Παρατηρητής Posted December 21, 2009 Share Posted December 21, 2009 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Γιώργος Χατζηκυριακος Είδος: χριστουγεννιάτικο παραμύθι-φάνταζι Βία; όχι Σεξ; όχι Αριθμός Λέξεων: 3500 νομίζω Σχόλια: Ιστορία μέσα σε ιστορία Ο Μικρός Κλέφτης και τα Όνειρα των Ανθρώπων Αυτή την ιστορία την άκουσε η Φωτεινή την Παραμονή των Χριστουγέννων. Πολλές ιστορίες της είχαν αφηγηθεί γύρω από τα Χριστούγεννα, όμως εκείνη ήταν η πιο περίεργη. Μιλούσε για τον Μικρό Κλέφτη και τα Όνειρα των Ανθρώπων. Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και τα σχολεία είχαν κλείσει. Η Φωτεινή, μιας και αγαπούσε το έθιμο, βγήκε με τις φίλες της να πούνε τα κάλαντα. Σε εκείνη τη μεγάλη βόλτα, που συνέβαινε μοναχά δυο φορές το χρόνο, η Φωτεινή, όντας μικρή ακόμα, είχε την ευκαιρία να απομακρυνθεί από τη γειτονιά και να ανακαλύψει την πόλη. Διότι, εκτός από τα εντυπωσιακά καταστήματα στην αγορά, πίστευε πως σε εκείνη την μελαγχολική Τσιμεντούπολη, υπήρχαν μέρη ξεχωριστά. Και πόσο χάρηκε όταν κατάφερε να εντοπίσει ένα από αυτά τα μέρη! Μακριά από το κέντρο και την αγορά, σε μια γειτονιά όπου δεν κατοικούσε πια πολύς κόσμος, η Φωτεινή και οι φίλες της ανακάλυψαν ένα παιχνιδάδικο, πολύ διαφορετικό από όλα τα άλλα. Όχι βέβαια ότι υπήρχαν και πολλά στην Τσιμεντούπολη, μιας και από τότε που άνοιξε το τεράστιο εμπορικό, τα περισσότερα είχαν κλείσει. Εκείνο όμως το παιχνιδάδικο είχε κάτι το ξεχωριστό. Τόσο η βιτρίνα όσο και το εσωτερικό του το έκαναν να μοιάζει με παλαιοπωλείο. Είχε μια ατμόσφαιρα όπως αυτή που συναντάς σε χώρους παλιούς μα καλοδιατηρημένους, όπου σου δίνουν την εντύπωση πως θα βρεις αντικείμενα που γλίτωσαν από τη φθορά του χρόνου. Όσο για τα παιχνίδια, που ήταν και το κύριο γνώρισμα του καταστήματος, είχαν κάτι του εντυπωσιακό που βέβαια αν δεν είσαι παιδί, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Όχι πως τα παιχνίδια εκείνα ήταν σαν κι αυτά που παίζουν τα παιδιά του σήμερα, κι όμως, παρότι ξεπερασμένα, έμοιαζαν πιο αληθινά από αυτά στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Ένα καμπανάκι χτύπησε μόλις τα κορίτσια άνοιξαν την πόρτα και πριν καλά καλά κατέβουν τα σκαλοπάτια, ένας ευγενικός γεράκος έφτασε κοντά τους. Το μέρος ήταν άδειο από κόσμο και ο μόνος που βρισκόταν εκεί ήταν αυτός ο γερο-παιχνιδάς. «Βρε, βρε!», είπε. «Καλώς τα! Τι μπορώ να κάνω για εσάς, παιδιά μου;» Τα κορίτσια αιφνιδιάστηκαν από το καλωσόρισμα του ιδιοκτήτη, καθώς ο νους τους ήταν στα παιχνίδια, γι’ αυτό αρχικά έμειναν σιωπηλά, με τα τρίγωνα στα χέρια. «Καλή σας μέρα κύριε και χρόνια σας πολλά.», πήρε τελικά το θάρρος η Φωτεινή. «Να τα πούμε;» «Πέστε τα, πέστε τα!», είπε ο γεράκος και τότε το παιχνιδάδικο γέμισε από τον ήχο των μεταλλικών τριγώνων και τις παιδικές φωνές που τραγουδούσαν το «Καλην ημέραν άρχοντες.» Κι αφού το τραγούδι έφτασε στο τέλος του, ο γεράκος πήγε να φέρει το κέρασμα, όπως απαιτούσε το έθιμο. Αντί όμως για χρήματα έδωσε στα κορίτσια γλυκά, σαν τον παλιό καιρό που λίγοι πια θυμούνται. «Μπράβο σας παιδιά μου. Καιρό είχα να το ακούσω αυτό το τραγούδι και χάρηκα πολύ που μου το θυμίσατε. Πολύ σπάνια περνούν από εδώ για να μου τραγουδήσουν.» «Θέλετε να πείτε πως δεν ήρθαν σήμερα άλλα παιδιά πριν από εμάς;», ρώτησε η Φωτεινή. «Δεν έρχεται συχνά κόσμος από το μαγαζί μου.», απάντησε με μικρή πικρία ο γερο-παιχνιδάς. «Μόνο λίγοι που περνούν για να ρίξουν μια ματιά στα υπάρχοντα μου. Παιδιά πάντως δεν έρχονται διότι τα παιχνίδια μου θεωρούνται πλέον ξεπερασμένα.» «Μα γιατί το λέτε αυτό; Έχετε πολύ όμορφα παιχνίδια.» «Σε ευχαριστώ καλή μου! Τα περισσότερα είναι δικής μου κατασκευής. Κάποτε είχα προμηθευτές μέχρι που έμαθα την τέχνη τους και την αξιοποίησα.» «Θα μπορούσαμε να τους ρίξουμε μια ματιά;» «Φυσικά! Προσέξτε μόνο μη σπάσετε τίποτα. Μερικά από αυτά είναι αρκετά ευαίσθητα.» Αν και η ιδέα άρεσε στη Φωτεινή, δεν συνέβη το ίδιο με τις φίλες της, οι οποίες την πίεζαν να φύγουν και να συνεχίσουν τη βόλτα. Όχι πως δεν τους άρεσε το παιχνιδάδικο και ο καλοσυνάτος ιδιοκτήτης του, τους κακοφάνηκε όμως που τους πρόσφερε γλυκά αντί για χρήματα, όπως περίμεναν. Έτσι, βγήκαν από το μαγαζί, λέγοντας στη Φωτεινή πως θα την περίμεναν απ’ έξω, αφήνοντας την να χαζέψει για λίγο τα παιχνίδια που τόσο πολύ ήθελε να δει. Και τι δεν είδε εκεί μέσα! Κούκλες