Jump to content

Έχεις μόνο μια Ευκαιρία


Tiessa
Mesmer
Message added by Mesmer

Νικήτρια ιστορία στον 16ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας.

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βάσω

Είδος: Ιστορία Φαντασίας

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3408

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Για το Διαγωνισμό Δεκεμβρίου 2009 με θέμα "Θησαυρός"

 

One chance.doc

 

ΕΧΕΙΣ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

Κανέλλα και μπαχάρι, οσμίστηκε ο Σάμτρα. Και μια λεπτή πνοή μαγείας.

 

Γαρύφαλλα και κρόκος, ρουθούνισε επιφυλακτικά. Κι ένας άνεμος φήμης, δυναμωμένος από τις διαδώσεις που έτρεχαν πιο γοργά και από τον αετό, απ’ άκρη σ’ άκρη της ηπείρου, πρόσθεσε από μέσα του, χαϊδεύοντας μηχανικά τη μαύρη, νεανική πλεξίδα του, ενώ συμπλήρωνε στο μυαλό του την περιγραφή της στιγμής, έτοιμος να τη διηγηθεί.

 

 

 

Ο Μπαλχαζάντ, ο έμπορος, χαμογελάει αινιγματικά, σε κάθε πελάτη που υπογράφει νευρικά στο χοντρό βιβλίο του.

 

Μάγος ήταν και νεκρομάντης στο παρελθόν, θα λέει η μια ιστορία.

 

Αρχιερέας και γητευτής, θ’ ακουστεί αργότερα.

 

Μα ο Μπαλχαζάντ τίποτα μαγικό δεν έχει κάνει σ’ όλα τα μέρη απ’ όπου έχει περάσει. Μονάχα που φτάνει με το πρώτο σκοτάδι, μ’ ένα φορτωμένο κάρο, και μέχρι το πρωί έχει ξεφυτρώσει έξω από τα τείχη η μεγάλη, θαυμαστή σκηνή του και μέσα της είναι αραδιασμένα ελκυστικά τα χίλια ακριβώς αντικείμενα του εμπορίου του. Και το ένα που είναι ο θησαυρός του…

 

Πλούσιοι έχουν προσπαθήσει να εξαγοράσουν το θησαυρό και σπουδαίοι άρχοντες έχουν στείλει αγροίκους φρουρούς να τον αρπάξουν. Και πολλές πλανεύτρες κυράδες έχουν ζεστάνει τον Μπαλχαζάντ στο κρεβάτι τους, ελπίζοντας να του τον αποσπάσουν. Αλλά κάθε φορά, από κάθε τόπο, εκείνος φεύγει χωρίς να χαριστεί σε κανένα, και η δύναμή του λένε πως μεγαλώνει μετά από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια. Καμιά ενέδρα δεν έχει σταθεί ικανή να στερήσει τον Μπαλχαζάντ από το φορτίο του και κανένα στοιχείο της φύσης δεν έχει καταφέρει να εμποδίσει το διάβα του.

 

Αγέραστος, απτόητος, απόμακρος, ακατανόητος, στέκει με το λεπτό, ειρωνικό του χαμόγελο και καλωσορίζει τους επισκέπτες της σκηνής του.

 

«Κοπιάστε», λέει ευχάριστα. «Υπογράψτε και δοκιμάστε την τύχη σας. Μόνο να θυμάστε: έχετε δικαίωμα μια μόνο φορά ν’ αναζητήσετε το θησαυρό μου σε όλη σας τη ζωή».

 

 

 

Ο Σάμτρα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, την ώρα που η Αρχόντισσα Ζιμέρθα πλησίαζε ένα ράφι γεμάτο κοσμήματα, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Σαν ν’ άκουγε τώρα δα τη γιαγιά του, καθισμένη στο παραγώνι της, να διηγείται την ιστορία του Μπαλχαζάντ του μάγου, του έμπορου, του περιπλανώμενου, που αμέτρητα χρόνια διέσχιζε όλα τα βασίλεια της Κάτατζα, με τη μαγική πραμάτεια του και την ακόμα πιο μαγική ιστορία του. Αν αντλούσε τις δυνάμεις του από την αγνότητα της θάλασσας ή αν κρυφά ρουφούσε τη ζωή μικρών παιδιών, ήταν άγνωστο και αδιάφορο σε όλους. Ο μικροσκοπικός άντρας, με τη γκρίζα πλεξίδα και το σκούρο μπλε χιτώνα, με τις δυο βαθιές ρυτίδες που χαράκωναν το μέτωπο πάνω από τα πράσινα μάτια του, και που οδηγούσε τώρα έναν ακόμα υποψήφιο πελάτη στον πάγκο του, ήταν άψογος στη συμπεριφορά και τυπικός στις συναλλαγές του. Κανένα επεισόδιο δεν είχε αμαυρώσει τις απανταχού επισκέψεις του.

 

Ο ηλικιωμένος πελάτης έβγαλε από την τσέπη του μια χρυσή πόρπη και την ακούμπησε στον πάγκο. Στο φως των μικρών φλογών, τα μάτια του φανέρωναν μια λαχτάρα πολύ κοντά στον πόνο. Έξω έφεγγε το θάμπος της χειμωνιάτικης, συννεφιασμένης μέρας, αλλά χρειάζονταν αμέτρητα κεριά και λυχνάρια για να φωτίζουν κάθε γωνίτσα της σκηνής.

 

Ο Σάμτρα κούνησε αδιόρατα το κεφάλι, σαν να τον λυπόταν. Δε χρειαζόταν να προσφέρει ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο ο γέροντας. Ίσως όμως να προσπαθούσε να καλοπιάσει είτε το μάγο είτε τη μοίρα του.

 

 

 

Οι κανόνες του Μπαλχαζάντ είναι απλοί: δίνεις οτιδήποτε δικό σου θέλεις, ακόμα και μια παλιωμένη ζώνη, ένα σπασμένο χτενάκι, ένα λεκιασμένο τραπεζομάντιλο. Δεν έχει καμιά σημασία τι είναι, αρκεί να είναι εντελώς δικό σου. Υπογράφεις στο βιβλίο γι αυτό που παρέδωσες και μετά συμμετέχεις στο κυνήγι του θησαυρού. Ελάχιστοι φεύγουν ζημιωμένοι από τη συναλλαγή. Και κανένας δεν έχει πει ποτέ πως έφυγε αδικημένος.

 

Υπάρχουν χίλια μαγικά αντικείμενα μέσα στο πάνινο μαγαζί. Μια χιλιάδα ελπίδες για μια στιγμή ευτυχίας. Κι ένα ακόμα: ο θησαυρός. Ένα αντικείμενο φορτωμένο υψηλή μαγεία, έτοιμο να σου δώσει ό,τι λαχταράει περισσότερο η καρδιά σου. Ό,τι βρεις, ό,τι σου αρέσει, μπορείς να το πάρεις. Κι αν βρεις το θησαυρό, είναι δικός σου. Πρέπει όμως να τον λαχταράς πολύ για ν’ αποκαλυφθεί η μαγεία του…

 

 

 

Αν τον βρει ο γέρος, θα ζητήσει πίσω τα νιάτα του, συλλογίστηκε ο Σάμτρα. Αν τον βρει η Λεντέλα, η υφάντρα, θα ζητήσει το γιο της, που τον έχασε στο θανατικό, δυο χειμώνες πριν. Αν τον βρει μια από τις τρεις κοπελιές που χασκογελάνε, ακουμπώντας δαντελένια, αρωματισμένα μαντιλάκια για τη συναλλαγή, θα ζητήσει την καρδιά κάποιου παλικαριού. Κι αν τον βρει η κυρά του, η Ζιμέρθα, θα ζητήσει πλούτη αμύθητα. Καρδιά δε θέλει, γιατί αν είχε μάλλον την ξερίζωνε για να μην την ενοχλεί.

 

Ω, συλλογίστηκε ευτυχισμένα. Τι όμορφα παραμύθια ξετυλίγονταν γύρω του! Ένα για καθένα από τους παρευρισκόμενους. Πόσα θα είχε να προσθέσει σ’ εκείνη την παλιά διήγηση που είχε πρωτοακούσει από τη γιαγιά του! Πόσες κρύες νύχτες, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα μπορούσε ν’ αφηγείται μια-μια τις ιστορίες του, όλες παρμένες απ’ αυτή τη μοναδική μέρα.

