Celestial Posted December 7, 2009 Share Posted December 7, 2009 Παρακαλούμε χρησιμοποιείτε (προαιρετικά) την ακόλουθη φόρμα όταν γράφετε ιστορίες: Όνομα Συγγραφέα: Μαριος Σκουλάς Είδος: φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Η ιστορία είχε γραφτεί για έναν παλιό διαγωνισμό με θέμα «ο θάνατος» τελικά δεν την είχα ποστάρει. Καθαρίζοντας το δίσκο μου τη βρήκα σήμερα, οπότε και τη ποστάρω για να μην χαθεί τελικά. Καλή ανάγνωση Δεν ήταν σίγουρος αν είχε ξυπνήσει από τον πόνο στα πλευρά του ή από το φως της αυγής που έμπαινε από το άνοιγμα της σκηνής του. Πάντα ξυπνούσε με την πρώτη ακτίνα φωτός που τον άγγιζε, «ένας στρατιώτης που θέλει να δει την επόμενη μέρα πρέπει να ξυπνάει πριν από τον εχθρό του» έλεγε πάντα ο πατέρας του. Από τις πιο σοφές συμβουλές που του είχε δώσει. Σηκώθηκε κι ένοιωσε το κεφάλι του να γυρίζει. Τα γόνατά του λύγισαν και ξανακάθισε στο στρώμα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο, έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε. Πήρε μια καθαρή πετσέτα από το τραπέζι και, αφού έβαλε μια μικρή χύτρα με νερό να βράσει, έριξε μέσα έναν επίδεσμο και μερικά βότανα από ένα πουγκί, άρχισε να ξυρίζεται, χρησιμοποιώντας μια μικρή λεκάνη καθαρό νερό που τον περίμενε όπως κάθε πρωί. Αφού ξυρίστηκε κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα από το μαγκάλι που σιγόκαιγε, ακούμπησε τη λάμα ενός εγχειριδίου στα κάρβουνα και έλυσε τον επίδεσμο που είχε γύρω από τη μέση του. Μόρφασε από τον πόνο και από τη μυρωδιά που έφτασε στα ρουθούνια του στιγμιαία. Άφησε τον επίδεσμο να πέσει στο πάτωμα, βούτηξε το μαχαίρι στο νερό για να κρυώσει η λάμα και έσπασε τη κρούστα του τραύματός του. Αίμα και πύον άρχισε να χύνεται από την πληγή, δάγκωσε τη λαβή του εγχειριδίου και, με τρεμάμενα χέρια, άρχισε να πιέζει τη μέση του γύρω από το τραύμα, μέχρι που έβγαινε μόνο αίμα από τη πληγή. Σκούπισε το τραύμα του και, όταν ήταν αρκετά καθαρό, έβγαλε τον επίδεσμο που είχε βάλει στη χύτρα με ένα κομμάτι ξύλο και, όταν κρύωσε λίγο, άρχισε να το τυλίγει γύρω από τη μέση του. Καθώς έδενε το τραύμα η είσοδος της σκηνής άνοιξε και ένας νεαρός μπήκε μέσα. Βλέποντάς τον έβγαλε ένα επιφώνημα και έτρεξε δίπλα του, πήγε να πάρει τον επίδεσμο και να τον βοηθήσει αλλά κάτι στο βλέμμα του τον σταμάτησε. «Καλημέρα» είπε στο νεαρό, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του όσο πιο σταθερή μπορούσε. «Καλημέρα, δεν έπρεπε να σηκωθείς, θα πάω να φέρω το θεραπευτή-» ξεκίνησε να λέει ο νεαρός. «Ένας στρατιώτης που θέλει να δει την επόμενη μέρα πρέπει να ξυπνάει πριν από τον εχθρό του. Να το θυμάσαι αυτό, αν και, εφόσον όλα πάνε