DinoHajiyorgi Posted December 11, 2009 Share Posted December 11, 2009 (edited) [Εμπνευσμένο από τον Διαγωνισμό Fantasy με θέμα "Θησαυρός". Λόγος μη συμμετοχής: υπέρβαση ορίου λέξεων (5.932).] Είχε ακόμα τη γεύση του αίματος στο στόμα του. Πρέπει να ήταν το δικό του αίμα. Έσμιξε τα φρύδια και άφησε μια μακρόσυρτη εκπνοή. Η πανοπλία του είχε τόσες πολλές τομές και ανοίγματα, ήταν σαν θαύμα που κρατιόταν ακόμα πάνω του. Το κορμί του ήταν γεμάτο πληγές και αιμορραγούσε από παντού. Το τσεκούρι του επιδρομέα είχε τσακίσει την περικεφαλαία στο πλάι και του είχε μόλις ξύσει το μάγουλο. Δεν πρέπει να ήταν βαθύ το κόψιμο. Γιατί είχε λοιπόν αίμα στο στόμα του; Είχε μήπως σημασία; Αυτός ο εφιάλτης τον συντρόφευε ένα μήνα τώρα. Κυνηγημένος από τους πάντες. Πόσους νεκρούς είχε αφήσει πίσω στο βάλτο; Δέκα; Είκοσι; Τον είχαν ξαφνιάσει γιατί δεν περίμενε να τον προφτάσουν τόσο γρήγορα. Όχι μετά την σύγκρουση στη χαράδρα. Αυτοί οι επιδρομείς δεν πρέπει να ήταν της προηγούμενης ομάδας. Δεν έδειχναν καν ντόπιοι. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιες στολές ή τόσο περίτεχνα εγχειρίδια. Όλοι οι άρπαγες είχαν γίνει μια θολούρα στο μυαλό του, όλοι τους το ίδιο κτήνος με τα γαμψά νύχια και τα κοφτερά δόντια. Το νέο ταξίδευε μακρύτερα και γρηγορότερα τώρα, τόσο κοντά στο τέλος. Αύριο το μεσημέρι θα έφτανε στο φαράγγι και θα τέλειωναν όλα. Και εκείνοι θα ήταν πιο απελπισμένοι, πιο ριψοκίνδυνοι στις επιθέσεις τους. Γιατί γνώριζαν πια προς τα πού κατευθυνόταν. Ίσως ήταν ανόητο να σπαταλάει πολύτιμο χρόνο στην ξεκούραση. Η νύχτα θα ήταν η καταλληλότερη κάλυψη για να κερδίσει κάποιο προβάδισμα. Χρειαζόταν όμως να φροντίσει τα τραύματα του. Κι αν εξωθούσε στα όρια το άλογο του, υπήρχε φόβος να μην τα καταφέρει ποτέ. Κοίταξε τον Μαύρο, το άτι του, και τον συνεπήρε η συμπόνια. Σύντροφος σε μάχες και κινδύνους, ο τετράποδος του συμπολεμιστής υπέφερε τώρα τον ζυγό του δίτροχου κάρου. Όταν είχε καταρρεύσει το άλογο που ήταν υπεύθυνο εκείνου του βάρους, αναγκάστηκε να ζέψει το δικό του. Και τώρα, καθώς ξαπόσταιναν στη μικρή αυτή κουφάλα του βράχου, ο Φερμέν δεν τολμούσε να λύσει το κάρο από το ζώο. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρειαζόταν να διαφύγουν άλλης μιας επίθεσης. Έβγαλε την περικεφαλαία και στη συνέχεια τον θώρακα. Το ταξίδι ενός μηνός ήταν γραμμένο σαν χάρτης πάνω στο ταλαιπωρημένο μέταλλο. Τσεκουριές, σπαθιές, οπές από βέλη και ακόντια, χτυπήματα από ρόπαλα ή πεσίματα, η πανοπλία έδειχνε άθλια από μπρος και από πίσω. Δεν είχε νόημα να την ξαναφορέσει. Την άφησε κάτω σιγανά, μην τολμώντας να διαταράξει την ησυχία της νύχτας. Για ευνόητους λόγους δεν είχε ανάψει ούτε φωτιά. Τα ρούχα του από κάτω ήταν κουρέλια. Μια ξεραμένη αλοιφή σκόνης και ιδρώτα κάλυπτε δέρμα και εκδορές. Σηκώθηκε με κόπο και πλησίασε το άλογο του. Χάιδεψε το ζώο ζητώντας βουβά να τον συγχωρέσει και στη συνέχεια έλεγξε το φορτίο στο κάρο. Τα λουριά και οι αλυσίδες κρατούσαν ακόμα γερά. Η κάσα ήταν απείραχτη. Ακούμπησε το μέτωπο του στο νοτισμένο ξύλο. Είχαν καταφέρει να διασχίσουν τις χιονισμένες κορυφές της οροσειράς των δράκων, να κατέβουν στη συνέχεια τις απόκρημνες πλαγιές και μετά τους απροσπέλαστους βάλτους, λίγο πριν τα όρια της κόκκινης ερήμου, ο στόχος τους βρισκόταν έναν καλπασμό μακριά. Τα είχαν περάσει όλα αυτά με στρατούς, ληστές και τυχοδιώκτες στο κατόπι τους. Δεν είχε κατορθώσει μισής μέρας ύπνο όλο αυτό το διάστημα και πονούσε παντού, μέχρι το κέντρο της ψυχής του. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει πως υπήρχε πιθανότητα αποτυχίας, όχι τόσο κοντά στον στόχο του. «Αύριο θα τελειώσουν όλα» ψιθύρισε. Αύριο θα κοιμόταν επιτέλους, πολύ πριν πέσει η επόμενη νύχτα. Φτάνει να προλάβαινε να φτάσει στο φαράγγι. Εκεί ο θησαυρός θα ήταν ασφαλής. (Συνεχίζεται Αύριο) Edited December 21, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 12, 2009 Author Share Posted December 12, 2009 O ύπνος του ήταν ανήσυχος. Γεμάτος ταραγμένα όνειρα. Είδε τον γέρο ξυλουργό. Ήταν ένας άκακος άνθρωπος με καμπούρα, έβλεπες όμως την απληστία να σιγοκαίει βαθιά στο βλέμμα του, στο μπουντρούμι της νιότης του. Μόλις είχε βοηθήσει τον Φερμέν να φορτώσουν την κάσα στο κάρο. Μαζί έζωσαν το ξύλο στα δέρματα, τις προβιές, τα λουριά και τις αλυσίδες. Το ροζιασμένο χέρι ασυναίσθητα χάιδευε το φορτίο, σαν να ευχόταν να φτάσει στο περιεχόμενο του. «Ξέρεις τι έχεις εκεί μέσα, έτσι δεν είναι; Μπορείς να αγοράσεις όχι μόνο μισό βασίλειο, ξέρω βασίλεια που θα σου πουλούσαν τον θρόνο τους γι αυτά.» Δεν του είχε απαντήσει. Ο γέρος όμως είχε δει την απάντηση στο βλέμμα του. Ήταν δυνατή σαν χαστούκι. Ξεροκατάπιε και πισωπάτησε. Ο Φερμέν ήξερε πως η πληροφορία είχε ξεκινήσει από τον ξυλουργό. Δεν του κρατούσε όμως κακία. Ο γέρος δεν ήξερε αλλιώς. Ο άνθρωπος ήταν από την φύση του αρπακτικό. Μήπως ήταν διαφορετικός ο ίδιος; Υπήρχαν φορές που κατανοούσε ακόμα και τους διώκτες του. Ναι, ήξερε πολύ καλά τι είχε μέσα στην κάσα. Εκεί μέσα είχε την εξιλέωση μιας ζωής. Την αγάπη του για τη Νίβα. Που έζησε τόσα χρόνια στη φτώχεια μαζί του, που υπέμεινε την άστατη, τυχάρπαστη ζωή του χωρίς να εκφράσει ποτέ ένα παράπονο. Η λατρεμένη, όμορφη του Νίβα. Δεν στάθηκε ικανός τόσα χρόνια να της χαρίσει μια καλύτερη ζωή. «Είχε μια ζωή στην πείνα και στο κρύο μαζί σου» ψιθύρισε βογκώντας. Αύριο όμως… Θα ερχόταν η εξιλέωση. Το πρωί του κρατούσε μια οδυνηρή έκπληξη. Οι πρόποδες της οροσειράς κατέληγαν σε ένα πυκνό δάσος που σε μισής μέρας ταξίδι τα δέντρα αραίωναν ξαφνικά και μετά, το ίδιο ξαφνικά, σταματούσαν. Το γρασίδι τολμούσε να συνεχίσει μόλις είκοσι δρασκελιές πριν δώσει τη θέση του στην κόκκινη άμμο. Εδώ ξεκινούσε το Μάτι του Ήλιου, ένα στεγνό, άνυδρο πλάτωμα που τερμάτιζε στα Κάστρα της Κόκκινης Ερήμου, πελώριους, αδιαπέραστους σχηματισμούς που έφραζαν θαρρείς όλον τον ορίζοντα απ’άκρη σ’άκρη. Τα Κάστρα ήταν ορατά από το δάσος. Σε όλο το μήκος των δέντρων, στα σημεία που τέλειωνε η βλάστηση και που ξεκινούσε το Μάτι, υπήρχαν οβελίσκοι με χαραγμένη προειδοποίηση προς τους