Jump to content

Απαρχές ζωής, πηγές μακροβιότητας και η γνωριμία μ’ ένα κοφτερό φίδι


Arachnida

Recommended Posts

Και μετά τον πρόλογο ανεβάζω και το πρώτο "βιβλίο".

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε μέρη, ανάλογα με την περίοδο που εμφανίζεται ο ήρωας.

Συνήθως τα κεφάλαια ξεκινούν με ένα ιστορικό σημείωμα, που οριοθετεί την εκάστοτε εποχή.

Υπάρχει πιθανότητα να γίνεται κουραστικό το κείμενο.

Επίσης δεν είναι καλά διορθωμένο.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

Απαρχές ζωής, πηγές μακροβιότητας και η γνωριμία μ’ ένα κοφτερό φίδι

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

H νομαδική φυλή των Ούννων ξεκίνησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα από τα βάθη της Ασίας και, προχωρώντας προς τα δυτικά, κατάκλυσε την Ευρώπη ερημώνοντας με πρωτοφανή αγριότητα τεράστιες εκτάσεις. Η αχανής αυτοκρατορία τους έφτανε να εκτείνεται από τη Γερμανία μέχρι τον ποταμό Ουράλη και από το Δούναβη ως τη Βαλτική θάλασσα.

 

Οι πρώτοι Ούννοι ζούσαν στα Βόρεια της Κίνας τον 2ο π.Χ. αιώνα κι από εκεί έφτασαν στην περιοχή ανάμεσα στον Ουράλη και το Βόλγα. Στα 375 μ.Χ. οι Ούννοι μετακινήθηκαν προς την περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Δον και Βόλγα και, αφού υπόταξαν τους Οστρογότθους και Βησιγότθους, εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Δούναβη. Ο αρχηγός των Ούννων Ρουγίλας οργάνωσε ένα ισχυρό κράτος και εκμεταλλευόμενος την παντοδυναμία των έφιππων τοξοτών του, άρχισε αλλεπάλληλες επιδρομές εναντίον του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (η αυτοκρατορία που μετέπειτα έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Βυζάντιο).

 

Μετά το θάνατο του Ρουγίλα το 434 μ.Χ., στην κεφαλή των ενωμένων ουννικών φυλών έμειναν οι δύο ανιψιοί και διάδοχοί του, Αττίλας και Μπλέντα. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο, για την παράδοση απότακτων Ούννων οι οποίοι είχαν καταφύγει στην αυλή του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Β’. Μετά από λίγους μήνες οι διαπραγματεύσεις έληξαν προς το συμφέρον των Ούννων, οι οποίοι υπερτερούσαν στρατιωτικά. Οι Ρωμαίοι όχι μόνο δέχτηκαν να παραδώσουν τους αποστάτες, αλλά υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εφ’ άπαξ χορηγία τριακοσίων πενήντα λίτρων χρυσού, να ανοίξουν τις αγορές τους στους Ούννους εμπόρους και να πληρώσουν λύτρα οχτώ solidi (χρυσά νομίσματα) για κάθε έναν βυζαντινό αιχμάλωτο, που είχαν οι Ούννοι στα χέρια τους.

 

Οι Ούννοι βασιλιάδες προσωρινά ικανοποιημένοι με τη συνθήκη, και κορεσμένοι από κατακτήσεις, επέστρεψαν στις πεδιάδες της Ουγγαρίας για να οργανώσουν καλύτερα το κράτος τους. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διαβλέποντας το μελλοντικό κίνδυνο και προκειμένου να εξασφαλίσει τουλάχιστον την πρωτεύουσά του από επιθέσεις, έχτισε το πρώτο θαλάσσιο τοίχος στο Βόσπορο και βελτίωσε σημαντικά τις οχυρώσεις της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον έχτισε αμυντικά φρούρια κατά μήκους του Δούναβη και ενίσχυσε τα ήδη υπάρχοντα. Η απειλή των Ούννων δεν θα αργούσε να επιστρέψει.

 

Μετά από λίγα χρόνια και μια αποτυχημένη εκστρατεία ενάντια στη δυναστεία των Σασσανίδων στην Περσία, η προσοχή των Ούννων στράφηκε πάλι προς τον άμεσο γείτονα στο Νότο, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παραβιάζοντας τις συνθήκες, το 440 ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον εμπόρων Βόρεια του Δούναβη και εισέβαλαν στην Ιλλυρία κατακτώντας οχυρά και εξανδραποδίζοντας πληθυσμούς.

 

Η συγκυρία για το Βυζάντιο ήταν δεινή. Ταυτόχρονα με τις επιθέσεις των Ούννων, οι Βάνδαλοι κατάκτησαν την πλουσιότερη βυζαντινή επαρχία, την Καρχηδόνα στη Βόρειο Αφρική και οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αρμενία. Προκειμένου το Βυζάντιο να υπερασπιστεί τις εύφορες επαρχίες της Βορείου Αφρικής, απέσυρε στρατεύματα από τα ήσσονος σημασίας Βαλκάνια, ανοίγοντας το δρόμο για τον Αττίλα, που επιτέθηκε το 441 φτάνοντας, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση, μέχρι το Singidunum, το σημερινό Βελιγράδι. Από εκεί ανακοίνωσε στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα τις υπέρογκες αξιώσεις του προκειμένου να μη συνεχίσει την επέλασή του.

 

Ο Θεοδόσιος έκανε προετοιμασίες, ανακάλεσε στρατεύματα από τη Σικελία, έκοψε νέο, υποτιμημένο νόμισμα για να χρηματοδοτήσει το στράτευμά του και θεώρησε ότι μπορούσε να αρνηθεί τις απαιτήσεις των Ούννων. Ο Αττίλας και ο Μπλέντα απάντησαν το 443 με νέα φοβερή, σαρωτική εκστρατεία. Κατεβαίνοντας ορμητικά προς τα νότια, κατάστρεψαν τη Μοισία, τη Θράκη και τη Μακεδονία, ερημώνοντας πάνω από ογδόντα πόλεις, ανάμεσά τους το Νις, τη Σόφια, την Αρκαδιόπολη και τη Φιλιππούπολη. Εκατοντάδες μοναστήρια έγιναν στάχτη, χώρες καίγονταν, οι σφαγές που διαπράττονταν ήταν άνευ προηγουμένου.

 

Είχε έρθει η ώρα για ανταπόδοση. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οργάνωσε έναν στρατό από πενήντα χιλιάδες άνδρες, πιστεύοντας ότι οι ανίκητες, πειθαρχημένες λεγεώνες θα αντιστέκονταν στις ορδές των Ούννων, που μάχονταν σε χαοτική διάταξη και με κύριο γνώμονα την επίδειξη θάρρους, έναντι των άλλων αρσενικών της ίδιας φυλής.

 

Οι ισάριθμοι Ούννοι αντιμετώπισαν το βυζαντινό στρατό έξω από την Κωνσταντινούπολη, και αφού τον συνέτριψαν, σταμάτησαν μόνο έξω από τα διπλά τείχη της πρωτεύουσας, καθ’ ότι δεν διέθεταν ναυτική υποστήριξη. Διέλυσαν ακόμα μία βυζαντινή στρατιά έξω απ’ την Καλλίπολη και πλέον ο Θεοδόσιος, χωρίς εφεδρείες και σε απελπιστική θέση αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη. Παραχώρησε στους Ούννους μεγάλες περιοχές νότια του Δούναβη, εφ’ άπαξ εισφορά έξι χιλιάδων λίτρων χρυσάφι, ενώ συμφώνησε και σε ετήσια πληρωμή της τάξης των δύο χιλιάδες εκατό λίτρων χρυσάφι. Τέλος τα λύτρα για κάθε βυζαντινό αιχμάλωτο αυξήθηκαν στα 12 solidi.

