lizbeth_covenant Posted December 21, 2009 Share Posted December 21, 2009 Είδος: φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 3.341 Αυτοτελής; Ναι Η πέτρα των εραστών Οι δεξιώσεις της Σιέννα Λάιτγκαρ ήταν πάντοτε οι πιο πετυχημένες και όλη η καλή κοινωνία της πρωτεύουσας μαζευόταν στην έπαυλή της. Εκείνη η δεξίωση πίστευε πως θα ήταν άλλη μια διασκεδαστική βραδιά που θα περνούσε με τους καλεσμένους της. Μα σύντομα όλα θα άλλαζαν, γιατί η μοίρα θα την έφερνε επιτέλους κοντά σ’ αυτό που αναζητούσε εδώ και περίπου δύο αιώνες. Καθισμένη στο ανάκλιντρό της, έμοιαζε με βασίλισσα. Ντυμένη με ένα χρυσό, πλούσιο φόρεμα και με ακριβά κοσμήματα, τραβούσε τα βλέμματα όλων των αντρών. Κρατούσε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με κόκκινο κρασί που έμοιαζε να έχει την ίδια απόχρωση με τα μαλλιά της. Περιτριγυρισμένη από μερικούς θαυμαστές της, διασκέδαζε ακούγοντας τα αστεία και τις φιλοφρονήσεις τους και παρατηρούσε τους υπόλοιπους καλεσμένους να χορεύουν ευχάριστα στο ρυθμό της μουσικής. Είχε συνηθίσει πια τη ζωή της με τους ανθρώπους και το διασκέδαζε. Όλα ήταν ήρεμα και απλά μέχρι τη στιγμή που ένας απ’ τους πιστούς της υπηρέτες, ο Ντήγομ, την πλησίασε για να της ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Τα μάτια της έλαμψαν κι άνοιξαν διάπλατα όταν άκουσε τα λόγια του. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατότερα. «Το ήξερα πως θα ερχόταν αυτή η στιγμή μια μέρα»,σκέφτηκε. Σηκώθηκε αμέσως και με γοργά βήματα έφυγε από την αίθουσα χορού και τους καλεσμένους της. Εκείνο το βράδυ η Σιέννα Λάιτγκαρ θα γινόταν και πάλι η Ιένιρ, της φυλής των Λωρ και θα έπαιρνε στα χέρια αυτό που τόσα χρόνια επιθυμούσε. Πήγε με αποφασιστικότητα στην κάμαρά της μαζί με τον πιστό της υπηρέτη κι αφού τράβηξε έναν κρυμμένο μοχλό που βρισκόταν μέσα στο τζάκι, ένας τοίχος παραμέρισε. Πέρασαν και οι δύο απ’ το άνοιγμα και βρέθηκαν σε έναν στενό διάδρομο που στο τέλος του υπήρχε μια πέτρινη, κατηφορική σκάλα. Ο Ντήγομ πίσω απ’ την αρχόντισσα Ιένιρ, κρατούσε ένα φαναράκι για να φωτίζει το δρόμο τους. «Είσαι σίγουρος ότι είναι αυτός;», τον ρώτησε καθώς προχωρούσαν. «Οι άνθρωποί μας που τον ανακάλυψαν ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, κυρά μου», της απάντησε. «Ξέρει άραγε ότι βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη;», του είπε, λαχανιασμένη πλέον απ’ το γρήγορο βηματισμό. «Λυπάμαι μα δεν έχω πληροφορίες γι’ αυτό, κυρά μου». «Είδε κανείς να κρατάει τη λευκή πέτρα;», ρώτησε ξανά και η καρδιά της αναπήδησε μέσα στο στήθος της. Τα βήματα της έγιναν ακόμα πιο γοργά καθώς είχε γεμίσει με ανυπομονησία για ότι θα ακολουθούσε. «Δε γνωρίζω. Μα το πιθανότερο είναι να μην την αποχωρίζεται ποτέ» «Θέλω να την κρατήσω επιτέλους στα χέρια μου. Πάνε τόσα χρόνια που το ονειρεύομαι», είπε, απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό της παρά στον Ντήγομ. *** Εκατόν ενενήντα έξι χρόνια πριν Το δάσος του Έδεμβορ ήταν έρημο εκείνο το βράδυ. Μονάχα δύο Λωρ πάνω στα άλογά τους περνούσαν αθόρυβα απ’ τα σκοτεινά μονοπάτια του δάσους. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το δρόμο τους. Μα και οι δύο ήξεραν καλά τον προορισμό τους. Ήταν ένα ξέφωτο, γνωστό σε όλους τους Λωρ. Εκεί κάποτε οι πρόγονοί τους έκαναν θυσίες στους Μεγάλους Θεούς. Μα οι εποχές εκείνες πέρασαν και το μέρος ερήμωσε κρατώντας κρυμμένη τη μαγεία του παρελθόντος. Όταν έφτασαν εκεί, κατέβηκαν απ’ τα λευκά άλογά τους και πλησίασαν μεταξύ τους. Ο Εράμελοντ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά της Ιένιρ, χαϊδεύοντάς την απαλά. Έμοιαζε φοβισμένος όπως κι εκείνη. Μα μέσα τους υπήρχε ένας κρυφός ενθουσιασμός γι’ αυτό που πήγαιναν να κάνουν. «Είσαι σίγουρη πως θες να το κάνουμε αυτό;», είπε ο άντρας. «Ναι, το θέλω πραγματικά», απάντησε εκείνη κι έπειτα τον πλησίασε και τον φίλησε απαλά στο στόμα. «Μ’ αυτό τον τρόπο θα γίνουμε ένα, Εράμελοντ. Αυτό επιθυμώ». «Γλυκιά μου Ιένιρ», της είπε χαμογελώντας, «ξέρω πως χρόνια τώρα ήταν το όνειρό μας, μα δεν μπορώ να πάψω να ανησυχώ» «Αυτά που λένε γι’ αυτή την τελετή είναι μονάχα μύθοι, αγάπη μου, το ξέρεις», του είπε γεμάτη σιγουριά. «Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αν τα καταφέρουμε θα φτάσουμε στην ανώτερη πηγή δύναμης των Λωρ» «Θα νιώσουμε μαζί αυτή τη