αφελείς ταξιδιώτες. Εδώ ξεκινούσε η χώρα των Νιβ, και ο παραβάτης που θα τολμούσε να εισέλθει θα το πλήρωνε με τη ζωή του. Ένα άλογο που θα ξεκινούσε να καλπάζει από έναν από τους οβελίσκους, θα έφτανε στα Κάστρα σε τρεις γύρους του Μεγάλου Ιπποδρόμου. Με το επιπρόσθετο βάρος του κάρου, θα χρειαζόταν λίγο παραπάνω κόπος από τον Μαύρο, αλλά ο Φερμέν δεν είχε άλλη λύση. Ήταν αυτή η κούρσα ή υποταγή στους γύπες. Ήξερε πως εδώ θα ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να τον προλάβουν, φοβόταν για ενέδρα, δεν περίμενε όμως με τίποτα αυτό που αντίκρισε. Στο μήκος του δάσους, ανάμεσα στα δέντρα και τους οβελίσκους, είχε αναρτηθεί μια ολόκληρη πόλη από σκηνές. Είχαν στηθεί αρχηγεία, κοιτώνες, μαγαζιά, ξυλουργεία και σιδηρουργεία, σε θράκες ευωδίαζε κυνήγι, υπήρχαν μάντρες με άλογα και μάντρες με οικόσιτα, όχλος από πολεμιστές, πραματευτάδες, γυναίκες που έκαναν δουλειές και παιδιά που έπαιζαν σε νερόλακους. Ο Φερμέν αναγνώριζε μόλις τα μισά λάβαρα από αυτά που ανέμιζαν στις διάφορες κατασκηνώσεις. Τα περισσότερα του ήταν άγνωστα. Ευγενείς, πρίγκιπες, μισθοφόροι, τυχοδιώκτες και λήσταρχοι μαζί με τις συμμορίες τους, είχαν μαζευτεί εδώ από τα πέρατα της πλάσης για εκείνον και τον θησαυρό που κουβαλούσε. Αυτό δεν μπορεί να είχε συμβεί μέσα σε λίγες μέρες. Από την μέρα που έφυγε από το Λους, και διέρρευσε το νέο, θα υπήρξαν πολλοί που προνόησαν να έρθουν κατευθείαν εδώ, να του κλείσουν τον δρόμο, στο έσχατο σημείο της βασανιστικής του διαδρομής. Μόνο οι πρώτες έξι μέρες του ταξιδιού του κύλησαν χωρίς εμπόδια. Μετά άρχισαν να πέφτουν πάνω του σαν τις ακρίδες και ξεκίνησε το αιματοκύλισμα. Ένας μήνας ανελέητης σφαγής. Όταν άρχισαν να αραιώνουν προς το τέλος, ο Φερμέν υπέθεσε πως οι άρπαγες άρχισαν να αποδέχονται την ήττα τους. Ήξεραν πια πως αυτή η λεία δεν ήταν για τα δόντια τους. Τώρα αντιλαμβανόταν πως όλοι τους μαζεύονταν εδώ. Τι μπορούσε να κάνει τώρα; Τίποτα. Θα αποδεχόταν την μοίρα του, όποια και αν ήταν αυτή. (Συνεχίζεται αύριο) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 13, 2009 Author Share Posted December 13, 2009 (edited) Θα δοκίμαζε να πιάσει τον εχθρό του στον ύπνο. Όπως έβλεπε, αυτή η αναμονή για εκείνον και το φορτίο του είχε εξελιχθεί σε σωστό πανηγύρι. Ο ήλιος έκαιγε στον ουρανό και ο κόσμος έδειχνε αποχαυνωμένος. Είδε πολλούς να πίνουν κρασί και να τραγουδούν, άλλους να χαζεύουν ταχυδακτυλουργούς, κάποιοι διόρθωναν τις στολές και τον εξοπλισμό τους, σταβλίτες βούρτσιζαν ή τάιζαν άλογα. Είχε κάνει καλά που είχε ξεφορτωθεί την πανοπλία του. Ξήλωσε κάθε χαρακτηριστικό της σέκτας του από τα ρούχα και έμεινε με τα βρώμικα του κουρέλια. Σκόνη και ατημέλητη τριχοφυΐα κάλυπτε τον υπόλοιπο. Ξερίζωσε θάμνους και φυλλωσιές που στοίβαξε στο κάρο για να καλύψει την κάσα. Καταχώνιασε μαζί το ξίφος, το τόξο και την φαρέτρα του. Κάθισε στο κάρο και με τα ηνία ανά χείρας, ξεστόμισε μια παρότρυνση προς τον Μαύρο. Άφησε τα δέντρα πίσω του και μπήκε στον καταυλισμό. Δεν ήταν το μοναδικό κάρο εκεί μέσα. Κι όσοι έμπαιναν στον κόπο να κοιτάξουν προς το μέρος του, δεν έβλεπαν αυτό που θα έπρεπε. Ήταν σημαντικό να δείξει πως δεν βιαζόταν. Μόλις όμως θα έφτανε στους οβελίσκους, εκεί θα τον πρόσεχαν. Εκεί θα ξεκινούσε ο αγώνας. Πόσες ελπίδες θα είχε τότε; Πόσοι θα τολμούσαν να μπουν μαζί του στο Μάτι; Για τον πλούτο ήταν ικανοί για πολλά. Ο Φερμέν μπορούσε να δει από δω την εγκοπή στο φαινομενικά συνεχόμενο τείχος των Κάστρων. Εκεί ήταν το φαράγγι, το τέλος του ταξιδιού του. Υπήρχαν φρουροί στους οβελίσκους, αν και κατανεμημένοι αραιά. Έριχναν καχύποπτες ματιές προς κάθε κατεύθυνση. Πόσο συχνά να λάβαιναν νέα από το κυνηγητό του θησαυρού; Να είχαν άραγε μια πρόσφατη περιγραφή του ιδίου; Θα τον αναγνώριζαν αν τον έβλεπαν; Όσο πλησίαζε το τέλος των σκηνών, τόσο περισσότερο τραβούσε την προσοχή. Αποφάσισε να επιμείνει στην ψυχραιμία του. «Έεε, οπ!» φώναξε και τράβηξε τα γκέμια του Μαύρου. Το άλογο σταμάτησε και τίναξε το κεφάλι του χλιμιντρίζοντας ενοχλημένο. Ο Φερμέν ξεροκατάπιε. Διψούσε. Είδε μια γεμάτη σκάφη σε έναν φράχτη δεξιά του. Δίπλα καθόταν ένας σιδεράς και έδειχνε στον βοηθό του πώς να τροχίζει τα μαχαίρια. «Αν δεν έχεις δει με τα μάτια σου μια Κυρά του Ελέους, δεν γνωρίζεις πραγματικά τι είναι αληθινή ομορφιά» έλεγε ο ηλικιωμένος άντρας στον νεαρό, «Λένε πως τις γέννησαν τα άστρα και πως κατέβηκαν στη γη για να γνωρίσει ο άνθρωπος τα όρια του. Τα καλύτερα και τα χειρότερα του. Κοίτα το τσίρκο γύρω μας. Σε ποιο άκρο λες να ανήκουμε όλοι εμείς;» «Δεν ξέρω τι λες γέρο. Ας είχα καμιά δεκαριά σαν και του λόγου μου και θα ήμασταν τώρα εκεί απέναντι, να γεμίζουμε τα παντελόνια μας χρυσάφι.» «Αυτά τά’παν κι άλλοι. Και δεν γύρισε κανείς τους να πει γιατί απέτυχαν. Θες να δοκιμάσεις; Ξέρεις τον δρόμο. Όλοι τον ξέρουν. Δεν θα δοκιμάσει κανείς να σε σταματήσει.» «Μάλλον οι Μολοσσοί ήξεραν τι έκαναν, ε γέρο;» «Οι Μολοσσοί;!» Ο σιδεράς έκανε μια γκριμάτσα και έφτυσε στο χώμα. «Σιχαμεροί φονιάδες! Οι Κυρίες του Ελέους είναι ιερές. Δεν σηκώνεις χέρι σε μια Νιβ!» «Σε μια ζωντανή Νιβ, θες να πεις.» «Εγώ το θεωρώ λάθος όπως και να το κοιτάξεις. Και τα καθάρματα οι Μολοσσοί το έμαθαν όπως τους άξιζε. Οι Κυράδες διαθέτουν το χέρι που υγιαίνει, είναι όμως και τρομερές πολεμίστριες. Ξέρεις την ιστορία του πιο τρομερού της ανίερης σέκτας; Ένα κτήνος στην επιμονή και την αγριότητα, είχε αφιερώσει το ξίφος του για να χύσει το ιερό αίμα. Είχε κατέβει στα πεδινά ακολουθώντας μια Νιβ, σαν τον λύκο που οσμίζεται τα ερίφια, και την πρόλαβε στα σοκάκια της Αγιούζ. Ξέρεις ποιο ήταν εκείνο το κάθαρμα;» «Συγνώμη νεαρέ» φώναξε ο Φερμέν από το κάρο στον βοηθό του σιδερά, «Μου έχει στεγνώσει το λαρύγγι, και μου πονάει το πόδι. Δεν μπορώ να κατέβω χωρίς κόπο. Αν μπορούσες να μου φιλέψεις μια κούπα νερό;» Ο Φερμέν έδειξε τη σκάφη. Ο νεαρός σηκώθηκε αργά, πήρε ένα ασκί από δίπλα του και πλησίασε το κάρο. «Εκείνο είναι για τα γουρούνια. Πιες από δω» είπε δίνοντας στον καροτσέρη το ασκί. «Ευχαριστώ νεαρέ μου» είπε ο Φερμέν βγάζοντας το βούλωμα με τα