Nienor Posted January 6, 2010 Share Posted January 6, 2010 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Κιάρα Είδος: φαντασία Βία; χμμμ... Σεξ; όχι Αριθμός Λέξεων:3.957 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Είναι η ιστορία που είχα γράψει για το τριπλό write off μας με τη Λουθ και την Ευθυμία και την οποία δεν πόσταρα ποτέ. Έχει φάει αρκετές διορθώσεις από τότε, αν και όχι όσες θα φανταζόταν κανείς (γιορτές, Θεσ/νίκη μετά... κτλ) και φυσικά δεν της έκοψα λέξεις αφού πλέον δεν είχε κανένα νόημα. Ίσα ίσα, της προσέθεσα. Είχα υποσχεθεί στις κοπέλες πως θα την ανεβάσω. Στο ιερό της Αρχόντισσας (πρόλογος από Tiessa) Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα ότι αυτά τα μουντά συντρίμμια από σπασμένη πέτρα, ήταν ο τόπος που αναζητούσε, το τέλος της οδυνηρής του διαδρομής. Στο φως της νέας αστραπής συνειδητοποιούσε πως τα απομεινάρια που ορθώνονταν παγερά και αδιάφορα μπροστά του, ήταν μονάχα τα ερείπια ενός φάρου. Οι ριπές του ανέμου τον σάρωναν παγερές και γέμιζαν τα ρουθούνια του με κόκκους παρασυρμένους από το φτενό χώμα και με την αλμύρα της ταραγμένης θάλασσας. Δυο αστραπές νωρίτερα πίστευε ακόμα πως υπήρχε ελπίδα. Ο χρόνος του τελείωνε. Το δεμένο βαρκάκι του ήδη κλυδωνιζόταν, ο δρόμος της επιστροφής έκλεινε γοργά από τη νύχτα που κουβαλούσε μέσα της την καταιγίδα. Το φορτίο στην πλάτη του ήταν ελαφρύ, σπαταλημένο στην απεγνωσμένη πορεία που τον είχε φέρει εδώ, σε μια χαμηλή βραχονησίδα, απέναντι από τη μίζερη προκυμαία, ενός παρακμασμένου λιμανιού, στις εσχατιές μιας άλλοτε λαμπρής αυτοκρατορίας. Το ζωντανό φορτίο του, ανασάλεψε σπασμωδικά στην αγκαλιά του… σα να πονούσε ή να ήθελε να κρυφτεί, στο άκουσμα των βροντών. Πήγαιναν μέρες τώρα που δεν την καταλάβαινε πια, ή που εκείνη δεν ήταν σε θέση να του εξηγήσει. Δυο αστραπές νωρίτερα, θα έλεγε στον εαυτό του πως ήταν ο ίδιος που έφταιγε, πως απλά ήταν κουρασμένος και δεν έδινε την απαραίτητη σημασία σε αυτά που προσπαθούσε να του πει. Τώρα όχι. Τώρα ήταν πεπεισμένος πως όλα είχαν τελειώσει. Η καταιγίδα πλησίαζε κι αυτός δεν ήξερε πια τι να κάνει. Κοιτούσε μια τα ερείπια του φάρου μπροστά του και μια τη βαρκούλα τους, που ήταν δεμένη στην παραλία πίσω του. Δεν είχε βρει το ναό. Ήταν και οι δυο τους χαμένοι. Αισθανόταν το κορμί του μουδιασμένο και ανήμπορο. Έκανε ένα βήμα διστακτικά, κι άλλο ένα. Κατάφερε να ξεπαγώσει από τη θέση του καθώς μια βροντή συντάραξε τον κόσμο γύρω του και η γάτα έμπηξε τα νύχια της στο μπράτσο του. Βημάτισε νευρικά ανάμεσα στα ερείπια κλωτσώντας τις πέτρες στο διάβα του, όταν στο φως μιας ακόμη αστραπής είδε την είσοδο μιας στοάς που κατέβαινε χαμηλά κάτω από το έδαφος. …. Ήταν μεταξύ τους η ημέρα με τη νύχτα, το άσπρο και το μαύρο, οι δύο όψεις ενός νομίσματος και γι’ αυτό και ταίριαζαν τόσο. Η Ζίρκη ήταν λυγερή ο Ζάραθος άκαμπτος, η Ζίρκη αθόρυβη ο Ζάραθος βροντερός, η Ζίρκη γελαστή ο Ζάραθος σοβαρός, η Ζίρκη ελαφρόμυαλη ο Ζάραθος λογικός. Ήταν το τέλειο δίδυμο στο επάγγελμά τους κι από τότε που ερωτεύτηκαν, κάτω από συνθήκες, ας τις πούμε επαγγελματικές, η φήμη τους εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη την ανατολική γη της αυτοκρατορίας. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο αναγκάστηκαν να έρθουν στη Δύση, όπου μπορούσαν να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους, αφού δεν τους ήξερε κανείς. Είναι βέβαιο πως εξαιρετικά γρήγορα θα αποκτούσαν μεγάλη φήμη και εδώ, αν δε συνέβαινε εκείνο το ατυχές περιστατικό με τη φοβερή μάγισσα της Δύσης. Τα πλούτη της μάγισσας ήταν ένα από τα πολύ αγαπημένα θέματα συζήτησης στη Χώρα του Δύοντος Ήλιου. Σχεδόν με το που έφτασαν και μπήκαν στο πρώτο χωριό κοντά στην Πρωτεύουσα του Δειλινού, άκουσαν για τη μεγαλόπρεπη έπαυλη την παραγεμισμένη με μαγικά μπιχλιμπίδια και ακριβά κόλπα, όπου ζούσε η μάγισσα. Άκουσαν βέβαια και για τις θανάσιμες παγίδες που παραμόνευαν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, όμως ήταν νέοι και εξαιρετικά καλοί στη δουλειά τους και το ίδιο το σώμα της Ζίρκης έκρυβε ένα μυστικό τέτοιο, που αδιάφορους τους άφηναν