dagoncult Posted December 18, 2009 Share Posted December 18, 2009 Όνομα Συγγραφέα: dagoncult Είδος: φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3497 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Ελπίζω να σας αρέσει Όταν ο Θωμάς πρωτοδιάβαζε το γράμμα, σίγουρα δε φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε. Ο παππούς του είχε εξαφανιστεί πριν τέσσερα χρόνια, όμως πήγαιναν μόλις λίγες μέρες που είχε επικυρωθεί κι επίσημα ο θάνατός του. Με τους γονείς του νεκρούς από καιρό, ο Θωμάς απέμενε μοναδικός κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας του γέρου. Όμως, το τσιφούτικο χούφταλο είχε ξηγηθεί σκουληκιάρικα ακόμα και στο θάνατο, όπως έκανε και στη ζωή. Ο παππούς ήταν στριμμένη βίδα. Ο Θωμάς είχε ελάχιστες αναμνήσεις από τον πατέρα του πατέρα του. O πρώτος άφηνε σπάνια την έπαυλη στο χωριό για να επισκεφτεί το διαμέρισμα του δεύτερου στην πόλη και τούμπαλιν. Όσο για λεφτά… οι γονείς του δεν είδαν ποτέ φράγκο από το ζάπλουτο πεθερό. Οι άτυχοι άνθρωποι πέθαναν, τελικά, σε μια από τις εντυπωσιακότερες καραμπόλες όλων των εποχών, όπως την χαρακτήρισαν τα ΜΜΕ, όταν ο Θωμάς διένυε πλέον την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ο παππούς είχε καταφτάσει στην κηδεία με μια πελώρια, μαύρη λιμουζίνα, απόμακρος και βλοσυρός και πιο κακόκεφος από ποτέ. Αμέσως μετά το τέλος της τελετής κατευθύνθηκε προς το αμάξι του, δίνοντας στο σοφέρ ένα κοφτό σήμα αναχώρησης. Προτού όμως ο γέρος φύγει από το κοιμητήριο, πλησίασε τον εγγονό του και του ψιθύρισε στ’ αυτί. Μη μασάς εγγονέ… θα σε φτιάξω. Από τότε ο Θωμάς δεν τον ξανάδε. Λάμβανε απ’ αυτόν μια κάρτα με έλατα κάθε Χριστούγεννα και μια με αρνιά κάθε Πάσχα, ώσπου, πριν τέσσερα χρόνια, ο παππούς εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Άντε ρε κωλόγερε, σκεφτόταν ο Θωμάς όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος, εκτελεστής της διαθήκης, τού ανακοίνωνε ότι ο γέρος άφηνε τα πάντα στην τοπική οργάνωση Ιεχωβάδων. Όλα είχαν πάει σ’ αυτούς τους μανιακούς, εκτός από ένα σφραγισμένο γράμμα, που του παρέδωσε ο χαρτογιακάς με ύφος αρχιμανδρίτη. Βασικά, ο Θωμάς δεν αντιμετώπιζε προβλήματα διαβίωσης. Από νεαρός είχε φροντίσει να βρει μια σταθερή δουλειά, που θα του επέτρεπε να αποσυρθεί ήσυχα μετά από σαράντα-πενήντα χρόνια, εξασφαλίζοντάς του παράλληλα μια ικανοποιητική σύνταξη, χωρίς την οποία θα ήταν αναγκασμένος, καταμεσής της τρίτης ηλικίας, να κατεβαίνει σε πορείες κραδαίνοντας τη μασέλα του ή οτιδήποτε γεροντίστικο θα είχε εύκαιρο, σ’ εκείνη την εποχή που έμοιαζε χαμένη στο μακρινό μέλλον. Παρ’ όλ’ αυτά, μια ισχυρή διαίσθηση τού έλεγε ότι θα ήταν ωραία με μερικά αμύθητα πλούτη. Τι να πεις… η μοίρα τα θέλησε αλλιώς. Ο παππούς ήταν σύντομος στο γράμμα. Εγγονέ, όπως σου είπα, μη μασάς, θα σε φτιάξω. Κανονικά, επειδή σε κόβω για γιεγιέ, δε θα ‘πρεπε να σου αφήσω τίποτα, όμως είσαι αίμα μου και θέλω να έχω καθαρό κούτελο μπροστά στον ύψιστο. Πήγαινε στην έπαυλη μαζί με το δικηγόρο μου (είναι ενημερωμένος). Θα σε αφήσει εκεί, θα σου δώσει τα κλειδιά και θα φύγει. Στο κελάρι, στον τοίχο πίσω από τις μποτίλιες με το τσίπουρο, υπάρχει ένα κούφιο σημείο. Μη διστάσεις, γκρέμισε την ελεεινή τοιχοποιία. Ότι βρεις σου ανήκει. Η φύση αυτού που θα αντικρίσεις, εγγονέ, δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ να σε προετοιμάσω. Ατσάλωσε τον εαυτό σου με όσο θάρρος έχεις και, όσο και να τρομοκρατηθείς, προσπάθησε τουλάχιστον να μη λιποθυμήσεις. Αν νομίζεις ότι δεν έχεις τα αχαμνά ούτε καν για κάτι τέτοιο (και πιθανολογώ ότι δεν τα έχεις, κρίνοντας από τη μακριά κόμη σου στην κηδεία των γονιών σου), τότε σε συμβουλεύω, πριν προχωρήσεις στην κατεδάφιση, να έχεις πρώτα κλειδώσει την πόρτα του κελαριού και να έχεις κρύψει καλά το κλειδί. Από την ώρα που θα βρεθείς στη βίλα, θα έχεις στη διάθεσή σου τρεις μέρες. ΥΓ: Μη βουτήξεις τίποτα από το σπίτι. Τα πάντα είναι καταμετρημένα. Το νου σου εγγονέ Έτσι έγινε, κι ο Θωμάς βρέθηκε κλειδωμένος σ’ εκείνο το κελάρι, μ’ ένα μισοχαλασμένο φακό στο χέρι και το κλειδί καβατζωμένο κάτω από έναν παμπάλαιο αποστακτήρα. Ο δικηγόρος τού είχε αφήσει τα κλειδιά τονίζοντας ότι τον περίμενε να τα επιστρέψει στο γραφείο του μέσα στις επόμενες τρεις ημέρες. Το ένα του φρύδι είχε σηκωθεί σ’ αυτά τα τελευταία λόγια κι ο Θωμάς χρειάστηκε να καταβάλει υπολογίσιμη προσπάθεια για να μην κοπανήσει τον είρωνα με το βρωμοτουπέ. Το φως στην έπαυλη ήταν κομμένο κι ο άντρας καταράστηκε την τύχη του, χτυπώντας το φακό που κώλωνε όλο και περισσότερο. Αποφασισμένος να μη μασήσει, όπως τον είχε προτρέψει κι ο παππούς, έριξε το πρώτο κλοτσίδι