Nienor Posted December 21, 2009 Share Posted December 21, 2009 Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα Είδος: μια ιστορία από τα νησιά μου Βία; χμμμ.... Σεξ; κόντρα χμμμ.... Αριθμός Λέξεων: 2.395 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Well είχα πει πως δε θα ξανανέβαζα ιστορία από τα νησιά για κάποιους συγκεκριμένους λόγους... Μου πήρε λίγο καιρό είναι η αλήθεια, αλλά το ξεπέρασα. Κάντε μου μήνυση Αφιερωμένη... αλλά χμμ... θα σας πω σε ποιον μετά το διαγωνισμό Προς το παρόν εύχομαι να σας αρέσει Σχετικά με τα αμπέλια του Ρούγουρου «Δώσ’ τη μου!» «Όχι δεν στη δίνω!» «Δώσ’ τη μου σου λέω!» «Όχι όχι όχι…» «Δώσ’ τη μου μωρή σφρακιασμένη μπαμπόγρια γιατί-» «Αχαχαχαχαχαχα… Γιατί τι; Τι ε; Θα με μεταμορφώσεις σε κατσαρολικό; Χαχαχαχαχαχα…» «Όχι, θα σε κατεβάσω!» «Ε… ε… Μην τολμήσεις! Άσε κάτω τη μαγκούρα ξεμωραμένε, ραμολή, άστη σου λέω! Μην τολμήσεις!» … Είχαν ζήσει μαζί όλη τους τη ζωή. Εκείνη, η Μίσμη με το όνομα, στα νιάτα της ήταν γυναικάρα. Και Ταξιδεύτρα. Αλλά η αλήθεια είναι πως κανείς στα νησιά δεν της είχε ποτέ καταλογίσει πως με τα ξόρκια της έδενε τους άντρες. Εξάλλου δεν ήταν γεννημένη στο φως της Πρίμιας για να δένει τα ξόρκια του έρωτα, ήταν Ταξιδεύτρα της Κουάρτιας κι ευλογούσε τα σπαρτά, αλλά και για όσους διατηρούσαν αμφιβολίες η απάντηση ήταν απλή, έφτανε απλά να την κοιτάξουν και να βγάλουν γνώμη δική τους για τα φαρδιά καπούλια, τα μαργιόλικα μάτια της και σφικτό της μπούστο που ζητούσε να ελευθερωθεί από τα φουστάνια της. Όχι ότι ο Ρούγουρος πήγαινε πίσω βέβαια. Όσο φαρδιοί και ποθητοί ήταν οι γοφοί της Μίσμης, άλλο τόσο και διπλά ήταν οι πλάτες και οι ώμοι οι δικοί του. Κάθε κοπελιά ήθελε κρυφά να τη σφίξει ανάμεσα στα καλογραμμωμένα χέρια του όσο και κάθε αγόρι ήθελε να το σφίξει η Μίσμη ανάμεσα στα αφράτα και μακριά της πόδια. Όταν κάποτε γνωρίστηκαν, η μοίρα τους φάνηκε προδιαγεγραμμένη. Αρχικά καθόλου δε συμπάθησαν ο ένας τον άλλο. Βλέπετε δεν είναι μόνο θέμα εμφάνισης, είναι και πολλά άλλα πράγματα που ζυγίζονται για να τα βρουν δυο ψυχές. Και το πρόβλημα το βαρύ; Μάγος ο Ρούγουρος, Ταξιδεύτρα η Μίσμη, άλλοι κόσμοι και μάλιστα τόσο διαφορετικοί και με τόση κόντρα μεταξύ τους που εξαρχής δύσκολα απλά μίλησαν ο ένας στον άλλο. Εκείνος πίστευε στη μελέτη και τη δύναμη του ατμού και των κρυστάλλων κι εκείνη σμίλευε το πράσινο φως της Κουάρτιας τα βράδια για να κάνει γόνιμα τα χωράφια του κοσμάκη. Τι σχέση θα μπορούσαν να αναπτύξουν ποτέ οι δύο αυτοί κόσμοι, δε θα γνωρίζαμε αν η Μίσμη δεν είχε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια του Ρούγουρου κι αν εκείνος αρχικά είχε προτιμήσει το εργαστήριό του από τους ανοιχτούς αγρούς και δεν την είχε κρυφοκοιτάξει να χορεύει γυμνή, λουσμένη στο φως της Κουάρτιας. Ήταν φυσικά κι εκείνο το θέμα που είχαν και οι δυο τους με τα αμπέλια, τους καρπούς τους και το κρασί στη μέση. Λάτρευαν το καλό κρασί, εύρισκαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την παραγωγή του αλλά και την πόση του. Κι ένα βράδυ, καθισμένοι οι δυο τους στην ταβέρνα της Μαργαρώς, κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας, πίνοντας μπρούσκο στο καταμεσήμερο του φθινοπώρου επιάσαν την κουβέντα και βρήκαν ο ένας τον άλλο εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Ο Ρούγουρος τότε δούλευε επάνω σε έναν αποστακτήρα που χρησιμοποιώντας την ενέργεια των κρυστάλλων έβραζε το μούστο με τη βοήθεια του ατμού πολύ ταχύτερα και πιο υγιεινά. Αμέσως μόλις το είχε ακούσει αυτό η Μίσμη είχε βγει από τα ρούχα της. Όχι κυριολεκτικά, αυτό συνέβη λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ. Την ώρα εκείνη το είχε θεωρήσει προσβολή προς τη φύση το να επιταχύνει κανείς τις διαδικασίες της, μα σιγά σιγά, πίνοντας το μπρούσκο της Μαργαρώς κι αφού έμειναν μόνοι γιατί είχε πέσει το βράδυ, αποδέχτηκε πως κάτι τέτοιο ίσως είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον. Κι η νύχτα εκείνη ήταν μόνο η αρχή. Από τότε πέρασαν παρέα όλες τις νύχτες εκείνου του φθινοπώρου αλλά κι όλες τις νύχτες παραπάνω από πενήντα φθινοπώρων έπειτα. Παρότι όμως έγιναν ζευγάρι, συνέχιζαν να καυγαδίζουν συχνότατα σχεδόν για τα πάντα: «Τι λες τώρα, φυσικά και δε θα βάλω τη γη να σου βγάλει μάραθο χειμώνα