και μολυβένιες φιγούρες, στρατιωτάκια και σπαθιά, μαριονέτες και μουσικά κουτιά, τρενάκια και ξύλινα καράβια, αλογάκια και σβούρες. Κι όσο έψαχνε, έβρισκε όλο και περισσότερα παιχνίδια που, όπως παραδέχτηκε κι ο κατασκευαστής τους, ήταν ξεπερασμένα για την εποχή, παρόλη την υπεροχή τους. Αυτό όμως που της τράβηξε περισσότερο την προσοχή δεν ήταν παιχνίδι, αν και βρισκόταν ανάμεσα τους, αλλά μια κρυστάλλινη σφαίρα. Έτσι έμοιαζε καθώς ήταν αμφίβολο το υλικό και η φύση του αντικειμένου αυτού. Στεκόταν σε ένα από τα ψηλά ράφια, κι όμως ήταν αδύνατο να μην το προσέξει κανείς αφού έβγαζε μια μυστήρια λάμψη. Όταν το κοίταξε η Φωτεινή νόμισε πως αντίκρισε μια χιονισμένη πόλη με κοντόχοντρα σπίτια και ψηλά, σαν κάστρα, καμπαναριά και έλατα φορτωμένα με φώτα και στολίδια. Κι όσο το κοιτούσε, έβλεπε την πόλη εκείνη να παίρνει ζωή, με ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, γελώντας και τραγουδώντας. Ήταν λες και αυτή η παράξενη σφαίρα φανέρωνε στη Φωτεινή μια μεγάλη της επιθυμία. Το όνειρο ενός κόσμου όπου τα Χριστούγεννα δεν τελείωναν ποτέ. «Καλύτερα να μην το κοιτάς αυτό.», είπε ο γερο-παιχνιδάς και ύψωσε το ανάστημα του για να πάρει τη σφαίρα και να την απομακρύνει από το ράφι. «Κάποια πράγματα σε κάνουν να χάνεις το μυαλό σου και δεν πρέπει. Κακώς κι εγώ το άφησα εδώ έξω, εκτεθειμένο, μα νόμιζα πως δεν θα το προσέξει κανείς.», είπε μπαίνοντας σε μια πόρτα που οδηγούσε πιθανός στο εργαστήρι του ή σε κάποια αποθήκη. Όταν γύρισε, η σφαίρα δεν ήταν μαζί του. «Ειλικρινά πάντως απορώ πως το είδες εσύ, μικρή μου.» «Μα αφού φαινόταν.», αποκρίθηκε η Φωτεινή. «Αλήθεια, όμως, τι είναι;» «Πάντως όχι παιχνίδι. Με τέτοια πράγματα δεν είναι να παίζει κανείς. Ίσως να σου φανεί περίεργο, όμως αυτό το αντικείμενο είναι κομμάτι ενός…θησαυρού. Ενός ξεχωριστού θησαυρού.» Η αντίδραση που περίμενε ο γερο-παιχνιδάς από το κορίτσι ήταν να βάλει τα γέλια, πιστεύοντας πως επρόκειτο για κουταμάρα. Η Φωτεινή όμως δεν γέλασε. «Θησαυρός; Όπως αυτούς που έκρυβαν οι πειρατές σε νησιά ή σαν εκείνους που φυλούσαν οι δράκοι στις σπηλιές τους;» «Βλέπω σου αρέσουν οι ιστορίες, μικρή μου! Ασυνήθιστο για ένα κορίτσι της ηλικίας σου.» «Ο πατέρας μου μου έλεγε πολλές.» «Αλήθεια; Τυχερά είναι τα παιδιά που ακούνε ιστορίες από τους γονείς τους, κι ας λένε μερικοί ότι τάχα τα παραμυθιάζουν και τους γεμίζουν το μυαλό με χαζομάρες. Λοιπόν, αφού σου αρέσει να ακούς ιστορίες, θα πω σου για αυτό εδώ το παράξενο αντικείμενο. Άλλωστε, σε όποιον και να την αφηγηθείς, εάν πρώτα θελήσει να την ακούσει, δεν θα σε πιστέψει, όπως δεν θα πίστευε και στα ίδια του τα μάτια εάν ποτέ αντίκριζε το θησαυρό.» Και τότε ο γερο-παιχνιδάς άρχισε να της διηγείται για τον Μικρό Κλέφτη και τα Όνειρα των Ανθρώπων. «Αυτή η ιστορία συνέβη πολλά χρόνια πριν, πριν ακόμα γεννηθούν οι παππούδες σου, τότε που οι δικοί τους παππούδες ήταν ακόμα παιδιά, τον καιρό που σε αυτήν εδώ την πόλη υπήρχαν αλάνες και πολύς χώρος για παιχνίδι. Εκείνο τον καιρό τα παιδιά δεν έπαιρναν παιχνίδια γιατί ήταν φτωχά. Αντίθετα με τα πλουσιόπαιδα –που δεν ήταν και πολλά – στα οποία έφερναν παιχνίδια συγγενείς από το εξωτερικό, τα φτωχαδάκια περίμεναν πως και πως να ρθουν τα Χριστούγεννα για να πάρουν ένα δώρο. Ένα δώρο από τη Γη των Ξωτικών. Έτσι ονόμαζαν εκείνο το μυστήριο χωριό που συνόρευε με την μικρή μας, τότε, πόλη.» «Υπήρχε τέτοιο μέρος εδώ;» «Έτσι λέει ο θρύλος. Ήταν ένα χωριό που για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις μια ερημιά και να ανέβεις το βουνό, γεμάτο που ήταν τότε με δέντρα. Όμως κανείς δεν είχε δει ποτέ του το ίδιο το χωριό γιατί το προστάτευε ένα τείχος που ψηλότερο δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο. Κι από όσους ζούσαν εδώ, κανείς δεν είχε μπει αφού οι πύλες του ήταν πάντοτε κλειστές.» «Εκεί ζούσαν τα Ξωτικά;» «Ναι, έτσι τους αποκαλούσαν. Τους έλεγαν επίσης Άρχοντες ή αλλιώς Ευγενείς και Καλοκύρηδες, διότι πίστευαν πως ζούσαν μες στην αφθονία και τα πλούτη, όπως οι τότε ευγενείς. «Και δεν άφηναν κανέναν να μπει στο χωριό τους;» «Όχι, διότι οι πύλες τους ήταν πάντα κλειστές. Άνοιγαν μόνο στο τέλος του Νοέμβρη και μέσα από τις πύλες αυτές έβγαιναν αγέρηδες μαζί με χιόνι. Ήταν τότε που τα Ξωτικά γιόρταζαν την αρχή του χειμώνα και με τραγούδι και χορούς σκορπούσανε το χιόνι. Τότε η πόλη ντυνόταν στα λευκά