 

Μετά τη νίκη τους και το χρηματικό κατευνασμό τους, οι δύο Ούννοι βασιλιάδες αποσύρθηκαν ξανά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας τους, για ν’ απολαύσουν τα κεκτημένα. Το 445 ο Μπλέντα σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια κυνηγιού, πιθανότατα έπειτα από πλεκτάνη που ύφανε ο αδερφός του. Ο Αττίλας ήταν πλέον ο μοναδικός κύριος του θρόνου, είχε ήδη αποκτήσει το προσωνύμιο «Μάστιγα του Θεού» και έτρεφε τις φιλοδοξίες του μέσα από συγκυρίες.

 

Ένας βοσκός στις όχθες του Δούναβη ακολουθώντας μία γραμμή αίματος στο χιόνι, ανακάλυψε ένα θαμμένο σπαθί, το οποίο πρόσφερε στον αυτοκράτορά του. Ο Αττίλας εξέλαβε την πράξη ως σημάδι της Θείας βούλησης και θεώρησε ότι ήταν το σπαθί του θεού του πολέμου. Από εκείνη τη μέρα το κουβαλούσε μαζί του όχι μόνο στις μάχες για όπλο, αλλά και ως σκήπτρο και σύμβολο εξουσίας. Λέγεται ότι με αυτό αποκεφάλισε τρεις βασιλιάδες, εννιά πρίγκιπες και δώδεκα φύλαρχους.

 

Το 447 ο Αττίλας εισέβαλε ξανά στη Νότια Βαλκανική νικώντας μ’ ευκολία τις τοπικές φρουρές και σπέρνοντας τον τρόμο για ακόμα μία φορά. Νίκησε τους Ρωμαίους κατά κράτος στη μάχη του Ούτους και λεηλάτησε στο πέρασμά του όλες τις επαρχίες, σταματώντας και πάλι μπροστά από τα απόρθητα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

 

Το 450 αποφάσισε να αλλάξει τα σχέδιά του και να επιτεθεί στο ισχυρό βισηγοτθικό Βασίλειο της Τουλούζης στη Γαλατία, συμμαχώντας με τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την ηγεσία της οποίας διατηρούσε καλές σχέσεις. Απώτερος στόχος του ήταν να επεκτείνει ακόμα περισσότερο την αυτοκρατορία του, φτάνοντας μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό, το σύνορο του γνωστού κόσμου.

 

Συγκέντρωσε μία τεράστια στρατιά από Ούννους και υποτελείς λαούς και άρχισε να κατακτά τη μία πόλη μετά την άλλη, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Στρασβούργο, Γουόρμς, Μάιντζ, Κολονία, Τρίερ, Μετς, Ρεμς, Τουρνέ, Καμπρέ, Αμιέν, Μποβέ, όλες έγιναν στάχτη. Η πορεία του Αττίλα γίνεται γνωστή από τις αγιογραφίες των μητροπολιτών, που έσφαξε μαζί με το ποίμνιό τους.

 

Τότε συνέβη κάτι απρόβλεπτο, που ταρακούνησε την πλάστιγγα της μοίρας. Η αδερφή του δυτικού αυτοκράτορα, προκειμένου να αποφύγει το γάμο της με έναν συγκλητικό, έστειλε ένα δαχτυλίδι στον Αττίλα, παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει. Ο Αττίλας ερμήνευσε αυτή την κίνηση σαν πρόταση γάμου και απαίτησε ακολούθως τη μισή δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως προίκα. Στην προφανή άρνηση των Ρωμαίων, απάντησε ότι μόλις τελείωνε η εκστρατεία στη Γαλατία, θα ερχόταν να λάβει αυτό που δικαιωματικά του άνηκε.

 

Μέσα στην ίδια χρονιά, οι συσχετισμοί μεταβλήθηκαν και ο Αττίλας αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει στα 451 μ.Χ. στα Καταλάνια Πεδία κοντά στην Ορλεάνη, έναν μεγάλο συμμαχικό στρατό, υπό την ηγεσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αέτιου και του Βησιγότθου βασιλιά Θεοδόριχου. Το στρατό του Αέτιου αποτελούσαν Ρωμαίοι, Γαλάτες, Βουργουνδοί, Αλανοί, Σάξονες, Αρμορικανοί, Σαρματιανοί και Βησιγότθοι. Όλοι είχαν παραμερίσει τις διαφορές και τα μίση για να συγκροτήσουν μία έσχατη γραμμή άμυνας απέναντι στους Ούννους εισβολείς. Στην περίφημη σύγκρουση, που έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «Μάχη των Εθνών», ο Αττίλας υποχώρησε έχοντας υποστεί βαριές απώλειες, όπως και οι αντίπαλοί του.

 

Την επόμενη χρονιά ο Αττίλας ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του και εισέβαλε στην Ιταλία, προκειμένου να διεκδικήσει, όπως είχε υποσχεθεί, την υποτιθέμενη προίκα του. Οι Ούννοι σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους και έσβησαν κυριολεκτικά πόλεις από το χάρτη, όπως την ακμάζουσα Aquileia. Σύμφωνα με το θρύλο διέταξε να χτίσουν έναν πύργο στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου, ώστε να απολαύσει το θέαμα της ισοπέδωσης.

 

Ο Αέτιος έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του στη Μάχη των Εθνών, επιδόθηκε σε τακτικές αντιπερισπασμού προσπαθώντας με τα λιγοστά μέσα που είχε στη διάθεσή του, να καθυστερήσει την επέλαση του Αττίλα, ο οποίος κατευθυνόταν προς τη Ρώμη. Τελικά ήταν ένας φοβερός λοιμός που αποδεκάτισε το στρατό των Ούννων, αναγκάζοντάς τον να συνάψει ειρήνη με τη Δυτική Αυτοκρατορία, να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Ο μεγάλος στρατηγός είχε ηττηθεί από έναν αόρατο εχθρό.

 

Επιστρέφοντας στο μεγαλοπρεπές παλάτι του στο Δούναβη, ο Αττίλας άρχισε να σχεδιάζει νέα επίθεση εναντίον του Βυζαντίου, το οποίο είχε σταματήσει να καταβάλλει τις ετήσιες πληρωμές. Οι Βυζαντινοί πήραν την απόφαση να παραβιάσουν τη συμφωνία γιατί κατ’ αρχάς ότι ο Αττίλας ήταν απασχολημένος στη Δύση και κατά δεύτερον γιατί οι συνεχείς επιδρομές στα Βαλκάνια, απλά είχαν μετατρέψει την περιοχή σε κρανίου τόπο, χωρίς πόρους ή θησαυρούς.

 

Τα νέα σχέδιά του μεγάλου στρατηλάτη δεν ευοδώθηκαν. Ο Αττίλας ο Ούννος, η Μάστιγα του Θεού, που το όνομά του έμεινε στους αιώνες ως συνώνυμο βαρβαρότητας, πέθανε ξαφνικά τους πρώτους μήνες του 453, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και σε ηλικία σαράντα εφτά ετών. Σύμφωνα με μία εκδοχή, κατά τη διάρκεια ενός οργίου ήπιε μέχρι θανάτου. Υπάρχει μία πηγή που αναφέρει ότι τον μαχαίρωσε μία απ’ τις γυναίκες του και ακόμα μία ότι έπεσε θύμα πολιτικής δολοφονίας, που απεργάστηκαν βυζαντινοί αξιωματούχοι.

