Jump to content

Το σχολείο


SpirosK

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Κακούρης Σπυρίδων

Είδος:τρόμος

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:περίπου 5985

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Το διήγημα αυτό ολοκληρώθηκε τα Χριστούγεννα του 2007 και το είχα κρατήσει "στο ντουλάπι"... Κάποια στιγμή το έστειλα σε ένα διαγωνισμό (των εκδόσεων "Αρχέτυπο" νομίζω), αλλά καθώς δεν ξανάκουσα τίποτα για το διαγωνισμό αυτό ξεχάστηκε και πάλι "στο ντουλάπι" μέχρι που το θυμήθηκα σήμερα που διάβασα τις ιστορίες του Dim, και λέω 2 χρόνια μετά, να το εκθέσω σε ανελέητη (ελπίζω) κριτική. :dazzled: Ο τρόμος δεν είναι το είδος μου, οπότε μάλλον θα είναι χιλιο-ειπωμένα κλισέ για τους ειδήμονες. For the record πάντως, η ιδέα προέρχεται από μια αληθινή ιστορία φαντασμάτων για το σχολέιο στο χωριό και την εποχή του πατέρα μου (από τον οποίο και την άκουσα, εξ'ού και οι ημερομηνίες στο 1963 :-) ). Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους πάνω-κάτω... (και οι γιαγιάδες-ξορκίστρες βασίζονται σε πραγματικές γιαγιάδες του χωριού επίσης)

 

 

--> <--

 

 

1963, η πρώτη μέρα

 

Στηριζόμενος στον τοίχο, κοίταζα τη φωτογραφία με ανάμεικτα συναισθήματα, Από τα σκυθρωπά μας πρόσωπα θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι ξέραμε το κακό που επρόκειτο να μας συμβεί. Στη θέα των παλιών μου συμμαθητών αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια πλημμύρισαν το μυαλό μου… Το κουδούνι του σχολείου όμως με επανέφερε στο παρόν. Πήγα γρήγορα στην τάξη μου. «Καλημέρα κύριε!» είπαν εν χωρώ τα παιδιά. «Καλημέρα παιδιά» απάντησα και ξεκίνησα το πρώτο μου μάθημα.

 

Το σχολείο εξακολουθούσε να είναι μονοθέσιο, όπως και όταν πήγαινα εγώ δημοτικό, αν και τα παιδιά ήταν πλέον πολύ περισσότερα από τότε, εικοσιτέσσερα αντί για δώδεκα. Όσον αφορά τη λειτουργία του σχεδόν τίποτα δεν είχε αλλάξει από τα παιδικά μου χρόνια: εγώ θα έκανα μάθημα στα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων και αυτά εκ περιτροπής στους μικρότερους. Η μόνη σημαντική αλλαγή ήταν το κτίριο. Το ετοιμόρροπο σπίτι το οποίο στέγαζε το σχολείο όταν ήμουν μικρός είχε, με εξαίρεση τον πίσω τοίχο, κατεδαφιστεί και στη θέση του είχε χτιστεί ένα μεγαλύτερο και σαφώς πιο γερό. Η διαρρύθμιση του ήταν απλή, η είσοδος βρισκόταν στο μέσο περίπου της πρόσοψης και ένας κεντρικός διάδρομος που ξεκινούσε από αυτή χώριζε το κτίριο σε δύο αρκετά ευρύχωρες και ευήλιες αίθουσες. Για λόγος ασφαλείας των παιδιών, η πόρτα της μιας αίθουσας βρισκόταν κοντά στην είσοδο, ενώ της άλλης κοντά στον απέναντι τοίχο, ο οποίος είχε χτιστεί κολλητά στον τοίχο του παλιού σχολείου που είχε παραμείνει άθικτος.

 

Η μία από αυτές τις δύο αίθουσες ήταν το δωμάτιό μου, καθώς δεν υπήρχε άλλος χώρος για να μείνω. Είχαμε αναγκαστεί να πουλήσουμε το πατρικό μου σπίτι στο χωριό, όταν είχα μπει στο πανεπιστήμιο και ο θείος μου δεν μπορούσε να με συντηρήσει οικονομικά άλλο πια. Για ενοικιαζόμενα δωμάτια ούτε λόγος στο χωριό, η φτώχια και το γεγονός ότι πολλές γενιές ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, δεν άφηναν χώρο για τρίτους. Τα μόνα μέρη στα οποία θα μπορούσα να μείνω ήταν κάποια αποθήκη, κάποιο δωμάτιο στο κτίριο της κοινότητας ή στη δεύτερη αίθουσα του σχολείου. Αψηφώντας τα αντεπιχειρήματα και τη δυσφορία του κοινοτάρχη, προτίμησα να μείνω στο σχολείο. Πολύ εύκολα και γρήγορα, με την προσθήκη ενός κρεβατιού, μιας παλιάς καρέκλας, ενός εξίσου παλιού και φθαρμένου τραπεζιού, μιας σόμπας και μιας λάμπας με υγραέριο, η δεύτερη, άδεια, αίθουσα διαμορφώθηκε σε πρόχειρο δωμάτιο.

 

Η πρώτη μέρα στο σχολείο κύλησε ομαλά, τα παιδιά είχαν δίψα για μάθηση και ήταν γεμάτα ενέργεια, χωρίς όμως να περνάνε τα όρια της απειθαρχίας και να με φέρνουν σε «δύσκολη θέση». Μόνη παραφωνία, ένα μικρό συμβάν στο τέλος των μαθημάτων. Ήταν παράδοση στο χωριό κάθε πρωί, λίγο πριν χαράξει, ένα παιδί να πηγαίνει στο σχολείο και να χτυπάει το κουδούνι, μια μικρή καμπάνα δίπλα στην κεντρική είσοδο. Τη στιγμή που ανακοίνωσα ότι θα επέλεγα ποιο παιδί θα ξεκινήσει την επόμενη μέρα σιωπή απλώθηκε στην τάξη και όλα τα παιδιά γύρισαν και με κοίταξαν ικετευτικά. «Κύριε», μίλησε ο Γιάννης, το μεγαλύτερο παιδί της έκτης, και όλα τα παιδιά τον κοίταξαν επιτιμητικά, «θα σας ήταν εύκολο να…» κοίταξε το πάτωμα και συνέχισε χαμηλόφωνα «…χτυπάτε εσείς το κουδούνι, μιας που θα κοιμάστε κιόλας εδώ;» Τα βλέμματα όλων των παιδιών καρφώθηκαν και πάλι πάνω μου.

 

Παρά τις επίμονες ερωτήσεις μου, τα παιδιά αρνήθηκαν να μου εξηγήσουν γιατί δεν ήθελαν να έρθουν, όμως η απαίτησή τους δε μου φάνηκε παράλογη. Άλλωστε αυτά τα παιδιά, όπως και εγώ στην ηλικία τους, περνούσαν τα απογεύματα τους, μετά τη μελέτη, στα χωράφια βοηθώντας τους γονείς τους. Δεν υπήρχε λόγος να τα επιβαρύνω με περιττές αγγαρείες. Με το που συμφώνησα, τα πρόσωπά τους έλαμψαν και πάλι και βγήκαν έξω γελώντας.

 

Το απόγευμα, επειδή λόγω διάφορων συγκυριών δεν είχα μπορέσει να έρθω νωρίτερα από αργά το προηγούμενο βράδυ στο χωριό, αφοσιώθηκα στο καθάρισμα του δωματίου και την τακτοποίηση των αποσκευών μου. Κάποια στιγμή, ενώ δίπλωνα τα ρούχα μου, βρήκα σε μια από τις τσέπες του σακακιού μου την αναμνηστική φωτογραφία της παλιάς μου τάξης. Πρέπει να την είχα βάλει στην τσέπη ασυναίσθητα το πρωί, όταν χτύπησε το κουδούνι του σχολείου και την είχα ξεχάσει εκεί. Καθώς την έβαζα και πάλι στην τσέπη, μου φάνηκε ότι είδα κάτι να κινείται πάνω της. Πιστεύοντας ότι επρόκειτο απλώς για κάποιο έντομο ή σκιά, την τίναξα ελαφρώς και την άφησα δίπλα στο κρεβάτι μου.

 

Ο ύπνος μου ήταν ανήσυχος. Εφιάλτες με εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια με βασάνιζαν. Το σπάσιμο της πόρτας, τα κλάματα των άλλων παιδιών, οι σπαρακτικές κραυγές των γονιών μας, ήχοι και σκηνές που θα ήθελα να έχω ξεχάσει κυριαρχούσαν στα όνειρα μου. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου ιδρωμένος, παρόλο που είχε αρκετό κρύο. και για μερικές στιγμές αφότου ξύπνησα μου φάνηκε ότι ακόμα άκουγα τα κλάματα των παλιών μου συμμαθητών. Γρήγορα όμως συνήλθα και συνέχισα τον ύπνο μου, ίδιο ανήσυχο και εφιαλτικό μέχρι το πρωί.

 

 

1943, πρωί

 

Έβρεχε δυνατά εκείνη τη μέρα, κάτι ασυνήθιστο στο χωριό μας μέσα Νοέμβρη, όμως οι Γερμανοί μίλαγαν τόσο έντονα που τους άκουγα καθαρά καθώς περνούσα από μπροστά τους για να πάω στο σχολείο. Ήμουν οχτώ χρονών τότε και πήγαινα πρώτη δημοτικού. Ήταν συνήθης πρακτική εκείνη την εποχή οι γονείς να μη δηλώνουν την αληθινή χρονολογία γέννησης των παιδιών τους, για να πάνε σχολείο αργότερα. Επιπλέον, όπως όλα τα παιδιά στο χωριό, θα πήγαινα σχολείο τα πρωινά μόνο μέχρι να μάθω να γράφω, να διαβάζω και να μετράω. Ύστερα θα σταματούσα να πηγαίνω για να ασχοληθώ αποκλειστικά με την τέχνη που θα με βοηθούσε να ζήσω την οικογένειά μου, την οποία μάθαινα τα απογεύματα στα χωράφια από τους γονείς μου.

