TheTregorian Posted December 21, 2009 Share Posted December 21, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Κατσίπης Είδος: Παραμυθένιας Φαντασίας (Αν υφίσταται κάτι τέτοιο!!:tongue:) Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3.000 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Επιτέλους επέστρεψα!!Μου λείψατε τόοοσο όλοι!! Ο χρόνος έχει περιοριστεί αισθητά φέτος για μένα, αλλά ακόμα και μετά από 5 ώρες εργαστήριο σήμερα, τα κατάφερα! Να λοιπόν η συμμετοχή μου για τον Διαγωνισμό 2ης σύντομης σουφουφίτικης ιστορίας φαντασίας! Καλή ανάγνωση και καλή επιτυχία στους συναγωνιζόμενους! Καλώς σας βρήκα πάλι!! Στο Όνομα του Σκεπαστού Δάσους.doc Οι σκιές χόρευαν στους τοίχους. Τα κεριά που φώτιζαν το μικρό δωμάτιο με τους πέτρινους τοίχους είχαν χαμηλώσει αρκετά πλέον κι η φλόγα τους τρεμόπαιζε. Τα ψηλά κηροπήγια κύκλωναν έναν ηλικιωμένο που κείτονταν ξαπλωμένος σε μία πορφυρή κουβέρτα, διακοσμημένη με μωβ άνθη. Ένας νεαρός άντρας βρισκόταν στην ίδια θέση απ’ το απόγευμα, από τότε δηλαδή που βρέθηκε σ’ αυτό το χώρο. Είχε μάθει πως ο αρχηγός, ήταν στα τελευταία του. Είχε γονατίσει και χαμηλώσει το βλέμμα. Είχε αφήσει στο πλάι τα δάκρυα, δεν έβρισκε κάποιο νόημα στο να τα ξοδεύει, τίποτα δε θ’ άλλαζε. Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Έκλεισε για άλλη μία φορά τα μάτια του κι έκανε το μαύρο που ξεπηδούσε να γίνει μια αλληλουχία εικόνων από το παρελθόν. Το χέρι του πατέρα του ήταν κρύο κι άχρωμο. Το έσφιγγε δυνατά λες κι έτσι θ’ απέτρεπε το θάνατο να πάρει τον άρρωστο μακριά απ’ τα βάσανα της ζωής του. Ο ηλικιωμένος τράβηξε απότομα αέρα στα πνευμόνια του για να μιλήσει. Η φωνή του βγήκε ασθενική. «Σταμάτα να με σφίγγεις, Γιάμρε, δε θα με κρατήσεις εσύ εδώ. Κουράστηκα, πρέπει να φύγω», ψέλλισε ο ηλικιωμένος παλεύοντας να του χαμογελάσει. Ο νεαρός που αποκαλούταν Γιάμρε χαμήλωσε το βλέμμα και χαλάρωσε τη λαβή του. «Σου αξίζει η γαλήνη, πατέρα. Είθε ν’ αναπαυθείς ειρηνικά και να βρεθείς ανάμεσα στα πνεύματα των προγόνων μας.», είπε ο Γιάμρε με τρεμάμενη φωνή. «Γιάμρε, δεν πρέπει να ξεχάσεις το πεπρωμένο σου», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, λυγίζοντας ελαφρά το σώμα του προς το νεαρό. «Είσαι πρωτότοκος γιος μου, γιος ενός αρχηγού. Πρέπει εσύ να συνεχίσεις την πορεία της οικογένειας μας αφού τα πνεύματα πάρουν τη δική μου ζωή.» Ο Γιάμρε έμεινε σκεφτικός για λίγη ώρα. Τελικά έγνεψε θετικά. «Αν αυτή είναι η επιθυμία σου, πατέρα, αυτό θα κάνω», αποκρίθηκε και φίλησε το χέρι του ετοιμοθάνατου άντρα. Ο ηλικιωμένος κίνησε το κεφάλι σ’ ένδειξη ευχαρίστησης. «Πολύ καλά λοιπόν… Να προσέχεις, δε θα ‘ναι τόσο απλό! Το συμβούλιο θα βρει ευκαιρία να μας παραμερίσει.», είπε κι ύστερα έσφιξε μ’ όση δύναμη του είχε μείνει το χέρι του γιου του. «Δεν πρέπει να το επιτρέψεις, δεν πρέπει να ντροπιάσεις το παρελθόν σου!», είπε ψιθυριστά ο ηλικιωμένος άντρας και μετά το κεφάλι του έπεσε πίσω στο μαξιλάρι κι η τελευταία του εκπνοή αντήχησε αμυδρά στην ησυχία. Ο Γιάμρε είχε μείνει δίπλα στον πατέρα του όλη τη νύχτα. Ήταν παρόν όταν οι ιερείς ήρθαν κι αποχαιρέτησαν το πνεύμα του πρώην αρχηγού τους. Έβαλαν μεγάλα κεριά γύρω του και λουλούδια. Έπειτα, παρέμεινε εκεί για να δει για τελευταία φορά κάθε λεπτομέρεια πάνω στον πατέρα του πριν χαθούν όλες στην πυρά που θα παραδιδόταν το σώμα του. Τώρα πλέον το φως ενός νέου ήλιου ξεχυνόταν μέσα απ’ τις μικρές χαραμάδες του «Δωματίου της Δύσης», όπως το έλεγαν κι ήταν το κατ’ εξοχήν δωμάτιο στο οποίο οι ηλικιωμένοι της φυλής παρέδιδαν το πνεύμα τους στους προγόνους τους. Ο Γιάμρε προσευχόταν με όση δύναμη και σθένος του χε απομείνει απ’ το ξενύχτι για την ένωση του πνεύματος του πατέρα του με τ’ άλλα πνεύματα. Ένας απαλός ήχος αντήχησε απ’ την πόρτα. «Ποιος είναι;», ρώτησε ο νεαρός σηκώνοντας κουρασμένα το κεφάλι του. «Μηνυτής του συμβουλίου, εκλαμπρότατε. Θέλουν να σε δουν.», ακούστηκε η φωνή έξω απ’ το δωμάτιο. Ο Γιάμρε σηκώθηκε κουρασμένος. «Εντάξει, έρχομαι», αποκρίθηκε. Τα βήματα του αγγελιαφόρου που απομακρυνόταν αντήχησαν. Ο Γιάμρε γονάτισε μπροστά σε μία πήλινη λεκάνη που είχε νερό κι έριξε αρκετό στο πρόσωπο του. Είχε μάθει να ξενυχτά, αλλά υπήρχε επιπλέον κι η ψυχολογική κόπωση που τον είχε καταβάλλει. Αφού σηκώθηκε, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον πατέρα του. Ήξερε πως δε θα τον ξανάβλεπε αφού πάταγε το πόδι του έξω απ’ αυτό το χώρο. Μετά θα αναλάμβαναν το νεκρό οι ιερείς κι η φωτιά τους. Ψέλλισε μερικά λόγια στην αρχαία τους γλώσσα και βγήκε έξω. Ο χειμώνας είχε έρθει για τα καλά κι ο Γιάμρε το ένιωθε καθώς το κρύο του τρυπούσε τη σάρκα. Ένα λεπτό στρώμα χιονιού είχε καλύψει τα πάντα, ενώ ο άνεμος φυσούσε ανελέητα ψυχρός. Έσφιξε γύρω του το δερμάτινο