 

Όπως ήταν η ζωή του βουτηγμένη μέσα σε θρήνους, οδυρμούς και αίμα, έτσι έμελλε να είναι και η κηδεία του. Η σωρός του τοποθετήθηκε σε ένα τριπλό φέρετρο από σίδερο, ασήμι και χρυσό, μαζί με τα πολυτιμότερα λάφυρα απ’ τις λεηλασίες του. Οι δώδεκα σωματοφύλακες του Αττίλα εξέτρεψαν ένα ποτάμι, έθαψαν το φέρετρο κάτω απ’ την κοίτη και μετά σκοτώθηκαν για να παραμείνει μυστική η τοποθεσία.

 

Μετά τη κηδεία του Αττίλα ξέσπασε λυσσαλέα διαμάχη ανάμεσα στους τρεις γιους του για το μοίρασμα των εδαφών. Εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία οι υποτελείς, καταπιεσμένοι λαοί εξεγέρθηκαν. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η διαβόητη και πανίσχυρη Αυτοκρατορία των Ούννων διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη και τα ίχνη της έσβησαν στην ομίχλη του χρόνου.

 

ΜΕΡΟΣ Α’

 

Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τα παιδικά μου χρόνια. Για την ακρίβεια, πολύ έντονα και ξεκάθαρα, θυμάμαι μόνο λίγες ιστορίες, τις οποίες μέχρι σήμερα τις έχω αφηγηθεί τόσες φορές σε τυχαίους ανθρώπους που συνάντησα στα ταξίδια μου, αλλά και στον εαυτό μου, ώστε δεν μπορώ παρά να αμφιβάλω αν όντως κάποτε συνέβησαν. Τις έχω ανασύρει από τη μνήμη μου ξανά και ξανά, αλλά στην πραγματικότητα είναι μία αδιαφόρετη σειρά λέξεων, που ανακαλώ και απαγγέλω με τον ίδιο, απαράλλαχτο τρόπο.

 

Αυτό πιστεύω είναι διαφορετικό απ’ το να ψάχνω σε εντυπωμένες εικόνες τις οποίες μετά τις περιγράφω, αλλά έτσι έχει αυτό που συμβαίνει, άρα έτσι το αφηγούμαι και έτσι νομίζω ότι το θυμάμαι. Είναι κι αυτή η ανάμνηση μπλεγμένη με πλάνη, όπως άλλωστε και ό,τι συνδέεται με την ύπαρξή μου; Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ.

 

Τα αποσπάσματα αυτά δεν είναι μοιρασμένα στο χρόνο σε ισόποσα κομμάτια. Ξεκινάνε όπως ξεκινάει η ζωή μου, αλλά η ανάμνηση γρήγορα μεταπηδά σε κάτι ύστερο, στέκεται εκεί για λίγο, μετά σβήνει και επανέρχεται αργότερα, δεν μπορώ να το εξηγήσω σωστά με λόγια. Όπως δεν θ’ αργήσετε να διαπιστώσετε, ο χρόνος είναι μια σχετική έννοια στο χειρόγραφό μου. Όχι επειδή φαντάστηκα ότι έτσι θ’ αποκτήσει μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία και υστεροφημία ή για να μπερδέψω τον αναγνώστη. Όχι καθόλου. Η εξήγηση είναι ότι απλά έτσι έχουν συμβεί τα γεγονότα, ο χρόνος τα διέπει με τρόπο δυσανάγνωστο, αν μπορεί να οριστεί τέτοια έννοια και να γραφεί με μελάνη. Ξέρω ότι η σκέψη μου δεν έχει απόλυτη συνοχή.

 

Στην αρχή της πρωταρχικής ανάμνησης υπάρχει πολύ σκοτάδι και λίγη σιωπή. Φαίνεται πως κοιμάμαι, αλλά δεν είναι αυτή η κατάστασή μου. Ακούω, αλλά δεν με ακούνε. Εγώ δεν ξέρω ακόμα πώς να παράγω ήχους. Μετά υπάρχει έντονο φως, που από μια αχτίδα, καταλήγει στο όλον. Από έναν εσωτερικό κόσμο, μεταφέρομαι σ’ ένα απέραντο σύμπαν, με δένει μια πανδαισία ήχων, που με χαϊδεύει κι ενώνεται μαζί μου.

 

Βρίσκομαι σ’ ένα λευκό δωμάτιο. Από πάνω μου μορφές. Μάτια με κοιτάνε περίεργα. Εκείνη η ημέρα, η πρώτη μου ημέρα, είναι ηλιόλουστη, όπως ήταν κι οι περισσότερες στα παιδικά μου χρόνια. Αυτό εύκολα εξηγείται από τη γεωγραφική θέση της πατρίδας μου. Κοιτώντας το χάρτη, θα τη βρείτε αριστερά, σχεδόν εκεί που τελειώνει η Γη. Μετά είναι οι Ηράκλειες στήλες, ξεκινάει η θάλασσα, τελειώνει η θάλασσα και τελειώνει ο κόσμος.

 

Τις επόμενες στιγμές βρίσκομαι σ’ ένα αγρόκτημα, βλέπω πάλι το πατρικό μου. Η γη είναι κληρονομιά νομίζω της μητέρας μου. Μας περικυκλώνουν λόφοι καταπράσινοι, το έδαφος είναι ένα πολύχρωμο χαλί, ψηλά έλατα μοιράζουν γενναιόδωρα τη σκιά τους. Δίπλα από το κτήμα μας υπάρχουν μερικά ακόμα σπίτια. Οικογένειες σαν τη δική μας. Μακρύτερα ξεκινάει το μεγάλο δάσος. Φοράω έναν λευκό, φρεσκοπλυμένο μανδύα, νομίζω τον έχει υφάνει η μητέρα μου ή ίσως μία από τις μεγαλύτερες αδερφές μου. Ο αργαλειός βρίσκεται σε ένα διπλανό κτίσμα, κοντά εκεί που κοιμούνται οι υπηρέτες. Τις αδερφές μου τις συναντώ σπάνια, συχνά λείπουν.

 

Τον πατέρα μου δεν μπορώ να καυχηθώ ότι τον θυμάμαι. Πολλές φορές άκουσα τη μητέρα μου να λέει ότι ήταν πρώτα απ’ όλα ένας καλός άνθρωπος και πέρα από αυτό ένας τρανός πολεμιστής, φόβητρο για κάθε αντίπαλο. Τώρα πλέον γνωρίζω πολύ καλά ότι οι καλοί πολεμιστές δεν είναι καλοί άνθρωποι, αλλά ίσως ο πατέρας μου ήταν διαφορετικός. Μπορεί στον καιρό του να ήταν αλλιώς. Από τότε έχουν αλλάξει οι τρόποι. Έχουν αλλάξει τα πάντα. Πάντως δεν τον γνώρισα, αλλά κληρονόμησα την τέχνη του στο σπαθί.