 

Αν και δεν καταλάβαινα τη γλώσσα τους, ήξερα για τι πράγμα μιλούσαν οι Γερμανοί. Η αντίσταση είχε ετοιμάσει ένα μεγάλο χτύπημα στις Γερμανικές πομπές εφοδίων, όμως κάποιος τους είχε προδώσει. Οι Γερμανοί είχαν στήσει ενέδρα και είχαν συλλάβει το γιο της Κυρά-Κώσταινας, το ορφανό τον φωνάζαμε όλοι. Οι υπόλοιποι αντιστασιακοί ή σκοτώθηκαν ή κατάφεραν να ξεφύγουν. Όπως είχαμε μάθει από τον άνθρωπό μας στο στρατηγείο των Γερμανών, ο χερ-Κομαντάτ ετοίμαζε αντίποινα. Όλοι φοβόντουσαν, καθώς κανείς δεν ήξερε ποιοι θα κληθούν για παραδειγματισμό.

 

Ένα παιδί όμως δε νοιάζεται τόσο για αυτά, όσα κι αν του λένε οι γονείς του. Παρόλο που νιώθει το φόβο και το μίσος γύρω του, δεν κατανοεί το πώς και το γιατί και χάνει το ενδιαφέρον του για αυτά. Έτσι κι εγώ, αγνοώντας ηθελημένα όλα όσα γίνονταν γύρω μου, έτρεχα εκείνη τη μέρα από υπόστεγο σε υπόστεγο, καθώς δεν είχα πάρει ομπρέλα μαζί μου, με μόνο φόβο μην αργήσω στο σχολείο και με βάλει τιμωρία ο δάσκαλος.

 

 

1963, η δεύτερη μέρα

 

Η δεύτερη μέρα στο σχολείο κύλησε το ίδιο ομαλά όπως η πρώτη. Πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή είχα άγχος για το αν θα τα ήμουν καλός δάσκαλος, αυτός ήταν ο πρώτος μου διορισμός, όμως πλέον ήμουν αισιόδοξος ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Μετά το σχολείο, με επισκέφθηκε ένας από τους γονείς των παιδιών, ο κυρ-Ανέστης, που ήταν επίσης πατέρας της Γιάννας, συμμαθήτριας μου στο δημοτικό. Είχε πατήσει τα σαράντα πλέον και τα ξανθά μαλλιά του είχαν ήδη αρχίσει να ασπρίζουν. Μου έφερε λίγο μαγειρευτό φαγητό επειδή «ξέβρομ’ ότι είσαι μόνος σ’ και όσο μπορούμ’ θα φέρνουμ’ φαγί». Με τον κυρ-Ανέστη συζητήσαμε για τα προσωπικά μας, την ανάπτυξη του χωριού, το παρόν και το μέλλον του. Κάποια στιγμή, ενώ μιλάγαμε για τις οικογένειές μας ο Κυρ-Ανέστης είπε ότι «είν’ μεγάλο κρίμα που δεν είν’ άλλ’ στην ηλικία σου στο χουριό, μια γυναίκα, να στρώσ’» και μου φάνηκε ότι ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του.

 

Πριν πάω για ύπνο το βράδυ, παρακινούμενος από την κουβέντα μου με τον κυρ-Ανέστη, ξανακοίταξα τη φωτογραφία της παλιάς μου τάξης. Προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα ότι το πρόσωπό μου στη φωτογραφία ήταν δε φαινόταν, γιατί ήταν καλυμμένο από κάποιου είδους λεκέ. Τον έτριψα με το χέρι μου χωρίς όμως αποτέλεσμα. Καθώς σηκώθηκα να φέρω ένα υγρό πανί, μου φάνηκε προς στιγμήν ότι τα πρόσωπα των συμμαθητών μου στη φωτογραφία χαμογέλασαν ειρωνικά. «Ιδέα μου» σκέφτηκα και αφότου έβρεξα ένα μικρό πανάκι με λίγο νερό, συνέχισα να τρίβω προσεκτικά. Ούτε αυτή τη φορά τα κατάφερα. Όταν πια ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, άκουσα γέλια μικρών παιδιών ακριβώς έξω από το δωμάτιό μου. Κρατώντας ένα λυχνάρι, καθώς δεν υπήρχε ακόμα παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο χωριό, κοίταξα στο διάδρομο. Το μόνο που φαινόταν ήταν το τρεμόπαιγμα της φλόγας του λυχναριού στους τοίχους. Ήχοι παιδιών που τρέχουν γελώντας ακούστηκαν από το πίσω μέρος του σχολείου. «Τα παιδιά με κατασκοπεύουν.» σκέφτηκα, γύρισα στο δωμάτιό μου και κοιμήθηκα.

 

Ο ύπνος μου το δεύτερο βράδυ ήταν το ίδιο ανήσυχος με την πρώτη μέρα.

 

 

1943, μεσημέρι (1η σκηνή)

 

«Παιδιά πλησιάζει η ώρα να πάτε σπίτια σας! Γιάννα, μάζεψε τα τετράδια των παιδιών και άφησέ τα στην έδρα!» Η Γιάννα, δεκατεσσάρων ετών τότε, με τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε κοτσίδες και πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν τα σημάδια της ακμής, ήταν το παιδί της έκτης που μας έκανε μάθημα εκείνη τη μέρα. «Συγγνώμη; Μπορώ;» Με ένα προφανώς ψεύτικο χαμόγελο η Γιάννα πήρε το τετράδιό μου. Είδα τα μελαγχολικά μάτια της και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν καταλαβαίνει όσα γίνονται γύρω μας και αν αυτό είναι που της προκαλεί μελαγχολία. Γρήγορα όμως το ξέχασα και απορροφήθηκα στο να ανταποδώσω τα πειράγματα του διπλανού μου.

 

Λίγο μετά, τη στιγμή που ο ήλιος είχε αρχίσει δειλά-δειλά να βγαίνει χλωμός πίσω από τα σύννεφα και να ζωγραφίζει ένα υπέροχο ουράνιο τόξο στον ουρανό και που ο κρύος αέρας είχε σταματήσει να φυσάει, ο δάσκαλος μας τελείωσε τον έλεγχο των εργασιών μας και το γράψιμο παρατηρήσεων και σηκώθηκε όρθιος. Εμείς σταματήσαμε τα πειράγματα και πήραμε τα βιβλία στα χέρια μας, έτοιμοι να φύγουμε. Ο δάσκαλος άνοιξε το στόμα του για να πει αυτό που ανυπομονούσαμε να ακούσουμε και τότε ακριβώς, με ένα δυνατό κρότο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα.

 

 

1963, η τρίτη μέρα

 

Την τρίτη μέρα το πρωί τα παιδιά ενδιαφέρονταν περισσότερο για το πώς περνάω τα βράδια μου στο σχολείο παρά για το μάθημά τους. Οι σακούλες που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται κάτω από τα μάτια μου και η ομιλία μου, που ήταν πιο αργή και σιγανή απ’ ότι συνήθως, πρόδιδαν τους ανήσυχους ύπνους που είχα. Πέραν αυτού το μάθημα ολοκληρώθηκε κανονικά.

 

Το μεσημέρι μου έφερε φαγητό η γριά-Χαρίκλεια. Έχοντας περάσει τα ογδόντα, το ροζιασμένο πρόσωπο της και το κοκαλιάρικο, σκυφτό σώμα της ήταν μάρτυρες μιας μεγάλης και κουραστικής ζωής. Φορούσε μαύρα ρούχα, το παραδοσιακό, επίσης μαύρο, μαντήλι στα μαλλιά και πολλά δαχτυλίδια στα δάχτυλα. Έμοιαζε περισσότερο με γριά μάντισσα και τα λόγια της ενίσχυαν την εντύπωση αυτή. Δεν ήθελε να μιλήσουμε για τη ζωή στο χωριό, παρά μόνο για ιστορίες και θρύλους που ήταν συνδεδεμένοι με διάφορα μέρη του.

 

Μέσα σε λίγες ώρες είχα μάθει τόσο ιστορικά γεγονότα όσο και μυθικές ιστορίες για τα περισσότερα μέρη του χωριού. Όταν τη ρώτησα όμως για το αν υπήρχε κάποιος θρύλος για το σχολείο γούρλωσε τα μάτια και είπε «Αυτό θα έπρεπ’ να το ξέρ’ς ήδ’», αρνούμενη να μου εξηγήσει τι εννοούσε. Μονάχα με ρώτησε για τις δύο προηγούμενες νύχτες και όταν της είπα τι έγινε, είπε μόνο «θα σι προστατέψουμ’! Μόν’ κάν’ υπομονή!»

 

Πριν πάω για ύπνο εκείνο το βράδυ, θέλησα και πάλι να δω την παλιά φωτογραφία της τάξης μου, όμως δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά στο δωμάτιό μου. Σκεπτόμενος ότι ίσως να βρισκόταν στην αίθουσα διδασκαλίας, πήρα το λυχνάρι και πήγα να ψάξω. Πόσο διαφορετική φαινόταν η αίθουσα το βράδυ! Στο αχνό φως του λυχναριού και χωρίς τη ζωντάνια των παιδιών έμοιαζε με αίθουσα καταναγκαστικής εργασίας, σκληρή και αποκρουστική. Έδιωξα από το μυαλό μου τις σκέψεις αυτές και άρχισα να ψάχνω. Τη στιγμή που την εντόπισα, κάτω από το θρανίο που βρισκόταν δίπλα στο κεντρικό παράθυρο, είδα επίσης στην άκρη του οπτικού μου πεδίου μου δύο ξανθιές κοτσίδες να περνούν απ’ έξω. Χωρίς να το σκεφτώ, έτρεξα, άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Εκτός από το αδύναμο φως των λυχναριών σε μερικά παράθυρα, κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι και εκτός από τους γρύλους και τα διάφορα ζώα του χωριού που ακούγονταν από μακριά, κανένας άλλος θόρυβος δε διατάρασσε τη γαλήνη της νύχτας.