στον τοίχο. Αυτό που φανερώθηκε όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός που ξεσήκωσε η μέθοδός του, ήταν ένα μικρό, τετράγωνο άνοιγμα, που βάθαινε κάπου τρία-τέσσερα μέτρα, για να καταλήξει σ’ ένα πορτάκι που ίσα φαινόταν. Ο Θωμάς έστρεψε τη δέσμη του φακού μέσα στο στενό διάδρομο και είδε τη λάμψη της μεταλλικής μπάρας που το ασφάλιζε. Με καρδιά που βροντούσε από αναστάτωση σύρθηκε ως εκεί και την ανασήκωσε από τις υποδοχές της. Χωρίς να σταθεί, άρχισε να έρπει ανάποδα, ώστε να βγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το λαγούμι. «Ω ΡΕ ΦΙΛΕ… Ω ΡΕ ΦΙΛΕ!!!», ήρθε μέσα από την κρύπτη ένας ενθουσιώδης αλαλαγμός. Έριξε αλαφιασμένος το φως προς την κατεύθυνση του ήχου και είδε κάτι να κινείται αστράφτοντας αδύναμα. Ενώ τα νεύρα του άρχιζαν να μετατρέπονται σε τσατάλια, άκουσε πάλι αυτό το χαρούμενο «ω ρε φίλε» και, αμέσως μετά, κάτι πρόβαλλε στο άνοιγμα. Δεν κατόρθωσε να δει περισσότερα. Η λιποθυμία τον κατάπιε, ταχύτερα κι απ’ ότι ζυγώνει ο Αχιλλέας τη χελώνα, στο γνωστό παράδοξο του Ζήνωνα. Όταν συνήλθε κοίταξε γύρω του βιαστικά, ώσπου, σε μια από τις γωνίες του κελαριού, εντόπισε μια ακαθόριστη φιγούρα. Το μέρος φωτιζόταν αχνά από τον πεσμένο φακό κι έτσι δεν μπορούσε να πει τι ήταν εκείνο το ορθογώνιο πράγμα πάνω στον αποστακτήρα. «Η πόρτα είναι κλειδωμένη και συ δεν έχεις το κλειδί», έκανε από τη γωνία η φωνή που είχε ακούσει, μόνο που τώρα ο τόνος της ήταν μελαγχολικός. Το ορθογώνιο κινήθηκε και δυο απολήξεις σαν καλώδια, μακριές ίσα μ’ ένα μέτρο, φάνηκαν για λίγο στα πλευρά του. «Απολογούμαι γι’ αυτό, αλλά σε έψαξα όσο ήσουν λιπόθυμος… θα πρέπει να μάθεις να είσαι πιο ψύχραιμος ξέρεις», συνέχισε η φωνή. «Κοίτα… θα βγω στο φως για να με δεις, όμως μην ξαναλιποθυμήσεις, εντάξει;», συμπλήρωσε μετά• όχι πως αυτό λειτούργησε. Ο Θωμάς λιποθύμησε αμέσως μόλις είδε το σεντούκι να σαλτάρει από τον αποστακτήρα στο έδαφος. Πριν βυθιστεί στη λήθη, πρόλαβε να καταγράψει την κλασική γραμμή του, χαρακτηριστική στις ταινίες με πειρατές, όπου, συνήθως, το άτυχο ερμάριο θάβεται σε απομονωμένο νησί παρέα με κάποιον άτυχο – προφανώς, τον ριγμένο της υπόθεσης με τους πειρατές. Οι μεντεσέδες του ήταν ξεκλείδωτοι και δυο βολβοί που αιωρούνταν στο κενό, πετάγονταν από το μισάνοιχτο σκέπασμα παρατηρώντας τον εξεταστικά. Από κάτω έχασκε ένα ανθρώπινο στόμα - μάλιστα είχε και μουστάκι - ενώ υπήρχαν και χερούλια στα πλάγια. Τούτα θα πρέπει να χρησίμευαν ως αυτιά, όχι για άλλον λόγο, παρά μόνο επειδή φορούσαν σκουλαρίκια. Το πλάσμα, ως άλλος Τιραμόλας, χρησιμοποιούσε για χέρια τα λεπτά καλώδια που τον είχαν σκιάξει προηγουμένως, τα οποία κατέληγαν σε κάτι κίτρινα γάντια, φουσκωμένα σαν τις παλάμες του Μισελέν. Τα πόδια ήταν εξίσου περίεργα και, πάνω απ’ όλα, ήταν τέσσερα. Αυτός ο διάολος διέθετε τετρακίνηση! Τέσσερα κοντά ποδαράκια, σαν αυτά στις πολυτελείς μπανιέρες, αλλά ζωντανά, που επέτρεπαν στον κάτοχό τους να μετακινείται στο χώρο, αντίθετα από τα συνηθισμένα επιπλάκια. Όλο το πράγμα ήταν στολισμένο με σειρές από πετράδια, που εκτόξευαν ένα πολύχρωμο πλήθος αντανακλάσεων. Κάποτε ο Θωμάς ξύπνησε και αφού έμεινε για ώρα άφωνος να κοιτάζει το ακατονόμαστο ον, αυτό είπε. «Δεν το ‘χεις και πολύ με το υπερφυσικό, έτσι φίλε;» «Τ… τ… τι;» «Έλα τώρα… ξέρεις τι λέω να πούμε», έκανε το πλάσμα και του έκλεισε συνωμοτικά το βολβό. «Τ… τι είσαι εσύ;» «Ναι… λοιπόν… κοίτα... γενικά, έχει να κάνει με τα σύμβολα και τα αρχέτυπα, αλλά δε θα καταλάβεις. Κράτα απλά ότι είμαι ένας μαγικός θησαυρός». Ο Θωμάς δεν είπε λέξη, μόνο άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει γρήγορα τα μάτια και να τσιμπιέται δυνατά. «Τι τσιμπιέσαι;», διαμαρτυρήθηκε το σεντούκι, «αφού είναι πασιφανές… υπάρχω, όπως υπάρχεις και συ. Λες να ονειρεύεσαι; Ή μήπως έγινες ξαφνικά σχιζοφρενής και βλέπεις πράγματα; Άσ’ το man… σου είπα, είμαι ένας μαγικός θησαυρός. Είμαστε πολλοί ξέρεις. Βέβαια, μόνο ελάχιστοι άνθρωποι έμαθαν ποτέ για μας, αλλά σε διαβεβαιώνω, όσοι μας γνώρισαν έπαθαν πλάκα με την πάρτη μας». «Την πάρτη σας…», έκανε ο Θωμάς, ανησυχώντας μην είχε πάθει εγκεφαλικό. «Ακριβώς. Και ξέρεις γιατί αγορίνα;», σκίρτησε ο θησαυρός. Δεν απάντησε ο Θωμάς. «Επειδή ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑΝΕ ρε φίλε». «Αχά», γόγγηξε ο Θωμάς. «Κοίτα… τώρα ακούγονται μπερδεμένα, αλλά θα στα εξηγήσω καλύτερα μόλις την κάνουμε από δω. Τι λες, δεν ειδοποιείς να μας ανοίξουν; Θέλω τόσο να βγω έξω». Τώρα, όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, το στοιχειώδες που μπορούμε να κάνουμε, είναι να μην αποκαλύψουμε όλα τα χαρτιά μας με την πρώτη. Αυτό δεν διέφευγε της