λειψά απομεινάρια της ζωής μου. Μια μουτζουρωμένη, σκοτεινή καρικατούρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κάποτε σ’ αυτή την αυλή με το καλοκουρεμένο γρασίδι, παίζανε ανέμελα τα παιδιά μου με τους φίλους τους. Εκεί που ήταν ο παράδεισος και το βασίλειό μου ήταν τώρα το καταφύγιο του αδυσώπητου εχθρού μου. «Ερείπιο κατάντησε το σπίτι μου» σκέφτηκα και ο κόμπος στο λαιμό μού έπνιγε την ανάσα. Όλα όσα είχα κάνει για τη γυναίκα, τον γιο μου και την κόρη μου, τώρα είναι παρατημένα και ρημαγμένα. Θα μπορούσα να κάτσω κάτω, στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου και να κλάψω. Δε θυμάμαι πότε είχα κλάψει τελευταία φορά ούτε θυμάμαι πια τον εαυτό μου να γελάει ή να εκφράζει κάποιο άλλο ανθρώπινο συναίσθημα. Φοβόμουν πως είχα γίνει ίδιος με αυτά τα τρομακτικά κτήνη που κυνηγούσα. Ασυναίσθητα έσφιξα πάνω μου το κοντόκανο δίκαννο μέσα από τη φαρδιά καμπαρντίνα παράλλαξης φωτός. Τη φορούσα περισσότερο από πέντε ατέλειωτα χρόνια και είχε γίνει σαν δεύτερο δέρμα μου πια. Ένοιωθα γυμνός όταν την έβγαζα κι έτσι τις περισσότερες φορές κοιμόμουν φορώντας την. Είχα κι άλλα όπλα εκτός από το κουρεμένο δίκαννο που μου πίεζε τα πλευρά, αλλά αυτό ήταν το μόνο που, έστω κι από μικρή απόσταση, μπορούσε να σκοτώσει ακαριαία ή και να τραυματίσει θανάσιμα ένα μεγάλο Γκέκο. Τα φυσίγγια τα γέμιζα μόνος μου με χοντρά κομμάτια από το καθαρότερο ασήμι που μπορούσα να βρω στα ερημωμένα μαγαζιά και τα σπίτια της πόλης. Όλοι όσοι είχαμε γλυτώσει αυτό κάναμε, κόβαμε ασημικά σε μικρά κομμάτια και στουμπώναμε φυσίγγια όλη την ημέρα… αλλά εγώ είχα τη μυστική μου συνταγή. Δυο σταγόνες υδραργύρου στη γόμωση βοηθούσαν τα θραύσματα να διαπεράσουν το σκληρό φολιδωτό πετσί του Γκέκο. Κι αν δεν ψόφαγε επί τόπου, σε λίγα λεπτά δηλητηριαζόταν από την τοξίνη και έλειωνε σαν το σαπούνι. Για κάποιο λόγο που δεν ξέραμε, οι συνηθισμένες σφαίρες ήταν άχρηστες πάνω στα Γκέκο. Μόνο το ασήμι τους σκότωνε κι αυτό άμα προλάβαινες να τους ρίξεις σε καίριο σημείο πριν σε κάνουν κομμάτια. Τα Γκέκο είναι πολύ γρήγορα και πολύ άγρια, αλλά τώρα πια είμαι και εγώ πολύ γρήγορος και άγριος. Ίσως πιο άγριος κι από τα Γκέκο. Δεν έμοιαζαν με βρικόλακες, λυκάνθρωπους η καμιά τέτοια μαλακία, ήταν περισσότερο κοντά σε γιγάντια σαύρα με έντονο ανθρωπομορφισμό. Έτσι τουλάχιστον είχαν πει στην τηλεόραση πριν κοπεί το ρεύμα και χαθεί για πάντα ο πολιτισμός. Έχουν περάσει πέντε ή έξι χρόνια από τότε και λίγα πράγματα μπορώ να πω με σιγουριά για το τι έχει συμβεί στον κόσμο. Δεν θα πω ότι με ενδιαφέρει γιατί θα είναι ψέμα. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει κάτι που να με ενδιαφέρει πια, εκτός απ το να μένω ζωντανός. Δεν έβλεπα τίποτα αλλά ήξερα ότι το Γκέκο ήταν εκεί. Μέσα στο σπίτι μου να κατουράει πάνω στα πράγματα μου. Δεν ξέρω αν με είχε πάρει χαμπάρι ακόμα, αλλά δεν το πολυπίστευα. Αν είχε καταλάβει ότι ήμουν τόσο κοντά, θα μου είχε επιτεθεί άγρια και αμέσως. Τα Γκέκο δεν καταλάβαιναν τίποτα άλλο εκτός από το φαΐ. Μερικές φορές κοιτούσα μέσα μου και δεν ήξερα αν έχω καμιά πραγματική διαφορά από δαύτα. Δεν έβρισκα τίποτα ανθρώπινο στον εαυτό μου εκτός από διάσπαρτες φευγαλέες αναμνήσεις που το σπίτι μού τις κράταγε ζωντανές. Έστω κι αν είναι ένα σαραβαλιασμένο ερείπιο, σωριασμένο σε έναν έρημο δρόμο που ούτε το όνομά του δεν θυμάμαι πια. Για μένα αυτό το σπίτι ήταν κιβωτός σωτηρίας, που μέσα της φύλαγε το ανθρώπινο κι ευτυχισμένο παρελθόν μου. Κάθισα στις φτέρνες μου κι άναψα ένα τσιγάρο. Μεγάλο έξοδο γιατί ήταν δυσεύρετα κι ο καπνός ξερός τόσο που χυνόταν σα σκόνη από τον κύλινδρο του χαρτιού και χανόταν. Δεν είχε απομείνει κανένας άλλος ζωντανός στη γειτονιά κι οι λίγοι που ξέρω πως είχαν γλυτώσει από τα φονικά Γκέκο, μαζεύονταν όλοι μαζί σαν κοπάδια σε ψηλά κτίρια προσπαθώντας να επιβιώσουν όπως –όπως. Αποδείχτηκε πως κάνανε άσχημα. Τα Γκέκο μύριζαν το κρέας από μίλια μακριά και έκαναν επιδρομές που κατέληγαν σε μακελειό και τα θύματα σπάνια ήταν οι επιδρομείς… τα κτήνη μας ξεπάστρευαν συστηματικά. Δεν είχα δει ζωντανό άνθρωπο τον τελευταίο χρόνο και έτσι συμπέρανα ότι απομένανε όλο και λιγότεροι από μας να επιβιώνουμε στον άγριο κόσμο. Τον κόσμο των Γκέκο. Έσβησα το τσιγάρο και σηκώθηκα όρθιος. «Αυτό το πράγμα μυρίζει σα χώμα.» ψιθύρισα κρατώντας τη γόπα ανάμεσα στα δάχτυλά μου… Περπάτησα προσεκτικά να μη κάνω θόρυβο μέχρι τη μέση του δρόμου και στάθηκα εκεί. Έμοιαζα προκλητικός και έτοιμος με το ζεστό αέρα της νύχτας να μυρίζει αγιόκλημα και νυχτολούλουδα αλλά με το στόμα μου ξερό από τον μπαγιάτικο καπνό και το φόβο. Δεν με πείραζε να φοβάμαι, ήξερα ότι αν δεν υπήρχε ο φόβος να με κρατάει σε εγρήγορση θα είχα πεθάνει πολύ καιρό πριν.