Solonor Posted December 15, 2009 Share Posted December 15, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Αντώνης Πάσχος Είδος: Προϊστορική Φαντασία. Βία; Ναι, με το κιλό. Σεξ; Ναι, με το λίτρο. Αριθμός Λέξεων: 3467. Αυτοτελής; Ναι. Σχόλια: Για το διαγωνισμό του Δεκεμβρίου. Η ιστορία του Σοφού Τράγου που ένωσε τις φυλές. Τούτη είναι η ιστορία του πατέρα μου και της μητέρας μου και της αγάπης τους που οδήγησε στην ένωση των φυλών των Βουνών του Χιονιού. Πολλά θα ειπωθούν στα καλοκαίρια που θ’ ακολουθήσουν και ο μύθος ίσως να κατρακυλήσει και να χαθεί μέσα στο ψέμα, ωστόσο αν με ακούσετε με προσοχή ίσως να μπορέσετε να κρατήσετε μέσα στην καρδιά σας την αλήθεια. Η ιστορία αρχίζει τη δέκατη έβδομη άνοιξη του πατέρα μου, του Σοφού Τράγου, του μοναχογιού του αρχηγού της φυλής. Μετρούσε τρία καλοκαίρια από τότε που είχε αποδείξει την αξία του στη σπηλιά των πνευμάτων υπό την επίβλεψη του γέρου μάγου. Είχε σκοτώσει αγριοβούβαλα με τον πατέρα του και τους υπόλοιπους πολεμιστές κι είχε επιβιώσει από ένα αποτυχημένο κυνήγι τριχωτού ελέφαντα. Είχε πια ανδρωθεί και το μόνο που έμενε για να πάρει την ηγεσία ήταν να διαλέξει μια γυναίκα για ταίρι του. Όμως ο πατέρας μου καθυστερούσε, καμιά δεν του έκανε εντύπωση. Έτσι παρέμενε στο πλευρό του δικού του πατέρα, πρωτοπαλίκαρο αντί αρχηγός. Η φυλή είχε περάσει έναν καλό χειμώνα, η σπηλιά τους ήταν ζεστή και τα κοπάδια αγριοβούβαλων που συνάντησαν είχαν κάμποσα γέρικα ζώα για ξεμονάχιασμα. Όμως δεν ίσχυε το ίδιο και για τους γείτονές τους. Οι Λύκοι, η μεγαλύτερη φυλή ανθρώπων των Βουνών του Χιονιού, πεινούσαν και κρύωναν. Το προηγούμενο καλοκαίρι, υπό τις προσταγές του αρχηγού τους, είχαν κατακτήσει άλλες τέσσερις φυλές κι είχαν μαζέψει πολλούς σκλάβους και μάλιστα γυναικόπαιδα, αφού τους άντρες που δεν πέθαιναν στη μάχη, τους εκτελούσαν. Δε χωρούσαν στις σπηλιές τους και τα στόματα που είχαν να ταΐσουν ήταν πολλά. Μάλιστα είχε μαθευτεί από ένα δούλο τους που είχε δραπετεύσει, ένα αγόρι με μαλλιά στο χρώμα του ήλιου, γαλανά μάτια κι αλλόκοτη φωνή, πως είχαν αρχίσει να τρώνε τους σκλάβους τους. Ο πατέρας του πατέρα μου δεν είχε δώσει σημασία. Είχε αφήσει το παιδί να βρει το δρόμο του στο κρύο και στο χιόνι αφού δεν ήθελε νέα μέλη στη σπηλιά -εξάλλου είχε ήδη δεχθεί μερικά καλοκαίρια πριν ένα ακόμη κορίτσι με μαλλιά που έλαμπαν, μάτια που άστραφταν και όμοια φωνή. Με την πρώτη ευκαιρία έστειλε τους ανιχνευτές του να αναζητήσουν κοπάδια αγριοβούβαλων. Κι έτσι έκαναν, μόνο που εκείνη την άνοιξη δε γύρισαν ποτέ. Αντί γι’ αυτούς ήρθαν οι Λύκοι, ντυμένοι με τομάρια αγριόγατων, γούνες αρκούδων και προβιές αγριοκάτσικων, οπλισμένοι με τσεκούρια, κοντάρια και ρόπαλα. Ήταν περισσότεροι, μαθημένοι στη μάχη και πεινασμένοι. Επιτέθηκαν μια νύχτα που το φεγγάρι είχε κρυφτεί στο θάμπος των νυχτερινών σύννεφων. Οι φρουροί είχαν αποκοιμηθεί κι όταν τους αντιλήφθηκαν έβαλαν τις φωνές. Δυστυχώς οι περισσότεροι νόμισαν πως απλώς καυγάδιζαν. Ώσπου να σηκωθούν, οι Λύκοι ήταν ήδη στη σπηλιά. Οι γυναίκες οι γέροι και τα παιδιά μόλις που πρόλαβαν να κρυφτούν στο μυστικό καταφύγιο. Οι άντρες πολέμησαν γενναία, όμως δεν είχαν καμία ελπίδα. Ο ένας μετά τον άλλο σφαγιάζονταν από τους λυσσασμένους Λύκους που είχαν βαλθεί να κατακτήσουν το σπήλαιο. Ο μάγος σκοτώθηκε ενώ χόρευε το χορό της μάχης και των κεραυνών. Ο πατέρας του πατέρα μου φονεύτηκε από τον ίδιο τον αρχηγό τους, έναν πελώριο και τριχωτό άντρα με πρόσωπο που θύμιζε αρκούδα. Ο αγριάνθρωπος έσπασε το κρανίο του και ρούφηξε το μυαλό του ενώ έστεκε πάνω από την εστία. Ο πατέρας μου επιβίωσε, μαζί με ελάχιστους άντρες. Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φώτισαν το άνοιγμα της σπηλιάς, οι Λύκοι είχαν νικήσει. Έτσι ο πατέρας μου έγινε σκλάβος των Λύκων. Λίγο μετά το ξημέρωμα οι εχθροί ξετρύπωσαν τα γυναικόπαιδα χάρη σ’ ένα αγοράκι που ο πατέρας του πατέρα μου είχε αρνηθεί να φιλοξενήσει τον προηγούμενο χειμώνα. Εκεί, μπροστά στους επιζώντες, οι γέροι κι οι γριές σφαγιάστηκαν, τα παιδιά αιχμαλωτίστηκαν κι ο αρχηγός μοίρασε τις γυναίκες στα πρωτοπαλίκαρά του. Πήρε για αιχμάλωτη δική του το ξένο κορίτσι με τα λαμπερά μαλλιά ενώ αποφάσισε να κρατήσει τους άντρες για σκλάβους. Ο πατέρας μου κατέληξε δούλος ενός πανύψηλου νεαρού. Πριν τον πάρει μαζί του ο αφέντης του, πρόλαβε να γίνει μάρτυρας του βιασμού της μάνας του από έναν καμπούρη γέρο, καθώς δεν ήταν πια νέα κι όμορφη. Μερικά φεγγάρια αργότερα, οι υπόλοιποι της φυλής των Λύκων μετακόμισαν στη σπηλιά. Και μαζί τους έφτασε εκείνη. Ήταν κουκουλωμένη με δέρματα αλεπούδων, ενώ μια γούνα αγριολέοντα άφηνε μόνο το κεφάλι της φανερό. Ήταν αρκετό. Ποτέ ξανά ο πατέρας μου δεν είχε δει τέτοια ομορφιά. Τρεις ζαρωμένες φαφούτες γριές την ακολουθούσαν σε κάθε της βήμα. Κάθε φορά που κάποιος άντρας τολμούσε να την κοιτάξει, γρύλιζαν εχθρικά. Την άφησαν μόνο για τις απαραίτητες τελετές. Όρισαν τις περιοχές του κάθε άντρα, κάρφωσαν γύρω από την εστία παλούκια με τα κεφάλια του μάγου και του πατέρα του πατέρα μου, πασπαλισμένα με κόπρανα νυχτερίδας, και ξόρκισαν τα πνεύματα στα βάθη της σπηλιάς. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Μόνο που τότε ο πατέρας μου δεν είχε δικαίωμα να την διεκδικήσει. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν δούλος. Ήταν η πρώτη κόρη του αρχηγού. Κι όποιος την έπαιρνε, θα γινόταν ο διάδοχός του. Είχαν περάσει δυο καλοκαίρια από τότε που την είχε κάνει γυναίκα ο πατέρας της. Όλοι οι πολεμιστές που είχαν κόψει το λαιμό από ένα θυληκό αγριοκάτσικο την ώρα που το βίαζαν, ενώπιον των τριών μαγισσών, την ποθούσαν. Κάθε άνοιξη αναζητούσαν λογής-λογής θησαυρούς για να την κερδίσουν. Σκαρφάλωναν στα βουνά κυνηγώντας αγριολέαινες για να της χαρίσουν τα τομάρια τους, έψαχναν στις σπηλιές για αρκούδες για να της δωρίσουν φυλαχτά με τα δόντια τους, σκάλιζαν τις φωλιές αετών για να της φέρουν τα φτερά τους κι έσφαζαν πελώρια ελάφια για να κλέψουν τα κέρατά τους. Όμως κανένας θησαυρός δεν ήταν αρκετός για τον αρχηγό. Είχε αρνηθεί όλα τα δώρα. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε, όμως όλοι σκέφτονταν πως θα την έδινε σ’ αυτόν που θα τον βοηθούσε στο σκοπό της ζωής του: να εξουσιάσει τους ανθρώπους των Χιονισμένων Βουνών. Ο πατέρας μου ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να την κατακτήσει. Δεν ήταν πως ήταν αδύναμος, σε μια μονομαχία ίσως και να υπερίσχυε. Όμως ως σκλάβος των Λύκων δεν είχε καμία ελπίδα να γίνει αποδεκτός. Κι όμως, κάθε φορά που την έβλεπε να ράβει τομάρια, να ζωγραφίζει στους τοίχους της σπηλιάς μαγικά ξόρκια αλλά και να τριγυρνά, την κρυφοκοίταζε με λαχτάρα. Όποτε η ματιά του γινόταν αιχμηρή εκείνη γύριζε και τον φιλοδωρούσε με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Και τότε οι τρεις μάγισσες το αντιλαμβάνονταν και γρύλιζαν κι οι ματιές των δυο νέων χώριζαν μονάχα για να ξαναδιασταυρωθούν μέρες μετά. Έτσι λοιπόν πέρασε ο πατέρας μου εκείνη την άνοιξη. Κλέβοντας ματιές της μητέρας μου, όταν δεν κουβαλούσε κλαδιά για τη φωτιά κι όταν δε συνόδευε τον αφέντη του στο κυνήγι. Ακούγοντας τα βράδια τις κραυγές του κοριτσιού με τα λαμπερά μαλλιά που χάρισε ο αρχηγός των Λύκων στις μάγισσες. Όταν αυτές σιωπούσαν και κατάφερνε να κοιμηθεί, ονειρευόταν τα πνεύματα και το μάγο της φυλής κι έκλαιγε για βοήθεια. Όμως τα πνεύματα δεν τον συμπονούσαν, ο μάγος δεν τον άκουγε κι έτσι ξυπνούσε από τις κλωτσιές του αφέντη του. Μέχρι που ένα βράδυ, την ώρα που όλοι είχαν μαζευτεί για να γλεντήσουν για τη θανάτωση μιας γυναίκας από τον άντρα της επειδή δεν της χάριζε παιδιά, ο πατέρας μου αποφάσισε να την προσεγγίσει. Πήγε στο λαγούμι που κοιμόταν. Την πλησίασε αθόρυβα κι εκείνη δεν τον κατάλαβε, παρά μόνο όταν ένιωσε τη ζεστή ανάσα του κοντά στη δική της. Τα καστανά της μάτια άστραφταν σαν πυγολαμπίδες και τα χείλη της γυάλιζαν υγρά. Πήγε να την αγκαλιάσει με χέρια που έτρεμαν και να ενώσει τα χείλη του με τα δικά της, όμως εκείνη τον εμπόδισε. Έμεινε να την κοιτάζει απορημένος. Δεν κατάλαβε γιατί τον απαρνιόταν. Έκανε μια ακόμη προσπάθεια, όμως μάταια, η κοπέλα τραβήχτηκε αφήνοντας ένα παραπονιάρικο βογκητό. Δεν είχε άλλο χρόνο. Άκουσε τις μάγισσες που επέστρεφαν χαχανίζοντας κι έγινε καπνός. Ο χρόνος περνούσε πιο δύσκολα μετά το περιστατικό για τον πατέρα μου. Η ήπια άνοιξη θύμιζε χειμώνα, ο αφέντης του έμοιαζε πιο σκληρός, οι κραυγές του κοριτσιού που βασάνιζαν οι τρεις μάγισσες τα βράδια ηχούσαν πιο απαίσιες, κι η σκλαβιά τού είχε γίνει πια αβάσταχτη. Όμως έκανε υπομονή. Κι όταν ένα βράδυ οι τρεις μάγισσες έφυγαν για να ξεκοιλιάσουν δυο δούλες που είχαν επιχειρήσει να δραπετεύσουν, ξανατρύπωσε στη φωλιά της. Στη δεύτερη συνάντησή τους η μητέρα μου χαμογέλασε. Ο πατέρας μου έκανε να τη χαϊδέψει όμως εκείνη αποτραβήχτηκε και πάλι. Κατάλαβε πως δε σκοπεύει να δεχθεί την αγκαλιά του κι έτσι έμεινε να την κοιτάζει μέχρι ν’ ακούσει και πάλι τις μάγισσες να επιστρέφουν μασουλώντας. Η άνοιξη πέρασε κι ήρθε το καλοκαίρι κι ο πατέρας μου κατάφερε μια ακόμη φορά να βρεθεί με την κόρη του αρχηγού, δίχως ωστόσο να μπορέσει να την αγγίξει. Κάθε φορά που άπλωνε το χέρι του εκείνη τραβιόταν με νάζι που τον έκανε να λιώσει από πόθο. Αφού ο ήλιος ζέστανε καλά τις πλαγιές, οι κραυγές του κοριτσιού που βασάνιζαν οι τρεις μάγισσες σταμάτησαν ένα βράδυ. Ο αρχηγός συγκέντρωσε το επόμενο πρωινό όλο το λεφούσι έξω από τη σπηλιά. Μέχρι κι ο πατέρας μου παραβρέθηκε στην τελετή. Είδε τον αρχηγό να στέκει σ’ έναν ψηλό βράχο κι έχοντας στο ένα του πλευρό την κόρη του και στ’ άλλο τις τρεις μάγισσες, να αποκεφαλίζει ένα αγριοκάτσικο. Με το αίμα