καιρό για να φτιάξεις λάδια…» Τσίριζε η Μίσμη. «Δεν το λένε μάραθο και μη μιλάς σαν κοινή χωριάτισσα! Φοινίκουλο το Κοινό, αυτή είναι η ονομασία του.» Βρόνταγε ο Ρούγουρος. «Είμαι χωριάτισσα και θα το λέω όπως θέλω: μάραθο μάραθο μάραθο.» «Καλά, καλά, λέγε το όπως θες, αλλά φύτεψέ μου και μίλα στη γη να μου το βγάλει γρήγορα γιατί πρέπει να φτιάξω αιθέριο έλαιο και να περάσω τον αποστακτήρα πριν να πιάσουν τα πρώτα κρύα, αλλιώς η εξωτερική του επίστρωση θα καταστραφεί!» «Ο μάραθος κατεβάζει γάλα στις λεχώνες και αυτό είναι και το μόνο που κάνει. Ρώτα όποια Πορτοκαλιά θες! Κάνε τη δουλειά σου με ρετσίνι...» «Και γιατί να ρωτήσω κάποια από τις αδερφές σου και να μην το δούμε στην πράξη;» «Ναι, αλλά θα πρέπει πρώτα να μου κάνεις παιδί…» έλεγε τελικά εκείνη μαλακώνοντας και κάπου εκεί γειωνότανε ο καυγάς και τύλιγε εκείνη τα μακριά πόδια της γύρω από τους γλουτούς του κι αυτός τα μεγάλα χέρια του στη μέση της και πάλευαν έτσι για ώρες. Όμως παιδί δεν έκαναν, προς μεγάλη λύπη και των δυο τους κι έτσι για χρόνια ατελείωτα είχαν ο ένας τον άλλο και τα όνειρά τους. δύο ήταν τα μεγάλα από αυτά: ένα σπιτάκι στα ριζά του λόφου της Ηχούς, του πιο δυσπρόσιτου νησιού του Απηλιώτη, που θα το πλαισίωναν με αμπελάκια για να βγάζουν το κρασί τους και το δεύτερο, να αποκτήσουν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, την Τσουγκράνα των Ταλάνθας, ένα από τα ελάχιστα μαγικά αντικείμενα που υπήρχαν ακόμα στον κόσμο που είχε τη δύναμη να πετά, αλλά κυρίως να βγάζει το ωραιότερο και το γλυκύτερο κρασάκι του κόσμου, το οποίο θα προσέφεραν απλόχερα στον κόσμο για να μείνουν στη μνήμη του. Τα όνειρά τους φυσικά δε μπορούσαν ακόμα να γίνουν πραγματικότητα αφού η Μίσμη είχε να εκπληρώσει το καθήκον το οποίο της υπαγορεύτηκε από την χάρη της Κουάρτιας σελήνης την ημέρα της γέννησής της, να ταξιδεύει βοηθώντας τους ανθρώπους να καλλιεργούν τη γη και να τη φιλιώνει μαζί τους όταν ήταν ανήσυχη κι ο Ρούγουρος είχε παρατήσει τα πάντα για να την ακολουθήσει στο έργο της αυτό και να τη βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε. Όμως, ποτέ δεν ξεχνούσαν τις δύο επιθυμίες τους και πάντοτε προσπαθούσαν να μαζέψουν πληροφορίες για το πώς θα αποκτούσαν την τσουγκράνα. Από την μεγάλη ΚαρυαΛίντουα στο βορρά, μέχρι την Ηχώ στο νότο του Απηλιώτη γυρνούσαν τα νησιά χωρίς πρόγραμμα και σε κάθε ένα από αυτά η Μίσμη τραγουδούσε τα σπαρτά και τα χωράφια όλου του κόσμου, χωρίς να αφήνει ποτέ κανέναν παραπονεμένο κάτω από το φως της τέταρτης σελήνης του ουρανού, όταν η πλάση βαφόταν πράσινη κι έμοιαζε ολόκληρη λαγκάδι. Κι ο Ρούγουρος έβαζε την τέχνη του κι έφτιαχνε μηχανές που λειτουργούσαν με ατμούς και κρυστάλλους στους χωρικούς να τους βοηθούν στον κόπο τους, να σκάβουν για εκείνους και να τους ξεκουράζουν, να τους φυτεύουν σπόρο και να ξεχωρίζουν τα καλαμπόκια τους, να ζουλούν και ξεχωρίζουν τη φύρα από το μούστο τους χωρίς χασούρα. Σε κάθε χωριό αγαπούσαν το ιδιότροπο ζευγάρι που τόσο τους βοηθούσε, κι απαντούσαν ευχαρίστως στις ερωτήσεις τους και από όπου περνούσαν όλοι τους φίλευαν κι ήθελαν να τους κοιμίσουν στα σπίτια τους, μα εκείνοι ακατάδεχτα τις πιο πολλές φορές κοιμόντουσαν απλά στο σκεπαστό τους κάρο, ανάμεσα στα εργαλεία του φορητού εργαστηρίου που είχε κατασκευάσει ο Ρούγουρος και στα μπουκάλια με το κρασί που μάζευαν από όλο τον Απηλιώτη, όπου είχαν ο ένας τον άλλο και χαίρονταν τον έρωτά τους. Κι όταν είχαν ο ένας τον άλλο τίποτα δεν τους ένοιαζε και τίποτα δε μπορούσε να τους βλάψει, ούτε αν τα ποτάμια στέρευαν και τα νησιά βούλιαζαν εκείνοι δε θα το καταλάβαιναν, αφού θα πέθαιναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τους πήρε μια ζωή να καταφέρουν να μαζέψουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να αναζητήσουν την τσουγκράνα τους και η Μίσμη είχε ήδη εκπαιδεύσει εφτά νεότερες Πράσινες αδερφές της, που ήταν το ελάχιστο για να σταματήσει τα ταξίδια. Έτσι, όταν κατάφεραν να φτάσουν στην Ηχώ ήταν πια γέροντες, μα όχι κουρασμένοι και φυσικά είχαν ο ένας τον άλλο και απόλυτη εμπιστοσύνη στο ότι μαζί μπορούσαν να καταφέρουν τα πάντα και τίποτα δε θα τους νικούσε. Έφτιαξαν το σπιτάκι τους εκεί ακριβώς που το είχαν σχεδιάσει και φύτεψαν γύρω γύρω του αμπελάκια