DinoHajiyorgi Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 Η Κατερίνα χόρευε στο μικρό ξέφωτο κυκλωμένη από πολύχρωμες πεταλούδες. Μόνο εκείνη μπορούσε να ακούσει τη θεσπέσια μουσική που ριγούσε τα κλαδιά των δένδρων. Με τα μάτια της κλειστά, το χαμόγελο της διάπλατο, το εικοσάχρονο κορίτσι αιωρούνταν άφοβα μέσα στο πυκνό δάσος, το φουστάνι με τα κεντημένα λουλουδάκια να περιστρέφεται ονειρικά πάνω από το κατάφυτο χώμα. Εναρμονισμένη με τη μελωδία, άφηνε κοφτούς αναστεναγμούς και γελούσε ασυγκράτητη στο υπέροχο μεθύσι του κόσμου που την αγκάλιαζε. Κάθε πονηρή υποψία σκιάς ή φόβου ήταν ανύπαρκτη στην καρδιά της. Στο δικό της μαγικό σύμπαν υπήρχαν άγγελοι. Στάθηκε απότομα και άνοιξε τα μάτια της γιατί άκουσε έναν. Και όντως, ήταν εκεί, ψηλός, με τα τεράστια του φτερά ορθάνοιχτα, καθιστός στην κορυφή ενός δένδρου, ελαφρύς σαν το θρόισμα των φύλλων, πιο λαμπερός και από τον ήλιο. Μπορούσε να τον κοιτά κατάματα χωρίς να της πονούν τα μάτια. Της χαμογελούσε κι εκείνος και η ζέστη που γέμιζε την ψυχή της ήταν σα να την ανύψωνε πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Τα τραπεζάκια στην πλατεία του χωριού ήταν γεμάτα. Στη σκιά του μεγάλου πλατάνου, οι χωριανοί απολάμβαναν την Κυριακάτικη λιακάδα σκυμμένοι πάνω από τα τάβλια τους και τα ουζάκια τους. Πολλές οι μεγάλες ηλικίες, λιγότεροι οι νέοι και οι ανύπαντροι. Οι γυναίκες είχαν μαζευτεί στα δικά τους τραπέζια, προς το κατάστημα, σχηματίζοντας τον κύκλο της Ευτέρπης, της κυρίας καφετζούς. Ήταν απασχολημένες στο πλέξιμο και σε άλλες σημαντικές, ψιθυριστές συζητήσεις. Ο Παναγής έσμιξε τα φρύδια του ενοχλημένος. Είχε μετανιώσει αργά τον δρόμο που είχε διαλέξει. Ο νους του ήταν αλλού, και τα πόδια του τον πήγαιναν μόνα τους. Δεν μπορούσε να αποφύγει την πλατεία αν ήθελε να περάσει. Στα πενήντα πέντε του χρόνια έδειχνε άνθρωπος που είχε γεννηθεί με μόνιμο, σκοτεινό βλέμμα. Με βήμα βαρύ. Παραδομένος συνέχεια σε μαύρες σκέψεις. Δεν μπορούσε να πισωπατήσει τώρα. Τον είχαν δει οι γυναίκες και ήδη τον είχαν αρπάξει με τις γλώσσες τους. Το έβλεπε ξεκάθαρα στα πλάγια τους κοιτάγματα. Τον είχε δει και ο Σωτήρης. «Έι Παναγή! Έλα για κανένα ταβλάκι!» Έβαλε μπρος το βήμα του, αποφασισμένος να μην το διακόψει. Έκανε ένα αρνητικό νεύμα προς τον Σωτήρη που σήμαινε «όχι σήμερα» και συνέχισε σταθερά προς την άλλη άκρη της πλατείας. Είχε μόλις γυρίσει την πλάτη του στο μεγάλο πλάτανο όταν εξαντλήθηκε τελείως η τύχη του. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον παπά-Θανάση δίπλα στην παλιά βρύση. Ο ιερωμένος άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο στήθος του φουρτουνιασμένου άντρα, σταματώντας την φυγή του. «Καλή σου μέρα Παναγή.» «Καλημέρα παπά μου.» «Έχουμε καιρό να σε δούμε στην εκκλησία.» Δεν μπορούσε να κοιτάξει τον παπά στα μάτια. Ανασήκωσε τους ώμους του όπως θα έκανε ένα μικρό παιδί. «Ντέρτια.» «Ένας λόγος παραπάνω για να δεχτείς τον θείο λόγο. Πρέπει πάντα να είμαστε εντάξει μέσα μας για να έρθουμε στη λειτουργία; Ποια η χρησιμότητα της προσευχής τότε;» Ο σκοτεινιασμένος άντρας συνέχισε να κοιτάζει το λιθόστρωτο χωρίς να μιλάει. «Πως είναι η Κατερίνα μας; Όλα καλά;» Τώρα σήκωσε το πρόσωπο του που συσπάστηκε σε φανερό εκνευρισμό. «Έχω κι άλλη κόρη. Γιατί δεν με ρωτάς και για την Μαρία;» Ο παπα-Θανάσης δεν έχασε το χαμόγελο του. «Την Μαρία τη βλέπω συχνά. Έρχεται με την Αγγελική στη λειτουργία. Η Κατερίνα είναι ξεχωριστή. Είναι παιδί ευλογημένο από τον Θεό. Μην το ξεχνάς αυτό.» «Ό,τι πεις παπά μου.» «Μια από αυτές τις μέρες έλα να εξομολογηθείς. Πρέπει να τα πούμε.» Ο Παναγής κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Δεν μπορούσε να το εκφράσει λεκτικά. Δεν το πίστευε. Ο παπάς του χτύπησε φιλικά τον ώμο. «Στο καλό Παναγή. Μη χαθείς στο μονοπάτι.» «Στο καλό παπά μου.» Πήρε την ανηφόρα μακριά από τον ιερωμένο, μακριά από την πλατεία. Αν δεν ένιωθε τα μάτια τους στην πλάτη του θα το έβαζε στα πόδια. Ήταν τρομερή η προσπάθεια του να κρατήσει τον όποιον αυτοσεβασμό μπορούσε να περισώσει μέσα από τη σκιά που τον κατέτρωγε. Η Μαρία δεν χόρταινε να κοιτάζει τη φωτογραφία του Γιώργου της. Ήταν η πιο πρόσφατη, ντυμένος φαντάρος και πόζαρε στη σκοπιά του. Κρατούσε τις φωτογραφίες και τα γράμματα του μέσα σε ένα χοντρό βιβλίο που δεν διάβαζε ποτέ. Η θεία της δεν είχε συνήθειο να ψάχνει τα πράγματα της, καλό θα ήταν όμως να μην την έπιανε στα πράσα με τους θησαυρούς της. Θα ήταν αναγκασμένη να τα πει στον γαμπρό της και τότε ο πατέρας της δεν θα της άφηνε τσουλούφι για τσουλούφι. Καθισμένη στο κρεβάτι της, είχε το αδιάβαστο βιβλίο ανοιχτό στα γόνατα της, με τον Γιώργο να την κοιτάζει λάγνα με το τουφέκι του και η Αργυράκη στο ραδιόφωνο να τραγουδάει για μεγάλο, απόλυτο έρωτα. Σκεφτόταν όλα αυτά που του είχε υποσχεθεί στην τελευταία τους συνάντηση και ριγούσε αναστατωμένη. Ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών και μόλις άρχιζε να ανακαλύπτει την δύναμη που ασκούσε στους άντρες. Ο Γιώργος λίγωνε στο κάθε της χάδι, ψίθυρο, βλέμμα. Μπορούσε να αντεπεξέλθει σε αυτά που του έταζε; Άκουσε το πόμολο της πόρτας να τρίζει και έκλεισε έγκαιρα το βιβλίο. Η Αγγελική φορούσε μαύρα από τον καιρό που είχε χάσει τους δικούς της. Μετά ο θάνατος είχε έρθει και για την αδελφή της. Οι ανιψιές της δεν την θυμούνταν να φοράει άλλο χρώμα. Έδειχνε μεγαλύτερη από τα σαράντα της χρόνια, και πολύ πιο κουρασμένη. «Άντε να φέρεις την Κατερίνα» είπε στην Μαρία, «Δεν βλέπεις τι ώρα είναι; Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας σου για φαΐ και αν δεν είμαστε όλοι στο τραπέζι ξέρεις τι έχουμε να ακούσουμε.» «Και τι φταίω εγώ που αμολάτε το βλαμμένο κάθε πρωί στους δρόμους;» «Σουστ! Γλώσσα! Πάλι θα τα λέμε;» Η Μαρία τινάχτηκε όρθια εκνευρισμένη και άρχισε να ψάχνει τα παπούτσια της. «Που στο διάολο να την ψάχνω τώρα;» «Μη βρίζεις. Μη βρίζεις κορίτσι μου.» «Ωχ, άσε με καλέ θεία!» Μπήκε βιαστικά στα αθλητικά της παπούτσια και έκανε να βγει από το δωμάτιο. Η Αγγελική την πρόλαβε και την αγκάλιασε. «Καρδιά μου. Εσύ ξέρεις που θα την βρεις.» Το κορίτσι ξέφυγε από το αγκάλιασμα και κατέβηκε σαν κυνηγημένη την ξύλινη σκάλα. Καθόταν στις ρίζες ενός δέντρου και χάιδευε ένα από τα κουνέλια της. Τραγουδούσε χαμηλόφωνα έναν σκοπό, και πότε-πότε γελούσε με τα ζουζούνια που πετούσαν πολύ κοντά στο πρόσωπο της. Δεν έκαμνε καμία κίνηση για να τα διώξει. Ένα ελαφρό αεράκι έσπρωχνε τις φυλλωσιές πάνω από το κεφάλι της, αφήνοντας τις ηλιαχτίδες του ήλιου να περνούν κατά διαστήματα και να χρυσίζουν σαν φωτοστέφανο στα μαλλιά της. Ακούστηκε βήμα άπονο να σπάει ξερόκλαδο και το κουνέλι εγκατέλειψε πανικόβλητο την αγκαλιά της. Σήκωσε το βλέμμα της για να αντικρίσει την τσατισμένη αδελφή της. «Τι κάνεις εδώ μωρή; Μεσημέριασε, χαμπάρι δεν έχεις;» Η Κατερίνα χαμογέλασε χαρούμενη. «Μα-ία…» «Έλα εδώ μωρή βλαμμένη…» Άρπαξε την Κατερίνα από το χέρι και τραβώντας την όρθια άρχισε να τη σέρνει πίσω της. Η εικοσάχρονη κοπέλα ακολούθησε την μικρότερη αδελφή της άβουλα, η προσοχή της πάντοτε χαμένη στις μαγικές πτυχές του αγαπημένου της δάσους. «Τα που..λάκια βάφουν τα φύλλα π-άσινα.. Μου το… είπε το αγγε..λάκι του θεού… Μα-ία…» «Ναι, ναι, σκάσε πια.» Έτρωγαν και οι τέσσερις στην τραπεζαρία, πίσω από μισόκλειστες κουρτίνες. Δεν μιλούσε κανείς τους. Οι γυναίκες, μαθημένες πια, παρακολουθούσαν σκιαγμένες τον Παναγή. Η Κατερίνα μασούσε το φαγητό της με ανοιχτό το στόμα, κάνοντας θόρυβο με τα χείλη της και κοιτώντας τους πάντες με το μόνιμο της χαμόγελο. Εισέπραττε ένα περιστασιακό αηδιασμένο βλέμμα από την Μαρία αλλά δεν την ένοιαζε. Η θεία της χαμογελούσε και της σκούπιζε το πηγούνι με μια χαρτοπετσέτα. Ξαφνικά ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του και απευθύνθηκε στη νύφη του. «Την Τετάρτη θα μείνω σπίτι να μαστορέψω. Ευκαιρία να πας στη Ράχη να κοιτάξεις το σπίτι της μακαρίτισσας.» Τον κοίταξε για μια στιγμή σαν χαμένη. «Έλεγα να πάω τον άλλο μήνα…» «Να πας την Τετάρτη. Πάρε και την Μαρία μαζί σου. Δεν σας θέλω στα πόδια μου καθώς θα δουλεύω.» Η Μαρία σκέφτηκε να αρπάξει την ευκαιρία και να ψαρέψει στα βαθιά. «Αχού, δεν γίνεται να πάω στην πόλη με την Άννα; Θα κατέβει με τους δικούς της…» «Θα πας με τη θεία σου!» Η Μαρία κατέβασε το βλέμμα της μουτρωμένη. Δεν είχε νόημα να επιμείνει, το ήξερε καλά. Η Άννα ήταν η κολλητή της και η μόνη που θα μπορούσε να της κάνει πλάτες για να βρεθεί με τον Γιώργο της. Η Αγγελική δεν μπορούσε να σταματήσει να πλέκει και να ξεπλέκει τα δάχτυλα της. «Και η Κατερίνα;» «Τι η Κατερίνα; Πότε είναι στο σπίτι η Κατερίνα; Θα την αναστάτωνε το ταξίδι. Άσε την Κατερίνα, εκείνη θα τριγυρνάει στα λαγκάδια της.» Η σιγή επέστρεψε στην τραπεζαρία. Ο Παναγής είχε επιβάλλει την απόφαση του. Η Κατερίνα άρχισε να χτυπάει το κουτάλι της στο πιάτο και να γελάει. Κανείς δεν της είπε να σωπάσει. Ο Παναγής απλά της έριξε ένα σοβαρό και δυστυχισμένο βλέμμα. Το κρεβάτι της ήταν γεμάτο πάνινες κούκλες. Την παρακολουθούσαν όλες όπως είχε γονατίσει με την θεία της μπροστά στο εικονοστάσι. Η προσευχή πριν τον ύπνο ήταν η νυχτερινή τους τελετουργία. «…και φύλαξε Χριστούλι μου από κάθε κακό τον πατέρα, την Μαρία και όλα τα καλά παιδιά του κόσμου» ψιθύρισε η θεία Αγγελική στο αφτί της ανιψιάς της. «Και φύλαξε Χ-ιστούλι μου από … κάθε κακό τον πατέ-α, την Μα-ία….την θεία Αγγε..λική, και όλα τα παιδιά του κόσμου.» Η θεία της την αγκάλιασε τρυφερά και την φίλησε στον κρόταφο. «Μπράβο χρυσό μου. Έλα να πάμε νάνι.» Την σκέπασε σφιχτά κάτω από τις κουβέρτες και έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από την ανιψιά της. Ένας αδιόρατος πανικός είχα αρπάξει την μεγάλη γυναίκα, που η πηγή του ήταν τόσο φανερή, που της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει κοιτώντας τον κατάματα. Ο Παναγής είχε ξαπλώσει με τα ρούχα και άναβε το επόμενο του τσιγάρο. Ζούσε μέσα σε αυτή τη σκιά για πάρα πολύ καιρό. Από τότε που είχε χάσει την Χρυσάνθη του. Μέσα από τα μάτια της γυναίκας του μπορούσε να ανεχτεί όλες τις αναποδιές ετούτης της ζωής. Η Χρυσάνθη λάτρευε τα κορίτσια τους και δεν διαχώριζε ποτέ την αγάπη που είχε να δώσει στη Μαρία ή στην Κατερίνα. Αλλά και η Κατερίνα ήταν μικρό κορίτσι τότε. Η ιδιαιτερότητα της δεν έβγαζε ακόμα μάτι. Και μετά έφυγε ξαφνικά η Χρυσάνθη και ο Παναγής έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Πώς να χειριστεί ένα θέμα που ολοένα μεγάλωνε μέσα στα σαστισμένα του χέρια; Ευτυχώς για την αδελφή της μακαρίτισσας, στην οποία έσπρωξε το πρόβλημα χωρίς όμως να απαλλαχτεί από αυτό το βάρος, αυτό το στίγμα. Το έβλεπε στο βλέμμα των συγχωριανών του. Καθημερινά αλλά και σε κάθε γάμο, κάθε αρραβώνα ή πανηγύρι που επιδείκνυαν τις