πανωφόρι που φορούσε με τη γούνα του ζώου. Το «Δωμάτιο της Δύσης» ήταν στην κορυφή ενός λόφου κι ο νεαρός κατηφόρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τους οικισμούς και την κεντρική πλατεία όπου το συμβούλιο τον περίμενε. Εκεί έπρεπε επάξια να διεκδικήσει τη θέση του αρχηγού της φυλής. Ήταν εκείνος που είχε τον πρώτο λόγο στη διαδοχή ως πρωτότοκος γιος, αλλά αυτό δεν έφτανε. Θα ‘πρεπε ν’ αποδείξει την αξία του κι αυτό του προκαλούσε ανησυχία κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Δεν πρέπει ν’ αποτύχεις!» Τα λόγια του πατέρα του αντηχούσαν στο μυαλό του καθώς προχωρούσε. Τον στοίχειωναν και παράλληλα του υπενθύμιζαν την υποχρέωση του. Όταν ο γιος του νεκρού-πλέον-αρχηγού έφτασε στην πλατεία-έναν κυκλικό χώρο στη μέση των οικισμών, βρήκε ήδη τους πάντες να τον περιμένουν. Κάθονταν οκλαδόν πάνω σε ποικίλων χρωματισμών υφάσματα και σχημάτιζαν έναν κύκλο, στο κέντρο του οποίου διακρίνονταν τέσσερις φιγούρες, ντυμένες με ένα κόκκινο ριχτό ρούχο που κάλυπτε όλο τους το σώμα. Ένα λευκό, διάφανο πέπλο κάλυπτε τα πρόσωπα τους. Ο Γιάμρε προχώρησε προς το μέρος τους. «Γιε του Ίμβρα, του περασμένου αρχηγού μας, εσύ δεν είσαι αν δε μας απατούν τα γέρικα μας μάτια;», μίλησαν κι οι τέσσερις με μία φωνή. Ο Γιάμρε έφτασε κοντά τους και γονάτισε στο κέντρο ενός νοητού τετραγώνου που σχημάτιζαν οι τέσσερις ηλικιωμένες φιγούρες. «Μάλιστα, πάνσοφοι άρχοντες κι αρχόντισσες του συμβουλίου. Εγώ είμαι κι έρχομαι εδώ υπάκουος στο κάλεσμα σας.», είπε ο νεαρός κι ακούμπησε το μέτωπο του στο χιονισμένο έδαφος με ταπείνωση. Η μία απ’ τις τέσσερις φιγούρες πήρε το λόγο και μίλησε με αντρική φωνή: «Γιάμρε, γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε συγκεντρωθεί σήμερα εδώ ότι εσύ είσαι ο πρωτότοκος γιος του πρώην αρχηγού μας, εκείνου που τώρα είναι μαζί με τους προγόνους μας.» «Αυτό», πήρε το λόγο μια ηλικιωμένη, «σημαίνει ότι εσύ έχεις το δικαίωμα πρώτος ν’ αποδείξεις την αξία σου ότι αξίζεις να κληροδοτήσεις την εξουσία του στη φυλή μας.» «Έτσι», συνέχισε μια αντρική φωνή, «πρέπει σε μας, τους εκπροσώπους κάθε γωνιάς αυτού του ορίζοντα, να παρουσιάσεις κάτι που θ’ αποδείξει ότι αξίζεις αυτή τη θέση και τα μεγάλα πνεύματα σ’ ευνοούν» Έπεσε ησυχία για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που κι η τελευταία γυναικεία φιγούρα μίλησε: «Η φυλή μας έχει αφεθεί απ’ τον πατέρα σου καταραμένη απ’ τα πνεύματα για τις πράξεις του. Το μεγάλο ποτάμι στερεύει και βροχή δεν έχει φανεί εδώ και πολλά φεγγάρια στον τόπο μας. Οι σοδιές μας ξεραίνονται κι οι άνθρωποι πεινάνε.» Η γριά έμεινε σιωπηλή πάλι για μερικά δευτερόλεπτα και με μία στριγκή φωνή ρώτησε: «Πρέπει να δείξεις ένα σημάδι σε μας ότι εσένα σ’ ευνοούν τα πνεύματα. Στο όνομα των ανθρώπων της φυλής του Σκεπαστού Δάσους, είσαι έτοιμος; Δέχεσαι αυτή τη δοκιμασία;» Ο Γιάμρε δεν είχε κάτι να σκεφτεί. Ήξερε πως αυτό που του ζητούσαν ήταν πολύ δύσκολο, αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί, γιατί τότε θα ήταν μια ντροπή για τη φυλή του, μια ντροπή για τον πατέρα του. «Δέχομαι χωρίς φόβο τη δοκιμασία σας! Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος της κληρονομιάς της οικογένειας μου και της φυλής μου.», είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Πολύ καλά, λοιπόν. Πήγαινε!», είπαν πάλι με μία φωνή οι ηλικιωμένες φιγούρες κι απομακρύνθηκαν. Σύντομα τις μιμήθηκαν κι οι υπόλοιποι άνθρωποι της φυλής που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν τα συμβάντα. Ο Γιάμρε έμεινε μόνος του σκεφτικός… *** Ο Γιάμρε είχε αφήσει αρκετές μέρες πίσω του τον οικισμό. Οι τελευταίες του αναμνήσεις απ’ τη φυλή ήταν το σύννεφο που ανέβαινε απ’ τη νεκρική πυρά του πατέρα του, καθώς κι οι ευχές της μάνας του. Η χήρα που έμενε χωρίς προστάτη στον οικισμό μαζί με τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια του Γιάμρε, τον παρακάλεσε να γυρίσει πίσω σώος και τιμημένος. Ήξερε πως το χειρότερο για την οικογένεια της ήταν να γίνει έκπτωτη απ’ την αρχηγική θέση. Η μελλοντική οικογένεια που θα έπαιρνε την εξουσία, θα περιθωριοποιούσε την έκπτωτη ώστε να σβήσει κάθε επιρροή της στη φυλή. Ο πρωτότοκος γιος του Ίμβρα δε θα ‘πρεπε να απογοητεύσει την καταγωγή του και ν’ αφήσει την οικογένεια του να ρημάξει. Γι’ αυτό ο Γιάμρε είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα ρίσκαρε τα πάντα, αλλά αν τα κατάφερνε θα ήταν ένας αξιοσέβαστος αρχηγός και θα είχε την αδιαμφισβήτητη εξουσία της φυλής του. Πάνω στο γέρικο, αλλά δυνατό ακόμα άλογο του πατέρα του, ο Γιάμρε άφησε πίσω τα εδάφη της φυλής του Σκεπαστού Δάσους. Τα πυκνά καταπράσινα δάση αραίωσαν, μέχρι που έσβησαν τελείως και μπροστά του απλώθηκαν στέπες με χαμηλό, ξερό χορτάρι. Είχε