και περίμενε τον ερχομό των Χριστουγέννων. Τις νύχτες που ακολουθούσαν, όταν οι κάτοικοι κοιμούνταν, τα Ξωτικά κατέβαιναν από το χωριό τους απροειδοποίητα και στόλιζαν την πόλη με φώτα, γιρλάντες και στολίδια. Κάθε σπίτι μεταμορφωνόταν σε αρχοντικό κι ας ζούσαν μέσα του άνθρωποι φτωχοί και άποροι. Για όλο το Δεκέμβρη η πόλη έδειχνε σαν παραμυθένια χάρη στη μαγεία των Ξωτικών και οι κάτοικοι γίνονταν κι αυτοί με τη σειρά τους πιο καλοί και ευγενικοί. Όσο για τη μέρα των Χριστουγέννων, μόλις ξυπνούσαν τα παιδιά, έβρισκαν πλάι στο τζάκι από ένα δώρο –τις πιο πολλές φορές παιχνίδι – το οποίο τους είχαν αφήσει τα Ξωτικά, έχοντας τρυπώσει στα σπίτια τους από το βράδυ της Παραμονής. Εκείνες τις μέρες, που λες, οι πύλες ήταν ανοιχτές. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πάει μέχρι το χωριό τους γιατί έπρεπε να διασχίσει το δάσος που ήταν γεμάτο με πονηρούς Καλικάτζαρους. Έβγαιναν κι αυτοί από τα υπόγεια τους το Δεκέμβρη και έκαναν αταξίες και χαλάστρες και ούτε ένας άνθρωπος δεν ήθελε να πέσει στα χέρια τους. Όταν ξημέρωνε όμως των Φώτων, τότε Καλικάτζαροι και Ξωτικά επέστρεφαν ο καθένας στο μέρος του, αφήνοντας την πόλη να γυρίσει κι αυτή στους παλιούς της ρυθμούς. Τότε οι πύλες έκλειναν και πάλι μέχρι τον άλλον Δεκέμβρη.» «Άρα κανείς δεν κατάφερε να μπει στο χωριό των Ξωτικών.» «Κι όμως, κάποιος το πέτυχε. Κι αυτός μη φανταστείς πως ήταν κανένας μεγάλος ήρωας. Ήταν ένα αγόρι! Ένα μικρό παιδί σαν όλα τα άλλα! Αυτός που ο θρύλος τον ονόμασε Μικρό Κλέφτη. Όπως είπα και στην αρχή, οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήτανε φτωχοί για αυτό και αναγκάζονταν να δουλεύουν καθημερινά από το πρωί ως το βράδυ. Και δεν δούλευαν μόνο οι μεγάλοι αλλά και τα παιδιά, κυρίως τα αγόρια, επειδή οι καιροί ήταν δύσκολοι και τα αγαθά απαιτούσαν μόχθο. Για αυτό και οι πιο πολλοί άνθρωποι ονειρεύονταν να γίνουν πλούσιοι ώστε να απαλλαγούν από την εργατιά που τους στερούσε, μαζί και με πολλά άλλα, τις πιο ευχάριστες τους στιγμές. Όμως για να γίνει κανείς πλούσιος από το πουθενά, για να το πετύχει συνήθως κάνει παράτολμα πράγματα που εύκολα τον βάζουν σε μπελάδες. Το αγόρι, που λες, ήταν κι εκείνο ένα από τα φτωχά. Είχε χάσει από νωρίς τον ένα του γονιό και έτσι δούλευε από μικρό για να συντηρεί τα μικρότερα του αδέλφια και τους άρρωστους παππούδες του. Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια δεν είχε περάσει για αυτό και δεν μπορούσε να δεχτεί τη σημασία των Χριστουγέννων. Και τα δώρα των Ξωτικών, αντί να του δίνουν χαρά, τον έβαζαν σε σκέψεις. Αν αυτά τα μυστήρια πλάσματα είχαν την άνεση να χαρίζουν δώρα στα παιδιά των ανθρώπων, τότε σίγουρα θα είχαν αμύθητα πλούτη στην κατοχή τους. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός που σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως τα Ξωτικά είχαν χρυσάφι και ήθελαν να μπουν στα μέρη τους και να τους το πάρουν. Ποιος όμως τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Όλοι τους φοβούνταν να το επιχειρήσουν γιατί, εκτός του ότι δεν ήξεραν τι θα τους συνέβαινε έτσι και περνούσαν το τείχος, υπήρχαν θρύλοι για στοιχειά και τέρατα που παραμόνευαν στο δάσος καθώς και για έναν τρομερό φύλακα που προστάτευε την πύλη. Το αγόρι όμως σκεφτόταν πολύ σοβαρά αυτό που μέχρι τότε δεν είχε προσπαθήσει κανείς. Αν τα Ξωτικά είχαν όντως θησαυρούς και κατάφερνε να τους κλέψει, θα έσωζε την οικογένεια του από την κακουχία και θα ήταν ελεύθερος να ζήσει τη ζωή όπως εκείνος ήθελε. Έτσι, μια μέρα του Μάρτη, όταν ο χειμώνας είχε πια περάσει και η άνοιξη ερχόταν με το αργό της βήμα, αψηφώντας τον κίνδυνο, έφυγε για το χωριό των Ξωτικών.» «Και τι έγινε; Κατάφερε να φτάσει;» «Ω ναι. Αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, έφτασε μπροστά στα τείχη που, τελικά, δεν ήταν και τόσο ψηλά όσο τα περίμενε.» «Μα δεν συνάντησε κανένα τέρας στη διαδρομή;» «Όχι, κανένα. Και ξέρεις γιατί; Επειδή όλα όσα λέγονταν για στοιχειά και τέτοια πλάσματα, ήταν ιστορίες που είχαν επινοήσει οι μεγάλοι για να αποτρέψουν τα παιδιά τους από σκαρφίσματα σαν εκείνου του αγοριού, άσχετα αν με τον καιρό άρχισαν να τα πιστεύουν και οι ίδιοι. Παρ΄όλα αυτά το αγόρι, στο δρόμο για τα Ξωτικά συνάντησε δυο μυστήριες παρουσίες που το παραξένεψαν. Η μία ήταν ένας άντρας, κουκουλωμένος με μια μακριά κάπα, ο οποίος τον κοιτούσε αμίλητος. Αυτόν