δύναμη», συμφώνησε ο άντρας και μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησαν τη μυστηριώδη τελετή τους. Στάθηκαν, γυμνοί, ο ένας απέναντι στον άλλο, σε απόσταση μερικών μέτρων. Ύψωσαν τα χέρια τους προς τους θεούς και με συγχρονισμένες φωνές άρχισαν να ψέλνουν αρχαίες προσευχές που δεν είχαν ειπωθεί από κανέναν Λωρ εδώ και πολλούς αιώνες. Τα κορμιά τους απόκτησαν μια απόκοσμη λάμψη που μεγάλωνε σταδιακά, όσο περνούσε η ώρα. Ακριβώς στο κέντρο της απόστασης που υπήρχε μεταξύ τους, μια τεράστια δύναμη αναπτύχθηκε. Ένας ανεμοστρόβιλος γεννήθηκε εκεί και έμοιαζε ικανός να σηκώσει τα κορμιά και των δυο τους στον αέρα. Μα οι δύο εραστές συνέχισαν ακόμα πιο δυνατά κι επίμονα να ψέλνουν τις αρχαίες προσευχές τους. Κι έπειτα όλα άλλαξαν κι ο άγριος άνεμος έμοιαζε να βγαίνει απ’ τα δύο ολοφώτεινα κορμιά τους και να συγκεντρώνεται στο κέντρο. Ώσπου όλη αυτή η δύναμη απορροφήθηκε απ’ αυτό το μικρό σημείο στη μέση και απόλυτη ηρεμία επικράτησε ξανά στο δάσος του Έδεμβορ. Όλα έμοιαζαν ίδια όπως και πριν, εκτός από ένα πράγμα. Η Ιένιρ άνοιξε τα μάτια της. Ήταν πεσμένη κάτω κι ένιωθε πολύ αδύναμη για να καταφέρει να σηκωθεί. Τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν και ως Λωρ δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο. Μα μέσα της ένιωθε διαφορετική, γεμάτη. Απέναντί της ο Εράμελοντ ήταν στην ίδια κατάσταση. Μα υπήρχε κάτι ανάμεσά τους που της τράβηξε περισσότερο την προσοχή. Ένας βράχος είχε αναδυθεί απ’ το έδαφος, φυλακισμένος μέσα σε ρίζες και αγκάθια. Πάνω του υπήρχε ένα φωτεινό αντικείμενο που δεν μπορούσε καλά να διακρίνει. Όταν βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί, φόρεσε βιαστικά τα ρούχα της και πλησίασε το βράχο. Ο Εράμελοντ έκανε ακριβώς το ίδιο. Ήταν μια μικρή, στρογγυλή πέτρα, πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες πέτρες αυτού του κόσμου. Ένα χλωμό φως την έλουζε κι επάνω της είχε χαραγμένα περίεργα σύμβολα που κανένας απ’ τους δύο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Δειλά χαμόγελα χαράχτηκαν στα πρόσωπα τους. «Είναι υπέροχο», θαύμασε η Ιένιρ. «Νιώθεις τη δύναμη, αγάπη μου;» «Ναι, είναι δική μου», ψιθύρισε γεμάτος ενθουσιασμό ο Εράμελοντ. «Δική μας», τον διόρθωσε αυστηρά η γυναίκα, ενοχλημένη. Τον κοίταξε και παρατήρησε πως τα μάτια του ήταν διαφορετικά. Η χλωμή λάμψη της πέτρας έμοιαζε να έχει εγκλωβιστεί στα κάποτε μαύρα του μάτια. «Δική μου», ψιθύρισε ο Εράμελοντ για άλλη μια φορά, χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια της αγαπημένης του κι έπειτα άπλωσε τα χέρια για να πιάσει την πέτρα. «Όχι», του φώναξε η Ιένιρ κι ευθύς με τις δυνάμεις της τον απώθησε και τον πέταξε μακριά. Το κορμί του έπεσε με φόρα επάνω σε ένα δέντρο μερικά μέτρα πιο πίσω. Η Ιένιρ κοιτούσε σοκαρισμένη τον Εράμελοντ σα να μη μπορούσε να πιστέψει αυτό που έκανε. «Λυπάμαι αγάπη μου, δεν ξέρω γιατί το έκανα», δικαιολογήθηκε. «Προσπάθησες να με σκοτώσεις», ούρλιαξε ο Εράμελοντ που έμοιαζε πια εκτός εαυτού. «Θέλεις να κλέψεις την πέτρα από μένα». Σηκώθηκε και εξαπέλυσε τη δική του δύναμη εναντίον της. «Μα τους Θεούς, τρελάθηκες», του φώναξε η Ιένιρ ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τις επιθέσεις του. «Εγώ είχα την ιδέα. Η πέτρα είναι δική μου!» «Σκύλα, δε θα την πάρεις», της είπε και συνέχισε να της επιτίθεται με όλη του τη δύναμη. Ήθελε να την εξοντώσει. «Παλιοπροδότη», του φώναξε η γυναίκα με δάκρυα στα μάτια, γεμάτη πια με μίσος γι’ αυτόν. Του επιτέθηκε κι εκείνη με όλη της τη δύναμη. Μα η Ιένιρ δε στάθηκε τόσο τυχερή όσο εκείνος. Ο Εράμελοντ κατάφερε να την πετύχει και να την πετάξει μακριά. Χτύπησε επάνω σε κάτι βράχια και μεγάλος πόνος κυρίευσε το κορμί της. Το ένιωσε να σκίζεται στα δύο. Μετά απ’ αυτό το χτύπημα και την τελετή που προηγήθηκε, δεν ήταν εύκολο γι’ αυτή να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Ένιωθε ανήμπορη σαν απλή θνητή. Ο προσοχή του Εράμελοντ στράφηκε και πάλι προς τη λευκή πέτρα που γεννήθηκε από τον ίδιο και την Ιένιρ. Ήταν γοητευμένος απ’ αυτό το περίεργο αντικείμενο, ήθελε να το κρατήσει στα χέρια του. Πλησίασε τον βράχο κι έπειτα τύλιξε την πέτρα στις χούφτες του. Ήταν ζεστή, τον έκανε να τη θέλει περισσότερο κοντά του. Τη σήκωσε απ’ τη θέση της και την έβαλε μέσα σε μια εσωτερική τσέπη που υπήρχε στην κάπα