Gandalf Posted November 22, 2009 Share Posted November 22, 2009 (edited) ΒΡΕΓΜΕΝΕΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ Η πνοή του ανέμου έμπαινε ορμητικά μέσα στο μικρό δωμάτιο. Το τζάμι του μισάνοιχτου παραθύρου έτριζε υποταγμένο στην οργή της. Έξω, μαβιά σύννεφα στόλιζαν τον ουρανό και προμήνυαν καταιγίδα. Πόσο άρεσε στην κοπέλα αυτός ο καιρός. Πόσο της άρεσε να νιώθει τον άνεμο στο κορμί της, να αναπνέει τον καθαρό αέρα. Πόσο της άρεσε να ακούει τον ήχο της βροχής πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι. Μα πιότερο της άρεσε το άρωμα της μαργαρίτας όταν τη μούσκευε η βροχή. Πο πο ένα άρωμα! Μοσχοβολούσε ο τόπος. Γι’ αυτό στο περβάζι του παραθύρου του μικρού δωματίου της είχε ένα παρτέρι με μαργαρίτες. Τις πότιζε, τις φρόντιζε και κάθε φόρα που έβρεχε καθόταν εκεί, στο ανοιχτό παραθύρι, και τις κοίταζε να υποδέχονται τις στάλες της βροχής και να μοσχοβολούν. Αυτή τη φορά όμως δεν στεκόταν στο περβάζι του παραθύρου. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Στο χέρι της κρατούσε το ημερολόγιό της. Οι σελίδες του γυρνούσαν ασταμάτητα παρασυρμένες απ’ τον αγέρα που, αδυσώπητος και λαίμαργος όπως πάντα, καταβρόχθιζε τις ιστορίες που ήταν γραμμένες στις σελίδες του: 14 Νοεμβρίου 2008 Το ήξερα. Το ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το κατάλαβα απ’ το βλέμμα του γιατρού. Απ’ τον τρόπο του. Αλλά και πριν συναντηθούμε το διαισθανόμουν. Όλο ‘περάστε αύριο από το γραφείο μου’ και ‘περάστε αύριο από το γραφείο μου’ μου έλεγε. Από αναβολή σε αναβολή πήγαινε η συνάντησή μας. Όταν μίλησε άκουσα τη φωνή του λες και προερχόταν απ’ το βάθος ενός τούνελ και εγώ ήμουν στην άλλη άκρη του. Τελειώνοντας με κοίταξε και μου είπε στοργικά: ‘Θα τα καταφέρεις’. Με αγκάλιασε. Έκλαιγα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Δεν ήταν δυνατόν. Γύρισα σπίτι. Ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω, να κλάψω, να πω σε κάποιον τι μου συνέβαινε και να με παρηγορήσει. Αλλά δεν μπορούσα να το ξεστομίσω. Ακόμα και τώρα που γράφω στο ημερολόγιο, δεν μπορώ να γράψω την τρομερή αλήθεια. Τι θα κάνω; Οι σελίδες του ημερολογίου συνέχισαν να γυρίζουν μια δεξιά και μια αριστερά, ώσπου σταμάτησαν: 18 Νοεμβρίου 2008 ‘Δεν είναι τίποτα μαμά. Μην ανησυχείς’ της απάντησα απαντώντας στο όγδοο τηλεφώνημα της. Είχα να της μιλήσω τέσσερις μέρες γιατί δεν έβρισκα το κουράγιο να την αντιμετωπίσω. Όμως έπρεπε. Την παραμύθιασα λέγοντας ότι είχα χαμηλό αιματοκρίτη και ότι έπρεπε να παίρνω κάτι χάπια για να υποχωρήσουν οι πονοκέφαλοι που είχα. Ετοιμαζόμουν να κλείσω το τηλέφωνο όταν με ρώτησε: ‘Σίγουρα, έτσι; Δε μου κρύβεις τίποτα;’ Ένιωσα έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό μου και δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό μου τη στιγμή που της απάντησα βιαστικά ‘Όχι, δε σου κρύβω. Καληνύχτα’ Άρχισα πάλι να κλαίω. Ήθελα τόσο πολύ να της πω την αλήθεια, να την αγκαλιάσω, να της πω πόσο τη χρειάζομαι, πόσο την αγαπάω. Άλλα δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω. Τι θα κάνω; Μια αστραπή φώτισε το δωμάτιο και ο άνεμος κόπασε στιγμιαία. Το ημερολόγιο έμεινε ανοιχτό σε κάποια άλλη σελίδα: 3 Μαϊου 2010 ‘Είμαι η Μαργαρίτα Παπαδοπούλου και είμαι φορέας του AIDS’ Ουφ….