Cassandra Gotha Posted December 18, 2009 Share Posted December 18, 2009 Τίτλος: Η Ουσία Της Μαγείας Βία: Όχι Σεξ:Όχι Λέξεις: 2975 Αυτοτελής: Κανείς δεν ξέρει, αλλά ας πούμε Ναι. «Ωραία λοιπόν…» είπε ο μάγος λαχανιασμένα, «καλώ το πνεύ-μα-αα-αααα»… αλλά δεν τέλειωσε τη φράση του. Η φωνή του ακούστηκε σαν γυαλί που έσπαγε σε χίλια κομμάτια, καθώς η λάμψη τον βρήκε με το ραβδί σηκωμένο ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του, και το στόμα του διάπλατα ανοιχτό, έτοιμο να πει το ξόρκι. Και έμεινε έτσι. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ‘μαρμάρωσε στη θέση του’, ή ακόμα πως ‘έμεινε στήλη άλατος’, όμως η ακριβής έκφραση είναι ασφαλώς ‘έμεινε στον τόπο’. Γιατί ο μάγος έμεινε μέσα στο σάρκινο δοχείο του, χωρίς να μπορεί να το κουνήσει, αλλά ούτε να μπορεί να το αποχωριστεί. Έμεινε να κοιτάζει με τυφλά μάτια την εχθρική φιγούρα απέναντί του, που γέλασε ευχαριστημένα βλέποντας τη Μαγεία να στρέφεται εναντίον του τελευταίου της πρόμαχου. «Έλα, μάγε, πες μου πού το έκρυψες και θα σε αποτελειώσω ανώδυνα». «Δεν μπορείς» σκέφτηκε ο μάγος, αλλά δεν ακούστηκε λέξη. Δεν ήταν σε θέση να κουνήσει ούτε τα χείλια του. Μια θυμωμένη κραυγή ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε, καθώς η Μαγεία έστειλε σπλαχνικά τη λήθη στο μυαλό του, προστατεύοντάς τον από τις επιθέσεις της Λογικής. Ή μάλλον, από τις επιθέσεις του πρόμαχού της, γιατί η Λογική και η Μαγεία ποτέ δεν εμφανίζονταν στη γη. Χρησιμοποιούσαν ανθρώπινους στρατούς για να πολεμάνε, κι αυτοί οι δύο πολεμιστές ήταν οι τελευταίοι της γενιάς τους. Ο ιππότης της Λογικής όμως, ήταν σε σαφώς πλεονεκτική θέση, μιας και ο μάγος είχε κουραστεί από ώρα. Η Μαγεία λοιπόν τον προστάτεψε χαρίζοντάς του τη ζωή, δίνοντας όμως έτσι στη Λογική το προβάδισμα, αφού ο πολεμιστής θα ξέφευγε και θα μάζευε στρατό εκ νέου, με όλη του την άνεση. Από τότε οι άνθρωποι παλεύανε μόνοι τους να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες και τους κινδύνους της ζωής, χωρίς μαγικά όπλα, ευχές και κατάρες. Και λίγοι ήταν αυτοί που θυμούνταν ότι κάποτε μπορούσε κανείς να πετά πάνω σε μαγεμένα κούτσουρα ή κουρελούδες, και να τρίβει λυχνάρια για να καλεί βοήθεια. Πάντως, αν και η Μαγεία δέχτηκε γερό πλήγμα εκείνη τη μέρα, σοφή καθώς ήταν έκρυβε αυτό που ίσως να την ένωνε ξανά κάποτε με τους ανθρώπους. Αρκεί να έφτανε στα χέρια του τελευταίου μάγου, που ζούσε μέσα στον προστατευτικό κρύσταλλο. Εξάλλου, ο ίδιος το είχε κρύψει με τα χέρια του, υπακούοντας την κυρά κι αφέντρα του. ** Στο δωμάτιο ο αέρας ήταν βρωμερός, κι η Λένια ένιωθε πως θα λιποθυμούσε αν δεν άνοιγε ένα παράθυρο. Δεν είχε άδικο, αφού δυο άρρωστοι με πυρετό και μια κότα έβραζαν στο ζουμί τους εκεί μέσα. «Να φροντίζω τους αρρώστους είναι εντάξει, αλλά να αναπνέω τα χνώτα τους είναι κάτι που δεν θα το αντέξω άλλο» σκέφτηκε λίγο πιο φωναχτά απ’ ό,τι ήθελε η κοπέλα. Ήταν μια κακή συνήθεια που καταλάβαινε ότι ίσως θα ήταν συνετό αν την έκοβε κάποτε, το να σκέφτεται φωναχτά. Ο ένας από τους δύο εμπύρετους λαβωμένους πολεμιστές έβηξε ξαφνικά, μ’ έναν ηχηρό, υγρό βήχα που κατέληξε σε κάτι απαίσιο, το οποίο μάλλον κατάπιε, σα να το έκανε επίτηδες για να την αναγουλιάσει. Η Λένια σηκώθηκε λέγοντας (αυτή τη φορά από μέσα της) ‘Αυτό ήταν! Σε λίγο θ’ αρρωστήσω κι εγώ’, και κοίταξε προς την εξώπορτα. Η Μάμα Πιένκνα ήταν στην αποθήκη και η μικρή άδραξε την ευκαιρία να βάλει λίγο φρέσκο αέρα στο χώρο. Πήρε τη μασιά απ’ το τζάκι και πήγε στο παράθυρο. Προσεκτικά, με μικρά χτυπήματα, έσπασε ένα από τα τζαμάκια του και μάζεψε τα γυαλιά που έπεσαν στο πάτωμα. «Ωραία», σκέφτηκε, «τώρα μάλιστα». Έκρυψε τα σπασμένα κομμάτια στα σκουπίδια και ξανακάθισε στο σκαμνάκι της, συνεχίζοντας την ανάγνωση του «Ό,τι θέλετε να ξέρετε για τα κόπρανα και σιχαίνεστε να ρωτήσετε», ένα πολύ χρήσιμο εγχειρίδιο ελέγχου της υγείας με βάση την όψη, την οσμή και την υφή των κοπράνων. Πολύ χρήσιμο, πράγματι. Πες μου τι αφοδεύεις να σου πω ποιος είσαι. Η πόρτα άνοιξε και η Μάμα Πιένκνα μπήκε, κρατώντας ξύλα για τη φωτιά. «Λένια, κάνε μου τη χάρη να κοιτάξεις-» Αλλά ξέχασε κι η ίδια τι ήθελε να κοιτάξει η μαθητευόμενή της, όταν το μάτι της έπεσε στο παράθυρο. ‘Μα πώς… Τίποτα δεν ξεφεύγει από την όραση αυτής της γυναίκας;’ σκέφτηκε η Λένια, προσπαθώντας να κάνει την αδιάφορη. «Ναι; Τι να κοιτάξω;» ρώτησε όσο πιο αθώα μπορούσε. «Τι έγινε ‘δω;» φώναξε η άλλοτε πανέμορφη, τώρα πια ξερακιανή και κουρασμένη γυναίκα, αφήνοντας όπως-όπως τα ξύλα στο πάτωμα. «Ε, να…» ξεκίνησε να λέει η κοπέλα, αλλά τη σταμάτησε με ένα από τα πολύ άγρια βλέμματά της, αυτό που χρησιμοποιούσε όταν κάποιος ασθενής δεν ήθελε βεντούζες. Η Μάμα έψαξε στο μπαούλο και βρήκε ένα μικρό κομμάτι πολύ χοντρό μουσαμά, απ’ αυτόν που φύλαγε για να τυλίγει προμήθειες για τους πεινασμένους δασοφύλακες, όταν καμιά φορά ξέκοβαν απ’ το μονοπάτι και χάνονταν