 

Αντίθετα, τη μητέρα μου τη θυμάμαι καθαρά. Μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να φέρω μπροστά μου τη μορφή της. Αν ήταν όμορφη; Ναι θα ήταν, το είχα ακούσει πολλοί να το λένε. Για μένα ήταν ο ομορφότερος άνθρωπος στον κόσμο. Τη θυμάμαι ψηλή, με πλεξούδες στα μαλλιά να πέφτουν σαν κύματα στους φαρδιούς ώμους και στην πλάτη της. Άλλοτε μου έφερνε τα παιχνίδια, άλλοτε με βοηθούσε να σηκωθώ και άλλοτε με έπλενε, τραγουδώντας μου εύθυμα ένα τραγούδι με λόγια απ’ τη χώρα της. Ποια ήταν αυτή η χώρα άργησα να το μάθω. Όταν ήμουν παιδάκι δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να τη ρωτήσω και όταν μεγάλωσα λίγο, οι συγκυρίες πρότρεξαν της περιέργειάς μου. Είχα καταλάβει πάντως ότι ήταν μια παράξενη χώρα, όπου οι συνήθειες των ανθρώπων ήταν εναρμονισμένες με τις συνήθειες της φύσης.

 

Όταν μεγάλωσα λίγο, μερικά απογεύματα που ο ήλιος βυθιζόταν στην απέραντη θάλασσα, βάφοντάς τη με όλες τις αποχρώσεις του πορφυρού, η μητέρα μου με κάθιζε απέναντί της και μου μίλαγε για μεγαλεία, πεπρωμένα και ιδανικά. Ακατανόητα πράγματα που δυσκολευόμουν να στριμώξω στο μικρό μου κεφάλι. Γιατί έπρεπε ένα μικρό παιδί να βασανίζεται με τις υποθέσεις των μεγάλων; Όταν βαριόμουν τα κηρύγματα και το μάθημα, εκείνη πάντα το καταλάβαινε, με αντάμειβε με ένα χάδι ή ένα γλύκισμα και με έπαιρνε στον κήπο να παίξω με τα φυτά και να κυνηγήσω κακόμοιρα ζωύφια.

 

Μια περίοδο είχα αρχίσει να σκοτώνω μυρμήγκια σε μία πελώρια φωλιά στην έξω πλευρά του φράκτη και να μετράω σχολαστικά τους νεκρούς. Η αθώα αυτή ασχολία μετατράπηκε σε εμμονή και κάθε μέρα έκανα έναν απολογισμό, προσπαθώντας να ξεπεράσω τα αποτελέσματα της προηγούμενης. Ήταν ο πρώτος χρόνος που είχα μάθει αριθμητική και μέσα απ’ τα έπη του Ομήρου, τα κατορθώματα των ένδοξων προπατόρων μου. Μες στο μυαλό μου διεξαγόταν ένας φανταστικός πόλεμος, μαχόμουν μόνος μου ενάντια σε ορδές τεράτων, που με τις δαγκάνες και το δηλητήριό τους απειλούσαν την ασφάλεια του αγροκτήματος και της οικογένειάς μου. Ήταν σαν μία νέα Ιλιάδα να ξαναγραφόταν και αισθανόμουν για λίγο να αγγίζω την αίγλη του πατέρα μου, ο οποίος δεν βρισκόταν ποτέ στο αγρόκτημα, γιατί έλειπε σε «τρανές εκστρατείες», που ποτέ δεν τελείωναν.

 

Όταν μία μέρα με περηφάνια ανακοίνωσα στη μητέρα μου τους συγκεντρωτικούς αριθμούς των θυμάτων και ότι η δραστηριότητα των μυρμηγκιών στη φωλιά είχε μειωθεί σημαντικά, ούτε η αντίδρασή της ήταν αυτή του θαυμασμού που προσδοκούσα, ούτε με συγχάρηκε μ’ ευγνωμοσύνη, που είχα γλυτώσει το αγρόκτημα απ’ τη σαρωτική εισβολή των εντόμων. Τουναντίον θύμωσε και με ψυχρό ύφος μου είπε: «Εσύ δεν θέλω να μάθεις να σκοτώνεις από τώρα. Τα χέρια σου να κρατήσεις καθαρά από αμαρτίες όσο πιο πολύ γίνεται. Έχεις μια ζωή μπροστά για σκοτωμούς.»

 

Δεν ήταν τόσο τα λόγια της, που ούτως ή άλλως δεν τα πολυκατάλαβα, αλλά ο τόνος της φωνής της που με τρόμαξε και φοβήθηκα ότι δεν θα με αγαπάει πια. Μάλλον αναλύθηκα σε κλάματα -τι ντροπή για έναν τόσο σπουδαίο στρατηλάτη- και για να με παρηγορήσει με πήρε στην αγκαλιά της και μου είπε ένα τραγούδι των νεραϊδών, που δεν είχα ξανακούσει και όπως είπε παρ’ ότι ήταν άγνωστες οι λέξεις, έδιωχνε με μαγικό τρόπο όλες τις άσχημες στιγμές. Θα ήθελα σήμερα να έβρισκα κάποιον να μου το τραγουδήσει για να νιώσω γαλήνη όπως τότε. Αλλά σήμερα κανείς από εκείνη την εποχή δεν υπάρχει και τα τραγούδια των δασών έχουν ξεχαστεί.

 

Δυστυχώς δεν ήταν όλες οι στιγμές των παιδικών μου χρόνων ξέγνοιαστες και αθώες. Όταν ζούσα στο αγρόκτημα, παρ’ ότι οι μέρες ήταν μεγάλες, τις πιο πολλές ώρες κοιμόμουν, αισθανόμουν κουρασμένος χωρίς να έχω κοπιάσει σωματικά και τα μάτια μου έκλειναν. Στο βαθύ ύπνο που έπεφτα, απέδωσα το ότι έβλεπα τόσους εφιάλτες. Αλλά δεν υπήρχε δικαιολογία για το ότι ήταν τόσο αλλόκοτοι.

 

Από χάσματα στη γη ξεπηδούσαν πολεμιστές με ασημένια σπαθιά, ένας στρατιώτης κάρφωνε ένα τεράστιο φίδι στον ουρανό, ένας τιτάνας από άμμο συνέθλιβε με τις πατούσες του ανθρώπους σαν να ήταν μυρμήγκια, μία γυναίκα με ένα μαστό με φυλάκιζε στα μπουντρούμια της, ένας ανεμόμυλος με έκοβε σε εκατό κομμάτια, περπατούσα ανάποδα σε ένα τούνελ, ένας κακός άνθρωπος με κατηγορούσε για προδότη, βρισκόμουν ξαπλωμένος σε μία λευκή αίθουσα και ιερείς με ρόμπες χάραζαν το δέρμα μου.

 

Τις πρώτες φορές περιέγραψα τους εφιάλτες στη μητέρα μου, αλλά κατόπιν σταμάτησα γιατί εκείνη όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, τρόμαζε -το έβλεπα καθαρά στα μάτια της- και έφτυνε στον κόρφο της και σηκωνόταν απ’ τη θέση της για να ξανακαθίσει. Αργότερα διαπίστωσα ότι είχε δίκιο στις αντιδράσεις της, γιατί όσα έβλεπα στον ύπνο μου ήταν αφύσικα, πράγματα και πλάσματα που ήταν αδύνατο να είχα δει στο αγρόκτημα ή να είχα ακούσει να μιλούν γι’ αυτά. Κανείς δεν μιλάει για αυτά, κανείς δεν τα ξέρει. Ποιος Θεός φύτευε τα οράματα στο μυαλουδάκι μου;

 

Με αυτούς τους εφιάλτες συνδέεται και μία από τις ημέρες που θυμάμαι πιο έντονα. Θα συνέβη όταν ήμουν δώδεκα χρονών, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος για την ηλικία μου. Κάλλιστα θα μπορούσα να ήμουν εφτά ή δεκαπέντε.

