Jump to content

μια μικρη αποπειρα


helena

Recommended Posts

 

Μπήκα στο χώρο υποδοχής κι έριξα μια ανήσυχη ματιά τριγύρω. Ανακουφίστηκα όταν διαπίστωσα πως ελάχιστοι περίμεναν καθισμένοι στις πολυθρόνες που γέμιζαν το χώρο. Το σκέφτηκα για λίγο και τελικά κάθισακι εγώ στην πιο αποτραβηγμένη καρέκλα. Δεν ήθελα να με βλέπει κανείς, λες κι όλοι όσοι βρισκόμαστε εκεί μέσα δεν αντιμετοπίζαμε πάνω κάτω τα ίδια προβλήματα. Στην αρχή πήρα ένα περιοδικό κι άρχισα να το ξεφυλλίζω σαν να μη μου είχε γίνει μάθημα η εμμονή μου αυτή, σαν να μην ήταν αυτή που με είχε ωθήσει στην τωρινή τραγική μου θέση. Στις πρώτες σελίδες νέα κορίτσια γεμάτα φρεσκάδα κι ανεμελιά εξέθεταν τα μισόγυμνα κορμιά και τα μογιατισμένα πρόσωπά τους σε κοιννή θέα. Χλώμιασα και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Άφησα στην άκρη διακριτικά το περιοδικό. Καμιά δεν ήταν σαν εκείνη που υπήρξε το φως και το σκοτάδι μου. Εκείνη που ήταν μόνο δική μου και κανενός άλλου ούτε καν του χρόνου. Λίγο αργότερα διαπίστωσα πως με παρατηούσε ένας μεσόκοπος άνδρας. Τον κοίταξα κι εγώ για μια στιγμή. Τα ρούχα του ήταν καλοραμμένα κι ακριβά, τα μάτια του άστραφταν πονηρά. Τι να τον βασάνιζε άραγε; Να είχε κι αυτός προβλήματα; Ποια δύναμη να ταλαιπωρούσε την ψυχή του; Για μια στιγμή θέλησα να του μιλήσω για μένα και να τον ρωτήσω για τα δικά του βάσανα αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή η μεγάλη πόρτα απέναντί μας άνοιξε. Δε μου άρεσε καθόλου εκείνη η πόρτα, με τρόμαζε επειδή με έφερνε αντιμέτωπο με τους χειρότερους φόβους μου. Κι αν δεν ήταν η Μάρθα ποτέ δε θα πατούσα το πόδι μου εκεί μέσα. Αν ζούσα μόνος δε θα δεχόμουν ποτέ να ξεγυμβνώσω την ψυχή μου σε μια άγνωστη γυναίκα. Αλλά είχαν γίνει πολλά το τελευταίο διάστημα και είχα θέσει τη ζωή της μάρθας σε κίνδυνο ή τουλάχιστον μου φαινόταν τότε.

 

Από την πόρτα φάνηκε μια νέα γυναίκα γύρω στα 30. ήταν λεπτή, φορούσε λευκό μακρύ φόρεμα και το λαιμό της στ΄λιζε ένα κολιε με μαργαριτάρια. Χαμογελούσε καθώς μας πλησίαζε. Πίσω της φάνηκε ένα λεπτό αγόρι γύρω στα 18. πήρε το τζιν μπουφαν του από μια καρέκλα και το φόρεσε. Η γυναίκα του έδωσε το χέρι της και του είπε βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να φύγει.

 

-Να μου τηλεφωνήσεις αμέσως αν συμβεί κάτι όσο ασήμαντο κι αν είναι. Το αγόρρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε αργά αργά χωρίς να τη χαιρετίσει. Εκείνη μας πλησίασε ακόμη περισσότερο και κοίταξε μια κάρτα στην οποία είχε γραμμένα τα ονόματά μας.

 

-Ποιος από εσάς είναι ο Στέφανος δημητριάδης; Σηκώθηκα κι έκανε δυο τρια αβέβαια βήματα προς το μέρος της. Μου έδωσε το χέρι της κι εγώ καθώς το έσφιγγα αναρωτιόμουν αν το χαμόγελό που στόλιζε μόνιμα τα χείλη της ήταν ειλικρινές ή απόκτημα των χρόνων της δουλειάς της. Κούνησε το κεφάλι στους υπόλοιπους και μου έγνεψε να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του γραφείου. Η μεγάλη πόρτα έκλεισε πίσω μας κι εγώ ένιωσα την αποφασιστηκότητα μου να με εγκαταλείπει. Ως τότε δεν φανταζόμουν πως οι ψυχίατροι είναι τόσο διορατικοί. Η γυναίκα μου πρόσφερε τσιγάρο και μου είπε μαντεύοντας τη σκέψη μου.

 

-δε θέλω να ανησυχείτε κύριε δημητριάδη. Δεν είμαι εδώ για να σας κρίνω αλλά για να σας ακούσω και να σας βοηθήσω. Κι αυτό όχι επειδή είναι πιο έξυπνη από εσάς αλλά επειδή τυχαίνει αυτή την εποχή το μυαλό μου να είναι πιο καθαρό από το δικό σας. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί αύριο μεθαύριο. Χαμογέλασα κι εγώ αχνά κι άναψα το τσιγάρο μου. Για λίγο δε μίλησε κανείς μας. Το ήξερα πως με περίμενε.