 

Γυρίζοντας προς τα μέσα για να πάρω τη φωτογραφία, είδα κάτι απρόσμενο. Στην πόρτα της αίθουσας στεκόταν και μου χαμογελούσε η Γιάννα. Ήταν ακόμα δεκατεσσάρων χρονών, ίδια με την τελευταία φορά που την είδα, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήμαστε συμμαθητές. Έμεινα αποσβολωμένος, ανίκανος να αντιδράσω ή να σκεφτώ λογικά, καθώς έβλεπα το χαμογελαστό πρόσωπό της να μεταμορφώνεται σταδιακά. Αίμα έτρεξε στο πρόσωπό της, αρχικά από τα μάτια της των οποίων οι βολβοί φάνηκαν να ρευστοποιούνται σε αίμα, και ύστερα από πληγές που άνοιξαν στο μέτωπο και τα μάγουλά της, ενώ τα μαλλιά της άσπρισαν και έπεσαν. Το σώμα της ζάρωσε και το δέρμα άρχισε να κολλάει στα κόκαλά της, λες και η σάρκα από κάτω εξαερωνόταν. Έφερε τα χέρια στο πρόσωπό της ουρλιάζοντας και το ψηλάφισε, Αργά έφερε τα κοκάλινα δάχτυλά της στα μάτια και τα έχωσε μέσα στις κόγχες. Δεν πιστεύω ότι ποτέ στη ζωή μου θα ακούσω πιο σπαρακτική και εφιαλτική κραυγή από αυτή που έβγαλε καθώς βγήκε από την αίθουσα και έστριψε στο διάδρομο προς τη μεριά του πίσω τοίχου. Με αργές κινήσεις αρχικά, που μηχανικά -καθώς το μυαλό μου άδειαζε από σκέψεις για να μην αντιμετωπίσει τη φρίκη που μόλις είχα βιώσει- γίνονταν όλο και πιο γρήγορες, την ακολούθησα. Κοίταξα στο διάδρομο, όμως δε βρισκόταν κανείς εκεί. Ξαφνικά, γέλια μικρών παιδιών ακούστηκαν πίσω από τον τοίχο, τα οποία σταδιακά ανακατεύτηκαν με θρήνους και ουρλιαχτά, μέχρι που αντικαταστάθηκαν εντελώς από αυτά.

 

Αυτά που έβλεπα και άκουγα δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με τη λογική και ίσως για αυτό η λογική δεν ανταποκρινόταν στο απεγνωσμένο κάλεσμα μου. Επέστρεψα στην αίθουσα διδασκαλίας και μην μπορώντας να σκεφτώ κάτι άλλο να κάνω, σήκωσα την παλιά φωτογραφία από το πάτωμα. Η μορφή μου είχε καλυφτεί εντελώς από ένα κόκκινο λεκέ, που έμοιαζε με ξεραμένο αίμα. Ένιωσα τον πανικό να με κυριεύει. Άρχισα να τρίβω το λεκέ κλαίγοντας, όμως ήταν πλέον μέρος της φωτογραφία, λες και όταν είχε τραβηχτεί υπήρχε ένας λεκές από αίμα στο φακό. Εκείνη τη στιγμή είδα τη φωτογραφία να αλλάζει, τα σκυθρωπά πρόσωπα των παλιών μου συμμαθητών να αποκτούν ένα μοχθηρό χαμόγελο, ο λεκές να ρευστοποιείται και να ρέει ως αίμα στα χέρια μου, χωρίς όμως να εξαφανίζεται από τη φωτογραφία. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο! Μανία με κατέλαβε και άρχισα να σκίζω τη φωτογραφία ουρλιάζοντας! Πρώτα σε δύο κομμάτια, μετά σε τέσσερα και συνέχισα έτσι μέχρι που τα κομματάκια ήταν τόσο μικρά που δεν μπορούσα να τα σκίσω σε μικρότερα. Ύστερα τα πάντα σκοτείνιασαν.

 

 

1943, μεσημέρι (2η σκηνή)

 

Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στην αίθουσα και άρχισαν να μας βγάζουν έξω με κάθε τρόπο: σπρώχνοντας, κλωτσώντας, τραβώντας μας από τα μανίκια, το γιακά, ακόμα και τα μαλλιά, όπως τη Γιάννα, που την τράβηξαν από τις κοτσίδες τόσο δυνατά που άρχισε να κλαίει από τον πόνο. Ο δάσκαλος προσπάθησε να τους λογικέψει, όμως δύο στρατιώτες τον έπιασαν από τα χέρια και τον πήγαν στη διπλανή αίθουσα. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Πολλά παιδιά τρόμαξαν και άρχισαν να κλαίνε, αυτό όμως δεν πτόησε τους κατακτητές, που συνέχισαν να μας τραβάνε και να μας σπρώχνουν. Τελικά μας συγκέντρωσαν όλους στην αυλή του σχολείου.

 

Έξω από το φράχτη του σχολείου, πίσω από Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί για να βεβαιώσουν ότι θα μείνουν μακριά μας, βρίσκονταν οι γονείς μας. Μερικοί προσπαθούσαν να περάσουν στην αυλή φωνάζοντας και κλαίγοντας, άλλοι μας κοίταζαν βουβοί με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους και άλλοι είχαν κάτσει παράμερα και αγκαλιάζονταν δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλο.

 

«Πάρτε εμένα!» φώναξε κλαίγοντας η μητέρα του Βαγγέλη, που με κάποιο τρόπο είχε καταφέρει να περάσει τους Γερμανούς στρατιώτες και το φράχτη και τώρα ήταν στην αυλή του σχολείου και έτρεχε προς το μέρος μας. «Θα πάρω εγώ τη θέση του!!». Όμως δεν μπορέσαμε να δούμε τι συνέβη, γιατί εκείνη τη στιγμή μας έκλεισαν τα μάτια με μαντήλια. Ακούσαμε όμως Γερμανικές φωνές και ήχους δυνατών χτυπημάτων. Η φωνή της μεσήλικης γυναίκας δεν ξανακούστηκε. Ο Βαγγέλης έβαλε τα κλάματα και άρχισε να φωνάζει «Μαμά!», όμως αφού ακούστηκαν μερικοί ήχοι χτυπημάτων ακόμα σώπασε και αυτός.

 

 

1963, η τέταρτη μέρα

 

Την τέταρτη μέρα δεν έγινε μάθημα στο σχολείο. Καθώς το κουδούνι δε χτύπησε, κάποιοι γονείς ήρθαν στο σχολείο και με βρήκαν αναίσθητο στο πάτωμα της αίθουσας. Αφού με μετέφεραν στο κρεβάτι μου, κάλεσαν το γιατρό του χωριού ο οποίος, παρόλο που είχε πολλά χρόνια εμπειρία, δεν μπόρεσε να διαγνώσει από τι πάσχω. Στο τέλος μου έδωσε μερικά χάπια γενικής χρήσης, να τα παίρνω «πρωί - μεσημέρι – βράδυ, μετά το φαγητό» και έφυγε σκεφτικός.

 

Δεν ήταν ο μόνος που με επισκέφθηκε εκείνη τη μέρα. Ο κοινοτάρχης και επικεφαλείς των μεγαλύτερων οικογενειών του χωριού, ήρθαν επίσης να με δουν, άλλοι από τυπικό καθήκον, άλλοι για να εκτιμήσουν αν τα παιδιά τους κινδυνεύουν να αρρωστήσουν και άλλοι από καθαρή περιέργεια. Όλοι μου ευχήθηκαν «περαστικά» ή «σιδερένιος» και έφυγαν μουρμουρίζοντας σκεφτικοί.

 

Αφού νύχτωσε, με επισκέφτηκε και η γριά-Χαρίκλεια, συνοδευόμενη από δύο άλλες μαυροντυμένες γυναίκες, τη γριά-Στάθω και τη γριά-Κώσταινα. Όλες τους ήταν εμφανώς ανήσυχες. «Μην ανησ’χείς» μου είπε η γριά-Στάθω, «Ξέρομ’ τι συμβαίνει. Δε θ’ αφήκομε τον έξαποδώ να σι πάρ’.» Αφού σκόρπισαν αλάτι στο χώρο του σχολείου και γύρω από αυτό και έραναν με αγιασμό το δωμάτιό μου, κάθισαν γύρω από το κρεβάτι μου στο πάτωμα και άρχισαν να ψέλνουν ψιθυριστά. Προσπάθησα να καταλάβω τι έλεγαν, όμως το μόνο που κατάφερα να διακρίνω πριν κοιμηθώ, ήταν ονόματα γνωστών και άγνωστων αγίων.

 

Εκείνο το βράδυ ο ύπνος μου ήταν βαθύς και ήρεμος.

 

 

1963, η πέμπτη μέρα

 

Το επόμενο πρωί, ημέρα Σάββατο, με ξύπνησε ο παπάς του χωριού, ο οποίος είχε έρθει μετά από ομόφωνη απόφαση της κοινότητας για να κάνει ευχέλαιο στο χώρο. Η γριά-Χαρίκλεια και οι άλλες δύο γυναίκες δε βρίσκονταν εκεί. Θα πρέπει να είχαν φύγει κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς ούτε ο παπάς τις είχε δει. Αισθανόμουν πιο δυνατός και ήρεμος, αλλά ακόμη δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι και είχα ρίγη, ενίοτε δυνατά. Δεν ήξερα αν για την, έστω μικρή, βελτίωση μου ευθύνονταν τα μεταφυσικά γιατροσόφια της γριάς-Χαρίκλειας ή τα φάρμακα του γιατρού, όμως τα γεγονότα της προ-προηγούμενης νύχτας έμοιαζαν πλέον με κακό όνειρο και μόνο αυτό είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.

 

Προφανώς ούτε εκείνη τη μέρα έγινε μάθημα στο σχολείο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, δέχτηκα τις τυπικές επισκέψεις κοινοτάρχη και γονιών και την ώρα που νύχτωνε με επισκέφτηκε πάλι η γριά-Χαρίκλεια. «Παιδάκι μ’, σήμερα δεν μπορούμε να σ’ έρθ’με, Το μαντζούνι είναι σχεδόν έτ’μο κι πρέπ’ να ‘μαστ’ όλες ‘κει. Κουράγιο!» είπε και έβαλε ένα φυλαχτό κάτω από το μαξιλάρι μου πριν φύγει.