ευλογίες τους. Εκεί που προξένευαν τα δικά τους κορίτσια σε όμορφα, άξια παλικάρια. Τα σκεφτόταν όλα αυτά κάθε βράδυ όταν έπεφτε για ύπνο, και ήταν σκέψεις μαύρες και δυνατές σαν προσευχή για να ξεσηκώσουν τον δαίμονα που είχε γραπώσει την καρδιά του, μήνες τώρα, και δεν τον άφηνε σε ηρεμία. Προσπαθούσε να παρακολουθήσει τις λευκές οπτασίες που δημιουργούσε ο καπνός που φυσούσε στο σκοτάδι αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μάτι του χτυπούσε συνέχεια πάνω στο δίκαννο που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο, δίπλα στο πορτραίτο του παππού του και της άλλης Κατερίνας, της μάνας του. Άκουσε το δάσος να την καλεί από νωρίς, από το πρώτο ζεστό φως της αυγής. Σηκώθηκε πρώτη, πριν από όλους, φόρεσε βιαστικά το φουστάνι με τα λουλουδάκια και με ελαφρά βήματα γλίστρησε έξω από το σπίτι. Κανείς δεν θα την έψαχνε όταν θα ξυπνούσαν αργότερα. Γνώριζαν πως η Κατερίνα ήταν στο δάσος, με τα ζώα και τις νεράιδες της. Οι χωριανοί που βρίσκονταν ήδη στα χωράφια τους, αν κοίταζαν προσεκτικά προς την βουνοπλαγιά που αντίκριζε ο κάμπος, κάποιες στιγμές μπορούσαν να την εντοπίσουν. Η Κατερίνα που έτρωγε γλυκά μούρα και που έφτιαχνε στεφάνι από παπαρούνες στα μαλλιά της ήταν μια νεράιδα η ίδια. Μόνο τις νεράιδες του δάσους δεν είχαν κατά νου ο Ηλίας και ο Κώστας, οι δύο κυνηγοί που είχαν βγει παγανιά από τα χαράματα. Ανηφόριζαν το βουνό με τα σκυλιά τους, και τα τουφέκια τους έτοιμα. Βίαιο, άσχημο θρόισμα πλανήθηκε ανάμεσα από τα δέντρα, τάραξε το τραγούδι που έπαιζε στο κεφάλι της Κατερίνας. Τέντωσε τον λαιμό της σαν φοβισμένο ζαρκάδι και αφουγκράστηκε τον κόσμο της. Σαν βουητό σηκώθηκε από τα γύρω κλαδιά ένα σμήνος κοτσύφια, ακολουθούμενα από τον απαίσιο κρότο των πυροβολισμών. Ένα από τα πουλιά έπεσε τσακισμένο μπροστά στα πόδια της Κατερίνας, τινάζοντας επιθανάτια τις φτερούγες του, αναπηδώντας και σφαδάζοντας. Η Κατερίνα γούρλωσε τα μάτια της. Φριχτή, κόκκινη κηλίδα λέρωσε τον κόσμο της. Άφησε μια τρομερή κραυγή νιώθοντας αμέσως την τρομερή απώλεια του ανοιχτού ουρανού. Ήταν σαν ένας άγγελος που έχανε τα φτερά του. Το κυνηγόσκυλο ξεπρόβαλε λαχανιασμένο και όρμησε πάνω στο δύστυχο θήραμα. Η κοπέλα είδε τους κυνηγούς να έρχονται, η έξαψη του θανατικού έντονη στα πρόσωπα τους. Γύρισε πανικόβλητη και το έβαλε στα πόδια. Τρόμαξαν οι άγγελοι και κρύφτηκαν, ξεπήδησαν σκιές στον κόσμο της. Σταμάτησαν τα δέντρα τη μουσική τους και τα χρώματα έπαψαν να ψιθυρίζουν. Θυμήθηκε ασχήμιες που είχε ξεχάσει. Τον μπαρμπα-Δήμο, τον παλιό γείτονα τους, να σφάζει ένα πρόβατο στον κήπο του. Πόσο αίμα μέχρι να πάψει να βελάζει το καημένο ζωάκι, πόσο αίμα πίσω από τα σφιχτόκλειστα μάτια της μέχρι να πάψει να ουρλιάζει η ίδια. Είχε έρθει η μητέρα της τότε, την είχε πάρει στην αγκαλιά της, και με απανωτά, δροσερά φιλιά είχε διώξει τον πυρετό από το φλογισμένο της μέτωπο. Ο μπαρμπα-Δήμος δεν ήταν κακός, της είχε πει η μητέρα της. Η Κατερίνα όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει το πρόβατο. Κάθισε η Κατερίνα βουβή στο βραδινό τραπέζι και η ησυχία ήταν τόσο εκκωφαντική που ήταν σίγουρη ότι όλοι θα πρόσεχαν την αλλαγή. Κοίταζε ανόρεχτα το τραπέζι, σίγουρη πως το αίμα που είχε χυθεί ήταν μέσα στα πιάτα τους. Κανείς τους όμως δεν έλεγε τίποτα. Ο πατέρας έτρωγε βουβός και βλοσυρός, η Μαρία ήταν άκεφη, η θεία Αγγελική στενοχωρημένη και κοίταζε τον γαμπρό της καχύποπτα. «Δεν νιώθω καλά που φεύγω. Το Κατερινιό κάτι έχει.» Η Αγγελική κοίταζε απελπισμένη τον Παναγή να περνάει την βαλίτσα της στον εισπράκτορα του λεωφορείου. Το λεωφορείο έκαμνε μια μικρή στάση στο χωριό, ίσα-ίσα για τον οδηγό να αγοράσει ένα καινούργιο πακέτο τσιγάρα από το καφενείο. Δεν υπήρχε περιθώριο για διαπραγματεύσεις, όχι τώρα, την τελευταία στιγμή. Η γυναίκα αναθεμάτιζε βουβά την δειλία της. «Θα είναι το…γυναικείο της πάλι. Πάντα έτσι δεν κάνει;» την έκοψε ο Παναγής που δεν είχε σκοπό να την αφήσει να αναβάλλει το αναγκαστικό αυτό ταξίδι. Η Αγγελική το ήξερε ότι ο γαμπρός της τους έδιωχνε, και για καλό δεν ήταν. Πώς να του έφερνε αντίρρηση; Η Μαρία είχε εξαφανιστεί ήδη μέσα στη καρότσα, φανερά εκνευρισμένη με τον δικό της τρόπο στο αδιέξοδο. Τρομερές ερωτήσεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της μεγάλης γυναίκας, ερωτήσεις που φοβόταν να σχηματίσει γιατί οι απαντήσεις ήταν τρομερότερες. «Άντε, άντε στο καλό» είπε εκείνος σκληρά, έτοιμος να τη σπρώξει στο λεωφορείο. Της ξέφυγε ένας λυγμός πριν προλάβει να καλύψει το στόμα της. «Μπα σε καλό σου. Τι σ’έπιασε τώρα;» είπε ο Παναγής ξαφνιασμένος και καχύποπτος. Κούνησε το κεφάλι της αόριστα και μπήκε στο λεωφορείο. Ήταν συνένοχη και το ήξερε. Κάθισε δίπλα στην ανιψιά της και άρχισε να προσεύχεται. Πέρασε από την εκκλησία, όπου η Κατερίνα έπαιζε με τις κόρες του παπά και πήρανε μαζί τον δρόμο για το σπίτι. Ήταν αλήθεια πως η κοπέλα ήταν ασυνήθιστα βουβή και δεν τον ζάλιζε με ένα σωρό ανούσιες ασυναρτησίες. Βάδιζε πέντε βήματα πίσω του, το βλέμμα της κολλημένο στο δικό του, σταθερό βάδισμα. Πάσχιζε να το μιμηθεί, να εναρμονιστεί μαζί του. Τα χαλίκια έτριζαν κάτω από τα μαύρα του παπούτσια και ο ήχος της χάριζε μια κάποια ελάχιστη σιγουριά. Από αντίθετα στην άλλη άκρη του δρόμου έκαναν την εμφάνιση τους ο Ηλίας και ο Κώστας. Φορούσαν τις στολές τους, με τις ζώνες τους φουσκωμένες από φυσίγγια