 

Ο Σάμτρα ανάσανε τώρα βαθύτερα τη μαγική ευωδιά. Πιπέρι και τσάι, καπνός του νοτιά και μια τζούρα από παλιό κόκκινο κρασί. Ένιωσε το στόμα του να λαχταράει μια γουλίτσα και αγνόησε για μια στιγμή το νόημα της κυράς του να την ακολουθήσει. Σίγουρα ήταν γλυκό το κρασί, τέτοιο που ένας ταπεινός υπηρέτης σαν και του λόγου του δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να απολαύσει. Τράβηξε στα ρουθούνια του μια ακόμα απολαυστική ανάσα και την πλησίασε αργά.

 

Η αφεντικίνα του είχε παρατήσει το κόσμημα. Πίσω από αραχνοΰφαντα υφάσματα, ανάμεσα από τους ροδαλούς κρυστάλλους του χαλαζία και τους σκοτεινόχρωμους αχάτες, μέσα από τις γυαλισμένες πέτρες του αιματίτη και τα μαύρα θραύσματα του οψιδιανού, λαμπεροί καθρέφτες περίμεναν το πρώτο χέρι που θα τους σήκωνε. Ένας ήταν πλαισιωμένος από ανοιχτόχρωμο μέταλλο με την υφή του χτυπημένου ασημιού, άλλος από ξύλο βερνικωμένο, κι ένας ακόμα από στριμμένα και ροζιασμένα κλαδιά βελανιδιάς. Άλλα πλαίσια ήταν διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα κι άλλα εγχάρακτα με ρούνους. Αλλά να κι ένας καθρέφτης γυμνός, με γυαλί αιχμηρό στις γωνίες. Ο Σάμτρα ακολούθησε το αμίλητο νεύμα της κυράς του και σήκωσε μπροστά της τον πρώτο καθρέφτη. Αυτός ήταν ο ρόλος του. Γι αυτό τον έσερνε μαζί της η Αρχόντισσα Ζιμέρθα. Μην τυχόν και σπάσει κανένας καθρέφτης στα χέρια της, και φορτωθεί τη γρουσουζιά, μήπως κάποιο από τα αντικείμενα ερεθίσει το κάτασπρο δέρμα της, μην και γευτεί ή ανασάνει εκείνη τίποτα επικίνδυνο. Ενώ ο Σάμτρα ήταν αναλώσιμος. Ένας κακομοίρης υπηρέτης, παιδί για όλες τις δουλειές, ένα ψώνιο, που αρεσκόταν να λέει παραμύθια σε άλλους υπηρέτες, στις άθλιες κάμαρες, της πίσω αυλής του αρχοντικού.

 

Η Ζιμέρθα κοίταξε. Το ξινό, ξερακιανό της πρόσωπο ξίνισε περισσότερο, όταν είδε ότι δεν υπήρχε τίποτα που να την κολακεύει στην αντανάκλασή της στο βαρυστολισμένο γυαλί. Μισός αιώνας μιζέριας μέσα στα πλούτη, ήταν όλος φορτωμένος στις γραμμές του προσώπου της –άσχετα από το πόσο το είχε φροντισμένο. Έκανε νόημα αποπεμπτικό, σμίγοντας τα φρύδια πάνω από τη ζαρωμένη μύτη της, πήρε μια βιαστική στροφή, σέρνοντας στο πατημένο χώμα το πλουμιστό φόρεμά της, κι έφυγε από τους καθρέφτες.

 

Σειρά είχαν τα κύπελλα, που περίμεναν παραδίπλα. Η άπληστη ματιά της έλαμπε ξανά καθώς καρφωνόταν στον κήλυκα με τα λεπτεπίλεπτα, κόκκινα πετράδια κάτω από το στόμιο.

 

Αντίθετα, τα μάτια του Σάμτρα πέρασαν πάνω από το κεφάλι της και καρφώθηκαν στην απέναντι μεριά της σκηνής, εκεί που δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονταν γύρω από ράφια, φορτωμένα με πάπυρους και χάρτες. Είχε μάθει γράμματα όταν ήταν μικρός –τότε που ζούσαν οι γονείς του και δε χρειαζόταν να είναι παραγιός και θεληματάρης. Ήξερε αρκετά για να μπορεί να γράψει τα παραμύθια του, αλλά πού χαρτί γι αυτόν; Οι πάπυροι έρχονταν από μακριά και ήταν ακριβότεροι κι από το κεχριμπάρι σε τούτες τις άδενδρες πολιτείες της ανατολής. Μισή ζωή δε θα έφτανε για ν’ αποκτήσει λίγες άγραφες σελίδες.

 

Κλεφτά και αθόρυβα, εγκατέλειψε τη Ζιμέρθα, που έδειχνε να τον έχει ξεχάσει. Θα τον θυμόταν ξανά όταν θα έφτανε στα ράφια με τα φιαλίδια –αν έφτανε ποτέ, κι αν της άφηνε και κανένα όλο εκείνο το πλήθος που έψαχνε μέσα στα πολύχρωμα μπουκαλάκια το φίλτρο για τη χαμένη νιότη, τον παράφορο έρωτα και την αντίσταση στο θάνατο. Εκεί θα τον καλούσε να δοκιμάσει. Τώρα όμως, αναζητούσε το κύπελλο που θα γέμιζε μαγικά με χρυσά νομίσματα, σκέφτηκε ο Σάμτρα, ενώ περνούσε ανάμεσα από δυο πάγκους με κομψές μεταλλικές μινιατούρες –προσεκτικά για να μην παρασύρει τίποτα με τα φαρδιά ρούχα που κρέμονταν άχαρα πάνω του. Ούτε οι ζώνες ούτε οι δίπλες μπορούσαν να κρύψουν ότι αυτά τα ρούχα δεν ήταν ποτέ δικά του. Η Ζιμέρθα είχε φροντίσει να τον απογυμνώσουν απ’ όλα οι σωματοφύλακές της και να τον ντύσουν με ξένα ρούχα, για να είναι σίγουρη ότι στην απίθανη περίπτωση που θ’ ανακάλυπτε εκείνος το θησαυρό, δε θα είχε τίποτα για ν’ ανταλλάξει. Σε όλους τους άλλους, είχε απαγορεύσει ακόμα και να πλησιάσουν στο αντίσκηνο. Μπορούσε οριακά ν’ ανεχτεί την ιδέα ότι κάποιοι θα έπαιρναν ψήγματα μαγείας, αλλά η ιδέα να επωφεληθεί ένας από τους δικούς της υπηρέτες, της ήταν πολύ απλά αδιανόητη.

 

Κάπου απέναντι, στο οπλοστάσιο του Μπαλχαζάντ, έβλεπε κόσμο που δεν είχε ποτέ του φανταστεί ότι θα συναντούσε εκεί. Άντρες και γυναίκες αναζητούσαν τη γυμνή εξουσία στα όπλα, δίχως να κρύβουν την επιθυμία να βλάψουν τον εχθρό τους ή να επιβληθούν με τη δύναμή τους. Λάμες άστραφταν και σφύριζαν με κάθε ξεθηκάρωμα και οι αντανακλάσεις ζάλιζαν τα μάτια του.

 

Στα τραπέζια με τα ζάρια και τις τράπουλες, ο κόσμος ήταν πυκνός. Ο Σάμτρα κρυφογέλασε. Ανάμεσα στους γνωστούς τζογαδόρους και στις τοπικές χαρτορίχτρες κινούνταν και αρκετοί επιφανείς πολίτες. Αναζητούσαν το θησαυρό στη μαγική τράπουλα ή έψαχναν απλώς για πειραγμένα ζάρια;

 

Μια πνοή ανέμου κίνησε τα φύλλα της σκηνής κι ένας λεπτός, κρυστάλλινος ήχος έκανε πολλά κεφάλια να σηκωθούν ψηλά, βλέποντας ίσως για πρώτη φορά τα ποταμάκια της φλόγας ν’ αντανακλώνται στα γυάλινα θραύσματα που αιωρούνταν, χτυπημένα από μεταλλικά γλωσσίδια. Ένα σούσουρο ενδιαφέροντος διαπέρασε τη συνωστισμένη σκηνή. Μήπως ο θησαυρός βρισκόταν εκεί ψηλά, σε σημείο που να μην είχε σκεφτεί κανείς να κοιτάξει; Μήπως ο άνεμος είχε αποκαλύψει κάτι;

 

 

 

Δε σώνεται ποτέ του Μπαλχαζάντ η πραμάτεια. Πάντα γεμίζει η σκηνή του από άπληστους και απελπισμένους, από περίεργους και καιροσκόπους. Ό,τι κουρελαρίες κι αν λάβει στη συναλλαγή, όποια πολύτιμα κομμάτια κι αν δώσει, την επόμενη φορά που θα στήσει το παζάρι του, κάτι άλλο, εξίσου όμορφο και μαγικό, θα έχει πάρει τη θέση του: χρυσαφικά και μπαχαρικά, κάνιστρα και ραβδιά, καντηλέρια και κρυστάλλινες σφαίρες. Όλα υποσχόμενα την πνοή της μαγείας, όλα σαγηνευτικά, χάδι και πρόκληση για τις αισθήσεις.