και οι χωρικοί του διπλανού χωριού βοήθησαν το γηραιό ζευγάρι να στήσει υποστυλώματα για να τα κάνει κληματαριές. Κι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να αναζητήσουν επιτέλους τη μαγική τσουγκράνα. Η τσουγκράνα αυτή που είχαν τόσο ποθήσει και οι δυο τους όμως έφερε μια βαριά κατάρα. Και τούτοι που το γνώριζαν, γι’ αυτό την καταχώνιασαν στα έγκατα της θάλασσας, γι’ αυτό την έκρυψαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Αυτός που θα την άγγιζε κύριός της θα γινόταν μονομιάς, μα και κανέναν άλλο δε θα άφηνε ποτέ να την ακουμπήσει με τη θέλησή του. Ήταν ένας ανεκτίμητος αλλά και τρομερός θησαυρός η ιπτάμενη τσουγκράνα που έπρεπε να μείνει κρυμμένος εκεί δα που βρισκόταν και ποτέ κανείς να μην τον ανασκαλέψει. Η αγάπη τους όμως και η εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλο τους έδινε θάρρος και την κατάρα δεν έλαβαν υπόψη τους γιατί τη δική τους αγάπη που διαρκούσε μια ζωή τίποτα δε μπορούσε να τη βλάψει. Η Μίσμι κάποτε, σε ένα από τα ταξίδια τους στην ΚαρυαΛίντουα, ζήτησε σε μια από τις αδερφές της που ήταν Ταξιδεύτρα της Σέξτιας σελήνης και μπορούσε να μιλήσει στην Αλμυρή και να την τιθασέψει, να της μάθει τη γλώσσα των Σιάρσιων, του θαλασσινού λαού που ζούσε κάτω από τα κύματα της Αλμυρής. Κι εκείνη ανυποψίαστη της έμαθε, σε κείνη και το Ρούγουρο και ύστερα το ζευγάρι μαζί κανόνισε συμφωνία με τα πλάσματα της Αλμυρής, να τους φέρουν την τσουγκράνα που ήξεραν πια που βρισκόταν, και εκείνοι τους έφτιαξαν μια κρυσταλλοσκοπική ύδρα που σε κάθε μάτι της, στα πολλά κεφάλια, απεικόνιζε τι συνέβαινε τώρα και τι θα συμβεί και το τραγουδισμένο από Κουάρτια Ταξιδεύτρα ξύλο της στρεφόταν εκεί οπού κίνδυνος ερχόταν και τον έδειχνε στους Σιάρσιους νωρίτερα. Κι έτσι οι Σιάρσιοι από τότε ήξεραν πάντα πότε κινδύνευαν από τους καρχαρίες και τα σιελ τα ηλεκτροφόρα σαλάχια των υφάλων. Και παρόλο που λένε για το λαό της θάλασσας οι κακές γλώσσες πως ουρά έχουν στην πλάτη τους κι οι συμφωνίες τους είναι στραβές και γέρνουν προς το μέρος τους, τη βρήκαν και τους την έδωσαν την τσουγκράνα και ζευγάρι και θαλασσινοί χώρισαν σα φίλοι. Μόλις η γιαγιάκα Μίσμη έπιασε την τσουγκράνα στα χέρια της αγκάλιασε τον παππούλη Ρούγουρο και μαζί χοροπηδούσαν κρατώντας την. Κι έφυγαν τα γεροντάκια για το σπίτι τους καβάλα στην τσουγκράνα και τα δυο. Τις πρώτες μέρες όλα πήγαιναν καλά, τα αμπέλια έβγαζαν σταφύλι ως δια μαγείας, κι όχι ως αλλά πραγματικά, δια μαγείας. Σταφύλι σωστό για κάθε ποικιλία που έβγαζε το ωραιότερο κοκκινέλι, τον πιο μυρωδάτο μπρούσκο και τη γλυκύτερη μαυροδάφνη των νήσων. Το μεγαλύτερο μέρος το ζευγάρι το έδινε και το κρασί από τα αμπέλια του Ρούγουρου και τη Μίσμι ήταν ονομαστό, σε κάθε νησί. Αλλά κάποιο μέρος της παραγωγής τους το έπιναν οι ίδιοι κι ευφραίνονταν οι γέρικες καρδιές τους. Όμως, η τσουγκράνα έσκαβε και τούτες, τις ίδιες τους τις καρδιές μαζί με το χώμα και τις ανασάλευε κι οι μικροτσακωμοί τους που για μια ολόκληρη ζωή ήταν το παιχνίδι τους, άρχισαν να γίνονται συχνότεροι και τα νεύρα να τους κυριεύουν. Κι ένα πρωινό η Μίσμη είχε ξυπνήσει πριν από το Ρούγουρο και καβάλα στην τσουγκράνα επιθεωρούσε τα αμπέλια τους γυρνώντας το πρόσωπό της αριστερά δεξιά και μυρίζοντας με ευχαρίστηση το δροσερό πρωινό αέρα, με τη μύτη της που με τα χρόνια είχε γίνει μακρουλή. Σε μια στροφή κοίταξε κάτω το έδαφος κι αντίκρισε ένα γεροντάκι και για λίγες στιγμές δύσκολο στάθηκε να καταλάβει πως έβλεπε τον Ρούγουρο, τον άντρα της, που τον ερωτεύτηκε και δεν έπαψε ποτέ να αγαπά και μοιράστηκε μαζί του όλα της τα χρόνια, που της έδωσε τα πάντα και την ακολούθησε στις περιπλανήσεις της, που μαζί με τα χέρια τους είχαν χτίσει αυτό το σπιτάκι στα ριζά του λόφου και μαζί απέκτησαν τελικά τούτο το θησαυρό που τη σήκωνε στον αέρα και έκανε τα αμπέλια τους ονομαστά. Κάτι στο πρόσωπό του έδειχνε ξένο, κάτι απροσδιόριστο. Πέταξε σχετικά κοντά του και τον καλημέρησε. Κρατούσε το μαγκούρι του με τα δύο χέρια κι άφησε το ένα για να τη χαιρετήσει. «Έλα,» της είπε «κατέβα να με πάρεις κι εμένα.» Αλλά η Μίσμη έβλεπε ακόμα στο πρόσωπό του κάτι, κάτι που της ήταν ξένο. Και δεν ήθελε να μοιραστεί την τσουγκράνα της μαζί του, με αυτόν τον… μπαμπόγερο… «Όχι» του είπε δειλά