 

-δεν ξέρω από πού να αρχίσω και πώς να μιλήσω για όλα όσα συσσωρεύτηκαν μέσα μου. Είναι πολλά, εγώ ποτέ δε διάβαζα περιοδικά, ποτέ δεν αφηνόμουν σε δυνατά συναισθήματα με τόσο καταστροφικές συνέπειες.

 

-αφού έγινε κάτι τέτοιο κάποιος λόγος θα υπήρχε. Ίσως να ήταν απλά θέμα χρόνου. Αναρωτήθηκα πόσα να ήξερε για την ιστορία μου. Και πάλι είπε σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου.

 

-είμαι έτοιμη να σας ακούσω και να δεχτώ πως όλα έγιναν όπως θα περιγράψετε, φτάνει να μου μιλήσετε ελεύθερα κι ειλικρινά.

 

-Θα προσπαθήσω να τα πάρω από την αρχή είπα και βούλιαξα στο κάθισμά μου. Πόσοι πριν από εμένα να είχαν κάνει άραγε το ίδιο; Πόσες ιστορίες είχε ακούσει αυτή η γυναίκα;Γεννήθηκε στη σουηδία. Οι γονείς μου ήταν έλληνες που βρέθηκαν εκεί για δουλειές. Η μητέρα μου δίδασκε κάποτε ιστορία της τέχνης κι ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος. Ωστόσο χρειάστηκε για λίγο να αφήσουν και οι δυο αυτές τις δουλειές και να ετακομίσουν στη σουηδία γιια να βγάλουν κάποια χρήματα γρήγορα δουλεύοντας 18 ώρες την ημέρα. Γι’αυτό γεννήθηκα εκεί. Δε θυμάμαι τίποτα από αυτή τη χώρα γιατί δυο χρόνια μετά μετακομίσαμε μόνιμα στην αθήνα. Οι γονείς μου τα είχαν καταφέρει ευτυχώς. Μεγάλωσα μέσα σε ένα περιβάλλον αφιερωμένο στην εξύμνηση της τέχνης. Στο σπίτι μας γίνονταν κάθε τόσο καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις και η βιβλιοθήκη μας γέμιζε με τόμους αφιερωμένους στα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα. Όπως ήταν φυσικό λοιπόν τη λάτρεψα κι εγώ την τέχνη, θαμπώθηκα από τη μαγεία τη λάμψη αλλά και τον εσωτερισμό της. Κάθε βράδυ τέλειωνα νωρίς το διάβασμα για το σχολείο και αφιερωνόμουν στη ζωγραφική και στο σχέδιο. Ο πατέρας μου μου αγόραζε ειδικά βιβλία και μου έφερνε τους καλύτερους δασκάλους ενώ η μητέρα μου μου μιλούσε για την εξέλιξη της τέχνης αυτής μέσα στους αιώνες. Την άκουγα άπληστα και ρουφούσα την κάθε της φράση. Ζωγράφιζα παντού, στο σπίτι στο σχολείο στο τραίνο στο πάρκο. Όλοι μου οι φίλοι νε με πείραζαν για την εμμονή μου αυτή και μου έλεγαν πότε στ’αστεία και πότε στα σοβαρά πως θα μου δημιουργήσει προβλήματα στη ζωή μου. Εγώ γελούσα ανέμελα και βροντερά και απέδιδα τα σχόλια τους αυτά στη ζήλια και στο γεγονός πως κατά τη γνώμη μου ήταν άτεχνοι και αδαείς. Πρόσεχα τους πίνακές μου και δεν άφηνα κανέναν να τους αγγίξει. Οι γονείς μου ήταν περήφανοι για μένα, δε θα μπορούσαν φυσικά να προβλέψουν αυτά που θα γίνονταν αργότερα. Κάποτε τέλειωσα το σχολείο και μπήκα στη σχολή καλών τεχνών. Μπήκα πρώτος εύκολα. Ήμουν ευτυχισμένος. Ο πατέρας μου υποσχέθηκε πως θα με έστελνε στο εξωτερικό για μμεταπτυχιακά αμέσως μόλις θα αποφοιτούσα. Το μόνο που τους στενοχωρούσε ήταν που δεν είχα κοπέλα. Καμιά δεν είχε περάσει από τη ζωή μου ως τότε. Εμένα δε με ένοιαζε να ερτευτώ, πίστευα πως θα γινόταν αργά ή γρήγορα, δεν καταλάβαινα πως σιγά σιγά είχα αρχίσει να αποτραβιέμαι από τον κόσμο. Η κοινωνική μου ζωή περιοριζόταν όλο και περισσότερο και όλοκαι λιγότερο συναντούσα τους συμφοιτητές μου εκτός πανεπιστημίου. Αργότερα έμαθα πως μου είχαν κολλήσει το χαρακτηρισμό ο «παράξενος». Ήμουν ευχαριστημένος ναμένω στο σπίτι και να ζωγραφίζω. Σταματούσα μόνο για να κοιμάμαικαι να τρώω κι αυτά μόνο όταν καταλάβαινα πως το πινέλο ετοιμαζόταν να γλιστρήσει από τα δάχτυλά μου. Σταμάτησα και κάρφωσα τα μάτια μου στο κολιε της. Η γυναίκα μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά.

 

-Και τη μάρθα; Πότε τη γνωρισες; Οενικός με τάραξε βαθιά, δε μου άρεσε. Δεν είπα τίποτα ωστόσο και συνέχισα.