του έβαψε τα μαλλιά της κόρης του. Οι Λύκοι ξέσπασαν σε ζωώδη ουρλιαχτά και χορούς. Όταν ο ενθουσιασμός τους κόπασε, ο αρχηγός κατέβηκε από το βράχο κρατώντας το κεφάλι του κατσικιού μαζί με τις τρεις μάγισσες και αργοπερπάτησε μπροστά στο λαό του. Κάθε φορά που οι μάγισσες τού υποδείκνυαν, ράντιζε με το αίμα του κατσικιού κι από ένα παλικάρι. Όταν τέλειωσαν είχε βρέξει επτά νέους. Ο τελευταίος ήταν ο αφέντης του πατέρα μου. Όμως προτού ο αρχηγός ξανανέβει στο βράχο μια μάγισσα του έγνεψε να περιμένει. Η μάγισσα σήκωσε το κοκαλιάρικο δάχτυλό της κι ο αρχηγός απόρησε. Όμως υπάκουσε. Κι έτσι πότισε με αίμα και το πρόσωπο του πατέρα μου. Ύστερα επέστρεψε στο βράχο για να κομματιάσει το κρανίο του ζώου και να πιει το μυαλό του. Κι ο λαός του ξέσπασε σε πανηγυρισμούς. Διότι ένα ήταν σίγουρο. Πως κάποιος από αυτούς τους νέους, θα έπαιρνε για γυναίκα την κόρη του αρχηγού. Ο νέος που θα έφερνε το δώρο που ζητούσε. Κι ανάμεσά τους ήταν κι ο πατέρας μου. Το ίδιο βράδυ, οι οκτώ νέοι ακολούθησαν τις μάγισσες στη σπηλιά. Εκεί βρήκαν και το αγοράκι με τα λαμπερά μαλλιά που έτρεμε σε μια γωνιά. Αφού τους έβαλαν να φάνε ωμά έντερα –που πρέπει να ήταν του σφαχτού- οι μάγισσες τούς έδειξαν το μαγικό χάρτη. Ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο με αίμα, σάρκα και ξανθές τρίχες κι απεικόνιζε το δρόμο για το θησαυρό που γύρευε ο αρχηγός. Η αποστολή τους δεν ήταν εύκολη, προκειμένου να τον βρουν έπρεπε να περάσουν από τις φωλιές άγριων λιονταριών, απ’ τα μονοπάτια μαλλιαρών ελεφάντων και τα λημέρια ανθρωποφάγων. Κι αν τα κατάφερναν όλα αυτά, θα έπρεπε να τον κλέψουν από τη σπηλιά ενός θεού. Κρίνοντας από το φρικαλέο σύμβολο που είχε ζωγραφιστεί μ’ εντόσθια κι ένα βγαλμένο θολό μάτι που κάποτε γυάλιζε καταγάλανο, ο θησαυρός θα πρέπει να ήταν κάποιο φυτό. Όλα αυτά φάνταζαν αδύνατα όμως όλοι ποθούσαν την κόρη του αρχηγού. Αλλά και να μην την ποθούσαν, ήξεραν πολύ καλά πως αν δεν ακολουθούσαν τις προσταγές του θα τους παλούκωναν. Έτσι λοιπόν το επόμενο πρωινό έφυγαν, παίρνοντας για οδηγό το παιδάκι με τα λαμπερά μαλλιά. Οι οκτώ άντρες ταξίδεψαν ως τις κορφές των Χιονισμένων Βουνών που παρέμεναν λευκές χειμώνα-καλοκαίρι και πέρα από αυτές. Στο δρόμο τούς χίμηξαν πεινασμένοι λύκοι κι άγρια λιοντάρια. Έπεσαν σε μια ενέδρα ανθρωποφάγων στην οποία δυο έχασαν τη ζωή του κι ένας ακόμα τραυματίστηκε. Ο άτυχος νέος εγκατέλειψε την πορεία λίγες μέρες μετά, όταν πια η πληγή του βρωμούσε φρικτά. Τους όρμισαν μαλλιαροί ελέφαντες κι έτρεξαν να κρυφτούν. Ο οδηγός τους δεν πρόλαβε και ποδοπατήθηκε. Όμως κόντευαν. Είχαν περάσει πια αμέτρητα φεγγάρια και βρήκαν εύκολα τη σπηλιά που είχαν ζωγραφίσει οι τρεις μάγισσες. Σαν μπήκαν το πρωινό εκείνο, αντίκρισαν ένα θέαμα που δεν είχαν φανταστεί ποτέ. Ένας θεός με τη μορφή πελώριας σαύρας, ίσα με τρεις ανθρώπους σε ύψος και πέντε σε μήκος κοιμόταν μπροστά στο άνοιγμα. Το στόμα του χωρούσε άνετα ένα κεφάλι και τα δόντια του ήταν μακριά ίσα με μια παλάμη και κοφτερά. Το τέρας είχε ξαπλώσει πάνω σε λιωμένα κόκαλα και κρανία ζώων. Τα πέντε εναπομείναντα παλικάρια περπάτησαν όσο πιο ανάλαφρα μπορούσαν για να μην ξυπνήσουν το πλάσμα. Κάποιος στραβοπάτησε θρυμματίζοντας ένα κρανίο, όμως για καλή τους τύχη δεν το ξύπνησαν και τελικά κατάφεραν να το προσπεράσουν. Συνέχισαν να βαδίζουν κρατώντας τις ανάσες τους. Στις σκοτεινές γωνιές μπορούσαν να αισθανθούν την παρουσία νυχτερίδων κι έτσι δεν έβγαλαν άχνα κι ας είχαν απομακρυνθεί από το τέρας. Τελικά το μονοπάτι τους οδήγησε σε μια, κλειστή από τα βράχια, λίμνη, έξω από τη σπηλιά. Κι εκεί το βρήκαν. Στις όχθες, είχαν φυτρώσει άνθη περίεργα, με μαβιά πέταλα, όπως είχαν ζωγραφίσει οι τρεις μάγισσες με τα φρικτά υλικά τους. Οι πέντε νέοι με δυσκολία κρατήθηκαν σιωπηλοί. Άρχισαν να ξεριζώνουν προσεκτικά τα λουλούδια ένα-ένα κι αφού είχαν πάρει αρκετά όλοι τους, κίνησαν για να φύγουν. Πέρασαν και πάλι προσεκτικά μπροστά από το σαυρόμορφο θεό και βγήκαν από τη σπηλιά κρατώντας στα χέρια τους τα λουλούδια. Έτρεχαν όλη τη μέρα μέχρι που το βράδυ σταμάτησαν σ’ ένα ξέφωτο του δάσους για να ξεκουραστούν. Έπεσαν για ύπνο νηστικοί, μα γεμάτοι χαρά, είχαν όλοι τους το μαγικό άνθος. Όμως ο πατέρας μου δεν πρόλαβε ν’ αποκοιμηθεί. Ξύπνησε ακούγοντας φωνές. Άνοιξε τα μάτια του κι είδε τους άντρες να έχουν μαζευτεί και να ανταλλάσσουν άναρθρες κραυγές. Το θέαμα τον ξένισε. Τους παρατήρησε υπό το φως του φεγγαριού. Οι φωνές τους δεν έβγαζαν νόημα. Δε μούγγριζαν, δε γρύλιζαν, απλώς έβγαζαν αλλόκοτους παρόμοιους ήχους, κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας μου δεν κατάλαβε τι συνέβαινε, όμως είχε μείνει έκπληκτος. Τότε μια τρελή ιδέα κεραυνοβόλησε το νου του. Μήπως είχαν μαγευτεί από το άνθος; Από το ξόρκι που ζητούσαν οι μάγισσες; Ο πατέρας μου παρατήρησε