μέσα στο δάσος κυνηγώντας (ή τρέχοντας να ξεφύγουν απ’ αυτό) κάποιο τέρας, κάποιον λυκάνθρωπο, μαμούθ των βάλτων ή φτερωτή ύαινα, και τους έβρισκε ημιλιπόθυμους κοντά στην καλύβα της. «Πήγαινε στην αποθήκη και φέρε μου το σφυρί και μερικά καρφιά» πρόσταξε τη Λένια κι εκείνη σηκώθηκε αμέσως να το κάνει. Γιατί όταν η Μάμα ζητούσε, οι άλλοι έκαναν, χωρίς ερωτήσεις, και το κυριότερο: χωρίς καθυστέρηση. Όταν γύρισε με τα εργαλεία, η Μάμα τής τα πήρε απ’ τα χέρια και κάρφωσε το πανί στο ξύλινο πλαίσιο που πριν από λίγο κρατούσε το τζάμι στη θέση του. Όταν καθίσανε πάλι δίπλα στη φωτιά, η Λένια με το βιβλίο ανοιχτό στα πόδια της και η Μάμα με το πλεχτό της, τής είπε χωρίς να την κοιτάζει: «Τα τζάμια είναι ακριβά, παιδί μου, δεν έπρεπε να το σπάσεις. Αν ήθελες καθαρό αέρα να περίμενες όταν θα γυρνούσα και να έβγαινες λίγο έξω. Οι άρρωστοι χρειάζονται ζέστη» κι εκεί έληξε το θέμα με τη ζημιά. Η Μάμα συνέχισε το πλέξιμο και η μικρή είχε την περίεργη αίσθηση πως η δασκάλα της στεναχωρήθηκε πολύ για το τζάμι, αλλά όχι για να μην κρυώνουν οι άρρωστοι, ούτε επειδή ήταν ακριβό. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όμως. Ήταν τότε εννέα χρονών και έμαθε ότι αν σπάσεις κάτι, δεν μπορείς να το ξαναβάλεις στη θέση του. Έμαθε και κάτι άλλο, ότι θα ήταν καλή εφεύρεση τα παράθυρα να έχουν κινητά πλαίσια για τα τζάμια, που να μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν, αλλά αυτό, βέβαια, δεν ήταν τόσο σημαντικό. ** Ήταν απόγευμα όταν άρχισε να βρέχει. Ο φρεσκοσκαμμένος τάφος της Μάμας θα έπινε βροχή και θα γέμιζε καινούργια βλαστάρια με τον καιρό. Θα γινόταν ένα με το τοπίο. Η Λένια κοίταζε από το παράθυρο τη βροχή και έκλαιγε σιγανά. Την αγαπούσε πολύ τη δασκάλα της, τη φίλη, τη μητέρα. Της ήταν όλα αυτά, και πολλά άλλα ακόμη, που δεν ήξερε πώς να τα πει. Κοίταξε το κομμάτι ξύλου με το οποίο είχε μπαλωθεί το παράθυρο που είχε χαλάσει η ίδια πριν εννέα χρόνια, και χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς το λόγο, ξέσπασε σε λυγμούς. Ήταν πια θεραπεύτρια, καλή θεραπεύτρια. Η Μάμα την είχε προετοιμάσει σκληρά, χωρίς νταντέματα, με όλη την πειθαρχεία που χρειάζεται ένας άνθρωπος που προορίζεται γι’ αυτό το λειτούργημα. Κι όμως, δεν μπόρεσε να τη σώσει. Ήξερε ότι δε γινόταν, ότι η Μάμα είχε αυτό το πράγμα χωρίς όνομα, αυτό που τρώει τους αρρώστους απ’ τα κόκαλα, αλλά ήλπιζε μέχρι την τελευταία μέρα πως κάτι θα γινόταν, ένα θαύμα, και η καλή της η δασκάλα θα ξυπνούσε ένα πρωί χωρίς πόνους και παραισθήσεις. Μια φορά την είχε αποκαλέσει Γιόργκι, και όταν της είπε ότι δεν ήταν ο Γιόργκι, ότι ήταν η Λένια, εκείνη γέλασε αδύναμα και της είπε «Μη λες ανοησίες, καλέ μου, αφού όταν παντρευτήκαμε ήσουν εσύ». Ποτέ δεν κατάλαβε η ψυχοκόρη της αυτή τη φράση, και μάλλον δεν υπήρχε τίποτα να καταλάβει. Σηκώθηκε και πήγε στο τζάκι. Δίπλα υπήρχε ένα πλεκτό που είχε αρχίσει η Μάμα όσο ήταν καλά, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει. Ήταν ένα κατάλευκο σάλι, που προοριζόταν για την κοπέλα. Η Λένια δεν έμαθε ποτέ της να πλέκει, ήταν κάτι που απλά δεν είχε την υπομονή να το κάνει, και η Μάμα πάντα τη μάλωνε γι’ αυτό. Το πήρε με σεβασμό στα χέρια της και αποφάσισε να το φυλάξει για πάντα. Το χάιδεψε και το ακούμπησε στη μύτη της. Μύριζε ακόμα τριαντάφυλλο. Η Πιένκνα μύριζε πάντα βότανα, λουλούδια και ξερά φύλλα, κι αυτό το πλεκτό ευωδίαζε τριαντάφυλλο. Μούλιαζε τα πέταλά του και τα έβαζε πάνω σε εγκαύματα και άσχημους ερεθισμούς, και όταν έπλεκε το σάλι είχε έναν τραυματία που κάηκε από τα δικά του πυρά, όταν προσπάθησε να βάλει φωτιά σε μια φωλιά βασιλίσκων. Η Λένια συνήλθε από τις αναμνήσεις και γονάτισε μπροστά στο μπαούλο. Το άνοιξε και έβαλε μέσα το πλεκτό. Τότε έπεσε το μάτι της στο μπουκάλι με το ποτό που φύλαγε η Μάμα ‘για μία εξαιρετική περίσταση’. Πόσοι και πόσοι χειμώνες είχαν περάσει που θα ήταν βαθύτατα, έως συγκινητικά εκτιμητέο απ’ τα σωθικά τους το πολύτιμο υγρό, αλλά η Μάμα δε σήκωνε κουβέντα. «Ποτέ κανείς δεν θ’ ανοίξει αυτό το μπουκάλι όσο ζω! Εκτός και αν παρουσιαστεί μία εξαιρετική περίσταση, που εγώ και μόνο εγώ θα κρίνω». Η Λένια το σήκωσε πολύ προσεκτικά, λες και επρόκειτο να σπάσει επειδή του άλλαζε θέση (ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχε να μετακινηθεί; ) και το ακούμπησε στο πάτωμα μπροστά της. Το κοίταξε για λίγο, πολεμώντας με τον ίδιο της τον εαυτό, και τελικά νίκησε: θα έπινε από αυτό το απαγορευμένο ποτό. «Αν δεν είναι σήμερα ιδιαίτερη περίπτωση, πότε θα είναι, αγαπημένη μου δασκάλα;» σκέφτηκε πάλι φωναχτά, σμίγοντας τα φρύδια στην προσπάθεια να μην κλάψει. Σιχαινόταν το πόσο εύκολα είχε τα κλάματα. Το μετέφερε κρατώντας το και με τα δυο της χέρια στο τζάκι, και κάθισε στο σκαμνί. Ξετύλιξε την πατσαβούρα από το στόμιο του μπουκαλιού, έβγαλε την ξύλινη σφήνα που είχε χρησιμοποιηθεί για πώμα, και έμεινε να το