τον συνάντησε όσο ακόμα διέσχιζε την ερημιά, και με τη στάση του εκείνη το φόβισε, διότι το αγόρι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ζητούσε ο άντρας μέσα από το επίμονο βλέμμα και τη σιωπή του. Τη δεύτερη παρουσία τη συνάντησε στο δάσος, λίγο πριν φτάσει στα τείχη, όμως δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτα άλλε εκτός από το τεράστιο μέγεθος της. Έμοιαζε με περιπλανώμενο γίγαντα που γυρνούσε πέρα δώθε, αναζητώντας, ποιος ξέρει τι;» «Μήπως ήταν ο φύλακας της πύλης;» «Όχι. Ο φύλακας ήταν μέσα στα τείχη. Το αγόρι τον συνάντησε αργότερα, όταν προσπάθησε να ξεφύγει.» «Οπότε κατέφερε να μπει μέσα! Πώς το πέτυχε αυτό;» «Απλώς σκαρφάλωσε. Για ένα παιδί που έχει μάθει να ανεβαίνει σε σκαλωσιές ένας ψηλός τοίχος δεν αποτελεί μεγάλο εμπόδιο. Και αφού σκαρφάλωσε εκεί ψηλά, αντίκρισε το μέρος που όλοι οι συμπολίτες του τόσα χρόνια περίμεναν να δουν.» «Πώς ήταν;» «Ήταν ένας τόπος μαγικός, όπως η πόλη τα Χριστούγεννα, δέκα φορές πιο όμορφη. Το αγόρι έβλεπε αρχοντικά με μεγάλους κήπους, όλα τους στολισμένα και φωτισμένα από εκείνα τα παράξενα πολύχρωμα φώτα. Χιόνι ήταν απλωμένο παντού, όπως στις κορυφές των βουνών, και παρότι ξεκινούσε η άνοιξη, μέσα στο χωριό έπεφταν παχιές νιφάδες. Έμοιαζε λες και εκείνη η περιοχή φυλούσε μέσα της τα Χριστούγεννα για όσο καιρό απουσίαζαν από την υπόλοιπη Γη. Όταν το αγόρι πήδησε μέσα στο χωριό και περπάτησε προς τα σπίτια, δεν είδε ψυχή πουθενά, λες και οι πάντες έλειπαν. Στους δρόμους επικρατούσε μια ιδιαίτερη σιγή και αν δεν ήταν οι καπνοί από τις καμινάδες, θα έπαιρνε όρκο πως εκεί δεν ζούσε κανείς. Είδε μόνο έναν άντρα που καθόταν πάνω σε μια σκεπή, χαμένος στη μελωδία της κιθάρας του, μια μελωδία που μοναχά εκείνος μπορούσε να ακούσει. Μη θέλοντας να ενοχλήσει τον παράξενο άντρα, το αγόρι, φοβισμένο λίγο κι αυτό για τις όποιες εκπλήξεις του επιφύλασσε το μυστήριο μέρος των Ξωτικών, συνέχισε να περπατά. Ώσπου συνάντησε έναν άλλον άντρα που επέστρεφε στο σπίτι του από την ταβέρνα όπου διασκέδαζε με τους φίλους του.» «Ήταν Ξωτικό; Πώς έμοιαζε;» «Ήταν ευγενικός και γελαστός, όπως όλοι οι Καλοκύρηδες. Ήταν αρχοντικά ντυμένος και τα μαλλιά του ήταν μακριά και περιποιημένα. Το αγόρι νόμιζε πως κάπου τον γνώριζε εκείνον τον άντρα μα δεν μπορούσε να καταλάβει πως. Αργότερα έμαθε πως τα Ξωτικά έχουν τη μορφή του εαυτού μας, όπως θα τον θέλαμε να είναι. Στην ουσία είδε τον ίδιο του τον εαυτό σε μεγαλύτερη ηλικία, πράο και καλοζωισμένο. Ο Καλοκύρης, λοιπόν, βλέποντας το παιδί έτσι ταλαιπωρημένο που έδειχνε, το κάλεσε σπίτι του. Το αγόρι δέχτηκε κι έτσι μπήκε στο αρχοντικό του, όπου η γυναίκα και το παιδί του Ξωτικού κοιμούνταν. Τον οδήγησε στο σαλόνι και το αγόρι βρέθηκε σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη βιβλιοθήκες, παιχνίδια, και άλλες μικροκατασκευές που φωτίζονταν από τη φωτιά στο τζάκι –το μεγαλύτερο τζάκι που είδε ο μικρός στη ζωή του. Ο Καλοκύρης, για να ευχαριστήσει το παιδί, πήγε στην κουζίνα για να του φτιάξει να φάει, κι έτσι το αγόρι έμεινε μόνο. Τότε βρήκε την ευκαιρία να ερευνήσει καλύτερα το χώρο. Όπως κοιτούσε στα υπάρχοντα του Ξωτικού, είδε κάπου ενδιάμεσα στις βιβλιοθήκες ένα μισάνοιχτο σεντούκι μέσα από το οποίο έβγαινε χρυσό φως. Το αγόρι άνοιξε το σεντούκι και τι να δει; Ήταν γεμάτο από χρυσές λίρες, τόσες που θα έφταναν για να ζήσουν μέχρι και τα δισέγγονα του μες στον πλούτο και τη χλιδή! Δίχως καμία σκέψη, λοιπόν, το αγόρι άρπαξε το σεντούκι –που παρεμπιπτόντως του φάνηκε πολύ ελαφρύ – και το ‘σκασε από το παράθυρο, πριν προλάβει να γυρίσει ο Καλοκύρης. Βγαίνοντας στο δρόμο έτρεξε πιλάλα για το τείχος, ελπίζοντας να σταθεί το ίδιο τυχερός στην έξοδο όσο και στην είσοδο του στη Γη των Ξωτικών. Μα τότε, εκείνος ο άντρας που καθόταν στη σκεπή, τον ακολούθησε πηδώντας από στέγη σε στέγη και βρέθηκε μπροστά του λίγο πριν να φτάσει στην πύλη. Ο αυλός που κρατούσε νωρίτερα και έπαιζε μουσική είχε μετατραπεί σε ένα μακρύ γυαλιστερό ξίφος.» «Ήταν ο φύλακας της πύλης! Τι συνέβη λοιπόν; Πάλεψαν;» «Έτσι θα πίστευε κανείς. Όμως να ξέρεις ότι τα Ξωτικά, αν και είναι ικανά να εκδικηθούν με τους πιο άσχημους τρόπους τους ασεβείς ανθρώπους, ποτέ τους δεν σηκώνουν ούτε όπλο ούτε χέρι σε παιδί, όσο κακό κι αν τους κάνει.» «Τότε τι έγινε στην πύλη;» «Ο φύλακας του επέτρεπε την έξοδο με την προϋπόθεση να επέστρεφε αυτό που είχε κλέψει. Του είπε πως ο θησαυρός εκείνος ήταν πολύ πιο σπουδαίος από όσο νόμιζε το αγόρι. Όμως εκείνο δεν επρόκειτο να φύγει να με άδεια χέρια κι έτσι, με το σεντούκι στην αγκαλιά, όρμισε επάνω του σαν ταύρος. Ο φύλακας τότε τράβηξε μια σπαθιά στον αέρα και σαν να χώρισε μια για πάντα τους δυο κόσμους, το χωριό και το τείχος εξαφανίστηκαν και το αγόρι βρέθηκε στο δάσος. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή του φύλακα που είπε: «Είθε οι άνθρωποι να σε συγχωρήσουν για το κρίμα σου Μικρέ Κλέφτη.» Η Γη των Ξωτικών χάθηκε όμως το σεντούκι βρισκόταν στα χέρια του. Τώρα πια όμως ήταν στα χέρια του πολύ βαρύ, σχεδόν ασήκωτο. Και καθώς έκανε να τρέξει, σκόνταψε κι έπεσε και το περιεχόμενο του σεντουκιού σκορπίστηκε στο χώμα. Όταν συνήλθε, με τρόμο αντίκρισε τι πραγματικά ήταν αυτό που είχε κλέψει: γύρω του βρίσκονταν πεταμένες όχι λίρες αλλά ένας σωρός από γυάλινες σφαίρες, όλες τους θρυμματισμένες. Από μέσα τους πήγαζαν μέσα σε χρυσές λάμψεις χίλιες δυο εικόνες, άλλες που ήταν διαφορετικές κι άλλες τόσο τέλεια όμοιες. Έδειχναν αντικείμενα, πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις. Ήταν τα Όνειρα των Ανθρώπων που ως τότε φυλούσαν οι ξωτικοί Άρχοντες. Μα εκείνο το βράδυ, κλάπηκαν από ένα αγόρι, έπεσαν και έσπασαν.» «Δηλαδή χάθηκαν για πάντα;» «Όχι, δεν χάθηκαν. Ανηφόρισαν ψηλά στον ουρανό και έγιναν αστέρια. Από τότε οι άνθρωποι τα κοιτούν, αναζητώντας τα χαμένα όνειρα τους. Κάποιοι μπορούν να τα δουν, κάποιοι άλλοι όχι. Και κάθε που πέφτει ένα αστέρι, κάνουν ευχές για να βρουν και πάλι τα χαμένα όνειρα τους.» Εκείνη τη στιγμή ήχησε το καμπανάκι της εισόδου καθώς η πόρτα άνοιξε. Ήταν οι φίλες της Φωτεινής που της έλεγαν να φύγουν. «Δηλαδή η σφαίρα που είδα, είναι κομμάτι από εκείνο το θησαυρό;», ρώτησε τον παιχνιδά.» «Ναι. Όταν την κοίταξες, είδες μέσα της κάποιο σου όνειρο, σωστά; Όπως συνέβη τότε, με τον Μικρό Κλέφτη που κοιτώντας βιαστικά τις σφαίρες, είδε τις λίρες που ονειρευόταν.» «Μα πώς γίνεται να έχετε μία τέτοια σφαίρα άθιχτη αφού όλες εκείνες έσπασαν;» «Α, αυτό αγαπητή μου είναι μια άλλη ιστορία! Και ευχαρίστως θα σου την έλεγα μόλις, όμως δεν έχεις χρόνο. Να περάσεις και πάλι μια μέρα και εγώ θα σου την αφηγηθώ. Σίγουρα θα θες να μάθεις τι απέγινε ο Μικρός Κλέφτης.» «Θα μπορούσα να δω τη σφαίρα για άλλη μια φορά;» «Όταν ξανάρθεις με το καλό, θα σε αφήσω να την δει για λίγο.» «Δεν μπορώ. Ο πατέρας δεν μένει πια μαζί μας ενώ η μαμά μου δουλεύει όλες τις μέρες και δεν θα με αφήσει να βγω ξανά. Σήμερα ήταν τα κάλαντα.» «Την άλλη βδομάδα είναι Παραμονή Πρωτοχρονιάς που σημαίνει πως θα ξαναβγείς για τα κάλαντα! Θα σε περιμένω λοιπόν, μικρή μου. Να πας στο καλό!» Η Φωτεινή έφυγε από το παιχνιδάδικο αν και ήθελε να παραμείνει κι άλλο. Έκανε μια ολόκληρη εβδομάδα υπομονή ώστε να έρθει η άλλη Παραμονή και να επιστρέψει για να δει τη σφαίρα και να μάθει τι απέγινε ο Μικρός Κλέφτης και η Γη των Ξωτικών. Οι φίλες της δεν πήγαν μαζί της γιατί έφυγαν για διακοπές με τους δικούς τους, κι έτσι η Φωτεινή είχε για συνοδεία έναν από τους μεγάλους της αδελφούς, το Λουκά, παρά τη θέληση του επειδή δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις μέρες εκείνες. Το τι συνέβη όταν τα δύο αδέλφια επισκέφτηκαν το παιχνιδάδικο, αυτό φίλοι μου είναι μια άλλη ιστορία! Γιώργος Χατζηκυριάκος (Παρατηρητής) edit: η επικεφαλίδα Edited December 21, 2009 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Το τι συνέβη όταν τα δύο αδέλφια επισκέφτηκαν το παιχνιδάδικο, αυτό φίλοι μου είναι μια άλλη ιστορία! Να περιμένουμε και Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από 'σένα, Παρατηρητή; Ένα πολύ όμορφο παραμύθι, κύλησε νεράκι και μου έδωσε την αίσθηση ότι κάποιος μου το διηγήθηκε, και όχι ότι το διάβασα μόνη μου. Ωραίο αποτέλεσμα. Μόνο λίγο, σε ορισμένα σημεία, η γλώσσα δεν ταίριαζε με παραμύθι. Αλλά δεν με ενόχλησε, ήταν λεπτομέρεια. Δυο φράσεις μου φάνηκαν αταίριαστες να έχουν ειποθεί από μικρό παιδί. Μα γιατί το λέτε αυτό; Έχετε πολύ όμορφα παιχνίδια. Θα μπορούσαμε να τους ρίξουμε μια ματιά; Λίγο μικρομέγαλο μου φάνηκε. Και αυτή εδώ: Έμοιαζε λες κι εκείνη η περιοχή φυλούσε μέσα της τα χριστούγεννα για όσο καιρό απουσίαζαν από την υπόλοιπη Γη είναι πολύ δυνατή, πολύ ωραία φράση. Συμπικνωμένα Χριστούγεννα, δηλαδή; όμως, η ερημιά