 

Η μητέρα μου έφερε πάνω απ’ το κρεβάτι μου μια γριά που δεν είχα ξαναντικρίσει. Μαζί της, μέσα στα σάλια και στα μπουρδουκλωμένα μαλλιά της, σερνόταν μια απαίσια μυρωδιά, αλλά η μητέρα μου επέμενε να την ακούσω και να υπακούσω τις οδηγίες της, γιατί ήταν μια σοφή γυναίκα, που θα διάβαζε το μέλλον μου. Και με το κατάλληλο αντίτιμο θα μπορούσε να ετοιμάσει κάποιο γιατροσόφι για τους εφιάλτες.

 

Η αναμαλλιασμένη γριά έβαλε έναν υπηρέτη να σκεπάσει τα δύο παράθυρα της κάμαράς μου κι έπειτα ζήτησε απ’ τη μητέρα μου να σβήσει το λυχνάρι και να μας αφήσει μονάχους. Πριν η μητέρα μου βγει απ’ το δωμάτιο, μου έριξε μια βεβιασμένη, ενθαρρυντική ματιά. Έπειτα η ξύλινη πόρτα έκλεισε απότομα παίρνοντας μαζί της όλο το φως. Τότε συνειδητοποίησα ότι η γριά εκείνη μου θύμιζε τις κακές μάγισσες των παραμυθιών, που με ραδιουργίες πετυχαίνουν τους σκοπούς τους. Να ήταν άραγε παγίδα;

 

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, μπορούσα σχεδόν να την ακούσω. Βρισκόμασταν αντικριστά οι δυο μας στο απόλυτο σκοτάδι, αμίλητοι. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να μιλήσω πρώτος και να της εξηγήσω την κατάσταση με τους εφιάλτες, αλλά δίστασα. Διάλεξα να μην διακόψω τις σκέψεις της, περισσότερο από φόβο. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι έβλεπα τα μάτια της να γυαλίζουν προς το μέρος μου, αλλά μάλλον ήταν η φαντασία μου.

 

Πέρασε κι άλλη ώρα χωρίς ν’ αλλάξει κάτι, μόνο οι παλμοί μου σταδιακά εξημερώθηκαν. Έχοντας συνηθίσει στο σκοτάδι, έβλεπα πλέον το περίγραμμά της στο κέντρο του δωματίου. Η γριούλα συνέχιζε να είναι στραμμένη προς το μέρος μου κι εγώ έριχνα πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά το βλέμμα μου, για να μην αιχμαλωτιστεί απ’ το δικό της. Άρχισα να αισθάνομαι άβολα και για να ξεγελάσω τον φόβο μου, είπα από μέσα μου ότι συμμετείχα σε μία ολοφάνερη ανοησία της πανούργας απατεώνισσας, που είχε ξεγελάσει τη μητέρα μου. Τότε ακριβώς, εκείνη πρώτα χαμογέλασε και μετά μίλησε, ενώ ταυτόχρονα σηκωνόταν αργά από το κάθισμά της.

 

Η φωνή της ήταν σαν του βραχνοκόρακα και τα λόγια της ήχησαν ακαταλαβίστικα, αλλά θα τα θυμάμαι και τα παραθέτω όπως είχαν, ώστε να μην αμφισβητηθεί η ειλικρίνειά μου ή η επίδραση που είχαν τελικά στη ζωή μου: «Με γνωρίζεις. Έχουμε συναντηθεί και θα συναντηθούμε πάλι.» Δεν τη γνώριζα και δεν την είχα συναντήσει ποτέ, δεν έχω κανένα λόγο να γράψω ψέματα. Ο τόνος της, όμως ήταν αυστηρός και δεν άφηνε περιθώρια για ν’ αμφισβητηθεί, σίγουρα όχι από ένα αδύναμο παιδάκι. Το γεγονός ότι ήταν όρθια κάπου στο δωμάτιο χωρίς να μπορώ να τη δω ξεκάθαρα, με φόβιζε. Παρορμητικά έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Ήταν σαν να είχε γίνει αόρατη και εγώ έτρεμα, παντελώς ακάλυπτος στις προθέσεις της.

 

Η φωνή της ακούστηκε πάλι: «Η ύπαρξή σου έχει ένα κρυμμένο νόημα. Είσαι τυχερός άνδρας. Είσαι άτυχος. Θα βασανιστείς.» Δεν διέκρινα βαθύτερα νοήματα στις αόριστες προβλέψεις της, ούτε και τις κατάλαβα. Αν όντως ήταν μάντισσα, όπως υποπτεύθηκα αργότερα, έκανε έξυπνα τη δουλειά της, λέγοντας στους ανθρώπους ή πράγματα προφανή ή πράγματα που περίμεναν να ακούσουν. Ξανάνοιξα τα μάτια, βρισκόταν καρφωμένη στη θέση της.

 

Έκανε μια μεγάλη παύση για να βεβαιωθεί ότι θα τα αναλογιζόμουν και συνέχισε στον ίδιο αινιγματικό τόνο: «Θα σκοτώσεις έναν βασιλιά αγόρι μου. Θα ζήσεις. Θα πεθάνεις. Θα ζήσεις ξανά.» Άρχισα να τρομάζω. Σίγουρα δεν σκόπευα να σκοτώσω κανέναν βασιλιά, εκτός αν μιλούσε για βασιλιά των μυρμηγκιών. Και ο θάνατος ήταν κάτι ασχημάτιστο στη σκέψη μου.

 

Έκλεισα τα βλέφαρά μου και μέχρι να τα ξανανοίξω είχε βρεθεί από πάνω μου και έπιασε το χέρι μου, σφίγγοντας και στρίβοντάς το: «Για πάντα θα είμαι μαζί σου. Θα με ακούς και θα φοβάσαι. Θα με ακούς και θα κλαις. Θα με ακούς και θα κάνεις το θέλημά μου.»

 

Θα φώναζα μα είχε κοπεί με μαχαίρι η μιλιά μου. Ήθελα να παλέψω, αλλά το σώμα μου είχε παγώσει και αναγκάστηκα να ακούσω και τα παρακάτω: «Πουθενά δεν μπορείς να κρυφτείς. Ο Θεός σε βλέπει παντού. Μέσα στα έγκατα και πάνω απ’ τα σύννεφα. Τώρα θα ακολουθείς το θέλημά του. Είσαι στην αρχή. Μόλις προετοιμαστείς θα τοποθετηθείς στην πρώτη γραμμή. Εσύ.»

 

Αν δεν με είχε ακινητοποιήσει με το απίστευτα δυνατό άρπαγμά της, θα είχα προσπαθήσει να τρέξω προς τα έξω. Ο καρπός μου πονούσε και καιγόταν. Έκανα να ψελλίσω ένα παρακάλι. Δεν βγήκε ποτέ απ’ το λαιμό μου. Την άκουσα να καγχάζει και να προφέρει την εξής ακατανόητη σειρά λέξεων: «Αιώνια Ζωή, Έγκατα, Αλαζονεία, Αυτοθυσία, Αγάπη, Συντριβή, Γνώση, Μάχη.»