στην αρχή. «Έλα κάτω» είπε εκείνος ξανά, υπομονετικά. Η Μίσμη πέταξε πιο μακριά τώρα. «Όχι, η τσουγκράνα είναι δική μου» του είπε. «Δώσ’ τη μου!» είπε τώρα εκείνος με τη φωνή του αλλαγμένη να ακούγεται σχεδόν τρομαχτική στα αυτιά της. «Όχι δεν στη δίνω!» απάντησε εκείνη τρομαγμένη. «Δώσ’ τη μου σου λέω!» Η σύσπαση των φρυδιών του την έκανε να πάει ακόμα πιο πίσω. «Όχι όχι όχι…» αισθανόταν άτρωτη στον αέρα. «Δώσ’ τη μου μωρή σφρακιασμένη μπαμπόγρια γιατί-» «Αχαχαχαχαχαχα… Γιατί τι; Τι ε; Θα με μεταμορφώσεις σε κατσαρολικό; Χαχαχαχαχαχα…» «Όχι, θα σε κατεβάσω!» «Ε… ε… Μην τολμήσεις! Άσε κάτω τη μαγκούρα ξεμωραμένε, ραμολή, άστη σου λέω! Μην τολμήσεις!» Αλλά ο Ρούγουρος δεν την άφησε κάτω. Σβούριξε το μαγκούρι του στον αέρα το πέταξε και βρήκε τη γυναίκα του στο κεφάλι. Γέλασε βραχνά καθώς την πέτυχε κι ύστερα την παρακολούθησε να χάνει την ισορροπία της και να ετοιμάζεται να πέσει. Κι όταν το σώμα της χωρίστηκε από την τσουγκράνα κι ο Ρούγουρος ξύπνησε σαν από λήθαργο άνοιξε το στόμα του διάπλατα μη μπορώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί και προσπάθησε να τρέξει να την πιάσει πριν να πέσει στο έδαφος. Μα τα αρθριτικά του τον πρόδωσαν και είδε τη Μίσμη να σκάει στο χώμα με την πλάτη κι άκουσε ένα άθλιο κρακ που του φάνηκε σαν να ξερίζωσε την καρδιά του. Σωριάστηκε δίπλα της και της έλεγε: «Έλα γριούλα μου, άνοιξε τα όμορφα μάτια σου, σε παρακαλώ, δε θα σου φωνάξω ποτέ ξανά. Έλα τώρα σε παρακαλώ, ξύπνα… σε παρακαλώ…» Όμως η γριά του ήταν νεκρή και τίποτα δε μπορούσε να τη φέρει πίσω, ούτε το παρακάλια ούτε τα κλάματα ενός παππού. Μια μέρα και μια νύχτα έμεινε δίπλα της κλαίγοντας γοερά και τα κόκαλά του δε συνήρθαν ποτέ από την υγρασία που μάζεψαν το βράδυ εκείνο. Ύστερα έσκαψε έναν τάφο ανάμεσα στα κλίματα που έβγαζαν την αγαπημένη της ποικιλία από σταφύλι και την έχωσε εκεί μέσα. Μόλις τελείωσε, πήρε στα χέρια του την τσουγκράνα και στηριζόμενος επάνω της δυο μερόνυχτα έφτασε κάποτε στο γκρεμό πάνω από τα κύματα και την πέταξε στην Αλμυρή ξεστομίζοντας τις πιο βαριές κατάρες του. Έζησε ακόμα πολλά μίζερα χρόνια στο σπιτάκι τους στα ριζά του λόφου φτιάχνοντας ένα κρασί ακόμα καλύτερο από τα προηγούμενα, από μια ποικιλία σταφυλιού που την έλεγε Μίσμη, που ήταν γλυκό και ξηρό ταυτόχρονα και που όσοι το έπιναν αισθάνονταν μια στιγμιαία μελαγχολία που ίσως και να ‘ταν ο απόηχος ενός γέροντα που είχε σκοτώσει την αγαπημένη συντροφιά του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Το βασικό ελάττωμα της ιστορίας (πέρα από κάποια ασήμαντα τυπογραφικά) νομίζω έχει να κάνει με την "ισορροπία" της. Αφιερώνεις, σωστά, πολύ χώρο για να μας συστήσεις στο ζευγάρι και στη ζωή τους μαζί. Τον ίδιο, ίσως και περισσότερο, έπρεπε να αφιερώσεις στο πώς "η τσουγκράνα έσκαβε τις καρδιές τους", ώστε να μην έρθει τόσο ξαφνικά. Ακόμη, ίσως χρειάζεται να εξηγήσεις λίγο περισσότερο το πώς αποφάσισαν να ανγοήσουν την κατάρα.... Πέρα από όλα αυτά.... με ξεγέλασες (και καλά έκανες). Εκεί που πίστευα ότι διάβαζα μια χαριτωμένη ιστορία για ένα αγαπημένο ζευγάρι που θα καταντούσαν δύο συμπαθέστατοι γερο-γκρινιάρηδες, έρχεται αυτό το τέλος. Και, έχοντας ντύσει την ιστορία με αυτούς τους όμορφους χαρακτήρες που γνωρίσαμε τόσο καλά, το τέλος αποκτά πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Θα μπορούσε να ήταν ένα χαζομελό - αλλά κάθε άλλο. Είναι μια ιστορία γλυκιά με πολύ πικρή επίγευση (που λένε και στη γευσιγνωσία). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Θα συμφωνήσω με τον aScannerDarkly, πως δεν αφιέρωσες καθόλου χρόνο στο να μας φέρεις φυσικά και αβίαστα στο τέλος. Δεν την ένιωσα, δεν την ευχαριστήθηκα την ιστορία σου. Μου φάνηκε λίγο βιαστικά γραμμένη, γενικά, αφρόντιστη, πράγμα που δεν συνηθίζεις. Αυτό που μου έκανε πιο αρνητική εντύπωση ήταν ο λόγος σου, που φάνηκε κάπως να μην κυλάει τόσο στρωτά, με δυσκόλεψε. Η αρχή κι εμένα με ξεγέλασε μια χαρά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 ωραία ιστοριούλα αλλά συμφώνω με τους προλαλήσαντες. επίσης πιστεύω οτι δεν βγάζει πολλα συναισθήματα και θα μου άρεσε μια μικρούλα παραγραφό με την ιστορία της τσουγκράνας γιατί εμφανίζεται ως δια μαγειας! παντώς το τέλος πολύ ωραίο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Για την ιστορια δεν εχω να πω και πολλα....