καλά, ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί. Σε παρακαλώ στείλε να φωνάξουν τους άρχοντες και φρόντισε να μαζέψεις τις αναφορές από τους ανιχνευτές και τους σκοπούς μας.» «Άσε με να σε βοηθήσω ή να φωνάξω τον Ιρίν.» «Δε χρειάζεται, έχω καθαρίσει το τραύμα. Κάνε αυτό που σου είπα.» Ο νεαρός έφυγε βιαστικά και λίγα λεπτά μετά μπήκε στη σκηνή ένας πιο μεγάλος άντρας, κουβαλώντας ένα μικρό κασελάκι. Έριξε ένα αυστηρό βλέμμα προς την κατεύθυνσή του, ενώ άνοιγε το κασελάκι του πάνω στο μοναδικό τραπέζι της σκηνής και άρχισε να βγάζει διάφορα πράγματα από μέσα. «Δεν έπρεπε να σηκωθείς. Έλα ‘δω θέλω να κοιτάξω το τραύμα σου.» «Δεν υπάρχει λόγος, το καθάρισα ήδη, αλλά έχει κακοφορμίσει και έχω πυρετό. Σε τρεις τέσσερις μέρες...» «Μη το λες αυτό!» φώναξε. «Άσε με να το δω, θα το καθαρίσουμε και θα-» «Ιρίν, έχουμε δει άντρες με τα μισά μου χρόνια να πεθαίνουν από μικρότερα τραύματα.» «Ναι, αλλά-» «Κοίτα δεν έχουμε χρόνο να διαφωνούμε για κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει. Έχω ετοιμάσει τη διαθήκη μου και θέλω να την κρατήσεις εσύ. Επίσης θέλω να κρατήσεις τον Μόιρ μακριά από αυτή τη μάχη.» «Ο Μόιρ θα κάνει ότι του πεις όπως πάντα, όμως δε μπορείς να σκέπτεσαι να εμπλακείς στη μάχη στη κατάσταση σου!» «Γιατί όχι φίλε μου; Θα πεθάνω που θα πεθάνω, τουλάχιστον αν ποτέ κάποιος αποφασίσει να πει την ιστορία μου, να μπορεί να πει ότι έπεσα στη μάχη και όχι ότι ξεψύχησα σε ένα κάρο προσπαθώντας μάταια να μείνω ζωντανός μέχρι να φτάσω στον πύργο του Σέλοριν.» «Μπορεί να φτάσεις όμως. Δε θες να ξαναδείς την κόρη σου; Να μείνεις στο πλευρό της μέχρι να έρθει η ώρα σου;» «Η ώρα μου ήρθε και πέρασε…» είπε και κοιτάχτηκε στον ασημένιο καθρέφτη που είχε για να ξυρίζεται «και καιρός μου ήταν δηλαδή. Οι πόλεμοι τελειώνουν και μαζί τους καλό είναι να τελειώνω κι εγώ.» «Γιατί λες τέτοιες κουβέντες;» Είπε ο Ιρίν και τον πλησίασε. «Δε θες να ξαναδείς την κόρη σου; Να ζήσεις ειρηνικά μαζί της; Να τη δεις να παντρεύεται;» «Είναι σκληρό και άτιμο να παίζεις με τα όνειρα ανθρώπου που πεθαίνει Ιρίν» είπε με σιγανή φωνή και τα μάτια του έχασαν για μια στιγμή το χρώμα τους. «Ξέρεις πόσο θα ήθελα να την ξαναδώ πριν πεθάνω, να της πω πόσο την αγαπάω και να της δώσω την ευχή μου αλλά, έτσι όπως τα ‘φερε η Κυρά, δε θα μπορέσω, όπως δε μπόρεσα να τη δω να γεννιέται. Όλα μου τα πήρε η Κυρά.» Έστρεψε το κεφάλι του από τον καθρέφτη, κάθισε στο μεγάλο τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο της σκηνής κι έσκυψε σα να μελετά τους χάρτες που υπήρχαν εκεί. Ο Ιρίν, ο Θεραπευτής όπως τον έλεγαν, στάθηκε απέναντί του και τον κοίταξε. «Κοντά σαρανταπέντε