αντίληψης του Θωμά, που στο μεταξύ κόντευε να χεστεί πάνω του, κι έτσι, μ’ όσο κουράγιο είχε, τραύλισε κάτι σαν ειμονοσφιλοσμουρθειαυριο. Ο θησαυρός τον έκοψε καλά-καλά και τελικά δήλωσε. «Όχι ρε γαμώ την τρέλα μου, τι γκαντεμιά είναι αυτή!». Ύστερα, έσκυψε το καπάκι στα χέρια και βάλθηκε να κουνιέται μπρος-πίσω. «Γαμώ την αγανάχτησή μου», συνέχισε, «έχω πήξει εδώ μέσα». Είδε ότι ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα και προσπάθησε να εξηγηθεί. «Ο γέρος μ’ έχει κλεισμένο σ’ αυτό το κελάρι απ’ όταν με πρωτοσυνάντησε. Ότι είχε πεθάνει ο πατέρας του και το μόνο που είχε κληρονομήσει απ’ όλη την περιουσία του, ήταν ένα γράμμα σφραγισμένο με βουλοκέρι, που αποκάλυπτε το μυστικό της ύπαρξής μου. Βλέπεις, ήμουν αιχμάλωτός του για χρόνια, κλειδωμένος σ’ ένα κρυφό καταφύγιο, στο κοντινό δάσος. Ο γέρος με πήρε από κει, μόνο και μόνο για να με κλείσει εδώ κάτω. Γενικά, ήταν πιο ψύχραιμος από σένα και δε λιποθύμησε ούτε μια φορά όταν γνωριστήκαμε. Υποθέτω ότι είσαι ο εγγονός του, έτσι; Κανονικά, θα άφηνε το γράμμα στον μπαμπά σου, όμως… εκείνη η καραμπόλα ήταν άλλο πράμα». Σταμάτησε να μιλάει κατεβάζοντας τους βολβούς. Ο Θωμάς τα είχε εντελώς χαμένα απέναντι στο υπερβατικό τής πραγματικότητας ζήτημα που είχε προκύψει, όμως το ζώο καταλαβαίνει καλά την επανάληψη και τη συνήθεια. Έτσι, όσο το ομιλών σεντούκι δεν του ξεφτίλιζε την ύπαρξη με άγνωστες υπερδυνάμεις που πιθανώς κατείχε, τόσο αυτός ξεσπούρδιζε. «Ναι, είμαι ο εγγονός του», ψέλλισε. «Το μόνο που μου άφησε ήταν ένα σφραγισμένο γράμμα που με οδηγούσε εδώ… όλα τ’ άλλα τα ‘γραψε στους Ιεχωβάδες», συμπλήρωσε με δυσφορία. Ο θησαυρός κούνησε το καπάκι με κατανόηση. «Εσύ όμως πώς τα γνωρίζεις όλα αυτά;», τόλμησε να ρωτήσει μετά, ενώ σκεφτόταν μήπως είχε φάει κάτι χαλασμένο το προηγούμενο βράδυ. «Αφού είπαμε… είμαι μαγικός. Εξάλλου, ο παππούς σου αναζητούσε τακτικά την παρέα μου και, μετά τα πρώτα είκοσι χρόνια, είχαμε φτάσει να συζητάμε για ένα σωρό πράγματα. Μάλιστα, μου έφερνε βιβλία και περιοδικά για να ενημερώνομαι, ενώ, προς το τέλος, είχε κατεβάσει κι ένα ραδιόφωνο. Αυτός μου είπε για το ατύχημα των γονιών σου και το σχέδιό του να δώσει το γράμμα σ’ εσένα». Ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητας σ’ εκείνο το κελάρι έκανε την επόμενη ερώτηση. «Καλά… και τι ήθελαν από σένα;» Ο θησαυρός στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος. «Εμ… βασικά… υπάρχει αυτό το ζητηματάκι με τους μαγικούς θησαυρούς. Φυσικά, είμαστε αθάνατοι, έτσι δε χρειαζόμαστε νερό και τροφή. Όμως, μια ζωή χωρίς γεύση δεν έχει αξία, οπότε, αν μας προσφερθεί, τρώμε κι εμείς ένα πιάτο φαί… σαν άνθρωποι». Σταμάτησε για λίγο, παραξενεμένος από τα ίδια του τα λόγια. «Τώρα, αν και μαγικοί», συνέχισε, «ωστόσο υπακούμε και μεις σε ορισμένους νόμους της φύσης. Ένας από αυτούς είναι και η απομάκρυνση των τροφών που καταναλώνουμε. Με παρακολουθείς;» Ο Θωμάς έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν, με άλλα λόγια, χέζουμε κι εμείς μεγάλε, όπως χέζουν όλοι, ακόμα και οι ομορφότερες από τις κοπέλες σας. Η διαφορά είναι ότι εμείς είμαστε μαγικοί κι έτσι, ότι κάνουμε είναι μαγικό. Κατάλαβες;» «Όχι», είπε ο Θωμάς. «Είμαστε μαγικοί ρε σου λέω… και τα σκατά μας είναι κι αυτά μαγικά». Σ’ αυτό το σημείο ο φίλος μας έσπασε για λίγο κι άρχισε να φωνάζει και να τραβάει τα μαλλιά του, πιστεύοντας ότι σίγουρα είχε πάθει κάποια σοβαρή βλάβη του εγκε φαλικού φλοιού. Όταν η θύελλα πέρασε μετά από μερικά λεπτά, ο θησαυρός προχώρησε. «Δεν κάνω πλάκα κούκλε, τα περιττώματά μας είναι μαγικά. Βλέπεις, για ένα μυστήριο λόγο, ότι φάει ένας μαγικός θησαυρός, το βγάζει μετά σε κάτι πολύτιμο». «Δηλαδή;» «Να, για παράδειγμα, έχω ένα ξαδερφάκι, μια μπιζουτιέρα, που χέζει διαμάντια. Ένας κακός άνθρωπος τον έκλεισε σε μια σπηλιά, στην κορυφή ενός βουνού, στη νότιο Αφρική. Έμεινε εκεί αιώνες και σ’ όλο αυτό το διάστημα έτρωγε βρύα και λειχήνες, έτσι… για να σπάει η ρουτίνα. Όταν τελικά τον ανακάλυψε κατά τύχη ένας ερασιτέχνης σπηλαιολόγος, το ξαδερφάκι μου είχε χέσει ολόκληρο κοίτασμα, κανονικό αδαμαντωρυχείο. Ο τύπος έγινε ζάπλουτος, χέστηκε στο τάλιρο να πούμε… από μας βγήκε αυτό. Ή πάλι, αυτό με το Ναπολέοντα. Ο κοντός φορούσε πάντα το τρικαντό του, όμως όχι από σεβασμό στους θεσμούς. Το καπέλο είναι μαγικό! Άμα το ταίζεις σου χέζει σχέδια μάχης και πανέξυπνες στρατηγικές. Γιατί λες να έγινε ότι έγινε στο τέλος; Απλά, ο Γάλλος το έχασε και τώρα ανήκει σε άλλους. Παρεμπιπτόντως, το χέρι μέσα στο γιλέκο ήταν κάτι τελείως δικό του. Τα μαγικά αντικείμενα έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε τηλεπαθητικά… κάτι