και τα τουφέκια επ’ώμου. Είδαν τον Παναγή και του έγνεψαν έναν χαιρετισμό. Ανταπέδωσε κι εκείνος αφηρημένα. Η Κατερίνα τους είδε και της κόπηκε η ανάσα. Έτρεξε και άρπαξε τον πατέρα της από το μπράτσο. Εκείνος την έσπρωξε ενοχλημένος χωρίς καν να το καταλάβει. Σκιές από την επόμενη μέρα έπαιζαν ήδη το δράμα τους στο κεφάλι του. Η Κατερίνα προσάρμοσε το περπάτημα της για να κρατάει τον πατέρα της ανάμεσα σε εκείνη και τους κυνηγούς. Μόλις τους προσπέρασαν, η Κατερίνα έτρεξε μπροστά από τον Παναγή και επιτάχυνε για το σπίτι, να προλάβει να μπει στο σπίτι πριν χαθεί ο ήλιος πίσω από τα βουνά. Η Κατερίνα χώθηκε ανάμεσα στα πάνινα της κουκλάκια αποζητώντας να δραπετεύσει σε όνειρα ασφαλή και ανώδυνα. Δύο δωμάτια πιο κάτω ο Παναγής πάλευε να κοιμηθεί με πολύ λίγη επιτυχία. Μόλις κατάφερνε να κλείσει το μάτι του, πεταγόταν ξύπνιος σαν να τον κυνηγούσαν εφιάλτες. Η Χρυσάνθη του μπαινόβγαινε μέσα στα όνειρα του, χαμένη και δυστυχισμένη σε ένα κατάμαυρο, ξένο δάσος. Ήταν ανήμπορος να τη βοηθήσει γιατί είχε χαθεί και εκείνος σε σκοτεινά μονοπάτια. Μόνο μια θυσία θα έδιωχνε τις σκιές, αυτή ήταν η μοναδική σκέψη που σιγόκαιγε στο κεφάλι του. Είδε την γυναίκα του να κλαίει απαρηγόρητα και ταυτόχρονα άκουσε τα κοκόρια να λαλούν έξω από το παράθυρο του. Ανασηκώθηκε με το κεφάλι του βαρύ και μπερδεμένο. Κοίταξε το ψυχρό τζάμι του παραθύρου του. Ήταν ακόμα σκοτάδι έξω. Ένιωθε άυπνος, εξαντλημένος και παγωμένος ως τα εσώψυχα του. Ξεκρέμασε το δίκαννο με τρεμάμενα χέρια. Είχε να το πιάσει χρόνια στα χέρια του. Δεν το θυμόταν να είναι τόσο βαρύ και ασήκωτο. Άψυχο, κρύο και σκληρό αντικείμενο, με όλες τις σημασίες του λόγου. Βρήκε στο συρτάρι το παλιό κουτί με τα φυσίγγια και με μουδιασμένα δάχτυλα έχωσε δύο από αυτά στις μαύρες κάνες. Άφησε το όπλο όρθιο στο κεφαλόσκαλο και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Κατερίνας. Έτριζε θαρρείς όλο το σπίτι κάτω από το βήμα του. Η Κατερίνα δεν τον κατάλαβε όπως μπήκε στην μικρή κρεβατοκάμαρα. Κοιμόταν ανέμελη, το πρόσωπο της πανέμορφο στο αχνό φως της αυγής. Πόσο φυσιολογική έδειχνε στον ύπνο της. Μια όμορφη γυναίκα που τώρα θα έπρεπε να την κυνηγούν οι καλύτεροι γαμπροί του τόπου. Ξεροκατάπιε, έσκυψε και την έσπρωξε απαλά για να την ξυπνήσει. «Κατερίνα, σήκω.» Πετάρισαν τα βλέφαρα της, άνοιξαν τα μάτια της και όλη η ψευδαίσθηση χάθηκε αμέσως στην θολή της παιδικότητα. «Σήκω κορίτσι μου» της είπε. Την έντυσε με χέρια φοβισμένα και άγαρμπα, κι εκείνη πειθήνια στο κάθε του πρόσταγμα. Τελευταία φορά που είχαν ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία ήταν στη κηδεία της μητέρας, πριν έρθει η θεία να ζήσει μαζί τους. Έτσι και τώρα όπως τότε, καθόταν μπροστά της, τα χοντρά του δάχτυλα να πασχίζουν να κουμπώσουν τη μπλούζα της. Σήκωσε το βλέμμα του απολογητικά προς εκείνη και η εικόνα της τον συγκλόνισε. Ήταν ο τρόπος που τον κοιτούσε. Τον περιεργαζόταν σαστισμένη, με μια αφάνταστη γλύκα και αγάπη στα μάτια της, σαν να περίμενε μια κουβέντα του. Συνέχισε με τα κουμπιά προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα της σαν τον διάβολο. Τα αθώα μάτια της επέμεναν να τον ψάχνουν, να τον μελετούν. «Πατέ-α…» Άπλωσε το χέρι της προς το μάγουλο του και της το έσπρωξε σαν να φοβόταν μη τον κάψει. «Κάτσε καλά» είπε με βραχνή φωνή, με τα μάτια του να τσούζουν. Είχε μόλις αρχίσει να ροδίζει όταν πατέρας και κόρη βγήκαν επιτέλους από το σπίτι. Με το δίκαννο περασμένο στον ώμο, και εκείνη να χοροπηδάει μπροστά του, οι δύο τους διέσχισαν βιαστικά ένα κοιμισμένο χωριό. Ο Παναγής ήθελε να χαθούν πίσω από τα δένδρα του βουνού πριν τους πάρει κάποιο μάτι. Τα πουλιά μόλις είχαν αρχίσει να κελαηδούν όταν μπήκαν στο δάσος. Το χαμόγελο είχε επιστρέψει στο πρόσωπο της Κατερίνας, ο κόσμος της ήταν όπως τον θυμόταν ξανά, είχε έρθει ο πατέρας της και είχε διώξει τις σκιές. Το φως, τα χρώματα, είχαν ξαναβρεί το τραγούδι τους. Έτρεχε στο μονοπάτι του δάσους χορεύοντας και στροβιλίζοντας τη φούστα που της είχε διαλέξει ο μπαμπάς της. Πότε-πότε συναντούσαν ένα στρώμα από λουλούδια και έπεφτε να κυλιστεί καταγής χαρούμενη. Ο Παναγής κοίταζε γύρω του νευρικά, αφουγκραζόταν το δάσος, σιγουρευόταν για την μοναξιά τους. Εδώ, εκεί, του έδειχνε όλα της τα αγαπημένα μέρη. Και όταν έφτασαν στο αγαπημένο της ξέφωτο έμεινε γονατιστή να κόβει λουλούδια και να φτιάχνει ένα μπουκέτο για τον πατέρα της. Ο Παναγής άναψε ένα τσιγάρο που δεν μπόρεσε να καπνίσει ολόκληρο. Είχε φράξει ο λαιμός του. Έτρεμε. Ξεκρέμασε το δίκαννο και ένιωσε τα σωθικά του να σπαρταράνε. Παρά την πρωινή δροσούλα ο ιδρώτας έτρεχε καυτός στο μέτωπο του και δεν είχε την δύναμη να τον σκουπίσει. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος της. Εκείνη σηκώθηκε και του έδειξε το μπουκέτο της. «Πατέ-α… όμο-φα λουλούδια…» «Ναι κορίτσι μου, σωστά.» Η φωνή του τρεμούλιασε. Παράπαιε το βήμα του. Η Κατερίνα του γύρισε πάλι την πλάτη και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια. Ο Παναγής ύψωσε το δίκαννο προς το μέρος της. Αυτή ήταν η στιγμή που τον παίδευε μήνες τώρα. Μόλις τέλειωνε θα απαλλασσόταν από το βάρος που τον πλάκωνε. Στεφανωμένη από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, γύρισε να τον αντικρίσει, να του δείξει το νέο μπουκέτο. Δεν κατάλαβε, δεν είδε το σκοτάδι που κρατούσε τον άντρα αιχμάλωτο. Δεν είδε το δάχτυλο του να τυλίγει την σκανδάλη. Του χαμογέλασε. Μέχρι που το μάτι της έπιασε μια κίνηση στα χόρτα, ένα σούρσιμο μπροστά στα πόδια της. Ήταν ένα από τα κουνέλια της. Την είχε αναγνωρίσει και είχε ξεμυτίσει από τους θάμνους. Τότε ξαφνικά το δίκαννο του πατέρα της απόκτησε τρομερή σημασία. Τα μάτια της γούρλωσαν, άφησε το μπουκέτο της να σκορπίσει στον αέρα, βούτηξε και άρπαξε το ζωάκι στην αγκαλιά της. Το σήκωσε προστατευτικά στα μπράτσα της, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. «Μη πατέ-α! Μη! Μη!» Ο Παναγής ήταν σίγουρος ότι άκουσε κάτι να σπάει μέσα του. Ο κρότος ήταν βαθύς. Την έχασε από τα μάτια του σε μια πλημμύρα από δάκρυα. Η Χρυσάνθη του είχε ζητήσει να το κρεμάσει το δίκαννο για χάρη της Κατερίνας. Τι θα έλεγε στη Χρυσάνθη τη μέρα που θα σμίγαν πάλι οι ψυχές τους; Το δίκαννο έπεσε αθόρυβα στο χορτάρι. Ο ίδιος κατέρρευσε στα γόνατα του και άρχισε να κλαίει γοερά. Βαρούσε με τις γροθιές το χώμα, το στήθος, το κεφάλι του. Η Κατερίνα άφησε το κουνέλι και έτρεξε να αγκαλιάσει τον πατέρα της ανήσυχη. Την αγκάλιασε πρώτος και την έρανε με φιλιά ανακουφισμένος. Απότομος άνεμος χώρισε τις φυλλωσιές των δένδρων και το ζεστό φως του ήλιου του έκαψε το πρόσωπο. Έδιωξε θαρρείς το βαρύ σκοτάδι από τους ώμους του. Η Κατερίνα ήξερε πως ο όμορφος άγγελος της ήταν εκεί, μαζί τους, και έγιανε την θλίψη που τυραννούσε τον μπαμπά της. «Κορίτσι μου…Κοριτσάκι μου…Χριστέ μου συγχώρα με….» Σταμάτησαν στο ξωκλήσι του δάσους, ήπιαν αγίασμα και άναψαν ένα κερί για την Χρυσάνθη. Ο Παναγής προσευχήθηκε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Ήξερε πως υπήρξε χαμένος για πολύ καιρό και αδυνατώντας να κατανοήσει το ξόρκι που τον είχε λυτρώσει ένιωθε την ανάγκη καθοδήγησης. Όταν πήραν πάλι το μονοπάτι, αυτή τη φορά ακολούθησε την κόρη του με ανάλαφρο βήμα και την άφησε να του δείξει τον δρόμο για το σπίτι. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adicto Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 Σε ευχαριστώ Ντίνο. Και πιο πολύ σε ευχαριστώ για το τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 *σνιφφ* *σνιφφ* ...τίποτα... είναι από τα *σνιφφ* κρεμμύδια... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 Το διάβαζα κι έλεγα: Δεν είναι δυνατόν, δε θα το κάνει, δεν μπορεί να το κάνει ο Ντίνος αυτό! Ευτυχώς που δεν... Ωστόσο, το διήγημα, έστω και τοποθετημένο κάποια χρόνια στο παρελθόν, δεν παύει να είναι μια σκληρή καταγγελία για τον κόσμο που ζούμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 *σνιφφ* *σνιφφ* ...τίποτα... είναι από τα *σνιφφ* κρεμμύδια... +1 Άτιμε... σήμερα είναι Κυριακή, ημέρα μπάλας και καφρίλας, πρέπει ν' απαγορεύονται τέτοια κείμενα τις Κυριακές... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 Εξαιρετικό! Γεννάει μια θλίψη πολύ αυθεντική. Για το τέλος συμφωνώ με τους υπόλοιπους. Μόλις τέλειωσε ένιωσα λες και μόλις είχα πάρει ανάσα μετά από δυο λεπτά κάτω απ' το νερό (μα να με σκάσεις κόντεψες:tongue:). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted January 17, 2010 Share Posted January 17, 2010 Όμορφο. Κι εχω πει θα τα αποφεύγω τα συγκινητικά γιατί με χαλάνε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nocturnal Posted January 18, 2010 Share Posted January 18, 2010 (edited) Σε ευχαριστώ Ντίνο +1 Αυτό μόνο ,,, Ευχαριστώ Edited January 18, 2010 by Nocturnal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 18, 2010 Share Posted January 18, 2010 .... Η Χρυσάνθη του μπαινόβγαινε μέσα στα όνειρα του, χαμένη και δυστυχισμένη σε ένα κατάμαυρο, ξένο δάσος. Ήταν ανήμπορος να τη βοηθήσει γιατί είχε χαθεί και εκείνος σε σκοτεινά μονοπάτια. Μόνο μια θυσία θα έδιωχνε τις σκιές, αυτή ήταν η μοναδική σκέψη που σιγόκαιγε στο κεφάλι του.... Νομίζω ότι για τόσο σοβαρό θέμα, τη θυσία ενός παιδιού, η σκοπιμοτητα της θυσίας αυτής θα έπρεπε να περιγραφεί πολύ πολύ περισσότερο. Είναι τρυφερό και συγκινητικό ότι στο τέλος μπροστά στη θέα της παιδικής αθωώτητας ο τερατώδης πατέρας αποφασίζει να μήν εκτελέσει το παιδί όμως φαίνεται ότι όσο επιπόλαια το είχε αποφασίσει (επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί) αλλο τόσο επιπόλαια έκανε πίσω (επειδή είδε μια τρυφερή εικονα που αγνοούσε τι ακριβώς του έλεγε). Ο χειρισμός αυτός εμένα προσωπικά μου άφησε την εντύπωση ότι την επόμενη μέρα ο τρελοπατέρας μπορεί πάλι να σκότωνε την Κατερίνα. Δεν μου έδωσε όλο το βάθος της ειλικρινούς μετάνοιας και της επανόρθωσης που θα περίμενα. Κάτι που όμως έιναι φυσικό αφού ο ήρωας, ο Παναγής, δεν αναλύει τους λόγους που θέλει να σκοτώσει, οπότε πως θα μπορούσε να ξέρει γιατί σταμάτησε; Κατα τη γνώμη μου γίνεται μόνο ένα ξεκάρφωτο τρόμαγμα του αναγνώστη, όταν με οικονομία, και στον ίδιο χώρο που αναφέρονται άλλες λεπτομέρειες, θα μπορούσε να ξεδιπλώνεται το προσωπικό δράμα του ήρωα που πάλι θα οδηγούσε τον αναγνώστη στην αγωνία και στον τρόμο μπροστά στις τελικές του επιλογές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 18, 2010 Share Posted January 18, 2010 Ευτυχώς που δεν είσαι του Γαλλικού κινηματογράφου... Δεν θα σε ξαναδιάβαζα. Το διάβαζα κι έλεγα: Δεν είναι δυνατόν, δε θα το κάνει, δεν μπορεί να το κάνει ο Ντίνος αυτό! Ε, ναι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 18, 2010 Author Share Posted January 18, 2010 (edited) Σας