 

-Η Μάρθα έκανε το μοντέλο για ένα συμφοιτητή μου. Τη συνάντησα για πρώτη φορά όταν πέρασα από το σπίτι του. Μου είχε τηλεφωνήσει λίγο πριν ζητώντας μου να ρίξω μια ματιά στη δουλειά του. Δέχτηκα πρόθυμα. Τόδε διέθετα εκείνη την έπαρση που σκοτώνει κάθε όμορφο συναίσθημα που πάει να αναπτυχθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Έφτασα στο σπίτι ακριβώς τη συμφωνημένη ώρα. Είδα τη Μάρθα καθισμένη σε ένα μεγάλο βελούδινο καναπέ. Είχε λουλούδια περασμένα στα μαλλιά της. Ήταν πολύ λεπτή και καλοφτιαγμένη, μικροσκοπική κι εύθραυστη,γλυκιά και θελκτική. Ναι, μου άρεσε πολύ και της το είπα λίγο αργότερα. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο εγώ που ήμουν τόσο εσωστρεφής. Εκείνη κολακεύτηκε σχεδόν αμέσως που την πρόσεχε ένας τόσο ξεχωριστός καλλιτέχνης. Φαίνεται πως είχε δει κάποιο έργο μου. Βοήθησα το συμφοιτητή μου να ολοκληρώσει τον πίνακα και κάλεσα τη Μάρθα στο σπίτι. Ήρθε χωρίς δισταγμό και ζωγραφίσαμε μαζί. Ύστερα μου πρότεινε να πάμε για ένα ποτό αλλά εγώ αρνήθηκα. Το ίδιο έγινε κάμποσες φορές ακόμη. Τότε ήταν που με διέκοψε η γυναίκα.

 

-τι ήταν αυτό που σε τράβηξε σε κείνη τη γυναίκα; Απάντησα γρήγορα.

 

-θα μου χρειαζόταν κι εμένα σαν μοντέλο για τους πίνακές μου. Επιπλέον τότε αποφάσισα πως ένας γάμος με μια γυναίκα πειθήνια θα εξυπηρετούσε τα σχέδιά μου. Ήθελα να γίνω γνωστός, να πουλάω πίνακες σε όλη την ευρώπη. Μου χρειαζόταν μια γυναίκα που θα έστεκε στο πλάι μου αμίλητη και κάποτε θα γεννούσε το παιδί μου. Η μάρθα ήταν ερωτευμένη μαζί μου δεν προσπάθησε να το κρύψει. Όπως μου είπε αργότερα πίστευε πως η δόξα αν ερχόταν θα με γαλήνευε κάποτε. Μόνο που αυτό δεν έγινε και η ζωή της μαζί μου γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Σταμάτησα και πάλι αυτή τη φορά για να πιω λίγο εμφιαλομένο νερό. Ξαφνικά δε μπορούσα να μείνω άλλο στο παρελθόν, βιαζόμουν να φτάσω στο σήμερα, να ξεθάψω τα προβλήματά μου. Τα πρώτα χρόνια του γάμου μας κύλησαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, το παιδί που επιθυμούσε η μάρθα δεν ερχόταν αλλά της έλεγα να μην ανησυχεί. Ωστόσοη ανησυχία της ήταν δικαιολογημένη αφού όσο περνούσε ο ακιρός τόσο λιγότερο την άγγιζα. Ίσως έφταιγε που η δόξα δεν ερχόταν και που τελικά διορίστηκα καθηγητής καλλιτεχνικών σε ένα σχολείο. Αυτό με τσάκισε αλλά εκείνη έδιειχνε ανακουφισμένη. Έλπιζε πως τώρα θα ζούσαμε πιο αρμονικά, ανάμεσα σε φίλους. Μα τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Λίγο καιρό πριν αποφάσισα πως δεν άντεχα να κοιμάμαι άλλο μαζί της και μετακόμισα στο σαλόνι του σπιτιού. Άρχισα να της μιλάω όλο και λιγότερο κι επέστρεψα στα πινέλα και στις μπογιές που είχα αφήσει για λίγο όταν κατάλαβα πως δε θα γινόμουν ο δεύτερος Πικάσο. Οι λίγοι φίλοι που μας επισκέπτονταν αραιά εξαφανίσθηκαν και η μάρθα άρχισε να συχνάζει στα σαλόνια συναδέλφων της. Ούτε εκείνη με άντεχε πια αλλά δε μπορούσε και να με αφήσει. Τότε ήταν που γνώρισα τη Τζίνα. Το περιοδικό το είχε αγοράσει ένας μαθητής μου που πατούσε το πρώτο σκαλί της εφηβίας. Το ξεφύλλιζε μια μέρα και γελούσε με τους συμμαθητές του. Όταν μπήκα στην τάξη θέλησε να το κρύψει αλλά εγώ δεν τον άφησα. Πλησίασα και έσκυψα πάνω από το θρανίο για να κοιτάξω. Η προσοχή των αγοριών ήταν στραμμένη σε μια κοπέλα που φορούσε ένα κορμάκι με χρυσές πούλιες. Ήταν πανέμορφη, μια νέα μελαχρινή θεά, έτσι τη χαρακτήρισα τότε από μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή με κυρίευσε ένα δυνατό ρίγος.το στομάχι μου άρχισε να πονάει αλλά το αγνόησα και κάθισα στην έδρα. Όταν τέλειωσε το μάθημα πήγα σε ένα περίπτερο κι αγόρασα το περιοδικό. Το έκρυψα μέσα στα μπλοκ ζωγραφικής των μαθητών μου και γύρισα σπίτι. Η Μάρθα μου έβαλε να φάω κι όπως πάντα έκανε μια απόπειρα να πιάσει μαζί μου κουβέντα αλλά εγώ της απαντούσα μονολεκτικά ώσπου έγινε φανερό πως ήθελα να με αφήσει ήσυχο. Το κατάλαβε κι έφυγε αδιαμαρτύρητα. Χρειάστηκε να δει το μαχαίρι στα δάχτυλά μου λίγο καιρό αργότερα για να με ρωτήσει ουρλιάζοντας αν την είχα αγαπήσει ποτέ. Πάντα ήμουν μοναχικός αλλά από τότε που η Τζίνα μπήκε στη ζωή μου έγινα κυριολεκτικά απροσπέλαστος. Εκείνο το μεσημέρι που έφυγε η γυναίκα μου άπλωσα μπροστά μου το περιοδικό και την κοιτούσα τρώγοντας. Κι όσο παράξενο κι αν ακούγεται ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως επικοινωνούσα με κάποιον. Την κοίταζα ώρα ώσπου σηκώθηκα κι έβαλα ένα cd κλασικής μουσικής να παίζει σε χαμηλή ένταση. Κι εκεί ανάμεσα στο βιολί και την άρπα μου φάνηκε πως την άκουσα να γελάει. Ήταν το πιο αληθινό γέλιο που έφτασε ποτέ στ’αφτιά μου. Τότε κάθισα κοντά στο περιοδικό κι άρχισα να μιλάω για τη ζωή και τα όνειρά μου που είχαν παραμείνει όνειρα. Μου φάνηκε πως είδα ζωή στα μάτια της κι αυτό μου έδωσε θάρρος. Από τότε της μιλούσα κάθε μέρα και κάθε νύχτα για τα πάντα. Τη μάρθα την έβλεπα όλο και λιγότερο. Σιγά σιγά έφτασα να πιστεύω πως γυναίκα μου ήταν η κοπέλα της φωτογραφίας. Στην αρχή δε με ένοιαζε να μάθω ποια ήταν, μου έφτανε που την είχα εκεί, κοντά μου. Το γέλιο της γυναίκας μου φάνταζε ψεύτικο κι αλόκοτο αλλά το γέλιο της άρπας είχε αποκτήσει ταυτότητα.

