Παρατηρητής Posted December 1, 2009 Share Posted December 1, 2009 Αυτή η ιστορία υπάρχει στο εργαστήρι του sff, έχοντας λάβει μέρος σε διαγωνισμό πριν από καιρό. Κάποιοι απο εσάς την έχετε διαβάσει και έχτε αφήσει το σχόλιο σας. Επειδή όμως κάποιοι φίλοι που δεν είναι μέλη του φόρουμ και δεν έχουν προσβασιμότητα στο εργαστήρι, δεν μπορούν να τη διαβάσουν, για αυτό και την παρουσιάσω στο τόπικ με τις αντίστοιχες ιστορίες φαντασίας. Μαι σύντομη, σατυρική ιστοριούλα από τον κόσμο του Φλογομάτη, με πρωταγωνιστή τον Μάγο Παντελή στα νιάτα του! Το Τελευταίο Μάθημα της Σχολής Πώς ο Μάγος Παντελής πήρε το πτυχίο Πολλοί αναρωτιούνται και με ρωτάνε συνεχώς πώς κατάφερε ένας τόσο αποτυχημένος μάγος όπως ο Παντελής να τελειώσει τη Σχολή Μαγείας. Ε λοιπόν, ήρθε η ώρα να σας πω. Είχαν περάσει πόσα χρόνια στη σχολή κι όμως ο Παντελής ακόμα δεν είχε αποφοιτήσει. Τόσοι φίλοι του είχαν πάρει το πτυχίο τους κανονικά στα εφτά έτη, ο Παντελής όμως παρέμενε φοιτητής στο Κάστρο του Σολομώντα. Και μάλιστα με άσχημες επιδόσεις και πολλά χρωστούμενα μαθήματα. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Παντελής δεν αγαπούσε τόσο πολύ την μαγεία όσο τη μουσική και τις γυναίκες. Εκτός αυτών ήταν και ιδεολόγος, φιλελεύθερος πολύ, ενώ άνετα θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε αναρχικό. Ονειρευόταν να γίνει μεγάλος και τρανός μουσικός για αυτό και είχε τότε το παρατσούκλι Πετραστέρης (ροκ σταρ). Όπως και να είχε όμως έπρεπε να τη βγάλει τη ρημάδα τη σχολή. Οι γονείς του είχαν δώσει ένα σωρό λεφτά για τις σπουδές του ενώ εκείνος τις έγραφε στα παλιά του τα μαγικά παπούτσια (από κάποιο έτος κι έπειτα κυκλοφορούσε μόνο με σανδάλια). Κι επειδή κάποτε άρχισε να καταλαβαίνει το ζόρι, αποφάσισε να την ολοκληρώσει τη σχολή. Με χίλιες δυο κομπίνες λοιπόν, τεχνάσματα που μόνο οι μάγοι μπορούν να καταλάβουν, κατάφερε να περάσει πολλά από τα μαθήματα που χρωστούσε. Του είχε μείνει ένα όμως που δεν μπορούσε να το περάσει με τίποτα. Ο λόγος; Ο καθηγητής Μακάβριος ήταν αυστηρός και αρέσκονταν με το να κόβει τους μαθητευόμενους μάγους στις εξετάσεις. Οι φήμες έλεγαν ότι ο Μακάβριος περνούσε μόνο τους τολμηρούς μαθητές αλλά λίγοι ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε και ο Βαγγέλης, ο μεγαλύτερος αντίζηλος του Παντελή. Ο Βαγγέλης του προκαλούσε μπελάδες σε όλα του τα χρόνια που βρισκόταν στη σχολή. Οι δυο τους καβγάδιζαν συνεχώς, για ανόητους λόγους τις περισσότερες φορές και τσακώνονταν σαν τα κοκόρια για ψύλλου πήδημα, χωρίς να διστάζουν να πλακωθούν σαν βάρβαροι. Κι αυτή η αντιζηλία είχε προκληθεί φυσικά για λόγους ερωτικούς, γιατί όποια κοπέλα φλέρταρε ο ένας τύχαινε να την φλερτάρει και ο άλλος. Και λες και το έκαναν επίτηδες, κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο γεγονός. Και άλλα πολλά δηλαδή, που όμως αν κάτσω να σας τα πω, θα βαρεθείτε και δεν θα θέλετε να μάθετε τη συνέχεια. Πάντως σχετικά με το θέμα της μαγείας δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα ο ένας από τον άλλον. Κι οι δυο ήταν οι χειρότεροι μάγοι της σχολής. Σχεδόν έμοιαζαν στα πάντα, με τη μόνη διαφορά ότι