χρόνια πολεμάμε μαζί και τις αποφάσεις τις έπαιρνες πάντα εσύ. Αλλά σε παρακαλώ ξανασκέψου το, δεν είναι η ώρα σου ακόμα.» «Χα!» Κάγχασε μα ο πόνος έκοψε το γέλιο του απότομα. «Αν δεν είναι η ώρα μου τότε θα τα πούμε το σούρουπο μετά τη μάχη φίλε μου.» Σήκωσε το βλέμμα, κοίταξε τον Ιρίν στα μάτια και είπε: «Καλά το είπες, σαρανταπέντε χρόνια πολεμάμε. Λένε ότι δεν υπάρχει οικογένεια στα τρία βασίλεια που να μην έχει χάσει κάποιον δικό της στο πόλεμο, δεν έζησα με τη γυναίκα μου, δεν ήμουν καν κοντά της όταν πέθανε, δεν ήμουν κοντά στη κόρη μου μετά το θάνατο της κι όπως φαίνεται δε θα είμαι και στο γάμο της, η Κυρά με ήθελε μόνο για να πολεμήσω τον πόλεμο της και δε μου έδωσε τίποτα άλλο.» Η είσοδος της σκηνής άνοιξε, και μπήκαν μέσα οι άρχοντες και ο νεαρός Μοιρ, πήραν τις θέσεις τους γύρω από το τραπέζι με τους χάρτες και άρχισαν να εξετάζουν τις αναφορές. «Ιρίν, πρέπει να μιλήσουμε για τη μάχη, σ’ ευχαριστώ που στάθηκες στο πλευρό μου τόσα χρόνια, και ξέρω ότι θα σταθείς και στο πλευρό της κόρης μου και του Μοιρ.» Ο Ιρίν τον κοίταξε και σήκωσε το ένα του φρύδι ερωτηματικά. «Ώστε ξέρεις;» «Φυσικά ξέρω φίλε μου, δεν είμαι ούτε ανόητος ούτε τυφλός, στη διαθήκη μου αφήνω το οχυρό του πατέρα μου και τη γη γύρω του στο Μοιρ, καθώς και τους ανάλογους τίτλους, ώστε να μην έχει κάνεις αντίρρηση στο γάμο του με τη κόρη μου, έτσι δε θα ξεσπιτωθείς κι εσύ στα γεράματα.» Είπε χαμογελώντας και έκλεισε το μάτι, σε αφήνω τώρα, πρέπει να μιλήσω με τους στρατηγούς μας.» Κινήθηκε προς το τραπέζι, προσπαθώντας να μην αφήσει το πόνο από το τραύμα του να φαίνεται, κάθισε στη θέση του και δέχτηκε ένα ποτήρι ζεσταμένου κρασιού με μπαχάρια που του πρόσφερε ο Μοιρ, το κράτησε για μια στιγμή μπροστά στα χείλια του απολαμβάνοντας την έντονη γλυκιά μυρωδιά του, ήπιε μια γουλιά και τη κράτησε στο στόμα του απολαμβάνοντας τη γεύση του, ξηρό κόκκινο με κανέλα, ιρκνάς, πορτοκάλι και ζαχαρότευτλο, ποτέ δεν του άρεσε η βαριά γεύση του ιρκνάς, αλλά η Λίρια το λάτρευε γιατί της θύμιζε τα βουνά οπού είχε μεγαλώσει,. Τα τελευταία 26 χρόνια έπινε με ιρκνας το κρασί του. Έκανε με το βλέμμα του ένα γύρο του τραπεζιού, οικεία πρόσωπα όλοι, άλλοι στην ηλικία του, παλιοί συμπολεμιστές, άλλοι νέοι, παιδιά συμπολεμιστών που πέθαναν σκέφτηκε. «Τι λένε οι αναφορές, είναι όλα όπως τα είχαμε προβλέψει;» «Ναι θα προχωρήσουμε σύμφωνα με το σχέδιο» Είπε ο Οριν, ένας από τους νεότερους, δεν είχε θάψει αρκετούς φίλους ώστε να φύγει ο ενθουσιασμός από τη φωνή του. «Θα υπάρξει μια αλλαγή στη διοίκηση, ο Λιρ θα αναλάβει τη τέταρτη και πέμπτη στρατιά βαρίου πεζικού και ο Μοιρ με τον Ιρίν θα αναλάβουν το