ταξιδέψει ήδη οχτώ μερόνυχτα όταν έφτασε στον προορισμό του. Μπροστά στο νεαρό απλώθηκε μια απέραντη έρημος που χτύπαγε ανελέητα ένας καυτός ήλιος. Ο Γιάμρε έπρεπε να κινηθεί μέσα στην έρημο, εκεί ήταν αυτό που έψαχνε. Το υποζύγιο του, ωστόσο, είχε εξαντληθεί κι ο Γιάμρε ήταν υποχρεωμένος να προχωρά αργά, κάτι που δεν βοηθούσε καθόλου τον υποψήφιο αρχηγό. Η φυλή δε θα περίμενε για πολύ καιρό, θα ‘πρεπε να ορίσει τον μόνιμο, ισόβιο αρχηγό της μέχρι την επόμενη πανσέληνο κι αυτό δεν ήταν πάνω από δώδεκα μέρες. Τη δεύτερη νύχτα στην έρημο, δέκατη συνολικά στο ταξίδι του Γιάμρε, ο νεαρός κατέβηκε απ’ το άλογο του στη θέα ενός μικρού ρυακιού. Το φλασκί με το νερό του είχε σχεδόν αδειάσει κι έπρεπε να το ξαναγεμίσει για το υπόλοιπο ταξίδι του. Αφού το έκανε κι αφού φρόντισε να ξεδιψάσει και το εξαντλημένο άλογο που βαριανάσαινε, ξάπλωσε ανάσκελα στην άμμο και κοίταξε προς τον ουρανό. Τ’ αστέρια έλαμπαν από πάνω του και το χλωμό φως του μισοφέγγαρου τον χτυπούσε λες και προκαλώντας τον να συνεχίσει. «Δεν έχω χρόνο…», σιγοψιθύρισε αρχικά και το επανέλαβε έπειτα στριγκλίζοντας και σπάζοντας τη γαλήνη της φαινομενικά άβιας ερήμου. «Πάντα υπάρχει χρόνος, αν υπάρχει καλή θέληση νεαρέ», ακούστηκε μια γαλήνια, ηλικιωμένη φωνή πίσω του που τον έκανε να πεταχτεί και ν’ αφήσει ένα επιφώνημα φόβου. «Και φυσικά, αν έχεις σκοπό να τον χρησιμοποιήσεις σοφά» Ο Γιάμρε γύρισε κι αντίκρισε έναν ηλικιωμένο μεν, αλλά καλοστεκούμενο άνθρωπο δε. Ήταν ντυμένος μ’ ένα ριχτό, αμάνικο ρούχο κι είχε τυλιγμένο στο κεφάλι του ένα σαρίκι. Αφού συνήλθε απ’ το σοκ, ο νεαρός έπεσε στα γόνατα. «Ιερέ Κανμάν, φωνή των πνευμάτων στη θνητή ζωή, σε προσκυνώ! Είθε να σε προσέχουν αυτοί των οποίων είσαι αυτί και στόμα!» Ο ηλικιωμένος πέρασε το χέρι του πάνω απ’ το κεφάλι του Γιάμρε ψελλίζοντας κάποια άγνωστα στ’ αυτιά του νεαρού λόγια και μετά τον τράβηξε απ’ το χέρι για να σηκωθεί. «Γιάμρε, γιε του Ίμβρα, πρώην αρχηγού της φυλής του Σκεπαστού Δάσους που τώρα είναι μαζί με τους προγόνους μας, το Μέγα Πνεύμα της ερήμου μου έστειλε ανησυχητικό οιωνό για σένα στον ύπνο μου! Ελπίζω να ήταν μόνο το ζαλισμένο μου μυαλό υπεύθυνο γι’ αυτά που δα! Τι τρέλα πας να κάνεις;», μίλησε ο Κανμάν κινώντας απειλητικά το δείκτη του αριστερού του χεριού προς τον Γιάμρε. «Μεγάλε Κανμάν, πρέπει να εκπληρώσω την αποστολή μου, πρέπει να πάρω το χρησμό», είπε ο Γιάμρε. Ο ηλικιωμένος σήκωσε το χέρι του και σφαλιάρισε το νεαρό. «Λες ψέματα μπροστά σ’ έναν Κανμάν κι αυτό ισοδυναμεί με το να λες ψέματα στα ίδια τα πνεύματα! Δε θες έναν απλό χρησμό απ’ τον κρυμμένο ναό του Μεγάλου Πνεύματος!», φώναξε ο ηλικιωμένος. Ο Γιάμρε έσκυψε το κεφάλι. «Βοήθησε με σε παρακαλώ να φτάσω εκεί και να το πάρω. Έτσι μόνο θα μπορέσω να δείξω ότι τα πνεύματα με αποδέχονται. Μόνο ένας εκλεκτός θα μπορούσε να πάρει αυτό το θησαυρό από ‘κει.» Ο ηλικιωμένος έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Τελικά μίλησε. «Ο ρόλος ενός Κανμάν στον θνητό κόσμο είναι να μεταδίδει τα μηνύματα των πνευμάτων. Εγώ σου πα τη θέληση των πνευμάτων, δεν μπορώ να εμποδίσω το θέλημα σου παρόλα αυτά.» Ο ηλικιωμένος ψιθύρισε κάποια μυστηριακά λόγια πάλι από μέσα του και γύρισε προς την άλλη μεριά. «Η είσοδος του ναού είναι στη βάση ενός μεγάλου βράχου, περίπου μισή μέρα δρόμο από δω. Η είσοδος ανοίγει μόνο τη στιγμή που ο ήλιος χάνεται απ’ τον ουρανό και μέχρι να σβήσει και η τελευταία ηλιαχτίδα απ’ τον ορίζοντα. Πήγαινε τώρα και είθε να σε φωτίσουν τα πνεύματα να κάνεις το σωστό.» Αυτά τα λόγια είπε ο ηλικιωμένος κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Την επόμενη μέρα ο Γιάμρε σηκώθηκε την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Ήθελε να βιαστεί για να φτάσει εγκαίρως στο ναό. Το ταξίδι δεν ήταν ευχάριστο με τον ήλιο να βασανίζει άλογο κι αναβάτη και το νεαρό να είναι προβληματισμένος από ανήσυχα όνειρα που χε δει, εμφανώς επηρεασμένος από τον γέροντα. Ήξερε πως η πράξη θα διέπραττε μπορεί να τον καταστούσε καταραμένο για πάντα απ’ τα πνεύματα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, είχε πάρει τις αποφάσεις του. Ο Γιάμρε κάλπαζε όλη τη μέρα μέχρι που ξαφνικά το μεσημέρι, το άλογο του σταμάτησε να καλπάζει. Ο νεαρός κατέβηκε για να βρει κάποιο σημάδι για την περίεργη συμπεριφορά του αλόγου. Σε λίγα δευτερόλεπτα, το άλογο σωριάστηκε στην καυτή άμμο βαριανασαίνοντας. Ο Γιάμρε χάιδεψε τα καπούλια του. Η καρδιά του αλόγου χτυπούσε ασθενικά, είχε έρθει το τέλος του και δε θ’ άλλαζε αυτό. Λυπημένος ο νεαρός, τελείωσε το βασανιστήριο του με μία σπαθιά στα πλευρά. *** Ο ήλιος είχε χαμηλώσει αρκετά κι ο Γιάμρε δεν έβλεπε ακόμα κανένα σημάδι μεγάλου βράχου στον ορίζοντα. Βάδιζε απ’ το μεσημέρι μόνος. Πλέον η σκέψη πως ακόμα και