 

Κάθε φορά που κοίταζα εκείνο το πρόσωπο με τις τέλειες άψογες γραμμές τα τοξωτά φρύδια και τα κατακόκκινα χείλη ένιωθα πως κάθε πρόβλημα που με βασάνιζε χανόταν ξαφνικά κι η βαρύτητά του εξανεμιζόταν. Ένιωθα πως γινόμουν και πάλι παιδί κι από το νου μου περνούσαν χιλιάδες περιστατικά της παιδικής μου ηλικίας μικρά και μεγάλα που τα ανέλυα σε κείνη τη γυναίκα. Κάποτε ωστόσο θέλησα να μάθω ποια πραγματικά ήταν κι αυτό επειδή είδα μια διαφήμηση στην τηλεόραση στην οποία μια γυναίκα που της έμοιαζε καταπληκτικά ζητούσε από το φίλο της να την αλείψει με ένα νέο αντιηλιακό λάδι. Έφτασα σε σημείο να ανοίγω την τηλεόραση αμέσως μόλις γύριζα στο σπίτι για να δω ξανά και ξανά εκείνη τη διαφήμηση. Όσο την έβλεπα τόσο σιγουρευόμουν πως επρόκειτο για την ίδια γυναίκα. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά κάθε μέρα. Κι ένα πρωί πήρα τη μεγάλη απόφαση, θα ρωτούσα εκείνο το μαθητή μου να μου πει ό,τι γνώριζε για κείνη. Τραύλιζα καθώς του μιλούσα αλλά το αγόρι γέλασε κι άρχισε να μου δίνει πληροφορίες για τη γυναίκαπου είχε στοιχιώσει τη ζωή μου. Ήταν ελληνοιταλίδα, παντρεμένη με κάποιον επιχειρηματία. Ετοιμαζόταν να κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο εκείνη την εποχή. Η ταινία θα έκανε πρεμιέρα σε λίγες ημέρες. Αποφάσισα να πάω να τη δω κι έκανα υπομονή. Εξεκολουθούσα να περνάω τα βράδια μου μιλώντας στη φωτογραφία της αλλά ο ενθουσιασμός μου άρχιζε να σβήνει. Αυτή τη γυναίκα την ήθελα για τον εαυτό μου. Με τρέλαινε η σκέψη πως την αγκάλιαζε κάποιος άλλος άνδρας.

 

Κάποτε έφτασε η μέρα της πρεμιέρας. Δήλωσα πως ήμουν άρρωστος στη δουλειά κι όλο το πρωί κατέστρωνα το σχέδιό μου. Η Μάρθα είχε προτείνει να έρθει μαζί μου βλέποντας με να ετοιμάζομαι. Αρνήθηκα προφασιζόμενος κάποια γελοία δικαιολογία. Έπρεπε να το φανταστώ πως θα με ακολουθούσε. Μπήκα στον κινηματογράφο μισή ώρα πριν την έναρξη της ταινίας και κάθισα σε μια γωνιά.άρχισα να παρατηρώ τον κόσμο που άρχισε νακαταφτάνει λίγο αργότερα. Οι πιο πολλοί ήταν άνδρες νέοι και χαρούμενοι. Πίστευα πως ήταν κι εκείνοι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα κι αμέσως τους έκανα όλους εχθρούς μου. Ήταν δική μου.