ο Παντελής ήθελε να γίνει μουσικός ενώ ο Βαγγέλης πολεμιστής. Για αυτό και το ψευδώνυμο του Βαγγέλη ήταν Πετράκης (Ροκι). Έτσι λοιπόν, τόσο ο Παντελής όσο και ο Βαγγέλης αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Δεν μπορούσαν να περάσουν το μάθημα της Νεκρομαντικής Δ το οποίο δίδασκε ο καθηγητής Μακάβριος. Και ούτε με χίλια δυο ρουσφέτια και άλλα μαγικά κόλπα δεν μπορούσαν να γλιτώσουν από το μάθημα αυτό. Έπρεπε να διαβάσουν. Αλλά με τι μυαλό, με τι γνώσεις; Αφού τις τρεις πρώτες Νεκρομαντικές της είχαν περάσει με άλλους τρόπους, σίγουρα όχι διαβάζοντας. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να μάθουν τα θέματα που θα έπεφταν στο διαγώνισμα. Και τότε μηχανεύτηκαν το ίδιο ακριβώς κόλπο: να κλέψουν τις σημειώσεις του καθηγητή. Θα έμπαιναν αργά το βράδυ στο γραφείο του καθηγητή, παραβιάζοντας την μαγική πόρτα και θα βουτούσαν τα θέματα της εξεταστικής. Φυσικά δεν το οργάνωσαν μαζί –αυτοί οι δυο ούτε καλημέρα δεν έλεγαν μεταξύ τους- να όμως που η μοίρα τους έφερε και τους δύο στο ίδιο σημείο. Αφού σχεδίασε ο καθένας τους με διαφορετικό τρόπο το πώς θα έφτανε μέχρι το γραφείο –ώστε να μην τους αντιληφθούν οι Φύλακες του Κάστρου- συναντήθηκαν έξω από την πόρτα του καθηγητή. Όμως δεν αντιλήφθηκε ο ένας τον άλλον. Γιατί; Μα φυσικά γιατί χρησιμοποίησαν το ίδιο ξόρκι. Ήταν αόρατοι! Προς μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν την πόρτα του γραφείου ανοιχτή. Στην αρχή δίστασαν να μπουν, μήπως και ο καθηγητής βρισκόταν μέσα. Τελικά μπήκαν, σκεφτόμενοι πως ήταν αόρατοι όποτε και ο Μακάβριος να ήταν εκεί, δεν θα τους έβλεπε. Κι όμως ο καθηγητής δεν ήταν εκεί. Εφόσον δεν είδαν κανέναν στο γραφείο, οι δυο αόρατοι μάγοι άρχισαν να ψαχουλεύουν τα βιβλία και τους πάπυρους. Βρήκαν μια περγαμηνή που απέξω έγραφε Θέματα Εξεταστικής Νεκρομαντικής Δ Εαρινού Εξαμήνου. Χαρά ο ένας χαράς και ο άλλος. Αλλά όπως ο Παντελής έκανε να την πάρει, ένιωσε την περγαμηνή να θέλει να φύγει από το χέρι του. Το ίδιο ένιωσε και ο Βαγγέλης. Λογικό ήταν αφού την είχαν πιάσει και οι δύο και την τραβολογούσαν. Τράβα ο ένας από δω, τράβα ο άλλος από κει, παραλίγο και θα την έσκιζαν στη μέση. Και τότε το ξόρκι τελείωσε και για τους δύο και τσουπ, εμφανίστηκαν! Και να σου ο ένας να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον άλλο στον ίδιο χώρο, με την περγαμηνή στο χέρι. «Εσύ ήσουνα βρε κερατά;» «Βρε βρε για δες, ο Βαγελλάκης!» «Δώσε μου την περγαμηνή και πάρε δρόμο τώρα αλλιώς θα σε καταδώσω!» «Βρε τι μας λες; Ποιος θα καταδώσει ποιον;» Κι εκεί που ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν στο ξύλο άκουσαν θόρυβο έξω από το γραφείο. Κάποιος πλησίαζε. «Άκου! Κάποιος έρχεται.» «Άσε τα σάπια ρε και δώσε μου την περγαμηνή!» Ο Βαγγέλης πίστευε ότι ήταν κάποιο από τα πολλά τεχνάσματα του Παντελή. Όταν όμως άκουσε κι εκείνος τα βαριά βήματα να σταματούν έξω από την πόρτα, τότε τα πράγματα άλλαξαν. Πανικός έπιασε τους δύο μάγους. Από εκεί που τσακώνονταν για το ποιος θα πάρει την περγαμηνή με τις σημειώσεις, τώρα ένας την πετούσε στον άλλο για να φύγει. Ουέ κι αλίμονο να τους έπιαναν με την περγαμηνή του καθηγητή! Αλλά από πού να έφευγαν; Το δωμάτιο είχε μόνο μία πόρτα ενώ τα παράθυρα ήταν πολύ ψηλά για να πηδήσουν. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να βρουν κάπου να κρυφτούν. Και τότε ο Παντελής βρήκε το ιδανικό μέρος για να κρυφτεί. Την ντουλάπα! «Που πας; Περίμενε!», φώναξε ο Βαγγελής και χώθηκε μέσα κι αυτός. Ο Παντελής προσπαθούσε να τον πετάξει έξω αλλά όσο οι δυο τους σπρώχνονταν για να χωρέσουν, τόσο πιο βαθιά έμπαιναν μες στην ντουλάπα. Ώσπου… Βρέθηκαν σε ένα βουνό, τίγκα στα έλατα και στο χιόνι. Από εκεί που τη μια στιγμή βρισκόντουσαν κρυμμένοι στη ντουλάπα του καθηγητή, τώρα ήταν στην κορυφή ενός βουνού στη μέση του πουθενά. «Βρε εσύ; Που είμαστε;» «Έλα ντε; Εγώ θυμάμαι να μπαίνουμε σε μια ντουλάπα.» «Αυτή ντουλάπα πρέπει να είναι να είναι μαγική. Που να βγάζει άραγε;» Όσο όμως ο Παντελής αναρωτιόταν για το μυστήριο μέρος όπου είχαν βρεθεί στα ξαφνικά, ο Βαγγέλης σκέφτηκε τις σημειώσεις της Νεκρομαντικής. «Πήρες την περγαμηνή;» «Η περγαμηνή σε νοιάζει τώρα;;; Κοίτα που βρισκόμαστε! Δεν βλέπω πουθενά το Κάστρο του Σολομώντα! «Δεν με ενδιαφέρει που είμαστε, εγώ το μάθημα θέλω να περάσω! Δώσε μου την περγαμηνή!» «Όχι! Εγώ την πήρα πρώτος!» Ξάφνου είδαν έναν σάτυρο να εμφανίζεται μέσα από τα δέντρα. Τους κοιτούσε με απορία. Το ίδιο έκαναν κι εκείνοι. «Τι είναι αυτό;» «Δεν ξέρω. Ρώτα το.» Ο Παντελής πήρε το θάρρος να του μιλήσει. «Γεια σου. Εμ…μήπως ξέρεις που είμαστε;» Ο σάτυρος τους κοίταξε για λίγο ερευνητικά και με χαρά αποκρίθηκε: «Νάρνια!» «Πώς είπες;» «Νάρνια!» «Δεν καταλαβαίνω, τι λέει;» «Μη του δίνεις σημασία. Δώσε μου τις σημειώσεις.» Ο Παντελής όμως συνέχισε να ρωτάει τον σάτυρο. «Πώς σε λένε;» «Νάρνια!» «Αυτό είναι το όνομα σου ή είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις να λες;» Ο σάτυρος δεν απάντησε. «Μήπως ξέρεις που είναι το Κάστρο του Σολομόντα;» «Νάρνια!» «Αμάν πια!», φώναξε εκνευρισμένος ο Βαγγέλης και όρμισε στο σάτυρο. «Θα μας πεις που είμαστε ή θα σου βάλω τα κέρατα στον…» Τσαντισμένος ο Παντελής από τη συμπεριφορά του συμφοιτητή του στο πλασματάκι, του χίμηξε και τον πέταξε κάτω. «Παριστάνεις τον παλικαρά δέρνοντας μαγικά πλάσματα, Βαγγέλη;» «Αυτός που θα της φάει για τα καλά σήμερα θα είσαι εσύ, Παντελάκο! Χρόνια περίμενα τη στιγμή που θα λογαριαστούμε χωρίς καθηγητές πάνω από το κεφάλι μας. Και τώρα που δεν είμαστε πια στο Κάστρο, καιρός να λύσουμε τις διαφορές μας!» «Με τα χαράς…» Και τότε βγήκαν όλα τους απωθημένα. Ότι είχαν να χωρίσουν όλα εκείνα τα χρόνια στη σχολή, τα έβγαλαν με οργή και πάθος. Οι δύο μάγοι άρχισαν να πλακώνονται και να βρίζονται. Οι φάπες και τα βρισίδια έπαιρναν κι έδιναν. Ο σάτυρος τους κοιτούσε χαρούμενος και χοροπήδαγε φωνάζοντας Νάρνια, Νάρνια, όμως οι δυο μάγοι δεν του έδιναν σημασία. Ώσπου είπαν να αφήσουν το ξυλίκι και να αρχίσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο μονομαχίας των μάγων. Με ξόρκια δηλαδή. Αλλά τόσο στουρνάρια που ήταν και οι δύο, ότι ξόρκια πήγαν να ρίξουν ο ένας στον άλλον, τα έκαναν σαλάτα. Συγκεκριμένα ο Παντελής προσπάθησε να ρίξει φωτιά στον Βαγγέλη αλλά αντί για αυτό