 

 

 

Του μύρισε χαρτί τώρα. Χαρτί πολυκαιρισμένο, όπως το θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Ω, η δύναμη της μυρωδιάς! Η λαχτάρα εκείνης της εποχής, το σκοτεινό δωμάτιο που μάθαινε από τους λεκιασμένους πάπυρους τα πρώτα του γράμματα, μαζί με τ’ άλλα φτωχόπαιδα της γειτονιάς, πάντα αργά το απόγευμα όταν ο Δάσκαλος Ιβερνάλ επέστρεφε στο σπιτάκι του μετά από τα μαθήματα στα σπίτια των αρχόντων.

 

Η θύμηση της λατρείας στα μάτια της Νιάλντα όταν της παρουσίασε το πρώτο παραμυθάκι του σ’ έναν μισογραμμένο πάπυρο, έκανε την καρδιά του Σάμτρα να χτυπήσει. Είχε φάει της χρονιάς του, του είχαν τουμπανιάσει τις παλάμες και τα δάχτυλα, επειδή είχε καταστρέψει το πολύτιμο χαρτί με ‘φαντασίες’. Μα τα λόγια της μικρής του γειτονοπούλας, όσο τον παρηγορούσε μετά, έκαναν το χέρι του να σφίξει ξανά την πλεξίδα των μαλλιών του, που κρεμόταν αριστερά –αντρικά– μπροστά στο στήθος του.

 

Ήταν αδύνατον να πλησιάσει στα μπαούλα με τους πάπυρους και τους χάρτες. Αμέτρητοι συνωθούνταν, ψάχνοντας για ξόρκια, γραμμένα στις σημαδεμένες σελίδες τους. Και ήταν και οι άλλοι, όσοι πίστευαν ότι το πράγμα ήταν προφανές: ένας από τους χάρτες οδηγούσε σε θησαυρό. Πάνω από τους ώμους των στριμωγμένων ανθρώπων, ο Σάμτρα ξέκλεψε μια ματιά. Μετά έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε οδυνηρά το θρόισμα του χαρτιού!

 

Ήθελε ένα κομμάτι χαρτί. Ο λαιμός του σφίχτηκε. Λαχταρούσε ένα τόσο δα κομμάτι πάπυρου για να γράψει μια ιστορία. Μια γραμμένη ιστορία ήταν ένα σύμβολο κύρους, δεν ήταν μονάχα χαμένες ανάσες, όπως έλεγε η κυρά του ειρωνικά για τα παραμύθια του. Θυμήθηκε ότι δεν είχε τίποτα δικό του πάνω του και ξαφνικά κοκκίνισε, ταπεινωμένος από το πρωινό του ξεγύμνωμα. Ένιωσε μια πίκρα και μια αγανάκτηση που είχε να την αισθανθεί σχεδόν από εκείνο το μοιραίο βράδυ της φωτιάς, που είχε καταστρέψει τη γειτονιά του και είχε καταβροχθίσει ό,τι αγαπούσε.

 

Τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει αργά μπροστά στον πάγκο του Μπαλχαζάντ, που εξακολουθούσε να χαμογελάει φιλικά και αδιαπέραστα και να μαζεύει άχρηστα μπιχλιμπίδια.

 

 

 

Αίμα δε δέχεται για πληρωμή ο Μπαλχαζάντ. Ούτε ιδρώτα, ούτε δάκρυα. Όμως ούτε και νομίσματα παίρνει. Θέλει κάτι άψυχο, αλλά κάτι εντελώς δικό σου. Μόνο αυτό ρίχνει μέσα στο τσουβάλι του και γι αυτό υπογράφεις…

 

 

 

Μια ακόμα πελάτισσα υπέγραφε νευρικά για το παλιό υφαντό που είχε αφήσει στον πάγκο. Ο νεαρός κοίταξε με μάτια διάπλατα τον όγκο του βιβλίου. Τόσο πολύ χαρτί! Πόσες σελίδες γραμμένες και πόσες ακόμα άγραφες. Η καρδιά του χτύπησε ξανά. Δυνάμεις της γης και του ουρανού, πόσο ήθελε αυτό το βιβλίο! Αν είχε όλο ετούτο το χαρτί, θα μπορούσε να γράφει μήνες και χρόνια. Θα κατάφερνε να χωρέσει μέσα όλες τις ιστορίες του. Θα έξυνε προσεκτικά ετούτα τα ορνιθοσκαλίσματα των υπογραφών –κάπως το έλεγαν αυτό, είχε ένα περίεργο όνομα– και θα μπορούσε να ξαναγράψει. Με τι στοργή θα χάιδευε τις μελανωμένες σελίδες. Ω, πόσο το ήθελε αυτό το–

 

Η σκέψη του Σάμτρα κόπηκε στη μέση. Μια φασματική αύρα, κάτι σαν αμυδρότατο μετείκασμα, χόρεψε για μια στιγμή μπροστά στα μάτια του. Είδε ολοζώντανο το χρώμα του αέρα να μετακινείται, να περνάει από το χέρι της γυναίκας και να φωλιάζει στις σελίδες του βιβλίου. Τίναξε το κεφάλι και κοίταξε ξανά. Ολόκληρος ο τόμος τρεμόλαμψε για μια στιγμή αχνά και μετά το φως εξαφανίστηκε. Έμεινε ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα στο βιβλίο, τρομαγμένος και συνεπαρμένος. Ένα ακόμα χέρι μπήκε στο πεδίο όρασής του και μια νέα, ζωηρότερη αύρα πέρασε στις ανοιχτές σελίδες. Αυτή τη φορά, ολόκληρο το κορμί του Σάμτρα ρίγησε. Ήξερε ν’ αναγνωρίζει τη μαγεία όταν ερχόταν απέναντί της πρόσωπο με πρόσωπο.

 

Σαν ν’ ανταποκρινόταν στην αναγνώριση, ένα σέλας χρωμάτων αναπήδησε μπροστά του, τυλίγοντας τον έμπορο, τον πάγκο με όσα είχε πάνω του, αλλά και τον ίδιο τον Σάμτρα μέσα σε ολόλαμπρα νημάτια χρυσού φωτός.

 

Το βιβλίο; Ήταν το βιβλίο ο θησαυρός του Μπαλχαζάντ; Ήταν το βιβλίο το αντικείμενο που όλοι έψαχναν εδώ και αμέτρητα χρόνια; Οι παλάμες του πλημμύρισαν ιδρώτα και τις σκούπισε στα ξένα ρούχα. Ένιωσε το δέρμα του κεφαλιού του να μυρμηγκιάζει, σαν να είχαν ορθωθεί όλες οι τρίχες του μαζί.

 

Μα ναι! Έπρεπε να είναι το βιβλίο! Κανένα άλλο αντικείμενο μέσα στη συλλογή του μάγου δεν έμενε αζήτητο. Ό,τι είχε, αργά ή γρήγορα το αντάλλασσε και το αντικαθιστούσε. Μόνο το βιβλίο έμενε αναλλοίωτο, ρουφώντας μέσα στα χρόνια μια μικρή στάλα από την ουσία της ψυχής του κάθε ανθρώπου που υπέγραφε. Μόνο εκείνο γέμιζε ασταμάτητα, με θραύσματα ονείρων και απόσταγμα λαχτάρας. Κανένας δεν αισθανόταν φτωχότερος, όταν πρόσφερε αθέλητα στον Μπαλχαζάντ μια σταλίτσα από την επιθυμία της ψυχής του. Μόνο που εκείνος πλούτιζε αργά, αυξάνοντας τις δυνάμεις του.

 

Ω ήταν απλό, λογικό, δυνατό και τόσο μα τόσο ειρωνικό!

 

Ποιο παραμύθι θα χωρούσε μια τέτοια αλήθεια;!