πρακτικά οι παγίδες της μάγισσας. Η πρωτεύουσα του δειλινού, η άλλοτε πανέμορφη πόλη με τα στριφογυριστά πλακόστρωτα σοκάκια και τις μυτερές αψιδωτές στέγες, μετά από την κυριαρχία των νέων θεών του Ζυγού και την εγκατάλειψη της Θαλασσινής Αρχόντισσας και των ναών της, έμοιαζε κατάλοιπο μιας άλλης ζωής που κάποιος πριν από χρόνια πολλά μόλις που τη θυμόταν. Η ζέστη ήταν αφόρητη και σαν να μην έφτανε αυτό, οι δρόμοι ήταν κατάμεστοι από κόσμο: πάγκοι μικροπωλητών άπλωναν την πραμάτεια τους σε κάθε γωνιά, μανάβηδες και παραμυθάδες διαλαλούσαν ταυτόχρονα γεγονότα από χώρες μακρινές και λάχανα κατσαρά, παραγιοί και χαμίνια έτρεχαν σα δαιμονισμένα σε κάθε σοκάκι, ενώ κυράδες καλοχτενισμένες και με ρούχα άλλοτε φανταχτερά, που τώρα όμως ήταν παλιά και φθαρμένα, σουλάτσερναν ανάμεσα στο πλήθος, παζαρεύοντας με αέρα βασιλισσών για εκείνα τα αγαθά που, αν είχαν τα περασμένα μεγαλεία τους, θα αγόραζαν οι υπηρέτες τους. Η έπαυλη ήταν ένα κτίσμα περίεργο. Αλλού δίπατο, αλλού τρίπατο, με τοξωτές στέγες σε πολλά επίπεδα, κυκλωμένο από τέσσερις πυργίσκους που στραφτάλιζαν κι έλαμπαν με εσωτερικό λες φως. Η Ζίρκη και ο Ζάραθος το εξέτασαν σχολαστικά, αν και από απόσταση, κι αποφάσισαν πως θα μπουκάριζαν μέσα από ένα χαμηλό παράθυρο του πρώτου ορόφου, το οποίο έμοιαζε σχεδιασμένο για αυτή τη δουλειά, αφού ακριβώς μπροστά του φύτρωνε μια στιβαρή συκιά. Οι πληροφορίες που είχαν καταφέρει να μαζέψουν, με κόπο και πολλά έξοδα, έλεγαν πως η μάγισσα της δύσης τις μέρες εκείνες θα ήταν στο μεγάλο συμβούλιο των μαγισσών, μαζί με τις άλλες μάγισσες που κυβερνούσαν την αυτοκρατορία, εκείνες της ανατολής, του βορρά και του νότου και πως το σπίτι της γενικά ήταν αφύλακτο, αφού ποιός παράλογος κλέφτης θα τολμούσε να μπει να κλέψει τη μάγισσα της δύσης; Η Ζίρκη ήταν σκαρφαλωμένη και καθόταν ανακούρκουδα στο χαμηλότερο κλαδί της συκιάς και κοίταζε μέσα στο δωμάτιο. Ο απογευματινός ήλιος του κατακαλόκαιρου δεν την άφηνε να δει στο εσωτερικό του καλά. Ο Ζάραθος πιάστηκε από το κλαδί κι ενώ αυτό έτριξε ελαφρά η Ζίρκη πήδησε στο περβάζι του παραθύρου, όταν αυτός τραβούσε το βάρος του επάνω στο δέντρο. Η Ζίρκη άνοιξε το αραιό πατζούρι και κοίταξε μέσα. Του έκανε νόημα να την ακολουθήσει καθώς πατούσε απαλά σε ένα εξαιρετικά παχύ και ακριβό χαλί στολισμένο με τα πιο φανταχτερά χρώματα που θα μπορούσε ποτέ της να φανταστεί. Ένα ελαφρύ κουδούνισμα και ένα στραφτάλισμα έμειναν στην κάσα του παραθύρου καθώς η Ζίρκη πέρασε από μέσα της και την επόμενη στιγμή ο Ζάραθος προσγειώθηκε με έναν υπόκωφο κρότο δίπλα της. Έμεινε ακίνητος και της χαμογέλασε. Το δωμάτιο στο οποίο είχαν βρεθεί ήταν κάποιο μικρό καθιστικό. Με μια γρήγορη ματιά γύρω τους εκτίμησαν πως τίποτα από τα όσα υπήρχαν εκεί δε θα τους απέφερε τα αστρονομικά ποσά που είχαν φανταστεί, οπότε και προχώρησαν προσεκτικά στο διπλανό που τους φάνηκε και πιο επικερδές. Ο Ζάραθος κρατούσε ένα μεγάλο σάκο και η Ζίρκη πετούσε μέσα σε αυτόν αυτά που τους φαίνονταν μοναδικότερα ή απλά ακριβότερα. Είχαν μαζέψει ήδη μια ίση ποσότητα από χρυσά κηροπήγια και φιλντισένια μικροσκεύη με αντικείμενα που δεν ήξεραν ακριβώς τι έκαναν, αλλά που αδιαμφισβήτητα ήταν μαγεμένα. Ήταν εξαιρετικά εύκολο να τα ξεχωρίσουν αφού τι δουλειά μπορεί να είχε ένα ζευγάρι κάλτσες βαλμένο σε βιτρίνα στο σαλόνι ή με ποιο τρόπο η χρυσή πένα στεκόταν όρθια επάνω από το σετ αλληλογραφίας της μάγισσας κι ακόμη, τι ακριβώς μπορεί να έκανε ένα κρεμμύδι που αιωρούνταν σε ένα γυάλινο δοχείο μες τη μέση ενός ξενώνα; Με τον τρόπο αυτόν γέμισαν δύο μεγάλους σάκους κι ο Ζάραθος είχε ρίξει έναν σε κάθε ώμο του κι ετοιμάζονταν να φύγουν όταν κάτι ακόμη τους τράβηξε την προσοχή: ένα διάφανο σκήπτρο στολισμένο με λαμπερά πετράδια, που έστεκε μονάχο του στο τέρμα ενός μικρό διαδρόμου. Ο διάδρομος δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από ένα χαλί κατά μήκος του και το σκήπτρο με τη βάση του, έτσι το έκανε να μοιάζει εξαιρετικά ξεχωριστό. Η Ζίρκη κοίταξε το Ζάραθο και χαμογέλασαν πονηρά ο ένας στον άλλο. Η κοπέλα του έκανε νόημα να μείνει εκεί που ήταν κι εκείνος