τα χείλη των υπόλοιπων... Γυάλιζαν και του φάνηκε σα να είχαν μαβιά απόχρωση. Έψαξε πλάι του, εκεί που είχε αφήσει τα πολύτιμα λουλούδια. Ψηλάφησε το χώμα αθόρυβα κι έπιασε ένα απ’ αυτά. Το έφερε στο στόμα διστακτικά και το δάγκωσε. Είχε πικρή γεύση. Ωστόσο το μάσησε, το κατάπιε και μονομιάς οι άναρθρες κραυγές έγιναν κάτι που ως τότε ο πατέρας μου δεν ήξερε πως υπάρχει. Οι σύντροφοί του δεν επικοινωνούσαν πια με κραυγές. Δεν εκφράζονταν με νοήματα. Δεν απειλούσαν με σπρωξιές και δε μιμούνταν φωνές ζώων. Μιλούσαν! «Έπρεπε να το δώσουμε στον αρχηγό!» ήταν οι πρώτες λέξεις που κατάλαβε κι είχαν βγει από το στόμα του αφέντη του. «Τότε γιατί το κατάπιες κι εσύ;» απάντησε ένας άλλος. Ο πατέρας μου κοιτούσε δίχως να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. «Για να ενώσω εγώ τις φυλές!» αποκρίθηκε με αυθάδεια ο αφέντης του. «Η μάνα σου είναι κατσίκα!» του αντιγύρισε ο ομιλητής του νευριασμένος. Ο αφέντης του πατέρα μου φάνηκε να κοκκινίζει υπό το φως του φεγγαριού. «Μη μαλώνετε», προσπάθησε ένας άλλος να τους χωρίσει. Μάταια. «Μη μιλάς εσύ, ποντικέ», του είπε ο αφέντης του πατέρα μου. Ο πρώην αντίπαλός του κάγχασε. Ο προσβεβλημένος γούρλωσε τα μάτια κι άρπαξε ευθύς το ρόπαλό του και του το έφερε στο κεφάλι. Ο αφέντης του πατέρα μου έβγαλε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στα πλευρά του. Κάποιος άλλος προσπάθησε να τους χωρίσει μόνο και μόνο για να δεχθεί ένα τσεκούρι στον ώμο. Ο πατέρας μου είχε μείνει άναυδος. Δεν ήξερε γιατί, δεν ήξερε πώς, ήξερε μόνο ότι μπορούσε να καταλάβει ό,τι έλεγαν και να... «Λύσσαξαν;» αναρωτήθηκε. Κι η σιωπή επανήλθε στο ξέφωτο που μόλις πριν από λίγο άκουγε για πρώτη φορά λαλιά ανθρώπου. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του. Δε χρειάστηκε να περάσει ούτε ανάσα για να καταλάβει. Άρπαξε αμέσως τα λουλούδια και το έβαλε στα πόδια. «Πιάστε τον», άκουσε πίσω του. Όμως ήταν αργά. Ο πατέρας μου είχε βγάλει φτερά. Όλο το βράδυ έτρεχε. Τσαλαβούτηξε στο παγωμένο νερό ενός ρυακιού για να κρύψει τα ίχνη του μέχρι που τα πόδια του πάγωσαν. Βάδισε ανάποδα, πατώντας στα προηγούμενά του ίχνη στη λάσπη, μέχρι που ζαλίστηκε. Κι όταν πια βεβαιώθηκε πως τον είχαν χάσει, έτρεξε λίγο ακόμα, μέχρι που εξαντλήθηκε. Μονάχα όταν δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του ξεκουράστηκε. Διέσχισε βουνά και λαγκάδια, δάση και κοιλάδες. Περπατούσε γοργά, δεν ήξερε αν οι υπόλοιποι επέστρεφαν ή αν είχαν αλληλοσκοτωθεί. Σ’ όλο το δρόμο συλλογιζόταν πώς έπρεπε να χρησιμοποιήσει το θησαυρό που είχε βρει, τα μαγικά άνθη. Τον κυνήγησαν θεριά, αγριόγατες και λιοντάρια του βουνού. Σκεφτόταν πώς η λαλιά θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του αρχηγού. Ακολούθησε μονοπάτια τριχωτών ελεφάντων κι απέφυγε ανθρωποφάγες φυλές. Αναρωτιόταν ακόμη κι αν έπρεπε να το δώσει στον αρχηγό. Βρήκε το δρόμο του γυρισμού κι έπειτα από φεγγάρια αμέτρητα, επέστρεψε ένα βράδυ στη σπηλιά των Λύκων. Είχε πια αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Πήγε μυστικά στις τρεις μάγισσες. Τις ξύπνησε και τις έδωσε από ένα λουλούδι. Εκείνες αφού το έφαγαν λαίμαργα, έμειναν άναυδες να τον κοιτάζουν καθώς για πρώτη φορά τις μιλούσε. Κι εκείνες καταλάβαιναν! Εξήγησε το σχέδιό του κι εκείνες συμφώνησαν. Τις έδωσε τα υπόλοιπα φύλλα του άνθους. Κράτησε για τον εαυτό του μονάχα δύο. Έπειτα πήγε στον αρχηγό. Του χάρισε κι αυτού ένα. Μόλις εκείνος το κατάπιε, του μίλησε. Του διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Του είπε πως στο δρόμο είχε σκεφτεί πολύ κι είχε καταλάβει πως αυτό το λουλούδι ήταν ο θησαυρός που γύρευε. Ο τρόπος να υποτάξει τις γειτονικές φυλές. Ο αρχηγός τον ρώτησε δύσπιστος πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο κι ο πατέρας μου του περιέγραψε το όραμά του. Καλλιεργώντας το φυτό και δίνοντάς το σε όλους τους υπηκόους του. Όταν θα μάθαιναν όλοι να μιλούν, θα καταλάβαιναν καλά τις προσταγές του κι έτσι θα μπορούσε να ελέγχει ακόμα περισσότερους άντρες. Ο αρχηγός έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει σκεπτικός. Όταν τελικά μίλησε ήταν για να πει: «Είσαι κουτός σαν αγριοβούβαλο! Φυσικά και δεν είναι τούτο το λουλούδι ο θησαυρός που γύρευα! Οι τρεις μάγισσες είναι άχρηστες. Έχεις δει τους τριχωτούς ελέφαντες που είναι παντοδύναμοι να μιλούν; Έχεις δει τα λιοντάρια να συζητούν; Η λαλιά είναι άχρηστη!» Και μ’ αυτές τις κουβέντες ο αρχηγός χίμηξε να σφάξει τον πατέρα μου. Όμως δεν ήταν μόνος του. Οι τρεις μάγισσες και τα πρωτοπαλίκαρα της φυλής που δεν είχαν φύγει προς αναζήτηση του φυτού εμφανίστηκαν κι είχαν όλοι μαβιά χείλια. Άνοιξαν έναν κύκλο γύρω τους κι ορκίστηκαν εκεί μπροστά πως όποιος έβγαινε απ’ αυτόν θα ήταν ο επόμενος αρχηγός της φυλής. Δε θα σας πω, πώς ο πατέρας μου σκότωσε τον αρχηγό των Λύκων σ’ εκείνη τη μονομαχία. Άλλοι λένε πως οι μάγισσες τού χάρισαν προστατευτικά ξόρκια κι άλλοι πως απλώς ο αντίπαλός του τον είχε υποτιμήσει. Άλλοι λένε πως φώναζε βρισιές και προσβολές που έκαναν τον αρχηγό να εκνευριστεί και τελικά να χάσει. Τέλος, πολλοί είναι αυτοί που υποστήριξαν πως ο πατέρας μου δε βρήκε ποτέ κανένα μαγικό άνθος, απλώς πέρασε μαζί με τους υπόλοιπους νέους της αποστολής, εκείνη την άνοιξη, με τη φυλή του κοριτσιού και του αγοριού με τα λαμπερά μαλλιά. Η φυλή εκείνη τάχα είχε ήδη μάθει να μιλάει αλλά και να καλλιεργεί λουλούδια κι άλλα φυτά. Έτσι, όταν ο πατέρας μου γύρισε, δίδαξε δήθεν τη γλώσσα τους αλλά και την τέχνη της καλλιέργειας στη φυλή των Λύκων, αφού σκότωσε τον αρχηγό σε μονομαχία. Ωστόσο καμιά απ’ αυτές τις λεπτομέρειες δεν έχει σημασία. Ο αρχηγός των Λύκων έμεινε για πάντα δίχως όνομα, το αγοράκι και το κοριτσάκι με τα λαμπερά μαλλιά πέθαναν κι οι υπόλοιποι νέοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Το σημαντικό είναι πως αφού ο πατέρας μου νίκησε, έγινε αρχηγός της φυλής κι ας ήταν σκλάβος τους. Μίλησε στους Λύκους κι εκείνοι τον δέχτηκαν πανηγυρικά, καθώς οι τρεις μάγισσες συμφωνούσαν. Γιατί ήταν αυτός που τους είχε μάθει να μιλούν. Κι υποσχέθηκε να φυτέψουν και στα δικά τους ποτάμια το σπάνιο λουλούδι για να μαθαίνει κάθε άνθρωπος που γεννιέται να μιλάει. Και με το όπλο της γλώσσας κατόρθωσε να ενώσει στα χρόνια που θα έρχονταν όλες τις φυλές των Βουνών του Χιονιού. Και για όλα αυτά που ήρθαν και για όσα θα έρχονταν, εκείνο το βράδυ στη σπηλιά όλοι γιόρτασαν ξέφρενα. Έψησαν κρέας, έβγαλαν ονόματα για τον καθένα κι έβαλαν τον πατέρα μου να σφάξει ένα αγριοκάτσικο ενώ το βίαζε μπροστά τους. Κάποιος τον φώναξε τράγο κι έτσι έμεινε το όνομά του. Μόνο πολύ αργότερα τον αποκάλεσαν Σοφό, γιατί εκείνο το βράδυ κανείς δεν είχε το νου του σε σοφίες. Κι ήταν μονάχα μία η ψυχή που δεν πανηγύριζε. Εκείνη. Παρέμεινε στο λαγούμι της και δε βγήκε από εκεί κι ας είχε μυρίσει τσίκνα όλη η σπηλιά. Κι όταν η γιορτή έληξε κι όλοι είχαν πλαγιάσει χορτάτοι και χαρούμενοι, ο πατέρας μου τη βρήκε εκεί, να τον περιμένει. Μπορούσε να τη φορτώσει στον ώμο του και να την πάει σηκωτή στις τρεις μάγισσες για να την κάνει γυναίκα του μπροστά τους. Όμως ο πατέρας μου δεν άσκησε τα δικαιώματά του. Την πλησίασε ήρεμα μέχρι που ένιωθε τη ζεστή της ανάσα. Μα όταν άπλωσε το χέρι του, εκείνη τραβήχτηκε πάλι. Τότε ο πατέρας μου έβγαλε το τελευταίο λουλούδι και το έφερε στα απαλά της χείλη. Και μόλις εκείνη το έφαγε της μίλησε. «Σ’ αγαπώ», της είπε. Και τότε εκείνη τον άφησε να την αγγίξει. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Όταν ξεκίνησα να διαβάζω, αναρωτήθηκα τι σκοπό είχε όλη αυτή η ωμή βία, και τελικά μου απάντησες με το παραπάνω! Δουλεύει άψογα, μαγειρεύοντας το τελικό αποτέλεσμα. Πολύ ωραίο διήγημα, η γλώσσα είναι στρωτή και η αφήγηση πλήρης, δεν αφήνει ερωτηματικά. Αυτά είχα να πω, λυπάμαι αν είναι λίγα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 πιστεύω οτι λίγο πιο απλή γραφή σε ορισμένα σημεία θα ήταν καλήτερα και κάποιες περισσότερες πληροφορίες για τα τελετουργίκα τους, γιατι σε ενά σημείο κόλλησα. αλλά κράτησε στο pc μου ανέτα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Φίλε μου Solonor έγραψες μια δυνατή ιστορία, δωσμένη με ωμό, πρωτόγονο στυλ, με σκληρές περιγραφές που ξαφνιάζουν και ξεφεύγουν από την "χολυγουντιανή" πεπατημένη. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που η ζωή είναι αυτή που είναι, χωρίς ηθικολογίες και άλλοθι. Θα ήταν και αστείο να μιλούμε για καλούς και κακούς. Ακόμα και ο ήρωας σου δεν έχει να ζητήσει συγνώμη για καμιά από τις πράξεις του, πράττει όπως θα έπραττε ο καθένας και κερδίζει βάση πανουργίας, τύχης και αποφασιστηκότητας. Όλο αυτό όμως δεν είναι προετοιμασία για ένα...καλαμπούρι, έτσι; Συγνώμη, αλλά στην τελική ατάκα μου στάθηκε το ποπ-κορν στο λαιμό! Αυτό το "Σ'αγαπώ" από που ξεφύτρωσε; Αναιρεί αυτόματα όλα όσα προηγήθηκαν. Το "εγώ τώρα επιτέλους βάλω κάτω εσένα και πετάξω τα μάτια έξω" θα το δεχόμουν. Το "Σ'αγαπώ" όμως ανήκει σε τελείως άλλη εποχή ή ανεγκεφαλικά σε χολυγουντιανό φινάλε. Αυτή είναι η γνώμη μου και μπορεί να μην συμφωνούν όλοι μαζί μου. Αλλιώς, η διορθωσούλα που θα το έσιαζε είναι πολύ μικρή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα του προίστορικού φάντασυ, και βρήκα πάρα πολύ καλό το εύρημα της ανακάλυψης του λόγου . Με ενόχλησε όμως πραγματικά όλη αυτή η βία - και δη η σεξουαλική. Όχι, γιατί είμαι μυγιάγγιχτος. Το εξηγώ: Οι άνθρωποι που περιγράφεις, είναι όντως πρωτόγονοι, απολίτιστοι και ζωώδεις. Παίρνουν ό,τι θέλουν με τη βία, γιατί τους ενδιαφέρει να επιβιώσουν. Συνεχίζουν όμως να είναι άνθρωποι. (Που ακόμα και ζώα να είχες για πρωταγωνιστές, αυτή η βία συνεχίζει να είναι