 

Με το που νύχτωσε και το σκοτάδι κάλυψε τα πάντα, ένας απροσδιόριστος φόβος άρχισε να με κυριεύει. Το αδύναμο φως του λυχναριού και το φυλαχτό που μου είχε δώσει η γριά-Χαρίκλεια, το οποίο κρατούσα σφιχτά στη δεξιά μου τσέπη, δεν ήταν αρκετά για να με καθησυχάσουν και ρίγη με διαπερνούσαν. Ακριβώς τη στιγμή που συγκέντρωσα όση θέλησή μου είχε απομείνει και αποφάσισα να κάνω άλλη μια προσπάθεια να κοιμηθώ, λυγμοί ακούστηκαν. «Δεν είναι δυνατόν να συμβεί πάλι!» σκέφτηκα έντρομος. Για μια στιγμή πίστεψα ότι όλα τέλειωσαν, έτσι όπως κειτόμουν στο κρεβάτι αρρωστημένος και αδύναμος. Ξαφνικά όμως, ένιωσα δυνατός και υγιής και σαν υπνωτισμένος βγήκα από το δωμάτιό μου και κατευθύνθηκα προς την πηγή των λυγμών, την αίθουσα διδασκαλίας. Ένα απόκοσμο γαλάζιο φως έβγαινε από τις χαραμάδες της πόρτας, αυτό δε με αποθάρρυνε όμως. Δεν είχα πια τον πλήρη έλεγχο των πράξεων και των συναισθημάτων μου, ήταν σαν κάποιος άλλος να με κατηύθυνε. Με προσοχή την άνοιξα και κοίταξα μέσα.

 

Σαν σε όνειρο, όλοι οι παλιοί μου συμμαθητές κάθονταν στα θρανία τους, εκτός από το Βαγγέλη που ήταν τιμωρία και έγραφε φράσεις στον πίνακα, κλαίγοντας με λυγμούς. Ο δάσκαλός μας, που καθόταν πίσω από την έδρα όπως πάντα, μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Προχώρησα προς την έδρα, προσπαθώντας να δω τι έγραφε ο Βαγγέλης στον πίνακα. Ξεχώρισα μόνο τη λέξη «Θάνατο», όμως γρήγορα απέρριψα το ενδεχόμενο αυτό ως ιδέα μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να γράφει μια τέτοια λέξη στο σχολείο. Ο δάσκαλος μου έκανε νόημα να ανοίξω τα χέρια μου. Γονάτισα μπροστά του, άνοιξα τις παλάμες προς τα πάνω και έσφιξα τα δόντια. Ήξερα ποια είναι η τιμωρία για αργοπορία. Η βέργα του χτύπησε τις παλάμες μου ξανά και ξανά. Το αρχικό τσούξιμο έγινε αβάσταχτος πόνος, καθώς συνέχιζε να με χτυπάει αλύπητα. Κοίταξα προς τη μεριά του Βαγγέλη σε μια προσπάθεια να μη σκέφτομαι αυτό που μου συνέβαινε. Αρχικά μου φάνηκε ότι έγραφε με καινούρια, κόκκινη κιμωλία. Κοιτάζοντας καλύτερα όμως είδα ότι δεν κρατούσε κιμωλία, αλλά έγραφε με το αίμα από τα δάχτυλά του, που έβγαινε πηχτό καθώς τα πίεζε στον πίνακα και έγραφε την ίδια φράση ξανά και ξανά: «Δε θα προκαλέσω άλλο Θάνατο.». Έστρεψα το βλέμμα μου και πάλι στο δάσκαλο. Δε με χτυπούσε με τη βέργα του πια, αλλά με το σκελετωμένο χέρι του, καθώς η σάρκα είχε πέσει από το σκελετό του και σχημάτιζε μια κοκκινωπή λιμνούλα από πηχτή μάζα στα πόδια του. Έπεσα προς τα πίσω ουρλιάζοντας, καθώς το αίμα έρεε από τις πληγιασμένες μου παλάμες. Γύρισα την πλάτη μου στο δάσκαλο και πεσμένος στα τέσσερα έψαξα να βρω την πόρτα και να φύγω, όμως οι συμμαθητές μου με είχαν ήδη περικυκλώσει. Ένωσαν τα χέρια τους και άρχισαν να γυρνάνε γύρω μου χορεύοντας ένα παιδικό χορό του οποίου το ρυθμό έδινε ο δάσκαλος χτυπώντας τα σκελετωμένα χέρια του. Η αίθουσα γέμισε τώρα με ήχους γέλιων, όχι παιδικών όπως θα περίμενε κανείς, αλλά φριχτών, μοχθηρών, χωρίς υπερβολή θα μπορούσε κάποιος να πει ακόμη και δαιμονικών.

 

Τα παιδιά χόρευαν όλο και πιο γρήγορα, ενώ κομμάτια από τη σάρκα τους έπεφταν συνεχώς από το σώμα τους και ο σκελετός τους αποκαλύπτονταν ολοένα και περισσότερο, Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τη δεξιά τσέπη μου να βαραίνει απότομα. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει έπιασα και έβγαλα από μέσα το φυλαχτό που μου είχε δώσει η γριά-Χαρίκλεια. Μέσα στο γεμάτο με αίμα χέρι μου ξεχώρισα το μικρό, δεμένο με σπάγκο, πράσινο σακουλάκι. Έσπασα τα σπάγκο με τα δόντια μου, ενώ ο κύκλος των σκελετωμένων παιδιών έκλεινε γύρω μου και ο ήχος των γέλιων είχε γίνει ανυπόφορα δυνατός. Μέσα από το σακουλάκι έβγαλα μια αρχαϊκή, φρικιαστική εικόνα του Αγίου Δημητρίου του Τροπαιοφόρου. Τον παρουσίαζε ως άγριο, ατημέλητο πολεμιστή να κρατάει τα κεφάλια των αντιπάλων του σαν τσαμπί από σταφύλια, ενώ περιβαλλόταν από μια ακαθόριστη χρυσοκίτρινη αύρα. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια την έσφιξα στο χέρι μου και κουλουριάστηκα γύρω της, μην ξέροντας τι άλλο να κάνω ή τι να περιμένω.

 

Τινάχτηκα από το κρεβάτι μου, ιδρωμένος και τρέμοντας. Το πρώτο φως του ήλιου έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και οι ήχοι της καθημερινής ζωής στο χωριό γέμιζαν τον αέρα. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου κειτόταν ματωμένη στα πόδια μου.

 

 

1943, μεσημέρι (3η σκηνή)

 

Μας υποχρέωσαν να περπατήσουμε για αρκετά λεπτά, σε σειρά, ο ένας μπροστά από τον άλλο, πιασμένοι χέρι-χέρι και ακούγοντας τις σπαρακτικές φωνές και τα κλάματα των δικών μας, που ενίοτε διακόπτονταν από Γερμανικές φωνές και τον ήχο δυνατών χτυπημάτων. Ύστερα από αρκετά λεπτά, σταματήσαμε τόσο απότομα που σχεδόν πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Κάποιος μου έπιασε τον ώμο με δύναμη και με γύρισε βίαια προς τα αριστερά και από ότι κατάλαβα από τα ενωμένα μας χέρια, καθώς δεν τολμούσαμε να τα αφήσουμε και να βρεθούμε μόνοι μας στο σκοτάδι, το ίδιο έκαναν και στα άλλα παιδιά.

 

Μια αυστηρή Γερμανική φωνή ακούστηκε. Πρέπει να ήταν ο χερ-Κομαντάτ, γιατί αμέσως μετά μίλησε ο κυρ-Θανάσης, που εκτελούσε παρά τη θέλησή του χρέη μεταφραστή. «Κυρίες και κύριοι,» είπε «προσπαθήσαμε να σας εκπολιτίσουμε και να σας δείξουμε το δρόμο της Υπέρτατης Φυλής, όμως όχι μόνο αρνηθήκατε να ακολουθήσετε το δρόμο αυτό, αλλά και επανειλημμένως οργανώσατε αντιστασιακές ενέργειες. Επιπλέον στείλατε ακόμα και μικρά παιδιά εναντίον μας!» Ο χερ-Κομαντάτ έφτυσε. «Σε τέτοιους άκαρδους ανθρώπους δεν αξίζει έλεος. Για το λόγο αυτό» ο κυρ-Θανάσης κόμπιασε «θα τιμωρηθούν παραδειγματικά οι μαθητές του σχολείου αυτού!» Το κλάμα και οι φωνές απόγνωσης των δικών μας έγιναν ακόμα πιο δυνατές για μια στιγμή και μετά Ησυχία.

 

Δύο λέξεις στα Γερμανικά, ειπωμένες δυνατά και αυστηρά.

 

Ήχος πυροβολισμών.

 

Ησυχία και πάλι.

 

 

1963, η έκτη μέρα

 

Αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ, συνειδητοποίησα ότι, σωματικά τουλάχιστον, αισθανόμουν πολύ καλύτερα. Δεν είχα ρίγη και είχα ανακτήσει τη δύναμή μου. Μέσα μου όμως ένιωθα έναν αφύσικο τρόμο. Λίγο αργότερα με επισκέφτηκε η γριά-Χαρίκλεια κρατώντας ένα μπουκαλάκι με μαύρο υγρό. Με βρήκε να μαζεύω τα πράγματά μου. «Φεύγω, φεύγω, δεν αντέχω άλλο», της είπα, χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή. Με πλησίασε, μου έπιασε το χέρι με όση δύναμη είχε το γερασμένο σώμα της για να σταματήσω και αφού βεβαιώθηκε ότι την πρόσεχα, μου είπε: «Δεν μπ’ρείς πια να γλιτώσ’. Πρέπει να τελειώσ’ σήμ’ρα ή θα σε κυν’γάει για πάντα.». Την κοίταξα στα μάτια και κατάλαβα ότι δεν έλεγε ψέματα. «Θα πεθάνω…» ψέλλισα, ως μια τελευταία προσπάθεια να την αντικρούσω. «Όλ’ μας» μου είπε ψύχραιμα, «αλλ’ πώς;; Κει φαίνοντ’ οι άντρες.». Ένιωσα το βάρος των όσων μου έλεγε να με συνθλίβει. Γονάτισα και ξέσπασα σε λυγμούς, συλλογιζόμενος το πόσο αδύναμος και ευάλωτος είχα φανεί απέναντι σε όσα είχαν συμβεί και πόσο φοβόμουν τα όσα με περίμεναν ακόμα. Η γριά Χαρίκλεια ακούμπησε το μπουκαλάκι στο πάτωμα μπροστά μου «Γι’ όταν πρέπ’!» είπε αποφασιστικά «κι η Παναγιά μαζί σ’!».