σαν ανοικτή γραμμή. Έτσι ενημερωνόμαστε για την τύχη των δικών μας. Αν αυτό το γιλέκο ήταν μαγικό, το καπέλο θα το είχε πάρει χαμπάρι∙ δε μπορεί, ένα κεφάλι πιο πάνω άραζε». «Κι εσύ;», έκανε με απορία ο Θωμάς, «εσύ τι… βγάζεις;» Ο θησαυρός ανασκουμπώθηκε και είπε καμαρωτά. «Εγώ χέζω χρυσάφι!» «Τι λες», παρατήρησε ο Θωμάς. «Αμέ. Για την ακρίβεια, χέζω μικρά, σαν φαρφάλες, κομματάκια χρυσού. Τα δυο χούφταλα, οι συγγενείς σου, με τάιζαν συνέχεια. Πώς νομίζεις ότι απέκτησαν την περιουσία τους, απ’ την πολλή δουλειά;» «Γι’ αυτό σε κρατούσαν αιχμάλωτο;» «Δεν ήθελαν να ρισκάρουν να μαθευτεί το παραμικρό. Όποτε τους ρωτούσα, έλεγαν ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με τρέλα και πως οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι για μαγικά αντικείμενα». «Και γιατί δεν σταμάταγες να τρως;», επέμεινε ο Θωμάς. «Αυτό δεν είναι στη φύση μας», τον πρόφτασε ο θησαυρός. «Αν μας δώσεις φαί… θα φάμε. Κάποτε, θυμάμαι, ξεκίνησα απεργία πείνας, αλλά δεν άντεξα πολύ, κανείς θησαυρός δεν αντέχει…», συμπλήρωσε απογοητευμένος. «Και ποτέ δεν έμαθε για σας ο πολύς κόσμος;» «Κοίτα, όταν έχεις στην κατοχή σου ένα σεντούκι που χέζει χρυσάφι, το τελευταίο που θέλεις είναι να το κάνεις βούκινο. Ορισμένοι, ελάχιστοι, θέλησαν να μοιραστούν τη γνώση και τα οφέλη με την υπόλοιπη ανθρωπότητα, αλλά δεν πήγαν μακριά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάποιοι τους έκαναν να σωπάσουν. Πάντως, ο πιο γνωστός απ’ αυτούς, είχε μια χλαμύδα που έχεζε ψάρια και κρασί… Μην τρελαίνεσαι, αλήθεια λέω, τα μαγικά πλάσματα δεν μπορούμε να πούμε ψέματα. Δυστυχώς, εσείς οι άνθρωποι έχετε τη μανία να μην είστε ευχαριστημένοι με τους θησαυρούς σας, μαγικούς ή μη, και να νιώθετε καλά μόνο αν αποκτήσετε και τους θησαυρούς των άλλων. Τέλος πάντων… αυτό με τα ψάρια είναι μεγάλη ιστορία. Για να μη σε μπερδεύω, το μόνο που γνωρίζει η ανθρωπότητα για μας είναι διαστρεβλωμένες αλήθειες, μέσα από μύθους και θεωρίες συνωμοσίας». Η συζήτηση συνεχίστηκε κι ο Θωμάς μπόρεσε να ηρεμήσει το χτυποκάρδι του, συνηθίζοντας, όσο ήταν δυνατό, στην παρουσία του σεντουκιού. Έφτασε ακόμα και να το αγγίξει για να βεβαιωθεί ότι υπάρχει και να κοιτάξει στο εσωτερικό του, όταν αυτό σήκωσε καλοπροαίρετα το καπάκι του, διαπιστώνοντας ότι, ουσιαστικά, επρόκειτο για ένα άδειο μαγικό σεντούκι. Όταν, μέσες-άκρες, τα σημαντικότερα ειπώθηκαν, ο θησαυρός άρχισε το ψηστήρι. «Να σου πω παίδαρε… όταν βγούμε από δω θέλω να πάω σε πέντε μέρη… να δω κι εγώ τι παίζει». «Δηλαδή;» «Να… κάνα μπαράκι, στην παραλία, στο κέντρο για ψώνια». «Πώς θα πας στο κέντρο για ψώνια; Θα σε πάρουν χαμπάρι κι οι πέτρες», του αντιγύρισε ο Θωμάς. «Εντάξει τώρα, εντάξει τώρα, μπορείς να με ντύσεις βαλίτσα και να με κρατάς στο χέρι ή να με ακουμπήσεις στο κάθισμα του αμαξιού σου και να βγούμε τσάρκα». «Τσάρκα;», έκανε εμβρόντητος ο άνθρωπος, «μα εσύ είσαι ένα μπαούλο που μιλάει, δεν…» «Όπα… κάτσε ρε φίλε… σεντούκι είμαι, όχι μπαούλο. Λίγη προσοχή στη σημειολογία». «Α!», έσκουξε ο Θωμάς, που δεν φανταζόταν ότι υπήρχαν εύθικτοι μαγικοί θησαυροί. «Το μεγάλο μου όνειρο δε, είναι να ταξιδέψω μ’ αεροπλάνο», συνέχισε ακλόνητος ο θησαυρός. «Πιστεύω θα περάσω εντελώς απαρατήρητος στο χώρο των αποσκευών. Βέβαια, θα πρέπει να ταξιδέψεις μαζί μου». «Εγώ;» «Ε, κάποιος θα πρέπει να με παραλάβει. Εκτός αυτού, δεν έχεις ακούσει που λένε ότι το ταξίδι μετράει πιο πολύ από το θησαυρό που σε περιμένει στο τέλος του; Λοιπόν, εσύ με βρήκες χωρίς να ταξιδέψεις καθόλου. Μέχρι αυτό το ψωροχωριό που ήρθες και πολύ ήταν. Ευκαιρία να ξεκουνήσεις. Εγώ, από τη μεριά μου, θα φροντίσω να σε προμηθεύω με όσο χρυσάφι χρειαστείς». Ο Θωμάς δε μίλησε. Σκεφτόταν τον παππού και τον προπάππου του και τον Ναπολέων. «Να σου πω», είπε τελικά, «μπας και ξέρεις γιατί οι γέροι ήταν τόσο τσιφούτηδες;» Το σεντούκι πάγωσε. Γούρλωσε τους βολβούς και, αφού πέρασε κάνα πεντάλεπτο, σήκωσε το βλέμμα στο ταβάνι ανοίγοντας παραστατικά τα χέρια, μουρμούρισε ένα σιωπηλό μπινελίκι αγανάκτησης κι άρχισε να μιλάει. «Ε… ξέρεις… τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά εμείς τα μαγικά αντικείμενα είμαστε πολύ εθιστικά», έκανε με σπασμένη φωνή, σαν να έδινε κάποια εσωτερική μάχη, κι αμέσως μετά άφησε ένα πνιχτό «γαμώτο» να του ξεφύγει. «Δηλαδή να… όποιος μας έχει… δεν μπορεί… να μας βγάλει από το μυαλό του γαμώτο. Θέλουν να είναι συνέχεια δίπλα μας… να μας προσέχουν… μην τυχόν και μας κλέψει κανείς γαμώτο. Όσο περνάει ο καιρός… τόσο περισσότερο κολλάνε με μας. Αυτό τους… τους αλλάζει γαμώτο. Πνευματικά και… πνευματικά και… πνευματικά και σωματικά γαμώτο», είπε ο θησαυρός δαγκώνοντας τα χείλη του. «Αλλάζουν», εξακολούθησε, «και… γίνονται τρομερά τσιγκούνηδες γαμώτο με τα πλούτη τους γαμώτο και δε θέλουν κανέναν εκτός από μας κι αυτά γαμώτο». Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε. «Λοιπόν... δεν ξέρω γιατί, αλλά… μερικοί… αν κάτσουν πάρα-πάρα πολλά χρόνια μαζί μας… να… πως να το πω… μεταμορφώνονται σε… σε…» «Σε…;», έκανε ο Θωμάς με αγωνία. «Σε…», σφίχτηκε ο θησαυρός. «Σε…;», ξανάπε ο Θωμάς. «Μεταμορφώνονται σε δράκους ΓΑΜΩΤΟ!», φώναξε αγανακτισμένο το σεντούκι κι έπειτα βάλθηκε να κλαψουρίζει απελπισμένα. Ο Θωμάς τρέκλισε για λίγο από το βάρος της αποκάλυψης, όμως σύντομα ξανάρθε στα συγκαλά του και άρθρωσε την παρακάτω λέξη: «Τι;» «Λυπάμαι», έκανε ξέψυχα το πλάσμα, «σου είπα, οι μαγικοί θησαυροί, όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν μπορούν να πουν ψέματα. Με μετρημένες εξαιρέσεις, όλοι όσοι είχαν στην κατοχή τους ένα μαγικό αντικείμενο έγιναν σπαγκοραμμένοι. Δεν ξέρω γιατί, ίσως σχετίζεται με την κοσμική ισορροπία… κάποιου είδους τίμημα... Δεν ξέρουν τι έχουν, μα δε δίνουν ούτε του αγίου τους νερό∙ τρομερά σπάγκοι. Για κάποιους δε σταματάει εκεί. Παίρνει καιρό, αλλά, τελικά, σε ορισμένους συμβαίνει. Γίνονται δράκοι, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, κι έτσι μόνο ησυχάζουν. Φεύγουν τότε για πάντα μακριά από τους ανθρώπους, πετώντας άσκοπα μες στις καταιγίδες ή λουφάζοντας για δεκαετίες ολόκληρες μέσα σε σκοτεινά φαράγγια. Ο προπάππους σου κι ο παππούς σου ήταν τέτοιοι. Έχει και μερικούς στην Αθήνα, αν δεν απατώμαι. Υπάρχουν και οι σχετικοί θρύλοι». «Και θα γίνω και γω δράκος;», παραπονέθηκε ο Θωμάς. «Δεν ξέρω για δράκος, αλλά για τσιγκούνης σχεδόν σίγουρα. Δε θα θες να χάσεις ούτε δεκαρικάκι… ποτέ», απάντησε ορθά-κοφτά το σεντούκι. «Βέβαια», συμπλήρωσε, «με την κατάλληλη διατροφή, ίσως θα μπορούσα να σου χέζω μόνο τα προς το ζην». «Γαμώτο», είπε ο Θωμάς. «Αυτό είπαν και οι πρόγονοί σου, αλλά δε συγκρατήθηκαν κι έγινε ότι έγινε… δηλαδή δράκος», του πέταξε ο θησαυρός. Ο άντρας έμεινε να συλλογίζεται τα απίστευτα νέα. Ρώτησε και ξαναρώτησε, μέχρι που, τελικά, πείστηκε ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Ή πλούσιος και τσιγκούνης – ίσως και δράκος – ή μικρομεσαίος. Τα δυο πλάσματα βυθίστηκαν σε σκέψεις χωρίς να μιλούν. «Αργεί ο δικός σου ε;», ρώτησε κάποτε ο θησαυρός. «Αργεί», απάντησε βλοσυρά ο Θωμάς και γλίστρησε ξανά στη σιωπή. Αρκετές ώρες μετά κι ενώ πια ο φακός είχε σταματήσει να λειτουργεί, το σεντούκι σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να βηματίζει προβληματισμένο. «Άκου», είπε, «υπάρχει κάτι ακόμα. Σου είπα, τα μαγικά αντικείμενα είμαστε εξαιρετικά εθιστικά. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάς κοντά μου, τόσο εγώ σε μαγεύω, ώσπου δε θα μπορείς να πάρεις άλλη απόφαση απ’ το να με κρατήσεις. Φαίνεσαι ωραίο ατομάκι, ωστόσο, αργά ή γρήγορα θα υποκύψεις στη μαυρίλα που κυνηγάει κάθε ιδιοκτήτη μαγικού θησαυρού. Τότε θα με κλείσεις κάπου βαθιά στη γη και θα ‘ρχεσαι μόνο να με ταίζεις και να παίρνεις το χρυσάφι που θα βγάζω. Κι αυτό θα συνεχιστεί, μέχρι που θα καταλήξεις να είσαι κάθε μέρα μαζί μου, από φόβο κι από ανάγκη. Θα μου άρεσε να δω τον κόσμο, μα δεν πρόκειται να σου ζητήσω να μ’ αφήσεις ελεύθερο. Δε θα το έκανες κι, εξάλλου, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να καταφέρω μόνος∙ χρειάζομαι έναν άνθρωπο γι’ αυτόν το σκοπό. Έτσι είναι με τα μαγικά όντα. Από την άλλη, είναι άδικο να κάθομαι εδώ και να ενεργώ μαγικά πάνω σου όση ώρα προσπαθείς να αποφασίσεις… γιατί διακρίνω ξεκάθαρα ότι αυτό κάνεις. Λοιπόν, για να μη σε επηρεάζω άλλο με την παρουσία μου, θα πεταχτώ στην κρύπτη να φτιάξω το νεσεσέρ μου, ώστε να είμαι έτοιμος όταν έρθει ο άνθρωπός σου. Θα κλείσω και το πορτάκι, έτσι, αν κάποιος θα ήθελε να με κλειδώσει πάλι μέσα, το μόνο που θα ‘χε να κάνει θα ‘ταν να συρθεί ως το τέλος του λαγουμιού και να κατεβάσει τη μπάρα στους μεντεσέδες». Ο θησαυρός κοίταξε έντονα τον άνθρωπο κι ύστερα γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τετραποδίζει προς το άνοιγμα στον τοίχο. Είχε κάνει την κίνησή του. Ήταν η ώρα να κάνει κι ο Θωμάς τη δική του. ΤΕΛΟΣ Ο Θωμάς κι ο θησαυρός.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 (edited) Διασκεδαστική ιστορία και πραγματικά αξιολάτρευτος ο Κύριος Σεντούκης . Δεν κατάλαβα βεβαίως πώς έμαθε να μιλάει με τέτοιο στυλάκι, αφού έκανε παρέα με ένα γέρο, όπως ο μακαρίτης, αλλά έδινε μια ζωντάνια. Η παγίδα σε ένα τέτοιο χιουμοριστικό γραπτό είναι να παρασυρθείς σε εκφραστικές ακρότητες, με σκοπό να μοιάζουν χαριτωμένες, και αυτό το απέφυγες. Εκείνη βέβαια η παρομοίωση με το παράδοξο του Ζήνωνα, μου φάνηκε πολύ τραβηγμένη, άσε που ο Αχιλλέας ποτέ δε φτάνει τη χελώνα. Το τέλος... δεν ξέρω αν αυτό ήθελες, αλλά λέω αλήθεια, με στενοχώρησε. Με στενοχώρησε η αυτοθυσία του κ.