πρόσεξε μια σταγονίτσα ιδρώτα που έτρεχε δίπλα στον ακάλυπτο αφαλό της και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά καθώς σκέφτηκε την υφή του δέρματος γύρω από τον αφαλό της κάτω από τα χείλη του. Αργότερα, κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Η κοπέλα περπάτησε με το χαρακτηριστικό απαλό βήμα της στο διάδρομο και έφτασε το σκήπτρο. Άπλωσε το χέρι της να το πιάσει και ξαφνικά διπλώθηκε στα δύο κρατώντας το κεφάλι της ενώ ένας διαπεραστικός και υπόκωφος ήχος ακουγόταν στο χώρο. Ο Ζάραθος πέταξε κάτω τους σάκους κι έτρεξε προς το μέρος της ενώ την έβλεπε μπροστά στα μάτια του να συρρικνώνεται και να μικραίνει. Μέχρι να φτάσει κοντά της και να την αγκαλιάσει είχε το μισό μέγεθος και γούνα. Μέχρι να πει δυο φορές το όνομά της κρατούσε στην αγκαλιά του μια γάτα! Μια ομολογουμένως πολύ όμορφη γάτα, με στιλπνή γκρίζα γούνα, καταπράσινα μάτια και μακριά μουστάκια, παρόλα αυτά γάτα κι όχι την κοπέλα του. Ο Ζάραθος πελάγωσε. Τους είχαν τύχει διάφορα ευτράπελα στο παρελθόν, σε σπίτια ευγενών οι οποίοι αρέσκονταν να πληρώνουν κατώτερους μάγους για να εξοπλίζουν την περιουσία τους με μαγικούς συναγερμούς και ξόρκια ακινησίας, όμως για όλα εκείνα η Ζίρκη ήταν πάντα το ζωντανό αντίδοτο. Ποτέ ξανά δεν είχε λειτουργήσει η μαγεία επάνω της. Βάζοντας το μυαλό του σε λειτουργία ταχύτατα, θυμήθηκε πως μόλις η Ζίρκη είχε αγγίζει το σκήπτρο τότε μεταμορφώθηκε. Τη σήκωσε απαλά στην αγκαλιά του καθώς εκείνη τον κοιτούσε απορημένη με διάπλατα ανοιχτά τα φωσφορικά μάτια της και γαντζώθηκε με επάνω του με τα νεοαποκτηθέντα της αιχμηρά νύχια. Έπιασε το ένα πατουσάκι της και το ακούμπησε απαλά επάνω στο σκήπτρο. Τίποτα. Το σκήπτρο παλλόταν σταδιακά με έναν εσωτερικό παλμό ενώ μέσα στο υλικό του κυμάτιζαν χρώματα αιθερικά. Ο Ζάραθος αισθάνθηκε ανήμπορος ξανά, η μαγεία ήταν πολύ δυνατή, αλλά μετά από μία μόλις στιγμή, επέστρεψε σε εγρήγορση και αποφάσισε να πάρει τη Ζίρκη και τα κλοπιμαία, με τα οποία θα μπορούσε να πληρώσει αδρά κάποιον άλλο μάγο και να την ξανακάνει γυναίκα. Στράφηκε προς την έξοδο του διαδρόμου κι εκεί αντίκρισε για πρώτη φορά τη μάγισσα. …. Υπήρχε μια μικρή κι απότομη σκάλα μέσα στη στοά που κατέβαινε μέχρι μια σκαλιστή πόρτα η οποία ήταν κλειδωμένη. Έβγαλε από την τσέπη του έναν κρίκο με πολλά πασπαρτού και άρχισε να τα δοκιμάζει. Στο φως μιας νέας αστραπής έχωσε ένα κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας κι αυτή άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο. Βάζοντας τη Ζίρκη μπροστά του και περιμένοντας μια ανάσα για το γνώριμο φωσφόρισμα και και τον καμπανιστό ήχο πέρασε την πρώτη πύλη. Άναψε ένα φανάρι και προχώρησε σε έναν μεγάλο διάδρομο που ανοιγόταν μπροστά του στηριγμένος σε κιονοστοιχίες δεξιά και αριστερά και που το βάθος του δε μπορούσε να το διακρίνει. Έφτασε μπροστά σε μια δεύτερη πόρτα, βαριά και μπρούτζινη που είχε επάνω της τα θαλασσινά σύμβολα της Αρχόντισσας. Οριζόντια, στη μέση της περίπου, έγραφε στην παλιά γλώσσα κάτι που μπορούσε να μεταφραστεί σαν «η επιθυμία σου να μπεις θα ικανοποιήσει τα όσα νομίζεις πως σου είναι απαραίτητα, αλλά όχι τις βαθύτερες επιθυμίες της καρδιάς». Ο Ζάραθος χάιδεψε καθησυχαστικά τη γατούλα στην αγκαλιά του κι εκείνη γουργούρισε. Την κοίταξε με τρόμο καθώς άκουσε τον τόσο γνώριμο και φυσιολογικό ήχο που κάνει μια ευχαριστημένη γάτα, όμως αμέσως μετά εκείνη του έγνεψε κλίνοντας απαλά το κεφάλι προς τα κάτω κι εκείνος πήρε το ελάχιστο θάρρος που χρειαζόταν για να συνεχίσει. Η ελπίδα είχε επιστρέψει. «Θυμάσαι όταν μου μάθαινες την αρχαία γλώσσα;» Τη ρώτησε καθώς έσπρωχνε τη μεγάλη πόρτα με τον ώμο του. «Θυμάσαι; Εγώ σου έλεγα ότι είμαι ανεπίδεκτος, αλλά εσύ επέμενες πως υπήρχε ελπίδα. Και τώρα υπάρχει. Δεν έπεσαν στάλες βροχής επάνω μας.» Η γατούλα σταμάτησε να γουργουρίζει και μισόκλεισε τα πανέμορφα πράσινα μάτια της που φωσφόριζαν στο σκοτάδι σαν μαγεμένα κεράκια. Πίσω από την πόρτα υπήρχε μια αίθουσα που άνθρωπος δεν είχε λαξέψει. Ο ήχος του νερού ακουγόταν σα συνεχής βροντή στα τοιχώματα μιας αρχαίας σπηλιάς. Γύρω τους επάνω σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες έσταζαν σταγόνες νερού ενώ μια λίμνη που έδειχνε κρυστάλλινη βρισκόταν ακριβώς μπροστά του και πίσω από αυτήν μια νερένια κουρτίνα, ένας περίεργος καταρράχτης, χυνόταν από τόσο ψηλά που δε μπορούσε να διακρίνει την αρχή του. Τα τοιχώματα της σπηλιάς κρύβονταν επίσης στις σκιές έτσι που έμοιαζε απέραντη. Στη μέση της λίμνης ένα άγαλμα από γρανίτη που απεικόνιζε την αρχόντισσα σε μια από τις επικρατέστερες ανθρωπομορφικές φιγούρες της: μια όμορφη γυναίκα με φύκια για μαλλιά και ένα στρόβιλο νερού για φουστάνι, έστεκε όρθιο σε στάση σα να προσέφερε κάτι που έλαμπε με δικό του φως σε αυτόν που έμπαινε στη σπηλιά. Ο Ζάραθος δεν είχε ώρα ούτε για να κοιτάξει καν το θαύμα της φύσης. Μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο κρύο νερό κι εκεί έκοψε ταχύτητα, κοντά ακόμη στην όχθη της λιμνούλας, για να δει αν βάθαινε απότομα. Όχι, μπορούσε να φτάσει στο άγαλμα της αρχόντισσας χωρίς να κολυμπήσει. Με τα μάτια του καρφωμένα σε αυτό που κρατούσε στα χέρια της πλησίασε… … Το πρώτο πράγμα που κατάλαβε ο Ζάραθος όταν είδε τη μάγισσα ήταν ότι δε μπορούσε να πια να ελέγξει τις κινήσεις του. Το δεύτερο ότι δε μπορούσε να σταματήσει να την κοιτά. Η μάγισσα ήταν ψηλή και λιγνή. Έμοιαζε νέα μα δε μπορεί να ήταν. Δυο αιώνες κοντά πήγαιναν από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση, σαν τοποτηρήτρια της δυτικής αυτοκρατορίας και τότε συγκαταλεγόταν ήδη στις μεγάλες μάγισσες. Δε θα της είχε πάρει κι εκατό χρόνια να γίνει τόσο ισχυρή ώστε να κυβερνήσει; Ο Ζάραθος πάντως, ακόμα και στη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν δε μπόρεσε να μη θαυμάσει την παγερή ομορφιά και την τελειότητα της μορφής της γυναίκας που βρισκόταν μπροστά του. Όχι με τον ίδιο τρόπο που θαύμαζε τη Ζίρκη. Η Ζίρκη ήταν ανθρώπινη, λυγερή με απαλό σκούρο δέρμα, ανοιχτόχρωμα μάτια και καστανά μαλλιά κομμένα πολύ κοντά, όταν δεν ήταν γάτα, σκέφτηκε απορημένος ακόμα. Η μάγισσα ήταν απόκοσμη, λευκή σα μαρμάρινη με μαύρα μαλλιά στιλπνά σαν φτερούγες κορακιού και το μπούστο της, όσο φαινόταν από το βαθυκόκκινο φουστάνι της έμοιαζε σκαλιστό, έργο του πιο μεγάλου γλύπτη. Ο Ζάραθος θυμήθηκε αμυδρά μέσα στις ανάμεικτες σκέψεις του πως αυτό ήταν ένα από τα όπλα των μαγισσών, το να μη μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω τους. Στεκόταν απλά εκεί και τον κοιτούσε χαμογελώντας ανεξιχνίαστα κι εκείνος είχε αιφνιδιαστεί τόσο που ούτε να της μιλήσει δε μπορούσε. Έσφιξε ανεπαίσθητα τη Ζίρκη στην αγκαλιά του και ξεροκατάπιε. Του φάνηκε πως πέρασε ένας αιώνας μέχρι που να καταφέρει να ανοίξει το στόμα του. «Κάν’ την ξανά όπως ήταν, θα κάνω ό,τι θελήσεις» πρότεινε. Η μάγισσα γέλασε με ένα κρυστάλλινο γάργαρο γέλιο. «Θα κάνεις ό,τι θελήσω έτσι κι αλλιώς…» του δήλωσε χαμογελώντας ακόμη κι έκανε μια ελαφριά κίνηση με το χέρι της η οποία έκανε τα πόδια του Ζάραθου να την ακολουθήσουν χωρίς τη θέλησή του. Με τον τρόπο αυτό μπήκαν μαζί στο καθιστικό από όπου είχε μπει πρωτύτερα το ζευγάρι στο σπίτι. Η μάγισσα με μια άλλη κίνηση του χεριού της τον έβαλε να κάτσει στο πάτωμα κι εκείνος σωριάστηκε ανήμπορος να ελέγξει το σώμα του. «Μη διανοηθείς να σηκωθείς από κει, διαρρήκτη.» Τόνισε η μάγισσα καθώς καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της. Το μέλη του μούδιασαν, η γατούλα αναδεύτηκε στην αγκαλιά του και οι τρίχες στη ράχη της σηκώθηκαν όρθιες. Η μάγισσα χτύπησε τα χέρια της δύο φορές και εμφανίστηκε ένα ποτήρι με κρασί στο τραπεζάκι μπροστά της. Αφού ήπιε μια γουλιά, επιτέλους του απηύθυνε το λόγο: «Και τώρα πες μου, πως περάσατε τους φραγμούς μου;» τον ρώτησε γλυκά. Δεν ήταν διατεθειμένος να της απαντήσει και ζυγίζοντας τα λόγια του άργησε να βγάλει μιλιά. «Δείξε μου» είπε εκείνη και τώρα ο Ζάραθος δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Σηκώθηκε κρατώντας τη Ζίρκη και παλεύοντας με το μυαλό του για να σταματήσει το κορμί του την πέταξε έξω από ένα άλλο παράθυρο. Ανεπαίσθητα, το παράθυρο φωσφόρισε, ένας μικρός καμπανιστός ήχος ακούστηκε κι ύστερα τίποτα. Η μάγισσα έδειξε να απορεί για μια