κοιτάζει. Από μέσα του ξεχύθηκε μονομιάς ένα υπέροχο, βαθύ άρωμα. Μύριζε ζεσταμένο ξύλο, κάρβουνο, ίσως μέλι, και κάτι παλιό, άγνωστο και μεθυστικό. Σα να απέδρασε απ’ το μπουκάλι μία αιθέρια παρουσία και γέμισε το δωμάτιο, κατέλαβε τις αισθήσεις της. Η Λένια δεν μπορούσε να κουνηθεί για να μην τρομάξει η υπέροχη μυρουδιά και χαθεί. ** Στην άλλη άκρη του δάσους, στη σπηλιά όπου ο μάγος είχε αντιμετωπίσει τον εχθρό, κάτι άρχιζε να σαλεύει. Ήταν ο ίδιος! Ένα δάχτυλο έκανε δυο σπασμούς δηλαδή, κι αυτό ήταν όλο. Και μέσα στο μυαλό του, η ομίχλη απέκτησε μια μικρή τρυπούλα. Μέσω αυτής της τρυπούλας γινόταν αμυδρά ορατή η ανάμνηση του εαυτού του. Κάτι είχε αλλάξει. Η νύχτα είχε απλωθεί για τα καλά πάνω στο δάσος. Ένας μπούφος που στεκόταν έξω απ’ τη σπηλιά, έφυγε τρομαγμένος απλώνοντας τα φτερά του και φωνάζοντας. Χουου! Χου-ου-χου-χουουου! Πέταξε γοργά, πέρασε πάνω απ’ το ποτάμι, ώσπου το δάσος αραίωσε, κι έφτασε έξω από μια καλύβα που μύριζε απίθανα δυνατά. Προσγειώθηκε ελαφρά πάνω σε μια αμυγδαλιά και κάθισε εκεί, μη μπορώντας να πάρει το βλέμμα του από την ηρεμία που απλωνόταν γύρω απ’ το μικρό σπιτάκι. Μέσα, η Λένια ήταν σε μια κατάσταση που δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ στη ζωή της. Είχε λιώσει, σχεδόν κυριολεκτικά, πάνω στο σκαμνάκι, και σε λίγο θα έπεφτε στο πάτωμα. Κρατούσε όμως σφιχτά με τα δυο της χέρια το μπουκάλι, απ’ του οποίου το περιεχόμενο έλειπαν μόλις δυο μικρές γουλιές. Τι ήταν εκείνο το θαύμα! Αν η μυρουδιά του τη μάγεψε, η γεύση του την είχε πεθάνει και αναστήσει ξανά. Όταν ήπιε την πρώτη γουλιά, αυτή σκάλωσε στο στόμα της, αρνούμενη να κατεβεί πιο κάτω, σαν το πρώτο φιλί ερωτευμένων. Όχι ότι η κοπέλα ήξερε τίποτα γι’ αυτό, δηλαδή. Ό,τι της είχε εξιστορήσει η Μάμα. Και όταν κατέβηκε, αργά, γλυκά και βασανιστικά, τότε η Λένια αισθάνθηκε… Αισθάνθηκε, περιέργως, σα να ξαναγυρνούσε σπίτι. Σα να έλειψε πάρα πολύ καιρό και είχε ξαναβρεί το δρόμο, και την υποδέχτηκε η οικογένειά της με ανοιχτές αγκάλες και χαρές πολλές, με ωραία φαγητά κι ένα ζεστό κρεβάτι για να ξεκουραστεί. Στη δεύτερη, αυτό που ένιωσε ήταν πως φτερούγιζε πια ελεύθερη στα ουράνια, πως η ψυχή της ήταν που είχε βρει το δρόμο για το σπίτι. Κίνησε αργά τα δάχτυλά της ψάχνοντας να βρει το λαιμό του μπουκαλιού. Με την καρδιά της γεμάτη ανείπωτη ευτυχία, ψηλάφισε το στόμιο, σα να ‘ταν τα χείλη του αγαπημένου της που μόλις είχε φιλήσει. Έσκυψε αργά και μάζεψε το πώμα από κάτω. Το ξανάβαλε στο μπουκάλι, ξέροντας πως όποια δύναμη ξεχύθηκε από μέσα του, ήταν πολύ ισχυρή για να την αντέξει όλη σε μια δόση. Έπρεπε το περιεχόμενο να κοιμηθεί, να ησυχάσει για το υπόλοιπο της νύχτας, γιατί θα έχανε τα λογικά της αν συνέχιζε να πίνει. Αμέσως μόλις έκλεισε το μπουκάλι, άρχισε να της λείπει η ευωδιά του. Το άφησε όμως και σηκώθηκε με κόπο να βγει έξω. Ήθελε να δει τη νύχτα, το σκοτάδι. Βγήκε στο κατώφλι μουδιασμένη ακόμα, και δυνατός αέρας τής πάγωσε το πρόσωπο. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε να περπατάει στο πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος. Σε κάθε βήμα ξυπνούσε από τη μέθη, όπως δεν είχε ξυπνήσει ποτέ ξανά. Ο αέρας τώρα φυσούσε στην πλάτη της, σπρώχνοντάς την μπροστά. Ένιωσε την επιθυμία να αφεθεί, να πάει όπου την οδηγούσε, μα ξάφνου θυμήθηκε το μπουκάλι το ποτό. Σαν αλαφιασμένη έτρεξε στο σπίτι να το πάρει. Δεν ήθελε να πάει πουθενά χωρίς αυτό. Όταν μπήκε μέσα στο σπίτι είδε πως η φωτιά είχε σβήσει, και ένα πουλί κοιμόταν στο κρεβάτι. Σκέφτηκε πως και τα δύο ήταν παράλογα, αλλά δεν την απασχόλησε πολύ αυτή η σκέψη. Νυχοπατώντας, πήρε το μπουκάλι και ξαναβγήκε έξω, να μην ξυπνήσει τον φτερωτό φιλοξενούμενο. «Οι μπούφοι δεν κοιμούνται τη μέρα;» αναρωτήθηκε σιγανά, κλείνοντας ξανά την πόρτα πίσω της. Βρέθηκε πάλι στο μονοπάτι, με τον άνεμο πάντα στην πλάτη της. Έστριψε προς την καρδιά του δάσους με το πολύτιμο φορτίο στην αγκαλιά της, και με κάθε βήμα η καρδιά της αλάφραινε. Δεν πρέπει να ζύγιζε πια παραπάνω από ένα πούπουλο. Έφτασε, μετά από πολύ περπάτημα και αφού πέρασε ολομόναχη μέσα απ’ το δάσος χωρίς να φοβηθεί καθόλου, στην άκρη του βουνού. Μετά δεν υπήρχε τίποτα, μόνο γκρεμός. Κοίταξε γύρω και είδε ένα άνοιγμα στο βράχο. Ο αέρας ξαφνικά την έσπρωξε προς τα εκεί, κι εκείνη αφέθηκε. Μπήκε στη σπηλιά με ελαφριά βήματα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έβλεπε τέτοια ομορφιά στα σωθικά ενός βουνού. Κρύσταλλοι όλων των χρωμάτων έλαμπαν σε διάφορα ύψη, και κάτω από τα πόδια της η πέτρα έβγαζε έναν μελωδικό ήχο σε κάθε βήμα. Έτσι, ονόμασε το μέρος ‘Η Τραγουδιστή Σπηλιά’. Έφτασε στο πιο χαμηλό μέρος που μπορούσε να φτάσει. Μετά υπήρχε μόνο Το Ατέλειωτο Τίποτα, κι αυτό την έκανε να φοβηθεί λίγο. Πρόσεξε ότι ένας ογκώδης κρύσταλλος μπροστά της, πιο μεγάλος από αυτήν, δεν είχε χρώματα αλλά ήταν κατάλευκος. Στάθηκε μπροστά του και παραλίγο να φωνάξει, αλλά συγκρατήθηκε. Μισούσε το πόσο εύκολες είχαν τις τσιρίδες οι περισσότερες κοπέλες. Στην καρδιά του κρυστάλλου υπήρχε ένας νέος άντρας. Ήταν όρθιος, με το στόμα ανοιχτό, και στο δεξί του χέρι που υψωνόταν, κρατούσε ένα ραβδί. Ήταν περίεργα ντυμένος, φορούσε κάτι σαν χρωματιστά ράσα. Ο μάγος μέσα στον κρύσταλλο αυτοσυγκεντρώθηκε, καταφέρνοντας να κουνήσει τις κόρες των ματιών του προς το μέρος της. Ήταν ένα κορίτσι! Μια μάγισσα, ίσως; Είχε έρθει να τον ελευθερώσει; Όποια και να ήταν, πρόσεξε την κίνηση των ματιών του. ‘Ναι, αυτό είναι!’ σκέφτηκε με το εντελώς ξυπνητό μυαλό του. Το βαρύ πέπλο της λήθης είχε διαλυθεί ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα. ‘Ναι, είμαι ζωντανός. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με’. Η κοπέλα κάτι του έλεγε, αλλά δεν την άκουγε. Έπιανε με το ένα χέρι της τον κρύσταλλο, ενώ στο άλλο… Μα, στο άλλο κρατούσε… Στο άλλο κρατούσε… ‘Δεν μπορεί! Δεν μπορεί να είναι αυτό! Πιες! Άνοιξέ το και πιες!’ ο μάγος φώναξε από μέσα του, γιατί τα χείλια του δεν κουνήθηκαν. Η Λένια είδε τα μάτια του παγιδευμένου άντρα να καρφώνονται στο μπουκάλι και μετά πάνω της, και ένιωσε την επιθυμία να το ανοίξει. Και το έκανε, χωρίς να παίρνει το βλέμμα της απ’ το πρόσωπό του. Μόλις το πώμα βγήκε, η ευωδιά του ξεχύθηκε γεμίζοντας το χώρο. Η Λένια είδε ένα δάκρυ να ξεμυτάει στα μάτια του άντρα, και τον λυπήθηκε. Η καρδιά της βάρυνε πάλι. Ήθελε να τον βοηθήσει, και σκέφτηκε να πάρει δυνάμεις απ’ το ποτό, για να μπορέσει να το κάνει. Σήκωσε το μπουκάλι και το έφερε στο στόμα της, κοιτώντας τον συνεχώς, και μόλις το θαυμαστό υγρό ακούμπησε τον ουρανίσκο της, πρόσεξε πόσο ωραίος ήταν αυτός ο παγιδευμένος άντρας μέσα στη λευκή διάφανη πέτρα που έλαμπε σαν πέπλο μέσα στη σπηλιά, σαν πέπλο που ύφαινε αράχνη για να πιάσει τη λεία της, σαν μακάβριο σεντόνι, όπως αυτά που τυλίγουν τα αγέννητα όταν πεθαίνουν πριν της ώρας τους, είχε δει τη Μάμα να το κάνει, σάβανα τα λέγανε… «Φτάνει!» ούρλιαξε ο μάγος με αγωνία, κουνώντας τα χέρια του. Γύρισε το ραβδί του μπροστά και ο κρύσταλλος έσπασε μ’ έναν κρότο που γέμισε τη σπηλιά, ταξίδεψε σε όλο το δάσος, έφτασε στην καλύβα της Μάμας Πιένκνας, και ξύπνησε τον μπούφο που κοιμόταν ακόμα εκεί. «Φτάνει, μην πίνεις άλλο» της είπε ήρεμα, πιάνοντάς της μαλακά το χέρι. Εκείνη σήκωσε τα μεθυσμένα μάτια της και διαπίστωσε πως ήταν πεσμένη κατάχαμα με το μπουκάλι κολλημένο στα χείλη της. Το απομάκρυνε, και η ευωδιά του γέμισε για άλλη μια φορά το χώρο. Είδε τον άντρα να κλείνει τα μάτια του με ευχαρίστηση και μετά να τ’ ανοίγει πάλι. «Άκουσα το τραγούδι των βημάτων σου να πλησιάζει» της είπε. Εκείνη τον κοίταζε λιγωμένη, και κάτι ψέλλισε, που όμως δεν ακούστηκε. «Με λένε Γιόργκι». «Εμένα Λένια…» κατάφερε να του απαντήσει, με φωνή που μπορούσε να την αγγίξει αν ήθελε, να τη γευτεί, είχε υφή και χρώμα, και ήταν αυτά του μελιού. «Ευχαριστώ, Λένια» τη σήκωσε απαλά στα χέρια του και άρχισε να περπατά προς την έξοδο. «Ευχαριστώ που ξανάφερες τη μαγεία στον κόσμο». Και έφυγαν μαζί. Από τότε ζούνε στο σπιτάκι στο δάσος, μαζί με τον μπούφο, που πάντα έρχεται για ύπνο. Κάπου-κάπου τον αφήνουν να μυρίζει κι αυτός λίγη απ’ την ουσία της μαγείας. Και κάπου-κάπου, ο Γιόργκι μαθαίνει στη Λένια κάτι καινούργιο, κάποιο ξόρκι ή ευχή. Ποιος ξέρει πότε θα τους προκαλέσει πάλι η Λογική, μπορεί να τους βρει από τη μυρουδιά, μιας και η ξεμυαλισμένη από την ομορφιά του μάγου Λένια, ξέχασε το πώμα του μπουκαλιού στη σπηλιά. Βέβαια, το σπασμένο τζάμι είναι καλυμμένο με ξύλο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις… Η Ουσία Της Μαγείας.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 σχολιάζω πρώτος !! πολύ ωραία ιστορία καταπλήκτικα συναισθήματα απλά πιστεύω οτι θα ήθελε λίγο παραπάνω περιγραφή. πολύ ωραία ιδέα και πολύ καλη αναπτύξη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Cassandra Gotha το παραμύθι σου είναι πολύ όμορφο και η αλληγορία του πετυχημένη. Όταν το πρωτοδιάβασα και έφτασα στο «Με λένε Γιόργκι» είχα ξεχάσει τελείως το άρρωστο παραλήρημα της Μάμας, και άρα έμεινα με την απορεία πως ακριβώς συνδέονταν η Λένια με τα γεγονότα της εισαγωγής. Δεν μπορούσα ούτε να μαντέψω πόσος καιρός είχε περάσει από την παγίδευση της μαγείας. Η δεύτερη ανάγνωση βέβαια τα ξεδιάλυνε όλα. Πρέπει όμως να πω, ότι άσχετα με αυτή τη λεπτομέρεια, που οφειλόταν σε δική μου απροσεξία, η Μάμα Πιένκνα πεθαίνει νωρίς και ήθελα λίγο περισσότερα από εκείνη. Είχα την ανάγκη να βιώσω το χαρισματικό άτομο που πασχίζει να κάνει ό,τι πιο σωστό μπορεί χωρίς να είναι ικανή να χρησιμοποιήσει τις παλιές μεθόδους. Ίσως προσπαθούσες να το κρατήσεις κρυφό, θα υπάρχει όμως τρόπος να το κάνεις καλυμμένα. Πολύ καλό διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 (edited) Όμορφο το παραμύθι σου Cassandra αλλά λίγο "δύσκολο" για παραμύθι - fantasy