του, κοντά στο κορμί του. Κι ύστερα δεν έμεινε τίποτα γι’ αυτόν σ’ αυτό το ξέφωτο. Καβάλησε το άλογο του και κάλπασε μακριά. *** Η Ιένιρ μαζί με τον πιστό της φίλο, έφτασαν στο τέλος αυτής την κατηφορικής σκάλας. Οδηγούσε σε μια παλιά ξύλινη πόρτα την οποία άνοιξαν βιαστικά και πέρασαν μέσα. Μια κυκλική αίθουσα τους περίμενε από πίσω και στη μέση ένα ξύλινο τραπέζι, περιτριγυρισμένο από άλλους Λωρ σαν και την ίδια. «Αγαπημένοι μου σύντροφοι», είπε με δυνατή φωνή η γυναίκα, «σταθήκατε στο πλευρό μου σχεδόν δύο αιώνες. Μα ο καιρός της σιωπηλής αναμονής τελείωσε». «Το μάθαμε, αρχόντισσα Ιένιρ», απάντησε ένας απ’ αυτούς. «Μα ποιοι είναι οι σκοποί σου από δω και πέρα;». Μεγάλο ενδιαφέρον υπήρχε από ολόκληρη την κοινωνία των Λωρ γι’ αυτή την πέτρα. «Δώστε σε μένα την ευχή σας και την κατάρα σας στον προδότη», είπε γεμάτη μίσος για τον Εράμελοντ. «Τα υπόλοιπα είναι δική μου ευθύνη» Άφησε πίσω της την κυκλική αίθουσα και μέσα από άλλα υπόγεια περάσματα, κατάφερε να βγει και πάλι στην επιφάνεια. Στην έξοδο ένα άλογο την περίμενε. Ο Ντήγομ της φόρεσε μια μάλλινη, μαύρη μπέρτα για να τη ζεσταίνει απ’ το κρύο. Ήταν χειμώνας κι εκείνο το βράδυ το χιόνι έπεφτε πυκνό. Κι όμως η Ιένιρ ένιωθε ελάχιστα το τσουχτερό κρύο. Κάλπασε με το άλογό της στους παγωμένους δρόμους της πόλης κι όταν έφτασε στη γωνία ενός στενού συνάντησε έναν απ’ τους κατασκόπους της. Θα τη συνόδευε με το άλογό του μέχρι τον επόμενο υπηρέτη της που θα συναντούσαν. Είχε απλώσει τους κατασκόπους της σε όλη την πόλη και στις γύρω περιοχές, μα είχε επίσης διασυνδέσεις και σε μακρινές πολιτείες. Ήταν πολύ οργανωμένη, μόνο έτσι είχε την ελπίδα να βρει τον άντρα που κρατούσε τη δική της λευκή πέτρα. Και τελικά τα κατάφερε. Γεμάτη ανυπομονησία και λαχτάρα κάλπαζε γρήγορα πάνω στο άλογό της με μοναδική της σκέψη πως θα κρατήσει επιτέλους αυτή τη μοναδική πέτρα στα χέρια της. Μετά από περίπου μία ώρα η Ιένιρ και οι υπηρέτες της βγήκαν έξω από την πόλη. Πέρασαν τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα που βρισκόταν πάνω απ’ τον ποταμό των Νόρτεμ και κατευθύνθηκαν προς τον εγκαταλελειμένο ναό των Μεγάλων Θεών. Οι πληροφορίες των κατασκόπων της έλεγαν ότι ο Εράμελοντ βρήκε καταφύγιο σε κείνο το μέρος για να περάσει πιθανόν τη νύχτα. Ο ναός καταστράφηκε πριν κάμποσα χρόνια όταν η πρωτεύουσα ταρακουνήθηκε από έναν μεγάλο σεισμό. Όταν πλησίασε αρκετά η Ιένιρ έδωσε εντολή στους ανθρώπους της να αποχωρίσουν. Δεν τους χρειαζόταν πια, από δω και πέρα μπορούσε να τα καταφέρει μόνη της. Η περιοχή φαινόταν έρημη και στο μισογκρεμισμένο ναό επικρατούσε σκοτάδι και σιωπή. Μονάχα ο ήχος απ’ τις οπλές του αλόγου της ακουγόταν μέσα στο προαύλιο του ναού. Όταν η Ιένιρ έφτασε κοντά στην είσοδο, κατέβηκε απ’ το άλογό της και μπήκε μέσα μόνη. Είχε την ικανότητα να βλέπει καλά μέσα στο σκοτάδι. Παρόλα αυτά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Τον ένιωθε όμως, ένιωθε την παρουσία του κοντά της. «Δεν μπορείς να κρυφτείς από μένα, Εράμελοντ», του φώναξε. «Όχι άλλο». Πέταξε κάτω τη μαύρη της μπέρτα κι έμεινε με το χρυσό της φόρεμα. Δεν ήταν ότι καλύτερο για μια τέτοια κατάσταση μα δεν βρήκε χρόνο να αλλάξει. «Ο χρόνος που πέρασες μαζί της έφτασε στο τέλος του. Ήρθε η ώρα να σε στείλω κοντά στους θεούς, μαζί με τους προγόνους μας». Η γυναίκα είχε διασχίσει μια μεγάλη απόσταση μέσα στο ναό, ανάμεσα από χαλάσματα και αντικείμενα που έμειναν εκεί ξεχασμένα να σαπίζουν στο πέρασμα του χρόνου. Μα δε βρήκε κανένα ίχνος του άντρα. Ώσπου αντιλήφθηκε μια λάμψη να την τυλίγει από πίσω και γρήγορα γύρισε για να δει τι συμβαίνει. Ήταν ο Εράμελοντ, εκείνος που κάποτε αγαπούσε. Είχε να αντικρίσει το πρόσωπό του κοντά δύο αιώνες. Μα αυτό που τράβηξε την προσοχή της ήταν η λευκή πέτρα που είχε στην κατοχή του. Αιωρούταν πάνω απ’ την ανοιχτή παλάμη του άντρα κι ήταν γεμάτη ομορφιά και δύναμη όπως τότε που πρωτογεννήθηκε. Την ήθελε δική της. «Δεν άλλαξες καθόλου, Ιένιρ», της είπε ήρεμα ο Εράμελοντ. «Είσαι τόσο όμορφη όπως και τότε». Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. «Όχι αρκετά όμορφη για να μη με προδώσεις», του είπε και πλησίασε κι εκείνη. «Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσω μαζί σου. Ήρθα για να μου δώσεις αυτό που μου ανήκει» «Η λευκή πέτρα δε σου ανήκει», της απάντησε αμέσως ο Εράμελοντ. Τα λόγια του την εξόργισαν περισσότερο. «Μου την έκλεψες! Είναι δική μου», ούρλιαξε η γυναίκα και του επιτέθηκε με τις Λωριανές δυνάμεις της. Μα παρότι εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να αμυνθεί, οι δυνάμεις της δεν του έκαναν κανένα κακό. Δεν τον μετακίνησαν ούτε ένα εκατοστό απ’ την αρχική του θέση. «Η πέτρα με προστατεύει», της εξήγησε ο Εράμελοντ με ένα χαμόγελο. «Η πέτρα μου δίνει τη δύναμη να κάνω τα πάντα». Τρόμος και πανικός κατέλαβε την Ιένιρ μα προσπάθησε να μην το δείξει. «Εγώ όμως δεν ήρθα εδώ για να σου κάνω κακό, αγάπη μου. Ήρθα για να σε δω», συνέχισε ο άντρας. «Παλιοπροδότη, πως τολμάς;», του πέταξε μέσα απ’ τα δόντια εκείνη μα δεν τόλμησε να κάνει κάποια επίθεση ξανά. Ο Εράμελοντ ύψωσε το χέρι του και μαζί του υψώθηκε και η λευκή πέτρα. Τα πόδια της Ιένιρ έπαψαν να πατάνε στο έδαφος. Όλο το κορμί της βρέθηκε στον αέρα και παρά τις προσπάθειές της να το σταματήσει, δεν τα κατάφερε. Με δυσκολία μπορούσε να κουνηθεί εκεί πάνω. «Θα μείνεις εκεί ήσυχη μέχρι να σου εξηγήσω», της είπε ο Εράμελοντ. «Αφού μου το ζητάς τόσο ευγενικά…», του απάντησε ειρωνικά εκείνη και τον έκανε να χαμογελάσει. Της είχε λείψει το χαμόγελό του. «Είμαι δέσμιος αυτής της πέτρας, Ιένιρ. Με μάγεψε απ’ την πρώτη στιγμή», άρχισε να λέει ο άντρας. «Είναι παντοδύναμη, μου έδωσε τη δύναμη που κάθε Λωρ ονειρεύεται. Μα μου πήρε όλα τα άλλα. Με κράτησε μακριά από σένα» «Όταν με παράτησες χτυπημένη μέσα στο δάσος, δεν το σκέφτηκες αυτό» «Με τα χρόνια το μυαλό μου καθάρισε. Η επήρεια της μαγείας της μειώθηκε μα ακόμα παραμένω φυλακισμένος μαζί της. Δεν έχεις ιδέα πόσο βασανίζομαι κάθε λεπτό που περνάω κοντά της». Πόνος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του. «Αυτή η πέτρα είναι κατάρα!» «Τότε δώσε τη σε μένα», είπε η Ιένιρ γεμάτη ελπίδα ξανά. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι δύσκολο να την αποχωριστώ και δε θέλω να σε φορτώσω μ’ αυτό το βάρος» «Θέλω αυτό το βάρος!», του φώναξε προσπαθώντας να τον πείσει. «Δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ζητάς. Εγώ ξέρω», της είπε γεμάτος θλίψη. Είχε περάσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια παρέα με τη σπάνια πέτρα. «Ήρθα για να σε βρω. Ήρθα για να σε πάρω και να πάμε στο δάσος του Έδεμβορ και να την καταστρέψουμε με τον ίδιο τρόπο που τη δημιουργήσαμε» «Πως;», ρώτησε γεμάτη έκπληξη η Ιένιρ. Δεν περίμενε ν’ ακούσει κάτι τέτοιο. «Σ’ αγαπάω Ιένιρ», της φώναξε. «Αυτή η πέτρα μ’ έκανε να το ξεχάσω μα μετά από τόσα χρόνια μαζί της κατάλαβα πως εσύ είσαι πιο σημαντική για μένα» Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής. Η Ιένιρ δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει, μονάχα σκεφτόταν. Πολύ καιρό είχε ν’ ακούσει όμορφα λόγια απ’ τον άντρα που αγαπούσε. Ήταν ευτυχισμένοι μαζί κάποτε, το θυμόταν. Τον κοίταξε στα μάτια από ψηλά. Εκείνος έκανε μια προσπάθεια να της χαμογελάσει. «Πόνεσα τόσο όταν με άφησες», του είπε πιο ήρεμα αυτή τη φορά. «Όλα αυτά τα χρόνια είχα ένα μεγάλο κενό στην καρδιά, χωρίς εσένα» «Συγχώρεσε με, αγάπη μου», της απάντησε εκείνος. «Η δική μου μοίρα δεν ήταν λιγότερο σκληρή, πρέπει να με πιστέψεις» «Θέλω να νιώσω τα χείλη σου στα δικά μου ξανά», του είπε ενώ δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Ανέλπιστα, το μίσος μετατράπηκε σε αγάπη. Τα πόδια της πάτησαν και πάλι στο δάπεδο. Ο Εράμελοντ έκρυψε την πέτρα στην κάπα του και πλησίασε την Ιένιρ. Εκείνη έκανε το ίδιο. Γρήγορα έπεσε στην αγκαλιά του. Τα δυνατά του χέρια τυλίχτηκαν στοργικά γύρω της. «Πέρασαν τόσα χρόνια, τόσα πολλά χρόνια που ήμασταν χωριστά» «Αυτή η εποχή έφτασε στο τέλος της πια», τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Πρώτα όμως πρέπει να πάμε σ’ εκείνο το ξέφωτο και να καταστρέψουμε τη λευκή πέτρα» «Ναι, αυτή η δύναμή της με τρομάζει», ψιθύρισε στο αυτί του. «Μη φοβάσαι, όσο δεν την αγγίζεις δεν μπορεί να σου κάνει κανένα κακό», της απάντησε ο Εράμελοντ. Τράβηξε μπροστά το πρόσωπό της για να τη φιλήσει. Τύλιξε με τις ζεστές του παλάμες τα μάγουλά της μα πριν την πλησιάσει αρκετά για να ενώσει τα χείλη της με τα δικά του, πρόσεξε τα μάτια της. Ήταν λευκά, όπως η χλωμάδα που αναδυόταν απ’ την πέτρα. «Μα πως;», αναρωτήθηκε τρομαγμένος ο Εράμελοντ όταν το αντιλήφθηκε. Η γυναίκα απομακρύνθηκε από κοντά του και στο χέρι της κρατούσε τη λευκή πέτρα που έλαμπε έντονα. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη ευχαρίστηση και μεγάλη ικανοποίηση. «Επιτέλους, νιώθω ολοκληρωμένη», είπε κοιτώντας την πέτρα αχόρταγα. «Άφησε την, Ιένιρ», φώναξε ο Εράμελοντ κι έκανε να την πλησιάσει μα η γυναίκα με τις δυνάμεις την τον πέταξε πέρα. Δεν ήταν πλέον ικανός να προστατευτεί. «Πως πίστεψες, ανόητε, πως θα άφηνα να καταστραφεί ότι πιο ιερό κι αγαπημένο έχω βρει ποτέ μου;», του φώναξε. «Η πέτρα είναι δική μου κι εγώ εξουσιάζω τη δύναμή της πια. Μπορώ να κάνω τα πάντα!», είπε φιλόδοξα χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την πέτρα. Την ένιωθε ζωντανή μέσα στο χέρι της. «Πως μπορεί να είσαι τόσο εξαρτημένη; Δεν την άγγιξες ποτέ!», αναρωτήθηκε γεμάτος απελπισία ο Εράμελοντ. Για πρώτη φορά ένιωθε αδύναμος. «Είναι κομμάτι από μένα», είπε χαμηλόφωνα η γυναίκα. «Δώσ’ τη μου πριν σε δηλητηριάσει και σένα», της είπε και πήγε αποφασιστικά προς το μέρος της. Η πέτρα αιωρήθηκε μερικά εκατοστά πάνω απ’ την ανοιχτή παλάμη της Ιένιρ. Κι εκείνη γεμάτη χαρά και αγαλλίαση απολάμβανε τη δύναμη που επιτέλους βρισκόταν υπό την κατοχή της. «Σκότωσέ τον», ψιθύρισε στην πέτρα. «Σκότωσε αυτό τον προδότη!». Η φωνή της ήταν σταθερή, δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα αγάπης ή λύπης. Η λάμψη της πέτρας απόκτησε μια βαθιά μπλε απόχρωση και τα άγνωστα σύμβολα που ήταν χαραγμένα επάνω της φωτίστηκαν περισσότερο. Άγνωστες δυνάμεις ελευθερώθηκαν από μέσα της. Ξαφνικά ο Εράμελοντ δεν ήταν ικανός να κάνει ούτε ένα βήμα παραπάνω. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν, έπεσε στα γόνατα. Ένιωθε να πνίγεται, δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει. Ούρλιαξε από τον πόνο που κατέλαβε όλο του το κορμί και τον παρέλυσε. Σκιζόταν σε χιλιάδες μικρά κομμάτια. «Είθε να βρεις τους προγόνους μας μαζί με τους θεούς», του είπε η Ιένιρ χωρίς όμως κανένα ίχνος καλοσύνης. Κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Εράμελοντ σ’ αυτό τον κόσμο. Έπειτα τον τύλιξε το σκοτάδι και η αιώνια σιωπή. Μα η πέτρα δεν ησύχασε ακόμα και μετά τον θάνατο του Εράμελοντ. Έντονες λάμψεις συνέχισαν να βγαίνουν από μέσα της και δυνατός ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε γύρω της. Τόσο δυνατός που η Ιένιρ δεν μπόρεσε να κρατηθεί κοντά στην πέτρα. Ο άνεμος την έσπρωξε μακριά και την έριξε κάτω. Κρύφτηκε βιαστικά πίσω από μερικά χαλάσματα και κοιτούσε αποσβολωμένη το θέαμα. Μέσα στη μανία της να αποκτήσει τη μεγάλη δύναμη της πέτρας και να πάρει την εκδίκησή της απ’ τον Εράμελοντ, ξέχασε πως κι εκείνος συμμετείχε στη γέννηση της πέτρας. Ήταν και δικό του κομμάτι, όχι μόνο δικό της, όσο κι αν αυτό ισχυριζόταν εκείνη. Ο θάνατος του Εράμελοντ έφερε και την καταστροφή της λευκής πέτρας. Μεγάλες δυνάμεις αναπτύχθηκαν, τέτοιες που ο κόσμος των ανθρώπων δεν είχε ξαναδεί. Η Ιένιρ από τις δυνάμεις που ελευθερώθηκαν απ’ το εσωτερικό της πέτρας έχασε την όρασή της. Δεν μπορούσε να δει τίποτα παρά μόνο σκοτάδι. Τρομοκρατημένη γραπώθηκε απ’ τα χαλάσματα γύρω της, ουρλιάζοντας με όλη της δύναμη. Κι έπειτα, τυφλή πια, ένιωσε το δάπεδο να τραντάζεται και τον κόσμο να γυρίζει. Η λευκή πέτρα καταστρεφόταν και τράνταζε ολόκληρο το κτίριο. Τα ήδη ετοιμόρροπα τείχη του ναού δεν άντεξαν άλλο. Το ταβάνι κατέρρευσε κι ακολούθησαν οι τοίχοι. Το κορμί της Ιένιρ θάφτηκε κάτω απ’ τα χαλάσματα. Δεν ήταν ακόμα νεκρή, ένας Λωρ δεν ήταν τόσο εύκολο κι απλό να πεθάνει. Μα ήταν αδύναμη και χρειαζόταν πολύ χρόνο για να καταφέρει να βγει απ’ την πέτρινη, παγωμένη φυλακή της. Μέσα της ήξερε πως, μετά την καταστροφή της πέτρας και το θάνατο του αγαπημένου της Εράμελοντ, δεν υπήρχε τίποτα πια γι’ αυτήν σ’ αυτό τον κόσμο. Κι έτσι, έμεινε εκεί, μόνη και ηττημένη, να στοιχειώνει τα χαλάσματα του κατεστραμμένου ναού για πάντα. η πέτρα των εραστών.