δόντια. Ρούφηξε μια γουλιά και έβηξε ξαφνιασμένος. Το ασκί είχε κρασί. «Αυτό είναι για άντρες» είπε χαμογελώντας αυτάρεσκα ο νέος. Δεν ήταν άσχημο. Ίσως ήταν ό,τι ακριβώς έπρεπε. Τώρα, λίγες στιγμές πριν από το τέλος. Εντωμεταξύ, ο σιδεράς είχε πλησιάσει επίσης το κάρο. «Από πού έρχεσαι φίλε; Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ γύρω.» (Συνεχίζεται αύριο) Edited December 13, 2009 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 14, 2009 Author Share Posted December 14, 2009 «Έρχομαι από τον κάμπο. Την Αρπίκα. Ο ξάδελφος μου είναι ιπποκόμος των Βέλικ. Του έφερα φρούτα από το περιβόλι μας. Βλέπω τα λάβαρα τους εκεί κάτω. Και έχεις δίκιο, πρώτη φορά έρχομαι εδώ. Έχετε στήσει ολόκληρη πόλη εδώ πέρα.» «Μια παράνοια της απληστίας και τίποτα άλλο. Ο πλούτος τρελαίνει τον άνθρωπο» δήλωσε πικρά ο σιδεράς. «Όλοι αυτοί θέλουν τον θησαυρό, κάνουν ένα σωρό άπληστα όνειρα και δεν τους περνάει καν από τον νου η φρίκη που θα διαπράξουν για να τον αποκτήσουν. Ή πως θα καταφέρουν να τον κρατήσουν. Σύντομα θα σφάζονται μεταξύ τους, και σε συμβουλεύω να μην είσαι εδώ όταν συμβεί φίλε μου.» «Μακάρι να μπορούσα» είπε ο Φερμέν και κλείδωσε βλέμματα με τον σιδερά. Ο ηλικιωμένος άντρας κοίταξε φευγαλέα το κάρο. «Μ’αυτά γκρινιάζει όλη μέρα» σχολίασε ο νεαρός. «Δε μου λες φίλε» συνέχισε ο σιδεράς, «άκουσες τίποτα γι αυτόν τον πολεμιστή που κουβαλάει τα όνειρα τόσων βασιλείων; Κάτι πρόσφατο εννοώ; Έχουμε να δούμε αγγελιοφόρο πολλές μέρες.» «Όχι, τίποτα.» «Αν έχει μυαλό θα έχει πάρει καράβι για τα Έσχατα Νησιά» είπε ο νέος, «Αυτό θα έκανα εγώ. Θα πήγαινα να ζήσω σαν Βασιλιάς, εγώ και τα δισέγγονα μου. Είμαι σίγουρος πως μας ξεγέλασε όλους ο τύπος. Δεν έχει νόημα να έρθει εδώ, εκτός κι αν είναι τρελός.» «Δεν ξέρεις ποτέ τι κρύβει η καρδιά των ανθρώπων» τον διέκοψε ο σιδεράς. «Εκείνος ίσως ξέρει περισσότερα από μας. Πάρε αυτά τα μαχαίρια τώρα και πήγαινε τα στη σκηνή. Άντε.» Ο βοηθός του σιδερά έσυρε τα βήματα του σηκώνοντας επίτηδες σκόνη. Πήρε τα ακονισμένα μαχαίρια και κατευθύνθηκε στο χάος της κατασκήνωσης. Ο σιδεράς έκανε έναν κύκλο του κάρου και τσέκαρε τις ρόδες. «Οι ρόδες σου είναι στα τελευταία τους. Μήπως θα ήθελες να τις κοιτάξω; Για να σου βγάλει τουλάχιστο την επιστροφή. Πέφτει μακριά η Αρπίκα.» «Ευχαριστώ άνθρωπε, αλλά δεν χρειάζεται» είπε ο Φερμέν, «Λίγος δρόμος έμεινε, και μάλλον δεν θα επιστρέψω στην Αρπίκα.» Ο σιδεράς κούνησε το κεφάλι του και το βλέμμα του έτρεξε προς τα Κάστρα της Κόκκινης Ερήμου. Μετά έδειξε τις σκηνές. «Βλέπεις το λάβαρο με την όρθια αρκούδα; Αυτοί είναι από μακρινό τόπο, δεν είναι συνηθισμένοι στο ζεστό κλίμα. Όλοι μέρα κοιμούνται στις σκηνές τους. Από εκεί έχει μεγαλύτερο χώρο για να περάσεις. Θα βγεις ευθεία στους οβελίσκους. Μετά μπορείς να φτάσεις στους Βέλικ ευκολότερα.» «Να’σαι καλά άνθρωπε» είπε ο Φερμέν. «Καλή τύχη» είπε ο σιδεράς σμίγοντας τα φουντωτά του φρύδια. Ο πρίγκιπας Ζόταρ είχε φέρει μαζί του μόνο έναν μικρό λόχο. Το λάβαρο του ανέμιζε σε τρεις σκηνές, στην άκρη της πολύβουης μάζωξης. Σε έναν μικρό περίβολο ξεκουραζόταν το υπέροχο λευκό του άτι. Ο ίδιος αγνάντευε προς τα Κάστρα, πάνω από μια ψηλή πέτρα, μαζί με τον υπασπιστή του. «Λένε πως δεν θάβουν τους νεκρούς τους» είπε ο υπασπιστής, σκουπίζοντας με ένα μαντίλι τον ιδρώτα του. «Τους ξαπλώνουν απλά σε εσοχές των βράχων, βορά στα τσακάλια και τους γύπες. Αντιλαμβάνεστε εκλαμπρότατε για τι θησαυρούς μιλάμε;» Ο Ζόταρ γέλασε. «Πράγματι, τα πλούτη όλης της υφηλίου βρίσκονται εκεί, σε απόσταση ελάχιστου καλπασμού… και κοίτα μας!» Σήκωσε το χέρι του προς τα αριστερά για να δείξει τις σκηνές που απλώνονταν μπροστά στο δάσος. «Πολεμιστές, πειρατές, κατακτητές και αγριάνθρωποι, τόσα ένδοξα λάβαρα, όλοι μαζεμένοι σαν δαρμένα σκυλιά πίσω από τους οβελίσκους! Θέλει δύναμη για να επιβάλλεις κάτι τέτοιο, δύναμη που θαυμάζω όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Αναλογίσου πόσο αίμα ρούφηξε το Μάτι του Ήλιου, πόσα κόκαλα σκέπασε η κόκκινη άμμος, για να συμμορφωθούμε όλοι εμείς;! Δεν σου προκαλεί δέος αυτή η τόσο μικρή, κενή απόσταση που μας χωρίζει από τα όνειρα μας;» «Και ο Φερμέν; Πιστεύετε πως εκείνος θα τολμήσει;» «Α, ο Φερμέν. Ναι, το πιστεύω.» «Μα γιατί; Είναι ήδη πάμπλουτος. Έχει στα χέρια του ολόκληρο θησαυρό. Μπορεί να πάει όπου θέλει, μπορεί να μισθώσει στρατό τετραπλάσιο από όλους του διώκτες του μαζεμένους. Γιατί να έρθει εδώ; Το μόνο που υπάρχει εδώ…» «Ο Φερμέν είναι ένας άνθρωπος με σκοπό. Έδινες βάση στις αναφορές των κατασκόπων μας; Τα αφτιά σου κολλούσαν στα πλούτη που περιέχει η κάσα. Δεν μπορούσες να δεις πέρα από αυτά, στην καρδιά του άντρα; Πιστεύεις ότι ήρθα κι εγώ εδώ για τον θησαυρό που σέρνει ο Φερμέν; Νομίζεις ότι ο πρίγκιπας σου θα πέσει σαν τσακάλι στη λεία για να αρπάξει ό,τι προλάβει, μαζί με τον υπόλοιπο όχλο εδώ;» «Σίγουρα δεν έχετε ανάγκη…» «Δεν με ενδιαφέρει το φορτίο του πολεμιστή, αλλά ο ίδιος ο πολεμιστής. Ναι, ο Φερμέν έρχεται εδώ. Ναι, ο Φερμέν με σαγηνεύει. Θα ήθελα αυτή τη μέρα να ήμουν εγώ ο Φερμέν.» Ο υπασπιστής πήγε να πει κάτι και με ένα νεύμα, ο πρίγκιπας τον σταμάτησε. Το βλέμμα του Ζόταρ πέταξε πάνω από τις σκηνές, ανάμεσα από τα λάβαρα. Υπήρχε κάτι στην εικόνα που τον ενοχλούσε. Επέμεινε στο βλέμμα και δεν άργησε να το βρει. Πρόσεξε το κάρο που πλησίαζε τους οβελίσκους. «Πολύ όμορφο άτι για τέτοια δουλειά» ψιθύρισε στον εαυτό του και χαμογέλασε. Γύρισε στον υπασπιστή του. «Σέλωσε το άλογο μου.» Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 15, 2009 Author Share Posted December 15, 2009 Έσφιξε τα δόντια του και τίναξε τα ινία στην πλάτη του Μαύρου. Το άλογο άρχισε να καλπάζει και το κάρο εκτινάχτηκε μπροστά. Μετά την τελευταία σκηνή κράτησε την πορεία του ευθεία, προς τους οβελίσκους. Βρισκόταν ξαφνικά στα ανοιχτά. Ξεχώριζε στα μάτια όλων. Το θέμα ήταν πότε το μυαλό τους θα συμπέραινε αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους. Ήταν σημαντικό για τον Φερμέν να μην γυρίσει να κοιτάξει τον καταυλισμό, όχι ακόμα. Το προβάδισμα ήταν σημαντικό. Φώναξε την εντολή του στον Μαύρο, τίναξε πάλι τα ινία και επικέντρωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα, προς το φαράγγι. Το τρίξιμο της ρόδας, το τράνταγμα του κάρου, οι οπλές του αλόγου στο ξερό έδαφος, ήταν οι μοναδικοί ήχοι που τον συνόδευαν. Μέχρι στιγμής. Πέρασε την σκιά των οβελίσκων και μπήκε στο Μάτι. Πέντε οβελίσκους μακριά, δεξιά και αριστερά, οι φρουροί κοιμούνταν όρθιοι. Έκλεισε τα μάτια του για να δει το πρόσωπο της. Ήταν ο Φερμέν, ο απεχθέστερος της κάστας των Μολοσσών. Δεν είχε δει ποτέ μια Κυρά του Ελέους από κοντά, τις είχε όμως κυνηγήσει ανελέητα, αποζητώντας σαν λυσσασμένο σκυλί το χρυσάφι που έκρυβαν. Όλοι γνώριζαν πως οι θησαυροί δεν ήταν μύθος. Οι περισσότεροι είχαν δει το σκήπτρο και το στέμμα του μισητού βασιλιά της Κανθάρης. Ακολούθησε την οσμή μιας από αυτές στα στενά μονοπάτια της Αγιούζ, με το ξίφος του να λαμπιρίζει στο σεληνόφως, έτοιμο να μαυρίσει από το αίμα της. Την στρίμωξε σε ένα αδιέξοδο, άοπλη, ανυπεράσπιστη. Σήκωσε την κουκούλα της και γύρισε να τον αντικρίσει. Δεν υπήρχε φόβος στο βλέμμα της. Και ο Φερμέν είδε με τα μάτια του, για πρώτη φορά, έναν άγγελο πάνω στο καταραμένο χώμα που βάδιζε ο ίδιος. Συγκλονίστηκε, έπεσε στα γόνατα και της ζήτησε να του γιάνει την καρδιά. Άνοιξε πάλι τα βλέφαρα του, άφησε τον ήλιο της ερήμου να του κάψει τις μνήμες. Ο Ταμαράκ ο Σφαγέας, στεκόταν έξω από την σκηνή του γυμνός, με τη Λούμα, τη γυναίκα του, να τού αλείφει το κορμί με λάδι. Το ξυρισμένο του κεφάλι μυρμήγκιαζε κάτω από τον καυτό ήλιο. Του άρεζε το συναίσθημα και το εκδήλωνε με έναν πνιχτό βρυχηθμό που ανεβοκατέβαζε στο λαρύγγι του. Γυάλιζαν οι τρομεροί του μύες, και η γιγάντια, απόκοσμη όψη του προκαλούσε δέος σε εχθρούς και συμμάχους. Ξεχώρισε τους ήχους του κάρου πάνω στο άνυδρο έδαφος και ήταν από τους πρώτους που είδε τον Φερμέν να περνάει τους οβελίσκους. Τον είχαν δει και άλλοι, και τελείως ανυποψίαστα αναρωτιόντουσαν για την ταυτότητα του τρελού που έπαιζε με τη ζωή του. Ο Ταμαράκ ήξερε αμέσως ποιος οδηγούσε το κάρο και τι περιείχε αυτό. Άφησε μια τρομερή ιαχή, και σπρώχνοντας την γυναίκα του χίμηξε στην γυμνή πλάτη του αλόγου του. Ξεκάρφωσε το τρομερό του δόρυ από το έδαφος και κλώτσησε το άλογο του με τις φτέρνες. Ιπποκόμοι, υπασπιστές και φρουροί άρχισαν να συνέρχονται. Τους έπεσαν κρασιά και ψημένα κρέατα, τινάχτηκαν από κλίνες ύπνου ή ερωτικής κραιπάλης, σκόνταψαν στα ρούχα τους, τους ξέφυγαν άναρθρες κραυγές και ψηλάφισαν ζαλισμένοι για τα βούκινα τους. Η οχλοβοή άλλαζε σε ένα μοναδικό, πανικόβλητο βουητό. Πρίγκιπες και αξιωματικοί γάβγιζαν διαταγές, τοξότες μάζευαν τις φαρέτρες τους, άλογα σέρνονταν έξω από τα μαντριά τους. Τα πρώτα βέλη έφυγαν από τους οβελίσκους πριν ξεμυτίσει το πρώτο άλογο. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 16, 2009 Author Share Posted December 16, 2009 Τα βούκινα και οι ιαχές έφτασαν και στα αφτιά του Φερμέν. Κατανίκησε τον πειρασμό να κοιτάξει πίσω. Κραύγασε άλλη μια εντολή καθώς ο Μαύρος έβαζε τα δυνατά του. Δεν θα μπορούσε να καλπάσει γρηγορότερα. Το φαράγγι έδειχνε απελπιστικά μακριά όταν άρχισαν να σφυρίζουν τα πρώτα βέλη γύρω του. Αναγκαστικά γύρισε να κοιτάξει. Τοξότες είχαν σχηματίσει τοίχος κατά μήκος των οβελίσκων και έστελναν σμήνη από βέλη στο κατόπι του. Από την αριστερή φάλαγγα της κατασκήνωσης εξορμούσαν τώρα οι πρώτη αναβάτες. Ο Ταμαράκ ο Σφαγέας ήταν μπροστά, ακολουθούμενος από άλλους καβαλάρηδες των Ταμουτζίν. Οι καλύτεροι των Βέλικ και των Σαμαρανών ζόριζαν επίσης τα άλογα τους, ένας πρίγκιπας των Ουρουκμάνων στο δρεπανοφόρο άρμα του και μερικοί Τσινζάνοι σε καμήλες. Από την δεξιά φάλαγγα της κατασκήνωσης έβγαιναν πολλοί τυχάρπαστοι, πολεμιστές που έπαιρναν μέρος στο κυνήγι για την πάρτη τους, μια διμοιρία Δρακοβάρων του Νότου, εκείνος όμως που ξεχώριζε ήταν ο Ζόταρ των Ουλεμόνων στο λευκό του άτι. Ο Φερμέν τίναξε άλλη μια φορά τα λουριά του Μαύρου. Είχε ακόμα λίγο χρόνο να επικεντρωθεί στην κούρσα, λίγο ακόμα για να καλύψει την απόσταση προς το κέντρο του Ματιού. Με κατάρες και απειλές και με δάκρυα στα μάτια εξώθησε το άλογο του σε τρέξιμο και κόπο που το ζωντανό δεν είχε υποστεί και στις σκληρότερες τους μάχες. Δάγκωσε τα ηνία και τράβηξε από το κάρο το τόξο και την φαρέτρα του. Έριξε τα πρώτα του βέλη στα τυφλά, δεν πρόσεξε καν που κατέληξαν. Οι κυνηγοί του συνέχιζαν να μειώνουν την απόσταση που τους χώριζε. Μερικά από τα δικά τους βέλη είχαν βρει το κάρο και την κάσα. Ο Φερμέν αυτή τη φορά στόχευσε προσεκτικά και έριξε κατά του Ταμαράκ. Είδε τον Σφαγέα να τινάζει το κεφάλι του στην αποφυγή του βέλους και να συνεχίζει ακάθεκτος. Το κάρο ήταν σχεδόν στο κέντρο του Ματιού και οι τοξότες στους οβελίσκους είχαν σταματήσει να ρίχνουν, ήταν πλέον άσκοπο. Εκείνη την στιγμή αντήχησε το τρομερό κέρας των Νιβ. Σαν θεϊκός βρυχηθμός ξεχύθηκε από τα Κάστρα και χτύπησε το Μάτι σε μορφή καυτής ανάσας. Οι μισοί καβαλάρηδες τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους σκιαγμένοι, άλλα, αλαφιασμένα ζώα τινάχτηκαν όρθια στα πίσω τους πόδια και πέταξαν τους αναβάτες τους καταγής. Όλοι οι κυνηγοί σταμάτησαν την κούρσα, ακόμα και ο Ταμαράκ, που έκανε μερικούς νευρικούς κύκλους με το άλογο του βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Άνθρωποι και ζώα που βρίσκονταν στο ξακουστό αυτό έδαφος για πρώτη φορά, αναγνώριζαν εξίσου την προειδοποίηση. Ακόμα και ο Μαύρος έχασε για λίγο τον καλπασμό του, ο Φερμέν όμως δεν του έδωσε την ευκαιρία να σταθεί. Θα εκμεταλλευόταν το σάστισμα των αρπακτικών για να κερδίσει απόσταση. Τίναξε τα ηνία και άφησε την πολεμική ιαχή που το άλογο είχε συνηθίσει στις εφορμήσεις τους. Το κέρας συνέχισε να βοά και να απλώνει τον τρόμο ως τις σκηνές. Πολλοί καβαλάρηδες κάλπαζαν ήδη πίσω σαν δαρμένοι. Ο Ταμαράκ είδε το κάρο με τον Φερμέν να συνεχίζει και να απομακρύνεται και έφτυσε αφρούς από την λύσσα του. Έβγαλε άλλη μια ιαχή, και σαν ένα κτήνος, άνθρωπος και άλογο όρμησαν στο κατόπι της λείας του. Τον ακολούθησαν και οι άντρες του. Ο πρίγκιπας των Ουρουκμάνων πέταξε από το άρμα τον ηνίοχο του, που έτρεμε, και με τα ηνία στον έλεγχο του ξεχύθηκε παράτολμα στο κυνήγι. Από τους υπόλοιπους, συνέχισαν μερικοί Δρακοβάροι και ο Ζόταρ που γελούσε σαν τρελός. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 17, 2009 Author Share Posted December 17, 2009 Το κέρας σταμάτησε το ίδιο ξαφνικά να ηχεί. Και η σιωπή του ήταν εξίσου τρομερή. Νέος φόβος τρύπωσε στις καρδιές των άπληστων ανθρώπων. Ο Φερμέν ήξερε τι θα ακολουθούσε. Και ήταν έτοιμος γι αυτό. Φτάνει να εξασφάλιζε την προστασία του φορτίου του. Δεν είχε άλλο σκοπό στη ζωή του. Πρώτα άκουσε το μακρινό σφύριγμα. Αόρατα στην αρχή κάτω από το έντονο φως του ήλιου, το ένα μετά το άλλο, τα μεταλλικά βέλη των Νιβ υψώνονταν από τα Κάστρα και πετούσαν προς το Μάτι. Ένα βέλος βρήκε κάποιον από τους διώκτες του. Βέλος μακρύ όσο ένας άνθρωπος, διαπέρασε αναβάτη και άλογο κάνοντας τους ένα κουβάρι μέσα στο κόκκινο κουρνιαχτό. Άλλη μια παρόμοια ευστοχία και περισσότεροι από τους μισούς καβαλάρηδες άρχισαν να τραβούν γκέμια και να παίρνουν την πορεία της επιστροφής. Τα βλήματα δεν έκαναν διακρίσεις. Αποδεκάτιζαν εξίσου όσους συνέχιζαν αλλά και όσους υποχωρούσαν. Η σκληρή, αστραφτερή βροχή δεν θα επέτρεπε κανέναν να αποφύγει τη συνέπεια του τολμήματος του. Δέκα, είκοσι βέλη μετέτρεψαν τον αναιδή πρίγκιπα των Ουρουκμάνων σε μια αιμάτινη, άμορφη μάζα μαζί με το άλογο και το άρμα του. Ακόμα και οι Ταμουτζίνοι έκαναν πίσω, εγκαταλείποντας τον αρχηγό τους στην τρέλα του. Ο Φερμέν άκουσε μια ιαχή από πίσω αριστερά του. Ακούστηκε πολύ κοντά. Μόλις που πρόλαβε να δει τον Ταμαράκ να τον πλευρίζει με το άλογο του, τρομερός στην όψη σαν κένταυρος, να υψώνει και να εξαπολύει το δόρυ του. Το όπλο βρήκε τον Μαύρο στη βάση του αυχένα και διαπέρασε εύστοχα την καρδιά του ζώου. Οι μπροστινές οπλές κατέρρευσαν στην άμμο, και ο Φερμέν τινάχτηκε στο έδαφος, με το κάρο να διαγράφει έναν κύκλο στον αέρα, πάνω από το κεφάλι του. Έσκασε καταγής και έγινε κομμάτια, και μέσα από το κουρνιαχτό ο Φερμέν είδε την κάσα να κατρακυλάει κροταλίζοντας τις αλυσίδες της. Άφησε μια οργισμένη κραυγή και με όση δύναμη του έβγαλε η απελπισία, σηκώθηκε όρθιος και έτρεξε προς το πολύτιμο φορτίο του. Κατέρρευσε πάνω στην κάσα και την αγκάλιασε αναστενάζοντας, με δάκρυα να λασπώνουν τα σκονισμένα του μάγουλα. «Σ’αγαπώ» άκουσε την φωνή της να λέει. Πόσο ήθελε να την ξανακούσει ξανά εκείνη τη φωνή. Ίσως, σε λίγο να μπορούσε. Φτάνει να το άξιζε. «Δεν σε αξίζω» της είχε πει κι εκείνη είχε χαμογελάσει και είχε φιλήσει τα δάκρυα του. Με την άκρη του ματιού του είδε τον τεράστιο Ταμουτζίνο να αναδύεται από το κουρνιαχτό. Είχε ξεπεζέψει και τον πλησίαζε με σφιγμένες γροθιές, αφού δεν είχε πάνω του άλλο όπλο. «Μολοσσέ, είναι αισχρή η απληστία σου να θέλεις όλον αυτό τον πλούτο για τον εαυτό σου» γρύλισε. Ο Φερμέν άφησε μια κραυγή και χίμηξε πάνω στον Ταμαράκ. Ο Σφαγέας είχε χρόνο αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να αποφύγει την επίθεση. Περίμενε την σύγκρουση μη παίρνοντας στα σοβαρά τη δύναμη του ταλαίπωρου θηράματος του. Η ορμή του Φερμέν όμως αποδείχτηκε έκπληξη. Οι δύο άντρες έσκασαν στο έδαφος και άρχισαν να γρονθοκοπούν λυσσαλέα ο ένας τον άλλον. Από πάνω τους τα βέλη των Νιβ συνέχισαν να πετούν. Και δεν ήταν τυφλές πτήσεις. Καθώς οι έφιπποι στο Μάτι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, τα βέλη στόχευαν επιλεκτικά τους δύο, τρεις που είχαν απομείνει. Έναν Δρακοβάρο που κόντευε να φτάσει πίσω στους οβελίσκους, έναν Ταμουτζίνο που μετάνιωσε την δειλία του και τώρα κάλπαζε για να βοηθήσει τον αρχηγό του, και τον πρίγκιπα Ζόταρ που κουμάνταρε το άλογο του με μαεστρία και απέφευγε τα βέλη που τον στόχευαν. Άστραφταν στον ήλιο όπως ερχόντουσαν και τα αντίκριζε περισσότερο σαν μια πρόκληση, μια δοκιμασία, παρά σαν κάτι που θα έπρεπε να τον τρομάζει. Γαργαλούσαν την φαντασία του οι αθέατες εκείνες τοξότριες. Και για τώρα, κανένα βέλος δεν έπεφτε στο σημείο που συγκρούονταν οι δύο άντρες δίπλα στην κάσα. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 18, 2009 Author Share Posted December 18, 2009 Οι γροθιές του Ταμαράκ έπεφταν τυφλά αλλά έβρισκαν εύστοχα όλα τα παλιά και τα καινούργια τραύματα που κουβαλούσε ο Φερμέν. Πέραν της απελπισμένης του οργής, ο πολεμιστής της κάστας των Μολοσσών δεν διέθετε πολλά αποθέματα δύναμης. Μόλις που κρατιόταν όρθιος. Ο Ταμαράκ τον άρπαξε σαν πάνινη κούκλα και τον τίναξε μακριά από την κάσα. Στη συνέχεια, ο γιγαντόσωμος Ταμουτζίνος έβαλε το ένα πόδι πάνω στο έπαθλο. Ο Φερμέν άκουσε το ξύλο να τρίζει κάτω από το βάρος του βάρβαρου. «Δεν ήσουν και κανένας σπουδαίος αντίπαλος, Μολοσσέ» κάγχασε. «Αυτό, τώρα είναι δικό μου.» «Όχι, πρώτα θα με σκοτώσεις» βαρυγκώμησε ο Φερμέν πασχίζοντας να σταθεί πάλι όρθιος. Βούιζαν τα αφτιά του και δεν αντιλήφθηκε τον άλλο Ταμουτζίνο, τον έφιππο, που κάλπαζε προς το μέρος του με την σπάθα του σηκωμένη. Ο Ταμαράκ είδε πως η απόσταση από την απαστράπτουσα λάμα και τον σβέρκο του Φερμέν βρισκόταν δύο καλπασμούς κοντά, και στάθηκε να περιμένει χαμογελαστός, με τα δόντια του να γυαλίζουν κόκκινα. Ένα βέλος τίναξε τον ύπουλο Ταμουτζίνο από την σέλα του και τον έστειλε να σωριαστεί άψυχος δίπλα στον ξαφνιασμένο Φερμέν. Ο βάρβαρος δεν είχε τρυπηθεί από βέλος των Νιβ. Ο Ταμαράκ γύρισε και είδε τον πρίγκιπα Ζόταρ να πλησιάζει καβάλα στο άτι του, κραδαίνοντας το τόξο του. «Παίξε δίκαια Ταμουτζίνε!» φώναξε γελώντας, «Ο Μολοσσός το αξίζει!» Ο Ταμαράκ άφησε μια έξαλλη κραυγή και σκύβοντας, τράβηξε από τα συντρίμμια του κάρου το ξίφος του Φερμέν. Και ο Φερμέν, σήκωσε αμέσως τη σπάθα του νεκρού Ταμουτζίνου. Οι δύο άντρες όρμησαν ο ένας εναντίον του άλλου. Ο πρίγκιπας Ζόταρ κοίταξε προς τα Κάστρα. Είχαν σταματήσει να βάλλουν εναντίον τους. Είτε γνώριζαν πως οι τρεις άντρες δεν καθιστούσαν κάποια σοβαρή απειλή, είτε περίμεναν να δουν την εξέλιξη των γεγονότων. Παρ’όλα αυτά, ο πρίγκιπας δεν εφησύχαζε, γυρόφερνε συνέχεια το άλογο του περιμένοντας το αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Ήξερε πως θα καταλήξει. Ο Ταμαράκ ο