γενικό πρόσταγμα στη θέση μου.» Κοίταξε τα πρόσωπα των αρχόντων, στα πρόσωπα των ηλικιωμένων έβλεπε κατανόηση, στα πρόσωπα των νέων απορία, η φωνή του Μοιρ έσπασε πρώτη την ησυχία που προκάλεσε η ανακοίνωση του. «Γιατί να μείνω στα μετόπισθεν; Σίγουρα είσαι αρκετά καλά για να μας οδηγήσεις σε αυτή τη μάχη!» Προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή και ψυχρή απάντησε «Δεν θα με χρειαστείτε, είσαι πια αρκετά έμπειρος, και θα έχεις και τον Ιρίν στο πλευρό σου, ώστε να αντιμετωπίσετε κάτι απρόοπτο, αν και είναι μάλλον απίθανο να χρειαστεί, έχουμε αριθμητική υπεροχή, το έδαφος με το μέρος μας, και το ηθικό του εχθρού είναι τσακισμένο, δεν πιστεύω ότι θα πολεμήσουν πολύ, ειδικά αν οι στρατηγοί τους εγκαταλείψουν όπως πιστεύω ότι θα κάνουν. Όσο αφορά εμένα θα ακολουθήσω το ιππικό του Εροντ.» «Μα …» Ξεκίνησε να λέει ο Μοιρ, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. «Για οκτώ χρόνια δεν έχεις αμφισβητήσει καμία απόφαση μου, δεν είναι καλή μέρα για να αρχίσεις να το κάνεις. Στα πόστα σας, μόλις είναι όλοι έτοιμοι ξεκινάμε.» Περίμενε μέχρι να βγει και ο τελευταίος από τη σκηνή πριν δοκιμάσει να σηκωθεί, τα πόδια του έτρεμαν από το πυρετό, αλλά έλπιζε ότι θα τον κράταγαν ως το τέλος. Άνοιξε το κουτί οπού αποθήκευε τη πανοπλία του και ζυγίζοντας τις δυνάμεις του αποφάσισε να καλέσει τους υπηρέτες του να τον βοηθήσουν να ετοιμαστεί. Ο δρόμος που ακλούθησαν τον είχε καταβάλει, το τραύμα του τον κέντριζε σε κάθε βήμα του αλόγου του, και δυο φορές ένοιωσε το αίμα του να τρέχει από τη πληγή. Από μακριά, πίσω από το λόφο που κύκλωναν μπορούσε να ακούσει τους ήχους της μάχης που είχε ξεκινήσει, ευτυχώς δεν είχε καθυστερήσει την ίλη και ήταν ήδη σε θέση που τους επέτρεπε να αποκλείσουν όσους προσπαθούσαν να υποχωρήσουν. Aν όλα πήγαιναν καλά αυτοί θα ήταν οι άρχοντες του βορρά, και με ένα αποφασιστικό χτύπημα θα αφήναν τους εχθρούς των τριών βασιλείων ακέφαλους. Όπως διαπίστωσε σύντομα, από τη σκόνη που σηκώνονταν από το πέρασμα μεταξύ του λόφου και ενός μικρού δάσους, μια ομάδα έφιππων υποχωρούσε από τη μάχη, και κρίνοντας από τα πολύχρωμα λάβαρα και τις βαριές πανοπλίες το σχέδιο τους είχε επιτύχει. Σύντομα είχαν πλησιάσει αρκετά ώστε να μπορεί να διακρίνει τα εμβλήματα πάνω στις πανοπλίες τους, ένα ψυχρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του, κινδύνευε να χάσει την ισορροπία του προσπαθώντας να δέσει την ασπίδα του και να ετοιμάσει τη λόγχη του, ενώ γύρω του η κλαγγή των συμπολεμιστών του που ετοιμάζονταν τον έκανε να θυμηθεί τη πρώτη φόρα που είχε καλπάσει σε μάχη. Το χέρι του σηκώθηκε προς το κράνος του και σαν σε όνειρο, η ίσως