<br style=""> <br style=""> «Δε θα βγει στα ανοιχτά» σκέφτηκα. Ήμουν σίγουρος ότι με παραφύλαγε μέσα από το σπίτι. Ήμουν ακόμα πιο σίγουρος ότι πεινούσε για τη σάρκα μου κι αυτό θα το έκανε απρόσεκτο. Έτσι κι αλλιώς τα Γκέκο πεινούσαν πάντα, αν και καμιά φορά έπαιζαν με το φαί τους πριν το καταβροχθίσουν. Θα με περίμενε με τα σάλια του να τρέχουν ανάμεσα από τα δόντια του αλλά αυτή η κτηνώδης και συνήθως ανεξέλεγκτη πείνα του, ήταν το κρυφό μου χαρτί. Έβλεπα καλά στο σκοτάδι, καλύτερα από τους περισσότερους ανθρώπους. Ίσως τόσο καλά όσο ο σφετεριστής Γκέκο απέναντι. Και πριν περάσουν μερικά λεπτά, είδα μια φευγαλέα κίνηση. Στάθηκε σα μια σκιά μπροστά από το παράθυρο του παιδικού δωματίου και τα λέπια που τον κάλυπταν έκαναν έναν αμυδρό ιριδισμό στο λιγοστό φεγγαρόφωτο. Είχα κάνει άσχημα που βγήκα νύχτα. Άφησα το σπίτι απροστάτευτο με τη μυρουδιά μου να πλανιέται μέσα του, χωρίς να αλλάξω τα πολυκαιρισμένα και ξεραμένα σκόρδα στα παράθυρα και τις πόρτες. Γινόμουν απρόσεκτος και το τίμημα μπορούσε εύκολα να είναι η ζωή μου. Κάποια προδότρα αύρα γαργάλησε τα ρουθούνια του Γκέκο με την οσμή μου και τώρα ήταν εκείνο μέσα κι εγώ έξω στο δρόμο. Δε θα με πείραζε αν ήταν μέρα. Θα έμπαινα στο σπίτι και θα τον ξεπάστρευα ήσυχα στον τυφλό ύπνο του, αλλά ήταν νύχτα και ήταν ακόμη νωρίς. Κανονικά θα έπρεπε να φύγω από κει αμέσως και να ψάξω για καταφύγιο, όμως εκείνο το ρημαδιασμένο συνονθύλευμα από μπάζα απέναντι, είναι η ιδιοκτησία μου. Το τελευταίο πράγμα στη γη που μου θυμίζει ποιός και τι είμαι. Κι έχω βαρεθεί να κρύβομαι. «Αυτό είναι το σπίτι μου, ρε ερπετικό γαμίδι» σφύριξα μέσα από τα δόντια μου. Μισούσα τα Γκέκο. Ήθελα να ξεριζώσω την καρδιά του και να τη χώσω στο άσχημο σαλιασμένο του στόμα πριν ακόμα πεθάνει. Ήθελα να του κάνω κι άλλα πράγματα που ενώ τα σκέπτομαι και με διαπερνάει ένα κύμα αγαλλίασης, δεν μπορώ να τα πω. Είναι κάτι σαν φόρος τιμής στο σπίτι μου και την οικογένειά μου αυτή η παράξενη λογοκρισία. Οι σκέψεις που κάποτε θα με έκαναν να ντρέπομαι για τον εαυτό μου, πέθαιναν στο μυαλό μου πριν φτάσουν στα χείλια μου.. Τις εποχές που είχα οικογένεια, γιο και κόρη και γυναίκα ήμουν καλός άνθρωπος. Καλός γείτονας και φίλος και κάποιος, που μπορούσες να εμπιστευτείς και να μοιραστείς κουβέντες και σκέψεις. Μ’ άρεσαν οι αριθμοί απ’ όταν ήμουν παιδί κι έτσι είχα γίνει λογιστής. Είχα ανοίξει ένα μικρό γραφείο στο κέντρο και τα πήγαινα καλά. Όχι τόσο που να λέω ότι ήμουν τυχερός, αλλά ποτέ δεν είχα παράπονο. Οι άνθρωποι που μου εμπιστευόντουσαν τα οικονομικά τους, συχνά μου εξομολογούνταν και άλλα πράγματα, που έβγαιναν από τις ψυχές τους κι όχι από τις τσέπες τους. Αυτές οι προσωπικές κουβέντες με τους πελάτες, που το να κλέψουν την εφορία ήταν για αυτούς θέμα τιμής, με άφησαν να δω κάτω από την καθημερινή κουβέρτα των προβλημάτων που τους σκέπαζε και τους παραμόρφωνε. Είδα κρυφά όνειρα σαν τα δικά μου, φιλοδοξίες σαν τις δικές μου και ανάγκες που ήταν όμοιες με ‘κείνες που ‘χα κι εγώ. Έτσι άρχισα να αγαπάω τον κόσμο και τον εαυτό μου και θα συνέχιζα να αγαπάω τους πάντες και τα πάντα, αν δεν άνοιγαν οι τρύπες της κόλασης που ξέβρασαν τα Γκέκο στην επιφάνεια της Γης. Πρόσεχα για πολλή ώρα το σπίτι και ξεχάστηκα, σαν ανόητος ονειροπόλος μέσα στη νύχτα καταμεσής στο δρόμο, να αναλογίζομαι το παρελθόν. Περισσότερο τους αισθάνθηκα παρά τους άκουσα... Η γνώριμη προειδοποιητική ανατριχίλα στο σβέρκο ήταν που με ξύπνησε, αλλά μάλλον ήρθε αργά. Έριξα μια γρήγορη, κλεφτή ματιά πάνω απ’ τον ώμο μου στις σκιές πίσω, γιατί δεν ήθελα να δώσω ευκαιρία στο Γκέκο που είχε κάνει κατάληψη στο σπίτι μου να επιτεθεί από μπροστά. Και πάγωσα. Είδα το σκοτάδι να ζωντανεύει και να φωσφορίζει. Πρέπει να ήταν εκατοντάδες μαζεμένοι σε ένα ημικύκλιο γύρω. Όχι πολύ κοντά μου αλλά παντού, όπου έφτανα να δω μέσα στη νύχτα. Κοίταξα κατά τη μεριά των λόφων και είδα κι άλλους να έρχονται γρήγορα. Αδιόρατες ευκίνητες φιγούρες που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Ήταν πάρα πολλοί. Τα Γκέκο που έρχονταν για μένα ίσως να ήταν χιλιάδες κι εγώ ήμουν μόνος μου κι ακάλυπτος, έξω από το σπίτι μου. «Καλώς τα κορίτσια» είπα χαμογελώντας στραβά. Φοβόμουν πολύ για να λέω τέτοιες μαλακίες είναι η αλήθεια, αλλά είχε φτάσει το τέλος μου και το ‘ξερα. Άλλωστε ό,τι κι αν έλεγα, τα ηλίθια τα Γκέκο δε θα καταλάβαιναν. Η καμπαρτίνα μου, που η ύφανσή της με έκρυβε από τα φιδίσια μάτια τους δεν είχε καμιά χρησιμότητα πια. Δεν μπορούσε να με κρύψει από τα ευαίσθητα ρουθούνια τους. Μόνο