μου φάνηκε. Άν έπρεπε να βρω κάποιο αρνητικό στοιχείο σόνι και καλά, θα έλεγα ότι θα το ήθελα πιο άμεσο ώς προς τα "κρυφά" νοήματα , τις "κρυφές" συνδέσεις και τις αλληγορίες του. Προσοχή, δέν εννοώ να είναι απλοϊκό, αλλά πίσω απο μια επιφανειακή απλότητα να στοχεύει εκεί που θέλει. Όπως πχ όταν διαβάζουμε τις περιπέτειες του Τόμ Σόγιερ του Μάρκ Τουέιν, που φαντάζουν παιδικές, που είναι άμεσες, αλλά μέσα απο αυτή την παιδικότητα, την φαινομενική απλότητα, κρύβεται μια αμεσότητα και δηλώνεται πολλές φορές κάτι άλλο που δέν είναι καθόλου "παιδικό" αλλά ταυτόχρονα δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο κείμενο ή να σκεφτούμε και τόσο πολύ τι υπονοεί ή τι "συνδέσεις" υπάρχουν στο κείμενο . Δίχως να χρειάζεται δεύτερη ή τόσο προσεχτική ανάγνωση που να κουράζει τον εκάστοτε αναγνώστη. Μπορούμε να είμαστε πολύπλοκοι με πιό απλό - άμεσο τρόπο. Τώρα αυτό που λέω είναι σίγουρα σχετικό και δέν σημαίνει ότι αυτό συμβαίνει απαραίτητα και στο διήγημα σου, το αναφέρω γιατί νομίζω ότι δυσκολεύτηκα λίγο στο να συνδέσω αμέσως κάποια πράγματα. Ίσως δεν το διάβασα και πολύ προσεκτικά εξ αρχής. Φταίει ίσως και το ότι καλό θα είναι να εκτυπώνουμε τα κείμενα απο το να τα διαβάζουμε στην οθόνη, γιατί η μελέτη στην οθόνη, το μάτι, τρέχει, η ανάγνωση είναι διαφορετική απο ότι στο χαρτί, πιο γρήγορη. Και δυστυχώς είχα ένα πρόβλημα με τον εκτυπωτή μου και δέν μπορούσα να το εκτυπώσω. Παίζει και αυτό το ρόλο του. Όπως και να 'χει, το ευχαριστήθηκα με το παραπάνω. Σε γενικές γραμμές το βρήκα πολύ καλό. Well Done! Edited December 22, 2009 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Cassandra, σπάνια επικοινωνώ με κείμενα σου τόοοοοοσο πολύ όσο με αυτό εδώ Είναι ένα πανέμορφο παραμύθι με πολύ ωραίους χαρακτήρες και αυτό το σχεδόν παιδικό, αθώο χιούμορ, το οποίο πραγματικά το εκτιμώ σχεδόν όσο τίποτα άλλο όταν το βρίσκω. Δεν έχω να προτείνω βελτιώσεις, τίποτα δε με χάλασε, μου αρέσει ως έχει και σε ευχαριστώ για το όμορφο εικοσάλεπτο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Ο λόγος μού άρεσε πολύ σ’ αυτή την ιστορία. Έρεε και κυλούσε άνετα, χωρίς κομπιάσματα και λοιπά εμπόδια. Από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά της. Το στοιχείο του χιούμορ δουλεύει καλά, αλλά σε κάποιο σημείο χάνεται και δεν ξαναεμφανίζεται και η ιστορία σοβαρεύει. Η ίδια η πλοκή, για μένα, είχε έντονο ενδιαφέρον και το υγρό στο μπουκάλι (καθώς και η δράση του) ήταν, επίσης, από τα πιο δυνατά χαρτιά. Όμως υπάρχουν δύο ζητήματα. 1) Το θέμα ‘θησαυρός’ βγαίνει λίγο συγκεχυμένο. Από τη μία μεριά, όσον αφορά τον ίδιο το θησαυρό, κατά την ταυτοποίησή του μπορούμε να καταλήξουμε στο μπουκάλι με το ιδιαίτερο περιεχόμενο, όμως επίσης και στον άντρα μέσα στον κρύσταλλο. Και υπάρχει και η ‘μαγεία’, που από μόνη της είναι κι αυτή μια χαρά θησαυρός. Επιλέον, συμβαίνει το ίδιο σε σχέση με τις κρυψώνες του θησαυρού. Είναι στο μπαούλο ή είναι στη σπηλιά; Ή μήπως είναι κάπου αλλού; Χρειαζόμουν πιο σαφείς κατευθύνσεις πάνω στο ‘τι είναι’ και στο ‘που βρίσκεται’ ο θησαυρός. Η χαρακτηριστική, νομίζω παντελής, απουσία τής ίδιας της λέξης ‘θησαυρός’ από το κείμενο (όχι ότι ντε και καλά θα έπρεπε να τη χρησιμοποιήσεις) ίσως δείχνει αυτό το συγκεχυμένο που λέω. Βέβαια, για όλα τα παραπάνω, υπάρχει και η περίπτωση να μου πεις ότι ο στόχος ήταν ακριβώς αυτός, δηλαδή ο ένας θησαυρός να οδηγεί στον άλλο. Τότε εγώ θα πω ‘ω μπαρδόν, πάω πάσο και τα παίρνω όλα πίσω’. Και θα ξαναλουφάξω πίσω στην κρύπτη μου. 2)Το τέλος ήταν κομματάκι άνευρο. νομίζω το ‘χα αυτό και στις 'στάλες'. Μην ξεχάσω τις αναφορές στις διάφορες οσμές, που (και με τη βοήθεια του καλογραμμένου κειμένου, εκτός από την δική τους δυναμική) έδειχναν αρκετά ζωντανές ώστε, κάποιες φορές, να φτάνουν ως τη μύτη μου. Μέλια, βότανα, τριαντάφυλλα… καλή φάση. Μπας και διάβασες πρόσφατα το ‘άρωμα’ του Ζίσκιντ; Αν όχι, τσέκαρέ το. Ψιλά: ‘’Αν η μυρουδιά του τη μάγεψε, η γεύση του την είχε πεθάνει και αναστήσει ξανά.’’ Πεθάνει ή σκοτώσει; ‘’Μισούσε το πόσο εύκολες είχαν τις τσιρίδες οι περισσότερες κοπέλες.’’ Αυτή η ατάκα έχει επαναληφθεί και πιο πριν, σε σχέση με το πόσο εύκολα έχει τα κλάματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 23, 2009 Author Share Posted December 23, 2009 Χαίρομαι πάρα πολύ που σας άρεσε. Δεν θα βιαζόμουν να απαντήσω πριν τη λήξη του διαγωνισμού, αλλά θέλω να πω δυο πραγματάκια στον dagoncult, τώρα, να μην πέσουν μαζεμμένα στο τέλος. ;) (1) Το θέμα ‘θησαυρός’ βγαίνει λίγο συγκεχυμένο. Τώρα που το λες, ναι. Είναι έτσι ακριβώς. Και εξηγούμαι: Όταν εμπνέομαι από ένα θέμα διαγωνισμού και αρχίζω να γράφω, συνήθως ξεχνάω από πού ξεκίνησα. Όταν συμβαίνει αυτό, να με ρουφάει η ιστορία μου τόσο πολύ, είναι φανταστική αίσθηση. Πραγματικά, όταν τέλειωσα δεν έψαξα να βρω πόσο ασχολείται η ιστορία μου με το θησαυρό, και ποιος ακριβώς ήταν αυτός. Με το μόνο που ασχολήθηκα, ήταν αν έβγαζε νόημα ή αν κάποιοι θα έμεναν με την απορία του τι είχε γίνει τότε. Μάλιστα, νομίζω πως μου είχε ξεφύγει κάποια στιγμή η λέξη θησαυρός και τη διόρθωσα όταν το κατάλαβα. 