Μου αρεσε αρκετα. ΜΙα γλυκοπικρη, καλοδιατιπωμενη ιστορια. Αυτο που με εντυπωσιασε ειναι ο κοσμος σου και ποιο συγκεκριμενα το ταγμα των Ταξιδευτρων που απο τι καταλαβα ειναι γυναικες-Ιερειες που περνουν την δυναμη τους αναλογα κατω απο ποιο φεγγαρι του κοσμου γεννηθηκαν???? :thmbup: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 23, 2009 Author Share Posted December 23, 2009 Σας ευχαριστώ πολύ ολους για το χρόνο που αφιερώσατε Scanner, ναι έχεις δίκιο και με εντυπωσίασε πολύ αυτό που σου λέω στο δικό σου τόπικ που, προτού να διαβάσω αυτά που μου είχες πει εδώ, είχα κρατήσει σημειώσεις για τα ίδια να στα πω να τα προσέξεις εσύ... δεν είναι φοβερό ρε συ? Πραγματικά μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Cassandra, και φυσικά και στους υπόλοιπους, sorry για τις απροσεξίες... δεν είναι μόνο ότι -προφανώς- δεν μου είχε μείνει καθόλου χρόνος για διορθώσεις, είναι και το μυαλό μου τόσο πολύ πουρές που αδυνατούσα να τα δω και σε αυτό το ένα μόλις πέρασμα που πρόλαβα να του κάνω. Waylander, ναι κάπως έτσι αλλά χωρίς το "τάγμα" και το "ιέρειες" Είναι απλά ταξιδεύτρες που έχουν τη χάρη κάποιας σελήνης και τα πράγματα είναι εντελώς φιλελεύθερα. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιο πρωτόκολλο πχ για να είναι τάγμα, ούτε και κάποιος στόχος σε αυτά που κάνουν, και δεν είναι ιέρειες γιατί η όλη φάση με τις σελήνες δεν έχει λατρευτικό χαρακτήρα. Αλλά ναι, παίρνουν τη χάρη του φωτός τους όταν οι συνθήκες είναι συγκεκριμένες και γεννηθούν κάτω από αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Σας ευχαριστώ πολύ ολους για το χρόνο που αφιερώσατε Scanner, ναι έχεις δίκιο και με εντυπωσίασε πολύ αυτό που σου λέω στο δικό σου τόπικ που, προτού να διαβάσω αυτά που μου είχες πει εδώ, είχα κρατήσει σημειώσεις για τα ίδια να στα πω να τα προσέξεις εσύ... δεν είναι φοβερό ρε συ? Πραγματικά μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Ναι.... είναι αυτό που έλεγες, πόσο χρειάζεται και η τρίτη ματιά (για αυτό και χαίρομαι πάρα πολύ με αυτούς εδώ τους διαγωνισμούς). Έχοντας στο μυαλό σου τους ήρωες που δημιούργησες, κάποια πράγματα σου έρχονται "φυσικά", χωρίς να αναρωτηθείς και πολύ γιατί... γιατί ξέρεις ότι αυτό θα έκανα οι ήρωές σου. Στον αναγνώστη όμως πρέπει να το εξηγήσεις λίγο καλύτερα. Είναι όντως φοβερό που το είδα στο δικό σου γραπτό και στο δικό μου δεν πήρα χαμπάρι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Σε ευχαριστώ που το έγραψες. Με ταξίδεψες και ναι, με τσάκισες. Ίσως όμως να έχεις και δίκιο. Είναι υπέροχη και αξέχαστη. Δεν θέλω να γράψω άλλα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted December 23, 2009 Share Posted December 23, 2009 Πανέμορφη ιστορία, γραμμένη εξαιρετικά με έναν προφορικό, εύθυμο τόνο που κάνει το τέλος να αποτελεί μια έντονη αντίθεση και να δημιουργεί ένα αποτέλεσμα γλυκόπικρο. Ίσως δε δουλέψει για όλους, αλλά για εμένα ήταν ικανοποιητικό. Στο κοσκίνισμα τώρα: Η τσουγκράνα αυτή που είχαν τόσο ποθήσει και οι δυο τους όμως έφερε μια βαριά κατάρα. Και τούτοι που το γνώριζαν, γι’ αυτό την καταχώνιασαν στα έγκατα της θάλασσας, γι’ αυτό την έκρυψαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Ποιοι είναι οι “τούτοι”; Μήπως εννοούσες “εκείνοι”; τα αμπέλια έβγαζαν σταφύλι ως δια μαγείας, κι όχι ως αλλά πραγματικά, δια μαγείας Έχω την εντύπωση ότι το κόμμα πάει μετά το 'ως', όχι το 'πραγματικά'. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Έχω μερικές ενστάσεις όπως ένα βράδυ που μου φάνηκε πως έγινε κι απομεσήμερο, αλλά και τη συμπεριφορά του ζευγαριού. Ξεκινά εχθρική, στη συνέχεια περιγράφεις διαφωνίες και μετά το γυρίζεις προς όλα μέλι-γάλα για να τους ξανακάνεις να καυγαδίσουν. Για το ύφος, το λόγο και το στυλ δεν έχω κανένα σχόλιο, μου άρεσαν και με το παραπάνω, το τέλος έσκασε στο μέτωπό μου σαν κεραμίδα και το ‘φχαριστήθηκα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Μου άρεσε που μεταφέρεις έναν κόσμο μέσα σε ένα διήγημα, χωρίς να δημιουργεί δυσκολίες στην ανάγνωση. Επίσης βρήκα πολύ ενδιάφερουσα την αντιπαράθεση σκληρής επιστήμης και λαικής μαγείας (π.