πέτυχε το ξόρκι της τηλεμεταφοράς κι έτσι οι δυο τους, μαζί και ο σάτυρος, εξαφανίστηκαν. Στιγμιαία βρέθηκαν μέσα σε ένα χώρο που όμοιο τους δεν είχαν ξαναδεί. Ήταν πολύ σύγχρονος για τα δεδομένα τους, τόσο στη διακόσμηση όσο και στη μουσική που έπαιζε. Μια μουσική που έμοιαζε να βγαίνει όχι από τα όργανα των τροβαδούρων αλλά από μια περίεργη, έγχρωμη συσκευή. Οι άνθρωποι που ήταν επίσης μέσα έδειχναν πέρα για πέρα αλλόκοτοι. Αυτό όμως που ήταν πραγματικά αλλόκοτο εκεί μέσα ήταν οι δύο μάγοι και ο σάτυρος. «Νάρνια!», έκανε ενθουσιασμένος ο σάτυρος. Οι δύο αντίζηλοι μάγοι, οι οποίοι δεν είχαν ακόμα αντιληφθεί που είχαν βρεθεί, συνέχισαν να πλακώνονται και να στέλνουν αποτυχημένα μαγικά ο ένας στον άλλον. Το σκηνικό που υπήρχε γύρω τους νόμιζαν πως ήταν ψευδαίσθηση από κάποιο φάλτσο μαγικό. Δεν είχαν καταλάβει ότι είχαν βρεθεί πολύ μακριά από τον κόσμο του Άψινθου, και συγκεκριμένα σε κάποιο μπαρ της Γης. Μόλις οι θαμώνες είδαν τον σαματά, ξεκίνησαν κι εκείνοι να πλακώνονται ασύστολα. Ξύλο σε όλο το μαγαζί και ο σάτυρος να χοροπηδά φωνάζοντας Νάρνια! Σε μια στιγμή κάποιος – ένα αγριεμένο ντερέκι μέχρι απάνω – βούτηξε τους δύο μάγους από το γιακά και τους σήκωσε ψηλά. Μίλησε σε γλώσσα την οποία δεν καταλάβαιναν. «Ντου γιου φιλ λάκι, πανκς;» «Παράτα μας κι εσύ ανόητο όγκρ!», είπε ο Παντελής και με ένα ξόρκι τον μεταφόρτωσε σε βάτραχο. Άλλο ξόρκι βέβαια ήθελε να κάνει αλλά στην προκειμένη αυτό του βγήκε. Η μονομαχία των μάγων συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα φάλτσα ξόρκια να ξεπετάγονται από δω κι από κει, μεταμορφώνοντας τους θαμώνες σε ζώα, δέντρα και κουβάδες. Όταν η πόρτα του μπαρ άνοιξε, ξεχύθηκαν από μέσα , γάτες, σκύλοι, πάπιες, βατράχια και άλλα ζωντανά. Άνθρωπος δεν βγήκε πάντως κανείς. Ώσπου ο Βαγγέλης, ρίχνοντας ακόμα μια φορά ένα αποτυχημένο ξόρκι, μετέφερε μακριά από το μπαρ τον Παντελή, το σάτυρο καθώς και τον εαυτό του και δυο χήνες ακόμα. Τούτη τη φορά μεταφέρθηκαν μέσα σε ένα πλοίο που έπλεε μέσα στη φουρτούνα. Καταιγίδα, τρικυμία και χαλασμός. Κύματα πελώρια σαν πύργοι έκρυβαν τον ουρανό και πήγαιναν το καράβι πέρα δώθε. Βέβαια, δεν είχε σημασία τι γινόταν έξω από το καράβι αλλά μέσα σε αυτό. Οι δύο μάγοι και ο σάτυρος, αντίκρισαν ένα σωρό σφαγμένους πολεμιστές γύρω τους καθώς κι έναν μαυροντυμένο τύπο με μακριά λευκά μαλλιά και κάτασπρο δέρμα να τους κοιτά σαν μεθυσμένος. Κρατούσε ένα μαύρο σπαθί με διάφορα σχήματα επάνω του. Οι μάγοι έπαψαν για λίγο να μονομαχούν και στράφηκαν στον περίεργο εκείνο τύπο που έμοιαζε να είναι ο μόνος ζωντανός στο καράβι. «Δαίμονες!», είπε. «Όχι άλλοι δαίμονες. Ήδη σκότωσα αρκετούς σήμερα σε ετούτο πλοίο…» «Δεν είμαστε δαίμονες!», αποκρίθηκε ο Παντελής. «Είμαστε μάγοι.» «Μάγοι! Μισώ τους μάγους!» «Ωχ…μάλλον έπρεπε να συμφωνήσουμε στους δαίμονες…» «Κι αυτό τα πλάσμα που κουβαλάτε μαζί σας, τι είναι;» Οι μάγοι κοίταξαν το σάτυρο. Εκείνος χαμογέλασε και αποκρίθηκε. «Νάρνια!» «Μισώ τα Νάρνια!», έκραξε ο ασπρομάλλης. «Τα πάντα μισώ! Μάγους, δαίμονες, Νάρνια! Ετοιμαστείτε να παραδώσετε τις ψυχές σας στο σπαθί μου!!!» Ο ασπρομάλλης φάνηκε πως δεν αστειευόταν. Τα πτώματα άλλωστε το μαρτυρούσαν. Όμως ούτε και ο Βαγγέλης αστειευόταν σαν τον είδε να του ορμάει. Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι θεωρούσε τον εαυτό του πολεμιστή και όχι μάγο. Και το απέδειξε. Έριξε δυο σφαλιάρες στον ασπρομάλλη πολεμιστή και τον άφησε στον τόπο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Βαγγέλης είχε κερδίσει πολλά μετάλλια στην πάλη όταν ήταν ακόμα παιδί. Αφού ξεμπέρδεψε με τον τρελό με το μαύρο σπαθί, στράφηκε και πάλι στον Παντελή. «Ξέρεις τι μου τι δίνει περισσότερο;» «Τι;» «Αυτοί που είναι ρατσιστές με τους μάγους!» «Ναι, κι εμένα.» «Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α ναι, στις σημειώσεις!» Και τότε οι δυο τους ξεκίνησαν πάλι τις φάπες και τα καταστροφικά τους ξόρκια. Ένα λάθος ξόρκι τους μετέφερε και πάλι μακριά από το καράβι. Τώρα βρίσκονταν πάνω σε μία γέφυρα. Από κάτω τους απλώνονταν μια λίμνη. Στη γέφυρα εκείνη ίσα που χωρούσαν δύο άτομα να περάσουν. Ο Παντελής στη μία άκρη και ο Βαγγέλης στην άλλη. Ο σάτυρος λίγο παραπέρα μονολογούσε μόνος του, κοιτώντας τη λίμνη που φαίνονταν από κάτω. «Νάρνια;» Δίχως να χάσουν ευκαιρία, οι δύο αντίζηλοι άρχισαν και πάλι να ρίχνουν ξόρκια ο ένας στον άλλον. Μέσα σε εκείνο το χαμό ο Παντελής κατάφερε να εμφανίσει μια ισχυρή ράβδο στο χέρι του ενώ ο Βαγγέλης να μεταμορφωθεί σε έναν πελώριο δαίμονα, με γυριστά κέρατα, πλατιά φτερά, μαστίγιο και γιαταγάνι. Κατάφεραν επίσης να σκοτεινιάσουν τον ουρανό και να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα ιδανική για μια επική μονομαχία. Ο Βαγγέλης τότε ως δαίμονας μούγκρισε στον Παντελή. Και για να τον φοβερίσει ανέμισε το μαστίγιο του. Ο Παντελής έμεινε στη θέση του ακλόνητος, κουνώντας προκλητικά την περγαμηνή. «Αυτό θέλεις, ε; Ξέρεις κάτι; Όσο και αν προσπαθήσεις σε αυτήν την εξεταστική…» Ο Βαγγέλης όρμισε. Ο Παντελής σηκώνοντας τη ράβδο, φώναξε δυνατά, ολοκληρώνοντας τη φράση του: «…Δεν θα περάσεις!!!» Τότε κοπάνησε τη ράβδο χάμω και η γέφυρα ράγισε. Αυτό το έκανε με σκοπό να γκρεμίσει τον δαίμονα-Βαγγέλη. Αυτό που κατάφερε ήταν να γκρεμιστεί ο ίδιος! Ο Βαγγέλης, βλέπετε, είχε φτερά. Όμως ο Βαγγέλης ήθελε να πάρει πάση θυσία την περγαμηνή και έτσι βούτηξε στο κενό για να προφτάσει τον Παντελή. Και καθώς οι δυο τους έπεφταν, συνέχισαν να πλακώνονται και να κοπανούν στα γύρω βράχια. Πιο πέρα έπεφτε και ο σάτυρος φωνάζοντας όπως πάντα Νάρνια! Το ξύλο καθώς και η μονομαχία με τα ξόρκια συνεχίστηκε και κάτω από το νερό. Όταν όμως βυθίστηκαν η ράβδος εξαφανίστηκε και ο Βαγγέλης πήρε και πάλι την κανονική του μορφή. Η μάχη μεταξύ τους συνεχίστηκε μέχρι που κάποιος έκανε και πάλι κάποιο λαθεμένο ξόρκι και τηλεμεταφέρθηκαν αλλού για ακόμα μια φορά. Αυτή τη φορά βρέθηκαν σε ένα δάσος. Ένα δάσος, πυκνό και σκιερό που όπως μαρτυρούσαν οι ηλιαχτίδες που τρυπούσαν τις φυλλωσιές, βρισκόταν κάτω από μια ευχάριστη λιακάδα. «Νάρνια!», φώναξε και πάλι χαρούμενος ο σάτυρος ενώ οι μάγοι συνέχισαν τον καυγά τους. Μέχρι που κάποια στιγμή κουράστηκαν και σταμάτησαν λαχανιασμένοι να πάρουνε μια ανάσα. «Που στο διάολο βρεθήκαμε