2) Δεν έχω διαβάσει το άρωμα του Ζίσκιντ, ευχαριστώ που μου το προτίνεις. 3) ‘’Αν η μυρουδιά του τη μάγεψε, η γεύση του την είχε πεθάνει και αναστήσει ξανά.’’Πεθάνει ή σκοτώσει; Πεθάνει. ‘’Μισούσε το πόσο εύκολες είχαν τις τσιρίδες οι περισσότερες κοπέλες.’’Αυτή η ατάκα έχει επαναληφθεί και πιο πριν, σε σχέση με το πόσο εύκολα έχει τα κλάματα. Μα, και βέβαια επαναλαμβάνεται. Σαφώς επαναλαμβάνεται! Αυτά για τώρα, ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Πολύ όμορφη η ιστορία. Η περιγραφή στον επίλογο της τελευταίας παραγράφου ήταν πολύ γρήγορη. Δηλαδή εκεί που περιγράφεις με πάνω από μια παραγράφους διάφορα σημαντικά γεγονότα στη ζωή των χαρακτήρων ξαφνικά σε μια παράγραφο έχεις μαζί όλα τα επόμενα χρόνια των χαρακτήρων. Θα προτιμούσα αν τελείωνε στο «Ευχαριστώ που ξανάφερες τη μαγεία στον κόσμο». Και από εκεί και πέρα συνεχίζεις να γράφεις τα επόμενα κεφάλαια πάνω στη ζωή των χαρακτήρων ;) Μ' άρεσε αυτό που έκανες με τον Γιόργκι και τις παραισθήσης της Δασκάλας. Έτσι ώστε μόλις ακούσουμε το όνομα από τον Μάγο, να πούμε, κοίτα να δεις! Στο μεταξύ θα περίμενα να ήταν ο Γιόργκι σε μεγαλύτερη ηλικία μιας και ήταν από τους τελευταίους μάγους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Συνοπτικα: ( γιατι ειναι ημιαργία και σε λίγο σχολάω ) μου άρεσε η ιδέα, οι χαρακτήρες ήταν ενδιαφέροντες αλλα δυστυχώς η ιστορία μου άφησε την αισθηση οτι περνας απο γεγονός σε γεγονός χωρις να τα συνδέεις μεταξύ τους, μου αφησε απορίες οι οποίες δε λύθηκαν με τη δευτερη ανάγνωση ( οπως πχ. γιατι η μαμα δεν ανοιγε το μπουκαλι, πως δούλευε η μαγεία του, πως νικησε η λογικη τη μαγεία ( μου φενεται πολυ υποδυεσταιρος ο πολεμιστής του μάγου, γιατι τον αφησε εκει και πηγε να μαζεψει στρατο, κτλ κτλ ). επίσεις αλάζεις ύφος δύο τρείς φορές που σε τόσο μικρό κείμενο χαλάει καπως τον αναγνώστη. επίσεις έχεις πολύ δυνατα κομματια που τα αφήνεις και πανε χαμένα, ευχαριστο ανάγνωσμα πάντος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Λοιπόν θα συμφωνησω με τον Celestial ... Η αλήθεια είναι πως έκανα ακριβως τις ίδιες σκέψεις όταν το πρωτο διαβασα απλά επειδή εχω προσέξει πως μάλλον είμαι ο μικρότερος στο forum και λογικά αυτός που έχει την λιγότερη εμπειρία ψιλοντρέπομαι να κάνω γενικά αρνητικούς σχολιασμούς ... αλλα αφου τα είπε να σου πως ενώ γενικά μου άρεσε ο λόγος και η ροή της ιστορίας και δέθηκα αρκετα με την Λένια και τα συναισθήματα της μου άφησε ένα κενό για κάποιο λόγο και δεν ένιωσα ευχαριστημένος όταν τελείωσε... Επίσης το πούλι με μπέρδεψε. Ήθελες να δείξεις κατι με αυτό που δεν το κατάλαβα η απλά το έβαλες ; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Ωραίες εικόνες, όμορφη γραφή, συγκινητική ιστορία. Με άγγιξε η σχέση της Λένιας με την Πένκια, όχι όμως και αυτή με τον μάγο, ίσως γιατί της έδωσες ελάχιστο χώρο ή επειδή δεν την προετοίμασες όσο έπρεπε, μιλώντας για τη σχέση της Λένιας μα το άλλο φύλλο. Η μάχη Λογικής και Μαγείας, αν και ενδιαφέρουσα ιδέα, και παρόλο που ξεκινάει και κλείνει το διήγημα, δεν δείχνει να έχει μεγάλη σχέση με αυτό. Η ιστορία μοιάζει με ένα παραμύθι για τη Χιονάτη, με τον άνδρα στο ρόλο της, και μιλάει κυρίως για την ενηλικίωση της Λένιας. Έτσι, το μεταφυσικό κομμάτι της, μένει λίγο μετέωρο. Ίσως αυτή είναι η αιτία, που το τέλος μου φάνηκε αδύναμο, αν και μου άρεσε το σπασμένο τζάμι που εμφανίζεται ξανά. Δεν ξέρω πως ακριβώς να το πώ, αλλά ενώ τη διάβασα ευχάριστα, έμειna ανικανοποίητος. Μάλλον θα γινόταν μια εξαιρετική ιστορία, αν κρατούσες όλα τα συστατικά και έδενες καλύτερα τη διαμάχη Λογικής και Μαγείας με τη ζωή της Λένιας, τη σχέση της με την Πένκια και το πώς βρίσκει το μάγο και τον ερωτεύεται. Η Ουσία Της Μαγείας, sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Αυτή ήταν μια πολύ μαγική ιστορία. Γεμάτη χρώματα και οσμές μαγικές, σε τραβάει από την αρχή, προχωράει δυναμικά και έχει ομαλή εξέλιξη. Αναρωτήθηκα για λίγο γιατί δε χρησιμοποιούσε η Πιένκνα το ποτό, αλλά ίσως να μην ανήκε στους πρόμαχους της μαγείας -να ήταν θεραπεύτρια, αλλά να μη διέθετε κάποιο ανώτερο χάρισμα- και να είχε επιλέξει τη Λένια για διάδοχο. Πολύ όμορφη η σχέση της δασκάλας με τη μαθητευόμενη, παρόλο που δεν επιτρέπουν οι λέξεις να τη δούμε με πολλές λεπτομέρειες. Μου άρεσε η εκδοχή πως έχουμε δυο δυνάμεις, τη Λογική και τη Μαγεία, που ωστόσο παίζουν εκ του ασφαλούς, χωρίς να εμφανίζονται ποτέ αυτοπροσώπως, και βάζουν τους άλλους να σκοτώνονται. Υποψιάζομαι ότι πέρα από την ίδια την ιστορία που διαβάσαμε υπάρχουν κι άλλα στοιχεία, που βρίσκονται σε μεγαλύτερο βάθος, π.