Σφαγέας ήταν ένα κτήνος. Υπολόγιζε στον φόβο που προκαλούσε η όψη του και ήταν δυνατός. Ο Φερμέν όμως, ήταν ξιφομάχος. Χόρευε γύρω από τον τεράστιο αντίπαλο του αποφεύγοντας τα όλο και πιο οργισμένα, τυφλά χτυπήματα του. Περίμενε το κατάλληλο άνοιγμα για να τινάξει την αιχμή της σπάθας στον λαιμό του Ταμαράκ. Ο Σφαγέας ξαφνιάστηκε και κάλυψε το κόψιμο στο λαρύγγι με το ελεύθερο του χέρι. Ακράτητος, ο Φερμέν τίναξε την λεπίδα στο στομάχι του εχθρού κάνοντας μια οριζόντια τομή. Ο Ταμαράκ βρόντηξε πάνω στα γόνατα του και ρίχνοντας το ξίφος έσκυψε να σταματήσει τα εντόσθια του. Άλλο ένα χτύπημα στο σβέρκο και το κεφάλι του Ταμουτζίνου αναπήδησε μέσα στα συντρίμμια του κάρου. Λαχανιασμένος, έτοιμος για τον επόμενο αντίπαλο, ο Φερμέν κοίταξε προς τον έφιππο Ζόταρ. Εκείνος δεν έδειχνε διατεθειμένος να επιτεθεί. Αντ’αυτού, χαμογελούσε. «Τι θα κάνεις τώρα Μολοσσέ;» ρώτησε. Συνεχίζεται αύριο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 19, 2009 Author Share Posted December 19, 2009 Ο Φερμέν κοίταξε προς τους οβελίσκους. Ένα τείχος ανθρώπων κοίταζαν προς τα εδώ, η λαιμαργία τους να αντανακλάται στη διάθλαση της ζέστης στην κόκκινη άμμο. Κανείς τους δεν τολμούσε να ξεμυτίσει πια. Το Μάτι ήταν γεμάτο καρφωμένα πτώματα, σαν ζωύφια σε τραπέζι βαλσαμωτή. Πέταξε τη σπάθα καταγής και γύρισε την πλάτη του στους πάντες. Έπρεπε να τελειώσει το ταξίδι του. Γονάτισε δίπλα στην κάσα, τη χάιδεψε τρυφερά και άρχισε να λύνει κάποια από τα λουριά της. Σηκώθηκε, πέρασε τα λουριά στους ώμους του και στρεφόμενος προς τα Κάστρα, το βλέμμα του στο φαράγγι, άρχισε να σέρνει το φορτίο. «Είσαι τρελός Μολοσσέ. Ξέρεις τι σε περιμένει εκεί. Εύχομαι να αξίζει τα δάκρυα σου» φώναξε ο Ζόταρ. Ο πρίγκιπας ήξερε, σκέφτηκε ο Φερμέν. Και ίσως, αν κάπου συμφωνούσε μαζί του, θα ήταν και ο λόγος που τον άφηνε να φύγει τώρα, με τόσο πλούτο στην κατοχή του. Ναι, απάντησε με τον νου του. Εκείνη άξιζε τα δάκρυα του. Άξιζε τα δάκρυα χιλίων σαν και του λόγου του. Πόση αξία είχε όμως το δικό του άχρηστο κλάμα; Ο Ζόταρ γύρισε το άλογο του και κάλπασε πίσω, προς τις σκηνές. Κανένα βέλος δεν τον κυνήγησε. Ο Φερμέν, βαριανασαίνοντας αλλά ασταμάτητος, όργωνε την άμμο πίσω του με το πολύτιμο βάρος. Τα Κάστρα ορθώνονταν πλέον γιγάντια μπροστά του. Ο ήλιος ήταν αρκετά χαμηλά για να στέλνει τη σκιά του φαραγγιού έξω, έτοιμη να τον υποδεχτεί πρώτη. Δεν είχε αυταπάτες. Να προλάβαινε μόνο να μπει στη δροσιά της, προφυλαγμένος από τον ανελέητο ήλιο. Και αν η σκέψη του ήταν προσευχή, εισακούστηκε. Το δροσερό άγγιγμα του φαραγγιού τον σκέπασε, πήρε την φωτιά από τα μάτια του. Αμέσως μετά άκουσε το τίναγμα άπονης χορδής. Αυτή ήταν η στιγμή. Δεν είδε το βέλος αλλά το ένιωσε να έρχεται. «Την πήρε ο χειμώνας» πρόλαβε να ψελλίσει στον κανένα. Ένα άσκοπο, μισθωμένο αιματοκύλισμα τον είχε κρατήσει μακριά από το σπίτι του, μακριά από εκείνη. Η αγάπη της τον είχε αλλάξει. Είχε μάθει την συμπόνια, το έλεος. Χάριζε τη ζωή στους άοπλους εχθρούς του. Οι καλοί συνέχιζαν να τον αποφεύγουν εξαιτίας της παλαιότερης, τρομερής του φήμης. Οι κακοί τον είχαν πλέον για άχρηστο, δεν είχε τον σεβασμό τους. Ήξερε να ζει μόνο από το σπαθί του αλλά το όνομα του είχε κηλιδωθεί. Τον χρησιμοποιούσαν ξεπεσμένοι πρίγκιπες και παρίες μάγοι. Άδικοι σκοτωμοί χωρίς νόημα και έβρισκε συχνά τον εαυτό του στην ηττημένη πλευρά. Λίγο τον ένοιαζε. Στο τέλος γυρνούσε πάντα στην αγκαλιά της. Ο τελευταίος χειμώνας όμως σφράγισε τη μοίρα τους. Χιόνι και πάγος κάλυψε τον λόφο του πριν καταφέρει να επιστρέψει. Από τα πεδινά ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είδε ότι η καμινάδα στη στέγη δεν έβγαζε καπνό. Είχαν τελειώσει τα ξύλα, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα, και η Νίβα ήταν λευκή σαν το άγαλμα στο αχυρένιο τους κρεβάτι. Τον περίμενε με την τελευταία της ανάσα φυλαγμένη στα γαλάζια της χείλη. Τα καυτά του δάκρυα δεν μπορούσαν να την σώσουν. «Αγαπημένε» του ψιθύρισε, «ήρθες.» «Νίβα! Νίβα μου! Ομορφιά μου!» έκλαψε γοερά, χωρίς ελπίδα, «Συγχώρεσε με!» «Φερμέν» του είπε, «Ξέρεις τα έθιμα μας. Τίμησε τα.» «Όχι, δεν θα σε πετάξω στους λύκους! Θα μαζευτούν όλα τα όρνια εδώ!» «Στην αγάπη μας…Χάρισε μου την ανάπαυση που σου ζητώ.» Δεν μπορούσε να της το αρνηθεί. «Θα τιμήσω τα έθιμα σας, στο ορκίζομαι» της είχε πει. Και εκείνη είχε σβήσει έτσι, με το χαμόγελο στα χείλη. Το βέλος διαπέρασε το στέρνο του και τον τίναξε πίσω, τον κάρφωσε πάνω στην κάσα. Αύριο το Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 19, 2009 Author Share Posted December 19, 2009 Του κόπηκε η ανάσα. Αίμα ανάβλυσε πηχτό από το στόμα του. Κοίταξε βαθιά στο φαράγγι αναμένοντας με αγωνία τις τοξότριες. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον πριν του βγει η ψυχή. Ανέπνεε δύσκολα. Ευτυχώς δεν άργησαν. Τις είδε να βγαίνουν από τις σκιές των βράχων, ψηλές, εντυπωσιακές, μπρούτζινες, λιτά ντυμένες. Είχαν τα μαλλιά τους σε αλογοουρές, οι φαρέτρες στην πλάτη τους μακριές όσο και το ύψος τους. Τα τόξα τους από σκαλισμένους χαυλιόδοντες ελεφάντων και οι χορδές από εντόσθια σπηλαιόφιδων. Τα μάτια τους του θύμιζαν εκείνη, κι ας τον κοιτούσαν ψυχρά, με περιφρόνηση. Οι περισσότερες έμειναν στα τοιχώματα του φαραγγιού, να τον παρατηρούν. Τρεις βγήκαν στα φανερά και τον πλησίασαν. Η πρώτη στάθηκε από πάνω του. Δεν υπήρχε οίκτος στον τρόπο που τον κοιτούσε. Δεν επέλεγαν όλες οι Νιβ να αφήσουν τα χώματα τους, να βγουν στον κόσμο για να γιατρέψουν άρρωστους και να φροντίσουν τραυματίες. Δεν ήταν όλες οι Νιβ Κυρές του Ελέους. «Ήρθες εδώ για να πεθάνεις» δήλωσε η πρώτη. «Πες μας γιατί.» Ο Φερμέν άπλωσε το χέρι του και το ξεκούρασε πάνω στη κάσα. «Σας έφερα μια αδελφή σας εδώ… Νίβα την έλεγαν, κόρη της πέμπτης Σίβης και της Ιέριας Μαλμάνας ήταν. Ήταν ένας άγγελος που αγάπησε εμένα, έναν σιχαμένο Μολοσσό. Με συντρόφεψε στην άθλια ζωή μου και την αγάπησα κι εγώ όσο μου ήταν ανθρωπίνως δυνατό. Με έγιανε. Θέλω να το ξέρετε αυτό. Η αγάπη της δεν πήγε χαμένη. Ήταν η ζωή μου και χωρίς εκείνη δεν υπήρχε νόημα να ζω. Ο τελευταίος χειμώνας