ευχαριστώ όλους όσους το διαβάσατε. Και για τα καλά σας λόγια. Γράφτηκε πρώτη φορά σε μορφή σεναρίου κάπου το '95, σαν πρόταση για τηλεοπτική σειρά ανθολογίας με ιστορίες από την επαρχία. Τίτλος "Έξω από την Αθήνα", ιδέα του σκηνοθέτη Γιάννη Λαπατά (Ψάθινα Καπέλα, Σ'αγαπώ - Μ'αγαπάς). Άλλο σενάριο της ανθολογίας που έκανα διήγημα είναι το "Απ'το Βουνό." Διαφορές με το σενάριο: Η Κατερίνα στο δάσος δεν βλέπει κυνηγούς αλλά ένα παράνομο ζευγάρι, με τον εραστή να δολοφονεί την παντρεμένη ερωμένη του. Για τον φόνο συλλαμβάνεται ο σύζυγος ενώ η Κατερίνα, τρομαγμένη, δεν λέει τίποτα σε κανέναν. Στη σκηνή του δρόμου, που η Κατερίνα πηγαίνει σπίτι με τον πατέρα της, συναντούν τον αληθινό ένοχο, με τον οποίο η Κατερίνα ανταλλάσει τρομαγμένες ματιές (το ξέρει και εκείνος ότι εκείνη τον είδε.) Το πρόβλημα προέκυπτε στο φινάλε του διηγήματος. Όταν ο πατέρας μετανιώνει και δεν πράττει το φονικό, αφήνει την Κατερίνα μόνη της και πάει να προσευχηθεί στο ξωκλήσσι μόνος του. Πόσοι θα μαντεύατε πως μάλλον δεν θα το κάνει, όταν εκκρεμούσε άλλο, ξεκάρφωτο θέμα; Ο φονιάς έρχεται βέβαια να σκοτώσει την Κατερίνα και την κυνηγάει μέχρι την άκρη ενός γκρεμού. Από πίσω καταφθάνει ο πατέρας, αδυνατεί όμως να πυροβολήσει τον φονιά γιατί στέκεται πολύ κοντά στην κόρη του, στην κορυφή ενός βράχου. Καθώς ο φονιάς σκαρφαλώνει απειλητικά προς την Κατερίνα, από πίσω της ξεπροβάλλει ο ήλιος (η μορφή του αγγέλου) και στραβωμένος από το έντονο φως ο ένοχος γκρεμοτσακίζεται. (Σκηνή εμπνευσμένη από το αγαπημένο μου "Ο Αδελφός Άννα" με Κατράκη, Φυσσούν, Καλογεροπούλου). Πατέρας και κόρη αγκαλιάζονται ξανά, κάτι που δραματικά το ζήσαμε ήδη (και που το '95 δεν ήμουν σε θέση να το προσέξω.) Edited January 18, 2010 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted January 18, 2010 Share Posted January 18, 2010 Α, να χαθεις, με εκανες να κλαψω...Ειναι υπεροχη ιστορια! Οσο για τον πατερα, πιστευω οτι περιγραφεις πολυ αληθινα, και απεριττα, χωρις παραφορτωματα και φιλοσοφικες αναζητησεις, το τι παιζει μεσα του: το δραμα ενος γονιου που εχει φερει στον κοσμο ενα "ξεχωριστο" παιδι σε μια ηλιθια, μικρονοη κοινωνια. Το χερι του το οπλιζει οχι τοσο το στιγμα, όσο ο φοβος: "Τι θα απογινει το παιδι μονο του, αμα φυγω εγω?" (η αδελφη της ειναι μια μικροψυχη εγωιστρια, και στα ελληνικα χωρια τα "αναπηρα" τα εχουν του πεταματου). Ειναι κι αυτος ενας λογος που αποφασιζει να την σκοτωσει, η αγαπη του γι' αυτην. Κι αυτη η αγαπη λειτουργει λιγο σαν Ιανος και δειχνει το αλλο της προσωπο οταν τελικα αλλαζει γνωμη. Αμα λεω βλακειες συγχωρεστε με...Με το λιγο μου μυαλο ετσι το εξελαβα. Παω τωρα να σκουπισω τα ματια μου... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 18, 2010 Share Posted January 18, 2010 Α, να χαθεις, με εκανες να κλαψω...Ειναι υπεροχη ιστορια! Οσο για τον πατερα, πιστευω οτι περιγραφεις πολυ αληθινα, και απεριττα, χωρις παραφορτωματα και φιλοσοφικες αναζητησεις, το τι παιζει μεσα του: το δραμα ενος γονιου που εχει φερει στον κοσμο ενα "ξεχωριστο" παιδι σε μια ηλιθια, μικρονοη κοινωνια. Το χερι του το οπλιζει οχι τοσο το στιγμα, όσο ο φοβος: "Τι θα απογινει το παιδι μονο του, αμα φυγω εγω?" (η αδελφη της ειναι μια μικροψυχη εγωιστρια, και στα ελληνικα χωρια τα "αναπηρα" τα εχουν του πεταματου). Ειναι κι αυτος ενας λογος που αποφασιζει να την σκοτωσει, η αγαπη του γι' αυτην. Κι αυτη η αγαπη λειτουργει λιγο σαν Ιανος και δειχνει το αλλο της προσωπο οταν τελικα αλλαζει γνωμη. Αμα λεω βλακειες συγχωρεστε με...Με το λιγο μου μυαλο ετσι το εξελαβα. Παω τωρα να σκουπισω τα ματια μου... Λες ακριβώς αυτά που δεν μπόρεσα να πω εγώ χτες, γιατί μου είχει κόψει τα πόδια, έτσι όπως το πήγαινε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 19, 2010 Share Posted January 19, 2010 Οσο για τον πατερα, πιστευω οτι περιγραφεις πολυ αληθινα, και απεριττα, χωρις παραφορτωματα και φιλοσοφικες αναζητησεις, το τι παιζει μεσα του: το δραμα ενος γονιου που εχει φερει στον κοσμο ενα "ξεχωριστο" παιδι σε μια ηλιθια, μικρονοη κοινωνια. Το χερι του το οπλιζει οχι τοσο το στιγμα, όσο ο φοβος: "Τι θα απογινει το παιδι μονο του, αμα φυγω εγω?" Για τα "ξεχωριστά" παιδιά υπάρχει και ο Θεός δεν υπάρχει μόνο η ηλίθια μικρόνοη κοινωνία. Ετσι αΑντι η "τύχη" ( εν προκειμένω ο συγγραφέας) να αποφασίσει κάτι εξωφρενικό (πόσο πιθανό είναι κάπόιος να σκοτώσει το παιδί του γι'αυτό το λόγο; ) μπορεί να αποφασίσει κάτι που θα εχει επίσης μικρές πιθανότητες να συμβεί (ομως όχι τόσο εξωφρενικά μικρές). Οτι δηλαδή μετά που θα πεθαινε ο Παναγής, θα βρισκόταν κάποιος καλός Σαμαρείτης που ενάντια στην θλιβερή πλειοψηφία θα αναλάμβανε την Κατερίνα. Και θα την μεγάλωνε γνωρίζοντας (και αναγνωρίοντας) γιατί άξιζε και ήταν ξεχωριστή αντίθετα με τον Παναγή που δεν ήξερε γιατί δεν την σκότωσε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