 

Δε θα την ξεχάσω εκείνη την ταινία. Η τζίνα φλέρταρε με τρεις άνδρες ταυτόχρονα για να καταλήξει με έναν τέταρτο. Πάλευα να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου σφίγγοντας τις γροθιές μου αλλά στο τέλος δεν άντεξα να τη βλέπω. Φιλιόταν με κείνον τον άνδρα κι έμοιαζε ευτυχισμένη.

 

Έγειρα στην καρέκλα μου και κοίταξα την ψυχίατρο.

 

Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Όρμησα με το μαχαίρι στα χέρια, ήθελα να τη σκοτώσω. Όλοιάρχισαν να ουρλιάζουν έντρομοι αλλά ξεχώρισα εύκολα μέσα στις φωνές εκείνη της Μάρθας. Είχε προσπαθήσει να τρέξει κοντά μου για να με εμποδίσει φωνάζοντας μου πως με αγαπούσε. Βρέθηκε μπροστά μου και για μια στιγμή έστρεψα το μαχαίρι κατά πάνω της. Εκείνη έφταιγε που ζούσα έτσι. Ύστερα ένιωσα κάτι να με χτυπά στο κεφάλι και λιποθύμησα. Όταν συνήλθα η Μάρθα καθόταν δίπλα μου στο κρεβάτι και μου κρατούσε σφιχτά το χέρι. Θέλησα να της μιλήσω μα δε μπόρεσα. Έτσι άρχισε να μου μιλάει εκείνη. Η φωνή της ήταν γλυκιά, πιο γλυκιά από ποτέ. Σιγά σιγά με έπεισε πως η ζωή μου ανήκε, πως θα ζούσαμε οι δυο μας ευτυχισμένοι μακριά από όλους. Θα φεύγαμε μου είπε, φτάνει να ερχόμουν εδώ πρώτα. Θέλησα να τη ρωτήσω αν θα με φυλάκιζαν αλλά εκείνη δε με άφησε. Έτσι δέχτηκα να έρθω. Της πρότεινα να έρθει μαζί μου ως εδώ αλλά αρνήθηκε λέγοντας μου πως θα με περίμενε στο σπίτι. Όσο εγώ θα έλειπα εκείνη θα ετοίμαζε τις βαλίτσες μας.

 

Σταμάτησα κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν φανερό πως δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Κρεμόμουν από τα χείλη εκείνης της γυναίκας. Όσο περίμενα να μιλήσει την κοίταζα κρυφά χωρίς να ανοίγω εντελώς τα μάτια μου. Ήταν όμορφη πάντως. Θα μπορούσε άραγε να γινόταν ηθοποιός;

 

τελος

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

helena το κοίταξες αφου το τελείωσες στον επεξεργαστή κειμένου πριν το ανεβάσεις εδώ;

Link to comment
Share on other sites

Κανενα προβλημα. αυτοεγινε επειδη δε βλεπω και χρησιμοποιω τον υπολογιστη με τη βοηθια ενος αναγνωστη οθονης

 

 

Link to comment
Share on other sites

Οκ. τότε ας αρχίσουμε:

 

Γράφεις: "Εκείνη που ήταν μόνο δική μου και κανενός άλλου ούτε καν του χρόνου. "

 

Επειδή αναφέρεσαι στην αρχή σε πρόσωπα, δεν είναι πολύ ταιριαστό να λες μετά για τον χρόνο ως έτος. Μήπως ανέφερες κάπως το χρόνο ως πρόσωπο;

 

"Δε μου άρεσε καθόλου εκείνη η πόρτα, με τρόμαζε επειδή με έφερνε αντιμέτωπο με τους χειρότερους φόβους μου."

 

Μήπως καλύτερα "Δεν μου αρέσε αυτο που ήταν πίσω από την πόρτα"

 

αυτά για τώρα..

Link to comment
Share on other sites

ο χρονος προσωποποιειται κατα καποιο τροπο. οσο για αυτο με την πορτα οχι δεν αναφεροταν στη γιατρο δεν τη γνωριζε αλλα καθε ενσταση δεκτη και συζητησιμη

Οκ. τότε ας αρχίσουμε:

 

Γράφεις: "Εκείνη που ήταν μόνο δική μου και κανενός άλλου ούτε καν του χρόνου. "

 

Επειδή αναφέρεσαι στην αρχή σε πρόσωπα, δεν είναι πολύ ταιριαστό να λες μετά για τον χρόνο ως έτος. Μήπως ανέφερες κάπως το χρόνο ως πρόσωπο;

 

"Δε μου άρεσε καθόλου εκείνη η πόρτα, με τρόμαζε επειδή με έφερνε αντιμέτωπο με τους χειρότερους φόβους μου."

 

Μήπως καλύτερα "Δεν μου αρέσε αυτο που ήταν πίσω από την πόρτα"

 

αυτά για τώρα..