 

«Εκεί φαίνονται οι άντρες». Με αυτό για κριτήριο, είχε φανεί πιο άντρας από μένα. Πώς γινόταν αυτή η φαινομενικά τόσο εύθραυστη γριούλα να εμφανίζεται μπροστά μου τόσο ανδρειωμένη; Τι να είχε αντιμετωπίσει στη ζωή της και ποιες, πιθανώς ακόμη και απόκρυφες, γνώσεις είχε αποκτήσει από τα συναπαντήματα αυτά; Δεν εξηγούνταν αλλιώς ότι αυτή προστάτευε εμένα αντί να γίνεται το αντίθετο. Πριν φύγει μου έφτιαξε ένα ρόφημα, βράζοντας βότανα που είχε φέρει μαζί της. Αμέσως μόλις το ήπια ένιωσα πιο ήρεμος και το μυαλό μου καθάρισε από αρνητικές σκέψεις.

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ομαλά με τις συνήθεις επισκέψεις από τον κοινοτάρχη, το γιατρό του χωριού και ανήσυχους γονείς. Προς μεγάλη έκπληξη και χαρά του γιατρού, που είχε αρχίσει να ανησυχεί για το κύρος του, τους διαβεβαίωσα ότι αισθάνομαι πολύ καλύτερα και ότι τη Δευτέρα θα κάνω και πάλι κανονικά μάθημα στο σχολείο. Το απόγευμα με επισκέφτηκε και ο παπάς, ύστερα από "τις επίμονες παρακλήσεις της γριάς-Χαρίκλειας" όπως μου είπε, και έκανε ευχέλαιο στο χώρο του σχολείου. Στο τέλος πρόσθεσε επιπλέον προσευχές στους αγίους "για να ξορκίσει τα κακά πνεύματα". Αυτή η διαρκής ροή επισκεπτών κατά τη διάρκεια της μέρας με βοήθησε να μη σκέφτομαι τους φόβους μου. Όμως, όσο περισσότερο πλησίαζε η νύχτα τόσο πιο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου και τόσο περισσότερο οξύνονταν οι αισθήσεις μου. «Θα τελειώσει σήμερα» μου είχε πει η γριά Χαρίκλεια. Δε μου είχε πει όμως το πώς και φοβόμουν τα χειρότερα.

 

Το κεντρικό ρολόι του χωριού σήμανε μεσάνυχτα. Είχε νυχτώσει εδώ και ώρες, όμως τίποτα δεν είχε συμβεί. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι η γριά Χαρίκλεια, με κάποιο υπερφυσικό τρόπο, με είχε ήδη απαλλάξει από το μαρτύριο μου. Η καρδιά μου χτυπούσε και πάλι κανονικά και οι αισθήσεις μου είχαν αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που με είχε σχεδόν πάρει ο ύπνος, όταν άκουσα έναν ήχο από το πίσω μέρος του σχολείου. Ήταν ένας σφυριχτός, διαπεραστικός ήχος, σα μαστίγιο που χτυπάει στον αέρα. Ήταν το σινιάλο που απευχόμουν να ακούσω, η απαρχή της φρίκης. Πάγωσα αναλογιζόμενος τι θα εμφανίζονταν μπροστά μου αυτή τη φορά. Όμως τίποτα άλλο δε συνέβη, ο ίδιος σφυριχτός, διαπεραστικός ήχος συνεχιζόταν με σταθερό ρυθμό και ένταση. Αυτή τη φορά δεν ήταν ειδοποιητήριο, ήταν κάλεσμα.

 

Μαζεύοντας όσο κουράγιο μου είχε απομείνει, συγκέντρωσα τις σκέψεις μου, άνοιξα το μπουκαλάκι που μου είχε φέρει η γριά-Χαρίκλεια, ήπια το πικρό, μαύρο υγρό που περιείχε και βγήκα έξω. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και ο ψυχρός αέρας που φυσούσε έκανε τις σκιές των δέντρων να χορεύουν στο έδαφος, δίνοντας στο τοπίο μια απόκοσμη αίσθηση. Με ολοένα και πιο σίγουρα βήματα κατευθύνθηκα προς τα εκεί από όπου ακουγόταν ο ήχος, τον παλιό τοίχο στο πίσω μέρος του σχολείου.

 

Ακόμη ένα αναπάντεχο θέαμα με περίμενε εκεί. Στο κέντρο του τοίχου είχε εμφανιστεί ένα αποτρόπαιο πρόσωπο, του οποίου, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να διακρίνω τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, καθώς άλλαζαν συνέχεια. Η αίσθηση του αποτρόπαιου που εξέπεμπε όμως παρέμενε αναλλοίωτη. Φωτεινά πλοκάμια τα οποία ξεκινούσαν ακριβώς πάνω από το μέτωπό του και κατέληγαν σε μυτερές προεξοχές καλυμμένες με αίμα έπαιζαν το ρόλο μαλλιών, ενώ μια γαλάζια λάμψη έβγαινε από τα μάτια του. Οι παλιοί μου συμμαθητές και δάσκαλος ήταν επίσης εδώ. Πεσμένοι στο έδαφος, προσπαθούσαν να φυλαχτούν από τα χτυπήματα των πλοκαμιών που τους μαστίγωναν ρυθμικά και με δύναμη, παράγοντας το σφυριχτό, διαπεραστικό ήχο που με είχε καλέσει.

 

Πλησίασα με απρόσμενη αυτοπεποίθηση, ενώ κομμάτια σάρκας πετάγονταν από το σώμα τους σε κάθε χτύπημα των πλοκαμιών και έπεφταν στο έδαφος γύρω μου. Όταν δεν απείχα παρά μόνο λίγα βήματα από τη σκηνή του βασανιστηρίου, τα πλοκάμια σταμάτησαν το μαστίγωμα και τους τρύπησαν στα χέρια, τα πόδια, το λαιμό και τη μέση και τους σήκωσαν όρθιους, σαν να ήταν άψυχες μαριονέτες. Ταυτόχρονα, άλλα πλοκάμια κινήθηκαν απειλητικά εναντίον μου. Σε μια στιγμή απόλυτης διαύγειας κατάλαβα τι συνέβαινε και τι έπρεπε να κάνω. Το μαύρο μαντζούνι της γριάς-Χαρίκλειας δεν ήταν απλώς ένα ιατρικό σκεύασμα, κάτι για να ηρεμήσω και να νιώσω σίγουρος για τον εαυτό μου. Μου είχε δώσει σωματικές και ψυχικές δυνάμεις που άγγιζαν τα όρια της φαντασίας. Αποφεύγοντας πλοκάμια που προσπαθούσαν να με τρυπήσουν, κατευθύνθηκα τρέχοντας στην αποθήκη του σχολείου. Μπαίνοντας μέσα συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να βλέπω καθαρά στο σκοτάδι. Δεν ήταν δύσκολο να βρω αυτό που έψαχνα.

 

Απωθώντας τα πλοκάμια και σπρώχνοντας στην άκρη τις μαριονέτες-παλιούς συμμαθητές μου που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με εμποδίσουν, αργά και σταθερά προχώρησα προς τον τοίχο. Τελευταίο εμπόδιο στάθηκε ο παλιός μου δάσκαλος. Τον πλησίασα απειλητικά. Με κοίταξε αυστηρά πίσω από την έδρα και μου έκανε νόημα να πάω για τιμωρία στη γωνία. Κοίταξα γύρω μου. Οι συμμαθητές μου κάθονταν ήσυχοι στα θρανία τους και με κοίταζαν με ύφος αποδοκιμασίας, περιμένοντας να πάω στη γωνία για να συνεχιστεί το μάθημα. Ξανακοίταξα το δάσκαλο, ο οποίος μου έκανε πάλι νόημα, εμφανώς πιο ανυπόμονος αυτή τη φορά. Ήμουν σίγουρος ότι είχα πλησιάσει την έδρα για κάποιο άλλο λόγο, όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ για ποιο. Κοίταξα και πάλι γύρω μου. Μου φάνηκε ότι οι μουντοί και καταθλιπτικοί τοίχοι της αίθουσας έκλειναν γύρω μου. Το ζωγραφισμένο πρόσωπο στον πίνακα χαμογέλασε. Ποιος μπορεί να είχε ζωγραφίσει αυτό το τόσο αποκρουστικό πρόσωπο και γιατί ο δάσκαλος δεν το είχε σβήσει; Γιατί είχα καθυστερήσει; Και γιατί κρατούσα αυτό το εργαλείο στα χέρια μου, αντί να έχω την τσάντα μου;; Δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα απολύτως πριν από τη στιγμή που βρέθηκα μπροστά στην έδρα. Μέσα στην απόγνωσή μου κοίταξα ψηλά, το ταβάνι. Το φεγγάρι φάνηκε προς στιγμήν μέσα από μια χαραμάδα που έκλεισε αστραπιαία, το θέαμα όμως ήταν αρκετό για να με ξυπνήσει από τον εφιάλτη.

 

Τα πλοκάμια είχαν στοιβαχτεί έτσι, ώστε μαζί με τον παλιό τοίχο του σχολείου να σχηματίζουν τους τοίχους ενός δωματίου που έκλεινε σιγά-σιγά γύρω μου. Από το αποτρόπαιο πρόσωπο στον τοίχο, εκεί που μέχρι πριν από λίγο έβλεπα τον πίνακα της αίθουσας, παράγονταν ήχοι που δεν μπορούσε να χωρέσει νους ανθρώπου και τους οποίους αντιλαμβανόμουν ως μοχθηρά, χαιρέκακα γέλια. Οι παλιοί μου συμμαθητές και ο δάσκαλος, κρέμονταν από ψηλά σα μαριονέτες, με τα πλοκάμια που τους είχαν τρυπήσει να έχουν το ρόλο σχοινιών. Με τη βαριοπούλα που είχα πάρει από την αποθήκη και κρατούσα ακόμα στα χέρια μου, χτύπησα και έλιωσα το πλοκάμι που είχε τρυπήσει το πόδι μου και προχώρησα προς την κατεύθυνση του προσώπου.