manstredin Posted January 19, 2010 Share Posted January 19, 2010 Για τα "ξεχωριστά" παιδιά υπάρχει και ο Θεός δεν υπάρχει μόνο η ηλίθια μικρόνοη κοινωνία. Ετσι αΑντι η "τύχη" ( εν προκειμένω ο συγγραφέας) να αποφασίσει κάτι εξωφρενικό (πόσο πιθανό είναι κάπόιος να σκοτώσει το παιδί του γι'αυτό το λόγο; ) μπορεί να αποφασίσει κάτι που θα εχει επίσης μικρές πιθανότητες να συμβεί (ομως όχι τόσο εξωφρενικά μικρές). Οτι δηλαδή μετά που θα πεθαινε ο Παναγής, θα βρισκόταν κάποιος καλός Σαμαρείτης που ενάντια στην θλιβερή πλειοψηφία θα αναλάμβανε την Κατερίνα. Και θα την μεγάλωνε γνωρίζοντας (και αναγνωρίοντας) γιατί άξιζε και ήταν ξεχωριστή αντίθετα με τον Παναγή που δεν ήξερε γιατί δεν την σκότωσε. Εδώ η δική μου οπτική διαφέρει. Μπορεί να μην συμβαίνει συχνά να γίνεται κάποιος παιδοκτόνος, αλλά σε τέτοιες καταστάσεις, ένας άνθρωπος με τόσα προβλήματα και βάρη, μπορεί συχνά να φτάσει στα όρια της απόγνωσης, και το καταλαβαίνω απόλυτα στο μυαλό του να τριγυρίζουν όλες οι πιθανές λύσεις-διέξοδοι από τα προβλήματά του, όσο αποτρόπαιες κι αν είναι αυτές. Κατά τη γνώμη μου, στο κείμενο περιγράφεται, υπονοείται, αναδύεται, πολύ έντονα αυτή η απόγνωση του πατέρα, ο οποίος φαντασιώνεται πως το βάρος θα φύγει από τους ώμους του αν προβεί στην πιο "εύκολη" λύση, τύπου βλέπω το πρόβλημα-εξαλείφω το πρόβλημα, αλλά την τελευταία στιγμή καταλαβαίνει πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια φαντασίωση που έχει πλάσει το απεγνωσμένο μυαλό του, και πως όλο το παραπάνω δεν αποτελεί στην ουσία λύση, αλλά επιπλέον πληγές στην καρδιά του. Για μένα, ο Παναγής ξέρει γιατί δεν σκοτώνει την κόρη του, μάλιστα για αυτό δεν το κάνει. Επειδή, την τελευταία στιγμή, βγαίνει από την απόγνωση και βλέπει την πραγματικότητα (με τη βοήθεια της ανάμνησης της γυναίκας του). Βέβαια, αυτό, όπως είπα, είναι ό,τι άντλησα εγώ από το διήγημα. Τώρα, όσον αφορά τον καλό Σαμαρείτη, ναι, ίσως θα ήταν κι αυτό μια επιλογή, αλλά ο συγγραφέας είναι αυτός που αποφασίζει το νόημα που θέλει να περάσει. Πιστέυω πως αν υπήρχε ένας καλός Σαμαρείτης, η ιστορία θα άλλαζε ισορροπίες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 19, 2010 Author Share Posted January 19, 2010 Η Dark Desire με κάλυψε απόλυτα, και την ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 19, 2010 Share Posted January 19, 2010 Τώρα, όσον αφορά τον καλό Σαμαρείτη, ναι, ίσως θα ήταν κι αυτό μια επιλογή, αλλά ο συγγραφέας είναι αυτός που αποφασίζει το νόημα που θέλει να περάσει. Καλός Σαμαρείτης νομίζω ότι γίνεται εκ των πραγμάτων ο Παναγής. Αποφασίζει να πορευτεί μαζί με τη Κατερίνα στη ζωή, αντί να δυσανασχετεί για το πρόβλημα της, μάλιστα τόσο πολύ που να θέλει να την σκοτώσει! Ομως ποιό είναι το πρόβλημα της; Είναι ηλίθια,καθυστερημένη, τί; Θα με διευκόλυνε για να κρίνω καλύτερα τον Παναγή. Ελλείψει αυτών των στοιχείων έχω μόνο την εικόνα ενός πατέρα που, για κάποιο λόγο, θέλει να σκοτώσει την κόρη του, που μάλιστα εμφανίζεται εντελώς άκακη και απροβλημάτιστη, και την τελευταία στιγμή παλι χωρίς να ξέρει γιατί ακριβώς, κάνει πίσω. Με αυτά τα δεδομένα το ότι την γλύτωσε η Κατερίνα μόνο του δεν με συγκίνησε καθόλου. Μπορεί να ήταν καλύτερο να πεθάνει, υπο ορισμένες συνθήκες. Η μετάνοια του Παναγή πάλι, ίσως με συγκινούσε, όμως ούτε αυτός ξέρει γιατί δεν το έκανε, και περιμένει φώτιση από το Θεό, οπότε χάλασε κι αυτό. Προσωπικά προτιμώ ο συγγραφέας να παίρνει θέση στα θέματα με τα οποία καταπιάνεται, δια μέσου των διλλημάτων μπρός στα οποία τοποθετεί τους ήρωές του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Εδώ μπαίνω στον κόπο να ρωτήσω: το κείμενο το διάβασες ή απλά του έριξες μια ματιά να δεις τι παίζει; Απ' την αρχή φαίνεται ότι η Κατερίνα είναι "παιδί", παρά τα είκοσι χρόνια της. Έχοντας στο κοντινό, φιλικό μου περιβάλλον παιδί με διανοητική στέρηση, σε πληροφορώ ότι η εικόνα που δίνεται για την Κατερίνα είναι αρκετά ακριβής. Δεν μιλάει σωστά, δεν έχει άμεση επικοινωνία με τον κόσμο και δεν είναι σε θέση να κάνει πολύπλοκους συνειρμούς. Σαφώς και υπάρχει πρόβλημα, το οποίο (τουλάχιστον σε μένα) έγινε αντιληπτό απ' την δεύτερη κιόλας παράγραφο. Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώσεις ένα τέτοιο παιδί. Μια συνάδελφός μου έχει έναν υιοθετημένο αδελφό ηλικίας 13 ετών με 70% στέρηση και σε πληροφορώ ότι η διαπαιδαγώγησή του, το μεγάλωμά του είναι ένας διαρκής αγώνας (τον οποίο θεωρώ μόνο απόλυτα επιτυχημένο βλέποντας τον Λευτεράκη να καταφέρνει να παρακολουθήσει κανονικό σχολείο, να έχει φίλους απ' όλες τις τάξεις σε βαθμό που όταν έκανε το πάρτι γενεθλίων του ήρθαν παιδιά μέχρι κι απ' την Γ Λυκείου για να του ευχηθούν, να χαρίζει την αγκαλιά και την αγάπη του όσο απλόχερα του χαρίστηκε απ' την καλή του τύχη που τον έφερε σ' αυτή την οικογένεια). Πρόσφατα, λόγω ηλικίας, είχε το πρώτο προεφηβικό ερωτικό ξύπνημα κι ήταν απίστευτος ο τρόπος που με ορθάνοιχτα μάτια ζήτησε την συμβουλή κι επεξήγηση του τι συμβαίνει στο πουλάκι του απ' την ετών 31 αδελφή του, γιατί ντρεπόταν τους γονείς τους. Κι η έκπληκτη Μαρία, με την απέραντη λατρεία κι αφοσίωση που έχει στον αδερφό της, προσπαθούσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα σ' αυτά που πρέπει να γνωρίζει το παιδί και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να του τα εξηγήσει για να τα καταλάβει. Δεν έχεις ιδέα πόσο τρέμει η συνάδελφός μου στην εικόνα του μέλλοντος του Λευτέρη. Τι θα μπορέσει να κάνει, πώς να συντηρήσει τον εαυτό του, ποιες θα είναι οι προοπτικές της ζωής του. Δεν διανοείσαι καν πόσα χρήματα πέφτουν κάθε μήνα σε παιδοψυχολόγους (για όλη την οικογένεια), προκειμένου να μπορούν ν' ανταποκριθούν στις ιδιαιτερότητες του παιδιού. Πόσες ώρες καταναλώνουν κάθε μέρα να διαβάζουν μαζί του, να καταλαβαίνει τα μαθήματα του σχολείου. Και δεν