με βάραινε και με ζέσταινε. Μιας και τώρα όλα τα Γκέκο της πόλης ήξεραν ότι ήμουν εδώ έξω αποφάσισα να απαλλαγώ απ το βάρος της. Ένα εύκολο θύμα στη μέση του δρόμου. Κάνανε σίγουρα λάθος για το εύκολο… όσο για θύμα, θα γινόμουν αργά ή γρήγορα… αν και προτιμούσα πιο πολύ το αργά από το γρήγορα. «Σας έχω δωράκια» φώναξα βραχνά καθώς άφησα το βαρύ ρούχο να γλιστρήσει από τους ώμους μου στην άσφαλτο. Αποκαλύφτηκε ο ετερόκλητος εξοπλισμός που κρεμόταν επάνω μου σαν τα τσαμπιά στο κλήμα. Ήξερα από εμπειρία ότι τα Γκέκο δεν ενδιαφέρονταν για τα όπλα και τα παιχνιδάκια μου. Μπορούσες να τους σημαδεύεις κατάμουτρα με κανόνι και να μη χάσουν ούτε βήμα στη λυσσασμένη τρεχάλα τους να σε αρπάξουν. Ακόμα κι αν προλάβαινες και τα πυροβολούσες κατάστηθα, δεν έπρεπε ποτέ να είσαι σίγουρος ότι θα μείνουν εκεί που έπεσαν, εκτός κι αν ήσουν εγώ, κι είχες λούσει τα βόλια σου με υδράργυρο. Μια τέτοια μαλακία πάντως θα σου κόστιζε τη ζωή. Έπρεπε να τους κόψεις το κεφάλι σβέλτα και σύριζα. Μόνο τότε μπορούσες να είσαι ήσυχος ότι θα έμεναν ψόφια. Ήμουν ακίνητος και περίμενα την επίθεση τους. Τα πόδια μου έτρεμαν λίγο «αλλά τι διάολο» σκέφτηκα, «θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς… Ή σαν άντρας ή σαν κοτόπουλο.» Άκουσα εκείνο το γουργουρητό, παράξενο ήχο από τα λαρύγγια τους· κι άκουσα τις γλώσσες τους που πλατάγιζαν τόσο κοντά, που λες να ήταν χωμένες μέσα στα αυτιά μου, αλλά κανείς τους δεν κινήθηκε. Ούτε χιλιοστό. Είχαν μπροστά τους ένα φρέσκο κομμάτι κρέας και δε σηκώνανε ούτε δάχτυλο για να πάρουν μια μπουκιά. Δεν ανάσαιναν καν. Αυτό με παραξένεψε πολύ, αλλά για λίγο. Η αδρεναλίνη μέσα μου είχε φουσκώσει σαν ποτάμι και λίγο με ένοιαζε τι θα μου συμβεί. Το μόνο που ήθελα, ήταν να πάρω μαζί μου όσα περισσότερα μπάσταρδα ερπετά μπορούσα. Ξαναστράφηκα προς το σπίτι αφήνοντάς τους να με λιμπίζονται. Στην μπροστινή πόρτα, που κάποτε είχα αλλάξει τους μεντεσέδες μόνος μου, στεκόταν το πιο περίεργο Γκέκο που είχα δει ποτέ… (και είχα δει πολλά Γκέκο). Με περίμενε εκεί. Ήμουν σίγουρος πως με περίμενε· κι αυτό ήταν το πιο παράξενο απ’ όλα. Δεν είχα δει Γκέκο να έχει τέτοια πειθαρχημένη συμπεριφορά κι ακόμα λιγότερο, να δείχνει σημάδια λογικής. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχα το ενδιαφέρον του πάνω μου για πολύ περισσότερη ώρα από όση θα χρειαζόταν για να με κάνει κομμάτια ή να το προσπαθήσει τουλάχιστον. Κι ήταν σίγουρο ότι με κάποιο ανήκουστο τρόπο, ασκούσε έλεγχο στα υπόλοιπα ερπετά που με είχαν περικυκλώσει. Τώρα πια έπρεπε να μετρούσαν σε χιλιάδες. Όσο έβλεπα κάτω στην οδό Φορθ και τους γύρω δρόμους, στριμώχνονταν το ένα δίπλα στο άλλο και πύκνωναν τις γραμμές τους όλο και περισσότερο. Μου θύμισε μεγάλο αγώνα ποδοσφαίρου που οι φίλαθλοι συνωστίζονται στις πύλες για να μπουν στο στάδιο. Αν τα Γκέκο θέλανε θέαμα, είχαν βρει τον κατάλληλο άνθρωπο. Ξεθηκάρωσα το δίκαννο και χαλάρωσα το μαχαίρι μου μέσα στη θήκη του για να βγαίνει εύκολα. Στις εγκοπές της ατσάλινης λάμας είχα παγιδέψει υδράργυρο με μια λεπτή στρώση από λειωμένο μολύβι. Μια απαλή ανάσα διαπέρασε το πλήθος των Γκέκο πίσω μου σαν το θρόισμα των φύλλων ενός δάσους. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Ο πραγματικός στόχος μου ήταν απέναντι, όρθιος μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου. Ήξερα ότι θα πεθάνω ήδη πριν από τη στιγμή που έκανα το πρώτο βήμα… έτσι έκανα και το δεύτερο και το τρίτο και κάθε φορά που έβαζα το ένα πόδι μπροστά από το άλλο η σιωπή, σαν μεγάλη σιδερένια πρόκα, μπηγόταν στο μυαλό μου… όλο και βαθύτερα. Δε σκεπτόμουν τίποτα και το κεφάλι μου έμοιαζε σαν άδεια πισίνα. Ένοιωθα μόνο τον τρομακτικό αντίλαλο του εαυτού μου εκεί μέσα, αλλά τίποτα άλλο. Το παράξενο Γκέκο με περίμενε ακούνητο και μόνο όταν πλησίασα αρκετά μπόρεσα να διακρίνω τις λεπτομέρειες που ως τότε μου έκρυβε το σκοτάδι. Είχε φαρδιά λαγόνια και στενότερη μέση, χωρίς το συμπαγή μυϊκό ιστό που ήταν χαρακτηριστικό τους. Με κάποιο τρόπο σκεφτόμουν πάντα τα Γκέκο ως αρσενικά. Όχι ότι είχαν κάτι πάνω τους που να βοηθάει να δεις το φύλο τους, αλλά δεν μπορούσα να τους χωρέσω στο μυαλό μου αλλιώς. Η κοψιά τους, το μένος και η οργή τους, η αγριότητα τους… δεν μπορούσε να προέρθει από θηλυκό πλάσμα. «Εσύ είσαι σίγουρα καινούργια στην πόλη» είπα. Στεκόμουν έτοιμος στο πεζοδρόμιο και αποφασιστικά έκανα τα δυο βήματα που με χώριζαν από την αυλόπορτα. Τώρα πατούσα σε χώματα που θεωρούσα ιερά και πήρα κουράγιο και θάρρος. Είχα δίκιο, τούτο δω ήταν το πρώτο θηλυκό Γκέκο που έβλεπα στη ζωή μου. Έριξα μια ματιά στο πεινασμένο πλήθος που περίμενε στο σκοτάδι. Κανένα