που περιγράφεις παρακάτω μου φάνηκε σκληρή, αταίριαστη μ' αυτή τη φράση που υπόσχεται γιορτινή, χαρούμενη ατμόσφαιρα και θαλπωρή. Περίμενα να δω ξωτικοπαίδια να ρίχνουν χιονόμπαλες το ένα στο άλλο, και να καλούν τον μικρό να παιξει μαζί τους, να φτιάξουν χιονάνθρωπους και να φάνε γλυκά που είχαν στις τσέπες τους από τη μαμά. Καλά Χριστούγεννα σου εύχομαι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dolph Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Πολύ όμορφα γραμμένο και έξυπνη η ιδέα μιας Χριστουγεννιάτικης ιστορίας για τον διαγωνισμό Από κει και πέρα, το τέλος με «ξενέρωσε». Κατά την ταπεινή γνώμη μου θα έπρεπε να τελειώσει κάπως αλλιώς. Επίσης, ενώ η ιστορία είναι γλυκειά, δεν είμαι σίγουρος το τί ήθελε να πεί. Ποιό ήταν το premise, η ουσία αυτών που ήθελες να μας πείς; Ακόμα και στο πιό απλό παραμύθι, ο συγγραφέας θέλει να πεί κάτι. Εδώ δεν το κατάλαβα προσωπικά. Συμπερασματικά: το έχεις! Η γραφή είναι μέσα σου και αυτό το παραμύθι μπορεί να καταλήξει σε κάτι πολύ όμορφο. Θα πρότεινα να το δούλευες κι άλλο, εκτός διαγωνισμού πλέον (που καλό είναι αυτό, γιατί ο διαγωνισμός μας περιορίζει), και να μας δώσεις μια πιό ολοκληρωμένη μορφή. Πρόσθεσε το τί έγινε στα επόμενα κάλαντα. Βάλε στην ιστορία τον μεγάλο αδελφό και πλέξε στην ιστορία την ιστορία του και πιθανόν γιατί δεν του αρέσουν αυτές οι μέρες. Κάντον να του αρέσουν- αν βγαίνει από την ιστορία αυτό! Κάνε πιό καθαρό αυτό που θέλεις να πείς, το νόημα της ιστορίας. Κάνε όλα αυτά και σου υπόσχομαι ότι θα διαβάζω το παραμύθι στα τρία μου παιδιά κάθε Χριστούγεννα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kalanapathw Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 οκ ενά θα πώ οτάν με το κάλο κάνω παιδία αυτό το παραμυθάκι θα ήθελα να τους το διαβάσω...προσεγμένο κατανοήτο και όπως όλα τα παραμύθια με ενα μικρό νόημα να κρύβεται πίσω απο τις λέξεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Waylander Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Οτι πρεπει για παιδικο παραμυθι η ιστορια σου. Πολυ καλογραμενη και με ωραια πλοκη.....Αντε και την Πρωτοχρονια η συνεχεια :thmbup: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 22, 2009 Share Posted December 22, 2009 Όπως έλεγα και πριν να μου κλείσει ο Μοζίλας στα μούτρα... γρομφ Γιώργο μου, δε μπορώ να μη σε φαντάζομαι να τα διηγήσε όλα αυτά στη μικρούλα σου σε λιγάκι (άντε σε δυο χρονάκια, λέω εγώ τώρα...) κι αυτό μου αφήνει μια γεύση ακόμη γλυκύτερη από αυτή που θα είχα από την ιστορία από μόνη της και μου είναι δύσκολο να κάνω προτάσεις. Υποθέτω πως το ότι δεν αφήνεις μια ξεκάθαρη αίσθηση του τι θες να μας πεις, οφείλεται στη συμπύκνωση της Νοέλα σε ένα κειμενάκι που δε μπορούσε να ξεπερνά τις 3500 λέξεις. Χάνεις κάτι από τη μαγεία της και δεν έχει αέρα να αναπνεύσει. Όμως, εμένα με έβαλες να κάνω ένα πολύ ξεκάθαρο διάλογο στο μυαλό μου διαβάζοντας: "Και που ξέρει βρε ο παππούς τι ακριβώς φορούσε το ξωτικό;" "Μα βρε χαζή, ο παππούς ήταν ο μικρός κλέφτης!" "Α! Οκ." Και κάπως με αυτό τον τρόπο με φτάνει αυτό σαν εξήγηση και σαν εξομολόγηση σε ένα παιδί, κάποιου που ίσως και να του στέρησε τα όνειρά του. Δεν ξέρω τι από αυτά είναι δικές μου σκέψεις και τι πράγματι μου είπες εσύ, όμως, σε κάθε περίπτωση, το κείμενο με έφτασε σε αυτά τα συμπεράσματα κι άρα είναι δικό του επίτευγμα. Τέλος με τις λογικές αηδίες μου τώρα. Μου άρεσε πάρα πολύ και επιτέλους, επιτέλους λέγω, μου δημιουργηθηκε διάθεση για τα φετινά Χριστούγεννα αλλά και για άλλα παραμύθια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Γιώργο, η κόρη σου είναι τυχερή που σε έχει μπαμπά. [Και ο δικός μου μου έλεγε παραμύθια για να με βοηθήσει να κοιμηθώ. Το αστείο είναι πως τα έβγαζε από το μυαλό του αυτοσχεδιάζοντας εκείνη την στιγμή, και όταν του ζητούσα να μου τα ξαναπεί το επόμενο βράδυ δεν θυμόταν ούτε τα μισά. Και δώσ'του εγώ να τον διορθώνω συνέχεια.] Είναι καλό λοιπόν που εσύ τα γράφεις. Και να μην σταματήσεις να τα γράφεις ποτέ. Γιατί οι ιστορίες σου δεν θα βγουν μόνο σαν βιβλίο. Θα βγουν εικονογραφημένες! Γιατί απλά ζωγραφίζεις και το κάνεις πανέμορφα. Σε ευχαριστώ για το παραμύθι, μπαμπά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Όση ώρα το διάβαζα ( εκτός του ότι το βρήκα πολύ όμορφο ) σκεφτόμουν τις εικόνες που μπορουν να το συνοδεύσουν και μπορώ να πω πως θα ήθελα να ήταν στην βιβλιοθηκη μου με τα παραμύθια !!! Με μάγεψε δεν μπορω να πω τίποτε άλλο ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Πολύ ωραίο παραμύθι, πολύ όμορφες εικόνες, τέλεια πλοκή… Πολλά έξυπνα ευρήματα και καλό τέλος, το οποίο όμως δε με ικανοποίησε αρκετά… Ήθελα κι άλλο. Κι αυτό να δεις που θα το ακούσεις σε λίγα χρόνια κι αντί να πέσει για ύπνο θα πρέπει να συνεχίσεις να εξιστορείς ως τα χαράματα (ή να της δώσεις το βιβλίο)! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