 

Γιατί ν’ αποκαλυφθεί σ’ αυτόν; αναρωτήθηκε με τη φωνή της λογικής, που προσπαθούσε τώρα να υποτάξει τα μέλη του που έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

 

Μα επειδή ποτέ κανένας άλλος δεν το είχε επιθυμήσει! Δεν έλεγε η διήγηση ότι έπρεπε να το λαχταράς πολύ για να σου αποκαλυφθεί η μαγεία του; Ποιος να λαχταρήσει το βιβλίο των συναλλαγών;

 

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του. Μπορούσε να συλλάβει την αξία του. Με την ενέργεια των αμέτρητων χιλιάδων που είχαν αφήσει ένα απειροελάχιστο κομμάτι της ψυχής τους μέσα, θα μπορούσε να λυγίζει τις ψυχές όλων! Δεν χρειαζόταν να γράψει τίποτα. Κατέχοντάς το, θα μπορούσε να λέει τις ιστορίες του, έτσι που να μη μένει κανένας ασυγκίνητος. Ό,τι και να έλεγε και σε οποιοδήποτε κοινό, με τη δύναμη του βιβλίου στα χέρια του, θα ήταν ικανός να τους μαγεύει όλους.

 

Αντί γι αυτόν, θα μιλούσε εκείνο.

 

«Το θέλεις πολύ, παλικάρι;»

 

Στη φωνή του Μπαλχαζάντ, αναπήδησε. Τα μάτια του αποσπάστηκαν επιτέλους από το βιβλίο που ξέχυνε πίδακες φωτός. Για μια μαγική στιγμή, ο Σάμτρα έβλεπε τα πάντα, όσα έκρυβαν οι άλλοι και όσα δεν έβλεπαν οι γύρω του.

 

«Μια κίνηση και μπορείς να το πάρεις», ψιθύρισε συνωμοτικά ο Μπαλχαζάντ, και τα μάτια του έλαμψαν παράξενα. «Θέλω κάτι δικό σου».

 

Ο χρόνος πάγωσε. Ασύλληπτες ιστορίες πέρασαν με μιας από το μυαλό του. Χιλιάδες πιθανότητες ξεχύθηκαν, χαράζοντας πορείες λαμπρές, γεμάτες δόξα. Ο Σάμτρα ν’ απαγγέλλει σε κατάμεστες αίθουσες. Ο Σάμτρα περιζήτητος, ο Σάμτρα στολισμένος χρυσάφι, ο Σάμτρα στην αγκαλιά των κοριτσιών. Ο Σάμτρα στα παλάτια των αρχόντων… Ο Σάμτρα στα μικρά χωριά, με τη φήμη του να προπορεύεται και τους κατοίκους να τον περιμένουν μαζεμένοι, έξω από τις ξύλινες περιφράξεις για να τον οδηγήσουν στις πλατείες και στα πανδοχεία. Ο Σάμτρα, που σήμερα τον άφησαν τσίτσιδο και τον έντυσαν με ξένα ρούχα, πνιγμένος στα βελούδα και στα χρυσαφικά. Ο Σάμτρα τριγυρισμένους από βάρδους που θα συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον για το δικαίωμα να ντύσουν με μουσική τα δημιουργήματά μου.

 

Ο Σάμτρα, με το βιβλίο στο χέρι, να παίζει με πειραγμένα ζάρια.

 

Το χέρι του έσφιξε την πλεξίδα του.

 

Στάθηκε. Θα μπορούσε να ήταν στιγμή ή αιώνας. Ο Μπαλχαζάντ περίμενε.

 

Το βιβλίο ακτινοβολούσε, προσκαλώντας τον. Η δόξα, η τιμή, τα πλούτη, ακόμα και η εκδίκηση απέναντι στη Ζιμέρθα και σε όσους τον καταφρόνεσαν…

 

Το άλλο του χέρι αντάμωσε το πρώτο, έκλεισαν μέσα τους τα πλεγμένα, μαύρα μαλλιά, άρχισαν μηχανικά να ξεπλέκουν, ν’ ανεβαίνουν ψηλότερα στο στήθος…

 

Βραχνάς έπνιξε την ανάσα του. «Δεν έχω…». Τα χέρια του συνέχισαν να λύνουν τα μαλλιά του. «Δεν έχω τίποτα…». Οι λέξεις κολλούσαν. «… τίποτα… δικό μου να σου δώσω». Η καρδιά του πονούσε. Τα χέρια ξέπλεκαν αδέξια, σαν με δική τους βούληση.

 

Ο Μπαλχαζάντ τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να βρεις κάτι», είπε μειλίχια. «Είναι πολύ μικρό το τίμημα για να κορέσεις τη λαχτάρα της ψυχής σου».

 

Τα χέρια του σφίχτηκαν. Το κεφάλι του τινάχτηκε σπασμωδικά, διαγράφοντας άρνηση.

 

«Έχεις μόνο μια ευκαιρία».

 

Το βιβλίο φωτοβολούσε· η καρδιά του κάλπαζε. Ο κόμπος τον έπνιγε.

 

Οι λέξεις σύρθηκαν «Αν πάρω το θησαυρό… θα παίζω … με πειραγμένα ζάρια».

 

«Έχεις μόνο μια ευκαιρία», επέμεινε ο Μπαλχαζάντ. «Κι έχεις κάτι να μου δώσεις».

 

Τα χέρια του έλιωσαν ανάμεσά τους τις πυκνές μαύρες μπούκλες, τράβηξαν την πλεξίδα, μεταφέροντας τον πόνο της καρδιάς χαμηλά στη βάση του κεφαλιού.

 

«Δεν-έχω-τίποτα-να-σου-δώσω!» έκανε ασθματικά, προσπαθώντας να κινηθεί προς τα έξω.

 

Το φως τον δελέαζε, τον αγκάλιαζε, τον κρατούσε. Οι ψυχές όλων. Οι λαχτάρες όλων, έτοιμες να ξεκλειδώσουν κάθε μυστικό, στα χέρια του. Ψίθυροι και άρωμα μαγείας, γεύση δύναμης και αίσθηση του θησαυρού στις άκρες των δαχτύλων του.

 

«Έχεις μόνο μια ευκαιρία! Αν φύγεις τώρα από τη σκηνή, έχασες».

 

Σάμτρα ανάσανε βαθιά. Έσφιξε τα χέρια, έκλεισε τα βλέφαρα· κλείδωσε έξω το μαγικό σέλας κι άκουσε το χτύπο της καρδιάς του.

 

«Τόσο το καλύτερο!» κατάφερνε ν’ αρθρώσει μετά με μια φωνή που έσπαγε σε λυγμό.

 

 

 

Έξω στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα, ο Σάμτρα ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να διώξει το μετείκασμα του ουράνιου τόξου. Τα χέρια του άρχισαν να ξεπλέκουν φρενιασμένα τα μαλλιά του, μέχρι που έφτασαν στο ύψος του λαιμού, στο μικρό καλαμένιο πενάκι, που βρισκόταν πλεγμένο ανάμεσα στις μπούκλες. Η ανάσα του αλάφρυνε. Το τράβηξε και το χάιδεψε και το έσφιξε στοργικά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμα εκεί, ότι δεν το είχε δώσει, ότι δεν το είχε χάσει, ότι δεν το είχε διαπραγματευτεί…

 

Η καρδιά του άρχισε να ηρεμεί.

 

Αυτό το κάτι, το εντελώς δικό του, αυτό που του είχε χαρίσει η Νιάλντα εκείνο το βράδυ που έκλαιγε, δαρμένος για το χαλασμένο πάπυρο, κι αυτή, μικρή, φοβισμένη, αλλά γεμάτη λατρεία τον χάιδευε και φιλούσε τα πονεμένα χέρια του. Αυτό το παιδικό πενάκι, που ποτέ δεν έγραφε καλά, και που του το είχε χαρίσει σαν ανταμοιβή για το παραμύθι που της είχε γράψει.

 

Το πενάκι, που έπαιρνε πάντα στο προσκέφαλό του, από εκείνο το βράδυ και μετά. Το δώρο που τον είχε κάνει να νιώσει μεγάλος, επιθυμητός και αγαπημένος.