δεν είχε κάνει ούτε βήμα αν και μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου θα μπορούσαν να είναι όλα επάνω μου και να με σκίζουν σε λωρίδες δέρματος και σάρκας. Ίσως μπορούσα να σκοτώσω δυο ή τρία αν ήμουν πολύ τυχερός. Μια ανατριχίλα σκαρφάλωσε στην πλάτη μου και μου γράπωσε τις αισθήσεις. Έκανα δύο βήματα ακόμα προς το θηλυκό και σταμάτησα. Το κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω και προσπάθησα να ανακαλέσω στη θολή μνήμη μου όσα ήξερα για το εφιαλτικό τσούρμο τους. Ήμουν σίγουρος τώρα ότι ήταν θηλυκό, γιατί σε αντίθεση με τα άλλα Γκέκο, τα γεννητικά του όργανα ήταν εμφανέστατα ακόμα και στο χλωμό φεγγαρόφωτο. Τα Γκέκο δεν ήταν και τόσο διαφορετικά από μας αν τα καλοκοιτούσες. Είχαν δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι και δυο μάτια που έμοιαζαν με φιδιού. Τα χέρια, ή μάλλον τα δάχτυλα τους στα χέρια και τα πόδια, ήταν ενωμένα με μεμβράνη και καλυμμένα με ένα παράξενο σαρκώδες δέρμα που τους επέτρεπε να σκαρφαλώνουν σε γυμνούς τοίχους, σαν εκείνη τη μικρή σαύρα. Από κει άλλωστε είχαν πάρει το όνομά τους. Ήξερα ότι μισούσαν τη μυρουδιά του σκόρδου και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα ακόμα και στο αμυδρότερο φως του ήλιου. Αν και αυτό το τελευταίο δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν είχαν πρωτοβγεί από τις τρύπες, ήταν μέρα μεσημέρι και θυμάμαι ότι έβλεπαν μια χαρά. Όσο πέρναγε ο καιρός η όραση τους την ημέρα χειροτέρευε και τα δυο τελευταία χρόνια ήταν τελείως τυφλά στο φως του ήλιου. Είχαν οξύτατη όσφρηση όμως, ενώ δεν είχαν αυτιά, παρά δυο μικρά εξογκώματα στη θέση τους. Δεν είχαν εμφανή όργανα αναπαραγωγής εκτός από μια απόφυση που την χρησιμοποιούσαν για να ψεκάζουν με όξινα ούρα το υποψήφιο θύμα τους και σίγουρα δεν είχαν έλεος. Τα Γκέκο ήταν τρομερές φονικές μηχανές υψηλής αποτελεσματικότητας κι αυτό ήταν όλο. Ένα μεγάλο Γκέκο μπορούσε να ζυγίζει περισσότερα από εκατό κιλά, αν και στις αρχές είχα ακούσει ιστορίες και φήμες για πολύ μεγαλύτερα. Το εντυπωσιακότερο πράγμα επάνω τους ήταν το δέρμα τους. Έμοιαζε με σαύρας και ήταν σκεπασμένο από λεπτές διάφανες φολίδες. Στο σκοτάδι φωσφόριζε με απίθανες αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου που άλλαζαν σε κάθε κίνηση τους. Οι φάτσες τους ήταν ακαθόριστα ανθρωπόμορφες αν και πανάσχημες, γεμάτες κακία. Δεν ήξερα τίποτα άλλο για τα Γκέκο εκτός από το ότι σε λιγότερο από μια βδομάδα είχαν εξολοθρεύσει το μισό πληθυσμό των ανθρώπων. Τόσο περίπου αντιστάθηκε ο κόσμος και είχαμε ρεύμα για τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Μετά επικράτησε το απόλυτο χάος. Κανένας δεν ήξερε τίποτα και ο καθένας πάλευε για την επιβίωσή του μόνος του. Όσοι περίμεναν την κυβέρνηση και το στρατό να κάνουν κάτι, πέθαναν κομματιασμένοι μέσα στα σπίτια τους. Έκανα δύο βήματα ακόμα, την είχα φτάσει σχεδόν. Τη δεύτερη βδομάδα της Ανόδου, ένα Γκέκο άρπαξε την κόρη μου μέσα από την αγκαλιά της μάνας της και την ξέσκισε μπροστά στα μάτια της. Η γυναίκα μου δεν άντεξε να τρέξει για να σώσει τη ζωή της και το ίδιο Γκέκο τη σκότωσε μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ακριβώς στο σημείο που στεκόταν τώρα το θηλυκό. Λίγες μέρες μετά, έμεινα μόνος μου στον κόσμο. Είχα κλείσει το γιο μου στο ψυγείο κι είχα βγει έξω να βρω να φάμε. Πίστευα ότι εκεί μέσα θα ήταν ασφαλής γιατί τα Γκέκο δε θα τον μύριζαν. Όταν γύρισα μια ώρα αργότερα, βρήκα την πόρτα ανοιχτή και κομμάτια του παιδιού μου πασαλειμμένα σε όλο το πάτωμα και τα ντουλάπια της κουζίνας. Έτσι τους είχα χάσει όλους. Αυτή η ανάμνηση με έκανε να ανασηκώσω το κεφάλι, αλλά δεν ήμουν θυμωμένος πια, είχα ξεπεράσει τέτοια συναισθήματα εδώ και δυο χρόνια. Μόνο στεκόμουν εκεί ακίνητος και την κοίταζα να αλλάζει χρώματα σε κάθε σκέψη μου… Δεν ήρθε απότομα ούτε μου φάνηκε παράξενο που είδα το θηλυκό Γκέκο να παίρνει τη μορφή και το σχήμα της γυναίκας μου... Την είχα δει να στέκεται εκεί, στο ίδιο κατώφλι και να με περιμένει περισσότερες φορές από όσες μπορούσα να θυμηθώ. Ένοιωσα τα δάχτυλα μου να ανοίγουν από μόνα τους και το όπλο να μου γλιστράει ανάμεσά τους, δεν μπορούσα να το κρατήσω και δε με ένοιαζε πια. Το μυαλό μου ήταν μουδιασμένο και ένοιωθα μια τεράστια απόσταση να με χωρίζει από το σώμα μου και την πραγματικότητα. Τώρα τα πράγματα φαινόταν πάλι όπως παλιά. Δε χρειαζόμουν όπλα ούτε μαχαίρια. Ήμουν σπίτι μου με τη γυναίκα μου. Άκουσα ένα γδούπο από το κοντάκι που χτύπησε στο ξύλινο πάτωμα σαν μακρινό απόηχο της κόλασης που έζησα έξι ολόκληρα χρόνια. Ήμουν μέσα στο σπίτι τώρα και δεν είχα καταλάβει πως έφτασα εκεί. Έβλεπα