να πετύχαινε το να γυρίσει ήταν αμφίβολο, είχε καταβάλει το μυαλό του. «Ίσως και μόνο στην σκέψη της πράξης μου, τα πνεύματα με καταράστηκαν…», μονολόγησε. Ξαφνικά, ο Γιάμρε σκόνταψε σε κάτι κι έπεσε με το πρόσωπο μέσα στην άμμο. Όταν σηκώθηκε, πρόσεξε πως αυτό το οποίο είχε βρεθεί στο δρόμο του ήταν ένα λεπτό πέτρινο εμπόδιο που έμοιαζε να ξεφυτρώνει μέσα από την άμμο. «Μα τα πνεύματα, λες;», μονολόγησε ο Γιάμρε κι άρχισε να παραμερίζει την άμμο γύρω απ’ το εμπόδιο. Ξαφνικά κι ενώ ο νεαρός έσκαβε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ο ήλιος χάθηκε και το έδαφος τραντάχθηκε. Ένα μεγάλο κομμάτι βράχου αναδύθηκε απ’ το χώμα και στάθηκε μπροστά απ’ τον Γιάμρε. Μια οπή στη μέση του υποδείκνυε την είσοδο σε μία σπηλιά. «Πρέπει να βιαστώ. Όταν χαθούν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου, η είσοδος θα βουλιάξει πάλι!», είπε στον εαυτό του και πέρασε μέσα απ’ την τρύπα. Ο Γιάμρε έφτασε σ’ ένα τούνελ που φωτιζόταν από δάδες που εκ μαγείας άναβαν όταν περνούσε από δίπλα τους. Το τούνελ προχωρούσε βαθιά στη γη, αλλά ευθεία. Τελικά, τον οδήγησε σ’ έναν κυκλικό χώρο που, όπως κι ο διάδρομος, με την είσοδο του σ’ αυτόν φωτίστηκε αυτόματα. Δε φαινόταν να υπάρχει κάτι σ’ αυτό το χώρο, ήταν άδειος. Ο Γιάμρε κοίταξε τριγύρω σαστισμένος. Χτύπησε τα τοιχώματα από πέτρα και το πάτωμα από άμμο του χώρου περιμένοντας κάτι να συμβεί, αλλά δεν άλλαξε τίποτα στο χώρο που παρέμενε ασάλευτος, μ’ εξαίρεση τις φλόγες στις δάδες που τρεμόπαιζαν. «Γιατί δε με βοηθάτε, Μεγάλα Πνεύματα; Απλά θέλω ένα σημάδι από εσάς για να δείξω ότι αξίζω να ηγηθώ του λαού μου!», φώναξε ο Γιάμρε. Τότε ένα φως έλαμψε στο κέντρο του δωματίου, το οποίο φάνηκε να ξεπροβάλλει μέσα απ’ την άμμο. Μια αλλόκοτη φωνή αντήχησε από μέσα: «Τι ζητάς από μένα, Γιάμρε, γιε του Ίμβρα;» Ο Γιάμρε πισωπάτησε λίγο και ξεροκατάπιε. «Ζητώ την άδεια σου να πάρω το ιερό αγαλματίδιο σου, ω μεγάλο πνεύμα της Ερήμου», μίλησε ο νεαρός με τη φωνή του να τρέμει και την καρδιά του να σφυροκοπά από δέος και φόβο μαζί. «Γιατί ζητάς κάτι τέτοιο;», ρώτησε το πνεύμα και μερικές αστραπές λαμπύρισαν από την λευκή φωτεινή σφαίρα. «Θέλω να δείξω στο λαό μου ότι είμαι ευνοημένος από σένα και τ’ άλλα πνεύματα και να κουβαλήσω από το ναό σου την ευλογία σου στη φυλή μου που υποφέρει», εξήγησε ο Γιάμρε. «Ξέρεις καλά ότι αυτό το αγαλματίδιο έχει μέσα μέρος απ’ τη δύναμη μου. Ξέρεις ότι μπορεί να δώσει στον κάτοχο του μερική απ’ αυτή αν όχι όλη, σωστά;», ρώτησε η φωνή. Ο Γιάμρε έμεινε για λίγο σκεφτικό αλλά τελικά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς απ’ το να γνέψει θετικά. «Οπότε καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται να σου δοθεί ποτέ. Είναι καλά φυλαγμένο από δυνάμεις πάνω απ’ την νόηση σου», αποκρίθηκε η φωνή του πνεύματος. Ο Γιάμρε έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. «Σε παρακαλώ, Μεγάλο Πνεύμα! Είναι η μόνος τρόπος να δείξω στους ανθρώπους της φυλής μου ότι αξίζω να γίνω αρχηγός τους.» «Νομίζεις ότι θα κερδίσεις το σεβασμό των ανθρώπων με τη δύναμη; Αυτό είναι λάθος! Ο πραγματικός θησαυρός για έναν αρχηγό δεν είναι υλικός, Γιάμρε. Ψάξε καλά μέσα σου για να δεις την αλήθεια.» Η φωνή του πνεύματος σώπασε για λίγο και συνέχισε: «Όσο για την εύνοια των πνευμάτων, εφόσον πράττεις κι αποφασίζεις σωστά, θα την έχεις», είπε η φωνή του πνεύματος και τελικά η σφαίρα απ’ την οποία πήγαζε έσβησε μέσα στην άμμο. Ο Γιάμρε δίχως να έχει κάτι άλλο να κάνει πήρε την έξοδο απ’ την σπηλιά. Όταν βγήκε, το λυκόφως χανόταν για να πάρει τη θέση του η νύχτα. Ο Γιάμρε ένιωθε εξαντλημένος απ’ την περιπέτεια του. Ξάπλωσε στην άμμο και γρήγορα κοιμήθηκε ενώ ο ήχος του βράχου που χανόταν μέσα στη γη αντήχησε. Όταν ο Γιάμρε, ο γιος του Ίμβρα ξύπνησε, όλα ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό του. ο ύπνος του χε κάνει καλό κι η ευλογία των πνευμάτων του χε αποκαλυφθεί με ένα όνειρο. Ήξερε πλέον πραγματικά τι όφειλε να κάνει κι ό,τι είχε να κάνει ήταν μόνο πίσω στον οικισμό. *** Ο Γιάμρε στεκόταν όρθιος στο κέντρο της πλατείας. Γύρω του οι ηλικιωμένοι άρχοντες κι αρχόντισσες του συμβουλίου και μετά όλη η φυλή του. «Λοιπόν; Τι έχεις να μας δείξεις;», ρώτησε η μία ηλικιωμένη. Ο Γιάμρε χαμογέλασε. «Απ’ αυτή μου την αναζήτηση έμαθα ένα πράγμα το οποίο το ίδιο το Μεγάλο Πνεύμα της ερήμου μου αποκάλυψε.» Ο Γιάμρε έκανε μια παύση για να σιγουρευτεί ότι όλοι τον ακούν προσεκτικά και συνέχισε: «Ο πραγματικός θησαυρός για έναν αρχηγό είναι εδώ», είπε δείχνοντας το κεφάλι του. «Αυτό είναι η απόδειξη για την εύνοια των πνευμάτων σ’ έναν αρχηγό και με βάσει αυτό εγώ ζητώ την εμπιστοσύνη σας.», είπε. Στο συμβούλιο έπεσε σιωπή. Τελικά πήρε το λόγο η ηλικιωμένη που είχε μιλήσει