χ. μάραθος και Φοινίκουλο), η οποία δεν νομίζω ότι αξιοποιήθηκε επαρκώς. Θα διάβαζα ευχαρίστως τις αντιπαραθέσεις τους πάνω σε πολλά θέματα κατά τη διάρκεια της ζωής του, πάνω στο μοτίβο του μάραθου, και έτσι θα μας οδηγούσες πιο σωστά στο τέλος της ιστορίας, αφού τώρα το κάνεις κάπως απότομα και χαλάς την ισορροπία του. Και φτάνοντας στο τέλος, μπορώ να πω ότι ήταν εξαιρετικό σαν κλείσιμο, αν δεν υπήρχε ο σχεδόν κωμικός τρόπος που οδήγησε σε αυτό. Αισθάνθηκα κάπως παράξενα όταν γελούσα με τη ρίψη της μαγκούρας, να συγκινούμαι με την ποικιλία της Μίσμης. Παρόλα αυτά, διάβασα με άνεση την ιστορία και χαμογέλασα αρκετές φορές, ίσως γι’ αυτό θα ήθελα ένα λιγότερο οδυνηρό τέλος. Η αρχή με το διάλογο λειτουργεί διττά. Τραβάει μεν το ενδιαφέρον, αλλά σε αποσυντονίζει η μεγάλη παρένθεση που ξεκινά μετά. Δεν είμαι σίγουρος ότι πετυχαίνει το στόχο της. Σχετικά με τα αμπέλια του Ρούγουρου, sx;olia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 25, 2009 Author Share Posted December 25, 2009 (edited) Ντίνο, χαίρομαι που σου άρεσε Μιχάλη, thanx, ναι και φυσικά ναι... αλλά αν είναι και τα μόνα που βρήκες έχω εντυπωσιαστεί Solonor, δε μπορώ να το βρω το καταραμένο το απομεσήμερο... και γενικότερα, δεν ξέρω τι έχω πάθει και δε μπορώ να βρω τα ορθογραφοσυντακτικοέτσι της αυτηνής εδώ της ιστορίας καθόλου... υποθέτω κάποια στιγμή θα μου περάσει Khar, ο κόσμος μου στηρίζεται ακριβώς σε αυτή την αντίθεση. Όλη του η ιστορία έχει βασιστεί σε αυτή την αντίθεση. Χαίρομαι που τη βρίσκεις ενδιαφέρουσα. Σας ευχαριστώ πολύ όλους για το χρόνο σας Edited December 25, 2009 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 Κι ένα βράδυ, καθισμένοι οι δυο τους στην ταβέρνα της Μαργαρώς, κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας, πίνοντας μπρούσκο στο καταμεσήμερο του φθινοπώρου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Ήταν πολύ όμορφη ιστορία. Η αναζήτηση της μαγικής τσουγκράνας, που παίρνει ολόκληρη ζωή, αλλά χωρίς να σταματούν οι δυο ήρωες να ζουν τη ζωή τους, μας εμφανίζει ολόκληρο τον κόσμο των νησιών στην πορεία της, και είναι ιδιαίτερα γοητευτική. Καταφέρνεις σε ευκολία να μας δώσεις μια γεύση του κόσμου όπου εξελίσσεται η ιστορία, πράγμα λογικό, αφού είναι ένας κόσμος που γνωρίζεις πολύ καλά. Όπως παρατήρησαν και άλλοι, δόθηκε περισσότερη έμφαση στη ζωή του ζευγαριού παρά στο θησαυρό. Σε μια ιστορία αναζήτησης αυτό δεν είναι κακό. Συνήθως η έμφαση είναι όντως στο ταξίδι. Από την άλλη, θα άξιζε τον κόπο να βλέπαμε έστω και φευγαλέα λίγα ακόμη πράγματα για την τσουγκράνα, μια-δυο παραγραφούλες θα ήταν αρκετές. Μου άρεσε ο τρόπος που δένει η αρχή με το τέλος, μου άρεσε που μια άστοχη κίνηση -η μαγκουριά- κατέληξε σε τραγωδία. Δεν με χάλασε που το κείμενο ήταν διανθισμένο με αστειάκια. Ίσα-ίσα που αυτό του πρόσφερε μια ζωντάνια, σαν να ήμουνα κι εγώ και να τους έβλεπα από μια γωνίτσα. Το διήγημά σου ήταν -κατά κάποιον τρόπο- έστω και πολύ απόμακρο ένα είδος απάντησης/συνέχειας στους προβληματισμούς που έθεσε στο δικό του ο khar. Εκεί αναζητά ο ήρωας όλη του ζωή το θησαυρό και στο τέλος φοβάται να τον πάρει. Εδώ βρίσκουν στο τέλος αυτό που όλη τους τη ζωή αναζητούν. Και ποιο το ώφελος; Κάθε ατέρμονη αναζήτηση φέρει εγγενώς μια κατάρα. Υπέροχο συμπέρασμα, απ' αυτά που σε κάνουν να το σκεφτείς ξανά και ξανά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Η ιστορία σου Νίενορ είναι πολύ γλυκιά κι ολοκληρώνεται μ' ένα δυσάρεστο τέλος, που όμως δε με άγγιξε και δε μου μετέδωσε την ένταση του, κάτι το οποίο θεωρώ ότι ήταν το κύριο μειονέκτημα της. Έμεινα στα "σορώπια" όλου το κειμένου που με παρέσυραν μέχρι το τέλος. Επίσης, αυτό το "μαγική τσουγκράνα" με χάλασε λίγο... Θα προτιμούσα κάτι πιο περίεργο! Σίγουρα ήταν πρωτότυπο όμως! Τέλος, έλειπαν κάποια σημεία έντασης που θα έκαναν λίγο πιο "τραβιχτική" την ιστορία. Ομολογώ ότι σε κάποια σημεία με κούραζε λίγο αυτή η αφήγηση... Πάντως η ιστορία ήταν σίγουρα πολύ καλογραμμένη, παρουσιάζοντας ουσιαστικά κάθε μέρος της ζωής των δύο ανθρώπων και μου άφησε καλή εντύπωση αν και σίγουρα δεν είναι απ' τις καλύτερες σου! Καλή επιτυχία και καλές γιορτές!