Throgos Posted January 17, 2005 Share Posted January 17, 2005 Επειδή δεν βλέπω και πολλά καινούρια πράγματα και επειδή δε θέλω να συνεχίσω αυτό το κείμενο πριν πάρω μια γνώμη, πάρτε λοιπόν τον Πιερ, αν δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted January 17, 2005 Author Share Posted January 17, 2005 Το Παλαιοπωλείο Ο Πιερ ήταν καθισμένος σε μια σκιερή γωνιά του μικρού παλαιοπωλείου και κοιτούσε τους περαστικούς. Μπροστά του ήταν ένα μικρό ξύλινο γραφείο με δυο συρτάρια, και διάφορα χαρτιά αραδιασμένα πάνω του. Στην άκρη είχε ένα παλιό ρολόι που ήθελε επισκευή, αλλά ο Πιερ αντιπαθούσε πολύ τον ωρολογοποιό της γειτονιάς και δεν είχε όρεξη να παριστάνει τον ευγενικό μπροστά του. Το μαγαζάκι αυτό ήταν στην άκρη ενός πλακόστρωτου δρομάκου στο κέντρο του Παρισιού, και δεν είχε πολύ δουλειά συνήθως, εκτός από τις τουριστικές περιόδους, όταν έρχονταν ξένοι τουρίστες μαγεμένοι από την γραφικότητα του μαγαζιού και έμπαιναν. Η βιτρίνα ήταν γεμάτη με εντυπωσιακές παλιατζούρες: Παλιά ρολόγια τοίχου, διάφορες κορνίζες και πίνακες, παιχνίδια από λαμαρίνα και κούκλες πορσελάνινες με κινέζικα πρόσωπα· κάτι τραπεζάκια-αντίκες με διακόσμηση μπαρόκ, φωτιστικά αρ νουβό και χρωματιστά μπιμπελό και βάζα. Ο Πιερ πάντοτε είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση αυτή την βιτρίνα, και τα είχε τοποθετήσει όλα τόσο καλά, που φοβόταν ακόμα και να την ξεσκονίσει· γι’ αυτό και οι αντίκες φαίνονταν ακόμα πιο παλιές, από την αρχαία σκόνη μου είχε μαζευτεί. Το βράδυ όταν έφευγε, άνοιγε μια σειρά παλιά φωτιστικά τοποθετημένα προσεκτικά σε σημεία της βιτρίνας, που έδιναν ένα υποβλητικό φως στα εκθέματα και δημιουργούσαν παράξενες σκιές τραβώντας έτσι την προσοχή του διαβάτη. Εκείνη την φωτεινή μέρα (μάλλον πλησίαζε Μάιος) ευτυχώς δεν είχε πολύ δουλειά, και μπορούσε να αφιερωθεί στην αγαπημένη του ασχολία: να χαζεύει τους περαστικούς. Ο Πιερ ήταν πολύ παρατηρητικός, αλλά περισσότερο παρατηρητής· περνούσε ώρες και ώρες παρατηρώντας τους ανθρώπους, τα πράγματα, τα γεγονότα. Πολλές φορές του είχε τύχει να μιλάει σε κάποιον ασυνείδητα και ταυτόχρονα να παρατηρεί τις αντιδράσεις του: είχε αποκρυπτογραφήσει την έκφραση των συναισθημάτων στα πρόσωπα και στις κινήσεις των συνανθρώπων του, και μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθαν εκείνη την στιγμή· ένταση, χαρά, αντιπάθεια, πάθος. Παρ όλα αυτά εκείνη την μέρα δεν ανέλυε τίποτα· απλά κοιτούσε τους ανθρώπους να περνούν. Την προσοχή του τράβηξε μια γυναίκα που ερχόταν από την άκρη του δρόμου: ήταν γύρω στα 25, με μαύρα μαλλιά και ατίθασα μάτια. Το βλέμμα της προσπέρασε διάφορα μαγαζιά παράπλευρα, και φαινόταν να ψάχνει κάτι· μέχρι που είδε το παλαιοπωλείο. Άρχισε να περπατάει γοργά κατευθυνόμενη προς το μαγαζί και άνοιξε την πόρτα. Ο Πιερ έκανε σαν να μην την είχε προσέξει, και προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένος στα σκόρπια χαρτιά του γραφείου του. Η γυναίκα καθάρισε επιτακτικά τον λαιμό της και ο Πιερ έκανε πως την πρόσεξε. - Καλημέρα