εικόνες που με κάνανε ευτυχισμένο κι ένας θεός ξέρει πόσο απελπισμένα το ήθελα. Βυθιζόμουν στη γαλήνη της νοσταλγίας και των αναμνήσεων κι έχασα κάθε αίσθηση του πραγματικού κόσμου γύρω μου. Το θηλυκό Γκέκο έκανε κάτι παράξενο με το μυαλό μου. Κάτι που μου άρεσε. «Το μαχαίρι» ούρλιαξε μια στριγκή, απόκοσμη φωνή και βούλιαξε αμέσως πάλι στην άηχη λήθη της. Αισθάνθηκα τα δάχτυλά μου σαν να ήταν ξένα, να ψηλαφίζουν την πόρπη της ζώνης και με μια απαλή γνωστή κίνηση να την απασφαλίζουν. Το μεγάλο μαχαίρι μου έπεσε θηκαρωμένο κι άψυχο δίπλα στο δίκαννο. Δεν άκουσα τον ήχο που έκανε, τα αυτιά μου ήταν γεμάτα από έναν σιγανό ευχάριστο ψίθυρο και αμυδρές μπερδεμένες παιδικές φωνές από το παρελθόν. Μια μαύρη σκέψη ξεπήδησε από το χρωματιστό χάος του μυαλού μου. Ξαφνικά ιδέες και πράγματα που δεν είχα ξαναδεί άρχισαν να αποκτάνε υπόσταση. Σαν αναμνήσεις που όμως δεν ήταν δικές μου. Σίγουρα κάτι έκανε στο μυαλό μου. Η θηλυκιά μου μιλούσε. Δεν άκουγα τίποτε άλλο από εκείνον τον υποτονικό ψίθυρο αλλά μου μιλούσε κι εγώ την άκουγα και έβλεπα τι μου έλεγε. Σαν κάποιος να πρόβαλε μια φασματική ταινία μέσα στο μυαλό μου. Είδα ένα βαθύ σκοτάδι να με τυλίγει και να αναδεύεται από ανθρωπόμορφα πλάσματα που το δέρμα τους φωσφόριζε. Είδα να περνάνε χρόνια και αιώνες και τη φυλή να μεγαλώνει και να μεταμορφώνεται σε αυτό που τώρα ήταν τα Γκέκο. Είδα τις κολοσσιαίες σπηλιές της κούφιας γης να σφύζουν από ζωή και μια Βασίλισσα θηλυκιά να γεννάει εκατομμύρια αυγά το μήνα. Πέρασαν εκατομμύρια χρόνια και τότε ήρθε η πείνα. Τα υπόγεια νερά μολύνθηκαν από τα απόβλητα του πολιτισμού μας και τα γλοιώδη πράγματα που έτρεφαν τα Γκέκο χάνονταν γρήγορα. Πέρασαν πολλά χρόνια έτσι, με τον πληθυσμό τους να αυξάνεται και την τροφή να μειώνεται. Τότε τα παιδιά της, άρχισαν να τρώνε το ένα το άλλο αλλά η τωρινή Μητέρα βασίλισσα δεν μπορούσε να σταματήσει να γεννάει. Ήταν η τελευταία Αυτοκράτειρα του σκότους, η μάνα όλων αυτών των άφυλων, εκφυλισμένων Γκέκο κι αυτοί ήταν τα παιδιά της… όλοι τους. Είχαν βρει τις τρύπες της ανόδου που είχαν αφήσει οι προγονοί τους. Ήταν δεκάδες χιλιάδες σιδεροφραγμένες στοές που οδηγούσαν προς τα πάνω. Στο άγνωστο. Δεν ήξεραν πώς να τις ανοίξουν αλλά κι αν τις άνοιγαν δεν ήξεραν τι θα βρουν μπροστά τους. Ήταν η τύχη που τους βοήθησε ακριβώς όταν την χρειάζονταν περισσότερο. Οι πύλες υποχώρησαν από μια ευλογημένη σύμπτωση τη στιγμή που τα Γκέκο λιμοκτονούσαν, και ξεχύθηκαν ακράτητα και πεινασμένα στην επιφάνεια. Για χρόνια σκότωναν κι έτρωγαν λαίμαργα ότι έβρισκαν μπροστά τους αλλά οι άγνωστες για αυτούς τοξίνες που ήταν φορτωμένα τα κορμιά μας τους γέμισαν εφιαλτικές αρρώστιες. Και η αλήθεια είναι ότι έδειχναν μια ισχυρή προτίμηση στο ανθρώπινο κρέας. «Τα Γκέκο αργοπέθαιναν από τροφική δηλητηρίαση από χωνεμένα χάμπουργκερ» σκέφτηκα κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα άτονα χείλια μου. Η βασίλισσα συνέχισε να μου μιλάει με εικόνες αλλά δεν ήθελα να δω άλλο. Με είχε συνεπάρει μια άγρια χαρά που φούντωνε μέσα μου. Δεν μπορούσα να κουνήσω τα μέλη μου, δεν τα έλεγχα πια, αλλά ένοιωσα την αγαλλίαση σε κάθε πόρο του κορμιού μου. Το μυαλό μου πλημμύρισε πάλι με εικόνες πάρα τη θέλησή μου. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν το παρελθόν των Γκέκο αλλά το μέλλον τους. Την είδα να σαλεύει τους γλουτούς της με μια ζωώδη ανάγκη που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Έστελνε στο μυαλό μου εικόνες και φαντασιώσεις που μου είχε κλέψει λίγο πριν, αλλά παραμορφωμένες με έναν τρόπο που ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Η βασίλισσα με ήθελε. Ένοιωθα μια κτηνώδη έλξη που δεν είχα τρόπο να της αντισταθώ. Η βασίλισσα με ήθελε μέσα της, ήθελε τα παιδιά μου, ήθελε να είμαι ο πατέρας των καινούργιων υπηκόων της. Και έλεγε ότι εγώ ήμουν το κλειδί της επιβίωσης τους. Είχα τη σωστή μυρουδιά, είπε. Οι εικόνες που έβλεπα να ζωντανεύουν μπροστά μου ήταν ανυπόφορα ερεθιστικές. Είχαν πλέξει τα ένστικτά μου σαν κουβάρι, κι εγώ ήμουν στη μέση, ανίκανος να κουνηθώ ή να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Κορμιά ανθρώπων και Γκέκο ανακατεμένα σε στάσεις που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ. Λαγόνια να κουνιούνται ρυθμικά και υπνωτικά και τεράστιοι φαλλοί να ανοίγουν δρόμο ανάμεσα σε ιδρωμένα μπούτια για να συναντήσουν υγρά ερεθισμένα αιδοία. Δεν μπορούσα να αντέξω την πίεση αυτής της απαίτησης. Ήθελα να μπω μέσα της όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήθελα να την πηδήξω μέχρι να την σκοτώσω την πουτάνα. Για μια στιγμή χαλάρωσε το σφίξιμο της στο μυαλό