Σ. και ο Θωμάς δε λέει καν "Και πού είναι το κακό να είσαι δράκος; Έλα δω!" (Αλήθεια, πού είναι το κακό; ). Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ο σκοπός σου (που αν ήταν, τον πέτυχες πολύ), αλλά μου φάνηκε κάπως αταίριαστο με το ύφος της υπόλοιπης ιστορίας. Αναφέρεται σε κάποια σημεία ο φίλος που ο Θωμάς περιμένει να έρθει να τον πάρει, αλλά έχεις ξεχάσει να πεις κάτι γι' αυτό πρωτύτερα και σταμάτησα κι άρχισα να ψάχνω μήπως κάτι δεν είχα προσέξει. Συνολικά ήταν ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα γραμμένο με πολύ ταιριαστό ύφος. Edited December 22, 2009 by aScannerDarkly Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 "Και τούμπαλιν". "Ζάμπλουτο" Δύο εκφράσεις που μου χτύπησαν άσχημα μέσα στο κείμενο. Κατά τα άλλα, δεν έχω να πω απολύτως τίποτα αρνητικό. Μου άρεσε πάρα πολύ! Στρωτή αφήγηση, ευχάριστο, ενδιαφέρον, ζωηρό... Λυπήθηκα το καημένο το σεντούκι, γιατί στ' αλήθεια το συμπάθησα. Από την άλλη, δεν μου έκανε καμία εντύπωση ο Θωμάς. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι το σεντούκι, αλλά από την άλλη, αυτό δεν ήταν το ζητούμενο; "Χέστηκε στο τάλιρο" Χε χε.... Τέλειο! Εύγε, πολύ καλό διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Πως μου το έκανες αυτό ωρέ dagoncult; Να μου ξεκινήσεις μια ιστορία στην καλύτερη ατμοσφαιρική αφήγηση ενός Στόκερ, μέχρι τη στιγμή που το μυστικό σέρνεται έξω από την κρύπτη και να μου προκύψει ο Roger Rabbit;! Θα σου πω μπράβο γιατί μετά το σοκ, μετά το "πολύ καλά...πάμε παρακάτω" πήγε μπορώ να πω μια χαρά. Η ιστορία έρεε διασκεδαστικά και χωρίς να βαρυγκομά ως το φινάλε. Θα ήθελα ένα πιο "γεμάτο" τέλος βέβαια - όπου θα ήταν καλύτερα αν ο έγκλειστος σου δεν ήταν τόσο καλοπροαίρετος, για να έχεις την ευκαιρία σε πιο ζουμερό και πιο σκοτεινό χιούμορ. Έχε το υπ'όψη για το sequel. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Ποτέ δεν πίστευα οτι μια ιστορία φαντάζυ μπόρει να έχει αστεία πλευρά! καλοστημένη γραμμή αφήγησης ανατρεπτική πλοκή μπορώ να πώ οτι κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μου και ο απλός τρόπος γραφής καταπληκτικά καλός! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 22, 2009 Author Share Posted December 22, 2009 (edited) Γεια χαρά παιδιά. Ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο και τα σχόλια. Δυστυχώς, δεν μπορώ να δω τα σπόιλερ. . aScannerDarkly: Ο θησαυρός έμαθε να μιλάει κατ' αυτόν τον τρόπο από τα περιοδικά και το ραδιόφωνο που του κατέβασε ο παππούς. Για το παράδοξο του Ζήνωνα... κι εγώ προβληματίστηκα στα δύο σημεία που επισημαίνεις, δηλαδή α) αν είναι βαρύ σε σχέση με το υπόλοιπο γραπτό και β) για το γεγονός ότι ο Αχιλλέας, πράγματι, δε φτάνει ποτέ τη χελώνα. Για το πρώτο... μάλλον προκειται για δική μου αστοχία. Για το παράδοξο τώρα... απλά σκέφτηκα ότι, αντί να εξηγήσω τη φάση με τον Αχιλλέα και τη χελώνα, θα μπορούσα απλά να χρησιμοποιήσω τη φράση 'ταχύτερα απ' ότι ο Αχιλλέας ζυγώνει τη χελώνα', ώστε, και όποιος ψήνεται να πρέπει να τσεκάρει μόνος του περί τίνος πρόκειται και εγώ από τη μεριά μου να είμαι καλυμένος πίσω από τη λέξη 'ζυγώνει', που υπολόγιζα να δώσει ακριβώς την έννοια του 'πλησιαζει' και όχι του 'φτάνει'. Αρχικά έλεγα να βάλω κάτι σαν 'ταχύτερα απ' ότι ο Αχιλλέας ζυγώνει τη χελώνα, χωρίς όμως να την φτάνει ποτέ, στο γνωστό παράδοξο του Ζήνωνα' αλλά μου φάνηκε ότι μαζευόταν πολύ μπλαμπλα και το άφησα έτσι. Λες να πήγαινε καλύτερα κάποια άλλη λέξη αντί για το 'ζυγώνει' ; Η πράξη του θησαυρού, στο τέλος, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα, μιας και μου άφηνε την αίσθηση ότι μιλάει από μόνη της για τις σκέψεις του θησαυρού, ίσως και γενικότερα για το άτομό του. Η τελική πρόταση χρησιμοποιήθηκε για να μεταβιβάσω όλο το βάρος του διλήμματος, από τον Θωμά στον αναγνώστη. Λέμε τώρα... Ο Θωμάς είναι μόνος στο κελάρι. Ο δικηγόρος, που τον πήγε ως το σπίτι, περιμένει τα κλειδιά στο γραφείο του σε τρεις μέρες. Ετσι, δεν πρόκειται να έρθει κάποιος, δεν υπάρχει κάποιος φίλος του Θωμά. Απλά, ο τελευταίος επιλέγει να μην ανοίξει τα χαρτιά του με τη μία και να μην αποκαλύψει στο σεντούκι την αλήθεια. Ετσι σκαρφίζεται αυτό για τον φίλο. Τα κλειδιά είναι κρυμμένα κάτω από τον αποστακτήρα όπου κάθεται σε κάποια φάση ο θησαυρός. Cassandra Gotha: Ναι ρε γμτ... αυτό το τούμπαλιν μου ψιλοκαθόταν κι εμένα κάπως, αλλά μέσα στο χαμό το αγνόησα. DinoHajiyorgi: Ήθελες νταρκίλα