σας, πώς μπορώ να σας βοηθήσω; - Όχι, δεν χρειάζομαι τίποτα, απλά χαζεύω λίγο. - Εντάξει, κοιτάξετε με την ησυχία σας. Η γυναίκα ανέκφραστη γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να κοιτάει τα «εκθέματα». Το βλέμμα της πέρασε πάνω από κάτι παλιές αφίσες, πιο ψηλά, σε μια παλιά απλίκα στον τοίχο (Οι πελάτες ποτέ δεν ήξεραν αν ήταν του μαγαζιού ή προς πώληση), και στα κρεμασμένα παιχνίδια που αιωρούνταν πάνω απ’ το κεφάλι της. Κατέβασε έπειτα το βλέμμα της ρίχνοντας κοφτές ματιές σε κάτι που ήταν κρεμασμένο, και συνέχισε να κοιτάει τις αντίκες που ήταν κάτω· ο Πιέρ όμως κατάλαβε πως κάτι της είχε τραβήξει την προσοχή και αυτό ήταν κρεμασμένο στο ταβάνι. - Μήπως είδατε κάτι ενδιαφέρον; Ξέρετε, ό,τι υπάρχει εδώ μέσα είναι πραγματικά παλιό, και μερικά είναι πολύ σπάνια. Όπως εκείνες οι κρεμασμένες κούκλες· ανήκουν σε διάφορες αριστοκρατικές οικογένειες της Γαλλίας του 19ου αιώνα, έκανε να την βοηθήσει. - Ναι; Ξέρετε πληροφορίες για τα εκθέματά σας; - Βεβαίως, τίποτα δεν μπαίνει εδώ μέσα χωρίς ταυτοποίηση από τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. (Ο Πιερ απέφυγε εσκεμμένα να πει ότι αυτός είναι ο ιδιοκτήτης) - Για πείτε μου λίγες πληροφορίες, λοιπόν, γιατί με ενδιαφέρουν τέτοια πράγματα. Να, αυτή η κούκλα με το κόκκινο φόρεμα, από που προέρχεται; Ο Πιερ είδε στο βλέμμα της μια φλόγα, σαν να είναι πολύ κοντά σε έναν στόχο. Σκέφτηκε ασυναίσθητα να πει ψέμματα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος. Διστάζοντας λίγο είπε: - Αυτή η κούκλα ανήκε στα παιδιά κάποιων ευγενών ή βασιλέων της Γαλλίας. Ο βασιλικός οίκος και οι αριστοκράτες είχαν πέσει σε παρακμή τότε, και υπήρχαν πολλές αναταράξεις καθώς πλησίαζε η Γαλλική Επανάσταση. Η κούκλα έφτασε με άγνωστο τρόπο σε έναν έμπορο που την έδωσε στην κόρη του, και αυτή με την σειρά στην δικιά της κόρη. Αυτή την έβαλε σε βιτρίνα και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, οπότε κάποια δισέγγονή της την πούλησε σε μένα. Τα ρούχα της κούκλας είναι μεταγενέστερα από την εποχή των βασιλέων, αλλά η κατασκευή της τοποθετείται γύρω στο 1700. - Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον, είπε η κοπέλα. Μετά από αυτό ακολούθησε μια μακριά παύση, και ο Πιερ αναρωτήθηκε γιατί όταν της το έλεγε ένιωθε άσχημα. Η κοπέλα περιεργαζόταν την παλιά κούκλα και μετά από λίγο μίλησε στον Πιερ για κάτι εντελώς άσχετο. Τελικά δεν αγόρασε τίποτα παρ’ όλο που έριχνε συχνά κρυφές ματιές στην κούκλα. Άφησε όμως το τηλέφωνό της και ζήτησε από τον Πιερ να βρεθούν κάποια μέρα. Καθώς έβγαινε από το μαγαζί, ο Πιερ της φώναξε: - Δε μου είπες τ’ όνομά σου; - Αντέλ. Αντέλ, σκέφτηκε ο Πιερ. - Εμένα Πιερ!, φώναξε, αλλά αυτή είχε ήδη φύγει. Ένα παράξενο ρίγος τον διαπέρασε. Ήταν πέντε το απόγευμα και ο ήλιος περνούσε από τις κουρτίνες και έπεφτε στην άκρη του κρεβατιού του Πιερ. Κομματάκια σκόνης και ανθρώπινων κυττάρων αιωρούνταν και στροβιλίζονταν στο κουρασμένο φως. Ήταν ένα νωχελικό απόγευμα. Αυτός καθόταν κοιτάζοντας την σκόνη και σκεφτόμενος την συνάντηση που είχε πριν λίγες ώρες στο παλαιοπωλείο. Θυμόταν κάθε στιγμή, και προσπαθούσε να ξεδιαλύνει το αίνιγμα της Σφίγγας Αντέλ, και της παράξενης συμπεριφοράς της. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι του άρεσε, όμως δεν την αντιπάθησε. Το σίγουρο ήταν ότι τον εντυπωσίασε. Διστακτικά πήρε το τηλέφωνο και το έφερε μπροστά του. «Αν το θεωρείς υποχρέωση και δεν είσαι σίγουρος ότι το θες, μην το κάνεις»· ένας από τους βασικούς κανόνες του Πιερ. «Το θέλω ή όχι;» σκέφτηκε ξανά. «Πάντως είμαι περίεργος». Πήρε την κάρτα της που ανέδιδε ένα ανεπαίσθητο άρωμα και πληκτρολόγησε τον αριθμό. - Παρακαλώ; - Είμαι ο τύπος από το παλαιοπωλείο. Μου είχες πει να σου τηλεφωνήσω. Α, και επί τη ευκαιρία, με λένε Πιερ, σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει. - Α, εσύ είσαι. Χάρηκα, Πιερ. Δε μου λες, πότε μπορείς να βρεθούμε; - Όποτε μπορείς κι εσύ. Μάλλον το απόγευμα μπορείς, έτσι δεν είναι; Ο τόνος της φωνής της ξαφνικά άλλαξε. - Τι ξέρεις για μένα που δεν το ξέρω εγώ; - Το είπα από συνήθεια, πρώτη φορά σε βλέπω. Είσαι παριζιάνα; - Όχι, αλλά έτσι νιώθω. Εσύ; - Έτσι νομίζω. - Έτσι νομίζεις; - Ναι, άλλωστε ποτέ δεν εμπιστεύθηκα τα λεγόμενα των συγγενών μου. Και αν συνομωτούν όλοι εναντίον μου και στην πραγματικότητα είμαι Μαλτέζος; Ο τόνος της χαλάρωσε. Μιλούσε σαν να έκανε καθαρά φλερτ. - Ωραία μιλάς. - Τι εννοείς. - Έξυπνα. Τέλος πάντων, ξέρεις το καφέ «Μετρό» (σίγουρα θα υπάρχουν πάνω από χίλια στο Παρίσι); - Ξέρω δυο-τρία. Πιο συγκεκριμένα; - Αυτό στην οδό Αντόν. - Ναι. - Αύριο στις έξι. Να είσαι εκεί.. Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ. Τι ήταν αυτό; Ο Πιερ ένιωσε εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις όταν κάνεις κάτι ασυνείδητο, σαν να μην μιλούσε ο εαυτός του στο τηλέφωνο. Μήπως η κοπέλα ήταν σαμάνος; Με πολλά τέτοια ερωτήματα πέρασε ο Πιερ το επόμενο πρωι πίσω από το παλιό του γραφειάκι στο παλαιοπωλείο. Είχε συνεχώς την εντύπωση ότι την επόμενη στιγμή θα εισέβαλλε ήρεμα και διακριτικά όπως την προηγούμενη μέρα η Αντέλ. Έπιασε τον εαυτό του δυο-τρεις φορές να την σκέφτεται έντονα. Για κάποιο άγνωστο στον Πιερ λόγο δεν ένιωθε καθόλου αγωνία ή άγχος για την συνάντηση. Για κάποιο λόγο την έβλεπε σαν συνάντηση ρουτίνας. - Γεια σου Αντέλ. - Γεια σου, Πιερ. Πρόσεξε τα μάτια της. Δεν τα είχε δει πριν σε βάθος. Ήταν καστανά, αλλά όλο και μαύριζαν καθώς στένευε η ίριδα γύρω από την κόρη του ματιού. Τα βρήκε μυστηριώδη. - Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ήρθες στο μαγαζί μου, γνωριστήκαμε, πήρα τηλέφωνο, συναντηθήκαμε. Έχω εντυπωσιαστεί. - Α, ώστε δικό σου είναι το μαγαζί; Ομολογώ πως είχα αμφιβολίες για το πώς ένας απλός υπάλληλος μπορούσε να έχει ιστορικές γνώσεις γύρω από το εμπόρευμα. Ένας υπάλληλος δεν μπορεί ποτέ να τρέφει αγάπη για το εμπόρευμα, ούτε ενδιαφέρον. Ενώ ο ιδιοκτήτης κατέχει το εμπόρευμα. Δεν είσαι τυχαίος ιδιοκτήτης. - Πάντα ζητάω πληροφορίες για τα αντικείμενα που μου πουλάνε. Για την συγκεκριμένη κούκλα χρειάστηκε πολύς κόπος