μου και της ζήτησα λίγα δευτερόλεπτα ελευθερίας. Της έδειξα ότι για να μπορέσω να την πηδήξω πρέπει να θέλω, και για να θέλω πρέπει να συγκεντρωθώ. Η αρπάγη μέσα στο κεφάλι μου έσφιξε πάλι με ανείπωτες εκφράσεις πάθους και κτηνώδους σεξ. Έμεινα ανήμπορος να αντιδράσω και μόνο όταν κατάλαβε ότι, αν δεν με άφηνε, δε θα μπορούσα, τότε με παράτησε. Κούναγε τους γοφούς της μπρός πίσω και το αιδοίο της ήταν πρησμένο, κόκκινο και υγρό. Απομακρύνθηκε απρόθυμα στη άλλη άκρη του δωματίου και μισή ντουζίνα τεράστια Γκέκο εμφανίστηκαν γύρω της. Ήμουν ελεύθερος. Δεν ήξερα πόσο χρόνο είχα, αλλά χρειαζόμουν τουλάχιστον πέντε δευτερόλεπτα, γύρισα προς την πλευρά του τοίχου προσεκτικά και ετοιμάστηκα. Προσπάθησα να μην αφήσω να φανεί ο πόνος ούτε να ακουστεί κάτι που θα της κινούσε την περιέργεια. Όταν την ένοιωσα πάλι μέσα στο μυαλό μου ήμουν προετοιμασμένος για την κόλαση. Χωρίς να την αφήσω να με λειώσει ανάμεσα στις ζωώδεις σεξουαλικές της φαντασιώσεις, γύρισα και κατευθύνθηκα προς το μέρος της οικιοθελώς... Η βασίλισσα ήταν ξαπλωμένη στο γυμνό πάτωμα με τα πόδια ανοιχτά και το αιδοίο φουσκωμένο από την προσμονή. Έβγαλα και πέταξα το παντελόνι μου περπατώντας ακόμα κι όταν την έφτασα είχα τη μεγαλύτερη στύση της ζωής μου. Έπεσα επάνω της χωρίς να έχω τον έλεγχο του σώματός μου και η Αυτοκράτειρα του Σκότους με τράβηξε μέσα της βίαια. Έδεσε τα πόδια της στην πλάτη μου και με έσπρωχνε μπρός πίσω σα μηχανή. Η λαβή της επάνω μου χαλάρωσε ελάχιστα, αλλά ήταν όσο χρειαζόμουν για να της δώσω λίγο από το φάρμακό της. Μπήκα μέσα της με όση δύναμη είχα και αισθάνθηκα το πάτωμα από κάτω της να τρίζει. Χαλάρωσε λίγο περισσότερο και την κάρφωσα ξανά με μανία. Τα αχαμνά μου συνθλίβονταν ανάμεσά μας αλλά δεν υπήρχε πόνος πια. Το μόνο που αισθανόμουν σαν πραγματικά δικό μου μέλος ήταν το πέος μου, συγκέντρωσα εκεί όλο το μίσος μου για τα Γκέκο, όλα τα χρόνια της μοναξιάς και του πόνου, όλους τους ανθρώπους που είχαν κατασπαράξει τα παιδιά της και της χάρισα τα δικά μου. Τέλειωσα με έναν αφόρητο πόνο και πετάχτηκα όρθιος καθώς με έσπρωξε πίσω με δύναμη... Η βασίλισσα ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και σφάδαζε κρατώντας την κοιλιά της. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να περιμένω το τέλος. Τα πέντε δευτερόλεπτα που με είχε αφήσει από την επιτήρησή της, τα αξιοποίησα με τον καλύτερο τρόπο. Είχα σπάσει προσεκτικά κι αθόρυβα το λεπτό γυάλινο σωληνάκι και είχα χώσει τη μια πλευρά του στην ουρήθρα μου. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος αλλά η θερμοκρασία του σώματός μου έκανε τη δουλειά. Ο υδράργυρος από το παλιό θερμόμετρο διογκώθηκε και χύθηκε μέσα στο πέος μου. Όταν έφτασα σε οργασμό, ράντισα τη μήτρα της με τόση τοξίνη που θα μπορούσε να σκοτώσει εκατό καλοθρεμμένα Γκέκο σε δέκα λεπτά. Έτσι έκλεισα μια για πάντα τους λογαριασμούς μου με τα πλάσματα του κάτω κόσμου. Έκανα την τελευταία κίνηση στη σκακιέρα της ζωής μου. Έκαψα τη βασίλισσα τους. Τώρα ήταν η σειρά τους να παίξουν… Edited November 17, 2009 by Martin Ocelotl Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Soluna Posted November 15, 2009 Share Posted November 15, 2009 (edited) Τώρα πώς τα σαμιαμίδια μεγάλωσαν έτσι, δεν μας το εξηγείς πουθενά!!! Αλλά μάλλον αυτό είναι το μόνο αρνητικό που μπορώ να βρώ στην ιστορία! Καθώς επίσης, και το γεγονός ότι δε δίνονται πιο πολλές πληροφορίες για το τί συμβαίνει και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ασύλληπτη η ιδέα! Άμεσο, ευρηματικό και γρήγορο. τρελό σασπενς!!!!!!!! highlight: πέρα από τ' ότι σκότωσε τη βασίλισσα στο γ....σι πρέπει να πω ότι εντυπωσιάστηκα με την περιγραφή των φόνων της οικογενείας. Δεν ένιωσα κανένα απολύτως συναίσθημα. Σαν να μην το διάβασα! Ηταν συγκλονιστικό όταν κατάλαβα ότι έτσι ακριβώς ένιωθε ο ήρωας! Άδειος από κάθε είδους συναίσθημα! Όσο για το τέλος, με άφησε κάπως... αισιόδοξα μετέωρη! Μου αρέσει το στυλ! Θα διαβάσω κι άλλα! p.s. αυτό το write off 44, μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τί είναι? Edited November 15, 2009 by Soluna Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted November 15, 2009 Share Posted November 15, 2009 p.s. αυτό το write off 44, μπορεί να μου εξηγήσει κάποιος τί είναι? Εδώ οι πληροφορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Soluna Posted November 16, 2009 Share Posted November 16, 2009 Εδώ οι πληροφορίες. Καλημέρα! Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες! Είναι το πρώτο μήνυμα που παίρνω από σας και με χαροποίησε! Σας εύχομαι μια υπέροχη εβδομάδα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted November 17, 2009 Author Share Posted November 17, 2009 Soluna ευχαριστώ για την ανάγνωση κι το σχόλιο. Γράφτηκε στα πλαίσια ενος Write Off και θα ήταν αδύνατον να αναπτυχθεί όπως πρέπει. Αν αποφασίσω να του δώσω τις διαστάσεις ενός μυθιστορήματος, μάλλον θα συμπεριλάβω και τον υπόλοιπο κόσμο. Και πάλι ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted November 18, 2009 Share Posted November 18, 2009 Κρίμα, γιατί φιανόταν ενδιαφέρον write-off. Από εκεί και πέρα. Στα θετικά: Η αρχή με το σπίτι και την περιγραφή του. Η σκληρή, αλλά ταιριαστή, γλώσσα. Το σασπένς. Η τελευταία ατάκα. Στα αρνητικά: Ο ήρωας είναι υπερβολικά macho και οι ατάκες του θυμίζουν κάτι μεταξύ ράμπο και εξολοθρευτή. Το σημαντικότερο , όμως, είναι η αληθοφάνεια.( Σημειώνω πρόχειρα: Η δυνατότητα αναπαραγωγής ανθρώπου-γκέκο θα ανατρίχιαζε οποιονδήποτε βιολόγο. Ο πληθυσμός των γκέκο δείχνει υπερβολικά μεγάλος αν σκεφτείς το που βρίσκονται και το πώς διατρέφονται. Τα γκέκο χωρίς όπλα, πρέπει να είναι τρομερά ευάλωτα σε οποιονδήποτε οργανωμένο στρατό. Τα υδραργυρικά θερμόμετρα έχουν απαγορευθεί εδώ και ένα χρόνο. Ο χρόνος που του δίνει η βασίλισσα για να οργανώσει το σχέδιο με το θερμόμετρο δείχνει πολύ βολικός). Ίσως αν ήταν κάποιος άλλος πλανήτης, ή κάποιο απομονωμένο νησί να πειθόμουν πιο εύκολα για τον αριθμό τους και την επικράτησή τους. Και πάλι όμως η διασταύρωση των ειδών θα ήταν υπερβολική. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted November 22, 2009 Share Posted November 22, 2009 Λοιπόν, ήταν μια εντυπωσιακή ιστορία. Την έχω διαβάσει από μέρες και ομολογώ ότι τη γυροφέρνω στο μυαλό μου συνέχεια. Ισχυρές εικόνες και πολύ ενδιαφέροντα τα συναισθήματα ή μη συναισθήματα του ήρωα, που είναι απόλυτα ταιριαστά με το σκηνικό της ιστορίας. Παρόλο που 'παίζουμε' συνήθως από την ίδια μεριά μαζί με τον khar σε ό,τι αφορά την αληθοφάνεια, γι αυτό το συγκεκριμένο μπορώ να κάνω μια εξαίρεση. Ήταν καταπληκτική η ατμόσφαιρα και ήταν ασφαλώς και πολύ έξυπνη η λύση, οπότε δε με ενδιαφέρει και πολύ αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν υδραργυρικά θερμόμετρα (btw. σε όλα τα παλιά νοικοκυριά, θα βρεις υδραργυρικά θερμόμετρα -και ακόμα και στο σχολείο μας κυκλοφορεί ένα) ή αν τα είδη διασταυρώνονται. Μου άρεσαν πάντως οι εξηγήσεις για τους λόγους που ανέβηκαν τα Gecko στην επιφάνεια και για τα όσα έπαθαν τελικά τρώγοντας την κορυφή της τροφικής αλυσίδας και είμαι σίγουρη ότι αν η ιστορία γραφόταν υπό άλλες συνθήκες και όχι στο write-off που ο χρόνος είναι περιορισμένος, θα υπήρχε δυνατότητα να γίνει και μια πιο επιστημονική επεξεργασία των ιδεών. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted November 23, 2009 Share Posted November 23, 2009 Mου άρεσε πιο πολύ από τις άλλες δύο σου ("Έναντι ευτελούς αντιτίμου" και "Κόκκινη Βροχή"), οπότε την απόλαυσα δεόντως. Όσον αφορά την αληθοφάνεια, δες τις παρατηρήσεις του khar (ας το ξαναπώ: έχει πληρεξούσιό μου γι' αυτά τα θέματα). Για σχόλια πάνω στη γραφή, δες το συνημμένο αρχείο. Γενικά, έχεις κάνεi καλή αρχή, Martin! GECKO - Μartin - MM.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted November 27, 2009 Author Share Posted November 27, 2009 Σας ευχαριστώ όλους θερμά. Τελικά είναι σίγουρο ότι η κριτική αναβαθμίζει την αντίληψη του συγγραφέα για τα γραφτά του σε βαθμό που να μπορεί να αναγνωρίσει λάθη που ήταν αόρατα στα μάτια του. khar στην επόμενη εκδοχή του GECKO θα συμπεριλάβω όλες τις απαντήσεις στις εύλογες ερωτήσεις που εθεσες. Tiessa Κάπως έτσι σκέφτηκα και γώ για τα θερμόμετρα υδραργύρου, μιάς και στο σπίτι μου κυκλοφορούν τουλάχιστον δυο... Φυσικά ο khar εχει δίκιο αλλά θα χρειαζόμουν πολύ περισσότερο χωρο και χρόνο για δωσω την απαραίτητη αληθοφάνεια στο διήγημα. (κατι που θα κάνω) mman τα σχόλια και οι επισημάνσεις σου είναι απίστευτη βοήθεια. Σε παρακαλώ θερμά να συνεχίσεις έτσι και υπόσχομαι να ανταποδώσω με όποιον τρόπο μπορώ. (ήδη κανονίζω τα της διάλεξης που συζητήσαμε στο Meeting) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted November 29, 2009 Share Posted November 29, 2009 (edited) Εξαιρετικό Martin, ενδιαφέρον επίσης που πάνω από όλα αυτά τα βάρβαρα ερπετοειδή βρίσκεται μια βασίλισσα που όχι μόνο νοήμον ον είναι, αλλά και μπορεί να ελέγχει και άλλα μυαλά . Και εγώ θα σου γράψω κάποιες παρατηρήσεις μου από τη δική μου οπτική γωνία που νομίζω ότι θα βοηθούσε να γίνει ακόμα πιο εξαίρετο! Θα μπορούσα να κάτσω κάτω, στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου και να κλάψω. Δε θυμάμαι πότε είχα κλάψει τελευταία φορά ούτε θυμάμαι