τώρα;» «Δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα.» Καθώς μιλούσε ο Παντελής, ο Βαγγέλης κατάφερε να του πάρει την περγαμηνή και να το βάλει στα πόδια. Ο Παντελής δεν είχε πια αντοχή για να τρέξει. «Άντε γεια κορόιδο! Εγώ θα περάσω το μάθημα κι εσύ θα μείνεις στη Σχολή για όλη σου τη ζωή!» Δεν πρόλαβε όμως να πάει παραπέρα όταν κάτι τράκαρε επάνω του που έτρεχε με φόρα. Μόλις συνήλθε είδε έναν κοντό τυπάκο, ντυμένο στα κόκκινα, να τον κοιτάζει τρομαγμένος. «Με…με…με συγχωρείτε!», απολογήθηκε ο νεαρός. «Δεν…δεν…δεν ήθελα να σας χτυπήσω!» «Πρόσεχε που πατάς στραβάδι! Παραλίγο και θα με σκότωνες!» «Συ…συγνώμη! Είμαι βιαστικός ξέρετε…Μεταφέρω ένα επείγων μήνυμα από το Βασιλιά…Είμαι αγγελιοφόρος ξέρετε…» «Αγγελιοφόρος; Σαν την κοκκινοσκουφίτσα είσαι! Άντε μάζεψε τα και φύγε!» «Μα…μάλιστα…Με συγχωρείτε…καλή σας μέρα…» Λίγο πιο μετά έφτασε στο σημείο ο Παντελής. Ήταν όμως αργά. Ο Βαγγέλης είχε φύγει κι ένας θεός ήξερε που είχε πάει. Άρχισε λοιπόν τα ξόρκια του για να καταφέρει να τον εντοπίσει. Το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει και πάλι το ίδιο μαγικό. Να τηλεμεταφερθεί. Τότε όμως βρέθηκε σε ένα πολύ περίεργο μέρος. Εκεί δεν υπήρχε βλάστηση, ούτε αέρας, ούτε ουρανός. Το χώμα ήταν μαύρο, όπως και η νύχτα που απλώνονταν στον ορίζοντα. Κοιτώντας ψηλά μπορούσε να βλέπει πλήθος αστεριών και γαλαξιών. Δίχως να το έχει καταλάβει είχε βρεθεί σε έναν μακρινό πλανήτη, χιλιάδες έτη φωτός μακριά από τον κόσμο του Άψινθου. Στην αρχή το πήρε ψύχραιμα. Θα έκανε στην τύχη κάποιο μαγικό ώσπου να κατάφερνε να πετύχει αυτό που ήθελε, δηλαδή την τηλεμεταφορά. Αμ δε! Γιατί τώρα βρισκόταν στον πλανήτη της Νεκρής Μαγείας όπου κανείς μάγος, ακόμα και ο πιο ισχυρός, δεν μπορεί να κάνει μαγικά. «Αυτό ήταν…», άρχισε να θρηνεί έπειτα από πολύ ώρα. «Καλά να πάθω. Αφού πήγα και πάλι να κάνω λαδιά, την πάτησα μια και καλή…» Από δίπλα του ο σάτυρος μονολογούσε με δέος κοιτώντας τους γαλαξίες. «Νάρνια…» «Τι είναι…τι έπαθες;» «Νάρνια…» Ο Παντελής τότε πρόσεξε ότι το δάχτυλο του σάτυρου φώτιζε σαν λάμπα. Με το μακρύ εκείνο δάχτυλο έδειχνε ψηλά, στους αστερισμούς. Ξαφνικά ο Παντελής είδε ένα αστέρι να λάμπει. Το φως του δυνάμωνε και δυνάμωνε ώσπου έγινε λαμπρό σαν ήλιος. Ο σάτυρος σηκώθηκε και άρχισε να χοροπηδά φωνάζοντας ξανά και ξανά Νάρνια, Νάρνια! Και τότε ένα τεράστιο μεταλλικό όχημα με χιλιάδες φωτάκια προσγειώθηκε με έναν τρομερό ήχο στο μαύρο χώμα. Ο Παντελής έμεινε με το στόμα ανοιχτό να κοιτάζει το λαμπερό όχημα. Μετά από λίγο σύρθηκε μια πόρτα και από μέσα εμφανίστηκαν τρεις κοντές μορφές με κέρατα στις κεφαλές τους. Ήταν σάτυροι! «Νάρνια! Νάρνια!» «Δεν το πιστεύω…Ήρθαν για σένα;» Ο σάτυρος έτρεξε και αγκάλιασε τους δικούς του. Εκείνοι του ανταπέδωσαν τη στοργή και τον πήραν μέσα στο διαστημόπλοιο τους. Μα πριν κλείσουν, ο μικρούλης σάτυρος έδειξε τον Παντελή. «Νάρνια!» «Νάρνια! Νάρνια!» Οι σάτυροι λοιπόν προσκάλεσαν τον Παντελή στο σκάφος τους και προσφέρθηκαν να τον πάρουν μακριά από εκείνον τον καταραμένο πλανήτη. Θα τον πήγαιναν πίσω στο δικό του κόσμο και ύστερα θα συνέχιζαν κι εκείνοι για το δικό τους γαλαξία. Το διαστημόπλοιο