 

Αμέσως τα πλοκάμια τραβήχτηκαν και ανασυντάχθηκαν σχηματίζοντας ένα τοίχο μπροστά από το πρόσωπο, με μερικά από αυτά να προεξέχουν προς τα εμπρός, σαν δόρατα αρχαίας φάλαγγας. Χτύπησα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα και με όση δύναμη είχα, στο σημείο πίσω από το οποίο βρισκόταν το πρόσωπο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ήξερα ότι μόνο έτσι μπορούσα να το καταστρέψω. Χτύπησα ξανά και ξανά. Τα πλοκάμια αραίωσαν και διέκρινα το πρόσωπο πίσω τους. Πλοκάμια με τρύπησαν στα χέρια και τα πόδια και το πρόσωπο πλαισιώθηκε από το σώμα της μητέρας μου, χωρίς όμως να χάσει τα απαίσια χαρακτηριστικά του. Μέσα στο κεφάλι μου άκουσα τη φωνή της να με παρακαλεί να σταματήσω. Άλλα πλοκάμια τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και τη μέση μου. Ξαναχτύπησα. Το μέταλλο στην άκρη της βαριοπούλας πέρασε μέσα από τα εξασθενημένα πλοκάμια και ήχος μέταλλου που χτυπάει σε πέτρα ακούστηκε. Το απόκοσμο ουρλιαχτό που ακολούθησε ήταν σημάδι ότι είχα βρει το στόχο μου. Τα πλοκάμια χαλάρωσαν και χωρίς να το σκεφτώ κατάφερα μερικά ακόμα χτυπήματα. Ύστερα από λίγο η αντίσταση του τοίχου υποχώρησε, τα πλοκάμια μαράζωσαν και εξαφανίστηκαν, απόκοσμοι ήχοι πόνου και αγωνίας, που κανείς ποτέ δεν πρέπει να έχει ακούσει σε αυτή τη Γη, γέμισαν τον αέρα και μια έντονη γαλάζια λάμψη με τύφλωσε.

 

 

1943, απόγευμα (έως 1963)

«Γιώργο! Μίλα μ’ παιδί μ΄!» ψέλλιζε η μητέρα μου κλαίγοντας. «Γιώργο… ζεις παιδάκι μ’; Κάν’ Παναΐα μου να ζει… κι iγώ…» «Ντάξ είμαι μαμά» κατάφερα να ψιθυρίσω με δυσκολία. Νέα κλάματα, χαράς αυτή τη φορά, έπνιξαν τις ευχαριστίες της μητέρας μου προς την Παναγία και όλους τους αγίους.

 

Δε θα καταλάβαινα τι συνέβη εκείνη τη μέρα παρά μόνο μετά το πέρασμα αρκετών χρόνων. Οι Γερμανοί είχαν πυροβολήσει μεν, αλλά δεν έκαναν τον κόπο να βεβαιωθούν για το θάνατό μας, όπως συνηθίζονταν στις εκτελέσεις. Δευτερόλεπτα μετά την εκτέλεση και με άδεια του χαμογελαστού χερ-Κομαντάτ, οι γονείς είχαν κατακλύσει τον προαύλιο χώρο του σχολείου και μάζευαν θρηνώντας τα πτώματα των παιδιών τους.

 

Από όλους τους μαθητές όμως, εγώ είχα φανεί τυχερός. Η σφαίρα που με χτύπησε δεν προκάλεσε θανατηφόρο τραύμα. Το ίδιο κιόλας βράδυ, αφού έλαβα τις πρώτες βοήθειες από τον -έμπιστό μας- γιατρό του χωριού, με φυγάδευσαν στον αδερφό του πατέρα μου στην Αθήνα, από φόβο μήπως με ανακαλύψουν οι Γερμανοί. Επιπλέον, για να μη δημιουργηθούν υποψίες, η "κηδεία" μου διεξήχθη κανονικά, μαζί με των συμμαθητών μου, την επόμενη μέρα.

Δεν ήταν όμως γραφτό των γονιών μου να με ξαναδούν, καθώς σκοτώθηκαν σε μια άλλη εκτέλεση αντιποίνων λίγο πριν τη λήξη του πολέμου. Έτσι έμεινα στην Αθήνα, σπούδασα Παιδαγωγικά και μετά από μερικά, εργασιακά άγονα, χρόνια διορίστηκα καθηγητής Δημοτικού σχολείου.

 

 

1963, η έβδομη μέρα

 

Το πρωί ο γιατρός του χωριού με βρήκε αναίσθητο, μπροστά στο μισογκρεμισμένο τοίχο του παλιού σχολείου, με μια βαριοπούλα πεσμένη δίπλα μου. Αμέσως μόλις συνήλθα συνεδρίασε στην εκκλησία το άτυπο διοικητικό συμβούλίο του χωριού, παρουσία δικιάς μου, του δημάρχου, του γιατρού, του παπά και των αρχηγών των μεγαλύτερων οικογενειών. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις, αρνήθηκα να τους αποκαλύψω τι έγινε επικαλούμενος κενό μνήμης. Πώς θα μπορούσα έστω και να υπονοήσω τι είχε γίνει άλλωστε;

 

Μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, στις οποίες ακούστηκαν κάθε λογής γνώμες και που εγώ παρακολουθούσα ως απλός θεατής, αποφασίστηκε να μη μου επιτρέψουν να διδάξω ξανά στο χωριό. Θα ζητούσαν από το υπουργείο την αποπομπή μου από το χωριό και την αντικατάστασή μου από άλλο δάσκαλο. Ακόμα δεν είχα καταλάβει με ποια δικαιολογία θα το ζητούσαν αυτό και πώς θα επηρέαζε την επαγγελματική μου σταδιοδρομία, όμως ήταν το λιγότερο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Είχα ζήσει έναν εφιάλτη και ήμουν ακόμα ζωντανός, χάρη στη γριά-Χαρίκλεια και μόνο. Έπρεπε να τη βρω και να την ευχαριστήσω. Εν μέσω διαμαρτυριών από τους "σύνεδρους" σηκώθηκα και βγήκα παραπατώντας από την εκκλησία, έξω, στον καθαρό αέρα.

 

 

Επίλογος

Η εκτέλεση των μαθητών στο «Δημοτικό Σχολείο Κράβιτσας» είναι ένα από τα πολλά γεγονότα που αγνοεί η Ιστορία, καθώς οι κάτοικοι του χωριού συμφώνησαν σιωπηλά να μην το δημοσιοποιήσουν. Ποτέ δε χτίστηκε κάποιο μνημείο για τη μνήμη των πεσόντων, ποτέ το γεγονός δεν αναφέρθηκε στις αρχές και ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε στις ερωτήσεις δημοσιογράφων ή ιστορικών. Η ανάμνηση του γεγονότος ήταν τόσο επώδυνη, ώστε να θέλουν να μην αναφέρονται και τρίτοι σε αυτό. Μόνο δύο "ενθύμια" παραμένουν από εκείνη τη μέρα. Το ένα είναι ο πίσω τοίχος του παλιού σχολείου που παρέμεινε άθικτος, με τις τρύπες από τις σφαίρες των Γερμανών, ακόμα και μετά το κτίσιμο του καινούριου σχολείου, στο οποίο ενσωματώθηκε. Το άλλο, για όσους την έχουν, είναι μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία που είχε τραβηχτεί μερικές μέρες πριν το συμβάν από τον κυρ-Ανέστη, το φωτογράφο του χωριού που ήταν, όπως αποκαλύφθηκε χρόνια μετά, προδότης στους Γερμανούς. Στη φωτογραφία διακρίνονται δώδεκα χαμογελαστά παιδιά και ο ανέμελος δάσκαλός τους.

 

 

--> <--

Edited by SpirosK
Link to comment
Share on other sites

Μόλις τελείωσα το διάβασμα και θα γράψω την πρώτη μου εντύπωση.

 

Σπύρο, αυτή είναι μια πολύ καλή ιστορία τρόμου. Λάθος... ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΟΜΟΥ. Συγνώμη που τώρα δεν θα γραψω κάτι παραπάνω, θα προσπαθήσω να χωνέψω πρώτα αυτο που διάβασα και αργότερα θα γράψω πιο αναλυτικά.

 

Μπράβο και σε ευχαριστώ!

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Είναι φανταστικό και ανατριχιαστικό ταυτόχρονα.

Το πώς έχτισες δύο κοινές ιστορίες ήταν το πιο εντυπωσιακό.

Δεν έχω λόγια.

Πολύ καλή ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια (αν και γενικά είμαι της άποψης ότι η εποικοδομητική κρίτικη πάνω στα κακά/λάθη είναι πιο "χρήσιμη" για το δημιουργό, πού και πού μια καλή κουβέντα "χτίζει" αυτοπεποίθηση).

Καλή χρονιά να έχουμε!! :holiday:

Link to comment
Share on other sites

Ως ατμόσφαιρα μού θυμίζει λίγο το El Orfanato. Αλλά υποθέτω το ίδιο θα συνέβαινε με οποιαδήποτε ιστορία τρόμου που θα είχε ως ήρωες παιδιά κ θα διαδραματιζόταν σε σχολεία, ιδρύματα κτλπ. Μαλλον βλέπω πολλές ταινίες .. Η ιστορία μπορεί να ειδωθεί κ ως αλληγορία για όλους τους φόβους, τις ανησυχίες και τις ανασφάλειες ενός νέου δασκάλου. Η δομή της ιστορίας με τα εναλλασομενα φλας μπακ, αλλα κ η σκηνοθεσία σε πολλά σημεία φανερώνουν τις κινηματογραφικές σου καταβολές, όπως η σκηνή της μαχης με το τέρας με τα πλοκάμια δείχνει το sci-fi υπόβαθρό σου. Ένα καλό διήγημα που προκαλεί τον τρόμο όχι τόσο με μεταφυσικό τρόπο, όσο με το ίδιο το ιστορικό γεγονός που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, την εκτέλεση τόσων αθώων παιδιών. Για μένα αυτό ήταν το πιο ανατριχιαστικό κομμάτι της ιστορίας.