Link to comment
Share on other sites

Πρώτα να σχολιάσω τη μορφοποίηση του κειμένου. Εκεί που έχω πρόβλημα να παρακολουθήσω το κείμενο είναι, το πότε σταματάει να μιλάει ένας χαρακτήρας και πότε αρχίζει η περιγραφή. Κάτι που θα βοηθούσε πολύ, είναι μόλις τελείωνε να μιλάει ο χαρακτήρας, απλώς να άλλαζες παράγραφο για να συνεχίσεις την περιγραφή. Ή την ομιλία του κάθε χαρακτήρα να την έβαζες μέσα σε εισαγωγικά. (κάτι πιο πολύ χρησιμοποιημένο από εμάς στο φόρουμ). Επίσης όταν κάνεις μια περιγραφή και ετοιμάζεται να μιλήσει κάποιος, και γράφεις για παράδειγμα: "Η γυναίκα του έδωσε το χέρι της και του είπε βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να φύγει." Αν μπορείς, βάζε άνω κάτω τελεία όταν τελείωνεις την πρόταση, και ξεκινάει μετά ο διάλογος. Τέλος έχεις κάποια συντακτικά λαθάκια, όπως το "έλπιζε" είναι κανονικά "ήλπιζε".

 

Τώρα ας πάμε στην ίδια την ιστορία. Από τη στιγμή που γράφεις: "Εκείνη που ήταν μόνο δική μου και κανενός άλλου ούτε καν του χρόνου." Περίμενα το τέλος να είναι πιο τραγικό από αυτό που διάβασα. Γιατί τελικά μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον (αφού ζει). Επίσης γράφεις "ποτέ δεν αφηνόμουν σε δυνατά συναισθήματα με τόσο καταστροφικές συνέπειες." τελικά όμως οι συνέπειες δεν ήταν τόσο καταστροφικές διαβάζοντας το τέλος.

 

Συνεχίζοντας για τον κεντρικό χαρακτήρα έχω κάποιες παρατηρήσεις. Πρώτον όταν μπαίνει σε ένα ξένο χώρο και ειδικά σε ένα γραφείο ψυχιατρίου, δεν ρωτάει αν μπορεί να καπνίσει (τουλάχιστον από ευγένεια); Έπειτα όταν αρχίζει να μιλάει για τον εαυτό του λέει: "Γεννήθηκε στη σουηδία." Εδώ δεν θα έπρεπε να το γράψεις σε πρώτο πρόσωπο; Εδώ είναι και ένα καλό παράδειγμα για τη δυσκολία που έχω στο να καταλάβω πότε σταματάνε οι σκέψεις του και πότε μιλάει δυνατά, κι έτσι θα βοηθούσε η καλύτερη μορφοποίηση του κειμένου. Επιπρόσθετα κάτι δεν μου κάθεται καλά στο συνειρμό των σκέψεων του, στην αρχή όταν μιλάει για τη Μάρθα. Μιλάει για γάμο μαζί της ενώ ακόμα δεν την έχει γνωρίσει καλά καλά. Πώς ήξερε ότι θα έστεκε δίπλα του αμίλητη; Τέλος, με εντυπωσιάζει η αυτογνωσία του σε σχέση με την εσωστρέφεια του, ενώ δεν καταλαβαίνει την εμμονή που ξεκινάει να έχει με κάποιες εικόνες.

 

Σαν συμπέρασμα να πω ότι ίσως θα βολευόμουν καλύτερα με ένα άσχημο τέλος, εκεί μάλιστα θα μου ήταν πιο πιστευτή η επίσκεψη του στον Ψυχίατρο. Για να το έκανε λόγω της Μάρθας πρέπει να την αγαπούσε πάρα πολύ και να μπορούσε να δει λίγο πέρα από την "τρέλα" του. Κατα τα άλλα, είναι ένα πολύ καλό ξεκίνημα και για κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα δίηγημα με αυτήν την πλοκή σαν βαση. Επειδή η ιστορία σου έχει στοιχεία που την κάνουν ελκυστική. Τώρα το μόνο που χρειάζεσαι είναι πολύ εξάσκηση και δουλειά για να γίνεις ακόμα καλύτερη!

Edited by twocows
Link to comment
Share on other sites

ευχαριστω πολυ για τις επισημανσεις.

Λοιπον οπωσδηποτε υπαρχουν και στιγμες μεγαλυτερης πνευματικης καθαροτητας στην τρελα γι'αυτο καιπηγε εκει που πηγε.

ναι, η επομενη θα εχει πολυ καλυτερη μορφοποιηση, θα το προσεξω.

Και παλι σε ευχαριστω

Πρώτα να σχολιάσω τη μορφοποίηση του κειμένου. Εκεί που έχω πρόβλημα να παρακολουθήσω το κείμενο είναι, το πότε σταματάει να μιλάει ένας χαρακτήρας και πότε αρχίζει η περιγραφή. Κάτι που θα βοηθούσε πολύ, είναι μόλις τελείωνε να μιλάει ο χαρακτήρας, απλώς να άλλαζες παράγραφο για να συνεχίσεις την περιγραφή. Ή την ομιλία του κάθε χαρακτήρα να την έβαζες μέσα σε εισαγωγικά. (κάτι πιο πολύ χρησιμοποιημένο από εμάς στο φόρουμ). Επίσης όταν κάνεις μια περιγραφή και ετοιμάζεται να μιλήσει κάποιος, και γράφεις για παράδειγμα: "Η γυναίκα του έδωσε το χέρι της και του είπε βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να φύγει." Αν μπορείς, βάζε άνω κάτω τελεία όταν τελείωνεις την πρόταση, και ξεκινάει μετά ο διάλογος. Τέλος έχεις κάποια συντακτικά λαθάκια, όπως το "έλπιζε" είναι κανονικά "ήλπιζε".