παραίσθηση από το πυρετό, άρχισε να παρατηρεί τα πρόσωπα των συμπολεμιστών του που έκλειναν τις προσωπίδες τους, Λοντιρ, Τερον, Τρις, Λιον, και πόλοι άλλοι, πρόσωπα από παλιά, όλοι τους νεκροί πια, του φάνηκε μια στιγμή ότι είδε και το πρόσωπο της Λιρια ανάμεσα στο πλήθος. «Έρχομαι» ψιθύρισε και έκλεισε τη προσωπίδα του. Το άλογο του κινήθηκε χωρίς να το διατάξει, ακλουθώντας το ρυθμό των άλλων αλόγων επιτάχυνε, και η εκπαίδευση και η εμπειρία του το έκανε να ευθυγραμμίσει τη πορεία του με ένα από τα άλογα των βορείων, το ίππευε κάποιος άρχοντας με έμβλημα ένα κοράκι που κάταγε μια αλυσίδα στις αρπάγες του. Κατέβασε τη λόγχη του, αλλά η δύναμη του άρχισε να τον εγκαταλείπει, με δυσκολία τη κρατούσε παράλληλα με το έδαφος, ο αντίπαλος του απόκρουσε εύκολα το κτύπημα του, και αν δεν ήταν τόσο πανικόβλητος θα τον είχε σκοτώσει σίγουρα, βρέθηκε να καλπάζει ανάμεσα στους εχθρούς, ο θόρυβος από ξύλα που θρυμματίζονταν και πανοπλίες που στράβωναν τον ξεκούφαινε, προσπάθησε να τραβήξει το σπαθί του και έβγαλε σχεδόν το μισό από τη θήκη του πριν νοιώσει το κτύπημα στη πλάτη του. *** Ο Ιρίν ανέβηκε αργά και με δυσκολία τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον εσωτερικό κήπο του πύργου, δεν ήταν όμως τα χρόνια του που τον βάραιναν, όχι σήμερα, στάθηκε μπροστά από όσους τον περίμεναν και ανάγγειλε το θάνατο του φίλου του, σχεδόν κατάφερε να μη κλάψει, ακόμα και όταν η μικρή Ταρια έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Μοιρ, ακόμα και όταν τα κλάματα των παρευρισκομένων σχεδόν έπνιγαν τη φωνή του. «... δεν επιθυμούσε να γίνει κάποια τελετή η κηδεία γι αυτόν, ήθελε μόνο να καεί και να σκορπιστεί η στάχτη του, ζήτησε όσοι θελήσουν να τον θρηνήσουν να αφήσουν μια πέτρα στο σημείο που πέσαν τα τελευταία θύματα του πολέμου.» *** Πέρα από τα βουνά του Ντιρ Ανον, ανάμεσα σε ένα λόφο χωρίς όνομα και ένα μικρό δάσος υπάρχει μια ξερολίθια από πέτρες πολύχρωμες, από όλα τα μέρη του βασιλείου, προχώρα για πολλά μίλια και παρόλο που δεν είναι οχύρωμα, εχθρός δεν το έχει πλησιάσει για όσο θυμούνται οι παλιοί. Ο κόσμος το λέει «το τείχος του Γκάρθ» *** Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Gandalf Posted December 7, 2009 Share Posted December 7, 2009 (edited) Πολύ ωραίο το κειμενό σου Celestial. Ανάλαφρη αφήγηση και ωραία διαμορφωμένοι χαρακτήρες. Το μόνο που μπορώ να του πρασάψω είναι οτι χρησιμοποιείς πολύ μεγάλες προτάσεις. Η απουσία σημείων στίξης δυσκολεύει την ανάγνωση σε μερικά σημεία (εμένα έτσι μου φάνηκε) Κατά τα άλλα πολύ ευχάριστη ιστορία. Edited December 7, 2009 by Gandalf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.