 

Οι εννιά αυτές λέξεις σαν να είχαν κρυμμένη δύναμη χαράχθηκαν στο μυαλό μου, καίγοντας τις περισσότερες ως τότε αναμνήσεις μου. Ανήμπορος λιποθύμησα, μα πρόλαβα να μπήξω μια δυνατή κραυγή.

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β’

 

 

 

Κάποιος θα άκουσε τη κραυγή μου και με γλύτωσε από τα χέρια της μάγισσας κι απ’ τα ξόρκια της, γιατί έζησα πολλά ακόμα ξημερώματα και ηλιοβασιλέματα στο αγρόκτημα. Δεν έγινε κουβέντα ξανά για εκείνη τη γυναίκα κι ούτε η μητέρα μου με ρώτησε για όσα μου είχε πει. Ήταν σαν το περιστατικό να μην είχε συμβεί. Ήταν ένα μυστικό ανάμεσά μας, αλλά μυστικό επουσιώδες. Ξαφνικά είχαμε να ανησυχούμε για σοβαρότερα ζητήματα. Δηλαδή ένα ήταν το κυριότερο.

 

Ο πόλεμος έγινε μία λέξη που ξαφνικά ανακατευόταν πολύ στις συζητήσεις μας. Χαμηλόφωνα τον μελετούσαμε για να μην μας ακούσει κανένας, χαμηλόφωνα για να μην τραβήξουμε την προσοχή του κακού πάνω μας. Δεν ήμουν σίγουρος για το ποιος πολεμούσε ενάντια σε ποιον. Ένας βασιλιάς εναντίον ενός άλλου, όπως πάντα.

 

Οι συλλογισμοί της μητέρας μου στρέφονταν σε δάση και μέρη στα οποία θα μπορούσαμε ν’ αναζητήσουμε καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Μιλούσε με τις μεγαλύτερες αδερφές μου αόριστα για το χωριό των γονιών της, το οποίο δεν είχαμε επισκεφτεί ποτέ. Η μητέρα μου πίστευε ότι «εκεί δεν θα φτάσει ο πόλεμος». Τον παππού και τη γιαγιά δεν τους είχα γνωρίσει ποτέ, αν υπήρχαν. Τους φανταζόμουν σαν τη μητέρα μου με άσπρα μαλλιά.

 

Εκτός, όμως από τον πόλεμο υπήρχαν και οι επιδρομές και χίλιοι δυο άλλοι κίνδυνοι που πολλαπλασιάζονταν και τάρασσαν τη γαλήνη μας. Σε όλη την περιοχή κοπάδια αποδεκατίζονταν, κόσμος εξαφανιζόταν, ρακένδυτοι άνθρωποι εμφανίζονταν στα όρια των χωραφιών μας και έκλεβαν από τα δέντρα μας. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς συνέβαινε. Ενώ η τάξη καταλυόταν, οι γείτονες διαφωνούσαν. Πολλοί πρότειναν παράλογες λύσεις, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τις ακολουθήσει πρώτος. Έλειπε ο ηγέτης να αναλάβει την ευθύνη.

 

Ένας πολύ νέος ιερέας με κουρελιασμένα ρούχα έφτασε το σούρουπο πριν τη γιορτή της Παρθένου στο κατώφλι μας και ζήτησε να ξεκουραστεί λίγο, πριν συνεχίσει το δρόμο του. Μόλις μπήκε στο σπίτι έκανε λόγο κατ’ ευθείαν για μια επικείμενη «αποκάλυψη». Η μητέρα μου δεν μας άφησε καλά καλά να τον δούμε, πόσο μάλλον να του μιλήσουμε. Τον πήρε με τα πράγματά του και τον βόλεψε στην αποθήκη. Φευγαλέα είδα μία κοκκινισμένη χαρακιά στο πίσω μέρος του κρανίου του. Ο ποδόγυρος του ράσου του ήταν καψαλισμένος. Η μητέρα συζήτησε μαζί του για λίγο και μετά τον άφησε να ξεκουραστεί. Το επόμενο πρωί ο ιερέας έφυγε χωρίς να μας αποχαιρετίσει. Έτρεχε να ξεφύγει απ’ την «αποκάλυψη».

 

Οι μέρες συνέχισαν να μικραίνουν. Από το πουθενά ξεφύτρωσαν φήμες για επικείμενη βοήθεια από το Βασιλιά. Το δικό μας Βασιλιά. Ήταν κάτι σαν άνθρωπος, αλλά ανώτερο από αυτό. Δεν τον είχα δει ποτέ, νομίζω κανείς στο κτήμα ή στα διπλανά δεν τον είχε συναντήσει. Είχαμε δει μόνο τον επίσημο απεσταλμένο του, έναν ξερακιανό άνθρωπο χωρίς μαλλιά, που ερχόταν με άδεια κάρα και έφευγε μόνο αφού τα γέμιζε· όλοι του έκαναν δώρα. Σακιά με αλεύρι, κότες, σταφίδες, λάδι, λαρδί, κρασί, ό,τι παρήγαγε ο καθένας. Ίσως γι’ αυτό ο κόσμος πίστευε ότι ο Βασιλιάς θα έστελνε βοήθεια. Οπωσδήποτε θα εκτιμούσε τα πλούσια δώρα μας.

 

Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν. Όλα έδειχναν ότι το Φθινόπωρο δεν θα τελείωνε. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, όλα τα πρόσωπα γύρω από το τραπέζι σκυθρωπά. Η μητέρα μου μας ξύπνησε ένα βράδυ και με τη βοήθεια του πιο έμπιστου επιστάτη, έθαψε πίσω από το στάβλο τέσσερα σφραγισμένα κιούπια με αντικείμενα. Δεν είχα προλάβει να μάθω τι περιείχαν, αλλά με έβαλε να κοιτάξω καλά την τοποθεσία και να την απομνημονεύσω. Δεν γύρισα ποτέ για να σκάψω και να μάθω. Ή τα βρήκαν άλλοι ή ακόμα εκεί σαπίζουν. Ύλη ασήμαντη, που μάζεψε ο άνεμος και μετά τη σκόρπισε.

 

Παρά τις δύσκολες μέρες, όπως συχνά άκουγα τη μητέρα μου να τις αποκαλεί, συνεχίζαμε τα μαθήματά μου και μάλιστα σε πιο εντατικούς ρυθμούς. Οι ξέγνοιαστες στιγμές ολοένα και μειώνονταν και από μία ωριμότητα που είχε αναπτυχθεί μέσα μου, το αποδεχόμουν ρίχνοντας όλο το βάρος στην εκπαίδευσή μου. Κάτι με ωθούσε να μάθω. Να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Πίστευα ότι έτσι θα μας προστάτευα απ’ την καταστροφή. Δεν ξέρω αν και άλλοι θα πίστευαν αυτό στη θέση μου.

 

Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο στη μέση του Φθινοπώρου όταν άρχισε να συμβαίνει. Οι αδερφές μου έλειπαν από τις αρχές της εβδομάδας, είχαν πάει στις πιο κοντινές αλυκές να ανταλλάξουν σύκα, σαλιγκάρια και μέλι με αλάτι. Με τη μητέρα μου καθόμασταν στον κήπο και απάγγελνα φωναχτά ένα απόσπασμα από τη Ν της Ιλιάδας. Οι Τρώες επιτίθονταν στους Αχαιούς, τσακίζοντάς τους.