πριν. «Μίλησες κι έπραξες πολύ σοφά, γιε του Ίμβρα, αντάξια ενός σωστού αρχηγού… Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το νέο μας αρχηγό, ευλογημένο απ’ τα πνεύματα!», είπε η γυναίκα κι έπεσε πρώτη στα γόνατα. Τη μιμήθηκε σύντομα κι όλη η υπόλοιπη φυλή. Ο Γιάμρε αντίκρισε τους ανθρώπους της φυλής του και χαμογέλασε πλατιά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Treg, έχεις μια γράψει εδώ μια συμπαθέστατη ιστορία η οποία με αρκετές διορθώσεις μόνο στο πρακτικό της κομμάτι της γραφής, της σύνταξης κυρίως, μπορεί να γίνει πολύ πολύ όμορφη. Ο ήρωάς της είναι ένας ήρωας με τα όλα του, δηλαδή δε με παραξενεύει πουθενά η ψυχολογία του, είναι παντού ένας νεαρούλης που έχει να φέρει σε πέρας ένα πολύ σημαντικό έργο μετά το θάνατο του πατέρα του. Ίσως θέλει λίγη προσοχή το ότι έχεις κατεβάσει πολλούς ουρανοκατέβατους σε όλη τη διαδρομή που ίσως και θα μπορούσαν να μην υπάρχουν κι όλα αυτά που θες να περάσουν να τα περάσουν με τις πράξεις και τη σκέψη του (εκεί που τον σφαλιάρησε ο ερημίτης επίσης γέλασα, υποθέτω πως δεν το ήθελες). Ακόμη, άλλο ένα πραγματάκι που θα μπορούσες να φτιάξεις λίγο είναι η διαδρομή στην έρημο. Να μας κάνεις να αισθανθούμε την κάψα και το βραδινό κρύο, να μας μπάσεις περισσότερο στο τι περνάει ο χαρακτήρας σου για να φτάσει τελικά στο τέλος κι αυτά που του λένε τα πνεύματα να πούμε "ναι! είχε όλο το χρόνο να τα σκεφτεί, έχει περάσει πολλές κακουχίες κι άρα μπορεί να τα καταλάβει, είναι έτοιμος". Γενικότερα μου άρεσε η ιστορία, ήταν βατή, είχε ωραίο τέλος και βρίσκω πως είναι από τις καλές σου. Καλώς επέστρεψες Υ.Γ. Μήπως ο Γιάμρε είναι γιος του Ίμρα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Πολύ καλό Tregorian, μου άρεσε. Σίγουρα καλογραμμένο, ολοκληρωμένο, με προσεγμένους ρυθμούς και ενδιαφέρον θέμα. Με παραξένεψε λίγο η "ξεναγητική" του μορφή. Σαν αναγνώστης δηλαδή ακολουθώ τον ήρωα χωρίς να ξέρω τις συμβάσεις αυτού του κόσμου αλλά και τους συγκεκρημένους στόχους του ήρωα. Έχει ανάγκη την εύνοια των πνευμάτων αυτό το ξέρω. Όταν φεύγει από το χωριό δεν ξέρω που πάει. Όταν φτάνει στην έρημο και συναντάει τον γέρο σοφό τότε μαθαίνω για τον χρησμό στον ναό των πνευμάτων. Και όταν φτάνει στον ναό τότε μαθαίνω για το αγαλματίδιο. Και η λύση που του έρχεται δεν υπάρχουν στοιχεία να την μαντέψω ούτε εν μέρη. Το θέμα είναι όμως πως με κράτησες στην αφήγηση και ακολούθησα ευχάριστα την ξενάγηση. Αλλά στο φινάλε, στην πλατεία του χωριού, το λιγότερο, περίμενα να αρχίσει να βρέχει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 (edited) Καλώς ήρθες και πάλι κοντά μας! Λοιπόν, δυστυχώς πρέπει να πω τη γνώμη μου για το διήγημα που έγραψες, και δεν είναι καλή. Όλη η αφήγηση με έκανε να αφαιρούμαι συνέχεια και να το ξαναπιάνω. Δεν βρήκα κανένα ενδιαφέρον στο πώς μας παρουσίασες την ιστορία του Γιάμρε. Αδύναμο και χλιαρό κείμενο, με μόνη λαμπρή στιγμή το ότι είχε ένα ξέσπασμα στην έρημο ( Δεν έχω χρόνο…», σιγοψιθύρισε αρχικά και το επανέλαβε έπειτα στριγκλίζοντας και σπάζοντας τη γαλήνη της φαινομενικά άβιας ερήμου. ), κι αυτή η χλιαρότητα χαντακώνει την ιστορία. Για το τέλος έχω να πω αυτό που σκέφτηκα όταν το διάβασα: "Πολύ βιαστικό. Πού το πάει, πού το παει... Α! Να το βρω μόνη μου!" Δώσε μας κάτι, εδώ μιλάμε πως μας άφησες τελείως να αυτοσχεδιάσουμε. Σα να έγραψες κάτι και το άφησες με το σημείωμα 'Τελειώστε το όπως θέλετε". Αν ξαναγράψεις-διορθώσεις την ιστορία σου, να είσαι σίγουρος ότι θα τη διαβάσω, γιατί θα ήθελα πολύ να τη δω καλογραμμένη. Έχει ενδιαφέρον, είναι στημένη σε ένα περιβάλλον που μ' αρέσει, και είναι ηρωική-μη ηρωική. Κάτι τελευταίο: ξενέρωσα αφάνταστα που σκότωσε το άλογο, αφού έτσι κι αλλιώς πέθαινε. Εκείνη τη στιγμή πέθαινε! Πώς μπορείς να του κόβεις την τελευταία του πνοή με μια σπαθιά; Λίγος σεβασμός... Από εκεί κι έπειτα, η ανάγνωση έγινε ακόμα πιο ψυχρή για 'μένα, απομακρύνθηκα από το κείμενό σου, δεν ήθελα να το ξέρω. Αυτό, για να καταλάβεις πόσο σημαντικές είναι κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, και πόσο πρέπει να προσέχουμε το κάθε τι που μπαίνει στο κείμενο να έχει λόγο. Ελπίζω να μη σε στενοχώρησα πολύ, θα ήταν κρίμα πάνω που μας ήρθες ξανά. Edited December 23, 2009 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Κατ’ αρχήν καλώς ήρθες και πάλι. Είχα ανησυχήσει λίγο που δε σ’ έβλεπα. Λοιπόν. Η ιστορία είναι συμπαθητική, το πλαίσιο όμορφο και η ιδέα καλή. Επίσης το ύφος σου ήταν σταθερό κι η αφήγηση στρωτή. Αυτά που δε με ικανοποίησαν ήταν η αρκετά παιδική συμπεριφορά του ήρωα που ουσιαστικά παρακαλάει να του δώσουν κάτι, δεν το κυνηγά ούτε το απαιτεί και μάλιστα σε ένα σημείο κλαίει κιόλας. Α και το τέλος χωρούσε λιγάκι δυνάμωμα. Αυτά, ελπίζω να μην ξαναχαθείς πάντως γιατί όλες οι ιστορίες σου είναι όμορφες! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Ενώ η γραφή είναι αρκετά στρωτή, αν και επιδέχεται βελτίωσης, η ίδια η ιστορία θυμίζει πολλές παρόμοιες, και ενώ περιμένεις να δεις τι καινούριο μπορεί να έχει, κλείνει απότομα, χωρίς προετοιμασία για τον αναγνώστη, με ευκολία αναντίστοιχη σχετικά με το πώς την ανέπτυξες. Επίσης, η εισαγωγή με τον πατέρα είναι αρκετά μεγάλη, αλλά και το υπόλοιπο διήγημα κουράζει κάπως με την εξέλιξή του. Χρειάζεται σοβαρές ενέσεις συναισθήματος και πλοκής για να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες ιστορίες στις οποίες βασίζεται. Στο Όνομα του Σκεπαστού Δάσους, sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Όμορφο παραμυθικό φάνταζυ που έχει ως πυρήνα του ένα φιλοσοφικό δίδαγμα και χτίζεται γύρω από την πορεία του ήρωα προς αυτό. Η πλοκή σου έχει ενδιαφέρον, αλλά η γραφή μοιάζει λίγο επίπεδη και απομακρυσμένη από τους χαρακτήρες. Όπως είναι τώρα η γραφή στέκεται στο όριο του παραμυθιού και ενός κανονικού διηγήματος και δεν πετυχαίνει τίποτα από τα δύο. Θα προτιμούσα έναν πιο “διηγηματικό” λόγο, με μεγαλύτερη έμφαση σε λεπτομέρειες και πιστεύω ότι έτσι το κείμενο θα λειτουργούσε καλύτερα. Έκλεισε για άλλη μία φορά τα μάτια του κι έκανε το μαύρο που ξεπηδούσε να γίνει μια αλληλουχία εικόνων από το παρελθόν. Το 'μαύρο που ξεπηδούσε' δε μου αρέσει ως εικόνα. Ειδικά το 'ξεπηδούσε'. Το 'έπεφτε' ή 'κάλυπτε' θα ταίριαζαν καλύτερα πιστεύω Ο νεαρός που αποκαλούταν Γιάμρε ... είπε ο Γιάμρε με τρεμάμενη φωνή. Επανάληψη του ονόματος που χτυπάει άσχημα Πάνω στο γέρικο, αλλά δυνατό ακόμα άλογο του πατέρα του, Συντακτικό μπουρδούκλωμα, δοκίμασε να το κάνεις 'πάνω στο γέρινο, αλλά ακόμα δυνατό, άλογο του πατέρα του.' έναν ηλικιωμένο μεν, αλλά καλοστεκούμενο άνθρωπο δε Τι μας λες εδώ: Έναν ηλικιωμένο, αλλά ήταν καλοστεκούμενος και άνθρωπος. Δοκίμασε να το κάνεις: Έναν άνθρωπο, ηλικιωμένο μεν, αλλά καλοστεκούμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 (edited) Λοιπον, πολύ καλό ... Το ευχαριστήθηκα και ένιωσα αρκετά την μυστηριακή ατμόσφαιρα που ήθελες να αποδώσεις στο κείμενο . Απο την άλλη νομίζω πως υπήρχαν κάποια σημεία που πιστεύω πως αν τα διαχειριζόσουν αλλιώς θα ανάβαζαν την ιστορία αρκετά επίπεδα πιο πάνω ... Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχη ... Η ιστορία ξεκιναει με μία πολυ δυνατη εικόνα που μου άρεσε παρα πολυ ... Δεν είναι εικόνα πρωτότυπη αλλα είχε πολυ δυναμη μέσα της απο τον τρόπο που την μετέφερες ... Εδώ υπάρχει οστώσο και το μόνο φραστικό ( αν το λένε έτσι ) λαθος σου : "Το έσφιγγε δυνατά λες κι έτσι θ’ απέτρεπε το θάνατο να πάρει τον άρρωστο μακριά απ’ τα βάσανα της ζωής του. " Μιλάς εκ μέρους του Γιάμρε αν δεν κάνω λάθος , οπότε είναι σαν να λες πως ήθελε να τον κρατησει στα βάσανα ... Ενα απλό " να πάρει τον άρρωστο μακριά από την ζωη του " νομίζω πως θα ήταν καλύτερο . Στην Συνεχεια επίσης βρήκα ενδιαφέρουσα την συνάντηση με τους Γηραιούς αλλα η εικόνα δεν είχε την απαραιτητη επισημότητα που της άρμοζε . Το μόνο που θα έπρεπε να κάνεις νομίζω είναι να μην συμπεριλάμβανες θεατες ... Η ατμοσφαιρα θα ήταν είναι τελείως διαφορετική αν η συναντηση γινόταν σε ένα μικρό χώρο που θα ανεδυε μυρωδιες υπνωτιστηκές και θα φωτιζόταν ελάχιστα. Έτσι θα έδεινες περρισσοτερο κύρος στους Γηραιους και μία πιο αν θέλεις θεική υπόσταση . Βλέπεις είναι η πραγματική εξουσία απο ότι φένεται ! Ποια εξουσία θέλει να συζητάει δημοσια ; Από εκει και πέρα για το ταξίδι δεν μπορω να πω τίποτα . Ισως να μπορούσες να το εμπλουτίσεις με λίγες εικόνες παραπανω αλλα ήταν καλό ... Αυτο που με στεναχώρησε λίγο είναι οι πολλοι απο μηχανής θεοι και ειδικά το όνειρο στο τέλος ... Δεν θα ήταν πιο ωραίο αν ανακάλυπτε μόνος στου στο τέλος τι έπρεπε να κάνει ; .. Ένιωσα σαν να μην έμαθε τίποτα απο το ταξίδι του και ότι ήταν πραγματικά ανετημος να πάρει την θέση του πατέρα του ... Κλείνοντας ( γιατι μάλλον θα σε κούρασα ) θα σταθω στην σκηνή του θανάτου του αλόγου ... Λοιπον θα ήθελα όλο το κείμενο να αναδείκνυε την σκληρότητα της σκηνής αυτης ... Ένιωσα εκείνη την στιγμή πως ο Γιάμρε κατάλαβε ποιά ήταν η αποστολή του και δεν σκέφτηκε της απώλειες. Το σκώτωσε και συνέχισε γιατί αυτό ήταν που έπρεπε να κάνει ... --> Νομίζω πως ξέσπασα επάνω σου γιατί όλοι οι άλλοι είναι αρκετά μεγάλοι και ντρέπομαι ακόμη να τους κάνω τέτοιου είδους σχόλια !!! Sorry ! Σ άφησα comment στο profile σου. Στο λέω εδώ γιατί είναι πολύ κάτω στην σελίδα σου καιείπα μήπως δεν το δεις ... Edited December 25, 2009 by Nocturnal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Welcome back Tregorian, και με μια ιστορία επιτυχίας. Ο Γιάμρε περνάει τις δοκιμασίες της ενηλικίωσης, αντιμετωπίζει αυτό που στέκεται εμπόδιο, ωριμάζει και παίρνει τη θέση που του αρμόζει. Καλή ιδέα να είναι η σοφία και η ωριμότητα ο θησαυρός. Ωστόσο, νομίζω εκεί που πάσχει η ιστορία είναι στο χρόνο που διαθέτεις σε κάθε μια απ' αυτές τις φάσεις. Σε μια ιστορία 3000 λέξεων, όπου έχουμε θάνατο, συμβούλιο, δάση, περιπλάνηση στην έρημο, εύρεση κρυμμένου ναού, συζήτηση με το σοφό, αντιμετώπιση φύλακα του αγαλματιδίου και επιστροφή, μερικά πράγματα πολύ απλά δε χωράνε. Ας πούμε, δεν είναι και τόσο σημαντικό να ενημερωθούμε για τη μοίρα της χήρας, που θα γινόταν έκπτωτη. Ο θάνατος του πατέρα και το τελετουργικό θα μπορούσε να περάσει γρηγορότερα και ν' αφήσει χώρο για τις περιπέτειές του στην έρημο και στο ναό και για τα συναισθήματά του σε διάφορες φάσεις της δοκιμασίας. Θα με ενδιάφερε να μάθω τι νόμιζε ότι έπρεπε να κάνει με το αγαλματίδιο. Θα με ενδιέφερε να συσχετίσω την αρχή, όπου αναφέρεται ότι οι πράξεις του πατέρα του αφαίρεσαν την εύνοια των πνευμάτων, με τη συνειδητοποίηση του Γιάμρε σχετικά με τη σοφία. Και θα ήθελα να ήταν λίγο πιο εκτεταμένο το σημείο της αποδοχής. Κατά τ' άλλα το κείμενο είναι στρωτό, αρκετά καλά διατυπωμένο κι ευκολοδιάβαστο, άρα αν αποφασίσεις να του δώσεις λίγη αναγκαία ισορροπία, θα έχεις ένα καλό διήγημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 26, 2009 Author Share Posted December 26, 2009 Παιδιά ευχαριστώ όλους σας για τα σχόλια σας (θετικά ή αρνητικά-τα τελευταία είναι πάντα και τα πιο χρήσιμα), καθώς και για τα καλωσορίσματα σας! Ελπίζω να μην αναγκαστώ να ξεκόψω πάλι... Έχω ν' απαντήσω σε κάποια απ' αυτά, αλλά είναι αρχή μου να το κάνω μετά το τέλος της ψηφοφορίας κι αυτό θα κάνω μ' ένα γενικό ποστ! Απλά το διευκρινίζω μη λέτε ότι σας γράφω! :tongue: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Να σου πω την αλήθεια το βρήκα λιγο βαρετό, ισως φταει το γεγονος οτι προσπαθησες να δωσεις πολλη πληροφορία σε λίγο χώρο, ισως οτι δεν άλαζε ο ρυθμός, δεν ειμαι σίγουρος. Επισεις εχω την αισθηση οτι δεν ειχε εξέλειξη ο χαρακτηρας του ηρωα σου απρα το γεγονος οτι η εξελειξη του ειναι κεντρικη, δυδτυχως δεν εχω βρει τι ακριβως με χαλαει οποτε τα σχολεια μου δεν ειναι πολυ επικοδομητικα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Η ιστορία έχει ενδιαφέρον. Η ιδέα να φέρεις μπροστά, τουλάχιστον στην αρχή, το χρέος του παιδιού απέναντι στο γονιό του, είναι πολύ καλή. Θα μου άρεσε αν είχες επιμείνει παραπάνω σε αυτήν, γιατί θα μπορούσε να δώσει κάτι σαν επιπλέον ‘ψυχολογικό βάθος’ στην ιστορία. Για καποιον λόγο μου άρεσε το ότι μεγάλο μέρος διαδραματίζεται στην έρημο. Η μορφή του Κανμάν είναι πολύ καλή. Προσωπικά, δεν μπορώ να τον κατατάξω εύκολα στους καλούς ή τους κακούς κι αυτό είναι θετικό. Μετρημένη και στο ρόλο της η εμφάνισή του. Η έρημος (και το γεγονός ότι, υποθέτω, κατοικεί εκεί) αυξάνει την επιβλητικότητά του (ενώ μου έφερε στο νου από αγγελιοφόρους Νυαρλαθοτέπιδες μέχρι ακόμα και τον ίδιο τον άρχοντα του σκότους). Ίσως να αξίζει και μια ιστορία για πάρτη της. Το τέλος με προβλημάτισε. Ήταν επίπεδο, δεν είχε ένταση. Επίσης, κάπως εύκολα δεν κερδίζει την αρχηγία; Εκτός από τα λόγια που λέει, δεν κάνει τίποτ’ άλλο, έστω μικρό. Οκ, γενικά σωστός είναι (αν και, μεταξύ μας, για να κυνηγάει αρχηγιλίκια… την έχει φάει κι αυτός την πετριά του), όμως, με βάση τις δυσκολίες που αναμένουμε να συναντήσει (πχ από τους αντιπάλους), δεν βασανίζεται και πολύ. Συνοπτικά, θα έλεγα ότι ήθελε πιο πολλές λέξεις, ώστε να εκμεταλλευτείς όλες τις δυνατότητες της ιδέας σου, και κάτι περισσότερο προσεγμένο ή/και ευφάνταστο για το τέλος, που να κερδίζει με τη ζωντάνια και την αληθοφάνειά του. Ψιλά: 1)Με την πρώτη παίζει επανάληψη της λέξης τοίχος. Γενικά έπαιξαν κάτι λιγοστές επαναλήψεις. 2)«και σπάζοντας τη γαλήνη της φαινομενικά άβιας ερήμου.» Κάποια άλλη λέξη ίσως αντί για άβιας; 3)«Ο Γιάμρε έφτασε σ’ ένα τούνελ που φωτιζόταν από δάδες που εκ μαγείας άναβαν όταν περνούσε από δίπλα τους.» Καλό είναι και το ‘μαγικές δάδες’ ή το ‘άναβαν μαγικά’. 