εξωφρενική). Και, ρε γαμώτο, δεν κατάλαβα γιατί να βιάζουν τα κατσίκια, πραγματικά. Σε ιστορικές, ή μάλλον προϊστορικές, ανακρίβειες δε θα σταθώ, γιατί είναι ιστορία φάντασυ. Όσο για το τέλος, που επισημαίνει ο Ντίνος, πιστεύω ότι θέλησες να εννοήσεις ότι, ανακαλύπτοντας το λόγο , οι άνθρωποι αρχίζουν να γίνονται πιο πολιτισμένοι και να έρχονται σε επαφή με τα αισθήματά τους. Πριν όμως πει το σ' αγαπώ , έχει πάλι βιάσει το κατσίκι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 +1 στο παραπάνω... Πραγματικά, με ενόχλησε αφάνταστα και δύσκολα το ξεπέρασα για να τη διαβάσω ολόκληρη. Όμως, υποθέτω, πως αυτό είναι που ήθελες κι άρα αυτό το σχόλιο είναι καλό. Το κακό στην υπόθεση είναι πως όντως, είχες αυτή την υπέροχη σύλληψη για τη γλώσσα και την εκμεταλλεύτηκες ελάχιστα, ίσα ίσα για να προλάβουμε να την πάρουμε χαμπάρι. Κι αυτό, όχι διαβάζοντας, αλλά φέρνοντάς το μετά στο μυαλό μας, μετά από επεξεργασία. Την οποία μάλιστα δεν ήθελα να κάνω ακριβώς επειδή η βία, κι όχι τόσο προς την άλλη φυλή, αλλά προς τα ζώα περισσότερο, ήταν τόση που για κανένα λόγο δεν ήθελα να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η ιστορία μέσα στο μυαλό μου. Δηλαδή, οκ, πέρα από τα κατσίκια, ήταν τόσο απαραίτητο να ξεκληρήσουν το ζωικό βασίλειο για να κάνουν δώρα στον αρχηγό μπας και πάρουν την κόρη του? Δεν υπήρχαν άλλα πράγματα να του προσφέρουν? Επίσης, μέχρι να αρχήσουν να μιλάνε δεν το είχα πιάσει ότι προηγουμένως δε μιλούσαν. Εκεί τα κατάλαβα και τα δύο μαζί. Δεν θεωρώ πως θα έπρεπε, απλά το αναφέρω για να μπορείς να το συγκρίνεις με αυτό που είχες στο μυαλό σου. Εμένα μάλλον μου άρεσε το συγκεκριμένο, ήταν διπλή συνειδητοποιήση και δούλεψε θετικά με έναν περίεργο τρόπο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Λοιπόν, η όλη φάση με την ωμή βία μου άρεσε τρελά. Σαν περιγραφή από τρίτο ακουγόταν ξερή κάπως αλλά χαλάλι γιατί την περιγράφει ένας πρωτόγονος. Αυτό που δεν μου άρεσε ήταν η βολική εξέληξη της πλοκής. Απλές απορίες που μείνανε όπως Που το μάθανε οι μάγισσες το φυτό Ποιός το έβαλε εκεί να το φυλάνε Τι το θέλανε Γιατί διαλέξαν και τον πατέρα αφού ήταν σκλάβος Γιατί φάγανε το φυτό αφού δεν ξέρανε τι κάνει Πως γλύτωσε ο πατέρας και από τους υπόλοιπους αλλά και από τα θηρία και επέστρεψε σώος Πως έπεισε τις μάγισσες και τους νέους αφού ήταν σκλάβος και εκείνοι βαλτοί να τον σκοτώσουνε Γιατί ο αρχηγός των λύκων λέει ότι η ομιλία είναι άχρηστη αφού έδωσε μόλις ένα καλό επιχείημα που του δίνει δίκιο χωρίς να καταφύγει στην βία Πως το να λες σ'αγαπώ σημαίνει κι ότι έχεις την κατανόηση της λέξης ενώ πιο πριν δεν την χρησιμοποιούσες Και φυσικά ήταν πολύ τηρένιο το όλο "ο γιός που εκδικείται τον θάνατο του πατέρα του, παίρνει την φυλή και το κορίτσι του κακού" Πολλές ασάφιες που καταντάνε συμβάσεις αλλά κατά τα άλλα ήταν καλό... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Αρκετα καλο συνολικα και εξυπνο συνολικα. Με ξενισαν μερικα σημεια οπως το βιασμα του κατσικιτου κτλ αλλα το γενικο αποτελεσμα αποζυμιωνει και με το παραπανω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Πσσ! Πολύ ωραίο τέλος. (μπράβο) Ζαχαρώσαμε. Αλήθεια, το σ’ αγαπώ δεν μου έκατσε καθόλου άσχημα. ήταν πολύ πρώτο. Μάλλον το λουλούδι μού έκανε σαν τον μονόλιθο της οδύσσειας του διαστήματος, που βοηθάει την ανθρωπότητα να κάνει ένα αλμα εξελικτικό, κάθε φορά που εμφανίζεται. Οπότε κόλλησα με τη δράση του και δεν με ένοιαξε αν ταιριάζει με τα προηγούμενα. Είχα να διαβάσω ιστορία με πρωτόγονους από το 2004, όταν διάβασα τους ‘κυνηγούς των μαμούθ’ (με την Άιλα και τον Τζονταλάρ) και θυμάμαι δεν είχα μείνει ικανοποιημένος. Καλύτερα Ζοζέφ Ρονύ. Τσίμπησα λοιπόν με το προϊστορικό της υπόθεσης, που, έτσι κι αλλιώς, είναι αρκετά πρωτότυπο σαν θέμα κι έχει και τις δικές του ιδιαιτερότητες. Η ίδια η ιστορία, αν και στα διάφορα επιμέρους τμήματά της δεν ξεχειλίζει από πρωτοτυπία, ωστόσο, χάρις στην ιδέα σου με το λουλούδι και τη λαλιά, κέρδισε για μένα πολλούς πόντους. Ήταν έξυπνη κίνηση και σε προκαλεί να δώσεις μεγαλύτερη προσοχή, απομακρύνοντας την ιστορία από τις απλές σφαγές κτλ. (μπράβο) Ξαναλέω ότι το τέλος μου άρεσε πολύ. Κάτι ψηλά: 1)Επαναλαμβάνονται πολλές φορές τα ‘πατέρας μου’ και ‘πατέρας του πατέρα μου’. Από τη στιγμή που υπάρχουν και τα ‘ο σοφός τράγος’ και ‘παππούς’ αντίστοιχα, δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην τα χρησιμοποιήσεις. 2)Το ψειρίζω, αλλά πώς γίνεται και το αγοράκι ξέρει το μυστικό καταφύγιο, αφού δεν το έχουν φιλοξενήσει στη σπηλιά; 3)‘’Ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο με αίμα, σάρκα και ξανθές τρίχες κι απεικόνιζε το δρόμο για το θησαυρό που γύρευε ο αρχηγός.’’ ‘’Κρίνοντας από το φρικαλέο σύμβολο που είχε ζωγραφιστεί μ’ εντόσθια κι ένα βγαλμένο θολό μάτι που κάποτε γυάλιζε καταγάλανο, ο θησαυρός θα πρέπει να ήταν κάποιο φυτό.’’ Δεν μασάω μ’ αυτά, οπότε… ΩΡΑΙΑ ΓΚΟΡΙΛΑ. (μπράβο) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Πραγματικά πρωτότυπος ο θησαυρός. Στα συν. Καλή ιδέα να πας σε προϊστορικές εποχές - θέτει και εντελώς διαφορετικούς κανόνες από το ψευδομεσαιωνικό περιβάλλον που είναι η κλασική καρδιά της φάντασυ. Προσφέρει μια άλλη ατμόσφαιρα. Κι αυτό στα συν. Όπως ανέφερε και η Κιάρα νωρίτερα, δεν είχα φανταστεί ότι δεν μιλούσαν μέχρι που ...μίλησαν. Ομολογώ πως ήταν πολύ αποκαλυπτικό το σημείο. Για τη βία, εχμ, στα είπαν κι άλλοι. Συμφωνώ με όσους τη βρήκαν υπερβολική. -Όχι επειδή είναι ή δεν είναι υπερβολική, αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι τη χρησιμοποιείς ως μέτρο του μετέπειτα εκπολιτισμού τους. Ωστόσο, κάποια σκληρά έθιμα φαίνεται ότι συνεχίστηκαν, όπως το ότι συνέχισαν να βιάζουν κατσίκια ή ότι θα μπορούσε να βιάσει την κοπέλα μπροστά στις τρεις μάγισσες ή ακόμα ότι έπρεπε να σκοτώσει τον προηγούμενο αρχηγό για να πάρει τη θέση του. Τώρα, μερικά τεχνικά σημεία: Ο τίτλος μαρτυράει πολλά πράγματα από την αρχή. Ας πούμε ξέρω από την αρχή ότι θα διαβάσω μια ιστορία επιτυχίας. Αυτό δε με χαλάει, αλλά οπωσδήποτε λείπει το στοιχείο της έκπληξης. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι ο γιος μιλάει για τον πατέρα του και για τα όσα κατάφερε, δεν έχουμε στιγμή αμφιβολία για το αν θα βρει το θησαυρό και για το ότι όλα θα του πάνε καλά -Τουλάχιστον στη νεανική του ηλικία και μέχρι να αποκτήσει απόγονο. Αν το θέλεις έτσι, έχει καλώς. Αν όχι, χρειάζεται ίσως να κρυφτεί η ταυτότητα του αφηγητή και η σχέση του με τον ήρωα της ιστορίας. Η γραφή ήταν αρκετά περιεκτική: μέσα από τις λέξεις που έθετε σαν όριο ο διαγωνισμός, κατάφερες να δώσεις πάρα πολλά στοιχεία της πρωτόγονης κοινωνίας, των δυο φυλών, των τεράτων, του κυνηγιού, των εθίμων. Η κοσμοπλασία ήταν όντως πολύ δυνατή. Τέλος, παρά το ότι δεν είμαι σίγουρη τι θα έλεγε ο πρωτόγονος στην πρωτόγονη, δε θα αρνηθώ ότι το χάπυ έντ δε με χαλάει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 πάλι με εχουν ψιλοκαλύψει οι προλαλήσαντες αλλα θα σταθώ σε μερικα σημεία: 1. μου αρεσε ο κόσμος σαν στησιμο και ο τρόπος που εχεις παρουσιασει μερικά τελετουργικα και φολκλορ στοιχεία αλλα απο κει και περα: 2. δεν δινεις νόημα στις τελετουργίες, ουτε καν τις κανεις να φαίνονται σα κατι τυποποιημένο. 3. εφ οσον ξεραν οτι οι Λυκοι ειναι στη φαση που ειναι αφηναν φρουρους να κοιμουνται? 4. χανεις πολυ απο την ατμοσφαιρα που θα μπορουσες να εχεις δημιουργησει και δεν το έκανες, παιζεις ποιο πολυ με παραθεση και αναφορά γεγονότων παρα με το χωρο και το κόσμο. 5. το σ αγαπω στο τέλος δε διακιολογειται, και δε μιλαω κοινωνικοπολιτισμικα μα απο το πρίσμα της αφήγησης, πως την αγαπα δηλαδη; επιδη εχει ωραιο κολο; και αν ναι γιατι βιαζει τη κατσικα πρωτα ( οπως προαναφέρθει) επισεις αλλα ζωα δεν ειχαν να βιασουν; πολυ κατσικομπηχτες ρε παιδι μου, πραγμα που δε ταιριαζει και πολυ σε μια κοινωνια που μπορεις να βιασεις ας πουμε μια γυναικα πρεπει να αποχωρισω απο το γραφειο οποτε το κόβω εδω ηταν μια προτότυπη προοπτική παντως στο θέμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Σόλονορ έκανες κάτι που εμένα μ'αρέσει και το βάζω στα υπέρ: ρίσκαρες με κάτι που είναι εκτός κλισέ και μη εμπορικό (θα λεγα). Το θέμα όμως είναι... γιατί; Εγώ τουλάχιστον δεν είδα το τι μήνυμα αποσκοπούσες να μεταδόσεις, ή σωστότερα δεν ήταν κάτι το τόσο ξεχωριστό ώστε να δικαιολογήσει την τόση ωμότητα. Ο λόγος ουσιαστικά είναι ένα μέσο επικοινωνίας. Οι προϊστορικοί είχαν άλλους τρόπους επικοινωνίας, απλά δεν ήταν σαν τους δικούς μας. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτό καθορίζει τον πολιτισμό ενός είδους. Επίσης, υπάρχουν κάποια σημεία που δεν ταιριάζουν σ'αυτή την εποχή και στις συνήθειες αυτών των ανθρώπων. Οι προιστορικοί άνθρωποι ήταν απολίτιστοι, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το βιασμό κατσικιών! Ο βιασμός άλλων ανθρώπων οκ, θα ταν πιο λογικός. Επίσης δε βλέπω τη χρησιμότητα του να πίνουν τα μυαλά των άλλων... Πάντως πέραν όλων αυτών (σε πήρα απ' τη μούρη!!!) είχε ωραία εξέλιξη η ιστορία, κυλούσε καλά κι είχε ξεκάθαρες (παραξεκάθαρες θα λεγα!!) εικόνες! Εν κατακλήδει συμφωνώ μ' αυτό που πε ο Ντίνος κι η Νίενορ. Γενικά πάντως ήταν μια... ενδιαφέρουσα προσπάθεια με αρκετή πρωτοτυπία σίγουρα!! Καλή επιτυχία και καλές γιορτές!