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Δεν έχω καταλάβει αν οι Λωρ είναι ξωτικοέτσι ή βρυκολακοέτσι, μου έλειψε ένα μέρος της ιστορίας της σε μια ίσως μικρή περιγραφή (οκ, ρε παιδί μου 196 χρόνια είναι αυτά... τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια?) και κάπου μου φάνηκε λίγη η εξήγηση του τι κάνει αυτή η πέτρα αρχικά. Πέρασε όλο το κείμενο δηλαδή για να καταλάβω τα καλά της στοιχεία παρόλο που ήξερα ήδη την κατάρα της. Τώρα, ασχέτως με τα παραπάνω, αν έχεις διαβάσει έστω και δύο ιστορίες μου θα έχεις καταλάβει πως αυτό το "βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια μου" θέμα είναι και το αγαπημένο μου (οκ, καμιά φορά και κυριολεκτικά ) επομένως πόσο αυστηρή νομίζεις παίζει να είμαι μαζί σου, όταν γράφεις ένα τέτοιο θέμα κι έχεις μέσα του τόσο δυνατές εικόνες που τις έβλεπα ξεκάθαρα μπροστά μου διαβάζοντας και μια φυλή, που μπορεί να μην το έχω ακριβώς το είναι, αλλά δεν έχει καμιά σημασία γιατί από όσο διάβασα θέλω να μάθω; Καθόλου. Καταλαβαίνω τους ήρωες, με έχεις πείσει για τα κίνητρά τους και την απόλαυσα. Και ναι, σε περίπτωση που δεν ήταν ξεκάθαρο, μου άρεσε αυτή η ιστορία... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Είχε περάσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια παρέα με τη σπάνια πέτρα. Θα ήθελα να δω κάτι από όλα αυτά που είχε περάσει ο δέσμιος της πέτρας. Ναι, αυτή η δύναμή της με τρομάζει», ψιθύρισε στο αυτί του. Όταν διάβασα αυτή τη φράση, το κατάπια καλά το αγκίστρι σου! Μπράβο! Σκέφτηκα 'μα τι, πώς, πότε άλλαξε έτσι, τόσο απότομα;' και αμέσως μετά ενθουσιάστηκα από την εξέλιξη. Πολύ καλό σημείο. Καλή ιστορία, που όμως δεν κατάφερα να τη χαρώ, δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Λυπάμαι που δεν είναι εποικοδομιτικός ο σχολιασμός μου (επίσης, μάλλον λυπάμαι για την ορθογραφία μου ), αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω κάτι συγκεκριμμένο. Απλά δεν βρήκα αρκετά ζωντανό το κείμενό σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Λίζμπεθ, η ιστορία σου δεν είναι κακή. Θα σου το πω όμως έτσι... Συνήθως όταν διαβάζω κάτι τέτοιο: "Εκείνη η δεξίωση πίστευε πως θα ήταν άλλη μια διασκεδαστική βραδιά που θα περνούσε με τους καλεσμένους της. Μα σύντομα όλα θα άλλαζαν, γιατί η μοίρα θα την έφερνε επιτέλους κοντά σ’ αυτό που αναζητούσε εδώ και περίπου δύο αιώνες." πιστεύω πως αυτό είναι το ύφος μιας σύντομης εισαγωγής πριν ξεκινήσει η κανονική αφήγηση. Μόνο που εδώ έτσι πάει όλη η αφήγηση, και βρίσκει τον ρυθμό της μόνο όταν υπάρχουν διάλογοι. Το υπόλοιπο πάει στο "τρέχα" δίνοντας του μια αίσθηση "τα αφηγούμαι στο πόδι." Η ιστορία όμως είναι καλή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
helena Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Ηταν μια καλη ιστορια κατα τη γνωμη μου. γραφεις καιρο φανταστικη λογοτεχνια; σιγουρα θα εχεις διαβασει αρκετη παντως. μονο που καποτε μπερδευομαι αναμεσα στην αφηγηση και τους διαλογους. λιγο τους χρονους προσεχε. Πολυ καλη συλληψη παντως, η κεντρικη ιδεα ωραια, κι αλλο σε επαιρνε να την αναπτυξεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Όμορφη και καλογραμμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η γραφή είναι στεγνή μα δυνατή και εξυπηρετεί άψογα τις ανάγκες της πλοκής (αν και θα μπορούσε να ήταν μια ιδέα πιο φορτισμένη σε κάποια σημεία). Η πλοκή στηρίζεται σε μια κλασσική ιδέα (η δύναμη διαφθείρει) αλλά δίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να μην φαίνεται άλλο ένα αναμάσημα της: η ιδέα του ζευγαριού που τη δημιουργεί και το τέλος της δίνει μια φρεσκάδα. Στα αρνητικά, πρόσεξα καναδυο προτάσεις που μου χτύπησαν άσχημα, τις: «Παλιοπροδότη, πως τολμάς;», του πέταξε μέσα απ’ τα δόντια εκείνη για τον αγγλισμό στο “πέταξε” (μπορούσε να γίνει 'σύριξε' ή 'γρύλισε μέσα από τα δόντια') και να στοιχειώνει τα χαλάσματα του κατεστραμμένου ναού για πάντα. που διαφωνώ με το ΄για πάντα΄, όχι επειδή είναι πλεονασμός (κάθε άλλο) αλλά επειδή παραείναι απόλυτος χαρακτηρισμός. Συνολικά πάντως πολύ καλή δουλειά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Ωραία ιστορία, αρκετά γυναικεία. Μου άρεσε ο τρόπος που διάλεξες να την αφηγηθείς, οι διάλογοι αλλά και το τέλος. Ωστόσο δεν κατάλαβα πού βάσιζε η πρωταγωνίστρια τις ελπίδες της να κερδίσει πίσω την πέτρα ενώ μου φάνηκε λίγο περιληπτικά διατυπωμένη η τελετή. Συνολικά μου άρεσε!