Edited by supermario
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Η ιστορία ξεκινάει καλά και προχωράει υποδειγματικά ως το φινάλε, κλιμακώνοντας την ένταση. Αλλά το ίδιο το φινάλε χωλαίνει από διάφορες απόψεις. Είναι μάλλον ηρωικό-περιπετειώδες και αυτό σκοτώνει εντελώς τον τρόμο, έστω κι αν υπάρχει gore. Δεύτερον, το πρόσωπο στο τέλος μένει εντελώς ανεξήγητο (

είναι δαίμονας που τρέφεται από τον πόνο που προκάλεσαν οι εκτελέσεις; Είναι η προσωποποιημένη ενοχή του αφηγητή; Είναι η αναζήτηση δικαιοσύνης για την προδοσία; Είχε γίνει κάτι εκεί παλιότερα που είχε ζωντανέψει τον τοίχο κι αυτός μετά εγκλώβισε τις ψυχές αυτών που πέθαναν δίπλα του;

) δεν λες τίποτε από τα παραπάνω, ούτε κάτι άλλο, οπότε μένει ξεκρέμαστο. δεν είναι δουλειά του αναγνώστη να βρίσκει εξηγήσεις, ειδικά όταν δεν υπάρχει ούτε μια ένδειξη. Και γιατί τελικά δεν τον γκρέμισαν τον ρημάδη τον τοίχο; Και για θέμα μνήμης να ήταν, δεν υπήρχε λόγος ενσωμάτωσης στο νέο κτίσμα. Και η αποκάλυψη που κάνεις στον επίλογο θα έπρεπε να είναι ενσωματωμένη στην ιστορία για να έχει δραματικό βάρος. Όπως την κάνεις τώρα, είναι σαν μπάλωμα για να εξηγήσεις πρόχειρα μερικά από τα θολά σημεία.

 

Το θέμα μού άρεσε σαν επιλογή, με το ιστορικό υπόβαθρο και την ελληνικότητα των λεπτομερειών, αλλά δεν εκμεταλλεύεσαι κάποιες πτυχές του όσο θα μπορούσες (

όπως το ότι ο αφηγητής είναι κατά κάποιον τρόπο ο μαθητής που άργησε να πάει στην τάξη, όπως λες στο τέλος

)

 

 

Η γραφή σου είναι αρκετά καλή, αλλά θες λίγο προσοχή στις εκφράσεις που επιλέγεις. Περισσότερα στο αρχείο.

 

(και μια άσχετη απορία μου: είναι αρβανίτικο χωριό, ε?)

 

SpirosK - Το σχολείο.doc

Edited by Electroscribe
Link to comment
Share on other sites

Και δεν σου φαινόταν, βρε παιδί μου :) (εννοώ, με τόση μετριοφροσύνη, παραλίγο να με πείσεις ότι όντως είσαι μέτριος)

 

Τα έχουν πει όλα οι προηγούμενοι, εγώ -αν και μεσημέρι πια- σκιάχτηκα αρκούντως. Ωστόσο, επειδή, όπως έχω ξαναπεί, από τότε που έγινα μάνα ΑΡΝΟΥΜΑΙ συνειδητά να διαβάσω, να γράψω ή να δω ό,τι έχει σχέση (κακό) με παιδιά...εδώ έκανα την πατάτα και δεν διάβασα τα σχόλια....Και μουτζώνομαι λίγο, αλλά εντάξει...

 

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!

Link to comment
Share on other sites

Να σου απαντήσω σε όσα μπορώ:

 

Είναι μάλλον ηρωικό-περιπετειώδες και αυτό σκοτώνει εντελώς τον τρόμο, έστω κι αν υπάρχει gore.

 

Έχεις δίκιο, όμως είχα ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα με το πώς να το τελειώσω. Καθώς δεν ξέρω από horror, αντί να γράψω με σχέδιο όπως συνήθως, έγραψα "ανάποδα". Πρώτα σκέφτηκα όλους τους χαρακτήρες (πραγματικούς και υπερφυσικούς), τα κίνητρά τους κτλ και ύστερα απλώς έγραφα ότι θα έπρεπε να είχε συμβεί λογικά. ΟΜΩΣ έφθασα σε ένα σημείο, από όπου δεν μπορούσα να βγάλω happy-end χωρίς κάτι "ηρωικό" (και ήθελα happy end, καθώς σχετίζεται με παιδιά [έστω και τις ψυχές τους])

 

 

Δεύτερον, το πρόσωπο στο τέλος μένει εντελώς ανεξήγητο

 

Αν και κανονικά δεν πρέπει να αποκαλύπτουμε.... (drumroll) (drumroll)

 

είναι η προσωποποίηση της οργής και της θλίψης τόσο των γονέων όσο και των ψυχών των σκοτωμένων παιδιών

. (Είναι κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στον ασιατικό τρόμο και για αυτό ίσως) το θεωρούσα κάπως προφανές. Από την άλλη, χρησιμοποιώ αφήγηση πρώτου προσώπου, οπότε (ακόμα και αν ήθελα) δεν ήταν δυνατόν να το αποκαλύψω/εξηγήσω από τη στιγμή που ο αφηγητής ο ίδιος δε γνωρίζει για να το πει (ούτε η γριά-Χαρίκλεια ξέρει ακριβώς, αν και έχει μια ιδέα αλλά δεν του τη λέει για τους δικούς της λόγους).

 

 

Η γραφή σου είναι αρκετά καλή, αλλά θες λίγο προσοχή στις εκφράσεις που επιλέγεις. Περισσότερα στο αρχείο.

(και μια άσχετη απορία μου: είναι αρβανίτικο χωριό, ε?)

 

Ευχαριστώ πολύ!! Θα το μελετήσω και θα κάνω όσες διορθώσεις μπορώ.

Το χωριό μου είναι στη Στερέα Ελλάδα (δυτικά του Αγρινίου), δεν ξέρω ποια λένε αρβανίτικα και ποια όχι. Η προφορά που χρησιμοποιώ πάντως είναι η της περιοχής μας (τρώμε όλα τα φωνήεντα :) ).

Link to comment
Share on other sites

Ουπς! Το έχω διαβάσει εδώ και καιρό, αλλά ξέχασα να σχολιάσω.

Να συμφωνήσω ότι η αληθινή ιστορία ήταν απείρως φρικιαστικότερη από το "υπερφυσικό κομμάτι".

Όταν το διάβασα, περίμενα πως ο ήρωας θα πρέπει να είχε κάνει κάτι πολύ φριχτό, να τους είχε προδόσει ρε παιδί μου, τουλάχιστον, για να τον έχει τέτοιο άχτι ο τοίχος, όχι απλά να έχει επιζήσει. Αλλά μετά κατάλαβα πως η οργή για τον άδικο χαμό δεν χρειάζεται να έχει την παραμικρή λογική. Απλώνει το πλοκάμι και βαράει αδιάκριτα με τυφλή λύσσα.

 

Πολύ καλή, ρε συ!

Link to comment
Share on other sites

Έχεις δίκιο, όμως είχα ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα με το πώς να το τελειώσω. Καθώς δεν ξέρω από horror, αντί να γράψω με σχέδιο όπως συνήθως, έγραψα "ανάποδα". Πρώτα σκέφτηκα όλους τους χαρακτήρες (πραγματικούς και υπερφυσικούς), τα κίνητρά τους κτλ και ύστερα απλώς έγραφα ότι θα έπρεπε να είχε συμβεί λογικά. ΟΜΩΣ έφθασα σε ένα σημείο, από όπου δεν μπορούσα να βγάλω happy-end χωρίς κάτι "ηρωικό" (και ήθελα happy end, καθώς σχετίζεται με παιδιά [έστω και τις ψυχές τους])

 

 

Αν και κανονικά δεν πρέπει να αποκαλύπτουμε.... (drumroll) (drumroll)

 

είναι η προσωποποίηση της οργής και της θλίψης τόσο των γονέων όσο και των ψυχών των σκοτωμένων παιδιών

. (Είναι κάτι που συμβαίνει κατά κόρον στον ασιατικό τρόμο και για αυτό ίσως) το θεωρούσα κάπως προφανές. Από την άλλη, χρησιμοποιώ αφήγηση πρώτου προσώπου, οπότε (ακόμα και αν ήθελα) δεν ήταν δυνατόν να το αποκαλύψω/εξηγήσω από τη στιγμή που ο αφηγητής ο ίδιος δε γνωρίζει για να το πει (ούτε η γριά-Χαρίκλεια ξέρει ακριβώς, αν και έχει μια ιδέα αλλά δεν του τη λέει για τους δικούς της λόγους).

 

 

Γενικά, αυτά είναι προβλήματα που η λύση τους αποτελεί μέρος της διαδικασίας της συγγραφής, δηλαδή του έργου που αναλαμβάνεις όταν καθίσεις να γράψεις.

 

Να σου δώσω δυο πολύ απλές (και παραδοσιακές) λύσεις:

 

α) Ενώ επιτρέπεις στον "κακό" σου να μιλάει (θα μπορούσε να είναι και βουβός) και το ίδιο και στα φαντάσματα, δεν αξιοποιείς την ικανότητά του αυτή ούτε στα όνειρα, ούτε και στην τελική του εμφάνιση, για να δώσεις στοιχεία για την ταυτότητά του και το τι θέλει

β) Εκτός από το να

πάρει μαζί της και εκείνον που γλίτωσε

, η ομάδα των νεκρών θα ήταν λογικό να νιώθει επίσης και την επιθυμία να

ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο (ή να τον τιμωρήσει, αν όντας υπερφυσική πια, ξέρει ποιος είναι)

. Θα ήταν ενδιαφέρουσα και η σύγχυση του να μην ξέρει τι από τα δυο θέλει πιο πολύ. Και η αποκάλυψη θα ερχόταν φυσικά μέσα από την απορία του αφηγητή τι κοινό έχουν

γ) Η λύση του μυστηρίου είναι ένα πολύ καλό υποκατάστατο του ηρωισμού, το οποίο δεν σκοτώνει τον τρόμο σαν αίσθηση, ενώ η κάθαρση που θα έρθει από την απόδοση δικαιοσύνης είναι νομίζω ένα πολύ πιο επιθυμητό χάπι εντ για την ιστορία σου (μιας και επιλέγεις να δημιουργήσεις έναν ένοχο)

 

Κι ένα που ξέχασα να πω χτες:

καλά, οι Γερμανοί δε θα ήθελαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα του προδότη, αλλά η πιο κομψή λύση δεν ήταν να σκοτώσουν και το δικό του παιδί με όλα τα άλλα

 

Link to comment
Share on other sites

Δε θα το αναλύσω άλλο, γιατί είμαι της άποψης ότι όσο περισσότερο αναλύεται ένα δημιούργημα, τόσο χάνει την όποια "μαγεία" μπορεί να έχει. (κοίτα π.χ. τι έγινε με το Avatar που άρεσε σε όσους δεν ήθελαν να το αναλύσουν, ενώ για μένα είναι "τρύπιο" και προπαγανδιστικό υπέρ της βίας). [Αν και ελπίζω το διήγημά μου να μην είναι τόσο τρύπιο όσο το Avatar, χαίρομαι που σε κάποιους προξένησε συναισθήματα παραπλήσια/ίδια με αυτά που ήλπιζα να προκαλέσω, έστω και πριν το υπερ-αναλύσουν ;) ]

 

Θα πω μόνο, ότι συμφωνώ ότι η "λύση" είναι πρόβλημα της συγγραφής και η δική μου λύση ήταν "ο ηρωισμός". Αν το ξαναέγραφα τώρα, πάλι το ίδιο θα επέλεγα, γιατί αυτό με εκφράζει περισσότερο από τις άλλες λύσεις που αναφέρεις. Τα υπόλοιπα θα στα γράψω σε ΠΜ.