 

Τώρα ας πάμε στην ίδια την ιστορία. Από τη στιγμή που γράφεις: "Εκείνη που ήταν μόνο δική μου και κανενός άλλου ούτε καν του χρόνου." Περίμενα το τέλος να είναι πιο τραγικό από αυτό που διάβασα. Γιατί τελικά μπορεί να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον (αφού ζει). Επίσης γράφεις "ποτέ δεν αφηνόμουν σε δυνατά συναισθήματα με τόσο καταστροφικές συνέπειες." τελικά όμως οι συνέπειες δεν ήταν τόσο καταστροφικές διαβάζοντας το τέλος.

 

Συνεχίζοντας για τον κεντρικό χαρακτήρα έχω κάποιες παρατηρήσεις. Πρώτον όταν μπαίνει σε ένα ξένο χώρο και ειδικά σε ένα γραφείο ψυχιατρίου, δεν ρωτάει αν μπορεί να καπνίσει (τουλάχιστον από ευγένεια). Έπειτα όταν αρχίζει να μιλάει για τον εαυτό του λέει: "Γεννήθηκε στη σουηδία." Εδώ δεν θα έπρεπε να το γράψεις σε πρώτο πρόσωπο.Εδώ είναι και ένα καλό παράδειγμα για τη δυσκολία που έχω στο να καταλάβω πότε σταματάνε οι σκέψεις του και πότε μιλάει δυνατά, κι έτσι θα βοηθούσε η καλύτερη μορφοποίηση του κειμένου. Επιπρόσθετα κάτι δεν μου κάθεται καλά στο συνειρμό των σκέψεων του, στην αρχή όταν μιλάει για τη Μάρθα. Μιλάει για γάμο μαζί της ενώ ακόμα δεν την έχει γνωρίσει καλά καλά. Πώς ήξερε ότι θα έστεκε δίπλα του αμίλητη; Τέλος, με εντυπωσιάζει η αυτογνωσία του σε σχέση με την εσωστρέφεια του, ενώ δεν καταλαβαίνει την εμμονή που ξεκινάει να έχει με κάποιες εικόνες.

 

Σαν συμπέρασμα να πω ότι ίσως θα βολευόμουν καλύτερα με ένα άσχημο τέλος, εκεί μάλιστα θα μου ήταν πιο πιστευτή η επίσκεψη του στον Ψυχίατρο. Για να το έκανε λόγω της Μάρθας πρέπει να την αγαπούσε πάρα πολύ και να μπορούσε να δει λίγο πέρα από την "τρέλα" του. Κατα τα άλλα, είναι ένα πολύ καλό ξεκίνημα και για κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα δίηγημα με αυτήν την πλοκή σαν βαση. Επειδή η ιστορία σου έχει στοιχεία που την κάνουν ελκυστική. Τώρα το μόνο που χρειάζεσαι είναι πολύ εξάσκηση και δουλειά για να γίνεις ακόμα καλύτερη!

Link to comment
Share on other sites

Απ' ότι φαίνεται ξέχασα δυο ερωτηματικά στις προτάσεις μου, στη μέση περίπου του σχολίου μου. Αλλά μάλλον θα κατάλαβες ότι έλειπαν. (Πάντως το επεξεργάστηκα για μια άλλη φορά για καλό και για κακό) Ελπίζω helena να δούμε κι άλλες τέτοιες απόπειρές σου!

Link to comment
Share on other sites

Γεια σου Helena, καλωσήρθες στο φόρουμ!

 

Δεν διαβασα τα παραπανω σχόλια γι'αυτο λυπάμαι αν κάτι έχει ήδη ειπωθεί.

Η ιστορία σου μου άρεσε πάρα πολύ! Είχε ενδιαφέρον, δε βαρέθηκα ούτε μια στιγμή. Ήθελα μόνο να διαβασω παρακάτω για να δω τι θα γίνει.

Ο ήρωας σου είναι πολύ ρεαλιστικός με τρομερό ενδιαφέρον σαν άνθρωπος και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τράβηξε. Θα μπορούσες να γράψεις μια νουβέλα με αυτή την ιστορία, αν το ήθελες. Πιστεύω ότι έχεις το υλικο.

 

Θα πρέπει να προσέξεις λίγο τη μορφή των διαλόγων σου. Να ξεχωρίζουν με καλύτερο τρόπο απ'τις σκέψεις των ηρώων. Τα εισαγωγικά είναι ένας καλός τρόπος μαζί με τα κόμματα.

Σίγουρα θέλει ένα πέρασμα για να διορθώσεις κάποιες φράσεις που δεν κάθονται καλά, ορθογραφικά, τυπογραφικά και διαφορα άλλα λαθάκια.

 

Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος σαν αυτόν, με τόση δυσπιστία και τόσους φόβους στην αρχή, δύσκολα θα ξεδιπλωνόταν έτσι εύκολα στη συνέχεια. Αυτός με το που άρχισε να μιλαει στην ψυχίατρο(ψυχολόγο-'οτι ήταν) δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Εντάξει ήθελε προφανώς να μιλήσει και να τα πει κάπου αλλά φαινεται λίγο αναληθές. Καταρχήν είναι εσωστρεφής υποτίθεται, δε νομίζεις ότι ξεφουρνίζει πολύ εύκολα τη ζωή και τα συναισθήματά του;

Και ίσως ο λόγος του να μη μοιάζει τόσο προφορικός όσο γραπτός. Μάλλον σε κάποια σημεία παρασύρθηκες. Και είναι λογικό. Δηλαδή όλο αυτό μου θύμισε σε μεγάλο βαθμό ημερολόγιο!