<B style="mso-bidi-font-weight: normal"><BR style="mso-special-character: line-break"><BR style="mso-special-character: line-break"></B> Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Αν και η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα (δηλ. το αντικείμενο που δίνει δύναμη αλλά εξουσιάζει ταυτόχρονα), και η γραφή καλή, νομίζω ότι δεν επέλεξες τον καλύτερο τρόπο να την αφηγηθείς. Αν παρουσίαζες τη ζωή του Εράμελοντ, μετά την προδοσία και την σχέση του με την Ιένιρ, πριν την προδοσία, νομίζω ότι η τελική κορύφωση θα ήταν πολύ πιο καλή. Αν δηλ. βλέπαμε πώς η πέτρα χειρίζεται τον ήρωα και τον αγώνα που κάνει για να ξεφύγει, θα καταλαβαίναμε πολύ καλύτερα την επιλογή της Ιενίρ και την οδύνη του Εράμελοντ, γι’ αυτό που συμβαίνει. Τώρα, το αποτέλεσμα είναι κάπως άχρωμο, παρά αυτά που διακυβεύονται. η πέτρα των εραστών,sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Όμορφη ιστορία και με πολυ ωραίες εικόνες . Ειδικά η σκηνη της δεξίωσεις ήταν απίστευτη ,,, Δεν μπορώ να πω πως δεν την βρήκα ζωντανη ,,,Απεναντιας . Απλά ίσως το ύφος ήταν λίγο πιο φλατ στις σκηνές που χρειάζονταν περρισότερο ένταση Υ.Γ. Ωραιο όνομα το Λωρ ! Να τους εμφανισεις και σε άλλες ιστορίες σου ( αν δεν το έχεις ήδη κάνει φυσικά ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 (edited) Μου άρεσε πολύ το κομμάτι της ιστορίας που περιγράφει τη δημιουργία της πέτρας. Μάλιστα, με ενθουσίασε τόσο που μπορώ να πω ότι το βρήκα λίγο και θα ήθελα να είχε περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο της δημιουργίας της. Πήγα να την πατήσω κι εγώ εκεί που φάνηκε να πείθεται τόσο εύκολα η Ιένιρ από τον Εράμελοντ και να συγχυστώ ότι μια τόσο συγκλονιστική στιγμή θα ήθελε περισσότερη κουβέντα, αλλά ευτυχώς είχες άλλα υπόψη σου για το τέλος. Θα πρόσθετε πολλά στην ιστορία αν σ' εκείνο το σημείο βλέπαμε και κάποια παραπάνω συναισθήματα από την Ιένιρ. Όχι μόνο λόγια δηλαδή, αλλά και κινήσεις ή ψυχοσωματικές αντιδράσεις, τέτοιες που να μας ξεγελάσουν ότι υποχωρεί ίσως στον Εράμελοντ. Ένα σημείο που, ενώ προσδίδει αρχικά ατμόσφαιρα, μένει στο τέλος ανεκμετάλλευτο είναι η σκηνή που συναντάει τους άλλους Λωρ. Η Ιένιρ φτάνει σε ένα υπόγειο και συναντάει άτομα του δικού της είδους, τα οποία της προσφέρουν κατά κάποιο τρόπο την υποστήριξή τους και μετά φεύγει χωρίς να τους αποκαλύψει τίποτα για τα σχέδιά της και η επίσκεψή της εκεί δε δείχνει να παίζει κανέναν ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Αν της έδιναν κάτι, εννοώ κάτι άλλο από την ευχή τους, ή έστω αν γινόταν κάποιο τελετουργικό που να της πρόσφερε δύναμη ή έστω κάτι πιο μυστηριακό σ' αυτή τη συνάντηση, θα ήταν στα θετικά στοιχεία της ιστορίας. Τώρα είναι κάπως ξέμπαρκο. Τα ονόματα μού αρέσουν. Ιδιαίτερα το Εράμελοντ μού φαίνεται και πολύ πρωτότυπο. Συνήθως υπάρχει μια τάση για δισύλλαβα ή τρισύλλαβα στην πλειψηφία των ιστοριών μας κι εδώ βλέπω ότι το τετρασύλλαβο λειτουργεί μια χαρά. Θα έλεγε κανείς ότι προσδίδει κι ένα μυστήριο στον κάτοχό του. Edited December 25, 2009 by Tiessa Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 27, 2009 Share Posted December 27, 2009 Ωραία ιστορία. Ίσως ο λόγος να έχει κάτι στην αρχή, ίσως κι όχι. Όπως και να 'ναι, στην πορεία δεν υπήρξε κανένα απολύτως πρόβλημα. Η ιδέα είναι απλή, αλλά δυνατή, κι έτσι η μοναδική μου ένσταση βρίσκεται στο τέλος. Να σου πω πρώτα ότι μου άρεσε γιατί ήταν απαισιόδοξο και η ιδέα ήταν μια χαρά. Όμως σκέφτομαι πως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες οι σύντροφοι της Ιένιρ να την βρουν (ξέρουν που είναι άλλωστε) κι έτσι γίνεται κάπως δύσκολο το να μείνει εκεί για πάντα (κατά συνέπεια και το στοίχειωμα). Δεν είναι πάρα πολύ σημαντικό, αλλά πιθανώς να παίζει κάποιον ρόλο στην αληθοφάνειά. Ψιλά: 1)«Εκείνη η δεξίωση πίστευε πως θα ήταν άλλη μια…» Και το ‘πίστευε πως εκείνη η δεξίωση…’ είναι καλό. 2)Σχετικά με την τελετή στο δάσος. Δε φαίνεται να είναι κάτι το δύσκολο, εννοώ σε σχέση με τη σημασία της. Αν είναι να φτάνουν στην ανώτερη πηγή δύναμης των Λωρ, πώς και δεν το έχει προσπαθήσει κανείς ως τώρα (να πει τις προσευχές); 3)Για τον ανεμοστρόβιλο που σηκώνεται ανάμεσά τους. Νομίζω ότι θέλεις κάτι αρκετά πιο μεγάλο για να σηκώσει στον αέρα δυο κορμιά. Ένας τοπικός ανεμοστρόβιλος δεν δείχνει ικανός για κάτι τέτοιο. Μάλλον το ψειρίζω τώρα. 4)«Η γυναίκα απομακρύνθηκε από κοντά του και στο χέρι της κρατούσε…» Μπράβο, σ’ αυτό το σημείο η ιστορία (και η ψυχολογία των ηρώων) είχε καταφέρει να με απορροφήσει και σκεφτόμουν ότι ήθελα να γίνει αυτό που έγινε. Δικαίωση ρε γμτ (ε… φυσικά, θα ήταν και κομματάκι περίεργο αν δεν γινόταν