 

 

 

Όπως βαριοί οι άνεμοι δρόλαπα σφυρίζοντας ασκώνουν

τη μέρα ο κουρνιαχτός που πλήθυνε στις στράτες μέσα ολούθε,

κι όλοι μαζί φυσώντας έφτιαξαν πυκνή τη σκόνη ως νέφος·

όμοια κι εκείνοι τότε ανάκατα μες στο σωρό χτυπιόνταν,

με κοφτερό χαλκό γυρεύοντας να σφάξει ένας τον άλλο.

Κι η φάουσα μάχη ορθανατρίχιασεν απ’ τα μακριά κοντάρια,

που εκράτουν και θέριζαν γύρα τους και θάμπωναν τα μάτια

απ’ τη χαλκένια φλόγα που ‘βγαζαν τ’ αστραποβόλα κράνη

κι οι φρεσκογυαλισμένοι θώρακες και τα λαμπρά σκουτάρια…

 

 

Η φράση μου έμεινε μετέωρη. Πρώτα μας ειδοποίησαν τα σκυλιά, που άρχισαν να γρυλίζουν αναστατωμένα με τις ουρές στα σκέλια. Το αλύχτισμά τους είχε κάτι θρηνητικό. Μέχρι να σηκώσουμε το κεφάλι μας για να δούμε την αιτία της αναστάτωσης, μια στριγκλιά έσκισε τον αέρα και στην κορυφή των λόφων που βρίσκονταν πριν το κοντινό ρέμα, είδαμε να ξεπροβάλλουν φιγούρες ιππέων. Πρώτα ένας δύο, έπειτα και οι υπόλοιποι. Πίσω από τις πλάτες τους ξεφύτρωσαν στήλες καπνού.

 

Κρατούσαν φανταχτερά λάβαρα και οι στολές τους στραφτάλιζαν στο φως του ήλιου. Όπως διαπίστωσα όταν τους είδα από κοντά, για πλουμίσματα στις σέλες τους είχαν ματωμένα άμφια και γδαρμένα κρανία. Στα άλογά τους φορούσαν μάσκες με καρφιά, καρφιά είχαν και στις περικνημίδες τους. Από παντού έσταζαν αίμα, σαν να είχαν κάνει λουτρό μες στο πορφυρό υγρό. Και αφροί ανέβαιναν στο στόμα τους, γιατί διψούσαν για την ικανοποίηση όλων των ενστίκτων.

 

Οι φωνές απόγνωσης από τα σπίτια μας ενώθηκαν πολλές μαζί σαν δεσμίδες, γυναικείες τσιρίδες, οδυρμοί από παντού. Τα ζώα σαν να είχαν καταλάβει γόγγυζαν, χρεμέτιζαν, γάβγιζαν, έκλαιγαν όλα. Η μητέρα μου είχε προβλέψει ότι αυτή η στιγμή κάποτε θα έφτανε. Διατήρησε την ψυχραιμία της, επέμενε να φορέσω ένα γερό ζευγάρι χοντροπάπουτσα και με τράβηξε απ’ το χέρι προς το στάβλο. Είδα γείτονες από τις διπλανές αγροικίες να τρέχουν αλαφιασμένοι και τους υπηρέτες μας να σκορπίζουν. Οι ιππείς στους λόφους -καμιά τριανταριά θα είχαν γίνει- ακόμα δεν έκαναν κίνηση, συνέχιζαν να μας παρατηρούν από ψηλά. Έδιναν ένα προβάδισμα στη λεία τους για ν’ αποκτήσει ενδιαφέρον το κυνήγι.

 

Μπαίνοντας στο στάβλο, είδαμε τέσσερις υπηρέτες να τσακώνονται για τρία άλογα. Η μητέρα μου τους παρακάλεσε να μας αφήσουν να πάρουμε το ένα, να γλυτώσει με το γιο της. Αυτοί θα βολεύονταν με τα άλλα δύο, τους τα χαρίζει είπε. Τους χάρισε κι ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν απ’ το σπίτι. Ξαφνικά τα πάντα είχαν απολέσει την αξία τους ή είχε γίνει απεριόριστα γενναιόδωρη.

 

Ένας τους γέλασε ειρωνικά. Οι υπηρέτες είχαν πλήρη συναίσθηση της κατάστασης, πάνω απ’ όλα υπερίσχυε η αυτοσυντήρηση. Ποιο δικαίωμα είχα εγώ και η μητέρα μου, να διεκδικήσουμε το ένα άλογο; Καθώς τα πάντα κατέρρεαν, όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η θέση τους μεταβαλλόταν, για αυτούς η καταστροφή ήταν μία διέξοδος. Προπάντων τους καθιστούσε ελεύθερους. Ελεύθερους να μας κλέψουν τα άλογα και να μας αρνηθούν τη σωτηρία; Ναι, ήταν. Ένα άλογο σήκωνε δύο ανθρώπους, αλλά σύντομα θα κουραζόταν και θα έπεφτε. Γιατί να ριψοκινδυνέψουν; Ποιος θα το έκανε στη θέση τους; Κανείς λέω εγώ.

 

Η μητέρα μου με τράβηξε στην άκρη καθώς οι τέσσερις άνδρες πιάνονταν σε πάλη χρησιμοποιώντας στειλιάρια, νύχια και δόντια. Δεν χρειαζόταν να δούμε το υπόλοιπο θέαμα. Βγήκαμε έξω, οι άνθρωποι έτρεχαν μακριά κουβαλώντας τα υπάρχοντα μαζί τους, ακόμα και αυτή την ύστατη ώρα. Μια δεσποσύνη είχε ανέβει στη στέγη του σπιτιού της έχοντας φορέσει τα πολυτιμότερα κοσμήματά της και έχοντας γεμίσει την αγκαλιά της με πουγκιά και τιμαλφή. Τραβούσε τα μαλλιά της και έγδερνε τα μάγουλά της. Κάποιος θα μπορούσε αντί να την οικτηρίσει, να γελάσει αντικρίζοντας το θέαμα. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται πολύ παράξενα μπροστά στον κίνδυνο. Οι αντιδράσεις τους γίνονται ασυνάρτητες, τυχαίες.

 

Δεν είχαμε πολλές επιλογές. Ενώ οι ιππείς ξεκίνησαν τον καλπασμό τους προς τον οικισμό, έστω και πεζή τρέξαμε με όλες τις δυνάμεις μας προς το δάσος. Παραπάτησα και η μητέρα μου με σήκωσε στα πόδια μου, με πίεσε με αγωνία, με έσυρε απ’ το χέρι να τρέξουμε, ενώ η λαίλαπα έπληττε το αγρόκτημά μας. Την άκουσα να ψιθυρίζει λόγια που δεν καταλάβαινα, αλλά έμοιαζαν στο άκουσμα με τα λόγια του νανουρίσματος. Γιατί τα θυμήθηκε εκείνη την ώρα;

 

Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω, ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσα στο σπίτι μου, δεν ήθελα να θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη μέρα. Το μόνο που κατάλαβα ήταν ότι ενώ ο ήλιος χαμήλωνε, ένα πύρινο φως απλώθηκε πίσω μας και μυρωδιά καμένου ξύλου μας έφτασε. Αλλά τουλάχιστον κάποιος Άγιος μας λυπήθηκε, γιατί ενώ μερικοί απ’ τους ιππείς πέρασαν τόσο κοντά μας ώστε μπορούσαμε να τους αγγίξουμε, έκαναν σαν να μην μας είδαν, μας άφησαν να συνεχίσουμε τη φυγή μας.