μικρή στιγμή, όμως ύστερα το χαμόγελο επέστρεψε στο λαξευτό της πρόσωπο. «Πολύ ενδιαφέρον» συμπλήρωσε. «Άκουσέ με προσεκτικά,» του είπε και σηκώθηκε όρθια «σε κάποιον από τους μεγάλους ναούς της Θαλασσινής Αρχόντισσας υπάρχει μία σφαίρα. Η σφαίρα της έβδομης αίσθησης. Θα πας να μου τη φέρεις.» Έκανε μια παύση καθώς κατευθυνόταν προς το παράθυρο. Είπε μια λέξη που ο Ζάραθος δε θα μπορούσε να την επαναλάβει και από κάτω ακούστηκε ένα σπαραχτικό νιαούρισμα. Στη στιγμή η γατούλα μπήκε ιπτάμενη από το παράθυρο με την ουρά της φουντωμένη και τα αυτιά κατεβασμένα. Σφύριξε προς τη μάγισσα που γέλασε και ακούμπησε στον Ζάραθο που καθόταν και πάλι στο πάτωμα εγκλωβισμένος και δεμένος με αόρατα δεσμά. «Θα βρείτε σε ποιο ναό, θα σπάσετε τη γητείες που το προστατεύουν και θα μου τη φέρετε προτού να σας αγγίξει η πρώτη βροχή του φθινοπώρου.» Γέλασε ξανά με το κρυστάλλινο γέλιο της και κούνησε τα χέρια της προς το μέρος τους σχηματίζοντας σύμβολα στον αέρα. «Σας έδεσα με ένα απλό ξόρκι,» τους ανακοίνωσε μετά «αφού είστε τόσο αγαπημένοι. Το σκήπτρο που άλλαξε την κοπέλα, αντιλαμβάνεται το ζώο που κρύβει ο καθένας μας μέσα του και τα αποτελέσματά του θα περνούσαν σε μια δυο ώρες. Δεν είναι μαγικό. Είναι ... ας το πούμε ψυχοτροπικό. Άλλαξα τη δομή του και η σύντροφός σου θα παραμείνει γάτα. Κι αν τα πρώτα νερά της βροχής σας αγγίξουν θα χάσει την ψυχή της και θα μείνει γάτα για πάντα. Μαζί της, μόλις η ψυχή εγκαταλείψει αυτό το κορμί που της είναι ξένο, εσύ θα πεθάνεις. Η μόνη σας ελπίδα είναι να έχετε γυρίσει με τη σφαίρα μου προτού να βρέξει, πριν να έρθει το φθινόπωρο. Θα σας συνιστούσα να ξεκινήσετε… άμεσα» απόσωσε τα λόγια της και γέλασε ξανά. ……. Ο Ζάραθος περίμενε πως η σφαίρα της έβδομης αίσθησης θα έμοιαζε με τις σφαίρες που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι της μαντικής. Μια απλή κρυστάλλινη σφαίρα. Κάπως έτσι την είχε φτιάξει στο μυαλό του. Όμως, αυτό που βρισκόταν στα χέρια της αρχόντισσας έμοιαζε με γιγάντιο μαργαριτάρι που έκλεινε μέσα του το φως του φεγγαριού κι εξέπεμπε μια χλωμή γυαλάδα κάτω από την οποία φαινόταν η ουσία του να ρέει και να κυλά διατηρώντας ένα σταθερό σχήμα. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε τη σφαίρα ερευνητικά. Ήταν απαλή σαν πωπός μωρού κι έμοιαζε με ανθρώπινο δέρμα στην υφή. Ξαφνικά, ο κόσμος χάθηκε γύρω του. Δεν υπήρχε πια σπηλιά, δεν υπήρχαν σταλακτίτες, δεν υπήρχε ούτε και ο ίδιος. Αυτό που απέμεινε ήταν ανοιχτό πέλαγος, κύματα αγριεμένα, η μυρουδιά της αλμύρας και η δροσιά του αφρού. Ένα περήφανο μελαγχολικό τραγούδι ακουγόταν βγαλμένο από χίλια στόματα και το πεδίο γύρω του άρχισε να αλλάζει ξανά, να γίνεται μεγαλόπρεπες πολιτείες που έμοιαζαν γνώριμες, σαν τις πολιτείες που είχε ζήσει, μα σε αυτές δεν υπήρχε η φθορά του χρόνου, ούτε εκφυλισμός, ούτε πλούσιοι και φτωχοί. Κι όλα αυτά τα γνώριζε βλέποντάς τα χωρίς να είναι ο ίδιος εκεί. Υπήρχαν απλά στη σκέψη του σα να ήταν εκεί από πάντα. Κι ύστερα το τοπίο και πάλι άλλαξε, γέμισε από τους ιππότες του Ζυγού, από αίμα και φόβο, μύρισε ιδρώτα και κάτουρο και γεύτηκε τη μεταλλική γεύση του αίματος. Είδε ιερείς ντυμένους στα άσπρα να σφαγιάζονται δίπλα στα κύματα και να καίγονται σε μεγάλες φωτιές αναμμένες στις ακτές. Τα στρεβλωμένα μάτια τους και οι στερνές κραυγές τους θα τον στοίχειωναν για πάντα, ενώ η μυρουδιά της καμμένης σάρκας ανακάτευε τα σωθικά του. Οι πόλεις άλλαζαν, στρατοί παρέλαυναν σε αυτές ανεμίζοντας τα λάβαρα με το Ζυγό, μάγισσες στις πρώτες γραμμές τους εξαπέλυαν λάβα και φωτιά στους ναούς της Αρχόντισσας και στους πιστούς της, χωρίς να κάνουν διακρίσεις. Κι ακόμα πιο μετά έρημες πολιτείες με μισογκρεμισμένα κτήρια, άνθρωποι εξαθλιωμένοι δούλευαν σα σκλάβοι για να φτιαχτούν τα εντυπωσιακά παλάτια των Τεσσάρων: Δύση, Ανατολή, Βορράς και Νότος. Και τέλος, έμοιασε να ανεβαίνει ψηλά κι ήταν νύχτα και οι πόλεις πλήθηναν κι έμοιαζαν τα άστρα επάνω στον ουρανό να είναι η πολιτεία και δεν ξεχώριζαν από την αντανάκλασή τους στα ήσυχα νερά της θάλασσας κι όμως μακριά στις πόλεις τα φώτα ήταν σαν τα σκουπίδια εκείνης της κοινωνίας του ουρανού ριγμένα σε σωρούς στη γη. Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ξαπλωμένος στα ιερά νερά, κάτω από το άγαλμα της Αρχόντισσας, της γενέτειρας θάλασσας και η Ζίρκη του έγλυφε το πρόσωπο προσπαθώντας να τον συνεφέρει. Την πήρε στην αγκαλιά του και κρατώντας την εκεί έκλαψε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ του, για τα όσα χάθηκαν και για τον ίδιο, για την Αρχόντισσα και τον κόσμο που αιώνες πριν σφαγιάστηκε στο όνομά της, για την ιστορία που δε μπορούσε να αλλάξει και για τη δική του, προσωπική επιθυμία που τον έκανε να αισθάνεται τύψεις που τον κύκλωναν σαν τρωκτικά. Κοίταξε μια τελευταία φορά τη νερένια κουρτίνα πίσω από το άγαλμα, απίθωσε ένα μικρό φιλί στο κεφάλι της γατούλας που τον κοίταζε ανήσυχη κουλουριασμένη στην αγκαλιά του, έπιασε τη σφαίρα και βούτηξε στη νερένια κουρτίνα. Μια ανάσα αργότερα βρέθηκε μέσα στην έπαυλη της μάγισσας, στο γνωστό καθιστικό, και μάλιστα πρόλαβε να δει μια ανεπαίσθητη απορία στα μάτια της προτού να τον κοιτάξει με το γνώριμο ειρωνικό της ύφος. «Κάν’ την άνθρωπο» της φώναξε λυσσασμένα «δώσ’ της πίσω τη μορφή της!» «Η σφαίρα» γέλασε εκείνη «επιτέλους, ύστερα από όλους αυτούς τους αιώνες, η σφαίρα!» «Κάν’ την άνθρωπο!» Φώναξε ο Ζάραθος τώρα δυνατότερα. Μα η μάγισσα δεν τον άκουσε, το γέλιο της σκέπαζε τη φωνή του. Η Ζίρκη ανατρίχιασε στην αγκαλιά του κι έγρουξε αγριεμένα. «Σιγά μη σας αφήσω να φύγετε από δω!» «Τι είπες;» ρώτησε τη μάγισσα. «Τίποτα ακόμη» αποκρίθηκε εκείνη γελώντας «δώσε μου τη σφαίρα!» «Και θα φροντίσω να μείνετε μαζί στην αιωνιότητα, στα βασίλεια των νεκρών!» άκουσε ο Ζάραθος χωρίς να τη βλέπει να κουνά τα χείλη της. Έκανε ένα βήμα πίσω απορημένος κι ύστερα κοίταξε τη σφαίρα που παλλόταν στα χέρια του κατακόκκινη τώρα. Η Ζίρκη άφησε ένα δυνατό νιαούρισμα και χίμηξε στο πρόσωπο της μάγισσας με τα νύχια της προτεταμένα. Ο Ζάραθος προσπάθησε να την αρπάξει αλλά η στιγμή είχε περάσει. Μόλις η γατούλα άγγιξε το πρόσωπο της μάγισσας, η πανέμορφη γκρίζα γούνα της πήρε φωτιά. Πονεμένα ξέφρενα νιαουρίσματα ακούστηκαν, μόνο για λίγες στιγμές που του Ζάραθου του φανήκαν αιώνες καθώς προσπάθησε να την πιάσει και να την τυλίξει στο χαλί. Όμως πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε από αυτά που είχε θελήσει, η Ζίρκη είχε γίνει στάχτες, κυριολεκτικά. Στο μυαλό του γύρισαν τα μάτια των ιερέων μόνο που τώρα ήταν πράσινα κι αγριεμένα σαν της Ζίρκης και αισθάνθηκε το αίμα του να εγκαταλείπει το κεφάλι του. Η μάγισσα είχε σηκώσει τα χέρια της και έφτιαχνε σχήματα στον αέρα. Την κοίταξε με βλέμμα κενό, άδειο από ότι ανθρώπινο κάποτε υπήρχε μέσα του κι ευχήθηκε παραδομένος τίποτα από όλα αυτά να μην είχε συμβεί, τίποτα απολύτως. Είδε την έκφραση στο πρόσωπό της μάγισσας της Δύσης να αλλάζει, είδε τα χαμογελαστά χείλη της να στρεβλώνονται, ρυτίδες να εμφανίζονται στο μέτωπό της και πλαδαρό δέρμα στο λαιμό της. Τα χέρια της να απλώνουν προς το μέρος του με γαμψά νύχια και πανάδες και την αύρα του υπέρτατου θυμού γύρω της. Είδε μέσα στη σφαίρα να στροβιλίζονται χίλια χρώματα κι άλλα τόσα και να αφρίζουν και να μακραίνουν. Και είδε ακόμη την εικόνα μιας γυναίκας να αναδύεται από τα χέρια του, με φύκια στα μαλλιά της και νερό να στροβιλίζεται γύρω της, να απλώνει το χέρι της και να το ακουμπά στο μέτωπό του. Κι ένιωσε τη δροσιά του καθαρού νερού στο άγγιγμά της και μύρισε την αλμύρα του πελάγους που τον κύκλωσε και τότε έχασε τις αισθήσεις του. ... Μόλις είχαν εντοπίσει ένα παράθυρο στην έπαυλη που έμοιαζε σχεδιασμένο για να μπουκάρουν. Από κάτω του φύτρωνε μια στιβαρή συκιά που έμοιαζε σχεδιασμένη για αυτήν ακριβώς τη δουλειά. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και η Ζίρκη ήταν σχεδόν γυμνή με το ελάχιστο φουστάκι και το κοντό αμάνικο πουκάμισο που φορούσε από πάνω. Ο Ζάραθος την κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του κι αισθάνθηκε μια ελαφριά ζαλάδα. Άπλωσε τα χέρια του, τη βούτηξε και την ξάπλωσε επάνω στο δροσερό γρασίδι. «Εεεε... καλέ» έκανε εκείνη γελώντας. Ο Ζάραθος την κράτησε κοντά του κι ακούμπησε τα χείλη του στον ακάλυπτο αφαλό της. Μύρισε και γεύτηκε το δέρμα της και χαμογέλασε πλατιά. «Τι έπαθες;» Τον ρώτησε εκείνη περνώντας τα μακριά της δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Τον πολυτιμότερο θησαυρό που υπάρχει στα βασίλεια, τον έχω στην αγκαλιά μου» αποκρίθηκε εκείνος. Η Ζίρκη γέλασε ξανά και τον αγκάλιασε. «Εντάξει... κι εγώ» του είπε ύστερα από λίγο. «Αλλά καθόλου δε με χαλάει κι όλη αυτή η ... δευτεράτζα που υπάρχει εκεί μέσα» συνέχισε γελαστά. «Ούτε κι εμένα, αλλά όχι σήμερα. Σήμερα θα πάμε στη θάλασσα και θα σου κάνω έρωτα δίπλα στο κύμα της. Σήμερα θα τιμήσουμε την Αρχόντισσα με τους παλιούς τρόπους» της απάντησε εκείνος και για να σφραγίσει την πρόταση του την ξαναφίλησε απαλά στην κοιλιά, σε εκείνο το σημείο, ακριβώς κάτω από τον μικρό αφαλό της που τόσο αγαπούσε. Edited January 6, 2010 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted January 7, 2010 Share Posted January 7, 2010 Υπέροχη γραφή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 7, 2010 Share Posted January 7, 2010 Αυτό παίρνει την ψήφο μου. Δεν υστερεί στη γραφή και δεν αφήνει απορίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 7, 2010 Author Share Posted January 7, 2010 Σας ευχαριστώ πολύ που το διαβάσατε Αυτό παίρνει την ψήφο μου. Φαντάζομαι πως δεν εννοείς του write off αλλά ας το ξεκαθαρίσουμε μία: Ας μη μπούμε σε διαδικασία σύγκρισης με τις ιστορίες των κοριτσιών, γιατί αντιλαμβάνεστε όλοι φαντάζομαι πως δεν υπάρχει κατάλληλη μεζούρα για να κάνουμε κάτι τέτοιο. (Δηλαδή οκ, δύο εβδομάδες παραπάνω τουλ, το ανέβασα όποτε ήθελα, 1000 λέξεις επιπλέον και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπένεφιτ ). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 7, 2010 Share Posted January 7, 2010 Πολύ όμορφη ιστορία. Αυτό που μου άρεσε πέρα από την υπόθεση ήταν η τόσο επιτυχημένη αλλαγή της ατμόσφαιρας, από την απελπισία της καταιγίδας στο ανέμελο ζευγαράκι των κλεφτών, στη μάγισσα, στην αποστολή, στο παρελθόν, στην περιγραφή της παρακμασμένη πόλης - αυτή η παράγραφος Η πρωτεύουσα του δειλινού, η άλλοτε πανέμορφη πόλη με τα στριφογυριστά πλακόστρωτα σοκάκια ... θα αγόραζαν οι υπηρέτες τους. έχει τόσο χρώμα και ήχο και μυρωδιά, που αξίζει τα μισά λεφτά της ιστορίας! Μια απορία μόνο: Πραγματοποιήθηκε η ευχή του επειδή είχε στα χέρια του τη σφαίρα; Η σφαίρα εκτός από τη δυνατότητα να βλέπει κανείς το παρελθόν, έδινε και τη δυνατότητα να το αλλάζει; Γι αυτό την ήθελε η μάγισσα; Κι αυτός κατάφερε να τη χρησιμοποιήσει επειδή σε κάποια σημείο της αναζήτησης συγκινήθηκε και ταυτίστηκε με τους λάτρεις της θαλασσινής αρχόντισσας; Δεν παύω να εντυπωσιάζομαι με το πόσες διαφορετικές ιστορίες μπορούν να γεννηθούν από την ίδια εισαγωγή -παρεμπιπτόντως ούτε κι αυτή είχε την παραμικρή σχέση με το σκελετό που είχα στο μυαλό μου όταν την ετοίμαζα. Ευχαριστούμε που την ανέβασες για να δούμε και αυτή την εκδοχή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 7, 2010 Author Share Posted January 7, 2010 Βάσω, αχ! πάντα το έχω αυτό το πρόβλημα με τα αντικείμενα... το να μη θέλω να κάνουν ακριβώς αυτό ή ακριβώς το άλλο. Γι΄αυτό και δεν πολυγράφω για τέτοια παρόλο που τα δύο τελευταία που ανέβασα περιέχουν μαγικά αντικείμενα... Ουσιαστικά του δούλεψε γιατί είχε την ανάγκη της. Και αυτό που κάνει είναι το να πραγματοποιεί επιθυμίες όταν αυτός που την κρατά έχει την ανάγκη της. Η φάση είναι ότι στη συγκεκριμένη σκηνή η Ζίρκη είναι νεκρή, ενώ στην προηγούμενη που την αγγίζει την έχει στην αγκαλιά του και δε δουλεύει ... ακριβώς όπως θα δούλευε κανονικά. Απλά του δείχνει ένα γρήγορο μέρος των όσων βρίσκονται συσσωρευμένων (ας το πούμε) στη "γνώση" της σφαίρας. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και ελπίζω σε κάποια φάση να δούμε και την πραγματική εκδοχή της ιστορίας Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted January 8, 2010 Share Posted January 8, 2010 Δυστυχώς δεν έχω κάτι ιδιαίτερα εποικοδομητικό να πω για τη συγκεκριμένη ιστορία. Από γραφή βρίσκεται στα συνηθισμένα υψηλά στάνταρ (αν και πρέπει να πω ότι αυτό με τον πωπό του μωρού με χάλασε), αλλά δεν κατάφερα να αισθανθώ όσα αισθάνομαι σε άλλες ιστορίες σου. Ίσως φταίει που δεν έδωσες κάτι ιδιαίτερο στους χαρακτήρες σου (όπως έκανες πχ στους παππούδες με την τσουγκράνα), ίσως η κεντρική ιδέα να μη μου φάνηκε αρκετά δυνατή, αλλά το αποτέλεσμα δε με ευχαρίστησε όσο περίμενα. Και κάτι ακόμα: βλέπω καλά; Happy end; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted January 10, 2010 Share Posted January 10, 2010 Μου άρεσε πολύ η γραφή, με ταξίδεψε με τρόπο τέτοιο που ξέχασα τα όποια λάθη μπορεί να υπάρχουν. Δεν μπορώ να πω πως συνδέθηκα με τους χαρακτήρες, αλλά "ανέπνεαν" και αυτό ως αναγνώστης το εισέπραξα. Μου άρεσαν επίσης πολύ οι περιγραφές σου, οι λεπτομέρειες που έδωσαν ζωή και αν και σε τόσο λίγες λέξεις, κατόρθωσαν να μου δώσουν την αίσθηση πως αυτός ο κόσμος κάπου υπάρχει. Το μόνο σημείο που με απογοήτευσε κάπως ήταν οι αντιδράσεις της μάγισσας, αν και δεν μπορώ να εντοπίσω αυτό το κάτι που με ενόχλησε. Ίσως να περίμενα έναν πιο επιτηδευμένο διάλογο ανάμεσά τους, κάτι που να είναι αντάξιο του τρομερού της τίτλου και της εξουσίας της. Επίσης, πρέπει να ομολογήδω πως δύο σημεία με έβγαλαν απότομα από το κλίμα της ιστορίας: Το "πωπός μωρού" και το "μυρουδιά" που αν θυμάμαι καλά, το λες σε δύο σημεία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted January 11, 2010 Share Posted January 11, 2010 Η ιδέα είναι πολύ καλή. Νομίζω ότι θα σήκωνε και περισσότερες λέξεις. Σε κάποια σημεία ο λόγος δεν έρεε στο κεφάλι μου, παρ’ όλ’ αυτά οι εικόνες που δημιούργησες ήταν αρκετά πετυχημένες, άλλοτε με την ομορφιά και άλλοτε με τη σκληρή δύναμή τους (πιο πολύ το πρώτο). Οι χαρακτήρες του Ζάραθου και της Ζίρκης έχουν ενδιαφέρον και δεν θα ήταν άσχημο αν μας έδινες πιο πολλές από τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (πχ του ενός για τον άλλο), αν και κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μεγαλύτερο κείμενο. Γενικά, να σου πω, δες μήπως το συγκεκριμένο ζευγάρι ηρώων έχει ζήσει κι άλλες περιπέτειες. Για το τελείωμα… έμεινα με την απορία… όμως η απάντηση που έδωσες στην Tiesa με κάλυψε. Nienor - Στπο Ιερό Της Αρχόντισας.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 11, 2010 Author Share Posted January 11, 2010 Σας ευχαριστώ όλους πάρα πολύ για τα σχόλια Dagon ένα ακόμη ευχαριστώ και για τα επιμέρους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 13, 2010 Share Posted January 13, 2010 (Ήρθε κι η κακιά. ) Μου άρεσε η πλοκή κι οι χαρακτήρες, η σταδιακή ξεδίπλωση του τόπου και του χρόνου, οι πινελιές ευρημάτων που θα μπορούσαν να είναι από μια ιστορία η καθεμιά τους. Φυσικά τσιμπησα χωρίς δισταγμό, δεν ήταν μόνο το happy end, αλλά και η μάγισσα της Δύσης (όπου ο Οζ μας κλείνει το μάτι, ε; ) και η γκρίζα γάτα κι οι κάλτσες στην προθήκη... Τι δε μου άρεσε; (Δεν το πιστεύω ότι το λεω αυτό σε μια ιστορία σου, έτσι; Δε νομίζω ότι μου έχει ξανατύχει...) Λείπει μια πατίνα ομοιομορφίας στο διήγημα. Δε μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς, παρά μόνο αν βρεθούμμε τετ-α-τετ και το διαβάσουμε μαζί κομμάτι-κομμάτι, αλλά υπάρχει. Είναι σαν να ξεχωρίζω τις προσθήκες, το πότε έγραψες την κάθε παράγραφο, ή μάλλον σε τι διάθεση ήσουν όταν έγραφες την κάθε παράγραφο. Θα προσπαθήσω ως την Παρασκευή να σου δώσω ένα αρχείο όπου θα προσπαθήσω να σου δείξω τι εννοώ, αλλά δεν είμαι και σίγουρη ότι θα το καταφέρω. Λεπτομέρειες εν τάχει: θα προτιμούσα να πεις αντικλείδια αντί για πασπαρτού. Κι ούτε κι εμένα μου άρεσε η αναφορά στον πωπό του μωρού. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 13, 2010 Author Share Posted January 13, 2010 και η μάγισσα της Δύσης (όπου ο Οζ μας κλείνει το μάτι, ε; ) Επιτέλους το παρατήρησε κάποιος αυτό Κάποια στιγμή και αφού το είχα γράψει προσπαθούσα να θυμηθώ για ένα ολόκληρο απόγευμα (στο οποίο έκανα άλλα πράγματα αλλά συνεχώς μου αποσπούσε την προσοχή) αν οι κακιές ήταν δύση ανατολή και οι καλές βορράς νότος ή ανάποδα. Δεν τα κατάφερα. Ευχαριστώ Ευθυμία που το διάβασες και σχολιάζεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.