 

Το μόνο αντικείμενο που είχε σωθεί από το σπίτι του τη βραδιά της φωτιάς, επειδή είχε μπλεχτεί στα λυτά μαλλιά του, και το κρατούσε από τότε πάντοτε πλεγμένο μέσα τους… Η γέφυρα με το παρελθόν, που είχε χαθεί στις φλόγες εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, μαζί με τη Νιάλντα και την υπόλοιπη γειτονιά. Το μυστικό που δεν μπορούσαν να ξέρουν οι φρουροί της Ζιμέρθα, όταν τον ξεγύμνωσαν το πρωί.

 

Ένα δώρο, τίμια κερδισμένο. Ένα δώρο μέσα από την καρδιά της πρώτης του αγάπης.

 

Ο Σάμτρα φίλησε τρυφερά το τραχύ ξυλαράκι και άρχισε να πλέκει ξανά το θησαυρό του μέσα στα μαλλιά του. Όταν τελείωσε, σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το ένα, μοναδικό δάκρυ που είχε κυλήσει από τα μάτια του και κίνησε να φύγει από τη σκηνή του Μπαλχαζάντ.

 

Είχε τόσες πολλές δικές του ιστορίες να φτιάξει.

 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Βάσω δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω γι αυτή την πανέμορφη ιστορία. Σε ευχαριστώ για το παραμύθι, για το fantasy, τις εικόνες, τα χρώματα, την συγκίνηση. Μου θύμισε τον "Παράδεισο του Παιδιού" ένα περιοδικό που κυκλοφορούσε, μεταφρασμένο από ξένη έκδοση, στην Ελλάδα, στο τέλος των 70s. Είχε πανέμορφη εικονογράφιση, αν μπορείς να το θυμηθείς.

 

Και δεν είναι μόνο το σκηνικό πάνω στο οποίο χτίζεις την ιστορία σου. Έχεις ιστορία να πεις! Και είναι δελεαστική. Με βάζεις να ψάχνω και να αναρωτιέμαι σαν μικρό παιδί την ώρα που του λένε παραμύθι, και εκεί που με κάνεις να νομίζω πως ξέρω που πηγαίνει μου δίνεις αναπάντεχα την έκπληξη! Και χειροκροτώ ενθουσιασμένος, αλλά δεν είναι ούτε αυτό. Ο αληθινός θησαυρός αποκαλύπτεται στο τέλος, και ενώ δεν θα μπορούσε να τον μαντέψει κανένας, κρυμμένος όπως ήταν, δεν βγαίνει καθόλου σαν απάτη. Αυτό το τελευταίο το τονίζω σημαντικά. Η ιστορία του είναι τόσο συγκινητική και όμορφη που είναι καλόδεχτη, και σβήνει αμέσως την απογοήτευση που μου έδωσες δευτερόλεπτα πριν, όταν ο Σάμτρα βγήκε από την σκηνή χάνοντας την ευκαιρία του. Καλά έκανε. Η αξία του αληθινού του θησαυρού είναι όντως αδιαπραγμάτευτη.

 

Αυτό το διήγημα είναι θησαυρός.

Link to comment
Share on other sites

πολύ ωραίο τέλειες εικόνες αψόγα συναισθήματα. δεν έχω το επίπεδο να σχολιάσω ενα τέτοιο κειμένο!!

Link to comment
Share on other sites

Ρε, είναι υπέροχη! Υ - Π - Ε - Ρ - Ο - Χ - Η ! thmbup.gif

 

Ολοζώντανοι χαρακτήρες, πολύ καλό το ξετύλιγμα της ιστορίας, όλες οι πληροφορίες που χρειαζόμαστε στη διάθεσή μας (αλλά βλέπε παρακάτω), η εσωτερική πάλη του ήρωα άψογα δοσμένη.. και η νίκη στο τέλος.

Το Φάνταζυ δε χρειάζεται στρατούς από 100.000 ορκ για να μεγαλουργεί!

Καταφέρνεις να στήσεις έναν ολόκληρο κόσμο, με τους θρύλους του, την κοινωνική του οργάνωση, που κατοικείται από πραγματικούς ανθρώπους και μας μεταφέρεις εκεί άνετα. Και πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο σ' ένα σύντομο διήγημα;

Και να μην ξεχάσω και το σκηνικό της ιστορίας, πλούσιο σε ήχους και μυρωδιές.

 

Και μετά τα εγκώμια, να με επιτρέψεις και μια παρατήρηση: προσωπικά θα ήθελα να αναφέρεται η σχέση της Ζιμέρθα και του Σάμτρα από την αρχή. Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, και αρκετό μέρος του κειμένου κυλάει χωρίς να το γνωρίζουμε εμείς οι αναγνώστες. Θα αρκούσε ίσως μ' ένα " η αφεντικίνα του" εκεί που πρωτοαναφέρεται το ονομά της;

 

Άλλη απορία: γιατί ο Μπαλχαζάντ τον τσίγκλιζε τόσο πολύ; Ήθελε ν' ανακαλύψει κάποιος το θησαυρό του;

(έχω μια πιθανή εξήγηση στο μυαλό μου, αλλά η δικιά σου άποψη ποια είναι; )

Link to comment
Share on other sites

Θα συμφωνήσω πως η ιστορία σου είναι ... ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ. Απλα πανέμορφη.

 

Τρομαχτικά ζωντανές εικόνες και χρώματα και πολύ έξυπνο τέλος και με βαθια μηνύματα

Επίσης με εντιπωσίασε η επιλογη ενος ( φαινομενικα ) τοσο ... "καθημερινού" θησαυρόυ

 

Δεν ξέρω τι άλλο να πω ... Μπράβο :D

Edited by Nocturnal
Link to comment
Share on other sites

Βάσω, αν δεν ήταν ο διαγωνισμός μάλλον δε θα σου έλεγα τίποτα για αυτή την ιστορία επί του παρόντος. Κι αυτά που περνάνε από το μυαλό μου μου είναι σχεδόν αδύνατο να τα εκφράσω. Μπορώ να σου πω για την άψογη γραφή του, για τις ολοζώντανες εικόνες του, για τη λεπτεπίλεπτη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του και μπορώ να συνεχίσω έτσι στον αιώνα τον άπαντα, αλλά δε θα έχει κανένα απολύτως νόημα και δε θα μεταφέρει τις εικόνες και τη μελαγχολική αίσθηση που γεννήθηκε στο κεφάλι μου διαβάζοντας.

 

Το μόνο που ίσως έχει αξία να ειπωθεί ξανά, πέρα από μπράβο και ουάου κτλ, είναι αυτό που είπε ήδη ο Ντίνος: ο πραγματικός θησαυρός είναι αυτή η ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Τι να πω τώρα που να μην είναι φτηνό και ταπεινό μπροστά σ' αυτό που μου έδωσες;

Όσο και να σ' ευχαριστήσω θα είναι λίγο!

Κούκλα μου, γλυκιά μου, άγνωστη Βάσω απ' την άλλη μεριά της οθόνης, έχεις χάρισμα! Χίλιες και μία νύχτες θα κοιμάμαι με τη θύμηση αυτής της πανέμορφης ιστορίας που μας αφηγήθηκες.

 

:air_kiss:

 

Για δωράκι, θα σου δώσω κι εγώ κάτι, που εσύ η ίδια τράβηξες από τη μνήμη μου, από τα πιο βαθιά της σημεία, και το έφερες στο φως:

 

Μικρή, πήγαινα στο δημοτικό ακόμα, και μάλιστα σε μικρή τάξη, είχε βρεθεί στο προαύλιο του σχολίου ένα "ύποπτο" τετράδιο. Ξέρεις, αυτά τα λευκώματα που γράφαμε τότε, μόνο που αυτό ήταν από μεγαλύτερο και πιο περπατημένο παιδί, μάλλον γυμνασίου. Το βρήκε μία κοπελίτσα του κατηχητικού, που κοκκίνησε όταν διάβασε λίγα πράγματα, και το κράτησα εγώ. Ο λόγος; Δεν μου έκανε καμιά αίσθηση να διαβάζω αυτές τις βλακείες που υπήρχαν μέσα, όλες εκείνες οι λευκές σελίδες ήταν που μου άρεσαν, γιατί το λεύκωμα ήταν παχύ και σχεδόν άδειο. Οι γονείς μου ήξεραν κάθε σχολικό τετράδιο που είχα, είπαμε, ήμουν πολύ μικρή, και αυτό θα ήταν δικό μου-κατά δικό μου. Όταν έφτασε στα αυτιά των δασκάλων ότι κατέχω... ύποπτο υλικό :D, αναγκάστηκα να το αποχωριστώ (μου το πήρανε), και...εκεί τελειώνει η ιστορία μου. Πάντως, όταν με ρώτησε ο δάσκαλος που... με ανάκρινε, τι θέλω μ' αυτό το τετράδιο, του απάντησα "Θα ήταν το δικό μου τετράδιο".