έχεις ιδέα, επίσης, πόσο αυτός ο αγώνας δικαιώνεται με την κάθε μέρα που περνάει και στην οποία ο Λευτεράκης μεγαλώνει, κάνει φίλους (μας έφερε κι έναν φίλο του στο μαγαζί να μας πουν τα κάλαντα κι όταν του δώσαμε το δώρο του, το Pro 2010, κανονίζανε ποιες ομάδες θα πάρουν και πότε θα παίξουν κι απλά αδυνατούσες να πιστέψεις πως αυτό το παιδί δεν μπορεί να σου κάνει μια απλή πρόσθεση χωρίς μολύβι και χαρτί) και γίνεται ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Η Κατερίνα, σαφώς, δεν έχει τέτοια ερεθίσματα ή συμπεριφορές, όπως δεν έχουν και πάρα πολλά παιδιά με αντίστοιχα προβλήματα, κυρίως στην επαρχία (όπου η κλειστή κοινωνία, η γεμάτη προκαταλήψεις, αδυνατεί να δεχτεί οτιδήποτε μη φυσιολογικό), κυρίως πριν από πενήντα χρόνια που ένα κορίτσι αποτελούσε ντροπή για την οικογένεια, πόσο μάλλον ένα κορίτσι με διανοητική στέρηση. Η καθημερινή πίεση που ασκείται μπορεί να γίνει απίστευτα εύκολα αντιληπτή, ακόμα και σε κάποιον που δεν έχει βιώσει αυτό το πρόβλημα ούτε καν εξ αποστάσεως. Εδώ για να μεγαλώσεις ένα φυσιολογικό παιδί σου ασπρίζουν τα μαλλιά απ' τις άπειρες αγωνίες. Πόσο μάλλον ένα ξεχωριστό πλάσμα. Πόσο μάλλον υπό αυτές τις συνθήκες. Σκέψου λίγο, λίγο μόνο. Και μετά έλα και ξανακάνε τις ερωτήσεις σου και ζήτα τις διευκρινίσεις σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
supermario Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Πρώτον θα πρέπει να δηλώσω πόσο εκτιμώ τον Ντίνο παρ'όλο είμαι σχετικά νέος στο φόρουμ. Η "Κατερίνα" κατά την γνώμη μου είναι ένα πολύ τρυφερό διήγημα με καλές προθέσεις-κοινωνική καταγγελία για την αντιμετώπιση των ατόμων με ειδικές ανάγκες.Ως μόνα μειονεκτήματα θεωρώ των βαρυφορτωμένο λόγο και την χριστιανική ηθική που διαπνέει όλο το διήγημα, αλλά αυτό είναι θέμα μάλλον προσωπικού γούστου και ιδεολογικής τοποθέτησης Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Εμένα μου φάνηκε φυσιολογική η χριστιανική ηθική λόγω της τοποθεσίας του διηγήματος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
supermario Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Δεν συμφωνώ ότι έχει σχέση ο χώρος δράσης.Γενικότερα είναι λίγο ηθικοπλαστικό, αλλά η πρόθεση με την οποία γράφτηκε είναι καλή! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Όταν λειτουργούν όλα γύρω από την εκκλησία, όπως σε πολλά ελληνικά χωριά πως γίνεται να μην έχει σχέση; Στην προκειμένη περίπτωση ο παπάς έχει καταλήξει να είναι ο ψυχοθεραπευτής των κατοίκων του χωριού, όπου η πίστη είναι και γιατρειά. Ή μάλλον να το πω αντίστροφα. Τώρα στις πόλεις, έχουμε αντικαταστήσει κατά μια έννοια τον παπά με τον ψυχοθεραπευτή, στον οποίο εξομολογούμαστε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest melissoula Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 (edited) Εδώ μπαίνω στον κόπο να ρωτήσω: το κείμενο το διάβασες ή απλά του έριξες μια ματιά να δεις τι παίζει;.....Δεν έχεις ιδέα...........Δεν διανοείσαι καν......Σκέψου λίγο, λίγο μόνο..... Και μετά έλα και ξανακάνε τις ερωτήσεις σου και ζήτα τις διευκρινίσεις σου.... Και διαβασα το κείμενο ολόκλήρο και προσεκτικά, και εxω ιδέα (για άτομα με ειδικές ανάγκες), και διανοούμαι και σκέπτομαι, πολύ οχι λίγο. Ομως δεν θα κάνω άλλες ερωτήσεις. Από το ίδιο υλικό την αναπηρία και το δίλλημα ενός πατέρα της επαρχίας, εγώ θα έβγαζα τελείως διαφορετικο διήγημα. Ο χειρισμός μου φαίνεται νερόβραστος και χωρίς καμία δύναμη. Εσένα σου άρεσε, δικαίωμα σου. Edited January 21, 2010 by melissoula Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Δεν είναι θέμα προσωπικού γούστου. Δήλωσες μια αδυναμία να καταλάβεις ποιο ήταν ακριβώς το πρόβλημα της Κατερίνας και σου το εξήγησα (εξηγώντας σου παράλληλα και πόσο αυτονόητο ήταν μέσα στο κείμενο). Σου εξήγησα επίσης γιατί ήταν τόσο μεγάλο συναισθηματικό βάρος για τον πατέρα της τόσο η ύπαρξή της όσο και ο θάνατός της, για το οποίο επίσης δήλωσες πως δεν μπορούσες να κατανοήσεις. Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα. Αν εσύ θα το έγραφες αλλιώς, ή αν σ' άρεσε ή αν δεν σ' άρεσε, είναι δικό σου θέμα και καθόλου δεν απασχολεί και δεν ενοχλεί εμένα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted January 20, 2010 Share Posted January 20, 2010 Όταν λειτουργούν όλα γύρω από την εκκλησία, όπως σε πολλά ελληνικά χωριά πως γίνεται να μην έχει σχέση; Στην προκειμένη περίπτωση ο παπάς έχει καταλήξει να είναι ο ψυχοθεραπευτής των κατοίκων του χωριού, όπου η πίστη είναι και γιατρειά. Ή μάλλον να το πω αντίστροφα. Τώρα στις πόλεις, έχουμε αντικαταστήσει κατά μια έννοια τον παπά με τον ψυχοθεραπευτή, στον οποίο εξομολογούμαστε. Συμφωνώ απόλυτα με τον twocows. Η ιστορία λειτουργεί καλά μέσα στο περιβάλλον της. Η ύπαρξη της εκκλησίας σαν κεντρικό σημείο αναφοράς σ' ένα χωριό, και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν, είναι κομβική. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πατέρας είναι ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει στο χωριό, ακόμα κι αν δεν είναι βαθιά θρήσκος, έχει μάθει να πηγαίνει στην εκκλησία, σίγουρα πιστεύει ότι ο θεός είναι από πάνω του και "τα πανθ' ορά", συνεπώς δεν είναι ηθικοχριστιανικό το ότι καταλήγει στην εκκλησία και στο αγίασμα. Είναι απολύτως λογικό στο πλαίσιο αναφοράς της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.