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Κατ αρχήν μου αρέσει πολύ για άλλη μια φόρα το λαογραφικό ύφος που εχει ο κόσμος σου Θα περάσω τα καλά σχόλια ( που τα χουν κανει ήδη άλλοι για μένα ) και θα πάω στη μοναδική μου παρατήρηση: Το κόβεις απότομα, δε δινεις καλά το τι ένοιωσε η ταξιδεύτρα, και δε δινεις καθόλου το τι ένοιωσε ο Μαγος, δινεις μια μονοπλευρη συνοπτική ματιά της κατάρας ενω θα ήθελα να δωσεις την αντίθεση μεταξυ της όλης ιστορίας και του πως η κατάρα διαστρευλώνει αυτο το μικρό διάλογο και οδηγει το μάγο στο να της πετάξει τη μαγκούρα του (κι αυτο μου φανηκε λιγο τραβιγμένο, θα προτιμούσα ισως να χει αρπάξει τη τζουγκράνα με το ένα χέρι και να τη χτυπάει με τη μαγκουρα με το άλλο η κατι τέτοιο, εχει πολλη περισότερη ένταση μια σκηνή οπου υπάρχει κοντινή επαφή ) παντως σίγουρα πολύ καλή ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Λοιπόν, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα αναλώνεται σε μια προσπάθεια εξιστόρησης της κατάστασης, παρά το γεγονός ότι η εισαγωγή θα μπορούσε και να λείπει, μιας και η συνδεση που γίνεται με αυτήν (προς το τέλος του κειμένου) μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην αφήγηση παρελθοντικών γεγονότων και τη δράση στο παρόν, παρά το γεγονός ότι το συναίσθημα αλλάζει ξαφνικά στο φινάλε (από την πιο ανάλαφρη διάθεση που έχει ως εκεί), ωστόσο αυτή είναι μια ιστορία που θα θυμάμαι. Βασικά, ναι, έχει ψεγάδια, αλλά έχει και ψυχή… και αυτο είναι κάτι που μετράει πολύ. Και για όποιον δεν μπορεί να την εντοπίσει, του λέω να ξαναδιαβάσει το κλείσιμο. Απλό και δυνατό (εγώ, για να πλησιάσω το ίδιο συναίσθημα, θα έπρεπε να πνίξω το κείμενο με επιθετάρες και λοιπούς στόμφους) Ο λόγος ήταν άνετος και, φυσικά, είναι μέσα στο θέμα, αν και θα μου άρεσαν και κάποιες παραπάνω εξηγήσεις για την τσουγκράνα. Ψιλά: Είναι αυτές οι δύο εκφράσεις: «Τους πήρε μια ζωή να καταφέρουν να μαζέψουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να αναζητήσουν την τσουγκράνα τους» «Κι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να αναζητήσουν επιτέλους τη μαγική τσουγκράνα.» Μου άφησαν κάπως πιο έντονα την αίσθηση του άλματος στον χρόνο (δεν αναφέρομαι στο χάσμα για το οποίο γράφω παραπάνω, αλλά στην ίδια την παράθεση των γεγονότων του παλιού καιρού). Ίσως, ειδικά για την πρώτη, κάτι πιο ‘μαλακό’ από το ‘μια ζωή’… πριν λίγο ήταν ακόμα νιοι μωρέ Κιάρα… «Κι ένα βράδυ, καθισμένοι οι δυο τους στην ταβέρνα της Μαργαρώς, κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας, πίνοντας μπρούσκο στο καταμεσήμερο του φθινοπώρου επιάσαν την κουβέντα και βρήκαν ο ένας τον άλλο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.» Βράδυ ή απομεσήμερο; «και κάπου εκεί γειωνότανε ο καυγάς» Με το γειωνότανε κόλλάω φυσικά. «την Τσουγκράνα των Ταλάνθας, ένα από τα ελάχιστα μαγικά αντικείμενα που υπήρχαν ακόμα στον κόσμο που είχε τη δύναμη να πετά, αλλά κυρίως να βγάζει το ωραιότερο και το γλυκύτερο κρασάκι του κόσμου, το οποίο θα προσέφεραν απλόχερα στον κόσμο για να μείνουν στη μνήμη του.» Πολύς κόσμος μαζεύτηκε. «και η Μίσμη είχε ήδη εκπαιδεύσει εφτά νεότερες Πράσινες αδερφές της, που ήταν το ελάχιστο για να σταματήσει τα ταξίδια.» Είχανε κι εκεί πρόβλημα με το ασφαλιστικό; (αστειεύομαι) «Η Μίσμι κάποτε, σε ένα από τα ταξίδια τους στην ΚαρυαΛίντουα… …κι έτσι οι Σιάρσιοι από τότε ήξεραν πάντα πότε κινδύνευαν από τους καρχαρίες και τα σιελ τα ηλεκτροφόρα σαλάχια των υφάλων.» Το τμήμα από τη μία ως την άλλη φράση, αποτελείται από 3εις προτάσεις και η μεσαία είναι κάπως μεγαλούτσικη. Αποτελεί μάλιστα και το μοναδικό σημείο στο οποιο σκάλωσε για λίγο ο ρυθμός της ανάγνωσής μου. Σαν να είχες σταματήσει το γράψιμο το προηγούμενο βράδυ και να την ξαναέπιασες από εκείνο το σημείο την επόμενη μέρα. «Τις πρώτες μέρες όλα πήγαιναν καλά, τα αμπέλια έβγαζαν σταφύλι ως δια μαγείας, κι όχι ως αλλά πραγματικά, δια μαγείας.» Ωραίο αυτό. «και μυρίζοντας με ευχαρίστηση το δροσερό πρωινό αέρα, με τη μύτη της που με τα χρόνια είχε γίνει μακρουλή.» Κι αυτό μου άρεσε πολύ. Αν τα βάλεις στη σειρά, έχεις 1)γιαγιά σε σκούπα που πετάει και 2)μακριά μύτη και μετά λες ‘ρε τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει. Με δυο λέξεις μπόρεσες κι έστειλες το μήνυμα. Μια χαρά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 26, 2009 Author Share Posted December 26, 