ήταν γεμάτο με σάτυρους και φάυνους αστροναύτες. Χειρίζονταν μηχανήματα από τεχνολογία που ο Παντελής δεν είχε ξαναδεί και που σίγουρα κάθε μάγος από τον Άψινθο θα ήθελε να γνωρίσει. Βέβαια για ποιο λόγο το έμβλημα του σκάφους και των σατύρων ήταν ένα κόκκινο λιοντάρι, ο Παντελής δεν το κατάλαβε ποτέ. Οι σάτυροι του έδειξαν πολλά μέχρι να τον γυρίσουν πίσω στην πατρίδα του. Κι εκείνος σημείωσε όσα μπορούσε για να τα μελετήσει αργότερα, όταν θα επέστρεφε στη σχολή. Μέσα από κρυστάλλινες οθόνες του έδειχναν διάφορους κόσμους, πέρα από το δικό του, χίλια δυο πλάσματα και πολιτισμούς καθώς και τρόπους εκτός που χρησιμοποιούνταν για ταξίδια ανάμεσα στις διαστάσεις, εκτός από τη μαγεία (την οποία ασκούσε κατά τύχη ο Παντελής). Κι έτσι, τον γύρισαν πίσω στον κόσμο του κι έπειτα έφυγαν για το δικό τους. Και πριν φύγουν, ο μικρός σάτυρος στάθηκε στην πόρτα του σκάφους και του έδωσε μια περγαμηνή. Η περγαμηνή είχε τα θέματα που θα έπεφταν την άλλη μέρα στο διαγώνισμα της Νεκρομαντικής. Και ήταν τα κανονικά, γιατί τα άλλα που είχαν βουτήξει από το γραφείο του Μακάβριου ήταν παραπλανητικά για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Τα κανονικά θέματα ο καθηγητής τα έκρυβε στην ντουλάπα με τα μαγικά όντα. «Νάρνια…», του είπε αποχαιρετώντας τον. «Νάρνια μικρέ μου φίλε, αν και δεν γνωρίζω τι σημαίνει τελικά αυτό το όνομα.» Και τότε το διαστημόπλοιο έφυγε και ο Παντελής πήρε το δρόμο για το Κάστρο του Σολομώντα. Έτσι λοιπόν πέρασε ο Παντελής το μάθημα της Νεκρομαντικής Δ. Φυσικά ο Μακάβριος κατάλαβε ότι είχε καταφέρει να τα βουτήξει από την μαγική ντουλάπα και να ελευθερώσει το σάτυρο. Για αυτή του την πράξη θεώρησε τον Παντελή έναν από τους πιο ταλαντούχους μάγους, κι ας ήταν στουρνάρι όλα εκείνα τα χρόνια της φοίτησης του στη σχολή. Γιατί ένα επίτευγμα σαν κι αυτό, μόνο ένας μάγος θα τον κατάφερνε! Αργότερα ο Παντελής παρέδωσε και την πτυχιακή του με θέμα τα ταξίδια στις παράλληλες διαστάσεις, χάρη στην οποία αρίστευσε παρά τους κακούς βαθμούς που είχε στα υπόλοιπα μαθήματα. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο αποτυχημένους μάγους ο οποίος όμως ασχολείται με το μεγάλο του πάθος. Τη μουσική και τις γυναίκες. Για αυτό και μπλέκει σε περιπέτειες από τις οποίες γλιτώνει μέσα από γκαφατζίδικα ξόρκια και λιγουλάκι τύχη. Όσο για τον αντίζηλο του, τον Βαγγέλη, δεν πέρασε ποτέ το μάθημα της Νεκρομαντικής. Δεν έφταιγε το γεγονός ότι η περγαμηνή που κατάφερε να πάρει από τον Παντελή περιείχε παραπλανητικά θέματα. Απλώς, τότε που είχε τρακάρει με εκείνον τον κόκκινο αγγελιοφόρο, οι περγαμηνές μπερδεύτηκαν και κατά λάθος πήρε το γράμμα που προορίζονταν για κάποιον άλλο. Φαντάζεστε πλάκα που θα έπαθε όταν είδε εκείνη την ακαταλαβίστικη διάλεκτο από την οποία με το ζόρι κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει την επικεφαλίδα! «Η περγαμηνή με τους τέσσερις απόκρυφους αποδέχτες;;; Τι είναι αυτό;;;» Μέχρι σήμερα ο Βαγγέλης πασχίζει να βγάλει τη Σχολή των Μάγων. Άλλοι βέβαια ισχυρίζονται ότι τα παράτησε και έγινε μισθοφόρος πολεμιστής. Από τότε πάντως έχει εκείνη την άσχημη συνήθεια να ορμά