στο τέλος ε; Σ' ένα πρώτο πλάνο, όντως νταρκίλα έπαιζε, αλλά μετά σκέφτηκα 'δεν κρατάς καλύτερα όλη τη μαύρη διάθεση για τον μεθεπόμενο διαγωνισμό;' Κalanapathw: Απλός τρόπος γραφής ε; Χαίρομαι, μιας και υποψιάζομαι ότι ένα από τα σημαντικά μου προβλήματα είναι οι πολλές φανφάρες και οι βαριές λέξεις μέσα στα κείμενά μου. Αν κατάφερα να τις αποφύγω εδώ, τότε αυτό είναι πολύ καλό για μένα. Ξανά, πολλές ευχαριστίες για το χρόνο και τον κόπο. Edited December 22, 2009 by dagoncult Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Δυστυχώς, δεν μπορώ να δω τα σπόιλερ. Σε τέτοια περίπτωση, πάτα Reply και δες τα εκεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Καπατληκτική!!! Εμπνευσμένη ιστορία, πράγματι. Η ιδέα ήταν σίγουρα πρωτότυπη. Για την εκτέλεση έχω μερικές παρατηρησούλες: Όντως, έχεις μια ελαφριά τάση προς το πομπώδες και τις πολύπλοκες προτάσεις. Πχ η πρόταση "Από νεαρός είχε φροντίσει....αμύθητα πλούτη." πιάνει πέντε σειρές. Ή όταν λες πχ "Αυτό που φανερώθηκε όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός που ξεσήκωσε η μέθοδός του". Εκείνο το "που ξεσήκωσε η μέθοδός του" θα μπορούσε να λείπει τελείως. Θαρρώ πως η διήγηση θα έρρεε πιο ανεμπόδιστα έτσι. Επίσης "ερμάριο" είναι το ντουλάπι, και δη το εντοιχισμένο, απ' όσο ξέρω. Και καλά το στιλάκι του μπ---, αλλά ο παππούς; Ο παππούς; "Μη μασάς"; Από που κι ως που τέτοιες γιεγιέδικες εκφράσεις ο παππούς; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Πολύ πρωτότυπη και άκρως διασκεδαστίκη . Ξέφυγε κατα πολύ απο τα στερεότυπα . Άσε που φαντάστηκα το μπαούλο σαν την Πατάτα απο το Toy Story και πέθανα στο γέλιο " Χέστηκε στο ταλιρο " λεει !!!!!!!! Απίστευτη έμπνευση Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Ρε συ, εγώ δε μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά, ανήκω στο target group σου, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Αυτός μπορεί και να χεστεί στο τάλιρο εγώ μια φορά σίγουρα χέστηκα στο γέλιο. Όσο γέλασα με αυτή την ιστορία μόνη μου καλά καλά δεν έχω γελάσει με τα Αστερίξ (καλά υπερβολή, αλλά καταλαβαίνεις). Εκεί στο "...ρε είναι μαγικά ρε σου λέω" σταμάτησα κι όλας να διαβάζω γιατί δε μπορούσα να χαχανίζω και να διαβάζω ταυτόχρονα. Ό,τι δικό σου έχω διαβάσει μέχρι στιγμής (3 ιστορίες αν δεν με απατά η μνήμη μου) είναι η μία καλύτερη από την άλλη. Όταν πιάνεις την επιστήμη με τραβάς από τα μαλλιά μέχρι ακριβώς εκεί που αντέχω, στο δράμα τα ίδια κι από ό,τι μόλις είδα στο χιούμορ ακριβώς τα ίδια. Το μόνο κακό είναι ότι δε μπορώ να σε βοηθήσω με κανέναν τρόπο να πας παρακάτω τη γραφή σου γιατί ήδη τη βρίσκω τέλεια. Θα κάνω σίγουρα αρκετό καιρό ακόμα να ξεπεράσω πλήρως την Αίθρα, αλλά τώρα με έβαλες και σε ένα εντελώς διαφορετικό τριπάκι να προσπαθώ να ξεπεράσω κι έναν ... ας τον πούμε εντελώς αλλοπρόσσαλο θησαυρό (μιας και δε μπορείς να διαβάσεις τα spoiler). Να σαι καλά να μας γράφεις ιστορίες κύριος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 22, 2009 Author Share Posted December 22, 2009 KELAINO: Το ερμάριο μού φάνηκε αστεία λέξη και είπα ότι μπορεί να μην το παρατηρήσει κανείς. God damn woman.... ίσως έχεις δίκιο σ' αυτό το 'μη μασάς' του παππού. Από την άλλη... 'μη μασάς' του είπε... δεν του είπε 'μη νταουνιάζεις' ή 'μη λεβελιάζεις' ή ότι τέλος πάντων χρησιμοποιουν τώρα οι νέοι... δεν τα ξέρω και καλά αυτά τα διαόλια... Nocturnal: Ευχαριστώ. Εγώ είχα στο νου μου τον πρισουνίκ Nienor: Ναι... αυτά τα επαναλαμβανόμενα 'ρε' είναι πλακατζίδικα... σαν να σου μιλάει κάνας τυπάκος... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Mε διαφορά η πιο ευχάριστη ιστορία που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό! Δεν θα προσθέσω τίποτα γιατί μου άρεσαν τα πάντα όλα που λέει και ο Αλέφαντος! Χιούμορ, σπιρτάδα, εξυπνάδα και μια μεγάλη, ανατρεπτική αποκάλυψη για την αληθινη φύση κάποιων θρύλων (δρακοι, δειπνο στην Κανά αν κατάλαβα καλά!). Άσε που φαντάστηκα το μπαούλο σαν την Πατάτα απο το Toy Story και πέθανα στο γέλιο . Η ίδια εικόνα σχηματίστηκε και στο δικό μου μυαλό! Μπράβο Ντάγκον! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Δεν εχω και πολλά σχόλια να κάνω ηταν πολύ κοντά στο στύλ μου για να μη μου αρέσει, γελασα πολύ και τη χάρηκα, ωραίο τέλος ωραία μέση, καλή αρχή, ισως θα θελε λιγο ποιο πολή "λογική" σε καποια σημεία ( οπως πχ γιατι να πας σε ενα σπιτι με φακο μισοχαλασμένο; γιατι να μη παιζουν τα φώτα; ) ισως πάλι και όχι, ψιλοαδιάφορο είναι, απλα εχω την αισθηση οτι πας να δημιουργήσεις ατμόσφαιρα ενω μαλλον δε χρειάζεται. Πολύ καλο keep it up Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Ευχάριστη ιστορία, με αρκετά επιτυχημένο χιούμορ και ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Στρωτή γραφή, το διάβασα άνετα. Ο θησαυρός είναι υπερβολικά ανθρωπομορφικός, αν και δύσκολο να το αποφύγεις, ενώ και το στυλ ομιλίας του είναι λίγο περισσότερο φτιαχτό απ’ όσο θα ήθελα. Ο παππούς δείχνει πότε μισάνθρωπος και πότε φιλεύσπλαχνος (όταν ασχολείται με τον εγγονό). Θα πρότεινα η κληρονομιά να είναι τυχαία και όχι επιλογή του παππού. Νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσει από το σημείο που πηγαίνει στην παλιά οικεία, και να κόψεις λίγο από την εισαγωγή για να γίνει πιο σφιχτό. Επίσης η εξέλιξη από τσιγγούνη σε δράκο, δεν δείχνει ομαλή. Θα περιμέναμε κάτι στο πιο κακό, αγκαθωτός θάμνος, φίδι ή κάτι τέτοιο Ο Θωμάς κι ο θησαυρός, sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Γουστάρω! Γουστάρω τρελά! Μόλις τώρα πρόλαβα να το διαβάσω κι έχω ξεσηκώσει όλο το σπίτι από τα γέλια. Ρε αθεόφοβε (κυριολεκτικά), Πάντως, ο πιο γνωστός απ’ αυτούς, είχε μια χλαμύδα που έχεζε ψάρια και κρασί… , μ' έστειλες μ' αυτή την ατάκα. (Και μέρες που είναι!) Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου αρέσουν κάτι τέτοιες εξηγήσεις! Ω, διασκέδασα τόσο πολύ, που δεν έχω να πω και πάρα πολλά, πέρα από το ότι ήταν σαν να έβλεπα μια πολύ κωμική ταινία, με τον τύπο δυστυχή και απορημένο και το μάγκα το θησαυρό να κυκλοφορεί άνετος και light. Εξαιρετική δουλειά Και για να πω και δυο σοβαρές κουβέντες, αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι που το τέλος δεν είναι τέλος και μένει ανοιχτό. Είναι τόσο μεγάλο το βάρος που φορτώνεται ο Θωμάς μέσα από όλα αυτά τα αστεία, που πραγματικά η απόφαση θα ήταν πολύ δύσκολη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Επίσης η εξέλιξη από τσιγγούνη σε δράκο, δεν δείχνει ομαλή. Μα... μα... ο δράκος... που κάθεται επάνω σε ένα θησαυρό που δεν τον κάνει τίποτα... κι απλά τον μαζεύει κι είναι δικός του?! Υ.Γ. Συγνώμη για την επέμβαση, αλλά το συγκεκριμένο μου είχε φανεί πολύ πολύ καλό σαν ιδέα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Πολύ πολύ διασκεδαστική κι αστεία η ιστορία σου dagon!! Κύλησε πολύ ξεκούραστα για μένα και χαρωπά. Υπήρχαν πολλά σημεία που γέλασα κι εφόσον σ' αυτό αποσκοπούσες, μπράβο! Δεν έχω να επισημάνω κάποια αρνητικά στην ιστορία ως έχει! Το μόνο που θέλω να πω (κι είναι καθαρά θέμα γούστου) είναι ότι θα προτιμούσα μια πιο δυναμική ιστορία, δε μ'άρεσε αυτή η στασιμότητα στο υπόγειο με τη συνομιλία, θα 'θελα λίγο περισσότερη κίνηση. Αλλά κατά τ' άλλα πολύ καλά!! Καλή επιτυχία και καλές γιορτές!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Μα... μα... ο δράκος... που κάθεται επάνω σε ένα θησαυρό που δεν τον κάνει τίποτα... κι απλά τον μαζεύει κι είναι δικός του?! Υ.Γ. Συγνώμη για την επέμβαση, αλλά το συγκεκριμένο μου είχε φανεί πολύ πολύ καλό σαν ιδέα Ε, ναι... έτσι όπως το θέτεις. Βασικά σκέφτηκα ότι, αν γινόμουν δράκος, θα έκοβα βόλτες στον ουρανό και δεν πήγε στο μυαλό μου σε αυτήν την βαρετή υποχρέωση. Πάω πάσο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Διασκεδαστική ιστορία. Έχει πλάκα κι ο δεύτερος πρωταγωνιστής είναι ωραίος και σε κρατά σε εγρήγορση ως το τέλος. Μου άρεσε, ωστόσο το τελείωμα μου φάνηκε ελαφρώς εύκολο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Στην αρχή η ιστορία με γέμισε με μυστήριο και αγωνία για τον θησαυρό του γέρου! Τι μπορεί να κρύβεται εκεί κάτω, γτ να κρύψει το κλειδί ο εγγονός, τι θα τον έκανε να λιποθυμήσει.... Και ξαφνικά μου εμφανίζεται το σεντούκι που ξεπήδησε απ'το κάστρο του τέρατος στην "πεντάμορφη και το τέρας" και ξενέρωσα λίγο για να είμαι ειλικρινής. Όμως είχε πλάκα, ήταν πολύ ευχάριστο, το βρήκα πολύ έξυπνη ιδέα να γράψεις κάτι τέτοιο. Απλά η αρχή με είχε ενθουσιάσει και με είχε οδηγήσει σε κάτι διαφορετικό. Εντάξει δεν πειράζει μετά προχώρησε πολύ καλα. Μπράβο σου για την έμπνευση! Το δίλλημα στο τέλος μου άρεσε. Αυτά, δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Το αφηγήθηκα κομμάτι-κομμάτι, καθώς το διάβαζα, στους συναδέλφους στη δουλειά και το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό για την παραγωγικότητά μας. Γελάγαμε με τις ώρες. Τι μου άρεσε: Η σπιρτόζικη γλώσσα. Το ότι δε φοβάσαι τους χαρακτηρισμούς. Η φράση «κανονικά επειδή σε κόβω για γιεγιε, δεν έπρεπε να σου αφήσω τίποτα» (δε μπορώ να μετρήσω πόση ώρα γέλαγα όταν τη διάβασα!) Η τετρακίνηση!!! Η μπιζουτιέρα!!! Ο Ναπολέων!!! Έλεος!!! Όχι άλλο. Γκ. Τι δε μου άρεσε: Το τέλος, όπου όλα σοβάρευαν ξαφνικά. Δεν μένεις πιστός στις απαιτήσεις του κοινού σου… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.