χ. ο αέρας που σπρώχνει την κοπέλα στο δάσος, το πουλί που κοιμάται στο κρεβάτι -κάτι ασυνήθιστο εισβάλει στο χώρο μόλις αρχίζει να ξυπνάει ο μάγος. Προσθέτουν γοητεία στην αφήγηση και μας κάνουν να σκεφτόμαστε. Μου άρεσε το τζάμι που εμφανίζεται στην αρχή και στο τέλος. Πάντα μου αρέσουν τέτοιες συνδέσεις. Επίσης εκείνο που ήταν περίτεχνα πλεγμένο ανάμεσα στα νήματα της ιστορίας ήταν η ίδια η Μαγεία. Οι γυναίκες ζούσαν σ΄έναν πολύ φανταστικό κόσμο: αναφέρονται φωλιές βασιλίσκων και φτερωτές ύαινες, αλλά φεύγουν εν τη ρύμη του λόγου, σαν να είναι το φυσικολογικότερο πράγμα στον κόσμο. Γεμάτη ιστορία, και το καλό τέλος -για μένα- πάντα ευπρόσδεκτο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Κασάνδρα, έγραψες μια ωραία ιστορία! Μου άρεσε! Πολύ όμορφες εικόνες είναι το βασικό συν της κι η ωραία περιγραφή των γεγονότων. Ωστόσο οφείλω να πω ότι στα σημεία που έλεγες ως αφηγήτρια κάποια σχόλια (όπως εκεί με τα κόπρανα) το βρήκα κάπως άκομψο. Υποθέτω ότι αυτά ήταν σκέψεις της ηρωίδας σου, εκτός κι αν είμαστε στον τύπο του αφηγητή που δεν είναι παντογνώστης. Αν όντως είναι σχόλια της ηρωίδας, θα πρεπε πιστεύω να δοθούν πιο σωστά ώστε να φανεί αυτό. Επίσης θα συμφωνήσω ότι υπήρχαν κάποια σημεία με ασάφεια, όπως το τι ρόλο είχε η Μάνα στην όλη ιστορία του μάγου (γιατί για να φυλά το μπουκάλι, κάποιο ρόλο θα χε!) και πως βρέθηκε εκεί το μπουκάλι. Έχουμε μια ασυνέχεια μετά την παγίδευση του μάγου (+1 στο σχόλιο της Tiessa για τη μάχη λογικής-μαγείας με αντιπροσώπους! Πολύ καλό σημείο!) με το υπόλοιπο κείμενο. ΟΚ, τώρα θα μου πεις "σκέψου και κάτι μόνος σου ρε φίλε!" και θα χεις δίκιο... αλλά στο προκείμενο θα προτιμούσα να χειραγωγήσεις-υποβοηθήσεις λίγο τη σκέψη μου! Επίσης, βρίσκω το τέλος λίγο έως πολύ απότομο. Πάνω μου 'χεις φέρει με άψογο τρόπο στην απόλυτη πώρωση και είμαι στη φάση του "Τι θα γίνει τώρα;; Τι θα κάνει ο μάγος;;", το γυρίζεις σ' ένα μελό happy end που με προσγείωσε απότομα και μου τελειώνεις την ιστορία κι εγώ μένω με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη και λέω: "Γιατίιιιιι;;;;;;;". Θα μπορούσες να παραλείψεις κομμάτια που δεν έδιναν και τόσα πράγματα στην ιστορία όπως οι καταστάσεις με τη Μάνα κι αυτό τον μπούφο (που εγώ ακόμα σκέφτομαι μήπως δεν ήταν... μπούφος!!) και να χρησιμοποιήσεις το χώρο για ν' αναπτύξεις πιο καλά το τέλος. Πάντως η ιστορία μου άφησε μια καλή εικόνα (μετά από τόσες ζωντανές εικόνες, θα ταν και δύσκολο να μην!!) Αυτά!! Καλή επιτυχία και καλές γιορτές!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Αγαπητή Κασάνδρα! Η ιστορία σου μου άρεσε πολύ. Αναλυτικότερα τώρα... Το πρώτο μέρος της ιστορίας δε μου άρεσε. Με μπέρδεψε, χρειάστηκε να το διαβάσω ξανά. Δεν μου άρεσε αυτό με τη Λογική και τη Μαγεία. Και τους στρατούς... Αλλά μετά προχώρησες πολύ ωραία. Η Λένια και η ζωή της, η σχέση που είχε με τη δασκάλα της, είχαν όλα πολύ ενδιαφέρον κι εκεί απόλαυσα πολύ και τη γραφή σου.Βέβαια αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία που να μην εχει καμιά σχέση με τον μάγο. Όμως τα ένωσες, εντάξει. Ίσως λοιπόν να έπρεπε να κοψεις μερικά απ' τη Λένια και τη δασκάλα της και να τα αφιερώσεις στη σύνδεση με το μαγο. Αλλά δεν κατάλαβα αυτός ο Γιόργκι τι σχέση είχε με την δασκάλα της Λένιας; Είχανε παντρευτεί; Με παραξένεψε αυτό που είπε η δασκάλα κάποια στιγμη. Δεν το καταλαβα. Όσο γι’ αυτό το μπουκάλι με το υγρό, δεν κατάλαβα ακριβώς τις δυνατότητες του. Δηλαδή όσο έπινε η κοπέλα, ο μάγος ελευθερωνόταν;; Και ποια η σχέση της δασκάλας και του μπουκαλιού. Υπάρχουν δλδ μερικά σημεία που με μπερδεύουν στο κείμενο σου, μου άφησαν κενά κι απορίες. Πέρα απ' αυτά, η ιστορία σου είναι πολύ ωραία. Η γραφή σου εξαιρετική στο μεγαλύτερο μερος του κειμένου(ναι οχι σε ολο στην αρχη δεν μου εκατσε καλα δεν ξερω γιατι) και συνολικά ειμα ευχαριστημενη... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Συμπαθητική ιστορία γεμάτη αρώματα, αλλά νομίζω ότι κάτι λείπει από τις υπόλοιπες αισθήσεις. Μου άρεσε πολύ το πως οι μυρωδιές χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις σκηνές και το παραμυθικό στοιχείο. Όμως από την ιστορία λείπει πιστεύω η κορύφωση που θα την έκανε πιο δυνατή, αφήνει όμως μια όμορφη μυρωδιά μόλις τελειώνει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Αυτό που ξεχώρισα περισσότερο είναι πως η ιστορία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής σου, κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό και μεγάλη κατάκτηση. Επίσης έχει σταθερό και όμορφο ύφος, ενώ, όπως περίμενα, το συναίσθημα κερδίζει τις εντυπώσεις. Ένα πολύ ωραίο παραμύθι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Πολύ γλυκό διήγημα, χωρίς ευτυχώς -και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό- να γίνεται γλυκερό. Το απότομο τέλος του χαλάει λίγο τη γενική εικόνα. Τι μου άρεσε: Οι ηρωίδες σου, η περιγραφή της ζωής τους, ο χαρακτήρας της Μάμας ειδικά ήταν πολύ ωραίος. Η περιγραφή της κατάστασης της Λένιας όταν πίνει. Σχεδόν παραπατούσα μαζί της. Τι δε μου άρεσε: Στην αρχή η αφήγησή σου είναι ακαθόριστα ξερή, ίσως λίγο αγκυλωμένη, αν μου επιτρέπεις το χαρακτηρισμό. Ήθελε να την αντιμετωπίσεις με μια ιδέα περισσότερη τρυφερότητα και φροντίδα. Το πώς φτάνει το μπουκάλι στα χέρια της Μάμας είναι κάπως ακαθόριστο. Πιστεύω επίσης ότι το τέλος χρειάζεται μια πιο «δυνατή» περιγραφή, ώστε να μην ακυρώνονται οι δυνατές προηγούμενες σκηνές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Συμφωνώ απολύτως με την άποψη του khar. Η διαμάχη λογικής και μαγείας υπόσχεται πάρα πολλά και, από αυτή την άποψη έμεινα ανικανοποίητος. Κατά τα άλλα, έχεις ένα όμορφο παραμύθι, το υγρό στο μπουκάλι είναι μια πολύ καλή ιδέα (και το σπασμένο παράθυρο ακόμα καλύτερη). Το τέλος μοιάζει λίγο ασύνδετο - το ποιος είναι τελικά ο Γιόργκι και τι ρόλο έπαιξε στη ζωή της Πενκια, τον οποίο θα παίξει τώρα στη ζωή της Λένια, αν και το υποψιαζόμαστε, δεν το νιώθουμε ποτέ. Γενικότερα, νομίζω ότι είναι μια όμορφη ιστορία, αλλά, σε εμένα τουλάχιστον, κάτι έλειπε για να την απογειώσει. (Ίσως η διαμάχη που λέγαμε παραπάνω). Και μια απορία: Αφού βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου η μαγεία έχει νικηθεί και εξαφανιστεί, γιατί κυκλοφορούν μαγικά πλάσματα, όπως οι βασιλίσκοι; Μάλλον κάτι δεν έχω καταλάβει εδώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 30, 2009 Author Share Posted December 30, 2009 (edited) Μια που έλειξε ο διαγωνισμός, ήρθε η ώρα να δώσω απαντήσεις. Είναι αλήθεια ότι δεν περίμενα να έχουν οι αναγνώστες αυτού του διηγήματος τόσα αναπάντητα ερωτήματα, πίστευα πως είναι εύκολο να καταλάβετε τι έγινε. Θα προπαθήσω να απαντήσω στα περισσότερα, αλλά δεν ξέρω αν θα ικανοποιήσω τους πιο περίεργους από εσάς. ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, ΚΑΛΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΤΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΓΡΑΜΜΕΣ. Ο τελευταίος μάγος έμεινε μόνος του, πολύ απλά επειδή όλοι πέθαναν σ' εκείνη τη μάχη. Στη μάχη που έσπρωξε τους δυο τελευταίους πρόμαχους της Λογικής και της Μαγείας στη σπηλιά, να μάχονται μέχρι τελικής πτώσεως. Ο μάγος Γιόργκι έχανε και θα σκοτωνόταν. Η Μαγεία τον προστάτεψε παγώνοντάς τον μέσα σε μαγικό κρύσταλλο όπου θα έμενε ζωντανός μέχρι να τον ξαναβρεί η ίδια η ουσία της, μέχρι να ξεχυθεί στο χώρο η μυρωδιά της, που κουβαλάει το πνεύμα της, γύρω του. Αυτό το δίνω στη σκηνή που η Λένια (πενήντα χρόνια μετά) ανοίγει το μπουκάλι και νιώθει σαν ένα πνεύμα να έχει γεμίσει το χώρο. Ο πολεμιστής δεν τον σκότωσε γιατί δεν μπορούσε. Αυτό το ρόλο είχε ο κρύσταλλος, δεν μπορούσε κανείς να αγγίξει τον μάγο. Ο Γιόργκι πριν φύγει για τη μάχη, όρκισε τη γυναίκα του, την Πιένκνα τη θεραπεύτρια (και όχι μάγισσα), να κρύψει το μπουκάλι και να μην το ανοίξει. Όταν έχασαν οι μάγοι τη μάχη, φυσικά η Πιένκνα δεν ήξερε ότι ο άντρας της ζούσε. Έτσι, άφησε το μπουκάλι κρυμμένο μέχρι να εμφανιστεί ένας άλλος μάγος ή μάγισσα. Η Λένια μεγάλωσε με τη Μάμα Πιένκνα, (τη γυναίκα του μάγου, εντάξει; Κατανοητό; :tongue: ), επειδή ήταν ορφανή. Δεν ήξερε (ούτε η Πιένκνα) ότι έχει αίμα μάγου στις φλέβες της. Το ανήσυχο πνεύμα της, η τάση της για πρωτοβουλίες και η συνήθειά της να σκέφτεται φωναχτά, είναι δείγματα της κληρονομικότητάς της, αλλά... πώς μπορείς να είσαι σίγουρος; Έτσι, άντεξε την επαφή με την ουσία της μαγείας, όταν ήρθε η ώρα, και έφερε το πνεύμα της στη σπηλιά που ζούσε ο Γιόργκι. (Η Μαγεία δεν λειτουργεί μόνη της. Πρέπει να υπάρχει ένας σύνδεσμος, ένας ζωντανός - και ξύπνιος, ε; - μάγος για να κάνει τη δουλειά της. Έτσι, χρησιμοποίησε τη Λένια για να ξυπνήσει τον Γιόρκι) και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Τα τέρατα (βασιλίσκοι, φτερωτές ύαινες... ) δεν έχουν ανάγκη τη μαγεία για να ζήσουν. Όπως τα ζώα και οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη τη λογική (για να ζήσουν). Ζούμε από ένστικτο. Δεν καταλαβαίνω το λόγο να υπάρχει σύνδεση μεταξύ τεράτων και μαγείας. Σε όλο το κείμενο έχω σκόρπιες αναφορές στη μαγεία και στη λογική και στη συνεχόμενη σύγκρουσή τους, και πώς αυτές μεταφράζονται σε σκέψεις ή γεγονότα στη ζωή. Αυτό, για όσους δεν κατάλαβαν κάποια πράγματα που ίσως να μοιάζουν μετέωρα. Ουφ, αυτό ήταν όλο, ελπίζω να είστε ικανοποιημένοι. Ευχαριστώ για το χρόνο σας, και ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Κιάρα, που μου έδωσε τόση χαρά με τα λόγια της. Φαίνεται πως κάποια ψυχή εκεί έξω χάρηκε πραγματικά με την ιστορία μου, κι αυτό είναι δώρο για μένα. Edited December 30, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 30, 2009 Share Posted December 30, 2009 Κι εγώ έτσι τα κατάλαβα, ρε συ, εκτός από Α! Η Μάμα ήταν γυναίκα του μάγου! Και τη διάβασα και δις, ο μπουνταλάς.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.