στον οποιονδήποτε δει ντυμένο στα κόκκινα! Παρατηρητής :aufo:Ναρνια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted December 3, 2009 Share Posted December 3, 2009 Στην αρχή όπως το διάβαζα, είχα την αίσθηση ότι διάβαζα μια αλληγορία της προσωπικής σου ζωής. Είπα, εντάξει θα μας πει τώρα πως ο ίδιος πέρασε το μάθημα, αλλά στο κόσμο των μάγων. Όμως όταν άρχισες να προσθέτεις κόσμους έναν μετά τον άλλον, είπα, οκ δεν είναι απλώς μια μεταφορά βιώματός του. Κι από αστείο γινόταν ακόμα πιο αστείο. Θα ήθελα να διαβάσω την γήινη εφημερίδα που θα αναφέρει το γεγονός με τις μεταμορφώσεις. Επίσης θα ήθελα ένα πιο ψαγμένο τέλος του Βαγγέλη. Ας πούμε ότι γνώρισε το κόκκινο λιοντάρη από τη σημαία των Νάρνια, κάτι τέτοιο... Thanx Παρατηρητή πάντως, δεν το είχα διαβάσει στο εργαστήρι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 3, 2009 Share Posted December 3, 2009 γκχχμμμμχ...χμμμχεχ..χεχ...χεχ..χεχε..χε! χεχε! χεΧΕ! ΧΕΧΕΧΕ!! ΧΕΧΕΧΕΧΟΥΧΟΥ-ΧΟΥΧΑΑΑΑΧΑΑ!! ΜΠΟΥΟΥΑΑΑΧΑ-ΧΑ-ΧΑΑΑΑΑ!!!!!!!!! Και να φανταστείς πως δε με ενόχλησε καν το ότι με θύμησε ελαφρώς τον Πράτσετ.. Δε πά' να θυμίζει και την Πίπη τη Φακιδομύτη! Το έργον είναι Κορυφαίον! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted December 3, 2009 Share Posted December 3, 2009 Και για να είναι απολύτως κατανοητό το τέλος, μετά την ανάγνωση της ιστορίας, ας ρίχνετε και μια ματιά εδώ (με ιδιαίτερη προσοχή στην εικόνα και τον υπότιτλο) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted December 3, 2009 Share Posted December 3, 2009 το είχα διαβάσει στο εργαστήρι, το διάβασα κι εδώ. Τέλειο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Orestes Posted February 5, 2010 Share Posted February 5, 2010 μου το είχες περιγράψει αλλα δεν φανταζόμουν ότι είναι τόσο αστείο..... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
vagos47 Posted February 15, 2010 Share Posted February 15, 2010 Πολύ διασκεδαστικό ! Gzzz!! (νομίζω ότι μερικές ιδέες είναι κλεμμένες-χα,χα,χα) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted February 19, 2010 Author Share Posted February 19, 2010 (edited) Πολύ διασκεδαστικό ! Gzzz!! (νομίζω ότι μερικές ιδέες είναι κλεμμένες-χα,χα,χα) σατυρα δημοφιλών ιστοριών του φανταστικού είναι...! Thanks anyway Edited February 19, 2010 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted February 19, 2010 Share Posted February 19, 2010 Καλά, μιλάμε για πολύ γέλιο! Το καλύτερο ήταν ο ασπρομάλλης με το μαύρο σπαθί και ο αγγελιαφόρος με την περγαμηνή στο τέλος. Και πολύ ζωντανές σκηνές. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
vagos47 Posted February 20, 2010 Share Posted February 20, 2010 σατυρα δημοφιλών ιστοριών του φανταστικού είναι...! Thanks anyway Ναι ρ συ το κατάλαβα , πλάκα έκανα . Άμα δν καταλάβαινα κ αυτό σε λάθος forum βρισκόμουν XD Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Gabriel Posted March 3, 2010 Share Posted March 3, 2010 Να με συγχωρείς αλλά δεν το βρήκα καθόλου αστείο. Με εξαίρεση ίσως το "νεκρομαντική δ΄" (ειδικά άμα είναι μάθημα αλυσίδα) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.