4)Αν το αγαλματίδιο είναι τόσο σημαντικό, πώς και δεν το έχει αναζητήσει κάποιος άλλος τόσον καιρό; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Χαίρομαι που τελικά κατάφερες να συμμετάσχεις σ΄αυτό τον διαγωνισμό. Και χαίρομαι ακόμα περισσότερο γτ τυχαία έμαθα πως κατάφερες να γράψεις το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ιστορίας μέσα στο τελευταίο απόγευμα της προθεσμίας, μετά από πέντε ώρες εργαστήριο!!! Εγώ αυτό δε θα το είχα καταφέρει και σε συγχαίρω. Αυτό μου δείχνει ότι έχεις υπομονή, επιμονή και πάνω απ΄όλα αγάπη για τη συγγραφή!! Απο άποψη γραφής σίγουρα έχουμε δει και καλύτερα πράγματα απο σένα. Θέλει ξαναπέρασμα και στρώσιμο σε κάποια σημεία. Κάποιες σκηνές μικρότερες, κάποιες μεγαλύτερες. Μια καλύτερη οργάνωση γενικότερα. Όμως είναι ένα ωραίο, συμπαθέστατο παραμύθι με πολύ όμορφες εικόνες και ωραίο νόημα! Μου άρεσε αυτό το πέρασμα από τα χιονισμένα τοπία και τα απέραντα δάση, στην έρημο. Ο ήρωας σου είναι περισσότερο αντι ήρωας. Όχι τόσο γενναίος, περισσότερο κλαψιάρης και φοβιτσιάρης, όχι πάντα ηθικός αλλά τελικά τα καταφέρνει μια χαρά. Και μ αρέσουν τέτοιοι τύποι!! Ίσως το τέλος να είναι βιαστικό και να ήθελα περισσότερη ανάπτυξη για το πως έφτασε ο ήρωας σου σ΄αυτό το συμπέρασμα, ήθελα να το δω καλύτερα. Αλλά δεν παύει να είναι ένα καλό τέλος και δείχνεις αυτό που θες! Είμαι σίγουρη πως αν το κοιτάξεις περισσότερο και το επεξεργαστείς θα το βελτιώσεις πάρα πολύ!! Και μη χαθείς πάλι απ΄το φόρουμ! Υ.Γ. Περιμένω ακόμα ιστορία μ΄ένα μαγικό χαλί!!! ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Ενδιαφέρουσα ιδέα, ξεκινάει καλά, αλλά χάνει τη δύναμή της προς το τέλος Τι μου άρεσε: Η ιδέα κι η κοσμοπλασία. Το νόημα που περνάει η ιστορία. Η φράση όπου ο Γιάμρε κρατάει το χέρι του πατέρα του για να μην τον πάρουν από κοντά του. Τι δε μου άρεσε: Χμ. Έχεις σαφέστατα βελτιωθεί πολύ από το πρώτο σου διήγημα στο φόρουμ! Εδώ κι εκεί όμως σου ξεφεύγουν άκομψα σημεία στο λόγο σου, όπως και ασύμβατες μεταξύ τους ιδέες. Τι εννοώ. Ενώ ο Γιάμρε είναι στην έρημο, δεν υπάρχει πρακτικά κανείς άλλος που να παρεμβαίνει στην αφήγηση. Οπότε το να λες και να ξαναλές το όνομά του είναι μάλλον περιττό. Πρόσεξε μάλιστα ότι στην αρχή ακόμη, ενώ είναι στο Δωμάτιο της Δύσης, έχεις μέσα στην ίδια παράγραφο το όνομά του δύο ή τρεις φορές. Αυτό αποδυναμώνει το κείμενο. Τώρα σχετικά με τις ασύμβατες ιδέες. Ξεκινάς με το κρύο να είναι τσουχτερό. Μετά μιλάς για μια έρημο. Πάσο, αλλά μέσα σε δέκα μέρες ένας καβαλάρης μόνος του το πολύ να πάει από τον Έβρο στην Καλαμάτα. Πόσο κοντά μπορεί να είναι μια έρημος καυτή από ένα μέρος με τσουχτερό κρύο; Λιγότερο από 600 χιλιόμετρα; Δεν δικαιολογείται η εγγύτητα. Έπειτα μέσα στην έρημο ο Γιάμρε συναντάει… ένα ρυάκι! Πάρε τις ιδέες σου από τον πραγματικό κόσμο και βάλ’ τον να συναντάει μια όαση ή ένα βαθύ πηγάδι. Είναι πολύ πιο πιθανό, εκτός αν το ρυάκι σου είναι μαγικό (που δεν το λες πουθενά) κι αν είναι πες το μας να το καταλάβουμε. Κι άλλο ένα σημείο που δε μου πολυάρεσε, ήταν ο θάνατος του αλόγου. Θα ήθελα να το γράψεις πιο σταδιακά. Εφόσον ήξερε ο Γιάμρε να συντηρήσει ένα άλογο όλον αυτόν το δρόμο, τότε θα έπρεπε να είχε αναγνωρίσει και τα σημάδια του επερχόμενου θανάτου. Σπάνια ένα ζώο πέφτει κάτω και πεθαίνει. Άσχετο: είναι ιδέα μου ή αμέλειά μου, που δεν είδα πουθενά αναφορά στο Σκοτεινό Δάσος του τίτλου; Πού είναι το Δάσος, οέο; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 28, 2009 Author Share Posted December 28, 2009 Άσχετο: είναι ιδέα μου ή αμέλειά μου, που δεν είδα πουθενά αναφορά στο Σκοτεινό Δάσος του τίτλου; Πού είναι το Δάσος, οέο; Αμέλεια τολμώ να πω! Αφενός είναι σκεπαστό κι όχι σκοτεινό κι αφετέρου, υποτίθεται ότι αυτή η φυλή ζει στο επονομαζόμενο Σκεπαστό Δάσος!;) Εκτός κι αν εννοείς κάτι άλλο που δεν το πιασα....! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Το ήξερα ότι κάτι μου είχε ξεφύγει... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Στο πρώτο μισό, περίπου, του κειμένου, κάνεις ένα λάθος που έκανες και παλιότερα: Γράφεις πιο πολλά από όσα χρειάζονται. Θέλεις να μας περιγράψεις τον κόσμο σου ακριβώς όπως τον έχεις στο κεφάλι σου, τα τοπία, τα ρούχα κτλ κτλ, αλλά, αν το παρακάνεις με αυτό, η αφήγηση μπορεί να γίνει κουραστική. Βρήκα τη βασική ιδέα της ιστορίας σου - με συγχωρείς - χιλιοφορεμένη. Ο νεαρός ηγέτης που φεύγει για μια δοκιμασία, για να ανακαλύψει τελικά ότι αυτό που χρειάζεται βρίσκεται μέσα του. Εξ' αιτίας αυτού, δεν ένιωσα ότι μου έδωσε κάτι. Επίσης, είναι και κάτι άλλο. Ο Γιάμρε δεν περνάει καμία δοκιμασία για να φτάσει στην αυτογνωσία. Δεν την κερδίζει. Απλώς εμφανίζεται το πνεύμα και του λέει την απάντηση. Θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει αυτός ποια είναι η απάντηση. Αν του τη σερβίρουν στο πιάτο, δεν έχει κάνει κάτι για να αξίζει ό,τι διεκδικεί. Και πάνω στο θέμα του Σκεπαστού Δάσους: Αφού επιλέγεις ένα τέτοιο παράδοξο όνομα για το δάσος, δώσε μας και μία εξήγηση γιατί το λένε έτσι. Μην το αφήνεις ξεκρέμαστο. Μπορείς και καλύτερα. Μην προσπαθείς τόσο πολύ να κάνεις το κείμενό σου ντε και καλά "όμορφο". Αυτό θα γίνει από μόνο του εκεί που πρέπει να γίνει, και τότε θα δουλέψει σωστά. Αλλιώς κινδυνεύει να γίνει κουραστικό, καθώς και να εμφανιστούν γλωσσικές αστοχίες, όπως αυτές που επισημαίνει ο dagoncult. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.