 

Περάσαμε τα όρια του δάσους χωρίς να έχουμε κανέναν στο κατόπι μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε παραζαλισμένοι. Νόμιζα ότι απλά προχωρούσαμε σαν τυφλοί, σαν τρομαγμένα ζώα για να ξεφύγουμε, αλλά η μητέρα μου φαινόταν να ξέρει το δάσος πολύ καλά. Μετρούσε κορμούς δέντρων, έστριψε όταν συναντήσαμε δύο μεγάλους βράχους και φρόντιζε να παρακάμπτουμε όλα τα ξέφωτα. Όταν έπεσα από την κούραση με πήρε στην πλάτη της ώσπου να ξαναβρώ την ανάσα μου.

 

Μειώσαμε το ρυθμό μας, αλλά δεν σταματήσαμε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, όταν και πέσαμε αποκαμωμένοι σ’ ένα στρώμα από πυκνές φτέρες για ν’ ανακτήσουμε λίγες απ’ τις δυνάμεις μας. Έχοντας κοιμηθεί ελάχιστες φορές στην ύπαιθρο, χωρίς στέγη πάνω από το κεφάλι μου, οι ήχοι του δάσους αρχικά με τρομοκράτησαν, οι σκιές έπαιρναν ανύπαρκτες μορφές και το παραμικρό σύρσιμο σκαθαριού γιγαντωνόταν στο κεφάλι μου. Ήταν σαν ένας ζωντανός εφιάλτης, όμως η παρουσία της μητέρας μου, που με κράτησε στην αγκαλιά της και η εξάντληση, υπερνίκησαν το φόβο και μετά από λίγο ένας βαθύς, λυτρωτικός ύπνος απλώθηκε στα βλέφαρά μου.

 

Για λίγες μέρες ζήσαμε σαν αγρίμια στο δάσος, χωρίς να έχουμε νέα από τις αδερφές μου ή από οποιοδήποτε γνωστό μας. Παρ’ όλα αυτά η μητέρα μου έδειχνε αισιόδοξη και ακούραστη. Διανύαμε κάθε μέρα μεγάλες αποστάσεις, ενώ αποφεύγαμε και μας απέφευγαν όλα τα θηρία. Ζήσαμε γιατί δεν μας μυρίστηκαν οι αρκούδες και οι αγέλες λύκων ή απλά δεν λογαριαζόμασταν για τόσο καλή λεία όσο τα ζαρκάδια και οι λαγοί.

 

Τα ρούχα μας είχαν βρωμίσει, είχαμε αποκτήσει γρατζουνιές παντού στο σώμα, αλλά τα παπούτσια μου βαστούσαν ακόμα. Όταν ρωτούσα που πηγαίναμε, δεν έπαιρνα συγκεκριμένη απάντηση, και όταν ρωτούσα ποιοι ήταν αυτοί που μας είχαν διώξει απ’ το σπίτι, μου έλεγε ότι ήταν κακοί άνθρωποι, εχθροί μισητοί του πατέρα μου. Τότε ήταν η πρώτη φορά που τον ζήτησα με κλάματα, να έρθει να μας σώσει, όμως η μητέρα μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και είπε με σταθερή φωνή, που δεν σήκωνε αντιρρήσεις ότι θα μας έσωζε αυτή.

 

Όλο τον καιρό προχωρούσαμε προς τα εκεί που βγαίνει ο ήλιος. Έκανε κρύο, αλλά ήμασταν τυχεροί γιατί δεν έβρεξε εκτός από μερικές ψιχάλες. Συντηρούμασταν με καρπούς, βολβούς, μανιτάρια, σκουλήκια, κουβάρια από κάμπιες, αλλά και ωμά ψάρια που η μητέρα μου έβρισκε εγκλωβισμένα σε λακκούβες δίπλα σε ρυάκια. Η μητέρα μου ήξερε πολλά για το δάσος. Μας έλειπε η φωτιά, αλλά δεν υποφέραμε. Άνθρωπο συναντήσαμε πρώτη φορά μετά από ένα φεγγάρι. Ή τουλάχιστον κάποιον που έμοιαζε με άνθρωπο, να μπορέσουμε να μιλήσουμε.

 

Είχε μόλις ξημερώσει. Στον εφιάλτη μου ισορροπούσα στην άκρη μιας στέγης, όταν άκουσα τη φωνή της μάντισσας να μου λέει «Σήμερα αρχίζει παιδάκι μου. Ξύπνα!» Τότε κάποιος με έσπρωξε ύπουλα από πίσω- υποπτεύθηκα τη μάντισσα. Ανήμπορος άρχισα να πέφτω. Φώναξα στο όνειρο και στην πραγματικότητα.

 

Πετάχτηκα μες στον ιδρώτα. Ήμουν ακόμα ξαπλωμένος δίπλα στη γονατισμένη μητέρα μου. Από παντού το έδαφος ανέβλυζε ομίχλη και αγκάλιαζε τους κορμούς των δέντρων. Ακούσαμε ένα κοράκι να κρώζει κοντά μας, μία δύο τρεις, πολλές φορές. Αυτό τράβηξε την προσοχή της μητέρας μου. Ανακάθισε, έτριψε τα μάτια της, προσπάθησε να δει καλύτερα γύρω μας. Προσπάθησα κι εγώ χωρίς να ξέρω τι ψάχνω. Σίγουρα δεν ήταν κοράκι. Μόνο τα σκιάχτρα ψάχνουν για κοράκια.

 

Μου φάνηκε ότι κάπου είδα μία κίνηση πίσω από τα πέπλα της ομίχλης και επικεντρώθηκα εκεί να τα τρυπήσω, αλλά δε διέκρινα τίποτα. Τότε ακριβώς δίπλα μου ακούστηκε ένα άλλο κοράκι, πολύ πιο δυνατά από πριν. Γύρισα έκπληκτος και είδα μόνο τη μητέρα μου, να με κοιτάζει χαμογελώντας. Αυτή το είχε κάνει! Μπορούσε μέχρι και να μιμηθεί τις φωνές των πουλιών, αν και δεν την είχα ακούσει να το κάνει πρωτύτερα.

 

Μέχρι να μετριάσει η έκπληξή μου, πίσω απ’ τους κορμούς των δέντρων ξεπρόβαλε ένα πλάσμα μισός άνθρωπος, μισός ζώο. Στεκόταν στα δύο πόδια και ήταν τυλιγμένος με γούνα αρκούδας από την κορυφή μέχρι τα νύχια, ενώ το κεφάλι του φαινόταν να βγαίνει μέσα απ’ το κεφάλι της. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και στα χέρια κρατούσε ένα γυμνό, κυρτό σπαθί. Τα νύχια του ήταν τόσο μακριά όσο τα μαλλιά του.

 

Το βλέμμα του στάθηκε διερευνητικά πάνω μου και μετά κοιτώντας τη μητέρα μου, της είπε: «Καλώς όρισες στην πατρίδα Ελόνια. Αναμέναμε την επιστροφή σου. Το παρελθόν παρασύρθηκε απ’ τον άνεμο. Είσαι ευπρόσδεκτη, το ίδιο και ο απόγονός σου. Είθε οι θεοί να συμφωνούν μαζί μας και να αποδεχθούν την απόφαση του κύκλου. Όσα μας δίνονται είναι εφήμερα αν δεν ακολουθούμε το δρόμο.»

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..