Edited by SpirosK
Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία ήταν πραγματικά ανατριχιαστική και μάλιστα, όπως ήση αναφέρθηκε το πραγματικό μέρος είναι πολύ φρικτότερο από το φανταστικό. (Διδάσκω και σε γυμνάσιο, βέβαια, οπότε μερικά πράγματα σχετικά με μαθητές και σχολικούς χώρους με επηρεάζουν ίσως και λίγο παραπάνω).

Εμένα δε με πειράζει να υπάρχει και το ηρωικό στοιχείο στον τρόμο. Ένας από τους λόγους που δε διαβάζω τρόμο -πέρα από το ότι μερικές φορές φοβάμαι- είναι ότι συνήθως ξέρω πως ο ήρωας θα χάσει (θα πεθάνει, θα φαγωθεί ή θα αντιμετωπίσει κάτι ακόμα χειρότερο κι από το θάνατο) και χάνω κι εγώ το ενδιαφέρον μου.

 

 

Το γεγονός ότι ο δάσκαλος αποπέμφθηκε μεν, αλλά δεν έχασε τη ζωή του ή την ψυχή του, ήταν μια ευχάριστη αλλαγή.

Από την άλλη, κι εγώ περίμενα ότι είχε κάνει κάτι πιο επιλήψιμο από το να επιβιώσει απλώς. Φανταζόμουνα πως ίσως άθελά του είχε προκαλέσει εκείνος την προδοσία. Με κάλυψαν ωστόσο οι προηγούμενες συζητήσεις για την προσωποποίηση της οργής.

 

 

 

Πέρα από την ιστορία πάντως, στην ατμόσφαιρα του τρόμου, θα έλεγα ότι έκανες πολύ καλή δουλειά. Ειδικά η ματωμένη εικόνα του Αγ. Δημήτρη στο χέρι του ήταν ένα από τα πιο δυνατά σημεία. Μου αρέσει αυτή η εκδοχή ότι το κακό είναι πραγματικό ενώ τα κλασικά αντίμετρα (σταυροί, εικονίσματα, ευχέλαια κλπ) δεν πιάνουν.

Link to comment
Share on other sites

Ειδικά η ματωμένη εικόνα του Αγ. Δημήτρη στο χέρι του

 

του Τροπαιοφόρου

να κρατάει τα κεφάλια των αντιπάλων του σαν τσαμπί από σταφύλια

 

 

σ' αυτό το σημείο πραγματικά προσκύνησα για την αντίστιξη

Link to comment
Share on other sites

Γεια σας. Μου άρεσε η ιστορία. Περισσότερο μου άρεσε η ικανότητα των περιγραφών να προκαλούν ιδιαίτερα συναισθήματα με βάθος παρά η υπόθεση που και αυτή όμως ήταν ενδιαφέρουσα. Κορυφαία στιγμή για εμένα όταν το παιδί έγραφε στον πίνακα 'Δε θα προκαλέσω άλλο θάνατο'. Καταπληκτική σκέψη. Είναι κάτι εντελώς παράδοξο που προκαλεί περίεργους συνειρμούς. Νομίζω ότι κατέχεις αρκετά τις ιδαιτερότητες της ψυχολογίας του τρόμου. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Είναι εντάξει αυτή η ιστορία. Οι σκηνές συνδυάζουν τόσο το δέος και την ανατριχίλα του κοσμικού τρόμου (ας πούμε έτσι τον τρόμο που προκαλείται όταν ακούς κάτι μη φυσιολογικό από το διπλανό δωμάτιο) όσο και τη δυσφορία απέναντι σε σκηνές όπου το γκροτέσκο και η βία (με ή χωρίς το μανδύα του υπερφυσικού) είναι οι πηγές των συναισθημάτων.

 

Τα επιμέρους στοιχεία που έχεις χρησιμοποιήσει για να πετύχεις το σκοπό σου μοιάζουν σωστά επιλεγμένα (παιδάκια, Γερμανοί, πράγματα που κάνουν οι Γερμανοί, σχολείο, εφιάλτες).

 

Ο ήρωας θα μπορούσε να μας πει και (αρκετά)περισσότερα για τα συναισθήματά του σε σχέση με αυτό που έγινε τότε. Κάπως ξώφαλτσα το περνάει. Οκ, έχει συνεχώς επισκέψεις και όταν έρχεται το βράδυ δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα, αλλά παραμένει το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πολλές από τις σκέψεις του για εκείνο το ζήτημα.

 

Κάτι για το τέλος.

Ο κυρ-Ανέστης της Γιάννας; Αν ναι, τότε παίζει εμπλοκή. Αν όχι, τότε ίσως θα ήταν καλύτερο να αλλάξεις το όνομα.

 

 

Κλείνω με τούτα τα λόγια: Όταν ο κακός έχει πλοκάμια, τα βάζουμε από κάτω από το μέτωπο :) :)

 

ΥΓ: ‘Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και ο ψυχρός αέρας που φυσούσε έκανε τις σκιές των δέντρων να χορεύουν στο έδαφος, δίνοντας στο τοπίο μια απόκοσμη αίσθηση.’

-Πρέπει να την έχουμε γράψει όλοι αυτήν την πρόταση :)

Spirosk - Το Σχολείο.doc

Link to comment
Share on other sites

Κάτι για το τέλος.

Ο κυρ-Ανέστης της Γιάννας; Αν ναι, τότε παίζει εμπλοκή. Αν όχι, τότε ίσως θα ήταν καλύτερο να αλλάξεις το όνομα.

 

Κλείνω με τούτα τα λόγια: Όταν ο κακός έχει πλοκάμια, τα βάζουμε από κάτω από το μέτωπο :) :)

 

ΥΓ: ‘Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και ο ψυχρός αέρας που φυσούσε έκανε τις σκιές των δέντρων να χορεύουν στο έδαφος, δίνοντας στο τοπίο μια απόκοσμη αίσθηση.’

-Πρέπει να την έχουμε γράψει όλοι αυτήν την πρόταση :)

 

Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Όσον αφορά τις παρατηρήσεις:

 

 

Προφανώς και όχι ο κυρ-Ανέστης της Γιάννας, αφού αυτός ζει και είναι ελεύεθερος. Συνωνυμίες υπάρχουν, αλλά ίσως έχεις δίκιο και μπερδεύει κάποιους. Θα έπρεπε να είχα διαλέξει άλλο όνομα. Θα γίνει στην επόμενη έκδοση.

 

 

Τα πλοκάμια είναι ΠΑΝΤΑ extensions των μαλλιών (ή των χεριών --> J-influence). Κάτω από το μέτωπο πάνε στους Πειρατές της Καραϊβικής :)

 

ΥΓ: Μα τι λές τώρα... ότι "πολλές πένες πολλών συγγραφέων έχουν αποδώσει τη σκηνή αυτή";;; (για να παραφράσω τον "Τεχνίτη της Αγάπης")

Link to comment
Share on other sites

Τα πλοκάμια είναι ΠΑΝΤΑ extensions των μαλλιών (ή των χεριών --> J-influence). Κάτω από το μέτωπο πάνε στους Πειρατές της Καραϊβικής smile.gif

And what about Cthulu???

Σχολια άλλη φορα,τώρα πρέπει να την κάνω.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Επιτέλους βρήκα χρόνο να δω αναλυτικά τις παρατηρήσεις που μου έγιναν.

 

Ανεβάζω μια ανανεωμένη έκδοση με αυτό το post, που συμπεριλαμβάνει όσες παρατηρήσεις ήταν συμβατές με το δικό μου όραμα για το κείμενο και θεώρησα ότι δεν επηρεάζουν "το δράμα".

 

Όσον αφορά κάποιες "Ιστορικές Ανακρίβειες" έμειναν κυρίως επειδή δε θεωρώ ότι ένα δραματικό κείμενο πρέπει να είναι 100% Ιστορικά και πολιτικά "ορθό", αρκεί "να μη βγάζει μάτι" με την αναληθοφάνειά του. Καταλαβαίνω ότι κάποιοι το επιζητούν, αλλά εγώ όχι, ούτε καν σαν αναγνώστης: δηλαδή, δε θα με πειράξει αν σε κάποιο κείμενο γράφει ότι στην Χ' εποχή έτρωγαν με σιδερένια πηρούνια ενώ οι Ιστορικές Πηγές λένε ότι έτρωγαν με χάλκινα (και θέλω να πιστεύω ότι οι περισσότεροι είναι έτσι), θα με πειράξει όμως αν γράψει ότι έτρωγαν με πηρούνια φτιαγμένα από ένα προηγμένο κράμα τιτανίου.

SpirosK - Το σχολείο v2.pdf

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Η ιστορία σου είναι πάρα πολύ καλή και σε κρατάει σε αγωνία. Επίσης, βρήκα τον συνδυασμό παρόντος και παρελθόντος, όπου σταδιακά έδινες όλο και περισσότερα στοιχεία για το τι είχε γίνει, αρκετά καλή ιδέα. Πέρα από κάποιες gore σκηνές όμως, δεν υπήρχε κάτι άλλο στο κείμενο που να με τρόμαξε έστω και λίγο, δηλαδή δεν βρήκα το κείμενο ιδιαίτερα τρομαχτικό. Αν και αυτό είναι προσωπική άποψη. ^^

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..