khar Posted December 24, 2009 Share Posted December 24, 2009 Όμορφο παραμύθι, με δυο τρεις πολύ ωραίες εικόνες. Θα το έλεγα ευχαρίστως σε ένα παιδί. Δεν κατάλαβα γιατί τα ξωτικά φυλούσαν τα όνειρα των ανθρώπων, ούτε γιατί έπρεπε να αναφέρεις αυτές τις δύο παρουσίες. Στο τέλος περίμενα ο καταστηματάρχης να είναι ο μικρός κλέφτης και η μπάλα αυτό που του απέμεινε από την κλοπή του. Νομίζω ότι αυτό θα έκλεινε πιο ομαλά την ιστορία, αν και ο παιχνιδάς πρέπει να γίνει πιο στενάχωρος, σαν χαρακτήρας. Ο Μικρός Κλέφτης και τα Όνειρα των Ανθρώπων,sxolia.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted December 25, 2009 Share Posted December 25, 2009 (edited) Δεν έχω να πω πολλά γι' αυτήν εδώ την ιστορία. Στέκεται εκεί που στέκεται. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι τούτο. Ο λόγος σου είναι τρομερός και φοβερός και αξιοζήλευτα υπέροχος. Ρέει. ΥΓ: Τα ξωτικά που μένουν στη χώρα της ανάγνωσης μου έδωσαν το ακόλουθο μήνυμα. ‘Πες σ’ αυτόν τον τύπο να βάλει μπρος και να γράψει μεγάλες βιβλιάρες των 200.000 λέξεων, γιατί εμείς, οι άρχοντες τις ανάγνωσης, θέλουμε κι άλλη απ’ αυτήν την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που μας προσφέρουν οι ιστορίες του.’ Edited December 25, 2009 by dagoncult Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Το 'χω ξαναπεί θαρρώ... έκαστος στο είδος του κι ο Παρατηρητής στα παραμύθια!! Χαίρομαι που διάβασα και μια χριστουγεννιάτικη ιστορία σ' αυτό το διαγωνισμό κι ειδικά όταν ήταν γραμμένη από 'σένα φίλτατε! Με τρελαίνουν τα κείμενα σου πάντα, δεν έχω τίποτα άλλο να πω!! Μπράβο και πάλι μπράβο! Πολύ ωραίες εικόνες απ' ένα μαγικό παραμύθι αντάξιο μεγάλων κλασσικών παραμυθιών! Συγχαρητήρια από μένα κι ευχές για καλή επιτυχία (που σίγουρα θα την έχεις!!) και καλές γιορτές!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Innerspaceman Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 (edited) Σε γενικές γραμμές μου άρεσε και εμένα το παραμύθι σου και η γλώσσα κυλούσε όπως πρέπει να κυλάει σε ένα παραμύθι. Δέν μπορώ να πώ ότι ενθουσιάστηκα και όλας όμως με την ιστορία σου. Μέχρι την μέση νομίζω ότι βαριόμουνα λίγο. Μετά την μέση, η ιστορία σου γίνεται πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πάλι νιώθω ότι κάτι της λείπει δέν είχε μιά ιδιαίτερη "ένταση" ένα σημείο αρκετά δυνατό να γαντζωθώ, που να με κρατά σε αγωνία για την συνέχεια. Ήταν απλά σαν να βλέπω μια ιστορία να εξελίσσετε μπροστά μου με ωραίες εικόνες, χριστουγεννιάτικη και παραμύθιακη όμορφη αίσθηση αλλά αρκετά "άνευρη". Μού άρεσε πολύ το σημείο που σχίζεται ο "κόσμος" των ξωτικών και του κόσμου μας στα δύο. Αυτά ήταν πολύ καλό καθώς επίσης και η σφαίρα που μέσα ο καθένας κοιτά τα όνειρα του. Μετά, με χάλασε κάπως και το "τέλος". Σάν απλά να ήταν δηλαδή μια ιστορία που έπρεπε αναγκαστικά κάπου να τελειώσει και την έκλεισες έτσι απλά. Βέβαια ίσως να ταιριάζει για το συγκεκριμένο στυλ αλλά προσωπικά δέν μου άρεσε. Σε γενικές γραμμές μου άφησε μια όμορφη χριστουγεννιάτικη αίσθηση αλλά με πολλά "αλλά" στην μέση... Edited December 26, 2009 by Innerspaceman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Αγαπητέ Παρατηρητή, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σιχαίνομαι οταν έρχονται παιδάκια στο σπίτι μας(ξέρεις αυτα τα μικρά ξαδερφάκια, μακρινά ανηψάκια, παιδιά φίλων των γονιών μου κτλ). Πάντα καταλήγω υπεύθυνη να τα μαζεύω και να τα κανω να περνάνε ευχάριστα και για να ειμαι ειλικρινής δεν ειμαι καθόλου καλή σ'αυτά. Αλλά φέτος, με την ιστορία σου που διάβασα, θα ήθελα πολύ να έρθουνε αυτά τα μικρά παιδάκια και να τους τη διαβάσω! (Ε... φαντάζομαι θα κοιμηθούν στο τέλος εε;; Έτσι δεν κανουν τα παιδιά μετά το τέλος μιας ιστοριας;; Ελπίζω...). Καλά στην τελική θα τη διαβασω στην αδερφή μου, άλλωστε τα παραμύθια