2009 Κι ένα βράδυ, καθισμένοι οι δυο τους στην ταβέρνα της Μαργαρώς, κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας, πίνοντας μπρούσκο στο καταμεσήμερο του φθινοπώρου... «Κι ένα βράδυ, καθισμένοι οι δυο τους στην ταβέρνα της Μαργαρώς, κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας, πίνοντας μπρούσκο στο καταμεσήμερο του φθινοπώρου επιάσαν την κουβέντα και βρήκαν ο ένας τον άλλο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.» Βράδυ ή απομεσήμερο; Αχαχαχα, thanx ρε σεις ναι, απομεσήμερο ξεκίνησαν να τα πίνουν αλλά κατέληξαν το βράδυ να το περάσουν μαζί. Ήταν δύο σε ένα, μα δεν το καταλάβατε βρε :P Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα σχόλια παιδιά Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Μου άρεσε πολύ η ιστορία! Ήταν πολύ συγκινητική, ειδικά το τέλος! Σνιφ σνιφ.... Μου άρεσαν πολύ οι δύο ήρωες και η σχέση που είχαν μεταξύ τους. Η ζωή τους και η αναζήτηση της τσουγκράνας. Δε με πείραξε που έδωσες έμφαση περισσότερο στη ζωή τους και όχι στον θησαυρό που αναζητούσαν. Ο κόσμος που έπλασες είχε ενδιαφέρον αν και κάποια στιγμή ένιωσα να μου δίνονται πολλές πληροφορίες(και άγνωστες λέξεις-ονόματα) που με κούραζαν και δεν μπορούσα να συγκρατήσω. Αλλά είχες ωραίες περιγραφές, τοπία, όμορφες εικόνες που έβλεπα μπροστά μου. Ίσως να χρειαζόμουν περισσότερους διαλόγους για να ξεκουράζομαι αλλά δε με πείραξε και τόσο πολύ τελικά. Το κείμενο έφευγε αρκετά εύκολα. Εεε βασικά δεν έχω να πω και πολλά... μου άρεσε που συγκινήθηκα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Γνωστό ύφος, αναγνωρίσιμη ιδέα, αλλά… κάτι λείπει. Τι μου άρεσε: Οι ήρωές σου, που τους λατρεύω, η γλώσσα που ακολουθεί πιστά τους χαρακτήρες τους, η αλλαγή που μοιάζει σταδιακή. Η αίσθηση ότι πάνω κι από όσο αγαπιούνται μεταξύ του, εσύ τους αγαπάς περισσότερο, όσο σκληρά κι αν τους φέρεσαι. Τι δε μου άρεσε: Δεν είμαι και πολύ σίγουρη. Νομίζω ότι είναι αρκετά βιαστικά γραμμένο, με κοιλιές στην αφήγηση εδώ κι εκεί. Έχεις γράψει πιο δυνατά κείμενα κι αυτό άξιζε να είναι πιο δυνατό. Αν μη τι άλλο, μιλάμε για μια άτυχη στιγμή μετά από πενήντα χρόνια αρμονικής συμβίωσης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted January 5, 2010 Share Posted January 5, 2010 (edited) Nienor , Θα ήθελα να σου ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη σχετικά με την θέση που κατείχες στην λίστα ψηφοφορίας μου για τον διαγωνισμό ,,, Δεν ξέρω γιατί αλλα την πρώτη φορά που το διάβασα το άφησα αρκετές φορές στην "μέση" πριν το τελειώσω δίνοντας την δικαιολογία στον εαυτό μου πως ήταν ίσως κουραστική σαν ιστορία .,,,, Ωστώσο θυμήθηκα πως δεν είχα κανει κανενα σχόλιο τότε ( επίσης συγγνώμη ) και αποφάσισα να την ξαναδιαβάσω ... Και κατάλαβα πως μάλλον εγώ ήμουν κουρασμένος όταν την πρωτοδιάβαζα... Σπάνια αλλάζω γνώμη για κάτι που έχω διαβάσει αλλα μπορώ να πω πως στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό έγινε - και με το παραπάνω-. Λοιπόν... Βρήκα την ιστορία χαριτωμένη και αν και μάλλον πρέπει να είναι μόνο δικό μου συναίσθημα ένιωθα σε όλη την διάρκεια της ένα πιο σκοτεινό background να διαφένεται πίσω από τις πολύ όμορφες εικόνες ....( Για καλό το λεω ) Αυτό που την χαλάει ίσως σαν ιστορία είναι το πολύ γρήγορο τέλος ... Θα προτιμούσα να έβγαζες μερικές πληροφοριες απο το κυρίως θέμα και να εμπλούτιζες το επίλογο. Γενικά... Την διάβασα ΠΟΛΥ ευχάριστα αυτή την φορά , Με γοήτευσε ο τρόπος γραφής σου και ένιωσα έντονο το συναίσθημα της απώλειας της Μίσμης στο τέλος .... Πράγμα που σημαίνει πως πέτυχες τον σκοπό σου ,,, ! Edited January 5, 2010 by Nocturnal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 5, 2010 Author Share Posted January 5, 2010 Μη ζητάς συγνώμες για τίποτα ρε συ Μια ιστορία δεν την εκτιμούμε μόνο όταν είναι καλή, αλλά κι όταν εμείς έχουμε διάθεση να τη διαβάσουμε, όταν τα άστρα είναι στη σωστή θέση κτλ Πέρα από το χαβαλέ, αν η ιστορία από μόνη της δε φτάνει για να μη σε αφήσει να την σταματήσεις όσο κουρασμένος κι αν είσαι και πρέπει να πιεστείς για να την τελειώσεις, τότε σίγουρα κάτι της λείπει. Επομένως και αυτό το σχόλιό σου μου είναι χρήσιμο όπως και τα άλλα Ευχαριστώ πολύ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.