 

 

Και πάλι σ' ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

Για δωράκι, θα σου δώσω κι εγώ κάτι, που εσύ η ίδια τράβηξες από τη μνήμη μου, από τα πιο βαθιά της σημεία, και το έφερες στο φως...

 

Κι εγώ σ' ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ που μοιράστηκες αυτή την ιστορία. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το τι μπορεί να έχει κρυφτεί μέσα στα βάθη της ψυχής μας και να απομένει ξεχασμένο εκεί, για να ανασυρθεί από κάποιο γεγονός χρόνια αργότερα.

 

Εννοείται ότι σ' ευχαριστώ κι εσένα και όλους για τα τόσο καλά σας λόγια. Με έχετε συγκινήσει.

 

Χρωστάω και μια απάντηση στην KELAINO για τη συμπεριφορά του Μπαλχαζάντ, αλλά θα τη δώσω με το τέλος του διαγωνισμού για να μην μπλέξουμε την ιστορία με τα όσα είχα σκεφτεί στο φόντο και δε χωρούσαν στο όριο των λέξεων.

Link to comment
Share on other sites

Μαγικό και σαν γραφή, και σαν ατμόσφαιρα, και σαν ιδέα. Είσαι μονίμως μέσα στη σκηνή του Μπαλχαζάντ και αδημονείς να ανακαλύψεις το θησαυρό. Και υπέροχο το τέλος. Δεν βρήκα κανένα σοβαρό μειονέκτημα. Μόνο και μόνο για να γκρινιάξω, ο ήρωας στο τέλος έχει υπερβολικά ισχυρή θέληση, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δείχνει να είναι πιο ευάλωτος. Και το χτενάκι, θα έπρεπε ίσως να μας προειδοποιήσεις λίγο νωρίτερα ότι του το έδωσε η γειτονισσά του, για να μην φαίνεται ότι το εμφανίζεις για να δώσεις τη λύση του τι θα μπορούσε να ανταλλάξει ο Σάμτρα.

 

One chance, sxolia.doc

Link to comment
Share on other sites

Με απλά λόγια ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Με μάγεψε, με ταξίδεψε. Τα αδέρφια μου είχαν τέρμα την τηλεόραση όταν τη διάβαζα και όμως δεν άκουγα τίποτα. Ήμουν τελείως αλλού. Κάπου εκεί στο πάγκο με το Μπαλχαζάντ. Απλά μπράβο.

Edited by Gandalf
Link to comment
Share on other sites

Βάσω δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω γι αυτή την πανέμορφη ιστορία. [...] Αυτό το διήγημα είναι θησαυρός.

πολύ ωραίο τέλειες εικόνες αψόγα συναισθήματα.

Ρε, είναι υπέροχη! Υ - Π - Ε - Ρ - Ο - Χ - Η ! thmbup.gif

Θα συμφωνήσω πως η ιστορία σου είναι ... ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ. Απλα πανέμορφη.

[...] ο πραγματικός θησαυρός είναι αυτή η ιστορία.

Απολαμβάνω, συγκινούμαι, μαθαίνω,

Ευχαριστώ.

Κούκλα μου, γλυκιά μου, άγνωστη Βάσω απ' την άλλη μεριά της οθόνης, έχεις χάρισμα!

Μαγικό και σαν γραφή, και σαν ατμόσφαιρα, και σαν ιδέα.

Με απλά λόγια ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Με μάγεψε, με ταξίδεψε.

Τους άρεσε, ε;

Νομίζουν ότι τους άρεσε.

Βάσω, καλές γιορτές: Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από ξέρεις τι, ο προσωπικός σου χασάπης αποφάσισε να διασκεδάσει, δοκιμάζοντας μερικά κοψίδια σου ενώ εσύ παρακολουθείς ανήμπορη και ζωντανή (αλά "'Άμυνα" ένα πράγμα).:devil2:

Πλάκα κάνω. Η ιστορία είναι όντως καλή. Ιδιαίτερα πλούσια σε εικόνες και οσμές (το πιο παραμελημμένο ερέθισμα στη λογοτεχνία), με καλή ιδέα, ενδιαφέρουσα ενδιάμεση αποκάλυψη, και ικανοποιητικό τέλος.

Όμως! (Κοψίδ - κοψίδ!) Κοίτα ξανά τις παρατηρήσεις των KELAINO και khar. Συμφωνώ με όλες. Και η γλώσσα θα μπορούσε να είναι καλύτερη σε κάποια σημεία, γνωρίζοντας πάντα τις δυνατότητές σου.

Τι μου έλειψε; Ίσως γνωρίσα τους χαρακτήρες λιγότερο από ότι θα ήθελα. Δεν μιλάω για την αρχόντισσα, αυτή είναι (και πρέπει να είναι) εκ των πραγματών χαρακτήρας-καρικατούρα. Εννοώ την σύγκρουση πραματευτή - ήρωα. Την ήθελα μάλλον με περισσότερο διάλογο, μεγαλύτερη προσπάθεια του πραματευτή να τον πείσει (αφού όμως έχεις πείσει εμάς γιατί να θέλει να δώσει τελικά τον θησαυρό του) και κυρίως μεγαλύτερο πειρασμό και αμφιταλάντευση του ήρωα για την τελική απόφαση, αφού έτσι η νίκη θα είναι πιο γλυκιά για τον αναγνώστη.

Πώς θα γίνει αυτό; Στα πλαίσια του διαγωνισμού ο μόνος τρόπος θα ήταν να πετσοκόψεις τις υπέροχες περιγραφές της σκηνής. Μετά τον διαγωνισμό όμως, αυτό δεν θα είναι πλέον ανάγκη. Μπόρεις να προσθέσεις τις αναγκαίες 300-500 λέξεις και να έχεις και την πίττα και τον σκύλο.

Αυτά και μην ξεχάσεις τις παρατηρήσεις KELAINO και khar.

Καλό επένδυση αναγνωστικού χρόνου. Thx!

Link to comment
Share on other sites

Επέστρεψα, δριμύτερη. :p Κι έχω να κάνω και μια δήλωση…

 

 

Το γυροφέρνω στο μυαλό μου από την ώρα που το διάβασα σχεδόν για να μπορέσω να σου δώσω ένα feedback ρε παιδί μου τουλάχιστον, είναι το ελάχιστο που μπορώ να σου δώσω για αυτό που μου έδωσες εσύ με το κείμενό αυτό. Το έπιασα στην αρχή βήμα βήμα να σου έλεγα τι ένιωθα σε κάθε μικρή σκηνούλα του. Ήταν λίγο. Μετά είπα να αναλύσω τα νοήματά του… Και τα δυο τους, παρόλο που θα τα κάνω με τον τρόπο που τα κάνω έτσι κι αλλιώς σε κάθε κείμενο που μου αρέσει, θα γίνουν ουσιαστικά για μένα όχι για σένα. Δεν έχω να σου δώσω feedback.

 

 

Έχω όμως να πω πως αυτό το κείμενο δεν το θεωρώ απλά ένα όμορφο κείμενο. Το θεωρώ «καλή τέχνη». Ασχέτως με το αν μπορώ να το ορίσω αυτό το πράγμα –που δε μπορώ- πιστεύω πως τουλάχιστον μπορώ να το ξεχωρίσω και να το εντοπίσω όταν το πετύχω. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι δεν είναι δυνατόν να κάνεις τέχνη αν δεν έχεις πρώτα καταφέρει να κατακτήσεις την τεχνική, αλλά αυτό θεωρώ πως είναι μόνο το ένα από –δεν έχω ιδέα πόσα- πολλά βήματα για να φτάσεις εκεί. Γι αυτό και βρίσκω λίγο το να σου πω για την πλοκή και τις όμορφες λέξεις και τη σύνταξη κτλ. Γιατί εξαρχής αισθάνθηκα σαν να είμαι μπροστά σε έναν πανέμορφο πίνακα ενός μεγάλου καλλιτέχνη και να τον έχω δίπλα μου και να του πω απλά «ρε φίλε, τι ωραία που κάνεις τις καμπύλες» :p

 

 

Το θεωρώ καλή τέχνη λοιπόν γιατί είναι ένα κείμενο που πιστεύω πως έχει τη δύναμη να σου αλλάξει κάποιες πεποιθήσεις ή να σε βάλει στη διαδικασία να αναθεωρήσεις πράγματα που τα θεωρείς αυτονόητα, ή που σου κάνει αυτό ακριβώς που κάποιος άλλος έλεγε σε ένα άλλο τόπικ, σηκώνει το δείκτη και στον χώνει στα πλευρά και σου λέει «να, εκεί» κι εσύ λες «ναι, όντως, εκεί». Κι αυτή τη δύναμη σαφέστατα και δεν του τη δίνει η άρτια τεχνική του από μόνη της, αλλά ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω του που έχει μια άρτια καρδιά πριν από οτιδήποτε άλλο.