 

Πέρα απ'αυτά, όπως σου είπα και πιο πάνω η ιστορια σου μου άρεσε πολύ και το τέλος εξαιρετικό. Η γραφή σου(αν εξαιρεσουμε το τεχνικο μερος) είναι όμορφη και άμεση.

Χαίρομαι λοιπον γι'αυτη τη μικρη απόπειρα, με το καλο ν'ακολουθήσουν κι αλλες....

Edited by lizbeth_covenant
Link to comment
Share on other sites

Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος σαν αυτόν, με τόση δυσπιστία και τόσους φόβους στην αρχή, δύσκολα θα ξεδιπλωνόταν έτσι εύκολα στη συνέχεια. Αυτός με το που άρχισε να μιλαει στην ψυχίατρο(ψυχολόγο-'οτι ήταν) δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Εντάξει ήθελε προφανώς να μιλήσει και να τα πει κάπου αλλά φαινεται λίγο αναληθές. Καταρχήν είναι εσωστρεφής υποτίθεται, δε νομίζεις ότι ξεφουρνίζει πολύ εύκολα τη ζωή και τα συναισθήματά του;

 

Δεν είμαι σίγουρος για αυτό. Μερικές φορές όσο πιο εσωστρεφής είμαι, τόσα περισσότερα θέλω να πω όταν έχω πάρει απόφαση να τα πω. Να τα βγάλω όλα αυτά που έχω μέσα μου. Απλώς χωρίς να το καταλάβω όσο περισσότερο μιλάω τόσο λιγότερα λέω. Θέλω να πω, ο χαρακτήρας μιλάει για τις σκέψεις του και συμπεριφορές του, αλλά τελικά δεν μας μίλησε για τους φόβους του, δεν μας μίλησε για αυτό που πραγματικά τον ταρακούνησε. Αυτό μετά ο ψυχίατρος ή ψυχοθεραπευτής θα χρειαστεί να συζητήσει με τον πελάτη του. Αυτό που θα περίμενα και δεν συνέβη είναι να τον δω ταρακουνημένο και συναισθηματικά φορτισμένο, μια συγκήνηση καθώς μοιράζεται επιτέλους κάποια πράγματα με κάποιον για πρώτη φορά. Είναι σαν το νερό από ενα μπουκάλι που η μόνη διέξοδος που έχει να βγει είναι μέσα από το λεπτό λαιμό του. Αν βρει έστω μια άλλη τρυπούλα, θα βγει και από εκεί με μεγάλη πίεση.

Edited by twocows
Link to comment
Share on other sites

Και 'γώ τη βρήκα πολύ ωραία την απόπειρα. Η συμπεριφορά του ήρωα δε με φάνηκε παράξενη, φαίνεται να θεωρεί τον εαυτό του τελείως ¨παρεξηγημένη μεγαλοφυϊα". Οπότε κλείνεται στον εαυτό του, θεωρώντας τους ανθρώπους ανάξιούς του, και μιλάει ευχαρίστως για το αγαπημένο του θέμα, την πάρτη του.

 

Αλλά η δικιά μου απορία είναι: Γιατί δε σηκώθηκε να φύγει η Μάρθα; Καμμιά φορά αναπτύσσεται ένα είδος εξάρτησης σε τέτοιες σχέσεις (μακρυά από μας!φτου!φτου!), αλλά εδώ ο ίδιος ο ήρωας, που βλέπει τον κόσμο αποκλειστικά και μόνο από τη δική του σκοπιά, λέει πως "δεν μπορούσε". Γιατί;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστω πολυ για τα σχολια.

Λοιον η ιστορια γραφτηκε στα πλαισια μιας μικρης εργασιας. μου δοθηκαν οι στιχοι απο ενα κομματι του σωκρατη μαλαμα κι εγω επρεπε να σκαρωσω μια ιστοριουλα με βαση τα μηνυματα που θα μου περνουσαν οι στιχοι.

Λιζμπεθ ωραια η ιδεα για τη νουβελα, γιατι οχι;

Οπωσδηποτε θα μπορουσε να γινει περισσοτερη δουλεια και θα γινει.

θα προσεχω και τη μορφοποιηση αλλα ζηταω εκ των προτερων συγνωμη για οσα θα μου ξεφευγουν επειδη δε βλεπω.

Θα ακολουθησουν κι αλλες αποπειρες που με την επικοδομητικη συζητηση ελπιζω να πυκνωνουν και να βελτιωνονται.

Και 'γώ τη βρήκα πολύ ωραία την απόπειρα. Η συμπεριφορά του ήρωα δε με φάνηκε παράξενη, φαίνεται να θεωρεί τον εαυτό του τελείως ¨παρεξηγημένη μεγαλοφυϊα". Οπότε κλείνεται στον εαυτό του, θεωρώντας τους ανθρώπους ανάξιούς του, και μιλάει ευχαρίστως για το αγαπημένο του θέμα, την πάρτη του.

 

Αλλά η δικιά μου απορία είναι: Γιατί δε σηκώθηκε να φύγει η Μάρθα; Καμμιά φορά αναπτύσσεται ένα είδος εξάρτησης σε τέτοιες σχέσεις (μακρυά από μας!φτου!φτου!), αλλά εδώ ο ίδιος ο ήρωας, που βλέπει τον κόσμο αποκλειστικά και μόνο από τη δική του σκοπιά, λέει πως "δεν μπορούσε". Γιατί;

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..