Σήμερα είναι η πρώτη φορά που ξεστόμισα την αλήθεια. Ενάμισι χρόνο μετά αφού το έμαθα. Δεν πειράζει όμως. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αποφάσισα να το παλέψω. Ο γιατρός μου λέει ότι έχω πολλές ελπίδες. Το ‘χω βάλει σκοπό να τα καταφέρω. Και θα το κάνω. Τέρμα η μιζέρια και η εσωστρέφεια. Αύριο κιόλας θα μιλήσω στους φίλους μου. Θα τους πω την αλήθεια. ‘Είμαι οροθετική’. Ε και σιγά το πράγμα. Με τη βοήθεια τους θα ‘μια μια χαρά. Τους χρειάζομαι δίπλα μου. Χρειάζομαι την αγάπη τους. Μόνο θα τους ορκίσω να μην πουν τίποτα στους γονείς μου. Δε θέλω να το μάθουν ποτέ. Δε θέλω να στενοχωρηθούν. Δε θέλω να ζουν περιμένοντας το θάνατό μου. Γνωρίζοντας ότι θα χάσουν το παιδί τους. Θέλω να είναι ευτυχισμένοι. Ακόμα κι αν γνώριζα ότι θα πεθάνω αύριο δεν θα τους το έλεγα. Έτσι θα ζούσαν μια μέρα παραπάνω ευτυχισμένοι. Μόνο αυτό θέλω. Μόνο. Οι σελίδες γύρισαν ξανά χορεύοντας στο τραγούδι του ανέμου. 12 Ιανουαρίου 2011 Σήμερα το πρωί ξύπνησα με μια μελανή κηλίδα στο λαιμό μου. Το AIDS άρχισε να αφήνει τα πρώτα σημάδια πάνω μου. Την κάλυψα με λίγο make-up. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι αυτά. Το απόγευμα τηλεφώνησα στη Ντίνα να βγούμε μια βόλτα. Μου είπε ότι είχε δουλειά και δεν μπορούσε. Όλο έτσι μου λέει τελευταία. Όλες μου οι φίλες έτσι μου λένε τελευταία. Κάτι μέσα μου, μου λέει ότι απομακρύνονται αλλά δεν το πιστεύω. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ανάμεσά μας. Με αγαπούν και τις αγαπώ και πάντα θα με αγαπούν και πάντα θα τις αγαπώ. Απλά έχουν τις δουλειές τους. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι αυτά. 7 Φεβρουαρίου 2011 Για άλλη μια φορά τα κορίτσια δεν μπορούσαν να βγούμε. Έλεγαν ότι ο καιρός το πήγαινε για βροχή και καλό θα ήταν να μη βγούμε, κυρίως εγώ. Όμως μου αρέσουν τόσο οι βόλτες όταν έχει τέτοιο καιρό. Βγήκα μόνη μου για περίπατο. Περπατούσα πολλή ώρα χωρίς προορισμό όταν ξαφνικά το είδα. Είδα εκείνο το μικρό καφέ που πηγαίναμε με τις φίλες μου. Το τραπεζάκι που καθόμασταν πάντα ήταν φορτωμένο με ποτά και γύρω του κάθονταν αυτές. Η Ντίνα, η Ελένη, η Κάτια και η Τζένη. Όλη η παρέα ήταν εκεί εκτός από….εμένα. Δάκρυσα. Τις πλησίασα χωρίς να με καταλάβουν. Ήθελα μόνο να τις ρωτήσω γιατί, τι είχα κάνει, τι τους είχα κάνει. Καμιά δεν απάντησε. Κοιτάζονταν μεταξύ τους αμήχανα, όχι ντροπιασμένα….μόνο αμήχανα. Έφυγα κλαίγοντας. Άρχισε να βρέχει. Έκοψα δρόμο απ’ το μονοπάτι με τις μαργαρίτες. Στάθηκα και τις χάζεψα στιγμιαία πώς λούζονταν χαρούμενες όλες μαζί. Και εγώ ήμουν μόνη. Μια ολομόναχη βρεγμένη μαργαρίτα. Το θρόισμα των φύλλων που γυρίζουν έσπασε πάλι τη σιωπή του δωματίου. Στιγμιαία όμως: 16 Απριλίου 2011 Σήμερα στη διαφημιστική εταιρεία μου συνέβη κάτι τρομερό. Ο διευθυντής μου σύστησε ένα στέλεχος της εταιρείας και τη στιγμή της χειραψίας εκείνος τραβήχτηκε απότομα. Είχε προσέξει το σημάδι στο λαιμό μου και τράβηξε το χέρι του λες και το είχε βάλει στη πρίζα. Με κοίταξε αμήχανα και μου χαμογέλασε αθώα. Έπειτα με άγγιξε απαλά στον ώμο, σαν να τίναζε ένα κόκκο σκόνης και έφυγε. Έμεινα εκεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πικράθηκα, στενοχωρήθηκα, ντράπηκα. Ένιωσα σα μικρό παιδί που το είχαν μαλώσει ευγενικά μπροστά σε κόσμο γιατί είχε κάνει κάποια σκανταλιά και έπειτα το είχαν αφήσει εκεί, εκτεθειμένο στα περίεργα και περιπαιχτικά βλέμματα των άλλων. Όμως εγώ τι είχα κάνει; Ποιον είχα πειράξει και άξιζα τέτοια συμπεριφορά; Ήξερα ότι τα άτομα με AIDS αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά, αλλά τόσο πρόδηλα, τόσο φανερά και ξεδιάντροπα, τόσο εξευτελιστικά; Και στο κάτω κάτω τι είχε αλλάξει; Ήμουν άνθρωπος κι εγώ, σαν όλους τους άλλους. Γιατί δεν το έβλεπαν; Γιατί δεν έβλεπαν; Γιατί; Ανασήκωσα μηχανικά το γιακά του παλτού μου για να καλύψω το σημάδι και προχώρησα με σκυφτό το κεφάλι. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ένιωσα να με κυριεύει μοναξιά. Δεν θέλω να μείνω μόνη. Φοβάμαι τη μοναξιά. Κάποτε φοβόμουν μόνο το θάνατο αλλά πλέον φοβάμαι και τη ζωή. Τη ζωή κάτω από αυτές τις συνθήκες. Γιατί αν είναι έτσι η ζωή, δε θέλω να ζω. Δε θέλω. Ξαφνικά μια αστραπή έσκισε στα δυο τον ουρανό αναγγέλλοντας την άφιξη της βροχής. Ο άνεμος θυμωμένος που έπρεπε να κοπάσει, φύσηξε δυνατά για μια τελευταία φορά. Έτσι το ημερολόγιο γλίστρησε απ’ το χέρι της κοπέλας και έπεσε. Για κλάσματα δευτερολέπτου στροβιλίστηκε στον αέρα και οι σελίδες του γύρισαν έτσι που ο αγέρας πρόλαβε να κατασπαράξει την τελευταία ιστορία: 15 Οκτωβρίου 2011 Ο πυρετός δεν πέφτει. Φταίει ο πόνος της ψυχής μου, το ξέρω μα τι να κάνω; Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να τον απαλύνει. Πρώτη φορά νιώθω τόσο αδύναμη, τόσο φοβισμένη. Όχι για τον αν θα πεθάνω, δε με νοιάζει πλέον. Ας πέθαινα και τώρα απλά και ήσυχα, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να πονέσω. Δεν αντέχω άλλο πόνο. Μαμά, μπαμπά για σας φοβάμαι. Για την αντίδρασή σας. Και που δε θα μπορώ να κάνω τίποτα. Να ξέρετε ότι πάλεψα. Πάλεψα μόνη. Αλλά ο κόσμος έβλεπε σε μένα μόνο τον ασθενή και όχι τον άνθρωπο. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι αυτά. Εγώ απλά κουράστηκα να είμαι μόνη. Υ.Γ. Να φροντίζετε τις μαργαρίτες μου. Είναι πανέμορφες και μοσχοβολούν αλλά όταν βρέχει ομορφαίνουν και μοσχοβολούν εκατό φορές περισσότερο. Το ημερολόγιο έπεσε στο πάτωμα με έναν ελαφρύ γδούπο. Αμέσως μετά άρχισε να βρέχει. Οι μαργαρίτες ταλαντεύονταν χαρούμενα καλωσορίζοντας τη βροχή. Λικνίζονταν και έκαναν περίτεχνες φιγούρες στο ρυθμό του ανέμου και της βροχής. Και αφού μουσκεύτηκαν για τα καλά, οι βρεγμένες μαργαρίτες άρχισαν να υφαίνουν το μεθυστικό αρωματικό τους δίχτυ. Και ο τόπος ευωδίασε και το αγαπημένο άρωμα της Μαργαρίτας πλημμύρισε το δωμάτιο και αγκάλιασε το εύθραυστο κορμί της. Όμως εκείνη δε σάλεψε. Έμεινε εκεί ακίνητη, παραδομένη στον αιώνιο ύπνο και μόνη. ΤΕΛΟΣ Edited December 5, 2009 by Gandalf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted November 22, 2009 Share Posted November 22, 2009 (edited) Ανατριχιαστικά ρεαλιστικό. Πολύ καλές οι μεταφορές σου με τον άνεμο. Μπερδεύτηκα μόνο με τις ημερομηνίες που κάποιες ήταν πριν την παρούσα ημερομηνία και κάποιες μετά απο το παρόν και νόμιζα ότι με ταξίδευε στο μέλλον, ενώ ο θάνατος έγινε τώρα . Ακόμα το