 

 

Ξανά, σε ευχαριστώ για αυτό που διάβασα Βάσω, και αισθάνομαι ευτυχής που σε εσένα τουλάχιστον –μία από τους αγαπημένους μου συγγραφείς (γιατί εκεί, κάπου μαζί με τον Beagle και τη Μακ Κίλλιπ είσαι στη λίστα μου) έχω την ευχέρεια να σου λέω πόσο μου αρέσουν οι λέξεις και οι ιδέες σου.

 

 

 

 

 

Υ.Γ. Mman, sorry που άργησα να το ποστάρω, είμαι σίγουρη πως θα έυρισκες αρκετά quote να χρησιμοποιήσεις :p

 

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εχμ, Κιάρα, προσπαθώ από ώρα να σκεφτώ τι να σου γράψω, αλλά μάλλον ξέμεινα από λέξεις.

Με έχεις κανει :blush::blush::blush:

Ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σου, για τα σχόλια, για όλα.

Link to comment
Share on other sites

Ε ναι… τα ‘χε όλα αυτή η ιστορία. Δεν γίνεται αλλιώς, παρά να στέκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Δυνατή ιδέα, δυνατός λόγος, δυνατοί χαρακτήρες. Αυτά. Α… και είπαμε∙ δυνατή ιδέα, δυνατός λόγος, δυνατοί χαρακτήρες. Βαθμός πληρότητας: πολύ υπερβολικά μεγάλος :)

 

‘’Ο Σάμτρα, με το βιβλίο στο χέρι, να παίζει με πειραγμένα ζάρια.’’ (μπράβο)

 

’’Είχε τόσες πολλές δικές του ιστορίες να φτιάξει.’’ Ε ναι ρε συ (μ’έσκασες, αλλά καλύτερα)… κι έλεγα: ‘Θα το γράψει; Δεν θα το γράψει; Το 'γραψε’ (μπράβο-μπραβο)

Link to comment
Share on other sites

Μόνο και μόνο για να γκρινιάξω, ο ήρωας στο τέλος έχει υπερβολικά ισχυρή θέληση, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δείχνει να είναι πιο ευάλωτος.

 

 

 

 

Θα διαφωνήσω, ρε συ. Δε φαίνεται να είναι και τόσο εύκολη η απόφασή του, το αντίθετο. Εντάξει, δεν ήταν κανένας μάγκας και καραμπουζουκλής από την αρχή, αλλά περνάει από δοκιμασία και την κάνει την υπέβαση στο τέλος. Ούτε μάτσο ούτε φλούφλης, νορμάλ παιδί είναι!

 

Καλά ε, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ν φορές και δεν τη χορταίνω μιλάμε!

Link to comment
Share on other sites

Αψεγάδιαστο. Υπόθεση θες, ύφος θες, χαρακτήρες, τέλος, ξεκίνημα, μέση, πλάτη, στήθος; Σοβαρά τώρα, πραγματικά άψογο διήγημα, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη. Με ενθουσίασε, δεν έχω να πω τίποτα. Συγχαρητήρια!

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σκευτομουνα να το αφησω ασχολίαστο, αλλα αυτο θα ηταν αδικο μιας και εχω σχολιασει ολους τους αλλους :p

Κατ αρχην θελω να πω οτι πραγματευεσε το αγαπημενη μου φολκλόρ, εχοντας διαβάσει πολλη μυθολογία ( και φανταζυ δηλαδη αλλα η μυθολογία του καθε λαου ειναι αλοιώς ) εχω καταλήξει οτι οι αγαπημένες μου μυθολογίες ειναι οι οριεντάλ :p (αραβικές - ιαπωνικές - κινεζικες - ρωσικες - ινδικές κτλ ) και αυτο ειναι και ενας λόγος που πολυ σπάνια γράφω, η διαβάζω σε αυτο το μοτίβο γιατι φοβάμαι μη χαλασω την ατμόσφαιρα που εχω στο μυαλό μου η μου τη χαλάσουν.

 

Ευτυχώς η ιστορία σου δε μου τη χαλασε καθόλου, ισα σια που τη χάρηκα πάρα πολύ. σίγουρα μου έρχονται στο μυαλό μερικά σχόλια για τους χαρακτήρες η για τη πλοκή αλλα δεν εχουν καμί βαρύητηα και δε θα τα αναφέρω γιατι η ατμόσφαιρα σου ηταν εκπληκτική, και η ιστορία που έδινες ( η που εγω διάβασα γιατι δε ξερω αν τελικα εκει το πήγενες η σου βγήκεα απο καποιο ευχαριστο ατύχημα ) πολύ δυνατή.

Link to comment
Share on other sites

Βάσω, δεν έχω να προσθέσω κάτι σε όλα αυτά τα θετικά σχόλια ανθρώπων που ασχολούνται πολύ περισσότερο από μένα με τη συγγραφή και ειδικά με την Ε.Φ./ Φ.! Απλά χαίρομαι, επειδή έχεις αγγίξει την κορυφή...

Link to comment
Share on other sites

Παρομοίως με τον προλαλύσαντα, απλά θα σε κουράσω να διαβάζεις ένα κατεβατό με επίθετα θαυμασμού! Άκρως επαγγελματική και μαγευτική δουλειά, απλά αυτό! Συγχαρητήρια!! Καλές γιορτές!:thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Γενική εικόνα: Απ’ όσα διάβασα και τα διάβασα όλα, ήταν το μόνο που με έκανε να συγκινηθώ ως το δάκρυ. Ίσως γιατί είχε μέσα τη λαχτάρα εκείνου που έχει να πει ιστορίες και τις δυνατότητες που έχει να τις πει.

 

 

Τι μου άρεσε: Σχεδόν τα πάντα. Ειδικά η εικόνα των χεριών που λύνουν την πλεξούδα χωρίς να τα ορίζει.

 

 

Τι δε μου άρεσε: Θα ήθελα να μην παίζεις με τις λέξεις πάπυρος και το χαρτί, κάπου θα χάσεις το λογαριασμό. Μείνε στον πάπυρο καλύτερα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μια υπέροχη, 100% φάντασυ ιστορία - χωρίς μάχες και κατακτητές, μόνο με μια απαλή αύρα μαγείας. Το τέλος μας στερεί από το να νιώσουμε τη μαγεία περισσότερο, αλλά δεν απογοητεύει καθόλου - ίσα ίσα.

 

Αν πρέπει οπωσδήποτε να γκρινιάξω για κάτι, είναι η Ζιμέρθα. Ίσως παραείναι καρικατούρα - για τα γούστα μου τουλάχιστον. Ίσως να την προτιμούσα, αντί να είναι άσχημη και ξερακιανή, να είναι ματαιόδοξη, γιατί είναι στ' αλήθεια πανέμορφη. Νομίζω ότι έτσι θα αναδεικυόταν η κακία της περισσότερο. Και το όνομά της - μου φάνηκε λίγο κλισέ. Τα υπόλοιπα ονόματα μου άρεσαν πάρα πολύ. (Αλήθεια, πώς καταφέρνετε μερικοί μερικοί να εφευρίσκετε εξωτικά φάντασυ ονόματα συνέχεια;). Ιδίως του Μπαλχαζάντ - ναι, θυμίζει Μπαλταζάρ, αλλά έτσι πρέπει. Γενικότερα, ο Μπαλχαζάντ ήταν η πιο δυνατή και γοητευτική φιγούρα της ιστορίας. Κι έτσι όπως έμενε απόμακρος και με τις εμβόλιμες παραγράφους να μιλούν γι' αυτόν, η μαγική του αύρα τον τύλιγε όλο και πιο πολύ.

 

Πραγματικά εξαιρετική η ιστορία σου, συγχαρητήρια.