πια τον εαυτό μου να γελάει ή να εκφράζει κάποιο άλλο ανθρώπινο συναίσθημα.. Ή θα κλάψεις ή δεν θα κλάψεις, δεν είναι διακόπτης (εκτός κι αν είσαι ηθοποιός) Αλλά κατάλαβα από την επόμενη πρόταση ότι δεν εννοείς αυτό, αλλά γενικά την αδυναμία του ήρωα να κλάψει. Ίσως θα ήταν καλύτερη η πρόταση: "Αν μπορούσα, θα έκλαιγα καθισμένος κάτω, στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Δεν θυμάμαι πότε..." "καμπαρντίνα παράλλαξης φωτός" , τι είναι αυτό; "να τους ρίξεις σε καίριο σημείο" ποιο είναι αυτό;"Έτσι τουλάχιστον είχαν πει στην τηλεόραση πριν κοπεί το ρεύμα και χαθεί για πάντα ο πολιτισμός." Δηλαδή ρεύμα = πολιτισμός; εδώ θα διαφωνήσω. "Μερικές φορές κοιτούσα μέσα μου και δεν ήξερα αν έχω καμιά πραγματική διαφορά από δαύτα. " Εδώ κάτι δεν μου κάθεται καλά. Ήδη τον αισθάνομαι πολύ μόνο, και γενικά με περισσότερο χρόνο για τον εαυτό του. Δεν κοιτάζει περισσότερο από μερικές φορές μέσα του; Ίσως δεν προλαβαίνει, λόγω των Γκέκο. Αλλά αν είναι μερικές φορές, θα ήθελα να μου περιγράψεις ποιες φορές συμβαίνει αυτό (πριν κοιμηθεί; ) και τι είναι αυτό που σε κάνει να μοιάζεις με τα Γκέκο. Έκανα δύο βήματα ακόμα προς το θηλυκό και σταμάτησα. [4 παράγραφοι για την περιγραφή των Γκέκο] Έκανα δύο βήματα ακόμα, την είχα φτάσει σχεδόν. [3 παράγραφοι περίπου με αναμνήσεις] Δεν ήρθε απότομα ούτε μου φάνηκε παράξενο που είδα το... επίτηδες το κάνεις, έτσι; βασανιστήριο πριν την κορύφωση!!! Edited November 29, 2009 by twocows Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted November 29, 2009 Author Share Posted November 29, 2009 Φίλε μου twocows Οταν ξεκίνησα να γράφω το GECKO είχα ήδη αποφασίσει ότι θα ακολουθήσω πιστά το κείμενο Οδηγό της πρώτης παραγράφου. (Made by Nihilio Για το Write off 44) Αυτό απο μόνο του βάζει κάποιους περιορισμούς με βασικότερο τον αριθμό των ηρώων που στην περίπτωση μας δεν ξεπερνούν τους δύο, τον άνθρωπο και το τέρας. Οι αναμνήσεις του πρώτου και η αφήγηση τους είναι ο μόνος τρόπος για να ενημερώσω τον αναγνώστη για τα τεκταινόμενα. Μιας και το διήγημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, κάθε πληροφορία που παρέχεται είναι φιλτραρισμένη από τις γνώσεις, τις θέσεις και τις αντιλήψεις του ήρωα. Ο πολιτισμός για παράδειγμα, ειναι συνδεδεμένος με το ρεύμα για τον μέσο Αμερικανό πολύ περισσότερο από όσο για τον μέσο Έλληνα ή Ευρωπαίο. Πολλά που εγώ ως Martin Ίσως μπορούσα να εξηγήσω καλύτερα, ο ήρωας μου αδυνατεί, εξ αιτίας του επιπέδου των γνώσεων του όσο και της ψυχολογικής πίεσης που τον έχει διαμορφώσει σε κάτι που ο ίδιος αδυνατεί να περιγράψει καθώς δεν είναι παρατηρητής του υποκείμενου εαυτού του αλλά το αντικείμενο αυτό καθ αυτό. Φοράει ένα ρούχο ("καμπαρντίνα παράλλαξης φωτός") που ξέρει οτι τον προφυλάσσει από το να τον βλέπουν τα GECKO, αλλά δεν μπορεί να μας εξηγήσει τι είναι και πως δουλεύει και ίσως να μην τον αφορά, καθώς δεν βρίσκεται στο πεδίο της γνωστικής του κατανόησης. Τώρα το πιο είναι το "Καίριο" σημείο για να πυροβολήσεις ενα τέτοιο ον... το άφησα στη φαντασία του αναγνώστη μαζί με πολλά άλλα. Δυστυχώς ο περιορισμός του χρόνου, των λέξεων και των συγγραφικών μου δυνατοτήτων, στάθηκαν ανυπέρβλητο εμπόδιο σε μια καθώς πρέπει ανάπτυξη τούτου του διηγήματος. Θέλω να πιστεύω ότι η επόμενη προσπάθεια μου θα είναι καλύτερη και να είσαι σίγουρος ότι ο σχολιασμός σου θα έχει βοηθήσει σ' αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted November 29, 2009 Share Posted November 29, 2009 Απο τα αγαπημένα κείμενα το Γκέκο. Είναι δυνατό και άμεσο και με έβαλε στο κόσμο του ήρωα αμέσως. Και ο τρόπος που αποφάσισε να ξεπαστρέψει τη βασίλισσα είναι διαστροφικά πρωτότυπος. Σίγουρα κάποιες διευκρινήσεις παραπάνω θα μπορούσαν να δωθού (προσαναφέρθηκαν ήδη) άλλά εμένα δεν με ενόχλησε καθόλου και ως έχει λαμβάνοντας υπ'όψη οτι πρόκειται για διήγημα και όχι μυθιστόρημα. Όσον αφορά το ρεύμα, μου ήρθε στο μυαλό το αναρχικό συνθημα που έχω δει σε τοίχους: "Όταν κοπεί το ρεύμα, ο πολιτισμός σας καταρρέει" (το έχω βάλει και γω σε κάτι που γράφω) και δεν μου φάνηκε παράταιρο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted June 22, 2011 Share Posted June 22, 2011 My dearest new members, my esteemed Great Old ones, a breath of your time if you will. Κάτω από το holodeck... από τα Τρεκ φόρουμ... από τις χαριτωμενιές στα status messages... τα παιχνιδάκια και τους διαγωνισμούς... Περιμένουν. Ιστορίες θαμμένες και ξεχασμένες για καιρό... ήρθε η ώρα να σηκωθούν, να τινάξουν το χώμα από πάνω τους και να σας φρικάρουν. Διαβάστε. Αν τολμάτε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.