έπεσε βαρύς στον τόπο μου και μου την πήρε…» Έβηξε και έφτυσε αίμα. Θόλωσε το μάτι του. Συνέχισε όμως με την ανάσα του να σφυρίζει επιθανάτια. «Πήρα όρκο να της δώσω την ταφή που αρμόζει σε μια Νιβ. Δεν μπορούσα όμως να το πράξω εκεί έξω. Όχι τη Νίβα μου. Δεν μπορούσα να την αφήσω βορά στα ανθρώπινα κτήνη. Μόνο εδώ μπορεί να αναπαυθεί πραγματικά.» Πίσω στο φαράγγι, ο ήλιος έβρισκε τα ψηλά σημεία των βράχων, τρύπωνε στις εσοχές της ψημένης πέτρας και άστραφτε πάνω στα εκτεθειμένα κόκαλα των Νιβ. Χρυσόδοντο το είχαν αποκαλέσει το άφθαρτο εκείνο οστό, πιο πολύτιμο από το χρυσάφι και το ασήμι και όλα τα πολύτιμα πετράδια της γης. Και αποτελούσε τον θαυμαστό σκελετό αυτών των υπέροχων γυναικών. Σπάνιο, γνώρισμα μόνο των θυγατέρων της Νιβ, που όπως λένε οι θρύλοι είχαν κατέβει από τα άστρα. «Αν σας περισσεύει λίγη καλοσύνη…ξαπλώστε με μαζί της…» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Φερμέν, της κάστας των Μολοσσών. Ξεψύχησε εκεί, πάνω στην κάσα που περιείχε την σωρό της Νίβα. Και την έκλαψαν την αδελφή τους οι Νιβ, ο πόνος τους γνήσιος αλλά η τελετή σύντομη, όπως άρμοζε στα έθιμα τους. Λάξευσαν μια εσοχή στον βράχο του φαραγγιού και εκεί εναπόθεσαν το σώμα της, εκτεθειμένο στα στοιχεία. Δίπλα της ξάπλωσαν και το σώμα του Φερμέν, δεν είχαν κανέναν λόγο να τους ενοχλήσει κάτι τέτοιο. Τρεις αιώνες αργότερα, όταν οι Νιβ είχαν εξαφανιστεί χωρίς ίχνη και αιτία, πλιατσικολόγοι και κυνηγοί θησαυρών από τα πέρατα της γης έρχονταν ψάχνοντας τα Κάστρα της Κόκκινης Ερήμου. Έβρισκαν το φαράγγι με τις αμέτρητες λαξευμένες εσοχές, σκόνη και σκορπιούς μονάχα γεμάτες. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Ήθελα να σχολιάσω αυτή την ιστορία, αλλά τις πιο πολλές φορές έχουμε περισσότερα να πούμε αν έχουμε βρει αρνητικά σημεία στο κείμενο, και λιγότερα αν απλά μας άρεσε. Μου άρεσε πάρα, μα πάρα πολύ. Είναι απερίγραπτα καλό. Είναι από τις ιστορίες που με κάνουν να ευχαριστώ που έμαθα ανάγνωση. Η ώρα που το διάβασα ήταν από τις πιο εποικοδομητικές της εβδομάδας που πέρασε. Και πάμε στον πιο "έχω μπαστούνι στην πλάτη" σχολιασμό: Χειρίστηκες το θέμα του διαγωνισμού τόσο εμπνευσμένα, τόσο ανατρεπτικά, που το είχα ξεχάσει. Χάθηκα μέσα στην αφήγησή σου, και πραγματικά, όταν ήρθε, με συγκλόνισε. Η μικρούλα αναφορά στην αλήθεια, που είχες κάνει πολύ πιο πάνω στο κείμενο, ήταν άψογη, πανέξυπνη. "Μα γιατί; Είναι ήδη πάμπλουτος. Έχει στα χέρια του ολόκληρο θησαυρό. Μπορεί να πάει όπου θέλει, μπορεί να μισθώσει στρατό τετραπλάσιο από όλους του διώκτες του μαζεμένους. Γιατί να έρθει εδώ; ... ... ...Δεν με ενδιαφέρει το φορτίο του πολεμιστή, αλλά ο ίδιος ο πολεμιστής. Ναι, ο Φερμέν έρχεται εδώ. Ναι, ο Φερμέν με σαγηνεύει. Θα ήθελα αυτή τη μέρα να ήμουν εγώ ο Φερμέν.» Αυτό το κομμάτι είναι δωσμένο αριστοτεχνικά. Σε ανάβει για να μάθεις την αλήθεια, χωρίς να σου αποκαλύπτει απολύτως τίποτα. Με είχες αφήσει απλά με την απορία, δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβω τίποτα. Ήταν πανέξυπνο. Από θέμα γραφής, μία από τις καλύτερες στιγμές σου. Ειδικά προς το φινάλε ήταν τρομερά ζωντανή η περιγραφή. Τους έβλεπα, έβλεπα τους αναβάτες έναν-έναν, έβλεπα τα όπλα και τις κινήσεις τους, ήταν όλο μια χορογραφία, ξέφευγε πια από το χαρτί (μπαρντόν-οθόνη). Αυτός ο τρομερός Ταμαράκ, τι ήταν κι αυτό βρε παιδί μου; Σχεδόν φοβήθηκα μη γυρίσει τα μάτια του και με κοιτάξει! Και στο τέλος ένιωσα τόσο δυνατά συναισθήματα... όσο ακριβώς μου αρέσει! Ευχαριστώ που δεν με έκανες να θέλω να κλάψω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dolph Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Μήπως μπορείς να ανεβάσεις το ολοκληρωμένο doc/pdf/odt με την μορφοποίηση που το έχεις γράψει; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 24, 2009 Author Share Posted December 24, 2009 Μήπως μπορείς να ανεβάσεις το ολοκληρωμένο doc/pdf/odt με την μορφοποίηση που το έχεις γράψει; Θησαυρός.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 [Η ανταπόκριση είναι γραμμένη κατευθείαν στο καράβι ] Άμα σου είπα ρε παιδί μου ότι θα το πάρω να το διαβάσω στο πλοίο, γιατί δε με προειδοποίησες και με άφησες να γίνω ρεζίλι? Ας το καλό σου! (πραγματικά, μόλις μου έδωσε ο διπλανός μου χαρτομάντιλο και με ρώτησε αν είμαι καλά κι αναγκάστηκα να του πω μέσα σε έναν κλαψίγελο πως μια χαρά είμαι απλά διάβασα μια πολύ συγκινητική ιστορία… και φυσικά κάπου εκεί γελάγανε και με δείχνανε ) Τι να πω τώρα, πάρα πολύ όμορφο με πολύ κακό τίτλο! Αν δηλαδή υποθέσουμε πως ο τίτλος είναι για να μου το διαφημίσει, δε μου διαφήμισε σωστά γιατί μάλλον αν δε μου έλεγες να τη διαβάσω (τώρα που είμαι ακόμα στη φάση του διαγωνισμού) δε θα το άνοιγα επειδή με άφηνε ο τίτλος παγερά αδιάφορη. Κι αυτό εδώ δεν είναι καθόλου αδιάφορο. Ίσα ίσα, είναι πανέμορφο, ευαίσθητο και περιπετειώδες ταυτόχρονα, γρήγορο αλλά και απλωμένο όσο του χρειάζεται, πολυπρόσωπο μα επικεντρωμένο στον ήρωα. Ένα πολύ όμορφο διήγημα, που με συγκίνησε πάρα πολύ (οκ, σου είπα ήδη για αυτό…) Και οκ, όντως, δε μπορούσε να χωρέσει ένας τόσο στέρεος κόσμος μέσα σε λιγότερες λέξεις. Σε ευχαριστώ πολύ που το πρότεινες και μου χάρισες μιάμιση πανέμορφη ώρα ταξιδιού – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 25, 2009 Author Share Posted December 25, 2009 Cassandra Gotha και Nienor, αναγνώστριες μου, σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, με έχετε σκλαβώσει. Νιώθω σαν τον σκηνοθέτη που τρυπώνει κρυφά σε αίθουσα που παίζει ταινία του και παρακολουθεί το έργο με το κοινό, κόβωντας αντιδράσεις. Αφού πέτυχα με σας είμαι ευτυχισμένος. Δεν θα ήθελα να σας απογοητεύσω ποτέ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Έχει το χαρακτηριστικό σου καταιγιστικό, γρήγορο γράψιμο, το οποίο σίγουρα επιδέχεται αρκετών βελιτώσεων σε κάποια σημεία, καθώς είναι εμφανές ότι γράφτηκε χωρίς ανάσα -ακριβώς όπως διαβάζεται. Υπάρχουν κάποια εκφραστικά ζητηματάκια και άλλα τόσα πραγματολογικά, ΑΛΛΑ: Απ' τ' @@! Από κει με είχες απ' την αρχή και δεν τολμώ να φανταστώ από που είχες αρπάξει τις κυρίες από πάνω. Γρήγορο, γερό catch, ανθρώπινος χαρακτήρας, παρελθόν, αφοσίωση, μετάνοια, εντυπωσιακοί αντίπαλοι, επικός αγώνας, βίαιη μάχη, αγαπημένη θυσία, αντάξιο τέλος. Δηλαδή, ΟΚ, δεν ξέρω να πω τι έλειπε. Σίγουρα θα μπορούσε να γίνει και καλύτερη, αλλά είναι μια αληθινά ανταποδοτική ιστορία που τιμάει με το παραπάνω τον χρόνο ανάγνωσής της. Thx! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 27, 2009 Share Posted December 27, 2009 Η ιστορία ήταν υπέροχη. Πραγματικά εξαπλώθηκε ένας τόσο απίστευτος κόσμος, με θρύλους, με έθιμα, με λαούς και κάστες και μαγικές δυνάμεις, με απληστεία και μάχες και μίσος, όλα τόσο ζωντανά και γοητευτικά, γεμάτα εικόνες -εκπληκτικές εικόνες: οι οβελίσκοι και το Μάτι του Ήλιου, λες και απέπνεαν μια αίσθηση από αφόρητη ζέστη και ανελέητο φως. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερο. Μέχρι το τέλος με είχες στην απορία, τι μπορεί να ήταν αυτό που χωρούσε σ' ένα σεντούκι και συνάμα ήταν πολυτιμότερο από όσα κατείχαν οι πρίγκιπες. Ήταν σαφές ότι αγόραζε βασίλεια, άρα κατάλαβαινα πως ήταν κάτι με απτή, μετρήσιμη αξία κι άλλο τόσο ήταν σαφές πως ήταν κάτι πολύ παραπάνω, πνευματικότερο. Και μέχρι τι τελευταίες προτάσεις δεν μπορούσα ούτε και αμυδρά να υποθέσω τι ήταν. Ευτυχώς τουλάχιστον, που όταν έφτασε η αποκάλυψη, καθόμουνα μόνη μου μπροστά στον υπολογστή μου, για να μη χρειάζεται να εξηγώ και στους άλλους γιατί δάκρυσα. Εύγε, Ντίνο, Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 27, 2009 Share Posted December 27, 2009 Η ιστορία ήταν υπέροχη. Πραγματικά εξαπλώθηκε ένας τόσο απίστευτος κόσμος, με θρύλους, με έθιμα, με λαούς και κάστες και μαγικές δυνάμεις, με απληστεία και μάχες και μίσος, όλα τόσο ζωντανά και γοητευτικά, γεμάτα εικόνες -εκπληκτικές εικόνες: οι οβελίσκοι και το Μάτι του Ήλιου, λες και απέπνεαν μια αίσθηση από αφόρητη ζέστη και ανελέητο φως. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να γίνει καλύτερο. Μέχρι το τέλος με είχες στην απορία, τι μπορεί να ήταν αυτό που χωρούσε σ' ένα σεντούκι και συνάμα ήταν πολυτιμότερο από όσα κατείχαν οι πρίγκιπες. Ήταν σαφές ότι αγόραζε βασίλεια, άρα κατάλαβαινα πως ήταν κάτι με απτή, μετρήσιμη αξία κι άλλο τόσο ήταν σαφές πως ήταν κάτι πολύ παραπάνω, πνευματικότερο. Και μέχρι τι τελευταίες προτάσεις δεν μπορούσα ούτε και αμυδρά να υποθέσω τι ήταν. Ευτυχώς τουλάχιστον, που όταν έφτασε η αποκάλυψη, καθόμουνα μόνη μου μπροστά στον υπολογστή μου, για να μη χρειάζεται να εξηγώ και στους άλλους γιατί δάκρυσα. Εύγε, Ντίνο, Θα προσυπογράψω ευχαρίστως τα παραπάνω. Κρίμα που δε χώρεσε στο διαγωνισμό. Θα είχαμε απίστευτο ντέρμπυ για την πρωτιά. Και, όσο και αν σου φαίνεται παράξενο, θα διάβαζα με άνεση ένα μυθιστόρημα για τον κόσμο που μόλις έπλασες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 27, 2009 Share Posted December 27, 2009 Να τι είχα ξεχάσει να σχολιάσω! Και δεν πρόκειται! Διότι πολύ απλά το βρήκα υπέροχο. Εκτός από όλα τα στοιχεία του, ιδέα, λόγος, κλπ, να μη μακρυγορώ, αυτό που με κέρδισε ήταν πως κάθε "κεφάλαιο" σε πήγαινε στο επόμενο κρατώντας σε γαντζωμένο. Μπράβο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted January 9, 2010 Share Posted January 9, 2010 Να ‘μαστε και στην τελευταία ιστορία με θησαυρούς. Η Cassandra Gotha είχε απόλυτο δίκιο. Αυτή είναι μια πάρα πολύ καλή ιστορία. Δεν ασχολούμαι με την πρωτυπία της (ή μη). Είναι πολύ καλογραμμένη και κρατάει άνετα το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος. Όσοι θα ήθελαν να ζήσουν μια περιπέτεια με τα όλα της θα την ευχαριστηθούν δεόντως. DinoHadjigorgi - ΕΞΙΛΕΩΣΗ.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted April 29, 2010 Share Posted April 29, 2010 Αυτό το διήγημα μου άρεσε τόσο, που το συμπεριέλαβα στη Λίστα των αγαπημένων μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted May 21, 2010 Share Posted May 21, 2010 Ντινο, οταν με ευλογησει ο Θεος με ενα παιδι, οι ιστοριες σου θα ειναι τα πρωτα πραγματα που θα του διαβασω...Θελω η ψυχουλα του να βιωσει αυτη την ομορφια... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 21, 2010 Author Share Posted May 21, 2010 Ντινο, οταν με ευλογησει ο Θεος με ενα παιδι, οι ιστοριες σου θα ειναι τα πρωτα πραγματα που θα του διαβασω...Θελω η ψυχουλα του να βιωσει αυτη την ομορφια... Σε ευχαριστώ Αλεξάνδρα για το συναίσθημα. Μακάρι να βοηθήσει η μοίρα για να ανταπεξέλθω στην όμορφη εικόνα που μου ζωγράφισες. Γιατί δεν μπορώ να μην παραδεχτώ τα διάφορα σενάρια που με βασανίζουν πότε-πότε. Π.χ. αν με πατήσει αύριο κάποιο φορτηγό, θα μείνουν κάτι χαρτιά, κάποια δισκάκια, ο σκληρός μου και η βιβλιοθήκη του φόρουμ. Και η μητέρα μου που δεν θα ξέρει τι είναι που και την σημασία τους, αν έχουν σημασία. Και όλα όσα έγραψα θα χαθούν στον χρόνο, ή θα αναγεννηθούν στο υποσυνείδητο όσων τα διάβασαν σε άλλη μορφή, ή θα "μαζευτούν" από πιο έξυπνα κοράκια. Πείτε με ψώνιο, δεν νομίζω ότι όλα όσα έχω γράψει έχουν ίση αξία, πιστεύω όμως ότι αποτελούν πηγή χρημάτων. Ακόμα και ένας εκδοτικός οίκος που τους κλείνει την πόρτα επειδή φοβάται το ρίσκο, κατά βάθος ξέρει ότι με την κατάλληλη πίστη και προόθηση μπορούν να βγάλουν τα λεφτά τους. Και αν κάποιος μπορούσε να τα βουτήξει τσάμπα, τότε να δεις πως αυξάνεται η πίστη σε αυτά τα γραπτά. Γι αυτό λέω, να μπορέσω όσο ζω να δώσω ένα εξώφυλλο στα ορφανά μου. Σας ευχαριστώ όλους εδώ που τα διαβάζετε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted May 24, 2010 Share Posted May 24, 2010 "Ωρα καλη στην πρυμνη σου κι αερα στα πανια σου, και φορτηγα τρελα, μαθές, να μεινουν μακρια σου...." (με μελλοντα συζυγο κατα το 1/2 Κρητικο κόλλησα κι αρχισα τις μαντιναδες) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted November 26, 2016 Share Posted November 26, 2016 Δέκα χρόνια σουφουφίτης. Αν θέλετε το κείμενο μαζεμένο σε ένα αρχείο, βρίσκεται στο ποστ 13 http://community.sff.gr/topic/11252-%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BB%CE%AD%CF%89%CF%83%CE%B7/?do=findComment&comment=135546 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.