δέρμα μου αισθάνεται την ανατριχίλα που μπορεί να αισθάνεται κάποιος όταν πιάνει το ζεστό σώμα κάποιου που μόλις έχει πεθάνει . Τόσο κοντά, αλλά τόσο αργά. Edited November 22, 2009 by twocows Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Gandalf Posted November 22, 2009 Author Share Posted November 22, 2009 Οι ημερομηνίες είναι εσκεμμένα γραμμένες έτσι. Ήθελα να τονίσω πως αυτό το πρόβλημα είναι μια κατάσταση που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει και στο μέλλον όσο οι άνθρωποι διατηρούν την ίδια στάση. PLS γραφετε και άλλοι σχόλια γιατί είναι η πρώτη ιστορία που δημοσιεύω και θα ήθελα τη γνώμη σας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted November 22, 2009 Share Posted November 22, 2009 Γεια σου, Γκάνταλφ. Η ιστορία σου δεν είναι αρκετά ρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου. Θα έλεγα μάλιστα, πως είναι ωραιοποιημένη. Και το εννοώ από την πλευρά της πρωταγωνίστριας. Πολλά "έτσι είναι αυτά" λέει, και δεν θεωρώ πως είναι στ' αλήθεια αυτή η αντίδρασή της. Κάτι μας κρύβει... Τι θα μπορούσε να είναι; Χμ, για να δούμε: θυμός, το πρώτο. Φόβος, και ναι, φόβος του θανάτου "Χριστούλη μου, δε θέλω να πεθάνω!" Μετά, ζήλια. Ίσως; Να ζηλεύει τους άλλους ανθρώπους που συνεχίζουν τις ζωές τους κανονικά, και θα συνεχίσουν, ενώ η ίδια θα έχει φύγει; Παρουσίασες το πρόβλημα μονόπλευρα, είδαμε τις συμπεριφορές των άλλων. Η ίδια είναι σα να πέρασε μέσα από όλα αυτά αδιάφορη, σαν φάντασμα. Αυτό αποδυναμώνει το αποτέλεσμα, με άφησε κι εμένα αδιάφορη, δεν κατάφερα να τη συμπονέσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted November 22, 2009 Share Posted November 22, 2009 Όλη η ιστορία, αν και δεν είναι πρωτότυπη, ωστόσο είναι αρκετά συγκινητική. Δεν μου άρεσε το «Και εγώ ήμουν μόνη. Μια ολομόναχη βρεγμένη μαργαρίτα.» Μου φάνηκε λίγο cheesy. Το τέλος μού τα χάλασε. Μιλάω για την τελευταία παράγραφο. Αρχίζει με το ντουπ, το οποίο δεν βρίσκω καθόλου μα καθόλου χρήσιμο. Μετά, σε 3εις διαδοχικές προτάσεις, συνάντησα τις λέξεις βρέχει, βροχή, βροχή, που δεν βοήθησαν, ειδικά στην τρίτη επανάληψη. Ακόμα, στο «και αφού μουσκεύτικαν για τα καλά, οι μαργαρίτες άρχισαν να υφαίνουν...» το «οι μαργαρίτες» μπορεί άνετα να λείπει. Γνώμη μου είναι ότι το φινάλε ήθελε μεγαλύτερη προσοχή ή μικρότερο μέγεθος. Καλώς όρισες και τα λέμε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 25, 2009 Share Posted November 25, 2009 Wow. Θα προσπαθήσω να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Η γλώσσα είναι καλή και έχει προοπτικές να γίνει άψογη. Στα σημεία εκτός ημερολόγιου μ' αρέσει το ύφος αν και είναι λιγάκι προφορικό. Η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη. Ωστόσο η εκτέλεση σφύζει από συναίσθημα. Συνολικά μου έκανε πάρα πολύ καλή εντύπωση. Θέλει ένα μικρό χτενισματάκι, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Εννοείται πως προσωπικά θα αντιδρούσα διαφορετικά, το ζήτημα είναι πως με έπεισες για τις αντιδράσεις της πρωταγωνίστριάς σου. Συγχαρητήρια, αν και όταν διάβασα τι είχε πάθει, σκέφτηκα "τι καινούριο θα έχει να πει", η ιστορία σου τελικά με άγγιξε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.