δεν ειναι μονο για παιδια!!! Πραγματικά ήταν υπέροχη! Ως λάτρης των παραμυθιών και ιδιαίτερα των χριστουγεννιάτικων σου λέω ότι με μάγεψε και την απόλαυσα πραγματικά! Εξαιρετική! Μπράβο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 πολυ παραμυθένιο και αγνό ( ισως πάρα πολύ για τα γούστα μού ) αλλα δε περιμενα και κατι λιγότερο απο σένα, απολαυστικό και όντως σε κάνει να θές να περιμε΄νεις τα κάλαντα της προτωχρονιάς. Και οντως εικονογραφημένο θα ήταν υπέροχο ( ξυλομπογίες η παστέλ σε κοκκινα πρασινα καφε και κιτρινα ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 26, 2009 Share Posted December 26, 2009 Πολλές και ωραίες ιδέες συνδυάζει το παραμύθι τα είπαν και οι προηγούμενοι. Και το σκηνικό της, πολύ γοητευτικό. Τρελαίνομαι για μέρη με πληθώρα ασυνήθιστων αντικειμένων (θα το διαπίστωσες εξάλλου ). Ως μέρος μιας ευρύτερης ιστορίας, μια που μας υπόσχεσαι νέο επεισόδιο την Πρωτοχρονιά, ρέει πολύ καλά και μας βάζει στην αναμονή για τη συνέχεια. Άνετα θα μπορούσα να τη συστήσω σε μικρούς και μεγαλύτερους. Αν ωστόσο το σχολιάσω σαν αυτοτελή ιστορία, έχω ένα παράπονο, κι αυτό δεν είναι ότι δεν τελειώνει, αλλά ότι αργεί πολύ ν' αρχίσει. Εννοώ ότι περνάμε πολλή ώρα μέχρι να φύγει πρώτο μέρος της ιστορίας, πώς βγήκε η Φωτεινή για τα κάλαντα, πώς μπήκε στο μαγαζί, κουβέντες με τον καταστηματάρχη κλπ. και αδημονούμε να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Η συνέχεια βέβαια δεν μας απογοητεύει: Στα συν της ιστορίας το θέμα με τα όνειρα των ανθρώπων και η κρυστάλλινη σφαίρα, όπου βλέπουμε μέρος του άλλου κόσμου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted December 28, 2009 Share Posted December 28, 2009 Γενική εικόνα: Το πιο παραμύθι από τα παραμύθια του διαγωνισμού. Αφού περιέχει ένα παραμύθι, μέσα στο παραμύθι. Χεχε. Τι μου άρεσε: Η ιδέα φυσικά, καθώς κι οι ιδέες μέσα στην ιδέα -το μαγικό σπαθί, ας πούμε, που κόβει τους δύο κόσμους. Ο τρόπος της μετάβασης από την αφήγηση στο παραμύθι. Τι δε μου άρεσε: το τέλος! Δεν έπρεπε να μας αφήσεις με την απορία τι έγινε την άλλη φορά, ούτε και τι απέγινε ο Μικρός Κλέφτης, ούτε και ποια σχέση είχε ο Μικρός Κλέφτης με το παιχνιδά. Απαράδεκτος. Τσκ, τσκ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Πάρα πολύ όμορφο. Το βασικό κακό του νομίζω ότι είναι γραμμένο ακριβώς όπως θα το διηγούταν κάποιος σε ένα παιδί. Ως εκ τούτου, δουλεύει καλύτερα έτσι, παρά ως ανάγνωσμα. Το μαρτυράει άλλωστε και το τέλος. Αύριο το βράδυ θα σου πω, καλή μου, τι έγινε όταν τα δύο αδέλφια πήγαν στο παιχνιδάδικο. Και γι' αυτό μείναμε κι εμείς να περιμένουμε. Συμφωνώ ότι εχει κάποιες ασάφεις ως προς το νόημα και το σκοπό της. Αλλά από την άλλη, είναι γλυκό και όμορφο, όπως πρέπει να είναι ένα παιδικό παραμύθι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
supermario Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 Μια γλυκόπικρη ιστορία για τα χαμένα όνειρα που γίναν αστέρια!Ένα πολύ όμορφο χριστουγεννιάτικο παραμύθι που μάς επιστρέφει στην χώρα της αθωότητας των παιδικών μας χρόνων.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 29, 2009 Share Posted December 29, 2009 (edited) Κατ' αρχάς, εκείνος ο φύλακας πάνω στη στέγη, έπαιζε κιθάρα ή φλάουτο; Λοιπόν, διηγήθηκα την ιστορία στην κόρη μου, και την άκουσε με πολλή προσοχή, παρ' όλο που δεν έχει εμπειρία από κάλαντα και τρίγωνα, το σουηδεζάκι μου. Λίγο την ξενέρωσε που οι καλλικάντζαροι του δάσους δεν υπήρχαν στ' αλήθεια. Το ότι ο Μικρός Κλέφτης έβλεπε τον εαυτό του σε βελτιωμένη έκδοση ως ξωτικό, δεν την ξένισε καθόλου, το εξήγησε και σε μένα μάλιστα ("πως έχει ο σπάιντερμαν τη φωτεινή του πλευρά;" Λες κι εγώ έχω ιδέα από σπάιντερμαν..) Το Μικρό Κλέφτη με τον περιέγραψε ως εξής: τζην σορτσάκι, κίτρινο τί-σερτ, μαύρο γιλέκο, άσπρες κάλτσες, μαύρα παπούτσια με κόκκινα φουντάκια, καστανά μαλλιά και καφέ τραγιάσκα. Όταν τελείωσε (το άλλαξα λίγο, σε στιλ "η Φωτεινή πήγε κι άλλες φορές κι άκουσε πολλές-πολλές ιστορίες από το γέρο παιχνιδά" κι έτσι), τη ρώτησα πως της φάνηκε και με είπε "Ωραία. Πολύ καλή. Μπράβο μαμά." Αλλά μην ανησυχείς, απέδωσα τα του Καίσαρος. Πόσο χρονών είναι η Φωτεινή; Η δικιά μου πάντως είναι 9,5. Ευχαριστούμε πολύ και οι δύο για την ωραία ιστορία σας! Μας άρεσε! Edited January 1, 2010 by KELAINO Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.