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, για το πλεονέκτημα της γλώσσας και πώς το κερδίζεις με το μαγικό άνθος. Όμως, εμφανίζεται στο τέλος του διηγήματος και δεν κυριαρχεί, όπως θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου. Το ύφος είναι πολύ περιγραφικό και δεν κατορθώνει να μεταφέρει συναισθήματα, τουλάχιστον σε εμένα, παρόλο που φαίνεται ότι θέλεις να εμπλέξεις τον αναγνώστη. Οι σκηνές δεν ζωντανεύουν, όπως θα έπρεπε, πλην ίσως της επαφής του ήρωα με την κόρη του αρχηγού. Ο σαυρόμορφος θεός δείχνει πολύ άχρηστος για να βρίσκεται εκεί. Νομίζω ότι ασχολείσαι πολύ με λεπτομέρειες που ίσως δεν έχουν σημασία και δεν δίνεις όσο χρόνο χρειάζεται στην αναζήτηση και στη συνέχεια της. Η τελική μάχη αρχηγού-σκλάβου είναι πολύ συνοπτική (μάλλον λόγω αριθμού λέξεων). Ο ήρωας κινείται πολύ εύκολα και με άνεση κατά τη διάρκεια της σκλαβιάς του. Γενικά, θέλεις να πεις πολλά πράγματα δε λίγο χώρο. Μάλλον, με περισσότερες λέξεις και με καλύτερη αληθοφάνεια θα πετύχαινες περισσότερα. Η ιστορία του σοφού τραγου,sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted December 27, 2009 Share Posted December 27, 2009 Έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, για το πλεονέκτημα της γλώσσας και πώς το κερδίζεις με το μαγικό άνθος. Όμως, εμφανίζεται στο τέλος του διηγήματος και δεν κυριαρχεί, όπως θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου. Το ύφος είναι πολύ περιγραφικό και δεν κατορθώνει να μεταφέρει συναισθήματα, τουλάχιστον σε εμένα, παρόλο που φαίνεται ότι θέλεις να εμπλέξεις τον αναγνώστη. Οι σκηνές δεν ζωντανεύουν, όπως θα έπρεπε, πλην ίσως της επαφής του ήρωα με την κόρη του αρχηγού. Ο σαυρόμορφος θεός δείχνει πολύ άχρηστος για να βρίσκεται εκεί. Νομίζω ότι ασχολείσαι πολύ με λεπτομέρειες που ίσως δεν έχουν σημασία και δεν δίνεις όσο χρόνο χρειάζεται στην αναζήτηση και στη συνέχεια της. Η τελική μάχη αρχηγού-σκλάβου είναι πολύ συνοπτική (μάλλον λόγω αριθμού λέξεων). Ο ήρωας κινείται πολύ εύκολα και με άνεση κατά τη διάρκεια της σκλαβιάς του. Γενικά, θέλεις να πεις πολλά πράγματα δε λίγο χώρο. Μάλλον, με περισσότερες λέξεις και με καλύτερη αληθοφάνεια θα πετύχαινες περισσότερα. +1 1) Επίσης: Μπορείς απλώς να αφαιρέσεις τον αφηγητή. Κάνοντας τον πατέρα του έμμεσο αφηγητή, θα έχουμε την αγωνία του τι θα γίνει στο τέλος. 2) Γενικά χρειάζεται μια προσοχή στο ποιες πράξεις βίας θα είχαν νόημα όσον αφορά την επιβίωση της φυλής και του ατόμου. 3) Σε μια τόσο μικρή έκταση, οτιδήποτε περιττό (όπως ο σαυρόμορφος θεός) απλά αφαιρείται. 4) Αυτό θα σου έδινε και χώρο για να βελτιώσεις τις περιγραφές σου και να βάλεις τον αναγνώστη πιο κοντα στους χαρακτήρες, που τώρα φαίνονται απλώς να τρέχουν πάνω - κάτω χωρίς να προλαβαίνουμε να ταυτιστούμε μαζί τους. Δούλεψε τις σκηνές σου όπως εκείνες που δείχνεις την προσέγγιση του ζευγαριού. Είναι με διαφορά οι καλύτερες της ιστορίας σου. 5) Check: από πότε ο άνθρωπος άρχισε να φιλάει στο στόμα; Πιθανότατα από περίπου τότε, αλλά έχει ενδιαφέρον να το μάθουμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Μου άρεσε. Και η βία δε με πείραξε, ανέχτηκα με ευκολία τον βιασμό των κατσικιών, διάβασα με ενδιαφέρον αυτό το πρωτόγονο φάνταζι με τις άγριες φυλές και στη σκληρή ζωή τους. Ρεαλισμός, ζωντανές εικόνες, δεν υπηρχε ωραιοποίηση σε τίποτα. Μπράβο! Αλλά το τέλος δε μου άρεσε. Με χάλασε. Αυτός της είπε σ' αγαπω και μόλις είχε βιάσει το κατσίκι!!! Δε μου δείχνει οτι εκπολιτίστηκε αυτός ο άνθρωπος ώστε να νιωσω ότι έχει καταλάβει την πραγματική σημασία του σ'αγαπώ και την αισθάνεται, όπως όταν τη λέμε εμείς! Ήξερε τη λέξη αλλά νομίζω ότι η σημασία της γι' αυτόν πρέπει να ήταν διαφορετική απ'οτι για μας! Η γυναίκα απ'την άλλη... Αυτό που του το έπαιζε δύσκολη ακόμη και αφού είχε γίνει αρχηγός αυτός...εεε υπερβολή! Δηλαδή με όσα είχε περάσει η συγκεκριμένη, απ'τον πατέρα της, απ'τις μάγισσες, με όσα είχε δει μεσα στη φυλή της, ήταν κι ευαίσθητη και φοβόταν και ήθελε αγάπες και λουλούδια για να του κάτσει;; Η ιστορία σου βασίζεται στον ρεαλισμό, θα το ήθελα και στο τέλος! Συνολικά μου άρεσε πολύ (ευτυχώς δεν έτρωγα τπτ ενώ το διαβαζα), πολύ καλή δουλειά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Μια ιστορία ειπωμένη με θάρρος και στη σωστή γλώσσα. Τι μου άρεσε: Η ακομπλεξάριστη καφρίλα. Ή μάλλον όχι καφρίλα, όσο ωμή αληθοφάνεια. Μπορεί να νομίζουμε ότι οι πρόγονοί μας στις σπηλιές δεν ήταν τόσο βάρβαροι πια, αλλά πολλές από τις ανακαλύψεις που έχουν γίνει τελευταία λένε ότι ίσως ήταν και πιο βάρβαροι ακόμη. Οι περιγραφές τω τελετών. Τι δε μου άρεσε: Δεν είμαι σίγουρη. Υπάρχει κάτι που το αποδυναμώνει. Ίσως το πρώτο μέρος να είναι πιο εκτεταμένο απ’ όσο έπρεπε. Ίσως να χρειάζεται μεγαλύτερη ανάπτυξη του ίδιου του ταξιδιού. Κάτι που το χρειαζόμουν είναι να υπονοείς στο πρώτο μέρος ότι συνεννοούνται αλλά με άλλους τρόπους κι όχι με ομιλία. Αυτό θα έπρεπε να γίνει εξ αρχής σχεδόν ξεκάθαρο. Θα σου αυξήσει και την αληθοφάνεια έτσι. Μια λεπτομέρεια που μου χτύπησε: μια λέαινα είναι εξ ορισμού άγρια. Η λέξη «αγριολέαινα» είναι εξόφθαλμος πλεονασμός. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.