 

ΥΓ: Έχω κι εγώ την απορία γιατί ο Μπαλχαζάντ τον πίεζε να βρει το θησαυρό. Κάποια πράγματα περνάνε από το μυαλό μου.

Link to comment
Share on other sites

Εξαιρετική ιστορία, πολύ όμορφη με ωραίες περιγραφές, εικόνες και μυρωδιές που με ταξίδεψε. Και πολύ ωραίο το νόημα! Μπράβο, δεν περίμενα άλλωστε κατι λιγότερο απο σας...

 

Αν πρέπει να πω κάτι είναι για την αρχή. Η πρώτη σελίδα και λίγο η δεύτερη... δεν τις απόλαυσα. Με μπέρδεψες σ'αυτό το σημείο αρκετά και έκανα υπομονή να προχωρήσω για να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Ωραία γραμμένο δε λέω αλλά κάπως δυσκολεύτηκα. Ίσως θα έπρεπε να βλέπουμε νωρίτερα ότι ο Σάμτρα είναι υπηρέτης της Ζιμέρθα γτ όπως είναι γραμμένο νόμιζα ότι είναι βοηθός του εμπόρου.

Και η λέξη αφεντικίνα κάπως δε μου κάθεται πολύ καλα. Ίσως αφέντρα ή αρχόντισσα να ήταν καλύτερο, δεν ξέρω. Απλά για την εποχή και τον κόσμο που περιγράφεις τόσο ωραία, αυτή η λέξη με χάλασε...

Όμως πραγματικά με μάγεψε αυτή η ιστορία, ήταν υπέροχη και πάλι μπράβο!:thumbsup:

Link to comment
Share on other sites

[...] δεν περίμενα άλλωστε κατι λιγότερο απο σας...

Βάσω, αν στα τρία βιβλία κερδίζει κανείς μπόνους "δωράκι" τον πληθυντικό ευγενείας, τότε θα το σκεφτώ καλά να κυκλοφορήσω τρίτο...:lol:

[lizbeth, όταν γνωρίσεις τη Βάσω από κοντα, θα της μιλάς στον ενικό μετα τη δεύτερη ατάκα. Οπότε δεν φαντάζομαι να τη χάλαγε αν ξεκινούσες από δω.:rolleyes:]

Edited by mman
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Έφτασε και η στιγμή των εξηγήσεων - απαντήσεων που ζητήθηκαν.

 

Και φυσικά να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά για τα σχόλια όλων σας.

Μερικά απ' αυτά μου έδεσαν τη γλώσσα κόμπο και με έκαναν να μην αισθάνομαι ικανή να απαντήσω ανάλογα.

Θα ήθελα μόνο να πω ότι ήταν ίσως μια ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι από πολύ καιρό επιθυμούσα να περιγράψω ένα μαγικό μαγαζί, αλλά δεν είχα κάποια υπόθεση που να του ταιριάζει. Έτσι, παρόλο που δεν είχα βάλει ούτε λέξη στο χαρτί, μάλλον κάπου εμπλουτιζόταν η ιδέα υποσυνείδητα. Το θέμα του Θησαυρού την ξεκλείδωσε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από την ανακοίνωσή του.

 

Και τώρα απαντήσεις:

α) Στα απλά:

@KELAINO

...προσωπικά θα ήθελα να αναφέρεται η σχέση της Ζιμέρθα και του Σάμτρα από την αρχή. Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, και αρκετό μέρος του κειμένου κυλάει χωρίς να το γνωρίζουμε εμείς οι αναγνώστες

@lizbeth_covenant

Ίσως θα έπρεπε να βλέπουμε νωρίτερα ότι ο Σάμτρα είναι υπηρέτης της Ζιμέρθα γτ όπως είναι γραμμένο νόμιζα ότι είναι βοηθός του εμπόρου.

Σωστά. Έχετε δίκιο. Σβήνοντας, γράφοντας, διορθώνοντας, δεν πρόσεξα στο τέλος ότι αργεί πολύ να φανεί αυτό. Και είναι πράγματι πολύ απλό -μια λεξούλα.

 

β) Στα λίγο πιο δύσκολα:

@khar

...ο ήρωας στο τέλος έχει υπερβολικά ισχυρή θέληση, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δείχνει να είναι πιο ευάλωτος

Η εικόνα που προσπαθούσα να δημιουργήσω για τον ήρωα δεν τον ήθελε ευάλωτο. Στην αρχή ήταν πολύ ευχαριστημένος με τα παραμύθια που θα μπορούσε να σκαρώσει. Ενώ όλοι οι άλλοι τρελαίνονται για το θησαυρό, ο Σάμτρα τους σχολιάζει και βγάζει συμπεράσματα, σαν να βρίσκεται λίγο πιο πάνω και πιο έξω από τα δρώμενα. Μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θησαυρό και καταλαβαίνει την αξία του, μπαίνει κι αυτός στο παιχνίδι.

@KELAINO

γιατί ο Μπαλχαζάντ τον τσίγκλιζε τόσο πολύ; Ήθελε ν' ανακαλύψει κάποιος το θησαυρό του;

(έχω μια πιθανή εξήγηση στο μυαλό μου, αλλά η δικιά σου άποψη ποια είναι; )

@aScannerDarkly

Έχω κι εγώ την απορία γιατί ο Μπαλχαζάντ τον πίεζε να βρει το θησαυρό. Κάποια πράγματα περνάνε από το μυαλό μου.

 

Λοιπόν, στο μυαλό μου ο Μπαλχαζάντ είναι more than meets the eye. Δεν είναι μονάχα ένας πραματευτής που παίζει ένα παιχνίδι, αλλά κάπου συγκεντρώνει τις δυνάμεις του, αποσπώντας κάτι από την ψυχή των άλλων. Ίσως είναι και μια προσωποποιημένη δύναμη του πειρασμού, κάτι σαν μικρός δαίμονας. Στο χρόνο και στο χώρο που είχα, απέφυγα να το προσθέσω αυτό, γιατί υπήρχε φόβος να μη βγει καλά και να μπερδέψει την ανάγνωση ή ακόμα χειρότερα να δώσει διδακτική χροιά περί ακεραιότητας της ψυχής και τέτοια. Έτσι προτίμησα να τον αφήσω σαν μια θρυλική φυσιογνωμία, αγέραστο, άρα και υπομονετικό, οπότε και το τσίγκλισμά του γίνεται σε χαμηλούς τόνους.

 

@khar

...Και το πενάκι, θα έπρεπε ίσως να μας προειδοποιήσεις λίγο νωρίτερα ότι του το έδωσε η γειτονισσά του, για να μην φαίνεται ότι το εμφανίζεις για να δώσεις τη λύση του τι θα μπορούσε να ανταλλάξει ο Σάμτρα.

Εύκολο αρχικά, μια πρόταση είναι για να μπει διακριτικά και εμβόλιμα κάπου, αλλά με φέρνει στο δυσκολότερο απ' όλα τα σχόλια:

@mman

Εννοώ την σύγκρουση πραματευτή - ήρωα. Την ήθελα μάλλον με περισσότερο διάλογο...

Θα σας την κάνουμε τη χάρη, κύριε, στη βελτιωμένη έκδοση, αλλά εδώ είναι το δυσκολότερο σημείο, επειδή πλέον είναι θέμα στρατηγικής απόφασης.

Ήθελα να φαίνεται ότι δεν έχει κάτι να ανταλλάξει -σε δεύτερο πλάνο καταλαβαίνει κανείς, από τις κινήσεις των χεριών και τις υπόλοιπες αντιδράσεις- ότι δεν είναι μόνο αυτό. Απλώς αυτό που έχει να ανταλλάξει είναι -όπως ανέφερε ο Ντίνος- αδιαπραγμάτευτο.

Εξάλλου, ο Σάμτρα δεν παλεύει μόνο με την απόφαση αν θα δώσει ή όχι κάτι που έχει τεράστια αξία για τον ίδιο, αλλά και για το αν είναι σωστό να το κάνει. Εξ ού και η αναφορά στα πειραγμένα ζάρια. Οποιοδήποτε άνθρωπος που αγαπάει την τέχνη του, θέλει να είναι δική του και όχι να δέχεται την ψεύτικη αναγνώριση μέσα από κάποιο μηχανισμό εξαπάτησης. Ο Σάμτρα λοιπόν επιλέγει να πει ψέματα και να χάσει το θησαυρό του Μπαλχαζάντ επειδή διαφυλάσσει δυο θησαυρούς: το πενάκι της Νιάλντα και την ψυχή του παραμυθά.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..