αυτό) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Ιστορία που ξεκινάει καλά, υπόσχεται πολλά αλλά τελικά δεν εκπληρώνει τις υποσχέσεις της. Θέλει δουλειά για να αναδειχθεί στο ύψος που της αξίζει. Τι μου άρεσε: Η στρωτή απλή γλώσσα. Χωρίς φαμφάρες διεκπεραιώνει άψογα το σκοπό της. Η ιδέα της δημιουργίας ενός αντικειμένου από την αγάπη δυο εραστών. Τι δε μου άρεσε: Η ιστορία ξεκινάει λίγο κλισέ, καλυτερεύει στο φλασμπακ και μετά πέφτει συνεχώς μέχρι το εντυπωσιακό μεν αλλά αστήριχτο τέλος. Καταρχήν δεν εξηγείς σχεδόν πουθενά τι σόι πράγμα είναι αυτή η πέτρα, σε τι χρησιμεύει και ποια είναι η δύναμή της. Κάνεις μια ασαφή νύξη σχετικά με «μύθους» στην αρχή αλλά μετά το αφήνεις να αιωρείται. Ποιος λόγος για να κρύβεται η Ιένιρ από τους άλλους; Ποιος ο λόγος να ξεκινήσεις την ιστορία από τη δεξίωση; Μου δίνεις την εντύπωση ότι οι Λωρ είναι κυνηγημένοι στην κοινωνία που ζει η Ιένιρ. Γιατί; Τι είναι οι Λωρ; Πηγαίνοντας για το ναό λες ότι ίππευε μία ώρα για να βγει από την πόλη. Τι μέγεθος είχε αυτή η πόλη πια; Και στο τέλος, η συμπεριφορά της Ιένιρ είναι εντελώς αψυχολόγητη. Ενώ ο Εράμελοντ έχει μια συνοχή στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του, η ίδια η Ιένιρ φέρεται αλλοπρόσαλλα, ακόμη και για το απατηλό πλάσμα που αποδεικνύεται στο τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Αγαπητή Λίνα, η ιστορία σας μ' άρεσε! Βρήκα στρωτή την εξέλιξη, καλογραμμένη και χωρίς κενά. Όσα χρειάζομαι να ξέρω για να παρακολουθήσω την ιστορία μου τα δίνεις. Μ'άρεσε το τέλος, αν και φοβήθηκα στιγμιαία μήπως όντως είχε μεταπεισθεί η ηρωίδα, κάτι που προφανώς θα ταν παράλογο! Ευτυχώς το 'φερες αλλιώς! Το μόνο μείον που παρατηρώ είναι ότι δε χρειαζόταν και τόσο η αναλυτική αναφορά στη δεξίωση και σίγουρα η συνάντηση με τους άλλους Λωρ εφόσον δεν εξυπηρετεί σε κάτι την ιστορία. Κατά τ' άλλα μια χαρά! Όπως κάνεις πάντα, με άφησες ικανοποιημένο απ' την ιστορία! Καλή επιτυχία και καλές γιορτές! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Έχεις το εύρημα της πέτρας, πάνω στο οποίο βασίζεται η ιστορία, και τελικά δε μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα για αυτήν. Προσπαθείς να δώσεις κάποια εξήγηση ("θα φτάσουμε στην ανώτερη πηγή δύναμης των Λωρ"), αλλά αυτό δε λέει και πολλά στον αναγνώστη. Γιατί αυτό το αντικείμενο είναι τόσο σημαντικό που αποφασίζουν να αγνοήσουν τους κινδύνους που ξέρουν ότι διαθέτουν; Τι ρόλο παίζουν τελικά οι σύντροφοί της Ιένιρ; Ο λόγος νομίζω ότι παραείναι επίπεδος σε κάποια σημεία. Το τέλος είναι αυτό που μου άρεσε περισσότερο από όλα στην ιστορία και την κλείνει με εντυπωσιακό τρόπο. Αλλά δεν το έχεις υποστηρίξει αρκετά ώστε να φτάσεις μέχρι εκεί. Πρέπει να προσέξεις ώστε, όλα τα στοιχεία που εμφανίζονται στην ιστορία, να έχουν το σκοπό τους, και αυτός να γίνεται φανερός, αντί να μένουν ξεκρέμαστα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Πρώτον η ιδέα της πέτρας ήταν καλή, αρχετυπική, άλλα δεν την βρήκα αρκούντως φρέσκια μου θύμισε πολλά πράγμα όπως Τόλκιν κτλ. Το μοτίβο της είναι απλά μια πηγή δύναμης. Δίνεις πολύ λίγα στοιχεία για την πέτρα και αυτό είναι σημαντικό μείον κατά την γνώμη μου γιατί όλο το διήγημα κινείται γύρω απ' αυτήν την πέτρα. (τι ήταν αυτή η πέτρα γιατί τόσο πολύ την ήθελαν και μάγευε; κτλ). Θα ήθελα να ξέρω περρισσότερα . Επίσης μερικά σημεία είναι άκομψα για αυτό το στυλ διηγήματος για παράδειγμα ένα που μου έκανε πολύ μπάμ: " Δέν ήταν ότι καλύτερο για μια τέτοια κατάσταση μα δεν βρήκε χρόνο να αλλάξει". Επίσης οι διάλογοι μου φάνηκαν ρηχοί, οι χαραχτήρες λίγο επίπεδοι. Μιλάμε για δύο πλάσματα τόσων αιώνων που άσχετα άν έχουν και αυτά τις ιδιοφέλειες τους και αναζητούν μια δύναμη έπρεπε να έχουν μια ωριμότητα και ένα βάθος σαν χαραχτήρες το οποίο δεν απέδωσες ικανοποιητικά. Κατα την γνώμη μου η ιστορία σου απαιτούσε πολύ πιο ποιητικούς διαλόγους με περισσότερο συναισθηματικό και ψυχικό βάθος. Δεν νομίζω ότι τους βυθομέτρησες καλά. Απότομες αλλαγές στον ψυχικό τους κόσμο δίχως ιδιαίτερη δικαιολόγηση. Συγνώμη άν σου είμαι αυστηρός αλλά κρίνω με αυτά που διάβασα και πιστεύω. Πάντως, δέν με χάλασε με τίποτα η ιστορία σου και την διάβασα ευχάριστα αλλά γενικά θέλει δουλειά σε πολλά σημεία. Έχει αρκετά "κενά" που πρέπει να συμπληρωθούν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.