να μάθω την αξία και την ιστορία της, γιατί αυτός που μου την πούλησε ήξερε λίγα για τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Μ’ αρέσει να ψάχνω πληροφορίες για αντικείμενα που χάνονται στο βάθος του χρόνου. Τις κρατάω όλες σε ένα σημειωματάριο, γιατί έτσι μπορώ να κοστολογώ το εμπόρευμα, ανάλογα με την ιστορική αξία του. Η αλήθεια πάντως είναι ότι πολύ σπάνια πουλάω κάτι ιστορικό γιατί ούτε εγώ δείχνω προθυμία να το πουλήσω στους πελάτες, αλλά και αυτοί δεν τολμούν να πάρουν την ευθύνη να διατηρήσουν ένα ιστορικό κειμήλιο· ή απλά τα φοβούνται και τα αποφεύγουν. Δεν νομίζεις ότι οι άνθρωποι πολλές φορές φοβούνται την ιστορία τους; - Η ιστορία είναι πολύ μεγάλο βάρος για να το κρατήσει ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό θαυμάζω το θάρρος των παλαιοπώλων. Αλλά ποτέ δεν είχα συναντήσει έναν τόσο νέο. (Ο Πιερ διέκρινε έναν έντονο τόνο φιλοφρόνησης σε αυτή την φράση.) - Με κολακεύεις. Η ιστορία είναι το πάθος μου. Από μικρό παιδί ρωτούσα τον παππού μου για τα χρόνια του, για το πώς ζούσαν εκείνη την εποχή οι άνθρωποι. Μια τέτοια γνώση είναι λίγο δύσκολο να μεταφερθεί από κάποιον που δεν έχει πραγματικά ζήσει στην εποχή στην οποία αναφέρεται. Γι’ αυτό κι εγώ θεωρώ πολύ πιο σημαντική την καταγραφή καθημερινών εικόνων σε κείμενα της εποχής, παρά την καταγραφή ιστορικών γεγονότων. Η συζήτηση τους υπήρξε εκτενέστατη. Ο Πιερ αναγνώρισε ότι αυτή η κοπέλα δεν ήταν μια τυχαία νέα, αλλά είχε μελετήσει σε βάθος την Ιστορία, με όλη την έννοια του όρου. Μετά από μια ανταλλαγή απόψεων γύρω από την σημασία της Γαλλικής Επανάστασης, ξαφνικά η Αντέλ επανέφερε ξανά το θέμα της κούκλας στο μαγαζί. - Ξέρεις βεβαίως ότι στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και της Τρομοκρατίας πολλές περιουσίες ευγενών κατασχέθηκαν ή λεηλατήθηκαν από τους επαναστατημένους αστούς. Ακόμα και της βασιλικής οικογένειας. Έχω κάποιες βάσιμες πληροφορίες ότι με σκοπό να σώσουν κάποια κειμήλια και ίσως κοσμήματα, αποφάσισαν να τα κρύψουν σε αντικείμενα που σε θα τραβούσαν το ενδιαφέρον… Ένα από αυτά μπορεί ίσως να είναι και μια παραμελημένη κούκλα κάποιου παιδιού της Αυλής… - Τι ακριβώς εννοείς; Μία μικρή παύση ακολούθησε. Ο Πιερ σκέφτηκε για λίγο «Μήπως προσπαθεί να με ψαρέψει; Μήπως με δουλεύει;». Έπειτα όμως άλλες σκέψεις μπήκαν στο μυαλό του: «Ποιες είναι οι προθέσεις της; Γιατί μου είπε μια πληροφορία που μπορεί να της χαρίσει φήμη και καταξίωση στον επιστημονικό ιστορικό κόσμο; Γιατί δεν αγόρασε απλά την κούκλα και με κάλεσε εδώ για να με ενημερώσει;» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted January 17, 2005 Share Posted January 17, 2005 Αρκετά καλό "αγκίστρι" στο τέλος που πιάνει τον ανγνώστη ώστε να θέλει να διαβάσει τη συνέχεια και που κλείνει πολύ καλά ένα αρκετά καλό κεφάλαιο. Σε κάποια σημεία βέβαια οι μεταφορές μου χτύπησαν κάπως άσχημα αλλά πιστεύω ότι είναι περισσότερο θέμα νοοτροπίας. Αξιοσημείωτα γραμματικά/συντακτικά λάθη δε πρόσεξα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.